|
|
|
|
|
|
Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Ο ΗΛΙΟΣ και το ΦΩΣ στην ποίηση του Σωτήρη Ζυγούρη, (6-2-2016)
Δημοσιεύτηκε: «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», τεύχος 17, Καλοκαίρι 2016, σ. 180-191
Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», Απρ. - Ιούν. 2016, αρ. φ. 143, σ. 6, Ιούλ. - Σεπτ. 2016, αρ. φ. 144, σ. 6
Όταν στις 22 Απριλίου 2013 μίλησα στα Φιλολογικά Βραδινά, τα οποία οργανώνει η Εταιρεία Λογοτεχνών Ν/Δ Ελλάδος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Πάτρας, με θέμα «Ο ποιητής Σωτήρης Ζυγούρης - Εκφάνσεις της ποιητικής του γραφής» αναφέρθηκα και στην κυρίαρχη θέση, την οποία κατέχει στην ποίησή του ο Ήλιος. (http://users.sch.gr/panlampri/Omilies11.html)
Συγκεκριμένα είπα: «Και ηλιοκεντρική είναι η ποίηση του Σωτήρη Ζυγούρη, μια και ο Ήλιος και το Φως που αυτός εκπέμπει, στοιχεία ούτως ή άλλως με πολλούς συμβολισμούς, τη διαπερνούν ως βασικοί άξονες· ο ουρανοδρόμος και ταξιδευτής Ήλιος, που άλλοτε «κονταροχτυπιέται/ με τα σκοτάδια» και «μεσούρανα παλεύει για το δίκιο» (Ειρήνη, σ.57), άλλοτε είναι αυτός που στο όνομά του ορκίζονται, όσοι έχουν τη ζωή τους στα ιδανικά δοσμένη, άλλοτε είναι πρόκληση και πρόσκληση για αγώνες που δίνουν νόημα στα πράγματα του κόσμου, άλλοτε είναι απλά το φως της μέρας, αυτό που αυξαίνει τις ομορφιές του κόσμου τούτου, που ανασταίνει τα σπαρτά και κατ’ επέκταση τη ζωή των ανθρώπων, που τη θαλπωρή του την προσφέρει σ’ όλους, πλούσιους και φτωχούς χωρίς διάκριση, άλλοτε…
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
Τόσο χαρτί ξοδεύτηκε/ για το ψέμα/ και αυτό ακόμα δε στέρεψε./ Τόσα χρώματα ζωγράφισαν/ την ασκήμια/ κι αυτή πάντα αχάριστη./ Τόσες καρδιές πάλεψαν/ για το δίκιο/ και αυτές αφαιρέθηκαν/ απ’ τον ήλιο./ Όσοι μίλησαν την αλήθεια/ μοίρασαν τη ζωή τους/ με τον κόσμο. (σ.67)
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Τ’ απόβραδα η σκέψη μου/ ξεμακραίνει/ σαν ένα μεγάλο πέτρινο καράβι/ που ξεμακραίνει στον ορίζοντα/ και διασχίζει το μέλλον./ Μ’ αυτό το καράβι/ φτάνω στην παραλία του Ιουλίου./ Εκεί στις αμμουδιές του ονείρου/ συγκεντρώνω τα κοράλλια/ της θύμησης/ μέσα στο πυρωμένο τσουκάλι/ του Ήλιου./ Κάτι απ’ τη λάμψη τους/ έχουν τα μάτια μου/ και κάτι απ’ το φλοίσβο τους/ η φωνή μου. (σ.232)
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Πέρασα τη ζωή μου/ ταξιδεύοντας μέσα στην ουτοπία./ Αρνήθηκα τον εαυτό μου/ με τη γνώση ανοίγοντας δρόμο./ Έδωσα τις δυνάμεις μου/ σε μια υπόσχεση ιερή με τον Ήλιο/ για το ψωμί του κόσμου/ και τ’ όνειρο. (σ.246)"
Σε συνέχεια αυτής της αναφοράς και περιδιαβαίνοντας για άλλη μια φορά την ποίηση του Σωτήρη Ζυγούρη, είπα να δώσω μια ευκαιρία στον εαυτό μου, αλλά και σ’ όσους στη συνέχεια θα μελετήσουν τούτο το κείμενο, να δούμε ευρύτερα τη θέση ή μάλλον την πρωτοκαθεδρία, την οποία έχει ο Ήλιος στην ποιητική του γραφή.
O Ήλιος! Ο κύριος του κόσμου, ο αιώνιος υπέρτατος, ο θεός ταξιδευτής, που από το τέθριππο άρμα του θεάται τα πράγματα του κόσμου και στη χάρη του εύχονται εδώ και χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι! Ο αρχέγονος και ζωοδότης Ήλιος, που με τις ακτίνες του στέλνει στη γη το φως της ζωής! Ο Ήλιος, άστρο σύμβολο, του οποίου το όνομα είναι συνώνυμο της γνώσης, της αλήθειας, της δικαιοσύνης, της αγνότητας, της ελευθερίας,…, εννοιών δηλαδή, οι οποίες βρίσκονταν υπό την εποπτεία και τη σκέπη του Απόλλωνος, θεού του φωτός, του ήλιου, της μαντικής, της μουσικής, της ποίησης και εν γένει των τεχνών! Ο Ήλιος δημιουργός, που για έργα πνευματικά και καλλιτεχνικά, από την εποχή κατά την οποία στα σπήλαια κατοικούσαν, τους θνητούς εμπνέει!
Αυτός ενέπνευσε και τον Σωτήρη Ζυγούρη, όπως άλλωστε και πλήθος άλλων μειζόνων και ελασσόνων ποιητών από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας, και δεν είναι απλά παρών στην ποίησή του, αλλά απαντάται με τόση συχνότητα, ώστε δικαιωματικά να της ταιριάζει και με το παραπάνω ο χαρακτηρισμός «ηλιοκεντρική», την οποία έδωσε με αφορμή την παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής «Η ηλικία των δένδρων» ο Βασίλης Κολτούκης (Ηχώ της Άρτας, 20-6-1998, σ. 11).
Πόσο, μάλλον, που οι λέξεις Ήλιος και Φως, οι οποίες αναφέρονται εβδομήντα δύο και τριάντα πέντε φορές αντίστοιχα στο εκδομένο έργο του, συνεπικουρούνται από πλήθος σύνθετων, παραγώγων, συνωνύμων, αντιθέτων ή άλλων λέξεων που σχετίζονται άλλοτε ετυμολογικά κι άλλοτε εννοιολογικά μ’ αυτές επιτείνοντας τη σημασία, την οποία έχουν για την ουσία της ποιητικής του γραφής. Υπηρέτες στον ίδιο σκοπό προστρέχουν οι ιδιαίτεροι προσδιορισμοί, οι οποίοι αναφέρονται στον Ήλιο και το Φως, καθώς και το γενικότερο ύφος και ήθος του λόγου.
Έτσι, με λέξεις όλο φως ή με άλλες που το υποδηλώνουν μέσω της παρουσίας ή της απουσίας του, ο ποιητής αισθητοποιεί και σημασιοδοτεί πολλές εκφάνσεις των ανθρωπίνων, μας καλεί να τις δούμε μέσα από το βλέμμα του και να κατακτήσουμε τα νοήματά τους με τις δικές μας αποσκευές, οι οποίες εμφωλεύουν στο πνεύμα, στην καρδιά και στην ψυχή μας. Επομένως, με όποια αρματωσιά κι αν τις ψηλαφήσουμε, μένει ν’ αφήσουμε ανοιχτές τις πύλες του σώματος και της ψυχής μας, για να αισθανθούμε ό,τι εκλεκτό υπάρχει εκεί κι απλόχερα μας προσφέρεται. Ουσιαστικά, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, ως άλλες μέλισσες θα τρυγήσουμε εκείνα που την ψυχή και το πνεύμα μας ευφραίνουν.
Αν, μάλιστα, «η ποίηση είναι η έκφραση του ωραίου, διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους», όπως είπε ο Αργεντινός συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τότε ας αναζητήσουμε τις «φωτεινές» λέξεις στην ποίηση του Ζυγούρη κι ας απολαύσουμε την περίτεχνη ύφανσή τους μ’ έναν τρόπο που θα αναδεικνύει τις λέξεις χωρίς να απεμπολεί την ποιητικότητά τους. Τις λέξεις, τις μονάδες λόγου, με τις οποίες επικοινωνούμε πολύ πριν μάθουμε να το κάνουμε αυτό με προτάσεις. Τις λέξεις, τα γλωσσικά δηλαδή σημεία, τα οποία αποτελούνται από την ένωση της έννοιας και την ηχητική της ακολουθία και μας βοηθούν να γινόμαστε δημιουργοί λόγου. Λόγου καθημερινού, επιστημονικού, λογοτεχνικού,… και να ξεχωρίζουμε μέσω αυτού απ’ όλα τα έμβια όντα.
Από την πρώτη, λοιπόν, ποιητική συλλογή του Σωτήρη Ζυγούρη με τον τίτλο «Κόκκινος κύκλος» (1979), όπου είναι εμφανής η πολιτική του στράτευση, η λέξη Ήλιος σηματοδοτεί κατά κάποια έννοια τη σταθερή και αδιάλειπτη παρουσία του σ’ όλο το μετέπειτα έργο του.
Έτσι, στις «Μέρες οργής» (σ. 28), οι στίχοι «πες καλημέρα για αύριο/ κι ο ήλιος θα ’ρθει επισκέπτης/ στην πόρτα σου» κλείνουν με αισιόδοξη ματιά ένα κατεξοχήν πικρό ποίημα, στο οποίο κυριαρχούν «οι νύχτες ταφόπλακες», το σκοτάδι, η σιωπή, η ανάγκη, η ανελέητη μοίρα, η πίκρα. Στα «Ματωμένα χιλιόμετρα» (σ. 29), όπου αναφέρονται τα ονόματα του Λένιν και του Γρηγόρη Λαμπράκη, υποκλίνεται στους αγώνες του λαού και με σηματοδότες το φως και τον ήλιο γράφει: «Η πορεία μας μεγάλη/ σαν την πορεία του φωτός/ απ’ το σύμπαν στον πλανήτη μας./ […]/ Πορεία του δίκιου/ πρωταγωνίστρια/ πορεία ηφαίστειο./ Ένα κόκκινο φως/ δυνατό σαν τον ήλιο/ θεριεμένη στην ψυχή του λαού./ Πορεία αγώνων/ πορεία μνήμης.»
Και στην «Ηλιοφάνεια» (σ. 30), όπου ξεχειλίζει η οργή, μέσα σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, η οποία υποβάλλει λογής αδικίες του κόσμου τούτου και θαρρείς πως από ώρα σε ώρα κάτι κακό θα ξεσπάσει, όχι άστοχα, υπερισχύουν, κομίζοντας την ελπίδα της αλλαγής, οι αναφορές στον ήλιο και το φως: «[…] εκατομμύρια έτη φωτός/ χιλιάδες μικροί και μεγάλοι Ήλιοι/ περιμένουν/ την απόσταση της αλήθειας/ να φωτίσουν/ το σύμπαν·/ άπλετο φως στις καρδιές/ στο νου·/ φως στα μονοπάτια που βγάζουν/ στη λαμπρή λεωφόρο/ της δικαιοσύνης.»
Στα άλλα ποιήματα της συλλογής ο ήλιος και το φως ή απουσιάζουν ή υποφώσκουν, με εξαίρεση το ποίημα «Εργάτες» (σ. 37), όπου ο Ήλιος μετέχει μέσα σ’ ένα νοηματικό πλαίσιο κοινωνικού αγώνα στην παρομοίωση που λέει: «Σ’ ένα στέγαστρο εργάτες περιμένουν/ με την καρδιά και το νου/ στην κορυφή της συνέπειας/ με την προκήρυξη της απεργίας/ στα χέρια τους/ που φεύγει από χέρι σε χέρι/ έτσι όπως φεύγει ο Ήλιος/ από παράθυρο σε παράθυρο/ με το χάραμα της αυγής.»
Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Σωτήρη Ζυγούρη, η οποία φέρει τον τίτλο «Ξύλινα τρακτέρ» (1979), παραπέμπει χωρίς άλλο στη συλλογή «Τρακτέρ» (1934) του Γιάννη Ρίτσου και φέρει έντονα όχι μόνο την ιδεολογική σφραγίδα του γράφοντος, αλλά μιλά με επάρκεια για τον βαθύ ανθρωπισμό και την έγνοια του για έναν κόσμο, όπου θα βασιλεύει η ειρήνη και τα παιδιά θα ζουν ευτυχισμένα. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν ικανή αφορμή για να παραθέσει ως εισαγωγή την «Ανταπόκριση» (σ. 47) και να γράψει ένα πολύστιχο ποίημα με τον τίτλο «Βιετνάμ – Η καρδιά του κόσμου», όπου σ’ έναν στίχο του έχει θέση και ο ήλιος (σ. 64).
Το πρώτο, λοιπόν, ποίημα αυτής της συλλογής δεν αφιερώνεται απλά στον ομοϊδεάτη του ποιητή Ρίτσο, αλλά έχει ως τίτλο «Στο Γιάννη Ρίτσο», όπου με γραφή και ύφος που μας πάει κατευθείαν στην ποίηση εκείνου, κάνει ένα προσκλητήριο σε επώνυμους και ανώνυμους ιδεολογικούς συντρόφους, και όχι μόνο, να ευχηθούν για τα εβδομηκοστά του γενέθλια: «[…] σα σφίξουμε το χέρι του Γιάννη Ρίτσου,/ να ευχηθούμε στα εβδομήντα του χρόνια,/ στα εβδομήντα μεγάλα ποιήματα/ ένα ανοιχτό παράθυρο στις καρδιές μας και στον Ήλιο.»
Στα «Ξύλινα τρακτέρ» «Κάτω απ’ τον Ήλιο/ σκοτεινά υπόγεια/ μέρα - νύχτα ταράζονται/ απ’ την ησυχία τους.» (σ. 54), ενώ αλλού, όπως προαναφέρθηκε, «Ο ήλιος κονταροχτυπιέται/ με τα σκοτάδια/ […]» (σ. 57) και «Μεσούρανα παλεύει για το δίκιο.» (σ. 57) που για να το κατακτήσεις και να το βιώσεις καθόλου εύκολο δεν είναι. Πόσο, μάλλον, που πολλοί απ’ αυτούς, οι οποίοι αγωνίζονται διεκδικώντας το, συχνά δεν ζουν, για ν’ απολαύσουν τα αγαθά, τα οποία από την επικράτησή του προκύπτουν, αφού «Τόσες καρδιές πάλεψαν/ για το δίκιο/ και αυτές αφαιρέθηκαν/ απ’ τον ήλιο»! (σ. 67) Όμως, ο ήλιος είναι πάντα εκεί και στο ποίημα «Μεγάλωσαν» (σ. 73) εκπέμπει αισιοδοξία:
ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ
Μεγάλωσαν χωρίς γάλα/ μα ορκίστηκαν σ’ αυτό/ να μη λείψει απ’ τον κόσμο./ Μεγάλωσαν στην αντιφεγγιά/ του ουρανού/ μα ορκίστηκαν στον ήλιο/ να φωτίσουν τις γειτονιές/ με χαμόγελα./ μεγάλωσαν στα χαμόκλαδα/ σα σπουργίτια/ ωστόσο φτάσαν ψηλά/ για να ταΐσουν/ το χελιδόνι της άνοιξης.
Στο ποίημα «Αγρότες» (σ. 61), όπου αισθητοποιείται μέσω των λέξεων και των εικόνων η δύσκολη ζωή των αγροτών, την οποία από πρώτο χέρι γνωρίζει ο ποιητής, ο ήλιος, αν και κατά τα άλλα ζείδωρος, δεν είναι καθόλου φιλικός μαζί τους, αφού «καυτός σα λάδι/ τους έγδαρε το κορμί».
Η ποιητική συλλογή «Ποίηση 1983-1987» (1987), αφιερωμένη «Στους μαχητές της πέτρας, του σιδήρου, της ανάγκης», αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία έχουν ως τίτλους «Ο άνθρωπος» και «Ο λόγος».
Στο πρώτο μέρος, σε μια ατμόσφαιρα που πρωτοστατούν άνθρωποι του μόχθου και ιδεολογικοί σύντροφοι του ποιητή, το φως είναι λίγο ή απόν μέσω λέξεων που αφορούν στη νύχτα. Εκπέμπεται από τα «φωτισμένα τζάμια» (σ. 89) κάποιου φτωχικού σπιτιού, μετέχει στην παρομοίωση, όπου «Το βράδυ μπροστά/ στο σπιτικό τραπέζι/ επιμηκύνεται/ το νόημα των λέξεων/ σαν τη σκιά των δέντρων/ απ’ το γωνιακό φανοστάτη.» και μαζί με τον ήλιο γίνονται οι λέξεις, με τις οποίες εκφράζεται η εμπιστοσύνη στους συντρόφους και η διάθεση προσφοράς και θυσίας: «Στέκουν εμπρός μου αμίλητοι/ οι ταξικοί εχθροί μου./ Μπορεί για δαύτους να μη δίνω/ δυάρα τσακιστή./ Μα για τους συντρόφους αυτούς/ που άσβηστο κρατάνε το φως/ του ήλιου/ μες τα χέρια τους/ μπορώ να διαρρήξω τις φλέβες μου/ και να τους μεταγγίσω το αίμα μου.» (σ. 93) Ενώ αλλού ο ήλιος γίνεται πάλι εκφραστής της δικαιοσύνης: «Οι ιστορικοί του μέλλοντος/ θα καταγράψουν/ τα συντελούμενα. […] Για τους ανθρώπους/ με έναν ήλιο/ από δίκιο/ μες στο κεφάλι τους.»
Στο δεύτερο μέρος το φως υπάρχει, βέβαια, με χρήση της λέξης καθώς και του οικείου μας ήλιου, αλλά εμφωλεύει και σε λέξεις, όπως η διαύγεια και η φεγγαρόπετρα (σ. 100), ο φεγγίτης (σ. 103) κι η φωτιά (σ. 109) και δηλώνεται δια της απουσίας του, όπως το συνηθίζει ο ποιητής, με λέξεις, όπως το σκοτάδι (σ. 109), η νύχτα και οι σκιές (σ. 110).
«Το σώμα της Άνοιξης» (1996), τέταρτη ποιητική συλλογή, φέρει μέσω του τίτλου χαρά και αισιοδοξία και την αφιερώνει: «Στη θεία μου Χρυσούλα Ζυγούρη. Δείγμα αγάπης, εκτίμησης, σεβασμού. Σ. Ζ.» Εδώ χωρίς ν’ απουσιάζουν οι λέξεις, οι οποίες «φωτίζουν», έχουμε κάποια ποιήματα με προσωπικό τόνο, μερικά, μάλιστα, ανήκουν σ’ αυτά που τα λέμε «εις εαυτόν». Στην «Αναζήτηση», για παράδειγμα, γράφει «Μη μ’ αναζητήσετε/ στις φωτεινές επιγραφές/ στις ιλουστρασιόν διαφημίσεις […] Μη με αναζητήσετε/ στις φεγγαρόλουστες νυχτιές […]» (σ. 128), στις «Χρονολογίες» «Μια πηγή έρχεται/ από πολύ μακριά/ γεμίζοντας φως/ τη ζωή μας/ εξαγνίζοντας/ τη μορφή μας/ ημερεύοντας/ την οργή μας.» (σ. 129) και στις «Επιλογές» «Τώρα ξέρω/ ότι το φως υψώνεται/ σαν πέτρινο άγαλμα/ πάνω απ’ το χρόνο/ μες στην αιωνιότητα.» (σ. 131)
Η συλλογή «Η ηλικία των δέντρων» (1998), αφιερωμένη στον γιο του Πασχάλη, ξεχειλίζει από Ήλιο και Φως! Ο Βασίλης Κολτούκης (Ηχώ της Άρτας, 20-6-1998, σ. 11) σημειώνει μεταξύ άλλων πως σ’ αυτή τη συλλογή «που περιλαμβάνει 30 ποιήματα, ο ποιητής φανερώνει την ωριμότητά του, την διαύγεια της σκέψης του, την απλότητα και λιτότητα του λόγου του. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ολόκληρη η συλλογή είναι ένα μεγάλο αυτόνομο ποίημα. Αν πάρουμε τους τίτλους των ποιημάτων θα παρατηρήσουμε μια συνεχή ροή θέματος με ηλιοκεντρική πορεία έχοντας σαν άξονα την Δικαιοσύνη και ακτίνες τον Έρωτα, την Ομορφιά, την Φιλία, την Ελευθερία.» Σ’ άλλο σημείο, μάλιστα, μιλάει για «διονυσιακή έξαρση του Ήλιου» σ’ αυτή τη συλλογή, στην οποία η λέξη Ήλιος αναφέρεται είκοσι φορές!
Για των λόγων το αληθές, να, μερικές φράσεις πεπληρωμένες με Ήλιο και Φως: «Ο ήλιος ο πρώτος που φωτίζει/ τα ωραία κορίτσια» (σ. 138), «Φέτος το καλοκαίρι πέρασε/ με τους θεριστές/ καίγοντας σπίρτα/ μες στο μεγάλο αλώνι του ήλιου/ ανεμίζοντας φως και σιτάρι/ για τη δοξολογία/ της ανάστασης.» (σ. 147), «Κάθε που βραδιάζει/ ένας μαντατοφόρος/ φτάνει στην πόρτα μας./ Αυτός διηγείται/ τη μακρινή πορεία του ήλιου.» (σ. 148), «Τη δωδεκάτη ώρα/ συνάντησα τους θεριστές/ με τις μεγάλες μαντίλες/ του Ήλιου.» (σ. 149), «Είχαν μια σχέση/ καθαρή με τον Ήλιο/ και σίγουρη με τον κόσμο.» (σ. 150), «Εκεί σταχυολογώ δυο δάχτυλα φως/ τα ρίχνω μέσα στον κόρφο μου/ σηκώνω το βλέμμα μου/ έως επάνω στον ήλιο/ και με αυτό το μαχαίρι πελεκάω/ αυτά τα κλωνάρια/ και φκιάχνω ταπεινές ράβδους/ για τους ασήμαντους, τους οδοιπόρους,/ τους ανήμπορους/ απλά στοιχειώδη στηρίγματα/ για τους βραχμάνους, τους ερημίτες/ και τους τσοπάνους.» (σ. 152), «Πέρα, μακριά στο ποτάμι,/ ο ξωμάχος άναψε το στερνό του/ τσιγάρο,/ στηρίχτηκε στο μπαστούνι του/ και κίνησε για το σπίτι/ την ώρα που ο Ήλιος διεκπεραίωνε/ και την τελευταία του επιστολή,/ μπροστά στο κατώφλι/ τούτης της μακρινής πολιτείας.» (σ. 166)
Από τη συλλογή «Ημερολόγιο αναμνήσεων» (1999), η οποία περιλαμβάνει μόλις εννέα ποιήματα και την αφιερώνει «Στη μνήμη των νεκρών των κοινωνικών αγώνων», δεν θα μπορούσαν, όπως και σ’ όλες τις άλλες, να απουσιάζουν ο Ήλιος και το Φως. Μόνο τα τρία από τα εννιά ποιήματα έχουν, άλλωστε, σχετικούς τίτλους, όπως «Φωταγωγία» (σ. 173), «Όταν λιγοστεύει το φως» (σ. 175) και «Η φλόγα που καίει» (σ. 180) που κατευθύνει τον νου μας στο εμβληματικό έργο του Κώστα Βάρναλη «Το φως που καίει» (1922). Σ’ αυτή τη συλλογή, μάλιστα, απαντάται πιο συχνά η λέξη Φως, παρά η λέξη Ήλιος, καθώς και άλλες λέξεις, οι οποίες το υποδηλώνουν, όπως η αναλαμπή των άστρων (σ. 171), η φωταγωγία (σ. 173), η φλόγα (σ. 180).
Επόμενη συλλογή, το «Μεταίχμιο» (2001), η οποία είναι αφιερωμένη «Σ’ αυτούς που έδωσαν δείγματα ενόρασης, συναίσθησης, επιείκειας.» Αυτή, αν και περιέχει συνολικά τριάντα ποιήματα, μόνο στα πέντε υπάρχει αναφορά της λέξης ήλιος και μόνο στο ένα τρίτο εξ αυτών λέξεις που έχουν κάποια σχέση με το φως. Εδώ, ανάμεσα σ’ άλλους στίχους, «Ο Ήλιος στέλνει τους πιο θερμούς/ χαιρετισμούς/ σ’ όλους τους ταπεινούς.» (σ. 193) κι ο όρκος μπροστά στον Ήλιο δίνεται:
Ο ΟΡΚΟΣ
Τον όρκο/ μπροστά στον Ήλιο/ ξεδίπλωσα/ τις φοβερές ημέρες/ μνημονεύοντας./ Να στροβιλίσει/ ο άνεμος/ όλο του το κόκκινο/ τα μέσα του κόσμου/ φως γεμίζοντας. (σ. 186)
Οι επόμενες δύο συλλογές «Τα Υστερόγραφα» και το «Ηλιοστάσιο» περιέχουν, όπως και το «Μεταίχμιο», από τριάντα ποιήματα. «Τα υστερόγραφα» (2002), αφιερωμένα «Στο ανθρώπινο Γένος», έχουν αρκετό Ήλιο και Φως και περιέχουν ικανό αριθμό ποιημάτων απευθυνόμενων «εις εαυτόν». Αλλά, ας μιλήσουν καλύτερα, χωρίς σχόλια, κάποια απ’ αυτά:
ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ
Με πληγώνει η δυστυχία/ και η ματαιοδοξία του κόσμου./ με πληγώνουν οι στίχοι μου/ και το φως μου./ Με πληγώνει ο ίδιος ο εαυτός μου. (σ. 221)
Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ
Κοίταξα μέσα στο δίσκου/ το ανέσπερο φως./ Ήμουν ωραίος και δυνατός./ Ήταν ο πρώτος μου εαυτός./ Οδηγητής μου ήταν ο Θεός./ Κοίταξα μέσα στου Ήλιου/ το αέναο φως./ Ήμουν μόνος μου και σκυφτός./ Οδηγητής μου ήταν ο εχθρός/ ο άλλος μου εαυτός. (σ. 233)
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Πέρασα τη ζωή μου/ ταξιδεύοντας μέσα στην ουτοπία./ Αρνήθηκα τον εαυτό μου/ με τη γνώση ανοίγοντας δρόμο./ Έδωσα τις δυνάμεις μου/ σε μια υπόσχεση ιερή με τον Ήλιο/ για το ψωμί του κόσμου/ και τ’ όνειρο. (σ. 246)
Το «Ηλιοστάσιο», η τελευταία ποιητική συλλογή του Σωτήρη Ζυγούρη, κυκλοφόρησε το 2003, χρονιά του θανάτου του, και είναι αφιερωμένη «Στους συντρόφους». Ο τίτλος οδηγεί τον νου στις ετήσιες τροπές του Ήλιου, οι οποίες φέρνουν τη μεγαλύτερη και τη μικρότερη μέρα του χρόνου και συνοδεύονται από πλήθος λαϊκών δοξασιών. Όμως, έχουμε να κάνουμε με ποίηση. Κι ο ποιητής που σ’ όλες του τις συλλογές προβάλλει τον Ήλιο, άλλοτε στην πραγματική του διάσταση κι άλλοτε με πλείστους συμβολισμούς, εδώ τον έχει ως προμετωπίδα, αλλά και στα ποιήματα της συλλογής απαντάται συνολικά είκοσι μία φορές, από τις οποίες τέσσερις σε σύνθετες λέξεις, όπως ηλιοστάσιο, ηλιαχτίδα (δυο φορές) και λιόγερμα.
Σ’ αυτή τη συλλογή ο Σ. Ζυγούρης αποτίει φόρο τιμής σε τρεις σημαντικούς Έλληνες ποιητές. Στον Γιάννη Ρίτσο, για δεύτερη φορά, στον Κώστα Καρυωτάκη και στον Κ. Π. Καβάφη, αφήνοντας να εννοηθεί πως τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση στο έργο τους και κατά το μάλλον ή ήττον έχει επηρεαστεί απ’ αυτό. Ενδιαφέρον είναι πως το περιεχόμενό τους είναι εμπνευσμένο και από το έργο εκείνων. Έτσι, το αφιερωμένο στον Ρίτσο έχει τον τίτλο «Χαιρετισμός» (σ. 259) και τελειώνει με τους στίχους «[…] Κάθε φορά που ένας λαός/ σπάζει τα σίδερα της τυράγνιας/ τέσσερις μικρές ηλιαχτίδες φεύγουν/ μες απ’ τις σελίδες της Ρωμιοσύνης.» Εκείνο στον Καρυωτάκη τιτλοφορείται «Διάσταση» (σ. 260) και δεν περιέχει, όπως κι εκείνο στον Καβάφη, ήλιους και ηλιαχτίδες: «Μας παγώνουν οι δρόμοι/ κι η μοναξιά των ανθρώπων./ Μας παγώνει η νοτιά του φθινοπώρου/ κι οι σκιές του απόβραδου./ Μας παγώνει η παρακμή του κόσμου/ και το ταξίδι του πόνου.» «Αναχωρήσεις» είναι ο τίτλος του αφιερωμένου στον Καβάφη ποιήματος κι στίχοι του οι ακόλουθοι: «Μην αναζητήσεις τις χαρές/ στις αποσκευές της θύμησης/ μην προσπαθήσεις./ Έτσι που κουρασμένος είσαι/ μαζί σου μείναν στο σταθμό εκεί/ με τις αναχωρήσεις.»
Αλλά, ας πάμε πάλι στον Ήλιο και το Φως! Να δούμε πώς «Χέρια σεμνά και τιμημένα/ σαν στάχυα σταριού/ λάμπουν στον Ήλιο […]» (σ. 255), πώς «Απόψε ο οικοδεσπότης/ οδήγησε τη συντροφιά του/ από σίγουρο πέρασμα/ όπως ο Ήλιος το καραβάνι του/ μέσα στην έρημο.» (σ. 262), πώς «Όταν ένα χαμόγελο σιγουριάς/ ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων/ δυο καλοψημένα καρβέλια ετοιμάζονται/ μέσα στην καμινάδα του Ήλιου.» (σ. 264), πώς «κάθε που ξημερώνει/ φεύγουν στον ορίζοντα του Ήλιου οι σύντροφοι/ οι δροσουλίτες, οι αναχωρητές του κόσμου/ κι οι χειρομάχοι της γης.» (σ. 270), πώς «Τα παιδιά με το άσπρο πουκάμισο/ και το ανοιγμένο βιβλίο/ μπροστά στο παράθυρο/ χαμογελάνε στον Ήλιο.» (σ. 279), πώς…
Ούτως ή άλλως ο Ήλιος είναι παρών στα ποιήματα, για να λαμπρύνει τα πράγματα του κόσμου, για να οδηγεί, για να ζεσταίνει τις καρδιές, για να εμπνέει, για να αποτελεί επιδίωξη και όραμα, για να σηματοδοτεί τον αγώνα και την ελπίδα, για να μεταφέρει μηνύματα ανθρωπιάς και ειρήνης, για να εκφράζει αισθήματα φιλίας κι αγάπης, για να… Με το τελευταίο, μάλιστα, αφιερωματικό ποίημα της συλλογής να περιέχει τέσσερις φορές τη λέξη Ήλιος, ο ποιητής εύγλωττα, όσο πουθενά αλλού, αποκαλύπτει περισσότερα γι’ αυτόν:
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το βιβλίο/ το αφιερώνω/ στον Ήλιο/ που με εμπνέει να γράφω/ και φωτίζει τους δρόμους μου./ Ο Ήλιος μου είναι/ ένας απ’ τους χιλιάδες Ήλιους/ του κόσμου./ Ο Ήλιος μου είναι ο ίδιος/ ο εαυτός μου.» (σ. 284)
«Ο Ήλιος μου είναι ο ίδιος/ ο εαυτός μου» γράφει ο Σωτήρης Ζυγούρης στο ακροτελεύτιο ποίημα της τελευταίας του συλλογής, η οποία προφανώς δεν γνώριζε πως θα ήταν τέτοια, μια κι ο θάνατός του υπήρξε αιφνίδιος. Παρόλα αυτά το σύμπαν συνηγόρησε, ώστε να έχουμε τούτη την «ομολογία», η οποία μας βοηθάει μερικώς να κατανοήσουμε την εμμονή του στην αναφορά της λέξης Ήλιος, αλλά και της λέξης Φως, οι οποίες πληθωρικά ενυπάρχουν στην ποίησή του. Και όχι μόνο αυτές, αλλά κι άλλες συγγενικές νοηματικά λέξεις, όπως η αναλαμπή, η λάμψη, το ηφαίστειο, η αντιφεγγιά, η ξαστεριά, τα λιοπύρια, η ηλιοφάνεια, η αυγή,…, οι οποίες φωτίζουν και προσδίδουν ζεστασιά σε ποιήματα πιο λυρικά και αυτοβιογραφικά, αλλά και σε άλλα με πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο.
Αλλά, γιατί τόσος Ήλιος και τόσο Φως; Το ερώτημα θα αιωρείται πάνω απ’ τους στίχους του, σχεδόν ηθελημένα, ως αναπάντητο, ώστε ο κάθε αναγνώστης, πέρα από αυτή καθαυτή την «ομολογία» του ποιητή, να αδράχνει σε κάθε απόπειρα ανάγνωσης την ευκαιρία να συνομιλήσει μέσω των δικών του κωδίκων και να κάνει τη δική του, μοναδική κάθε φορά ανάγνωση, η οποία αναδεικνύει και την ουσία της ποιητικής γραφής. Κι αυτό, γιατί ποτέ δεν γνωρίζουμε ακριβώς «τι θέλει να πει ο ποιητής!», αλλά μπορούμε κάτι από τα σημαινόμενα της ποίησής του να ψυχανεμιστούμε και με της ψυχής και του πνεύματός μας τους παλμούς να αισθανθούμε.
Με τούτα κατά νουν και με της καθεμιάς ανάγνωσης την ιδιαιτερότητα, μήπως οι λέξεις αυτές καθώς και οι συναφείς τους έρχονται, για να γλυκάνουν τον εσωτερικό πόνο, ο οποίος προέρχεται και συχνά ξεχειλίζει έχοντας ως αφορμή εσώτερες δυσχερείς αναζητήσεις και αδιέξοδα του ποιητή; Μήπως έρχονται ως αντιστάθμισμα για όσα άσχημα συμβαίνουν στον κόσμο, όπως οι πόλεμοι, οι πάσης φύσεως αδικίες εις βάρος των αδυνάτων,…, για τα οποία ο ποιητής πάσχει και αγωνίζεται με τις όποιες δυνάμεις του να εξαλειφθούν από προσώπου γης; Μήπως πιστεύει πως αναδεικνύοντας όλα ετούτα θα ’ρθει κάποτε η ώρα που θα αφυπνιστούν οι άνθρωποι και θα αγωνιστούν για έναν πιο δίκαιο κόσμο; Μήπως βαθιά μέσα του επιθυμεί η λάμψη του φωτοβόλου ήλιου να λαμπρύνει και να καθοδηγεί τις καρδιές των ανθρώπων σε ό,τι καλό; Μήπως εκ του αντιθέτου δηλώνονται όλοι κι όλα εκείνα που στερήθηκαν τον ήλιο και το φως κι ό,τι άλλο σηματοδοτούν αυτές οι λέξεις; Μήπως αποτυπώνουν το άνω θρώσκω των θνητών και τη συνεχή αναζήτησή τους για τα μεγάλα και τα υψηλά; Μήπως…
Και σε ανέκδοτα ποιήματά του υπάρχουν ο Ήλιος και το Φως, βεβαιώνοντας για άλλη μια φορά πως αποτελούν κεντρικές αρτηρίες της ποιητικής του έκφρασης. Σε σημειώσεις, αλλά και σ’ ένα τέτοιο ποίημα, λοιπόν, γραμμένο σε συνεχή λόγο αντικατοπτρίζονται σε μεγάλο βαθμό όλα εκείνα, για τα οποία πάσχιζε ο Ζυγούρης, με τις επίμαχες λέξεις να είναι παρούσες. Και της γυναίκας του Φωτεινής το όνομα υπάρχει εδώ - τι σύμπτωση να προέχεται από τη λέξη Φως - για να επιτείνει τα νοήματα και τις αξίες που πρεσβεύει! Το εν λόγω ποίημα έχει τον τίτλο «Αφιέρωση» (1998) - υπάρχει κι άλλο ένα δημοσιευμένο μ’ αυτόν τον τίτλο (σ. 247), πολύ μικρότερο σε έκταση - το οποίο κινείται στην ίδια φιλοσοφία. Αλλά, ας απολαύσουμε το αδημοσίευτο:
ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Καθώς θ’ ανοίγετε αυτό το Βιβλίο, ενώ Εγώ θα βαδίζω: σκυφτός, μόνος και άφωνος πριν την Μεγάλη Ώρα, στις ατραπούς της Ιεράς Ουτοπίας, θα βρείτε στην πρώτη σελίδα την Αφιέρωση.
Στο Ανθρώπινο Γένος που έζησε πριν απ’ τον ΑΝΘΡΩΠΟ, Στη Γυναίκα μου Φωτεινή και τον Γιο μου Πασχάλη που με αγάπησαν, Στους αξέχαστους Φίλους που έφυγαν, Στους χειρομάχους με το σφυρί, το δρεπάνι και το αλέτρι που μόχθησαν. Σ’ Αυτούς που στερήθηκαν το φως, το νερό, το διάλογο για τις ιδέες τους.
Σ’ αυτούς που συνάντησαν την Αβάσταχτη Μοίρα, την Ωραία Γυναίκα, την Ανέπαφη Αρετή. Σ’ αυτούς που άφησαν πίσω τους εξαίσιες μουσικές, φωτεινές επιγραφές και λαμπρά διαδήματα που στολίζουν τους δρόμους.
Σ’ αυτούς που συνέταξαν μεγάλους τόμους συγγράμματα για τους ασήμαντους και τους μεγιστάνες, τους λευκούς και τους έγχρωμους. Σ’ αυτούς που έκαναν Γνωστή την Αλήθεια σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Σ’ αυτούς που πιστεύουν στις Αξίες που αντέχουν στο χρόνο, στους Αγωνιστές που θέλουν την Ειρήνη, την Ελευθερία, την Πρόοδο. Σ’ Αυτούς που κληροδότησαν Στάδια, Ναούς και Μουσεία και μιαν άφθαρτη τέφρα που συμπυκνώνει την ΟΥΣΙΑ: την Αρχή, τη Συνέχεια και το Τέλος.
Καθώς θα διαβάζετε τούτη την Αφιέρωση, ΕΓΩ θα ανέρχομαι τις κλίμακες του Λευκού Όρους, τυλιγμένος μες το Γαλάζιο μου Σύννεφο κρατώντας ανάμεσα στα δόντια μου τις συλλαβές που συνθέτουν το Μεγάλο Όνομα που μου χάρισαν ο Άνεμος, ο Ήλιος, ο Ουρανός.
Να, και το χειρόγραφο ενός ανέκδοτου ποιήματος, το οποίο μεταλαμβάνει Ηλίου και Φωτός:
Και στη «Συμφωνία ειρήνης», στην οποία σαρκάζει κατά κάποιον τρόπο την επιστημονική επιτυχία της διάσπασης του ατόμου και, αν και περιέχει «σκοτεινές» λέξεις, όπως καταστροφή, ανοησία, νυχτώνει, σκοτάδι, βράδυ, ο ποιητής αφήνει μια χαραμάδα αισιοδοξίας πως όλα τα αρνητικά, τα οποία φοβάται πως θα συμβούν, δεν θα τελεσφορήσουν και αναμένει πως από τη φωτισμένη οθόνη θα ακουστεί μια ελπιδοφόρα συμφωνία για τη χρήση αυτής της νέας δύναμης.
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ
Πάνω απ’ της διάσπασης του ατόμου/ των ημερών μας την επιτυχία/ η καταστροφή αιωρείται του κόσμου/ από μια πιθανή ανοησία./ Όμως νυχτώνει./ Έρχεται σκοτάδι./ Μπροστά στην οθόνη/ ίσως το βράδυ/ δούμε τη συμφωνία./ Έχουμε μιαν ελπίδα.»
Κλείνοντας τούτη την αναφορά για τη θέση που έχουν ο Ήλιος και το Φως στην ποίηση του Σωτήρη Ζυγούρη, έχω την αίσθηση πως πολλά έχουν ακόμα να ειπωθούν, ίσως κι από μένα, μια και κάθε φορά κάτω από διαφορετικές συνθήκες η ψυχή και το πνεύμα μας θεώνται από άλλη οπτική γωνία πράγματα, τα οποία πολλές φορές στο παρελθόν είχαν θεαθεί. Πέραν τούτων, πιστεύω πως, αν ο ποιητής ζούσε σήμερα που ως άνθρωποι, ως πατρίδα και ως ανθρωπότητα βιώνουμε όσα βιώνουμε, θα ένιωθε ικανοποίηση, αλλά και θλίψη, μια και τα ποιήματά του έχουν, κατά το μάλλον ή ήττον, επικαιρικό χαρακτήρα και κάποια άλλα αποδείχθηκαν σχεδόν προφητικά.
Ο Σωτήρης Ζυγούρης γεννήθηκε στη Ροδαυγή Άρτας το1954και πέθανε στην Άρτα το2003,ενώ βρισκόταν στην ακμή της πνευματικής του δημιουργίας. Σπούδασε πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αλλά σε εποχές που πολλοί, ακόμα και χωρίς προσόντα, βολεύτηκαν σε θέσεις με παχυλούς μισθούς, δεν καταδέχθηκε να ενδώσει προκειμένου να εξασφαλίσει μια θέση εργασίας, αλλά εργάστηκε ως λογιστής, ακόμα και σε λατομείο πέτρας εργάστηκε, κάνοντας πράξη αυτά που με πολλούς στίχους του διακήρυξε.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1979 με την ποιητική συλλογή «Κόκκινος κύκλος»· την ίδια χρονιά εκδόθηκε και η ποιητική του συλλογή «Ξύλινα τρακτέρ». Ακολούθησαν οι συλλογές «Ποίηση 1983-1987» το 1987,«Το σώμα της άνοιξης» το 1996, «Η ηλικία των δένδρων» το 1998, «Ημερολόγιο αναμνήσεων» το 1999, «Μεταίχμιο» το 2001, «Τα υστερόγραφα» το 2002 και «Ηλιοστάσιο» το 2003, χρονιά του θανάτου του. Το 2005, με την ευγενική χορηγία της αδελφότητας της γενέτειράς του στην Αθήνα, εκδόθηκε το έργο του σ’ έναν τόμο με τον τίτλο «Τα ποιήματα, 1975-2003», από τις εκδόσεις «Πέτρα», αν και υπάρχουν κάποια ανέκδοτα ποιήματα που δεν έχουν περιληφθεί στην έκδοση.