Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη: 

Παναγιώτα Π. Φάσσαρη - Στούμπου

«Θυμάμαι...»

Επιμέλεια κειμένου - Εισαγωγικό σημείωμα, Παναγιώτα Π. Λάμπρη, (10-12-2016)

 

Εισαγωγικό σημείωμα

     Δεν γνωρίζω πώς ακριβώς είναι, και το πιθανότερο είναι πως δεν θα το μάθω, να έχεις ζήσει έναν αιώνα και να διανύεις τα πρώτα χρόνια του επόμενου, διατηρώντας κατά το δυνατόν ακμαία τη λογική σου και επομένως να έχεις τη δυνατότητα επικοινωνίας με τους ανθρώπους που σε συντροφεύουν στην εσχατιά του βίου σου.

   Γνωρίζω, όμως, πως αισθάνομαι απέραντη χαρά και μια αλλιώτικη μορφή πληρότητας, όταν συνομιλώ και επικοινωνώ βαθιά με ανθρώπους, οι οποίοι, εκτός από το φορτίο των χρόνων, κουβαλούν εμπειρία ζωής πολυποίκιλη, την οποία θεωρώ πολύ σημαντική και πολλαπλά χρήσιμη, τόσο για κείνους, όσο και για μένα. Μόνο που, για να μετάσχεις σε τέτοιας λογής θησαυρισμένη γνώση και εμπειρία, πρέπει διάθεση να ’χεις και λίγο από τον χρόνο σου τον πολύτιμο, που αδυσώπητος τρέχει, ν’ αφιερώσεις. Κυρίως, όμως, πρέπει να ’χεις τα μάτια της ψυχής και του νου ανοιχτά και την καρδιά σου γεμάτη αγάπη, για να δεις όχι μόνο όσα τα λόγια κομίζουν, αλλά κι όλα εκείνα που είναι αποτυπωμένα στα ρυτιδωμένα πρόσωπα, στα λευκά μαλλιά, στα ελαφρά κυρτωμένα κορμιά, στα αργά βήματα, τα οποία σχεδόν μυστικιστικά, μιλούν εύγλωττα μέσα από τους ήχους της σιωπής τους.  

   Και το ανά χείρας ενθύμημα μέσα από τέτοιους δρόμους της καρδιάς και του νου γεννήθηκε. Συγκεκριμένα από την αγαπητική σχέση με την πεθερά μου, η οποία πάντα, όταν γίνεται λόγος για τη γενέτειρά της, με ταξιδεύει στην παιδική και την εφηβική της ηλικία και, παρότι έχουν περάσει τόσα χρόνια, τη νοσταλγεί. Και η νοσταλγία της δεν έχει να κάνει με κάτι που λόγω του μακρού διανυθέντος χρόνου εξωραΐστηκε και φαντάζει σπουδαίο, αλλά είναι δηλωτική του βαθιού δεσμού με τον τόπο και κυρίως με τους ανθρώπους που δίπλα τους μεγάλωσε. Άλλωστε, ο τόπος χωρίς τους ανθρώπους, οι οποίοι μας δένουν μ’ αυτόν, έχει άλλο νόημα, όπως και η ζωή μας μακριά τους. 

  Έτσι, κι η πεθερά μου, ως μετανάστις, νιώθει πως έχει δυο μικρές πατρίδες. Τη γενέτειρά της, τη Φιγαλία, και την πόλη που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της, την Αθήνα. Και η ξενιτιά, ακόμα και μέσα στα σύνορα της μεγάλης πατρίδας, ξενιτιά είναι, και σε κάνει να πεθαίνεις από νοσταλγία για όλα τα ταπεινά, αλλά με τη δική τους σπουδαιότητα, που άφησες πίσω σου. Νοσταλγείς, νοσταλγείς κι αυτή η νοσταλγία δεν σταματά, παρά στον τάφο που επιθυμείς στα πατρικά σου χώματα να είναι.

   Μετά, λοιπόν, από την έκδοση της μονογραφίας με τον τίτλο «Παροιμίες της πεθεράς μου - Κριτική προσέγγιση» (2015),  τις οποίες συνέλλεξα κατά τις συνομιλίες με την πεθερά μου, ήρθε η ώρα να βγουν στο φως μνήμες και αναμνήσεις της, οι οποίες συνιστούν σταγόνες αληθινής ζωής. Αυτές δεν καταγράφηκαν με διάθεση προβολής ή από υπεροψία, αλλά, συνιστούν μια μορφή επικοινωνίας, ίσως, μια μικρή παρακαταθήκη, χρήσιμη όχι μόνο για τους νοσταλγούς ενός μακρινού τρόπου ζωής, αλλά και για όσους ενδιαφέρονται για το παρελθόν του τόπου τους ή νιώθουν απλά την ανάγκη να συνομιλήσουν με παρελθούσες μορφές ζωής.  

   Όπως και να ’χει, μέσα από τη δική μου συγγραφή, την οποία η πεθερά μου στη δύση του εκατοστού πρώτου έτους της ηλικίας της αδυνατούσε να πραγματοποιήσει, εκείνη μιλάει με την ψυχή και τον νου της για εμπειρίες ζωής που τη σημάδεψαν και τη δίδαξαν ποικιλότροπα. Μέσα από τη δική της τοτινή ζωή, μ’ έναν τρόπο περνάει και η ζωή των ανθρώπων, συγγενών και συγχωριανών, που δίπλα τους έζησε την παιδική και την εφηβική της ηλικία.

   Όποιοι μπουν στον κόπο να διαβάσουν το κείμενο που ακολουθεί, το οποίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, μια και περιέχει πρωτογενείς πληροφορίες, τις οποίες συνέλλεξα από την πεθερά μου, να είναι βέβαιοι πως ό,τι γράφτηκε, γράφτηκε με πολλή αγάπη και σεβασμό, τόσο για κείνη, για την οποία νιώθω τυχερή που την έχω στη ζωή μου, όσο για τον τόπο που τη γέννησε, την ξεχωριστή και όμορφη Φιγαλία, όπου κάθε πέτρα της μιλάει για την ιστορία ενός δοξασμένου παρελθόντος.

Παναγιώτα Π. Λάμπρη

Πάτρα, Δεκέμβριος 2016

Θυμάμαι…

   Γεννήθηκα στις 24 Δεκεμβρίου 1915 στο χωριό Φιγαλία1 Ηλείας, το οποίο τότε λέγονταν Παύλιτσα.2

   Γονείς μου ήταν ο Αθανάσιος Φάσσαρης του Νικολή και η Διονυσούλα Πανταζή του Πούλου και το όνομα που μου δώσανε είναι Παναγιώτα. Στα δώδεκά μου έχασα τη μάνα μου και μέχρι που ο πατέρας μου νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά, ανέλαβα δυσανάλογες για την ηλικία μου ευθύνες, μια και ήμουν το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, και μάλιστα κορίτσι. Είχα άλλα δύο αδέλφια, μικρότερά μου, τον Νικόλαο και τη Γεωργία, και φυσικά ποτέ δεν έφευγε από το μυαλό μου η Σταμάτα, η αδελφή που γεννήθηκε μετά από μένα και πέθανε από την περίφημη γρίπη του 1917.

   Όταν γεννήθηκε  ο  αδελφός μου, η  εκ  μητρός γιαγιά μου, η νόνα Γεωργίτσα, όπως τη λέγαμε, ήρθε στο σπίτι μας, για να δει τη μάνα που είχε γεννήσει, αλλά και για να πλύνει τα λεχώνια, δηλαδή τα ρούχα εκείνης και του νεογέννητου και γενικά για να τη βοηθήσει. Όμως, η αγαπημένη μου νόνα, όσο έμεινε σε μας, αρρώστησε και τελικά πέθανε στο σπίτι μας, πριν προλάβει να επιστρέψει στο δικό της!     

   Αλλά κι η μανούλα μου έφυγε πιο νέα από τη μάνα της απ’ τη ζωή. Μάλιστα, λες και ήξερε πως θα φύγει νωρίς από κοντά μας, κάθε φορά που ζύμωνε με καλούσε κοντά της και μου έλεγε: «Έλα δω, μάνα μου, να μάθεις να ζυμώνεις, γιατί, άμα πεθάνω, ποιος θα σας ζυμώνει να φάτε;» Έτσι, έμαθα να κοσκινίζω και να ζυμώνω από πολύ μικρή και στα δώδεκά μου ζύμωνα ακόμα και πρόσφορο, που απαιτεί περισσότερη γνώση από το ψωμί, το οποίο φτιάχναμε από αλεύρι σίτινο ή καλαμποκίσιο, αφού πρώτα το σιτίζαμε στην ψιλή ή τη χοντρή σήτα, κατά περίπτωση. 

   Μέχρι που έχασα τη μάνα μου και ωρίμασα απότομα, η ζωή μου κυλούσε, όπως και των άλλων παιδιών του χωριού. Παίζαμε αμάδες και κυρίως, όπου από πολύ μικρά πηγαίναμε, για να φυλάξουμε τα ζώα, τραγουδούσαμε και χορεύαμε. Τα αγόρια, βέβαια, είχαν περισσότερη ελευθερία· έπαιζαν και μπάλα που την έφτιαχναν με μια κάλτσα, μέσα στην οποία έριχναν στάχτη, την τύλιγαν περίτεχνα και την κλωτσούσαν! Εκτός, όμως, από την ενασχόληση με τα παιχνίδια, από πολύ μικρή μετείχα και στο νοικοκυριό. Ακόμα και για ξύλα πήγαινα με τη μάνα μου, άλλες γυναίκες του χωριού ή συνομήλικές μου κοπέλες και όντας σχεδόν όλες ξυπόλυτες, διανύαμε απόσταση μέχρι και δύο ωρών με τα πόδια! 

   Όσο για σχολείο, ούτε λόγος. Ο νόμος δεν το επέτρεπε αυτό για τα κορίτσια! Όταν το επέτρεψε, οι γονείς μου μού αγόρασαν πλάκα και κοντύλι κι ένα πρωί κίνησα για το σχολείο, το οποίο τότε βρίσκονταν στο Νιοχώρι. Μόλις έφτασα, κοίταξα από την πόρτα στην τάξη, όπου γίνονταν το μάθημα, και με τρόμο το έβαλα στο πόδια και δεν ξαναπήγα. Βλέπετε πέτυχα τον δάσκαλο, ο οποίος φαίνεται ήταν σκληρούτσικος με τα παιδιά, να τους χτυπάει το χεράκι με τη βέργα. Άλλες εποχές κι άλλα ήθη. Σημασία έχει πως γράμματα, όχι πολλά, έμαθα πολύ αργότερα, ενήλικη πια, στην Αθήνα, διότι μέσα στη βιοπάλη κατάλαβα την αξία του να γνωρίζεις γραφή κι ανάγνωση. Όσο για τότε, κανένας δεν με πίεσε να ξαναπάω στο σχολείο. Ήμουν πολύ χρήσιμη, έτσι κι αλλιώς, για τις δουλειές του σπιτιού και όχι μόνο. Και η μοναδική πλάκα που απέκτησα είχε άδοξο τέλος, αφού την έσπασε ένας συνομήλικός μου!

   Στα δέκα μου έβγαλα και το πρώτο μεροκάματο, αφού πήγα με τους γονείς μου στα Φιλιατρά - είχαμε και συγγενείς εκεί - για να μαζέψουμε ελιές. Τότε, αν και μικρή, μάζεψα τόσες ελιές έξω από τα λιόπανα και τη ρίζα της ελιάς, που ισοδυναμούσαν μ’ έναν τενεκέ λάδι!

   Και στα δεκαπέντε μου ξαναπήγα για μεροκά-ματα στη Μεσσηνία. Συγκεκριμένα πήγα να μαζέψω σύκα, τσαπέλες, και με την αμοιβή μου αγόρασα παπούτσια! Ωραία, καινούργια παπούτσια, τα οποία αποκάτω είχαν καρφιά. Πήγα δηλαδή στη Μεσσηνία ξυπόλυτη - για σκεφθείτε! - και γύρισα ποδεμένη!

   Όταν έχασα τη μάνα μου, όπως προανέφερα, έγινα για τ’ αδέλφια μου, τα οποία ήταν μικρότερα, η μάνα τους. Κάποια στιγμή, βέβαια, ο πατέρας μου, όντας νέος κι έχοντας τρία παιδιά, νυμφεύτηκε για δεύτερη φορά με την Παναγιώτα Μίχου, χήρα μ’ ένα παιδί, τον Αγγελή. Έτσι, η οικογένεια μεγάλωσε κι αποχτήσαμε αναπάντεχα κι άλλον αδελφό, με τον οποίο μεγαλώσαμε αρμονικά λες κι ήμασταν αδέλφια ομομήτρια. Θα μου πείτε! Δεν σας κακοφάνηκε που ο πατέρας σας νυμφεύτηκε με άλλη γυναίκα, η οποία πήρε κατά κάποιο τρόπο τη θέση της μάνα σας; Δεν σκεφτήκατε πως τη λησμόνησε; Ίσως, να κάναμε παρόμοιες σκέψεις, αλλά με το πέρασμα των χρόνων και λόγω της αγάπης, με την οποία μας περιέβαλε η μητριά μας, δεν θυμάμαι πλέον, αν ποτέ έγιναν τέτοιες σκέψεις. Η ζωή άλλωστε ζητάει τα δικά της! Τη μάνα μου, η οποία έφυγε ανήμερα της Παναγιάς, τον Δεκαπενταύγουστο, από πνευμονία, τη μνημόνευα - το ορφανό παιδί ποτέ δεν ξεχνάει τον γονιό που έχασε στην τρυφερή του ηλικία - και τη μνημονεύω κάθε μέρα με αγάπη. Αλλά και τη μητριά μου τη μνημονεύω, επίσης, για όλα όσα μας πρόσφερε, και φυσικά για τα αδέλφια που έφερε στον κόσμο.

   Έτσι, στην οικογένειά μας προστέθηκαν με τα χρόνια άλλα πέντε παιδιά· ο Γεώργιος, η Ολυμπία, ο Αναστάσιος, ο Μιχαήλ και η Χριστίνα. Τότε οι άνθρωποι, παρότι ήταν φτωχοί, γεννούσαν πολλά παιδιά. Ίσως, μέσα στην ανασφάλεια της δύσκολης επιβίωσης, η οποία καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από τις ασθένειες και τους πολέμους, τα παιδιά να πρόσφεραν μιας μορφής ασφάλεια πως δεν θα μείνουν χωρίς απογόνους. Ο πατέρας μου για παράδειγμα είχε έξι αδέλφια, από τα οποία δεν επιβίωσε κανένα και όλα πέθαναν σε μικρή ηλικία. 

   Αξίζει να αναφέρω πως ο πατέρας μου είχε πάρει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους. Μία από τις συμπεριφορές του, η οποία δείχνει το ήθος του, είναι και κείνη που σχετίζεται με τη μάνα μου, την οποία στεφάνωσε, πριν τον πόλεμο, αλλά, για να μην την αφήσει χήρα, αν σκοτωνόταν, την «παντρεύτηκε», όταν γύρισε πίσω ζωντανός. Έτσι, η πρώτη νύχτα του γάμου άργησε για τους γονείς μου, όσο διήρκεσε ο πόλεμος!

   Τον πατέρα μου τον αγαπούσα πολύ, τον ακολουθούσα παντού σε ό,τι έκανε και τον βοηθούσα. Μαζί φτιάξαμε κι ένα αμπέλι. Εκείνος άνοιγε τους λάκκους, όπου θα φυτεύαμε τα νέα φυτά κι εγώ έκανα το μόνιασμα, δηλαδή έβαζα μια κληματόβεργα από δω και μία από κει, έριχνα χώμα και το πατούσα. Το συγκεκριμένο αμπέλι θέριεψε και έβγαλε σταφύλια για την οικογένειά μας και για φίλεμα, διότι ο πατέρας αγαπούσε να φυτεύει δέντρα κι έλεγε πως το κάνει όχι μόνο για την οικογένειά του, αλλά για να τρώνε κι άλλοι τους καρπούς τους! Μάλιστα, στο χωριό μας τότε, αλλά και αργότερα, δεν είχε τόσα ελαιόδεντρα, όπως σήμερα, αλλά οι κάτοικοι, εκτός από αμπέλια, φύτευαν κηπευτικά και δημητριακά, χρήσιμα για την επιβίωσή τους. Γι’ αυτό τον λόγο είχαν φτιάξει συνολικά κι έξι αλώνια, όλα πλακόστρωτα, στα οποία  αλώνιζαν  τα σπαρτά, εννοείται με τη χρήση αλόγων ή μουλαριών.

    Ο πατέρας μου φύτεψε και δυο πλατάνια· εκείνο, το θεριεμένο τώρα, δίπλα στην αρχαία κρήνη, τη λεγόμενη Ντουνά, και το άλλο στην αυλή της Παναγιάς· για να πιαστεί το δεύτερο - το άλλο δεν είχε ανάγκη για νερό, μια και βρίσκονταν κοντά στην κρήνη - μου έκοψε έναν τενεκέ, του έβαλε χεράκι, μου τον γέμιζε με νερό στην αρχαία κρήνη και πήγαινα ποδαράτη και το πότιζα.  Άλλωστε, έτσι, είναι το σωστό! Οι άνθρωποι  πρέπει  να  φυτεύουν  δέντρα  και  να τα φροντίζουν όχι μόνο για να  τα χαίρονται οι ίδιοι, αλλά για να τ’ αφήνουν κληρονομιά σ’ αυτούς που θα ’ρθουν.

   Κάποτε, ήμουνα πολύ μικρή, ο πατέρας μου μού ανάθεσε να φυλάω τα ρεβίθια, για να μην τα φάνε αδέσποτα ζώα. Εκεί που καθόμουν, μ’ έπιασε τέτοια πείνα, που άρχισα να τρώω ρεβίθια. Ως παιδί σκέφτηκα πως δεν πρέπει να καταλάβουν πως τα έφαγα. Έτσι, ενώ στην αρχή άρχισα να ξεριζώνω τις ρεβιθιές και να γεύομαι τα νοστιμότατα χλωρά ρεβίθια - η πείνα τα κάνει όλα νόστιμα! - διαπίστωσα πως φαίνονταν οι τρύπες μέσα στις οποίες ήταν φυτρωμένα τα φυτά και θα ανακαλύπτονταν αμέσως η ζείδωρη σκανταλιά μου! Τότε, λοιπόν, έπαψα να ξεριζώνω τις ρεβιθιές και έκοβα τους καρπούς τους! Έλα, όμως, που από το μάτι των μεγάλων τίποτα δεν ξεφεύγει κι ο πατέρας μου, μόλις πήγε στο χωράφι, αμέσως κατάλαβε τι είχε γίνει! Φυσικά, δεν με μάλωσε, όπως περίμενα, αλλά όλο ενδιαφέρον έλεγε και ξανάλεγε: «Πώς δεν πέθανες, παιδάκι μου! πώς δεν πέθανες!»

   Στο χωράφι αυτό, όπου ήταν σπαρμένα τα επίμαχα ρεβίθια και βρίσκονταν πίσω από τον Αι-Γιάννη, υπήρχε ένα υπερυψωμένο σημείο σαν κρεβατάκι, όπου ξαπλώναμε για ξεκούραση με τον αγαπημένο μου πατέρα, έχοντας ως προσκέφαλο λιθάρια! Δεν ξέρω, αν έχετε αποκοιμηθεί στη φύση, έχοντας στα αυτιά σας τους ήχους της και στο πρόσωπο το χάιδεμα της πνοής του ανέμου, αλλά εγώ τα θυμάμαι ακόμα τώρα, στη δύση του βίου μου, με απέραντη νοσταλγία όλα τούτα και, παρά τη δυσκολία των χρόνων εκείνων, θεωρώ ευτυχή τον εαυτό μου που τα έζησα.

   Από μικρό παιδί με συνέπαιρναν και τα αρχαία κατάλοιπα, τα οποία συναντούσαμε σε πολλά μέρη του χωριού. Κάποιοι, λένε, έβρισκαν αγαλματίδια κατά το όργωμα των χωραφιών, αλλά δεν γνωρίζω την τύχη τους. Και μπροστά στο σπίτι μας, δίπλα από το κατώι, υπήρχε και υπάρχει ακόμα όρθιος ένας αρχαίος κίονας. Ένας τέτοιος, μικρότερου μεγέθους, είχε γίνει μέρος της ζωής του νοικοκυριού μας, αφού μ’ αυτόν πάνω σε μια τεράστια πλάκα που βρίσκονταν στην άκρη της αυλής, η μάνα μου και μετά η μητριά μου κι εγώ, τρίβαμε χοντρό αλάτι, αφού πρώτα το είχαμε πλύνει και το είχαμε στεγνώσει στον ήλιο. Μ’ αυτόν τον ακρωτηριασμένο κίονα, ο οποίος, ποιος ξέρει από ποιο αρχαίο κτίσμα προέρχονταν, τρίβαμε ακόμα και ελιές, για να βγάλουμε μικρή ποσότητα λαδιού! 

   Όταν πηγαίναμε στη βοσκή των ζώων, πολλές φορές φτάναμε ως ψηλά στα τείχη της αρχαίας Φιγαλίας και καμαρώναμε που το χωριό μας ήταν κάποτε δυνατό και ξακουσμένο. Πολλά δεν ξέραμε για την ιστορία της, αλλά την υποθέταμε από ό,τι γύρω μας βλέπαμε. Συχνά, περιεργαζόμασταν τους μεγάλους ογκόλιθους και παρατηρούσαμε με πόση τέχνη ήτανε χτισμένοι. Ειδικά, όταν φτάναμε στους κυκλικούς και τους τετράγωνους προμαχώνες του κάστρου, μέναμε με ανοιχτό το στόμα και πλάθαμε ιστορίες με πολεμιστές, οι οποίοι υπερασπίζονταν την ελευθερία της πόλης, της οποίας τα λείψανα ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας.

   Και η αρχαία κρήνη ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας, καθώς πολύτιμο νερό ανάβλυζε και αναβλύζει ακόμα από τα σπλάχνα της. Παλιά, μάλιστα, είχε πάρα πολύ νερό. Τώρα, επειδή δεν ρίχνει πολλά χιόνια, έχει λιγότερο. Πάντως, εκεί πήγαιναν οι γυναίκες κι έπαιρναν νερό με βαρέλες, με πήλινες στάμνες, αλλά και με βαρελάκια, τα οποία κρεμιούνταν στον ώμο, εκεί ποτίζαμε τα ζωντανά μας, εκεί στήναμε την υπαίθρια κατά το συνήθειο μπουγάδα μας, αφού βρύσες στα σπίτια δεν υπήρχαν, κι από κει οδηγούσαμε νερό στον κήπο μας, σε μικρή απόσταση πιο κάτω, και ποτίζαμε τα κηπευτικά μας. Ήμουν παιδί, όταν έγινε ανασκαφή στον χώρο της κρήνης, η οποία βρίσκεται έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης στη νοτιοανατολική πλευρά του χωριού κι έφερε πολλά στοιχεία για την ιστορία του τόπου στο φως. Το τετράγωνο τραπεζάκι, που δημιουργήθηκε εκεί, και οι γύρω του πέτρες - καθίσματα, από την κρήνη προέρχονται.

   Όπως έχω ακούσει, η κρήνη, κατά τη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων, πρέπει να ήταν χτισμένη σε είσοδο της πόλης, έξω από τα τείχη της, όπως προανέφερα. Το μπροστινό της μέρος είχε σχήμα ναού, η στέγη της στηρίζονταν σε τέσσερις κίονες δωρικού ρυθμού, ήταν πλακοστρωμένη, είχε δεξαμενή, όπου συγκεντρώνονταν το νερό και φυσικά δυο οπές απ’ όπου αυτό έρρεε.

   Εκτός από την αρχαία κρήνη, στην οποία και τώρα μπορείς να πιείς δροσερό νεράκι και να καθίσεις στον ίσκιο του πλάτανου που φύτεψε ο πατέρας μου, υπάρχουν κι άλλες. Στην είσοδο του χωριού, που τη λένε «στο Πηγάδι», «στου Βάρδα», η οποία είχε τρία μεγάλα κανάλια κι άλλα μικρότερα, όπου σήμερα έγινε το υδραγωγείο, και η «Κάτω βρύση», στην Κάτω ρούγα, στο Κάτω χωριό, όπου γενικά έχει πολλά νερά και την περιοχή τη λέμε και Κάμπο. Φυσικά, υπήρχαν βρύσες κι έξω από το χωριό, σε κάποια χωράφια.

   Απ’ όλες τις βρύσες, όπως θυμάμαι, οι νοικοκυρές έστηναν μπουγάδα μόνο στην αρχαία και «στου Βάρδα»· για όσους δεν γνωρίζουν, οι γυναίκες άναβαν φωτιά κοντά στη βρύση, τοποθετούσαν πάνω καζάνι με νερό, για να ζεσταθεί, και ως απορρυπαντικό χρησιμοποιούσαν αλισίβα, δηλαδή σταχτόνερο. Άλλα σύνεργα της πλύσης ήταν το μπουγαδοκόφινο, όπου έβαζαν τα λευκά ρούχα, τους έριχναν αλισίβα και καθώς περνούσε μέσα τους το νερό καθάριζαν και φυσικά ο ξύλινος κόπανος, με τον οποίο κοπάνιζαν τα ρούχα, για να καθαρίσουν καλά.

   Στο χωριό υπήρχαν και μύλοι, συνολικά τέσσερις, όπου οι κάτοικοι πήγαιναν τα γεννήματα για άλεσμα. Ένας στη θέση Αι-Θόδωρος,3 όπου είχε γίνει βούλα, δηλαδή βούλιασμα και σε μια μεγάλη θεομηνία, έσπασε και πήρε τον μύλο και πάει. Ο άλλος ήταν «στου Τσουλουχά», όπου πήγαιναν γεννήματα για άλεσμα κάτοικοι από τη Φιγαλία και από τα Πλατάνια, ο άλλος στο χωριό Πετράλωνα, όπου υπήρχε και νεροτριβή κι ο τέταρτος στη Μοθωνιά, στα σύνορα Φιγαλίας και Περιβολιών. 

   Για την εξυπηρέτηση των κατοίκων υπήρχαν, επίσης, ένας ληνός, δηλαδή πατητήρι, στη θέση Κουρδουμπούλι, καθώς κι ένα λιοτρίβι.

   Το πατρικό μου σπίτι βρίσκεται στη μέση του χωριού και, όπως και τα περισσότερα σπίτια, ήταν πέτρινο διώροφο με κατώι, όπου αποθηκεύονταν αναγκαία πράγματα, αλλά υπήρχε και μια γωνιά για κάποιο ή κάποια κατοικίδια. Στην πάνω μεριά του πατρικού μου υπήρχε μικρή πλατεία, όπου μαζεύονταν διάφορες ώρες της μέρας συγχωριανοί και παίζανε ποικίλα παιχνίδια· έκαναν αγώνες με το λιθάρι, έτρεχαν,… Επίσης, χόρευαν, και φυσικά συζητούσαν για όσα συνέβαιναν στο χωριό. Στην αυλή του γίνονταν διάφορες αγροτικές εργασίες, όπως τα ξεφλουδίσματα, στα οποία μετείχαν κατά το συνήθειο συγγενείς, γείτονες και φίλοι. Αξέχαστα μου έχουν μείνει τα νυχτέρια δίπλα στο τζάκι, όπου άκουσα κι έμαθα πολλά και θα μπορούσα να πω πως ήταν για μένα σημαντικό σχολείο, αφού σ’ αυτά άκουσα παραμύθια, παραδόσεις, αινίγματα, τραγούδια,… Εκεί είδα και τις γυναίκες να μη χασομερούν και να φτιάχνουν όμορφα χρηστικά ή διακοσμητικά εργόχειρα, τα οποία προορίζονταν για το σπίτι ή για την προίκα των κοριτσιών.

   Τι να πρωτοθυμηθώ αλήθεια από τον πλούτο που βίωσα στη ζωή των φτωχών ανθρώπων, όπως ήταν και η οικογένειά μου, οι οποίοι, όμως, είχαν πάντα ένα πιάτο φαΐ για τον περαστικό που έφτανε στο κατώφλι τους! Αξέχαστα χρόνια, γεμάτα μνήμες κι αληθινή ζωή!

   Τέτοιες μνήμες έρχονται κι από τα πανηγύρια του χωριού, τα οποία γίνονταν στα προαύλια κάποιων από τις εκκλησίες4 μας, για τις οποίες θα ’θελα να πω δυο λόγια.

   Πολύ παλιά εκκλησία είναι εκείνη που βρίσκεται στο νεκροταφείο του χωριού και είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Παναγίας.5 Εκτός από τα αρχαία κατάλοιπα που βρίσκονται πολύ κοντά, όταν μπεις μέσα βλέπεις πως είναι χτισμένη και με υλικά αρχαίου ναού, ο οποίος πρέπει να βρίσκονταν στην ίδια θέση. Ναός αφιερωμένος στην Παναγία είναι και ο κεντρικός του χωριού. Άλλοι μικρότεροι είναι του Αγίου Νικολάου,6 στην Κάτω ρούγα, του Αγίου Ταξιάρχη, στον δρόμο προς την πλατεία, του Προφήτη Ηλία,7 στης βασίλισσας το μνήμα, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.

   Στο κέντρο του χωριού υπήρχαν και τέσσερα καταστήματα για την εξυπηρέτηση των κατοίκων, οι οποίοι, για περισσότερες προμήθειες, συνήθιζαν να πηγαίνουν και στα παζάρια που γίνονταν στην Ανδρίτσαινα, στην Κυπαρισσία και στο Κοπανάκι.Άλλωστε, αρκετά παιδιά, μόλις τελείωναν το Δημοτικό σχολείο του χωριού, πήγαιναν κατά κανόνα στο Γυμνάσιο της Ανδρίτσαινας, κωμόπολη, με την οποία οι γονείς τους είχαν αρκετά συχνή επικοινωνία. Και παρότι οι περισσότεροι άνθρωποι του χωριού ήταν φτωχοί, φρόντιζαν με κάθε τρόπο για την προκοπή των παιδιών τους, για να ζήσουν αυτά καλύτερα από κείνους.

   Μαζί με όλα τ’ άλλα που φέρνει η μνήμη μου από τα παιδικά και τα πρώιμα εφηβικά μου χρόνια στο χωριό είναι και οι γεύσεις των λιτών, αλλά νόστιμων φαγητών, τα οποία μαγειρεύονταν κυρίως από υλικά που προέρχονταν από τον κήπο και τα οικόσιτα ζώα της οικογένειάς μας. Και η μνήμη της γεύσης είναι ακόμα πολύ ισχυρή, γιατί συνδέθηκε με αγαπημένα πρόσωπα, με έθιμα, με γιορτές και με ό,τι μας έκανε τότε, μέσα στις δύσκολες συνθήκες που ζούσαμε, να νιώθουμε πως υπάρχουν μερικά πράγματα στη ζωή, τα οποία μας κρατούν ζωντανούς και πολλά χρόνια μετά τα αναζητούμε ως έναν ακατάλυτο δεσμό με την αθωότητα.

   Από αυτές τις γεύσεις θα αναφέρω κάποιες, οι οποίες αποδεικνύουν σε μεγάλο βαθμό τη φιλοσοφία της λαϊκής μαγειρικής, η οποία με λιτά υλικά και εύκολα μαγειρέματα δίνει υπέροχες μυρουδιές και αξέχαστες γεύσεις κι, ίσως, κάποιοι από αυτούς που θα διαβάσουν τούτες τις γραμμές να επιθυμήσουν να τις γνωρίσουν και να τις γευτούν.

   Για παράδειγμα, πώς μπορείς να λησμονήσεις τη γεύση των τρυφερών φασολιών ή κουκιών με άρμη, η οποία προκύπτει, αφού τα μαγειρέψουμε με την πασίγνωστη συνταγή και λίγο πριν κατεβάσουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά προσθέσουμε, αντί για αλάτι, άρμη με κομματάκια τυριού; Το ίδιο μαγείρεμα γίνεται πιο πικάντικο και πιο πλούσιο σε γεύση και λιπαρά, αν προσθέσουμε παστό χοιρινό κρέας με το λίπος του.

   Άλλο ιδιαίτερο, κι αυτό καλοκαιρινό μαγείρεμα, την εποχή δηλαδή που οι κήποι είναι γεμάτοι βλίτα, είναι τα βλίτα με τυρί. Για να το φτιάξουμε, απαιτούνται βλίτα βρασμένα και στραγγισμένα, τα οποία σοτάρουμε με βούτυρο ή λάδι και τους προσθέτουμε τυρί φέτα.

   Μη μου πείτε πως βγάζετε καλοκαίρι χωρίς καγιανά! Αυτό το εύκολο, πρόχειρο και νοστιμότατο φαγάκι, το οποίο έχει ως βασικά υλικά τις φρέσκες ώριμες ντομάτες και τα αβγά και φυσικά ωραίο χρώμα. Όσο για τη γεύση, δεν τη συζητάμε. Είναι απίθανη!

   Κι αν, επίσης, δεν έχετε φάει ντομάτες γιαχνί, αξίζει να τις δοκιμάσετε! Το μαγείρεμά τους είναι απλό και εύκολο, αρκεί να υπάρχουν ντομάτες πρασινοκόκκινες και να ακολουθηθεί ίδια διαδικασία με κείνη που ακολουθείται, όταν μαγειρεύουμε πατάτες γιαχνί.

   Άλλες γεύσεις που πολιορκούν τον ουρανίσκο μου είναι τα γιουβαρλάκια με σάλτσα, η οποία δίνει στο πασίγνωστο αβγοκομμένο φαγητό ιδιαίτερη γεύση, καθώς και η οματιά8 που είναι συνδεδεμένη με τα χοιροσφάγια και τα σχετικά έθιμα.

   Και κλείνω αυτή την αναφορά στα φαγητά κάνοντας λόγο για τη γλυκιά μπουκουβάλα, η οποία απαιτεί για την παρασκευή της μπουκίτσες ζεστού σίτινου ψωμιού, το οποίο αναμειγνύουμε με βούτυρο καλής ποιότητας και λίγη ζάχαρη.

   Τέλος, το 1932, ενώ βρισκόμουν στο τέλος της εφηβείας, πήρα τον δρόμο για την πρωτεύουσα, όπου εργάστηκα για την εξασφάλιση του δικού μου ψωμιού, αλλά έχοντας μόνιμη την έγνοια να συνδράμω με όποιον τρόπο την οικογένειά μου που άφησα πίσω. Δύσκολη η ζωή μακριά από την φτωχική, αλλά γεμάτη αγάπη οικογενειακή εστία, αλλά κι ο αγώνας για βελτίωση των βιοτικών συνθηκών δεδομένος.

   Στην Αθήνα έζησα δύσκολες στιγμές, έζησα πολέμους, αλλά έζησα κι όμορφες, ευτυχισμένες στιγμές. Επίσης, γνώρισα και την αγάπη και τη συντροφικότητα στο πρόσωπο του Δημητρίου Λ. Στούμπου από το Ανθηρό Καρδίτσας, με τον oποίο δημιουργήσαμε οικογένεια αποτελούμενη από τρία παιδιά. Την Ελένη, τον Λεωνίδα και τον Χρήστο.

        Στην Αθήνα ζω μέχρι σήμερα και η διαδρομή μου σ’ αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος μιας άλλης καταγραφής, η οποία θα συμπλήρωνε την παρούσα. Όμως, εμένα με ενδιέφερε πιο πολύ να γραφούν μερικά πράγματα για το αγαπημένο μου χωριό, το οποίο δεν έπαψα ποτέ να νοσταλγώ, αλλά και να επισκέπτομαι, όταν μπορώ, καθώς και για μερικές εκφάνσεις της ζωή μου εκεί, όπου έζησα τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια. Κι ίσως, με κάποιο τρόπο, αυτή η καταγραφή φανεί χρήσιμη σε κάποιους, οι οποίοι είχαν αντίστοιχα βιώματα, αλλά τολμώ να πω και διδακτική για τους νέους που κατάγονται από το χωριό και το επισκέπτονται, όποτε μπορούν, μια και θα γνωρίσουν μέσα από την αναφορά σε πτυχές της δικής μου ζωής ένα κομμάτι του παρελθόντος του και κατά κάποια έννοια των προγόνων τους. 

   Τώρα, που βαδίζω προς το εκατοστό δεύτερο έτος της ηλικίας μου, ευγνωμονώ τον Θεό και τη ζωή για όσα μου χάρισαν, ευχάριστα και δυσάρεστα. Άλλωστε, τα ευχάριστα, είναι το αλάτι που νοστιμεύει τη ζωή και μας κάνει να νιώθουμε άνθρωποι. Αλλά και τα δυσάρεστα έρχονται, για να προκαλέσουν πόνο, μικρό ή μεγάλο, ο οποίος μ’ έναν τρόπο μας διδάσκει και μας ωριμάζει, για να διατρέξουμε το βίο μας με υπευθυνότητα και σοφία.

   Ίσως, φανεί υπερβολικό, μπορεί και εγωιστικό, αλλά ζώντας τα γεγονότα ενός αιώνα και πλέον και βιώνοντας τις σημερινές δυσκολίες της πατρίδας, θα ήθελα να έχω τον τρόπο να βγω και να μιλήσω σ’ όλους τους ισχυρούς της γης, αλλά και στους δικούς μας πολιτικούς, και να τους πω πως αξία σ’ αυτή τη ζωή δεν έχουν μόνο τα χρήματα, η δύναμη και η κυριαρχία του ενός λαού πάνω στους άλλους, αλλά η αλληλεγγύη, η αγάπη και η ανθρωπιά.

Παναγιώτα Α. Φάσσαρη - Στούμπου

Αθήνα, Δεκέμβριος 2016

—————————
1. Το χωριό φέρει το όνομα της σημαντικής αρχαίας αρκαδικής πόλης Φιγαλία, της οποίας ο ισχυρός οχυρωματικός περίβολος διακρίνεται ακόμα πάνω στους γραφικούς λόφους του χωριού. Το όνομα Φιγαλία, όπως αναφέρει ο Παυσανίας (8.3.1-2,8.5.7-8, 8.39.1-2) έδωσε στην αρχαία πόλη ο οικιστής της Φίγαλος, γιος του Λυκάονα, του πρώτου βασιλιά της Αρκαδίας. Ο ίδιος μας πληροφορεί πως υπάρχουν κι άλλες αναξιόπιστες παραδόσεις που λένε πως ο Φίγαλος δεν ήταν γιος του Λυκάονα, αλλά αυτόχθων, και πως ακόμα η πόλη μπορεί να πήρε το όνομα από τη Δρυάδα νύμφη Φιγαλία. Σημασία έχει πως στους κατοίκους άρεσε πολύ το όνομα που της έδωσε ο οικιστής της και, μολονότι ο βασιλιάς Φίαλος, αφαιρώντας την τιμή από τον Φίγαλο, τη μετονόμασε σε Φιαλία, όταν έληξε η βασιλεία του, εκείνοι επανέφεραν το αρχικό της.

    2. Η Άννα Ι. Λαμπροπούλου (Παύλιτσα Ηλείας - Ἱστορικές καί ἀρχαιολογικές μαρτυρίες, Βυζαντινά σύμμεικτα, τ. 8ος, 1989, σ. 335-359) αναφέρεται στην αλλαγή της ονομασίας του χωριού και μεταξύ άλλων σημειώνει: «Στήν ἀραγωνική παραλλαγή τοῦ Χρονικοῦ τοῦ Μορέως (14ος αἰ.) ἡ τοπωνυμία ἀπαντᾶὡςPoliça9 καί σέ κατάλογο τῶν κάστρων τῆς Πελοποννήσου τοῦ1467 ὡςSpoliza1. Στό χειρόγραφο χάρτη τοῦBattista Agnese τοῦ16ου αἰ. ἡ θέση ἀ-ναγράφεται ἐπίσης ὡςSpolica2. Τέλος σέ πηγές τῆς περιόδου τῆς Βενετοκρατίας ἡ τοπωνυμία μνημονεύεται ὡςPaulizza3, Παύλιτζα4 καί Paulizza5.

Ἀπό τά παραπάνω στοιχεῖα προκύπτει ὅτι ὡς τόν14ο αἰ., ἡ τοπωνυμία ἀπαντᾶὡς Φιγάλεια (ἤ Φιάλεια ἤ Φιαλία), ἐνῶἀπό τόν 14οὡς τό τέλος τοῦ17ου αἰ., ὡς Poliça, Spoliza ἤSpolica. Πιθανότατα ἡὀνομασία Poliça προέρχεται ἀπό τήν Παύλιτσα, ἀπ’ ὅπου ὁ σχηματισμός σέPaulizza – Polizza – Spoliza. Δέν εἶναι δυνατόν πάντως νά προσδιορισθεῖ χρονικά πότε ἔγινε ἡ μετονομασία τῆς Φιγάλειας σέ Παύλιτσα καί Paulizza.Ἀνάλογα τοπωνύμια σέ –ίτσι ἤ -ίτσα, δεν εἶναι ἄγνωστα στήν Πελοπόννησο, ὅπως Πουλίτσα στήν  Κορινθία καί Πουλίτσι6 στήν Μεσσηνία. Εἶναι γνωστό ἐξάλλου ὅτι τά τοπωνύμια μέ κατάληξη –ιτσα πού τονίζεται στήν  προπαραλήγουσα, ἔχουν σλαβική προέλευση7 σε ἀντίθεση μέ παρόμοια τοπωνύμια πού τονίζονται στή λήγουσα καίἔχουν ἑλληνική προέλευση8. Μέ τά δεδομένα αὐτά, ἄν δεχθοῦμε ὅτι ἡPoliça τοῦ Χρονικοῦἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν Παύλιτσα, θεωροῦμε ὡς πιθανότερη τήν ἄποψη τοῦE. Meyer1 γιά τή σλαβική καταγωγή τῆς τοπωνυμίaς2.» (σ. 338-340)

3. Άννα Ι. Λαμπροπούλου, ό.π., σ. 351: «Θέση Ἁηθόδωρος. Στά νοτιοανατολικά τοῦ χωριοῦ, στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς Νέδας κοντά στό μύλο στό γεφύρι, ὑπῆρχαν ἐρείπια παλιᾶς ἐκκλησιᾶς, πού σύμφωνα μέ πληροφορίες κατοίκων παρασύρθηκαν ἀπό τό ρέμα τοῦ ποταμοῦ. […]»  

4. Άννα Ι. Λαμπροπούλου, ό.π., σ. 344: «[…] σέ ἔγγραφα τῆς περιόδου 1697-1700, στά ὁποῖα καταγράφεται ἡ κτηματική περιουσία τῶν ναῶν τῶν μονῶν καί μετοχίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, στήν Παύλιτσα ἀνήκουν:   


ἡ ἐκκλησία τῆς Παναγίας σκεπασμένη
τοῦ Ἁγίου Νικολάου σκεπασμένη
Εἰς τόν κάμπον τους, τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, χαλασμένη.
Εἰς τό Γεφύρι πέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου ὁμοίως.
σιμά εἰς τήν Ντοῦνα τοῦ Ταξιάρχου ὁμοίως.
Εἰς τό Πηγάδι, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ὁμοίως.
Εἰς τά Στενά τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ ὁμοίως.
Εἰς τούς Κήπους παλαιοκκλήσιον ὁμοίως1.»

5. α) Άννα Ι. Λαμπροπούλου, ό.π., σ. 345-348: «Χῶρος Νεκροταφείου. Ἐκκλησία τῆς Κοίμησης τῆς Παναγίας. Στό νεκροταφεῖο τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ τῆς Παύλιτσας καί στή θέση Μνήματα βρίσκεται ναός ἀφιερωμένος στήν Κοίμηση τῆς Παναγίας. Γιά τό ναό αὐτό γίνεται λόγος σέ κείμενα περιηγητών2. Πρόκειται γιά μονόχωρο σταυρεπίστεγο ναό. Ἡ κόγχη τοῦ ἱεροῦ βήματος εἶναι ἡμικυκλική καί στήν ἀνατολική πλευρά, στήν αψίδα ὑπάρχει μικρό παράθυρο, μοναδική πηγή φωτισμοῦ. Ἡ τοιχοδομία κατά τό πλινθοπερίκλειστο σύστημα εἶναι ἀρκετά ἀμελής, μέ χρήση ἀρχαίου ὑλικοῦ σέ δεύτερη χρήση. Οἱ νεότερες ἐπεμ­βάσεις εἶναι πολλές. Ἀριστερά τῆς εἰσόδου καί κατά μῆκος τῆς βορεινῆς πλευρᾶς εἶναι ἐντοιχισμένοι ὄρθιοι σέ κανονικά διαστήματα ἕξι ἀρράβδωτοι μονολιθικοί κίνονες (ὕψος + 0,96 μ.), ἐνῶ κατά μῆκος τῆς νότιας πλευρᾶς μόνο ἕνας παρόμοιος κίονας εἶναι ἐμφανής. Προσεκτική παρατήρηση τῆς διαμόρφωσης τῆς ἁψίδας τοῦἱεροῦ μᾶς ἐπιτρέπει νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ναός ἦταν κατά πολύ ὑψηλότερος. Στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ στή βορεινή νότια καί ἀνατολική πλευρά διατηροῦνται σέ μέτρια κατάσταση, τοιχογραφίες καλῆς μεταβυζαντινῆς τέχνης1. Τό εἰκονογραφικό πρόγραμμα διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς: στή βορεινή πλευρά ἀπεικονίζονται οἱ στρατιωτικοί ἅγιοι Δημήτριος καί Γεώργιος καθώς καί οἱἍγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καί Δαμιανός, οἱἅγιοι Θεόδωρος καί Προκόπιος. Ὑπάρχουν ἐπίσης τοιχογραφίες, ὅπου ἀπεικονίζονται ἡἈνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ Πεντηκοστή καί ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Στή νότια πλευρά ἐξάλλου ὑπάρχει τοιχογραφία μεγάλων διαστάσεων μέ παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας μέ σκηνές ἀπό τήν Ψυχοστασία κ.λπ. Στην ἀνατολική πλευρά ὑπάρχουν ἀ-πεικονίσεις τῶν Ἱεραρχών, τοῦἘσταυρωμένου καί τῆς Παναγίας Πλατυτέρας.

Οἱἐπεμβάσεις στήν τοιχοδομία, ἀλλά  καί στήν ἀρχιτεκτονική τοῦ μνημείου, ἐπιβάλλουν τήν ανάγκη γιά τήν προσεκτική μελέτη του καί καθιστοῦν κάθε προσπάθεια γιά ἀκριβῆ προσδιορισμό τῆς χρονολόγησής του πρόωρη. Προτείνεται μέ κάθε επιφύλαξη ὡς πιθανότερη περίοδος οἰκοδόμησής του ἡὑστεροβυζαντινή ἐποχή2. Οἱ τοιχογραφίες μέτριας διατήρησης καί πολύ καλῆς μεταβυζαντινῆς τέχνης μποροῦν νά χρονολογηθοῦν σέ ἐποχή πού συμπίπτει μέ τήν πρώτη γραπτή μνεία πού ἔχουμε γιά τήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας ἀπό ἔγγραφα τοῦἀρχείου Grimani3 (τέλη 17ου αἰ.).

Στό χῶρο γύρω ἀπ' τό ναό ὑπάρχουν κίονες ἀρράβδωτοι ἀπό ἀσβεστολιθικό πέτρωμα. Στή θέση αὐτή, ὅπου ἡἐκκλησία τῆς Κοίμησης, εἶναι πιθανόν ὅτι βρισκόταν ὁ ναός τῆς Ἀρτέμιδος Σωτείρας, τό ἀρχαῖο ὑλικό τοῦὁποίου χρησιμοποιήθηκε γιά τό κτίσιμο τῆς ἐκκλησίας4. […]»

β)http://ikee.lib.auth.gr/record/131665/files/GRI-2013-10349.pdf, Α.Π.Θ., Μαρία Τσονοπούλου «Τα ιερά της Αρτέμιδος στην Πελοπόννησο», σ. 90: «[…] Η αρχαία Φιγάλεια ταυτίζεται με βεβαιότητα με το σημερινό χωριό Παύλιτσα (που τα τελευταία χρόνια έχει μετονομασθεί σε αρχαία Φιγάλεια)716. Το ιερό της Σώτειρας βρισκόταν στο σύγχρονο νεκροταφείο του χωριού, στη θέση του βυζαντινού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου717.» 

6. Άννα Ι. Λαμπροπούλου, ό.π., σ. 350: «Θέση Ἁγιονικόλας. Στήν Κάτου ρούγα τοῦ χωριοῦ, πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς ἀρχαίας πόλης, ὅπου ἡ σύγχρονη ἐκκλησία τοῦἉγίου Νικολάου, ὑπάρχουν ἴχνη ἐρειπίων παλαιότερης ἐκκλησίας, πού πρέπει νά ἔχει σχέση μέ τήν ὁμώνυμη ἐκκλησία πού ἀναφέρεται στά ἔγγραφα τοῦἀρχείου Grimaniὡς σκεπασμένη1 («τοῦ Ἁγίου Νικολάου σκεπασμένη»). Ἐντοπίσθηκε  Ἁγία Τράπεζα ἀπό ἀσβεστολιθικό πέτρωμα. Στό γύρω χῶρο ἐπισημάνθηκε ἄφθονη χονδρή μεσαιωνική κεραμεική καί ὄστρακα τῆς ἴδιας ἐποχῆς.»

7. Της ίδιας, ό.π., σ. 350: «Θέση Στενά. Στά βορειοανατολικά τῆς Παύλιτσας στήν τοποθεσία Στενά, κοντά στήν ἀρχαία ἀκρόπολη (ὕψος 720 μ.), περιηγητές τοῦ περασμένου αἰώνα εἶχαν ἐπισημάνει τά ἐρείπια μεσαιωνικοῦ τείχους ἐλλειπτικοῦ σχήματος μέσα στό ὁποῖο ὑπῆρχαν δύο ἐκκλησίες ἀφιερωμένες στήν Παναγία καί τόν Προφήτη Ἠλία3. ὉLeakeμάλιστα διέσωσε καί τό σχέδιο τοῦ κτίσματος αὐτοῦ, πού χρονολογεῖται πιθανότατα στή μεσαιωνική περίοδο4. Κατά τήν ἐπιτόπια ἔρευνα στό χῶρο δέν ἐπισημάνθηκαν ἄλλα ἴχνη ἐρειπίων ἐκτός ἀπό αὐτά τῆς ἐκκλησίας τοῦ Προφήτη Ἠλία5, πού εἶναι κτισμένη ἴσως πάνω σέ παλαιότερο ναό. Ἀπό τόν τελευταῖο αὐτό ναό σώζεται μόνο ή ἁγία Τράπεζα ἀπό ἀσβεστολιθικό πέτρωμα. Στό ἔγγραφο τοῦἀρχείου Grimaniπάντως  γίνεται  λόγος  μόνο  γιά  τό  ναό  τοῦ Προφήτη  Ἠλία: «Εἰς τά Στενά τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦὁμοίως»6. Στή θέση αὐτή, ὅπου κατά τίς εκτιμήσεις τοῦCooper, ὑπῆρχε ἱερό τῆς Ἀρτέμιδος Σωτείρας7, βρέθηκε χονδρή κεραμεική μεσαιωνικῶν χρόνων.»

8. Το εν λόγω έδεσμα έρχεται από την αρχαιότητα και απαντάται σε παραλλαγές σε πολλά μέρη του Ελληνικού ποπολιτισμικού χώρου· το Λεξικό  της Ακαδημίας  Αθηνών α- ναφέρει τους τύπους αἱματιά, αἱμαθιά, ναιματιά, ἀματιά, ἀμαθιά, ἀμακιά, ὀματιά, νοματιά, ὀμαθιά, ὀματέ, ’ματία, ’ματιά, ’ματή, αἱμασιά. «Ἐκ τοῦ μεταγενέστερου οὐσ. αἱματία. Πβ. Πολυδ. 6,56 «μίμαρκις δέ κοιλία καί ἔντερα μετά αἵματος ἐσκευασμένα …ἔστι δέ ἡ καλουμένη αἱματία». Πβ. καί  Ἡσύχ. «αἱματία· ἀλλαντία» καί Μ. Ἐτυμ. 35,5 «αἱμάτια· ἀλλάντια». Ἰδ. Γ. Χατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 14(1917/8) 20. Ὁ τύπ. ὀματιά κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ὄμα παρά τό αἷμα. 1) Εἶδος ἀλλᾶντος ἐκ τοῦ παχέος ἐντέρου τοῦ χοίρου, τό ὁποῖον πληροῦται εἴτε ὀρύζης εἴτε χόνδρου εἴτε τραχανᾶ εἴτε ἐντοσθίων μετά ποικίλων καρυκευμάτων, ἐνιαχοῦ καί αἵματος, τό ὁποῖον κατά τήν σφαγήν τοῦ χοίρου λαμβάνεται ἐντός ἀγγείου, καί ἐξ ἐντέρου ἄλλων ζῲων ἔνθ’ ἄν. […]» http://repository.academyofathens.gr/document/106833.pdf

 

 Πηγές

1. Άννα Ι. Λαμπροπούλου (Παύλιτσα Ηλείας - Ἱστορικές καί ἀρχαιολογικές μαρτυρίες, Βυζαντινά σύμμεικτα, τ. 8ος, 1989.

2. Mousaios, 2000.

3.http://ikee.lib.auth.gr/record/131665/files/GRI-2013-10349.pdf

4.http://repository.academyofathens.gr/document/106833.pdf

Εικόνες

   Οι εικόνες της παρούσας μονογραφίας προέρχονται από το Αρχείο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη και του Χρήστου Δ. Στούμπου, εκτός από αυτές που φέρουν τον αριθμό 1 και 4, οι οποίες αλιεύτηκαν από την ακόλουθη ιστοσελίδα: 

http://figalos.blogspot.gr/p/blog-page_3.html

 

Σημείωση: Η παρούσα μονογραφία τυπώθηκε με την ευγενική χορηγία του συντρόφου μου Χρήστου Δ. Στούμπου και δωρίστηκε σε φίλους...