Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Αλήθειες και αναλήθειες για τον θάνατο εξεχόντων ανδρών της Ελληνικής αρχαιότητας, (8-4-2017)

 

Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες: Εφημερίδα "ΗΧΩ της Άρτας", 25-11-2020 / 26-11-2020 / 30-11-2020/ 3-12-2020 / 4-12-2020 /

5-12-2020 / 9-12-2020 / 10-12-2020 / 11-12-2020 / 12-12-2020 / 15-12-2020 / 16-12-2020.

 

   Πριν λίγο καιρό έλαβα μήνυμα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο, στο οποίο αναφέρονταν ονόματα διαπρεψάντων στον τομέα τους αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι, σύμφωνα με το δημοσίευμα, είχαν δυσανάλογο με την προσφορά τους τέλος. Κάνοντας μια σύντομη σχετική περιδιάβαση στο διαδίκτυο, διαπίστωσα πως οι πληροφορίες αυτές αναπαράγονται από διάφορες ιστοσελίδες. Την Κυριακή, 26-3-2017, όταν αγόρασα την εφημερίδα «Κυριακάτικη Δημοκρατία», με βασικό κίνητρο να διαβάσω το ένθετο βιβλίο «Το άδοξο τέλος των αγωνιστών του 1821» (εκδ. Ήλεκτρον, Αθήνα 2017) του Κων/νου Β. Κωνσταντάρα, με έκπληξη διαπίστωσα πως στις σελίδες 9 και 10, αναγράφονταν τα ίδια ονόματα, με την ίδια σχεδόν αναφορά, η οποία αφορούσε στον  θάνατο εκείνων των ενδόξων ανδρών.

   Τα ονόματα, τα οποία περιλαμβάνονται σ’ αυτή την καταγραφή, με την επιφύλαξη πως, ίσως, υπάρχουν κι άλλα, είναι του Πυθαγόρα, του Μιλτιάδη, του Αριστείδη του Δίκαιου, του Θεμιστοκλή, του Αισχύλου, του Περικλή, του Φειδία, του Αναξαγόρα, του Ηροδότου, του Ικτίνου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αλκιβιάδη, του Σωκράτη, του Θουκυδίδη, του Αριστοφάνη, του Πλάτωνος, του Ισοκράτη και του Δημοσθένη.

   Πέραν άλλων, η αναφορά της αιτίας του θανάτου τους γίνεται κατά κανόνα χωρίς παράθεση, έστω και μιας για το κάθε πρόσωπο πηγής, η οποία να τον πιστοποιεί, και χωρίς καμία πληροφόρηση σχετικά με το ιστορικό πλαίσιο, στο οποίο δραστηριοποιήθηκαν, τις ατομικές τους επιλογές, και φυσικά των δράσεων ή των  αποφάσεων των συμπολιτών τους και της πολιτείας, στην οποία ζούσαν, και με βασικό συμπέρασμα την αγνωμοσύνη μας ως λαού, όχι ως μονάδων, έναντι εκείνων, οι οποίοι έχουν προσφέρει πολλά, μέχρι και την ίδια τους τη ζωή, για το Έθνος των Ελλήνων.

   Οπωσδήποτε η αγνωμοσύνη, όπως και η ευγνωμοσύνη, εμφωλεύουν στη φύση των ανθρώπων, ασχέτως εθνικότητας. Αλλά, η, όχι για πρώτη φορά, αναφερόμενη στο Έθνος μας κληρονομημένη κατά κάποιον τρόπο κακοδαιμονία, λαμβάνει από ένα σημείο και μετά διαστάσεις συκοφαντικές, αφού πράξεις και αποφάσεις, ορθές ή λανθασμένες, λίγων ή πολλών κατά περίπτωση, τις επωμίζεται το Έθνος συλλήβδην και μάλιστα διαχρονικά. Αυτό, βέβαια, είναι βολικό για το σκεπτικό κάποιων, αλλά ταυτόχρονα και απολυταρχικό, να λέγεται δηλαδή πως έτσι είμαστε, πως φταίνε όλοι, πως δεν αλλάζει τίποτα, πως…, παραβλέποντας ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα η ατομική ευθύνη, χωρίς να παραγνωρίζεται η συλλογική, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ορθή λειτουργία και την προκοπή τους. Πόσο μάλλον, που στην εποχή μας, εποχή καταιγιστικής πληροφόρησης, όχι σπάνια διαστρεβλωμένης, ο πολίτης καλείται να σταθεί κριτικά απέναντί της, ώστε να διασφαλίζει κατά το δυνατόν την ορθή ενημέρωσή του με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

   Εν προκειμένω, ο λόγος, για τον οποίο συντάσσεται τούτη η μελέτη, είναι καταρχήν μια δική μου εσωτερική ανάγκη προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και μια προσπάθεια της ταπεινότητάς μου να συμβάλει, έστω και κατ’ ελάχιστο, στην ενίσχυση της αλήθειας σχετικά με τον θάνατο των αναφερθέντων προσώπων, όχι αυθαίρετα, αλλά στηριγμένης σε πηγές, διότι, όπως λέει κι ο αρχαίος λόγος «Φίλος μέν Πλάτων, φιλτέρα δέ ἡἀλήθεια»!  (Ἰωάννης Φιλόπονος «Deaetermitatemundi», σελ. 144) Τούτων δοθέντων, κάποια στοιχεία της έρευνάς μου θα επιβεβαιώσουν τους συντάκτες ιστοσελίδων, καθώς και του βιβλίου, ενώ άλλα όχι.

   Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με τον Πυθαγόρα Μνησάρχου, για τον οποίο αναφέρεται πως «πέθανε στην εξορία από πείνα ή δολοφονήθηκε». Ο Σαμιώτης Πυθαγόρας (περίπου 580-496 π. Χ.), φιλόσοφος, μαθηματικός, γεωμέτρης και θεωρητικός της μουσικής, αφού «πολλῶν ἀνθρώπων εἶδεν ἄστεα καί νόον ἔγνω» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 1.25, 8.1-50/ Ἰάμβλιχος, Περί Πυθαγορικοῦ Βίου, ἐκδ. Νέα Θέσις, Ἀθήνα 1997), επέστρεψε στη Σάμο, αλλά,  «εὑρὼν τὴν πατρίδα τυραννουμένην ὑπὸ Πολυκράτους», δηλαδή, επειδή βρήκε την πατρίδα του να κυβερνιέται από τον τύραννο Πολυκράτη, έφυγε και εγκαταστάθηκε στον Κρότωνα, αποικία των Ελλήνων στην ανατολική ακτή της Καλαβρίας στην Ιταλία, όπου ίδρυσε την Πυθαγόρεια Σχολή, απέκτησε σημαντικό κύκλο μαθητών, δίδαξε τα σπουδαία διανοήματά του και συνέβαλε τα μέγιστα στην κοινωνία.

   Εκεί, λοιπόν, στον Κρότωνα, όπου έφτασε από δική του επιλογή και όχι εξόριστος, εκτός από τους πολλούς οπαδούς των θεωριών του, κάποια στιγμή απόκτησε και εχθρούς! Καθόλου παράδοξο, αφού συχνά οι άνθρωποι ό,τι δεν μπορούν να κατανοήσουν ή να φτάσουν, το φθονούν, το εχθρεύονται και το διώκουν, ειδικά αν αυτό έχει γίνει πολύ δημοφιλές και επομένως έχει την υποστήριξη του κόσμου. Αν, μάλιστα, συμπέσει να γίνει στόχος δημαγωγών, δύσκολα μπορεί να αποφύγει τη μήνη αδαών και παρασυρμένων ανθρώπων, συνήθως χρήσιμων ηλιθίων που άγονται και φέρονται από τις βουλές τρίτων. Αρκεί να δούμε στις σύγχρονες κοινωνίες πόσο εύκολα κατασκευάζονται ψευδείς και κακόβουλες ειδήσεις, οι οποίες στοχεύουν  ανθρώπους, για να ’χουμε ένα μέτρο σύγκρισης για όσα συνέβησαν στον Πυθαγόρα και τους οπαδούς του, τα οποία σχετίζονται και με τον θάνατο του σπουδαίου δασκάλου, ο οποίος, πρώτος αυτός, αποκάλεσε τον εαυτό του φιλόσοφο!

  Γράφει σχετικά, μεταξύ άλλων, ο Ιάμβλιχος (Περί Πυθαγορικού Βίου, ἐκδ. Νέα Θέσις, Ἀθήνα 1997, σ. 291 - μεταγραφή δική μου): "Ήταν μερικοί, οι οποίοι αντιμάχονταν τους ανθρώπους αυτούς και επαναστάτησαν εναντίον τους. Το γεγονός βέβαια ότι κατά τη διάρκεια της απουσίας του Πυθαγόρα καταστρώθηκε σχέδιο εξόντωσής τους, αυτό όλοι το ομολογούν. Διαφορετικές, όμως, είναι οι πληροφορίες του ταξιδιού που έκανε τότε ο Πυθαγόρας. Άλλοι λένε ότι είχε πάει στον Φερεκύδη τον Σύριο κι άλλοι στο Μεταπόντιο. Οι αιτίες της επιβουλής, οι οποίες σχεδιάσθηκαν εναντίον του, αναφέρεται ότι ήταν πολλές. Μία ήταν εκείνη που προκλήθηκε από τους λεγόμενους Κυλώνειους και η οποία έχει ως εξής: Ο Κύλων, Κροτωνιάτης, κατέχοντας την πρώτη θέση μεταξύ των συμπολιτών του λόγω του γένους, της δόξας και του πλούτου του, από πλευράς όμως χαρακτήρα ήταν τραχύς και βίαιος, θορυβώδης και τυραννικός, αφού έδειξε κάθε προθυμία να γίνει κοινωνός του Πυθαγορικού βίου και αφού προσήλθε στον ίδιο τον Πυθαγόρα, γέροντα πλέον, αποδοκιμάστηκε και δεν έγινε δεκτός για τους προαναφερθέντες λόγους.Εξ αιτίας, λοιπόν, του περιστατικού αυτού, κήρυξαν φοβερό πόλεμο ο ίδιος ο Κύλων και οι φίλοι του εναντίον του Πυθαγόρα και των συντρόφων του και τόσο σφοδρή και ασυγκράτητη υπήρξε η μανία και του Κύλωνα και αυτών που ήταν ταγμένοι με το μέρος του, ώστε να επεκταθεί μέχρι και τους τελευταίους Πυθαγορείους. Για τον λόγο αυτό, ο Πυθαγόρας κατέφυγε στο Μεταπόντιο και εκεί λέγεται ότι τελείωσε τη ζωή του, ενώ οι Κυλώνειοι συνέχισαν να επιτίθενται στους Πυθαγορείους και να δείχνουν κάθε μορφής εχθρική διάθεση εναντίον τους. Από την άλλη μεριά επικρατούσε ως ένα σημείο η καλοκαγαθία των Πυθαγορείων και η θέληση των ίδιων των πόλεων, οι οποίες επιθυμούσαν να ρυθμίζονται τα πολιτικά πράγματα από κείνους. Τελικά σε τέτοιο βαθμό επιβουλεύθηκαν τους Πυθαγορείους, ώστε, ενώ αυτοί συνεδρίαζαν στην οικία του Μίλωνα, συντρόφου των Πυθαγορείων, στον Κρότωνα και συσκέπτονταν για τα πολιτικά πράγματα, οι Κυλώνειοι, αφού πυρπόλησαν την οικία, κατέκαυσαν τους Πυθαγορείους, εκτός από δυο, τον Άρχιππο και τον Λύση. Αυτοί οι δύο, επειδή ήταν νεότατοι και πάρα πολύ εύρωστοι, κατόρθωσαν με κάποιον τρόπο να ξεφύγουν.»

   Κι ο Διογένης Λαέρτιος (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 8.39) αναφέρει ότι οι Κροτωνιάτες έσφαξαν τον Πυθαγόρα μαζί με τετρακόσιους μαθητές του, αφού πρώτα έκαψαν το σπίτι του Μίλωνα, μαθητή του, όπου πριν τα γεγονότα είχαν συγκεντρωθεί. Σώθηκαν πολύ λίγοι, μεταξύ αυτών ο Άρχιππος και ο Λύσης από τον Τάραντα. Αιτία της επίθεσης και της σφαγής ήταν η δημοτικότητά τους στην πόλη του Κρότωνα και η συκοφαντία, από εχθρούς τους, ότι επρόκειτο να εγκαθιδρύσουν τυραννίδα.

  Ο Διογένης Λαέρτιος (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 8.40) μας πληροφορεί, επίσης, πως ο Δικαίαρχος αναφέρει ότι ο Πυθαγόρας κατέφυγε στο ιερό των Μουσών στο Μεταπόντιο, όπου, αφού έμεινε νηστικός για σαράντα μέρες, πέθανε από ασιτία· πως ο Ηρακλείδης λέει ότι, αφού έθαψε τον φίλο του Φερεκύδη, τον οποίο είχε επισκεφτεί για να θεραπεύσει, στη Δήλο, επέστρεψε στην Ιταλία, μόλις έμαθε για όσα έκανε ο Κύλων, δεν επιθυμούσε να ζει άλλο και πήγε στο Μεταπόντιο, όπου πέθανε από ασιτία, ενώ ο Έρμιππος αναφέρει ότι ενεπλάκη με τους οπαδούς του σε μια σύγκρουση μεταξύ Ακραγαντίνων και Συρακουσίων, ως αρχηγός των Ακραγαντίνων, και, αφού τα πράγματα εξελίχθηκαν υπέρ των Συρακουσίων, σκοτώθηκε απ’ αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι, γύρω στους τριακόσιους πέντε, κατακάηκαν στον Τάραντα, επειδή αντιπολιτεύονταν τους κυβερνώντες.

   Για τον γεννημένο στις Κλαζομενές της Ιωνίας φιλόσοφο, τον Αναξαγόρα Ηγησιβούλου ή Ευβούλου (500-428 π. Χ.), σημειώνεται πως πέθανε στην εξορία και πράγματι έτσι είναι. Ο Αναξαγόρας, γόνος εύπορης οικογένειας και αριστοκρατικού γένους, πήγε στην Αθήνα σε ηλικία είκοσι ετών, όπου έζησε για τριάντα χρόνια, αφού κατέλειπε όλη την περιουσία του στους συγγενείς του, θέτοντας ως σκοπό της ζωής του την πνευματική «απελευθέρωση», η οποία θα προκύψει από «τη μελέτη του ήλιου, της σελήνης και του ουρανού» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 2.10). Εκεί, έφερε το πνεύμα της φιλοσοφίας της Ιωνίας και συναναστράφηκε με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Έγινε μέρος της διαλεκτικής αναζήτησης της γνώσης και, μάλιστα, ο Σωκράτης, ο οποίος τον άκουσε, διαφώνησε με κάποιες απόψεις του (Φαίδων 97b, Ξενοφών, Ἀπομνημονεύματα 4.7.5-4.7.7). Μαθητή είχε μεταξύ άλλων τον Περικλή, και όντας πλέον άπορος, απολάμβανε τη γενναιόδωρη φιλία του και του προσέφερε πολύτιμες συμβουλές (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς 16, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.6). Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος και οι δημαγωγοί πήραν τα πάνω τους, τόσο ο Αναξαγόρας, όσο κι ο προστάτης του, δέχθηκαν τις επιθέσεις τους. Ο φιλόσοφος κατηγορήθηκε για ασέβεια και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στη Λάμψακο. Εκεί, συνέχισε τη φιλοσοφική του αναζήτηση και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του· το Λεξικό Σουΐδα γράφει πως αυτοκτόνησε, επειδή φυλακίστηκε από τους Αθηναίους, λόγω του ότι διατύπωσε καινούργιες αντιλήψεις περί Θεού. Οι Λαμψακηνοί τον έθαψαν με τιμές και στον τάφο του έγραψαν το επίγραμμα: «Ἐνθάδε, πλεῖστον ἀληθείας ἐπὶ τέρμα περήσας/ οὐρανίου κόσμου, κεῖται Ἀναξαγόρας.», δηλαδή, εδώ, αφού έφτασε ως την άκρατη αλήθεια του ουρανίου κόσμου, κείται ο Αναξαγόρας. (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.12.-15)

   Για τον φιλόσοφο Σωκράτη Σωφρονίσκου (470/469-399 π. Χ.), τον «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατον» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.37), Αθηναίο από τον δήμο Αλωπεκής, ισχύει πως καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία: «Τάδε ἐγράψατο καὶἀντωμόσατο Μέλητος Μελήτου Πιτθεὺς Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν· ἀδικεῖ Σωκράτης, οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσηγούμενος· ἀδικεῖ δὲ καὶ τοὺς νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος.» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.40). Αφορμής δοθείσης, ας ειπωθεί πως στον Λυσία που έγραψε τον υπερασπιστικό λόγο για τη δίκη, ο κατηγορούμενος Σωκράτης τον επαίνεσε για την αρτιότητά του, με την παρατήρηση πως δεν άρμοζε σε κείνον, αφού ήταν «δικανικὸς ἢἐμφιλόσοφος»! Στην απορία του συγγράψαντος πώς είναι δυνατόν ένας καλός λόγος να μην είναι αρμόζων, πήρε τη Σωκρατική απάντηση πως «Οὐ γὰρ καὶἱμάτια καλὰ καὶὑποδήματα εἴη ἂν ἐμοὶἀνάρμοστα.», δηλαδή, δεν θα μπορούσε ενδύματα ωραία και υποδήματα να είναι ανάρμοστα για μένα; (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.40-41)

   Ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο και σε λίγες μέρες, παρά τις προσπάθειες των μαθητών του να αποδράσει από τη φυλακή, ήπιε το κώνειο «πολλὰ καλὰ κἀγαθὰ διαλεχθείς, ἃ Πλάτων ἐν τῷ Φαίδωνί φησιν.» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.42), δηλαδή, αφού είχε συζητήσει για πολλά ωραία και ενάρετα, τα οποία ο Πλάτων αναφέρει στον «Φαίδωνα», τηρώντας τους νόμους της πόλης, μένοντας πιστός στις ιδέες του και καταλείποντας ένα ξεχωριστό παράδειγμα στους αιώνες. Όσο για τους συμπατριώτες του, αυτοί «εὐθύς μετέγνωσαν», δηλαδή μετάνιωσαν αμέσως, τιμώρησαν τους κατηγόρους του (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 2.43), αλλά ήταν πλέον αργά! 

   Για τον μαθητή του, τον Πλάτωνα Αρίστωνος (428/427-348/347 π. Χ.), φιλόσοφο, αναφέρεται αναληθώς πως πέθανε στην εξορία! Ο Πλάτων, που το αρχικό του όνομα ήταν Αριστοκλής (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 3.4), γνώρισε τον Σωκράτη, όταν ήταν είκοσι χρόνων κι έμεινε μαζί του ως τον θάνατό του. «Λέγεται», μάλιστα, «πως κάποτε ο Σωκράτης είχε δει στο όνειρό του πως κρατούσε στα γόνατα έναν νεοσσό κύκνου, που έξαφνα μεγάλωσαν τα φτερά του και πέταξε στους αιθέρες, βγάζοντας γλυκούς κελαδισμούς· την επόμενη μέρα του έφεραν τον Πλάτωνα και είπε πως αυτός είναι το πτηνό που είδε στ’ όνειρό του.» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 3.5)

   Ο Πλάτων, σε αντίθεση με τον δάσκαλό του, μετά τον θάνατο εκείνου, ταξίδεψε με διαλείμματα, επιστρέφοντας πάντα στην Αθήνα.  Πήγε στα Μέγαρα κοντά στον συμμαθητή του Ευκλείδη κι άλλους Σωκρατικούς, αργότερα μετέβη στην Κυρήνη, όπου συναναστράφηκε τον μαθηματικό Θεόδωρο, κατόπιν στους Πυθαγορείους Φιλόλαο και Εύρυτο στη Μεγάλη Ελλάδα, στην Αίγυπτο, στις Συρακούσες στην αυλή του Διονυσίου Α' και Β'. Πέραν των ταξιδιών, τα οποία του προσέφεραν πλούσια εμπειρία, σημαντικότατοι σταθμοί της ζωής του ήταν η συναναστροφή με τον Σωκράτη, η ίδρυση της Ακαδημίας και η συγγραφή.

   Όσο για τον θάνατο, αυτός τον βρήκε στη γενέτειρά του την Αθήνα, και όπως αναφέρει ο Έρμιππος «πέθανε σ’ ένα γαμήλιο συμπόσιο, τον πρώτο χρόνο της 108ης Ολυμπιάδας, σε ηλικία ογδόντα ενός ετών» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 3.2), έχοντας διαγράψει λαμπρή πορεία στον χώρο της φιλοσοφίας κι έχοντας καταλείπει σπουδαίο συγγραφικό έργο, στο οποίο θα προστρέχουν οι άνθρωποι ες αεί.

   Πιο κάτω ο Διογένης Λαέρτιος (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 3.40) αναφέρει, επίσης: «Ο θάνατός του συνέβη τον δέκατο τρίτο χρόνο της βασιλείας του Φιλίππου, όπως λέει ο Φαβωρίνος στο τρίτο βιβλίο των Απομνημονευμάτων του […] Ετάφη στην Ακαδημία, εκεί όπου πέρασε τον περισσότερο χρόνο με φιλοσοφικές ενασχολήσεις. Γι’ αυτό και η φιλοσοφική κοινότητα που ίδρυσε ονομάστηκε Ακαδημαϊκή, ολόκληρος δε ο πληθυσμός αυτής της περιοχής τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία.» 

   Ας πάμε στον Μιλτιάδη Κίμωνος (περίπου 550-488 π. Χ.), τον νικητή του Μαραθώνα, για τον οποίο γράφεται αληθώς πως πέθανε στη φυλακή. Για τη μετά τον Μαραθώνα δράση του Μιλτιάδη, τον οποίο τίμησαν οι συμπολίτες του για την καθοριστική συμβολή του στον Μαραθώνα, και όχι μόνο, ο Ηρόδοτος (6.132.1-136.3) σημειώνει: «Ο Μιλτιάδης, που και πρωτύτερα το κύρος του στην Αθήνα ήταν μεγάλο, έγινε τότε παντοδύναμος, ύστερα από το χτύπημα που έδωσε στον Μαραθώνα. Ζήτησε λοιπόν απ’ τους Αθηναίους εβδομήντα καράβια, εκστρατευτικό σώμα και χρήματα, χωρίς να τους αποκαλύψει εναντίον ποιάς χώρας θα εκστρατεύσει, αλλά τους βεβαίωσε πως θ’ απολαύσουν άφθονο πλούτο, αν τον ακολουθήσουν· γιατί η χώρα εναντίον της οποίας θα τους οδηγήσει διαθέτει άφθονο χρυσάφι, που θα τ’ αποχτήσουν αυτοί χωρίς κόπο· μιλώντας έτσι τους ζητούσε τα καράβια. Και Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν μ’ αυτά και του έδωσαν τα καράβια.

   Κι ο Μιλτιάδης παρέλαβε το εκστρατευτικό σώμα κι έβαλε πλώρη για την Πάρο, με το πρόσχημα πως οι Πάριοι πρώτοι προκάλεσαν, παίρνοντας μέρος με μια τριήρη στην εκστρατεία των Περσών στον Μαραθώνα. Βέβαια αυτό ήταν το πρόσχημα, είχε όμως και κάποια μνησικακία εναντίον των Παρίων, εξαιτίας του Λυσαγόρα, του γιου του Τεισία, που καταγόταν από την Πάρο και τον είχε κακολογήσει στον Πέρση Υδάρνη. Και φτάνοντας στη χώρα στην οποία κατευθυνόταν με τα καράβια ο Μιλτιάδης, πολιορκούσε με το εκστρατευτικό του σώμα τους Παρίους που είχαν στριμωχτεί μες στα τείχη τους· και στέλνοντας στην πόλη κήρυκα απαιτούσε εκατό τάλαντα και τους μηνούσε πως, αν δεν του τα δώσουν, δε θα σηκώσει το στρατό του απ’ το νησί τους πριν τους κυριέψει. Οι Πάριοι όμως ούτε καν εξέτασαν την περίπτωση να δώσουν χρήματα, αλλά ένα μελετούσαν, πώς θα υπερασπιστούν την πόλη τους· κι εκτός από τ’ άλλα, επινόησαν κι αυτό: το μέρος του τείχους, όπου κάθε φορά περίμεναν να επιχειρήσει να το πατήσει ο εχθρός, αυτό, με το που έπεφτε η νύχτα, το ύψωναν διπλάσιο απ’ ό,τι ήταν πρωτύτερα.

   Ως αυτό το σημείο όλοι οι Έλληνες διηγούνται τα ίδια, όμως για τη συνέχεια μονάχα οι Πάριοι λένε τα εξής: καθώς ο Μιλτιάδης βρισκόταν σε αμηχανία, του παρουσιάστηκε και συνομίλησε μαζί του μια αιχμάλωτη γυναίκα, που καταγόταν από την Πάρο· τ’ όνομά της ήταν Τιμώ κι ήταν διακόνισσα των θεών του Κάτω κόσμου. Πως αυτή παρουσιάστηκε στον Μιλτιάδη και τον συμβούλευσε, αν γι’ αυτόν έχει μεγάλη σημασία να κυριέψει την Πάρο, να κάνει ό,τι θα του υποδείξει αυτή.  Και πως ύστερα απ’ αυτά του έδωσε οδηγίες, κι αυτός ανηφόρισε στο ύψωμα που βρίσκεται μπροστά από την πόλη και, επειδή δεν μπορούσε ν’ ανοίξει τις θύρες, πήδησε πάνω από το φράχτη του τεμένους της Δήμητρας της Θεσμοφόρου· πήδησε λοιπόν το φράχτη και προχώρησε στο ναό για να κάνει εκεί μέσα κάτι, είτε να μετακινήσει κάποια από κείνα που δεν πρέπει να μετακινηθούν είτε τέλος πάντων οτιδήποτε άλλο θα έκανε· και πως έφτανε μπροστά από τις πύλες, όταν ξαφνικά τον έπιασε σύγκρυο και πήρε να γυρίσει πίσω από τον ίδιο δρόμο· την ώρα όμως που πηδούσε την ξερολιθιά, έσπασε το μερί του· άλλοι πάλι λένε πως χτύπησε στο γόνατο.

   Ο Μιλτιάδης λοιπόν σε μαύρο χάλι γύρισε πίσω με το στόλο του, χωρίς ούτε χρήματα να φέρει στους Αθηναίους ούτε την Πάρο να προσθέσει στην επικράτειά τους· το μόνο που έκανε ήταν που πολιόρκησε το νησί για είκοσι έξι μέρες και που το διαγούμισε. Κι οι Πάριοι, όταν έμαθαν ότι η διακόνισσα των θεών, η Τιμώ, καθοδήγησε τον Μιλτιάδη, μόλις ηρέμησαν ύστερα από την πολιορκία, στέλνουν απεσταλμένους για να πάρουν χρησμό από τους Δελφούς θέλοντας να την τιμωρήσουν γι’ αυτή της την πράξη· και τους έστελναν να ρωτήσουν, έπρεπε ή όχι να σκοτώσουν τη διακόνισσα των θεών, επειδή έδειξε τρόπο στους εχθρούς να κυριέψουν την πατρίδα κι αποκάλυψε στον Μιλτιάδη λατρεία που πρέπει να μένει μακριά από μάτια αντρών. Η Πυθία όμως τους απέτρεπε, λέγοντας πως κατά τη γνώμη της το φταίξιμο δεν ήταν της Τιμώς, αλλά, καθώς ο Μιλτιάδης με τα όσα έπραξε έπρεπε να βρει κακό τέλος, οι θεοί τού έστειλαν την Τιμώ να τον σπρώξει στην καταστροφή.

   Αυτό τον χρησμό λοιπόν έδωσε στους Παρίους η Πυθία. Κι οι Αθηναίοι, με το που γύρισε ο Μιλτιάδης στην πόλη, τον γλωσσότρωγαν ασταμάτητα - και οι άλλοι και προπάντων ο Ξάνθιππος, ο γιος του Αρίφρονος, που έσυρε τον Μιλτιάδη στην κρίση του λαού για να καταδικαστεί σε θάνατο, καταγγέλλοντάς τον για εξαπάτηση των Αθηναίων. Κι ο Μιλτιάδης παρουσιάστηκε, αλλά δεν πήρε ο ίδιος το λόγο για ν’ απολογηθεί (γιατί, έτσι που σάπιζε το μερί του, ήταν ανήμπορος για κάτι τέτοιο), όμως οι φίλοι του τον απόθεσαν ξαπλωμένο σε κρεβάτι μπροστά στο βήμα κι ανέλαβαν την υπεράσπισή του, αναφέροντας με πολλές λεπτομέρειες και τη μάχη που δόθηκε στον Μαραθώνα και την άλωση της Λήμνου, που κυριεύοντας τη Λήμνο και παίρνοντας εκδίκηση από τους Πελασγούς ο Μιλτιάδης παρέδωσε το νησί στους Αθηναίους. Λοιπόν, όσο για την απαλλαγή του από τη θανατική καταδίκη ο λαός πήρε το μέρος του, όμως για την άδική του πράξη του επέβαλε πρόστιμο πενήντα ταλάντων· κατόπιν ο Μιλτιάδης, καθώς το μερί του σάπισε από γάγγραινα, πεθαίνει, και τα πενήντα τάλαντα τα πλήρωσε ο γιος του, ο Κίμων.»

   Ο Πλούταρχος (Κίμων 4.3) αναφέρει πως ο Μιλτιάδης πέθανε στη φυλακή, μη δυνάμενος να εξοφλήσει το πρόστιμο των πενήντα ταλάντων που του επιδικάστηκε.

   Στο «Βίος Μιλτιάδου τοῦἈθηναίου - Συλλεχθείς ἐκ πολλῶν Συγγραφέων, καί παραφρασθείς εἰς τήν ἁπλουστέραν Ἑλληνικήν γλῶσσαν ὑπό Ἀθανασίου Σταγειρίτου, Βιέννη 1818» (σελ. 39-43), ως κυριότερος εχθρός του Μιλτιάδη παρουσιάζεται ο Ξάνθιππος Αρίφρονος, ο οποίος ζήτησε τη θανατική καταδίκη του και στη συνέχεια, ενώ εξετάζονταν η κατηγορία, καταγίνονταν να αποδείξει τις αιτίες, για τις οποίες ήταν άξιος θανάτου. Έτσι, ο Μιλτιάδης, όντας ασθενής και κλινήρης από τις πληγές, φυλακίστηκε. Οι Αθηναίοι, φοβούμενοι λόγω της πρόσφατης τυραννίας του Πεισίστρατου και των διαδόχων του, δέχθηκαν ασμένως τις εις βάρος του κατηγορίες και αποφάσισαν πως είναι καλύτερα να πεθάνει ο Μιλτιάδης, παρά να ζουν αυτοί διαρκώς με τον φόβο και την υποψία ότι μπορεί να γίνει τύραννος. «Ὅθεν ἀπεφασίσθη, νά ῥίψωσιν εἰς τό βάραθρον, ὡς κακοῦργον, τόν σωτῆρα τῆς Ἑλλάδος, ὅπερ ἐνομίζετο ὁἀτιμώτερος θάνατος τῶν κακούργων.» Κι ο Μιλτιάδης, ευρισκόμενος στη φυλακή, δεν μπορούσε, απολογούμενος στην Εκκλησία του Δήμου, να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Παρά την υπεράσπισή του από οικεία πρόσωπα, η βούληση των Αθηναίων δεν κάμφθηκε και μετέβαλαν τη θανατική ποινή σε χρηματικό πρόστιμο πενήντα ταλάντων, το οποίο, βέβαια ο Μιλτιάδης, τον οποίο κατηγορούσαν για διαφθορά και δωροδοκία εκ μέρους του Δαρείου, δεν είχε τη δυνατότητα να ξοφλήσει, ώστε να βγει από τη φυλακή, για να φροντίσει τις πληγές του! Ούτε, βέβαια, θεωρούνταν πλούσιος, ώστε να τον δανείσει κάποιος. Έτσι, μένοντας στη φυλακή, σάπισε το σκέλος του και πέθανε σιδηροδέσμιος.

   Τέτοιου θανάτου έτυχε ο Μιλτιάδης, τον οποίο υπέφερε με γενναιότητα και μεγαλοψυχία και χωρίς να οργίζεται καθόλου για την αχάριστη πατρίδα του, όπως και πολλοί άλλοι αργότερα, γνωρίζοντας ότι αυτά τα αξιώματα έχουν τέτοια επακόλουθα, εξ αιτίας του φθόνου, του κοινού πάθους των ανθρώπων. Αλλά τα βάσανά του, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, δεν τελείωσαν με τον θάνατό του, αφού, εφόσον δεν υπήρχαν τα χρήματα, για να πληρωθεί το πρόστιμο, δεν έδιναν τη σορό του στους συγγενείς, για να τη θάψουν. Τότε, ο γιος του Κίμων, πολύ νέος, σκέφτηκε έναν τρόπο, για να θάψει τον πατέρα του, όπως του άξιζε. Παρουσιάστηκε στο βουλευτήριο και είπε πως γίνεται αυτός εγγυητής του πατέρα του και πως μέχρι να πληρωθεί το χρέος θα μείνει αυτός στη φυλακή.  Έβγαλαν τότε τα σίδερα από τα χέρια και τα πόδια του πατέρα και τα έβαλαν στου γιού κι έτσι ενταφιάστηκε ο Μιλτιάδης. Επειδή, λοιπόν, ο Κίμων δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώσει το χρέος, βρέθηκε κάποιος Αθηναίος, ο Καλλίας, πλούσιος, αλλά ασήμαντος, ο οποίος θέλοντας να θεωρηθεί ευγενής, παντρεύτηκε τη θυγατέρα του Μιλτιάδη, με τη συμφωνία να πληρώσει το χρέος. Έτσι, ο Κίμων ελευθερώθηκε λόγω της αρετής και της ευγενούς καταγωγής του πατέρα του.

   Για τον Αριστείδη Λυσιμάχου (550-467 π. Χ.), γνωστό ως Δίκαιο, αναφέρεται πως πέθανε στην εξορία από πείνα, κάτι το οποίο δεν είναι αληθές. Αυτός, όπως κι άλλοι σπουδαίοι άνδρες, στα πλαίσια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας εξορίστηκε με οστρακισμό. Είναι, μάλιστα χαρακτηριστική για το ήθος του η αναφορά του Πλουτάρχου στον «Βίο» (Βίοι Παράλληλοι, Ἀριστείδης 1.1-27.4) που του έχει αφιερώσει, όπου (Βίοι Παράλληλοι 7.5-6) σημειώνει πως «ενώ αναγράφονταν τα ονόματα στα όστρακα, λέγεται πως κάποιος αγράμματος και παντελώς αγροίκος έδωσε στον Αριστείδη το όστρακό του, για να αναγράψει επάνω το όνομα Αριστείδης. Όταν εκείνος τον ρώτησε τι κακό του έκανε αυτός ο Αριστείδης, απάντησε «τίποτα, δεν τον γνωρίζω τον άνθρωπο, αλλά ενοχλούμαι όταν ακούω να τον λένε όλοι παντού Δίκαιο». Μόλις άκουσε αυτά ο Αριστείδης, δεν είπε τίποτα, έγραψε το όνομά του στο όστρακο και του το έδωσε. Όταν, μάλιστα, βγήκε η απόφαση του εξοστρακισμού του, σήκωσε τα χέρια στους ουρανούς και ευχήθηκε να μην έρθει ποτέ τέτοια ώρα για τους Αθηναίους, ώστε να αναγκαστούν να τον θυμηθούν.»

   Με αφορμή το ανωτέρω παράθεμα, μπορεί κανείς εύκολα να οδηγηθεί στο συμπέρασμα, τόσο για τον τρόπο που ψηφίζουν και οι σύγχρονοι πολίτες, όσο και για το πώς δεν επιλέγουν τους καλύτερους από τους υποψηφίους, για να τους κυβερνήσουν! Αλλά διαφορετικό είναι το θέμα μας εδώ. Τι αναφέρει, λοιπόν, ο Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι, Ἀριστείδης 26.1-3) για το τέλος του Αριστείδη; Λέει πως υπάρχει σύγχυση γύρω από το πού και πότε πέθανε. Άλλοι, λοιπόν, υποστηρίζουν πως πέθανε στον Πόντο, όπου είχε πάει για την υπηρέτηση δημοσίων υποθέσεων κι άλλοι στην Αθήνα, σε βαθύ γήρας, τιμώμενος και θαυμαζόμενος από τους πολίτες! Υπάρχει κι άλλη εκδοχή, την οποία αναφέρει ο Κρατερός ο Μακεδών, σύμφωνα με την οποία, μετά την εξορία του Θεμιστοκλή, ανεφύη στην Αθήνα πλήθος συκοφαντών, οι οποίοι είχαν ως στόχο τους άριστους και τους δυνατότερους άνδρες, πολλοί εκ των οποίων καμάρωναν για την ευτυχία και τη δύναμή τους. Φυσικά δεν τους ξέφυγε ο Αριστείδης, ο οποίος κατηγορήθηκε για δωροδοκία και, επειδή δεν είχε να αποπληρώσει την ποινή των πεντήκοντα μνων, έπλευσε στην Ιωνία, όπου και απεβίωσε. Γι’ αυτή την εκδοχή του θανάτου του Αριστείδη, ο Πλούταρχος σημειώνει πως ο Κρατερός έγραψε όλα αυτά χωρίς να παραθέσει κάποιο έγγραφο, απόφαση δίκης ή ψήφισμα που να την πιστοποιεί. Και συμπληρώνει πως κι άλλοι συγγραφείς μιλούν για την εξορία του Θεμιστοκλή, τη φυλάκιση του Μιλτιάδη, την τιμωρία του Περικλή και τον θάνατο του Πάχητος στο δικαστήριο, αλλά κανείς δεν αναφέρει, πλην του εξοστρακισμού, κάποια άλλη καταδίκη που να αφορά στον Αριστείδη.

   Και στη συνέχεια σημειώνει  (Βίοι Παράλληλοι, Ἀριστείδης 27.1-4) πως ο τάφος του ήταν στο Φάληρο, για τον οποίο λένε πως τον κατασκεύασε η πολιτεία, αφού εκείνος δεν άφησε ούτε τα αναγκαία για τον ενταφιασμό του, πως οι κόρες του δόθηκαν στους νυμφίους τους από το πρυτανείο και πως εγγυητής του γάμου ήταν η πολιτεία, η οποία προίκισε με τρεις χιλιάδες δραχμές την καθεμιά. Στη συνέχεια ο Πλούταρχος αναφέρει κι άλλες ευεργεσίες που έγιναν εκ μέρους της πολιτείας στο γιο του και άλλα συγγενικά του πρόσωπα.

   Για τον δαιμόνιο Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Θεμιστοκλή Νεοκλέους (524-459 π. Χ.), μέγα ευεργέτη της πόλεως των Αθηνών και της Ελλάδος, γράφεται αληθώς πως απεβίωσε στην εξορία. Αλλά, πώς οδηγήθηκε στην εξορία και πώς στον θάνατο; Ο Θουκυδίδης (Ἱστορίαι 1.135-138) γράφει: «[…] Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα, κατηγόρησαν τον Θεμιστοκλή ως συνένοχο του μηδισμού του Παυσανία, σύμφωνα με τις αποδείξεις που είχαν συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια της εναντίον του ανάκρισης, και εζήτησαν να του επιβληθεί η ίδια ποινή του θανάτου. Οι Αθηναίοι συμφώνησαν. Αλλά, επειδή εκείνος έτυχε να είναι εξοστρακισμένος και μολονότι διέμενε στο Άργος, επισκέπτονταν συχνά κι άλλα μέρη της Πελοποννήσου, έστειλαν από κοινού με τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι πρόθυμα συμμετείχαν στην καταδίωξη αυτή, απόσπασμα με διαταγή να τον συλλάβουν όπου τον συναντήσουν και να τον οδηγήσουν στην Αθήνα.

   Αλλ’ ο Θεμιστοκλής, προειδοποιηθείς έφυγε από την Πελοπόννησο και πήγε στην Κέρκυρα, της οποίας ήταν ευεργέτης. Επειδή, όμως, οι Κερκυραίοι ισχυρίζονταν ότι φοβούνταν να τον δεχθούν και να εκτεθούν έτσι στην έχθρα των Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων, τον διαπεραίωσαν στην Ήπειρο. Κι ενώ καταδιώκονταν από κείνους που είχαν σταλεί γι’ αυτό τον σκοπό παντού όπου μάθαιναν ότι είχε μεταβεί, αναγκάστηκε, εξ αιτίας ενός απροόπτου περιστατικού, να ζητήσει κατάλυμα στο παλάτι του Αδμήτου, βασιλιά των Μολοσσών, ο οποίος δεν ήταν φιλικά διακείμενος απέναντί του. Ο Άδμητος έτυχε ν' απουσιάζει εκείνη την ώρα, αλλά ο Θεμιστοκλής παρουσιάσθηκε ως ικέτης στη γυναίκα του, η οποία του σύστησε να πάρει το παιδί τους στα χέρια του και να καθίσει στην εστία. Και όταν μετά από λίγο επέστρεψε ο Άδμητος, του φανέρωσε ποιος ήταν και πρόσθεσε ότι, αν ο ίδιος τυχόν αντιτάχθηκε στην αίτηση του Αδμήτου προς τους Αθηναίους, δεν είναι αξιοπρεπές γι’ αυτόν να τον εκδικηθεί τώρα που καταδιώκεται εξόριστος. Πολύ περισσότερο, αφού θα κακοποιούνταν απ’ αυτόν τώρα που είναι πολύ ασθενέστερός του, ενώ όποιος έχει ψυχή γενναία δεν εκδικείται τους ομοίους του, όταν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Άλλωστε, πρωτύτερα, αυτός εναντιώθηκε στον Άδμητο για υλικά συμφέροντα και όχι για τη σωτηρία της ζωής του, ενώ ο Άδμητος, αν τον εκδώσει - είπε ποίοι τον καταδιώκουν και για ποια αιτία - θα γίνονταν αίτιος του θανάτου του.

   Αφού τον άκουσε ο Άδμητος, όχι μόνον τον σήκωσε μαζί με τον γιο του, τον οποίον ο Θεμιστοκλής κρατούσε αφότου είχε καθίσει, πράγμα που αποτελεί τον επιβλητικότερο τύπο ικεσίας, αλλά και όταν μετά από λίγο έφθασαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι και τον ζητούσαν επίμονα, αρνήθηκε να τον εκδώσει. Επειδή, όμως, ο Θεμιστοκλής επιθυμούσε να μεταβεί στον Βασιλιά, τον απέστειλε διά ξηράς στην άλλη θάλασσα, στην Πύδνα, την πόλη του Αλεξάνδρου. Εκεί πέτυχε εμπορικό πλοίο, το οποίο ετοιμάζονταν ν' αποπλεύσει για την Ιωνία, και αφού επιβιβάστηκε σ’ αυτό, παρασύρθηκε από την κακοκαιρία στο ορμητήριο του Αθηναϊκού στόλου, ο οποίος πολιορκούσε τη Νάξο. Επειδή φοβήθηκε, φανερώνει στον κυβερνήτη (αφού ήταν άγνωστος σ’ όσους ήταν στο πλοίο) ποιος είναι και για ποια αιτία καταδιώκεται, και ότι, αν δεν τον σώσει, θα πει ότι τον δέχθηκε στο πλοίο, επειδή τον δωροδόκησε. Η μόνη ελπίδα σωτηρίας σύμφωνα μ’ αυτόν ήταν να μην επιτραπεί σε κανέναν να βγει  από το πλοίο, έως ότου βελτιωθεί ο καιρός και συνεχισθεί το ταξίδι. Και τέλος υποσχέθηκε ότι, αν συμμορφωθεί με το αίτημά του, η χάρη δεν θα λησμονηθεί ποτέ, αλλά θ' ανταποδοθεί επάξια. Ο κυβερνήτης όχι μόνον συμμορφώθηκε στην απαίτησή του, αλλά απομάκρυνε το πλοίο του, το κράτησε με την άγκυρα για μία μέρα και μία νύκτα, στην ανοιχτή θάλασσαν, απέναντι από το ορμητήριο και στη συνέχεια  κατέπλευσε στην Έφεσο. Εκεί ο Θεμιστοκλής αντάμειψε τον κυβερνήτη με  γενναίο χρηματικό δώρο, αφού έλαβε, εντωμεταξύ, από τους φίλους του στην Αθήνα και το Άργος τα χρήματα που τους είχε δώσει για να τα φυλάνε. Ύστερα, αφού προχώρησε στο εσωτερικό, με κάποιον Πέρση, κάτοικο της παραλίας, έστειλε επιστολή στον βασιλιά Αρταξέρξη, γιο του Ξέρξη, ο οποίος είχε ανέλθει προσφάτως στον θρόνο. Το περιεχόμενο της επιστολής είχε ως εξής: «Ήρθα προς εσένα, εγώ ο Θεμιστοκλής, ο οποίος περισσότερα από κάθε άλλον Έλληνα κακά έχω προξενήσει στον οίκον σου, όσο χρόνο ο πατέρας σου με ανάγκαζε να αμύνομαι εναντίον των επιθέσεών του, αλλά και πολύ περισσότερα καλά, όταν η υποχώρησή του έγινε κάτω από περιστάσεις  για μένα ασφαλείς, αλλά για κείνον επικίνδυνες. Και μου οφείλεται χάρη για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες (εδώ μνημόνευε και την ειδοποίηση που του έστειλε από τη Σαλαμίνα για την επικείμενη αναχώρηση των Ελλήνων και τη ματαίωση τότε της καταστροφής των γεφυρών, την οποίαν ψευδώς οικειοποιήθηκε ως οφειλόμενη σε ενέργειές του) και τώρα, επειδή μπορώ να σου προσφέρω κι άλλες μεγάλες υπηρεσίες, ήλθα καταδιωκόμενος από τους Έλληνας εξ αιτίας της προς εσένα φιλίας μου. Επιθυμώ να περιμένω ένα έτος και τότε να σου εξηγήσω προσωπικά τον σκοπό του ερχομού μου".

   Ο Βασιλιάς, όπως λέγεται, θαύμασε το τολμηρό του σχέδιο και του παρήγγειλε να ενεργήσει όπως έγραφε. Ο Θεμιστοκλής, εξάλλου, κατά το διάστημα της αναμονής του, και με την Περσική γλώσσα εξοικειώθηκε, όσο μπορούσε, και με τα ήθη και έθιμα της χώρας. Και μετά τη λήξη του έτους, πήγε στον Βασιλιά, και απέκτησε πλησίον του επιρροή μεγαλύτερη από κάθε άλλον ποτέ Έλληνα, και εξ αιτίας της προηγούμενης φήμης του και για την ελπίδα, που ενέπνευσε στον Βασιλιά να του υποδουλώσει την Ελλάδα, προ πάντων όμως γιατί είχε δώσει επανειλημμένα αποδείξεις της οξείας αντίληψής του. Διότι ο Θεμιστοκλής, λόγω της φυσικής του οξυδέρκειας, η οποία είχε πράγματι καταδειχθεί με τρόπο απαραγνώριστο, ήταν περισσότερο από κάθε άλλον άξιος εξαιρετικού ολωσδιόλου ως προς αυτό θαυμασμού. Εξ αιτίας της έμφυτης οξείας αντίληψης, και χωρίς ανάγκη ενίσχυσής της, ούτε με προηγούμενη διδασκαλία, ούτε μέσω της εμπειρίας, και τα παρόντα μετά από  βραχύτατη σκέψη έκρινε οξύτατα και τα μέλλοντα να γίνουν για μακρό διάστημα χρόνου προείκαζε άριστα. Κι εκείνα, με τα οποία κάθε φορά ασχολούνταν, είχε την ικανότητα να τα εξηγεί στους άλλους, εκείνα όμως, για τα οποία δε είχε προσωπική πείρα, μπορούσε να τα κρίνει με επάρκεια, και κανείς δεν μπορούσε να δει από πριν, με την ιδία ευκρίνεια, το καλό ή το κακό που επεφύλασσε το άδηλο μέλλον. Και συγκεφαλαιώνοντας λέω ότι λόγω της φυσικής του οξύνοιας και λόγω του ότι χρειάζονταν ελάχιστη προετοιμασία για όλα αυτά αναδείχθηκε ικανότερος από κάθε άλλον στο να διαβλέπει αμέσως τι έπρεπε να πραχθεί ή να λεχθεί. Αλλά, αφού ασθένησε πέθανε. Μερικοί μάλιστα λένε ότι αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο, επειδή κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον Βασιλιά. Το μνήμα του βρίσκεται στην αγορά της Μικρασιατικής Μαγνησίας, στην περιφέρεια, όπου ήταν σατράπης, μια κι ο Βασιλιάς του είχε παραχωρήσει για εξασφάλιση του ψωμιού του τη Μαγνησία, η οποία απέφερε πρόσοδο πενήντα ταλάντων κάθε χρόνο, για το κρασί του τη Λάμψακο, που θεωρούνταν η πιο οινοφόρα περιοχή της εποχής εκείνης, και για το κρέας του τη Μυούντα. Αλλά τα οστά του, όπως λένε οι συγγενείς του, μεταφέρθηκαν, σύμφωνα με παραγγελία του, στην Αττική, όπου ετάφησαν, εν αγνοία των Αθηναίων. Διότι η ταφή των οστών του απαγορεύτηκε δια νόμου, λόγω του ότι, ενώ κατηγορήθηκε για προδοσία, είχε γίνει φυγάς. Τέτοιο υπήρξε το τέλος του Παυσανία του Λακεδαιμονίου και του Θεμιστοκλέους του Αθηναίου, οι οποίοι υπήρξαν οι επιφανέστεροι από τους συγχρόνους των Έλληνας.»

   Ο Πλούταρχος, εκτός από τις ευεργεσίες, τις οποίες παρείχε ο Βασιλιάς στον Θεμιστοκλή (Πλούταρχος, Θεμιστοκλῆς 29), σχετικά με τον θάνατό του αναφέρει άλλη εκδοχή. Την εποχή που κυριαρχούσε στη θάλασσα ο Κίμων, ο γιος του Μιλτιάδη, ο οποίος κατήγαγε νίκες εις βάρος των Περσών και η Αίγυπτος ήταν έτοιμη να αποσκιρτήσει από την περσική αυτοκρατορία, όταν ο Βασιλιάς του ζήτησε να θυμηθεί τις υποσχέσεις του, ο Θεμιστοκλής, σεβόμενος τις πράξεις και τα τρόπαιά του, «ἄριστα βουλευσάμενος ἐπιθεῖναι τῷ βίῳ τὴν τελευτὴν πρέπουσαν». Θυσίασε στους θεούς και, αφού συγκέντρωσε τους φίλους και τους δεξιώθηκε, αυτοκτόνησε πίνοντας αίμα ταύρου στη Μαγνησία, όπου είχε ζήσει για πέντε χρόνια, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πόσο αγαπούσε την πατρίδα του! Μόλις ο Βασιλιάς πληροφορήθηκε τον τρόπο, με τον οποίο πέθανε, θαύμασε ακόμα περισσότερο τον άνδρα κι ένιωσε συμπάθεια για τους φίλους και τους συγγενείς του. (Πλούταρχος, Θεμιστοκλής 31.4-5)

  Και γράφει πιο κάτω ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλῆς 32.1-32.6): «Στην αγορά της Μαγνησίας υπάρχει λαμπρός τάφος του Θεμιστοκλή. Σχετικά με τα λείψανά του, δεν αξίζει να εμπιστεύεται  κανείς ούτε όσα λέει ο Ανδοκίδης στο βιβλίο του «Πρός τους εταίρους», ότι δηλαδή οι Αθηναίοι, αφού βρήκαν τα λείψανά του, τα σκόρπισαν - αυτά είναι ψέματα που τα γράφει επίτηδες, για να ερεθίσει τους ολιγαρχικούς εναντίον του λαού - ούτε πάλι σ’ όσα λέει ο Φύλαρχος, ο οποίος έστησε στην αφήγησή του μια μηχανή σαν εκείνες που χρησιμοποιούν σε παράσταση τραγωδίας και παρουσιάζει στη σκηνή κάποιον Νεοκλή και κάποιον Δημόπολη, ως παιδιά του Θεμιστοκλή, θέλοντας να προκαλέσει θόρυβο και συγκίνηση· αυτά κι ο πιο τυχαίος άνθρωπος το καταλαβαίνει ότι είναι πλαστά.

   Ο Διόδωρος ο περιηγητής στο έργο του «Περί μνημάτων» έχει γράψει, υποθέτοντας κι όχι από άμεση αντίληψη, ότι κοντά στο μεγάλο λιμάνι του Πειραιά προεκτείνεται από το ακρωτήριο που σχηματίζεται κατά τον Άλκιμο μια προεξοχή σαν αγκώνας και στη στροφή προς το εσωτερικό του λιμανιού, εκεί όπου η θάλασσα έχει γαλήνη, υπάρχει μια βάση αρκετά μεγάλη και ότι αυτό που φαίνεται επάνω της σαν σχήμα βωμού είναι ο τάφος του Θεμιστοκλή. Ο Διόδωρος νομίζει πως κι ο Πλάτων ο κωμικός συμφωνεί μαζί του και το βεβαιώνει με τους στίχους: «Το μνήμα σου είν’ αυτού καλά στημένο,/ σημάδι από παντού για κάθε ταξιδιώτη,/ θα βλέπει αυτούς που μπαίνουνε και βγαίνουν/ και καραβιών αγώνες θα θεάται».

   Για τους απογόνους του Θεμιστοκλή διατηρήθηκαν τιμητικές διακρίσεις στη Μαγνησία ως τις μέρες μας. Αυτές τις απόλαυσε κι ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος  που ήταν συμμαθητής και φίλος μου στη σχολή του Αμμωνίου του φιλοσόφου.»

   Για τον σημαντικό Αθηναίο πολιτικό, τον Περικλή Ξανθίππου (494/5-429 π. Χ.), που η μητέρα του Αγαρίστη, πριν τον γεννήσει, είδε στον ύπνο της πως αντί για παιδί είχε φέρει στον κόσμο ένα λιοντάρι (Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι 6.131, Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς 3), σύμβολο δύναμης και δόξας, σημειώνεται πως «παραιτήθηκε λόγω κατηγορίας και πέθανε». Οπωσδήποτε ο Περικλής απεβίωσε λόγω του λοιμού που ενέσκηψε στην Αθήνα, έχοντας δει να πεθαίνουν πριν απ’ αυτόν, από την ίδια αιτία, οι δυο του γιοι, ο Ξάνθιππος και ο Πάραλος.

   Αλλά πώς ακριβώς έχουν τα γεγονότα. Ήδη είχε ξεσπάσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος και στον δεύτερο χρόνο του, ενώ οι Σπαρτιάτες είχαν λεηλατήσει για δεύτερη φορά την Αττική, ο Περικλής αρνήθηκε να αντιπαραταχθεί μαζί τους και για δεύτερη φορά δεν άλλαξε το σχέδιό του (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 2.55). Μη επιθυμώντας να συγκρουστεί κατά μέτωπο με τους αντιπάλους, προτίμησε να εκστρατεύσει στα παράλια της Πελοποννήσου και να τα λεηλατήσει, παίρνοντας μαζί του εκατόν πενήντα πλοία. Ενώ ήταν έτοιμα να αποπλεύσουν, συνέβη έκλειψη ηλίου, η οποία προκάλεσε φόβο σε όλους. Ο Περικλής, ως μαθητής του Αναξαγόρα, τους καθησύχασε, αφού έδωσε τη φυσική ερμηνεία του φαινομένου. Όμως, η εκστρατεία είχε πενιχρά αποτελέσματα. (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς 35)

   Το καλοκαίρι αυτής της χρονιάς ξέσπασε ο περίφημος λοιμός, από τον οποίο πέθανε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Αθήνας. Ο Θουκυδίδης (Ἱστορίαι 2.47.2-2.54.5) μιλάει λεπτομερώς για τα συμπτώματα και τις συνέπειες του λοιμού στη ζωή και την κοινωνική συνοχή της Αθήνας. Ο λαός στράφηκε εναντίον του Περικλή κι εκείνος βλέποντας πώς εξελίσσονταν η κατάσταση, όντας ακόμα στρατηγός, συγκάλεσε Εκκλησία, και θέλοντας να τους ενθαρρύνει, να καθησυχάσει τον θυμό τους, να τους κάνει να δείξουν ψυχραιμία και να ’χουν περισσότερη αυτοπεποίθηση, ανέβηκε στο βήμα και εκφώνησε τον τελευταίο του λόγο (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 2.59.3-2.60.6, Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς 35), στον οποίο αναδεικνύονται οι αρετές του, αλλά και η απογοήτευσή του από την αχαριστία των συμπολιτών του, οι οποίοι στη συνέχεια του αφήρεσαν τη στρατηγία και του επιδίκασαν χρηματικό πρόστιμο, που, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς 35), κατ’ άλλους ήταν δεκαπέντε και κατ’ άλλους πενήντα τάλαντα.

   Την επόμενη χρονιά, το 429 π. Χ., ο Περικλής επανεξελέγη στρατηγός και δραστηριοποιήθηκε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Όμως, την ίδια χρονιά, έχασε λόγω του λοιμού τα παιδιά του και άλλους οικείους, ενώ τον Αύγουστο απεβίωσε κι ο ίδιος! Και γράφει σχετικά ο Πλούταρχος (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς 38.3-4): «Ενώ αυτός πλησίαζε πια στον θάνατο, καθισμένοι γύρω του οι επισημότεροι πολίτες και όσοι από τους φίλους του είχαν επιζήσει μιλούσαν για την αρετή και τη δύναμη που είχε και απαριθμούσαν τις πράξεις και το πλήθος των τροπαίων του· κι ήταν εννιά τα τρόπαια που είχε στήσει, ως στρατηγός και νικητής, για την πόλη της Αθήνας. Τα έλεγαν αυτά μεταξύ τους με την εντύπωση πως αυτός είχε χάσει τις αισθήσεις του και δεν καταλάβαινε πλέον. Όμως, εκείνος πρόσεχε όσα έλεγαν, και τους διέκοψε τη συνομιλία και τους είπε πως απορεί που επαινούν και μνημονεύουν τα έργα του εκείνα, τα οποία η τύχη βοήθησε να γίνουν και τα έχουν κάνει ήδη πολλοί στρατηγοί, δεν αναφέρουν όμως το καλύτερο και το σπουδαιότερο, ότι δηλαδή «κανείς Αθηναίος δεν ενδύθηκε μαύρα ιμάτια εξαιτίας μου».

   Ο Περικλής εγκατέλειψε τα εγκόσμια, έχοντας καταγραφεί ως μια από τις πολύ σημαντικές προσωπικότητες της παγκόσμιας Ιστορίας κι οι Αθηναίοι πολύ σύντομα υπέστησαν τις συνέπειες της απουσίας του και κατανόησαν την αξία του (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 2.65.1-2.65.13, Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς 39).

   Ο Αλκιβιάδης Κλεινίου (450-404 π. Χ.), τελεύτησε τον περιπετειώδη, πολυτάραχο και άκρως ενδιαφέροντα βίο του στη Φρυγία. Όχι ακριβώς εξόριστος, όπως αναφέρεται, διότι η Φρυγία, αν δεν δολοφονούνταν εκεί, τόσο νέος, θα μπορούσε να είναι ένας από τους πολλούς σταθμούς της ζωής του. Προικισμένος με κάλλος, διάσημη καταγωγή, πλούτο και πνευματική υπεροχή, αγαπήθηκε πολύ και μισήθηκε από κάποιους, όσο λίγοι.

   Η Jacqueline de Romilly (Αλκιβιάδης, εκδ. Το άστυ, 1996, σ. 229) γράφει σχετικά: «Ο θάνατός του Αλκιβιάδη, αντίθετα με τη ζωή του, ήταν σκοτεινός και άθλιος. Είναι όμως τόσο συγκλονιστικός ώστε κανένα μελόδραμα δεν τόλμησε να φτάσει ως εκεί. […] Η ιστορία όμως, που αφηγούνται όλοι με τον ίδιο τρόπο, μας αφήνει κατάπληκτους μπροστά στην αντίθεση μιας ζωής τόσο εντυπωσιακής και ενός τέλους τόσο τραγικού.

   Ο Φαρνάβαζος είχε στείλει δύο δικούς του ανθρώπους να εκτελέσουν τη δολοφονία: τον αδελφό του Βαγαίο και τον θείο του Σουσαμίθρη. Το διηγείται ο Πλούταρχος (39, 1-7) και το κείμενο αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο.

   Η σκηνή εκτυλίσσεται πολύ μακριά, σε ένα χωριό της Ασίας. Έχει μόνο δύο πρόσωπα. Τον Αλκιβιάδη και μία γυναίκα – την εταίρα με τη μεγάλη καρδιά. Και όλα ξεκινούν, σαν σε τραγωδία, με ένα προφητικό όνειρο.

   «Ο Αλκιβιάδης βρισκόταν σε μια κωμόπολη της Φρυγίας, με την εταίρα Τιμάνδρα. Είδε τότε ένα όνειρο: του φάνηκε πως ο ίδιος είχε φορέσει το φόρεμα της γυναίκας και κείνη, κρατώντας το κεφάλι του στην αγκαλιά της, του στόλιζε το πρόσωπο και το έβαφε, σαν να ήταν γυναίκα. Άλλοι λένε πως είδε στον ύπνο του να του κόβουν το κεφάλι οι άνθρωποι του Βαγαίου και να καίγεται το σώμα του. Πάντως όλοι λένε ότι το όνειρο δεν το είδε πολύ πριν τον θάνατό του».

   Η πρώτη εκδοχή του ονείρου αναγγέλλει τη φροντίδα της εταίρας για το σώμα του Αλκιβιάδη. Οι δολοφόνοι όμως είχαν αρχίσει κιόλας τη δράση:

   «Αυτοί που πήγαν να τον εκτελέσουν δεν τόλμησαν να μπουν μέσα, αλλά περικύκλωσαν το σπίτι κι έβαλαν φωτιά».

   Παγιδεύεται στη φωλιά του, σαν άγριο θηρίο.

   Αλλά αυτός αμύνεται.

   «Όταν το πήρε είδηση ο Αλκιβιάδης, μάζεψε κι έριξε στη φωτιά τα χειρότερα ενδύματα και στρώματα, και αφού τύλιξε τη χλαμύδα του στο αριστερό του χέρι και κράτησε ένα μικρό ξίφος με το δεξί, βγήκε ορμητικά, χωρίς να πάθει τίποτα, από τις φλόγες, προτού να πάρουν φωτιά τα ρούχα του. Οι βάρβαροι, όταν τον είδαν, διασκορπίστηκαν. Κανένας δεν έμεινε να τον αντιμετωπίσει και δεν ήρθε στα χέρια, αλλά από μακριά τον χτυπούσαν με ακόντια και τόξα».

   Τότε έπεσε, χτυπημένος θανάσιμα. Στη δειλία όμως των δολοφόνων προβάλλει η γενναία αφοσίωση της γυναίκας που ζούσε μαζί της:

   «Μ’ αυτόν τον τρόπο έπεσε. Οι βάρβαροι έφυγαν, και η Τιμάνδρα σήκωσε τον νεκρό, τον τύλιξε και τον σκέπασε με τα δικά της φορέματα και τον έθαψε όσο μπορούσε πιο λαμπρά και τιμημένα».

   Η Τιμάνδρα ήταν, προσθέτει ο Πλούταρχος, η μητέρα της Λαΐδας της Κορινθίας, αυτής για την οποία θα πει στο "Διάλογο περί έρωτος" (767 F) ότι τόσο υμνήθηκε από τους ποιητές και τόσο αγαπήθηκε: «Ξέρετε ότι πυρπόλησε από πόθο την Ελλάδα, και ακόμα ότι την διεκδικούσαν από τη μια θάλασσα ως την άλλη». Αν και θύμα δολοφονίας σε μια κωμόπολη της Φρυγίας, ο Αλκιβιάδης, με την έπαρση του γενναίου, ξέρει να διατηρεί την κομψότητα στις ερωτικές επιλογές του και την παρουσία δίπλα του ενός φλογερού πάθους μιας γυναίκας.»

   Ο τρόπος, με τον οποίο θανατώθηκε ένας άνδρας σαν τον Αλκιβιάδη, κάνει τη συγγραφέα να δώσει κι άλλες προεκτάσεις στο θέμα (σ. 232): «Από μία άποψη, η αντίθεση μεταξύ των δολοφόνων που κρύβονται στη σκιά αυτού του ανθρώπου που βγαίνει μόνος, χωρίς προφυλάξεις, μέσα από τις φλόγες και τους αναγκάζει να τραπούν σε φυγή, είναι εντελώς συμβολική μιας διαφοράς πολιτισμών, στην οποία οι Έλληνες ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι. Η προδοσία του Φαρνάβαζου και η νυχτερινή ενέδρα, όλα αυτά, έχουν τη σφραγίδα των βαρβάρων. […]

   Τελικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Φαρνάβαζος, στην περίπτωση αυτή, εκτελούσε τις διαταγές ή τις επιθυμίες του Λύσανδρου. Και ο Λύσανδρος ήταν Έλληνας. Σε αυτό μπορούμε να απαντήσουμε ότι και ο Πλούταρχος τον κατηγόρησε για τη σκληρότητα που έδειξε σε όλη του τη ζωή. […] Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ότι στη μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους προστίθεται η ηθική σκλήρυνση που χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο αυτή την περίοδο. Η σκλήρυνση αυτή συνοδεύει, χωρίς καμία αμφιβολία, την ένταση των συγκρούσεων που συντάραζαν την Ελλάδα όπως και τις πόλεις. […] 

   Η σκληρότητα αυτή αφύπνισε, ωστόσο, στους Έλληνες μία αντίδραση. Αντίθετα από τους βαρβάρους, ή από όσα γνώριζαν γι’ αυτούς, οι Έλληνες είχαν ενοχληθεί από τις ίδιες τις πράξεις τους. Και τότε βλέπουμε να αναπτύσσονται στους συγγραφείς αξίες πραότητας, όπως η επιείκεια, η ανοχή, η ανθρωπιά, οι οποίες διαπερνούν εδώ κι’ εκεί τα κείμενα και ακτινοβολούν παντού μετά το τέλος του πολέμου. […]

   Και συνεχίζει (σ. 233): «Η συμπεριφορά του μπροστά στο θάνατο δίνει στον Αλκιβιάδη το ανάστημα ενός ήρωα.

   Και ο ίδιος ο θάνατός του είναι ο θάνατος ενός τραγικού ήρωα. Γιατί – όπως ο Οιδίποδας του Σοφοκλή – γκρεμίζεται από τη μεγαλύτερη δόξα στη χειρότερη καταστροφή. Ο πιο προικισμένος άνδρας της Αθήνας, αυτός στον οποίο συνυπήρχαν η ευφυΐα, το κάλλος και το θάρρος, αυτός που είχε διευθύνει την πολιτική της Αθήνας, ύστερα της Σπάρτης και μετά ενός Πέρση σατράπη, αυτός που έζησε την πιο θριαμβευτική επιστροφή που μπορούσε να προσφέρει η Αθήνα, τελικά δολοφονήθηκε, κατά διαταγή ενός βαρβάρου, στη μοναξιά, διωγμένος από όλους εκτός ίσως από μια γυναίκα. Είχε γνωρίσει τα πάντα και δεν ήταν ακόμα πενήντα ετών.

   Στην κωμόπολη όπου πέθανε, ο Αθήναιος, τον 3ο αιώνα μ. Χ., λέει ότι υπήρχε ακόμα ο τάφος του. Ο αυτοκράτορας Αδριανός έστησε εκεί ένα άγαλμα του Αλκιβιάδη και κάθε χρόνο γινόταν θυσία.

   Αγάλματα του Αλκιβιάδη; Υπήρξαν και άλλα – πέντε ή έξι αιώνες μετά το θάνατό του – ενώ ξεχάστηκαν από όλους το όνομα του Φαρνάβαζου και ήταν ελάχιστα γνωστό το όνομα του Λύσανδρου. Για έναν άνδρα σαν τον Αλκιβιάδη, ο θάνατος δεν είναι το τέλος.» 

   Για τον Ελευσίνιο τραγικό ποιητή Αισχύλο Ευφορίωνος (525/4-456/5 π. Χ.), σημειώνεται αναληθώς πως πέθανε στην εξορία, ενώ αυτοβούλως και για δικούς του λόγους ταξίδεψε στη Σικελία δύο ή τρεις φορές. Όπως μας πληροφορεί ο «Βίος Αἰσχύλου», ΠΟΙΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΛΛΟΓΗ, τ. ΙΒ', Bibliotheca Regia Monasensis (σ. 3-6), αυτός πήγε στις Συρακούσες, όταν ο Ιέρων ίδρυσε την πόλη Αίτνα (476/5) και ότι τότε σύνθεσε το πανηγυρικό έργο «Αἰτναῖαι», προοιωνίζοντας καλή ζωή για τους οικιστές της πόλης. Εκεί, μετά από παράκληση του Ιέρωνα, από τον οποίο τιμήθηκε ιδιαίτερα, δίδαξε και τους «Πέρσες». Ο «Βίος Αἰσχύλου» αναφέρει ακόμα πως πέθανε, όταν ένας αετός, που είχε πιάσει μια χελώνα, δεν μπόρεσε να την κρατήσει κι αυτή έπεσε στο κεφάλι του ποιητή και τον σκότωσε, επιβεβαιώνοντας τον χρησμό «Οὐράνιόν σε βέλος κατακτανεῖ», δηλαδή, εσένα θα σε σκοτώσει ουράνιο βέλος.  Η ιστορία αυτή είναι πιθανόν προϊόν ανεκδοτολογίας, αλλά ο ποιητής, ούτως ή άλλως, πέθανε στη Γέλα, όπου ετάφη από τους κατοίκους της με μεγάλες τιμές και στον τάφο του έγραψαν το επίγραμμα: «Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεῦθει/ μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·/ ἀλκὴν δ' εὐδόκιμονMαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι/ καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.» (Ἀθήναιος 14.6), δηλαδή, τον Αισχύλο, τον γιο του Ευφορίωνα, τον Αθηναίο/ που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα, σκεπάζει τούτο το μνήμα·/ για την πολυθρύλητη ανδρεία του ας μιλήσει το δάσος του Μαραθώνα/ και ο βαθυχαιτήεις Μήδος που τη γνώρισε. Επίσης, στον τάφο του προσέρχονταν νεαροί επίδοξοι τραγικοί ποιητές και τον προσκυνούσαν σαν ιερό τόπο. Και οι Αθηναίοι τόσο πολύ τον αγάπησαν που, μετά τον θάνατό του, εξέδωσαν ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο, όσοι θα δίδασκαν τραγωδίες του, η πολιτεία θα τους έδινε τον χορό.

   Σχετικά με τον άλλο σπουδαίο τραγικό ποιητή, τον Αθηναίο Σοφοκλή Σοφίλλου, (497/6-406/5 π. Χ.), αναφέρεται πως πέθανε εξόριστος και, μάλιστα, από ασιτία! Ο «Σοφοκλέους Βίος» (Σοφοκλέους τραγωδίαι, εκδ. Λειψίας, σ. 386-387) προσφέρει μια πλούσια σταχυολόγηση από αλλόκοτες αιτίες θανάτου του, αλλά όχι από ασιτία στην εξορία. Λέγεται, λοιπόν, πως ο ηθοποιός Καλλιπίδης, όταν έφτασε από τον Οπούντα για τους Χόους, έστειλε στον Σοφοκλή σταφύλια. Εκείνος, όντας γέρων, έβαλε στο στόμα του μια ρώγα, άγουρη ακόμα, και πνίγηκε και πέθανε. Ο Σάτυρος ισχυρίζεται πως, ενώ διάβαζε φωναχτά ένα εκτενές κομμάτι της «Αντιγόνης», δίχως παύσεις, μαζί με τη φωνή του άφησε και την ψυχή. Άλλοι, λένε πως, επειδή κατάφερε και διάβασε ολόκληρο το δράμα, απεβίωσε από υπερβολική συγκίνηση για τη νίκη.

   Ο Σοφοκλής, γεννημένος στο δήμο του Κολωνού, ήταν βαθύτατα δεμένος με την πατρίδα του στην προσωπική, στην ποιητική, στην πολιτική και στη θρησκευτική του ζωή και δεν έφυγε από την Αθήνα, παρά μόνο για να την υπηρετήσει! Ως ιερέας, μάλιστα, του ήρωα θεραπευτή Άλωνα, δέχθηκε στο σπίτι του τον Ασκληπιό, όταν ο θεός ήρθε από την Επίδαυρο και δεν είχε ακόμα ιδιαίτερο λατρευτικό χώρο. Γι’ αυτή του τη θεοσεβή πράξη, μετά τον θάνατό του, ηρωοποιήθηκε παίρνοντας την επωνυμία «Δεξίων». (Albin Lesky, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. ΜΙΕΤ, σ. 284-292)

   Όσο για την ταφή του, αναφέρεται στον «Σοφοκλέους Βίο» (σελ. 387) πως, επειδή οι τάφοι της οικογένειάς του βρίσκονταν στη Δεκέλεια, την οποία, όταν απεβίωσε κατείχαν οι Σπαρτιάτες, δεν επέτρεπαν αυτοί να γίνει. Τότε, λένε πως παρουσιάστηκε ο Διόνυσος σε όνειρο του Λυσάνδρου, διατάζοντάς τον να επιτρέψει την ταφή. Αυτός ολιγώρησε, αλλά ο Διόνυσος εμφανίστηκε πάλι στον ύπνο του. Όταν πληροφορήθηκε από φυγάδες ποιος ήταν ο νεκρός, έστειλε κήρυκα με την εντολή πως επιτρέπεται να ταφεί. Κάποιοι λένε πως πάνω στον τάφο του τοποθετήθηκε Σειρήνα, ενώ άλλοι χάλκινη χελιδόνα και εγράφη το ακόλουθο επίγραμμα: «Κρύπτω τῷδε τάφῳ Σοφοκλῆν πρωτεῖα λαβόντα/ τῇ τραγικῇ τέχνῃ, σχῆμα τό σεμνότατον.», δηλαδή «Σ’ αυτόν τον τάφο είναι θαμμένος ο Σοφοκλής, που πήρε πολλά πρώτα βραβεία στην τραγική τέχνη, και στη μορφή ήταν σεμνότατος.» Και λέγεται πως οι Αθηναίοι εκτιμώντας ιδιαίτερα την αρετή του, εξέδωσαν ψήφισμα σύμφωνα, με το οποίο θα έκαναν κάθε χρόνο θυσίες προς τιμή του.

   Και για τον έτερο σημαντικό τραγικό ποιητή, τον Ευριπίδη Μνησάρχου ή Μνησαρχίδη (485/4 ή 480-406 π. Χ.), αναφέρεται πως πέθανε στην εξορία! Ο Ευριπίδης, όντως, απεβίωσε εκτός Αθηνών, στη Μακεδονία, όπου, όμως, δεν εξορίστηκε, αλλά έφτασε ως προσκεκλημένος στη βασιλική αυλή της Πέλλας από τον φιλόμουσο βασιλιά Αρχέλαο, ο οποίος συνήθιζε να καλεί ανθρώπους των γραμμάτων και καλλιτέχνες. Στη Μακεδονία, όπου, εκτός από τη βασιλική πρόσκληση, τον οδήγησαν και προσωπικοί λόγοι, ο ποιητής έγινε δέκτης μεγάλων τιμών από τον  βασιλιά. Εκεί έγραψε το δράμα με τον τίτλο «Αρχέλαος», καθώς και τις «Βάκχες», τις οποίες δεν πρόλαβε να παρουσιάσει σε θεατρική σκηνή.

   Ο Ευριπίδης, κατά πολύ νεότερος του Σοφοκλή, πέθανε λίγους μήνες πριν από κείνον. Ο γέρων Σοφοκλής, όταν έφτασε στην Αθήνα η είδηση για τον θάνατο του μεγάλου τραγικού, φόρεσε πένθιμη ενδυμασία και σε ένδειξη πένθους παρουσίασε τον χορό και τους υποκριτές στον προάγωνα αστεφάνωτους («Εὐριπίδου Βίος», Βιογράφοι/ Vitarum Scriptores Graeci minores, Antonious Westermann, σ. 135), κάτι που συγκίνησε ιδιαίτερα τον κόσμο.  Σχετικά με την αιτία θανάτου του Ευριπίδη, ο Διόδωρος Σικελιώτης (Ἱστορική Βιβλιοθήκη, 13.103.5) αναφέρει ότι, κατά τα λεγόμενα, πέθανε από τραυματισμό που του προκάλεσε επίθεση σκύλων. Το Λεξικό Σουΐδα, στο λήμμα Ευριπίδης, σημειώνει, επίσης, μεταξύ άλλων πως ο ποιητής έζησε στη Μακεδονία απολαμβάνοντας τις μεγαλύτερες τιμές. Τον φθόνησαν, όμως, οι ποιητές Αρριβαίος ο Μακεδών και Κρατεύς ο Θεσσαλός, οι οποίοι έπεισαν, δωροδοκώντας, κάποιον δούλο του βασιλιά, ονόματι Λυσίμαχο, να εξαπολύσει εναντίον του τα σκυλιά του βασιλιά, τα οποία εκείνος φρόντιζε και να πουν στη συνέχεια πως εκείνος κατασπαράχθηκε νύχτα από γυναίκες.  Αυτά αναφέρονται και στον «Εὐριπίδου Βίον» (Βιογράφοι/ Vitarum Scriptores Graeci minores, Antonious Westermann, σ. 135-36), τα οποία, όμως, δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, διότι ο Αριστοφάνης, ο οποίος διακωμώδησε για πολλούς λόγους τον Ευριπίδη, δεν θα είχε αφήσει ασχολίαστο κάτι τέτοιο στους «Βατράχους» του που διδάχθηκαν για πρώτη φορά το 405 π. Χ., ένα χρόνο δηλαδή μετά τον θάνατο του Ευριπίδη, στα Λήναια, κερδίζοντας το πρώτο βραβείο.

   Σ’ ένα επίγραμμα του Αδδαίου  (Anthologia Graeca ad Palatini codicis fidem edita, Τόμος 1/ VII. ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ, 51. ΑΔΔΑΙΟΥ) ως αιτία θανάτου του αναφέρονται ο Άδης και τα γηρατειά («Ἀΐδης καί γῆρας») και για τον τάφο του λέει πως βρίσκεται στην Αρέθουσα. Άλλα δύο επιγράμματα, τοποθετούν τον τάφο, επίσης, στη Μακεδονία. Το ένα στην Πέλλα (Π.Α. 7.44.5-6 ἀλλ᾽ἔμολες Πελλαῖον ὑπ᾽ἠρίον, ὡς ἂν ὁ λάτρις/ Πιερίδων ναίῃς ἀγχόθι Πιερίδων), κάτι που βεβαιώνει και το Λεξικό Σουΐδα, και στη Μακετία (Π.Α. 7.49.1 Ἁ Μακέτις σε κέκευθε τάφου κόνις).

   Ο Παυσανίας (Ἑλλάδος Περιήγησις 1.2.2)  αναφέρει, επίσης, πως ο Ευριπίδης ετάφη στη Μακεδονία, όταν είχε πάει κοντά στον βασιλιά Αρχέλαο, και για την αιτία του θανάτου του λέει πως έχουν μιλήσει πολλοί, οπότε ας δεχθούμε ό,τι είπαν. Ο Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι, Λυκοῦργος 31) σημειώνει πως στον τάφο του Ευριπίδη, ο οποίος πέθανε και ετάφη στη Μακεδονία στην περιοχή της Αρέθουσας έπεσε κεραυνός, κάτι που μόνο στον τάφο του Λυκούργου είχε συμβεί πρωτύτερα! Και πως αυτό αποτέλεσε σπουδαία μαρτυρία και υπερασπιστικό λόγο για όσους αγαπούσαν τον Ευριπίδη, το να συμπέσει δηλαδή σ’ αυτόν μετά τον θάνατό του, ό,τι πρωτύτερα είχε συμβεί σε αγαπητότατο στους θεούς και αφοσιωμένο στις θεϊκές απαιτήσεις (ενν. Λυκούργο).

    Οι Αθηναίοι τίμησαν τον ποιητή με κενοτάφιο πάνω στο οποίο λέγεται ότι χαράχθηκε το επίγραμμα του ιστορικού Θουκυδίδη (Παλατινή Ἀνθολογία 7.45 ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ) ή κατά μια διαφορετική παράδοση του ποιητή Τιμοθέου («Βίος»), το οποίο λέει: «Μνᾶμα μὲν Ἑλλὰς ἅπασ᾽ Εὐριπίδου, ὀστέα δ᾽ἴσχει γῆ Μακεδών, ᾗπερ δέξατο τέρμα βίου. πατρὶς δ᾽Ἑλλάδος Ἑλλάς, Ἀθῆναι· πλεῖστα δὲ Μούσαις τέρψας ἐκ πολλῶν καὶ τὸν ἔπαινον ἔχει.», δηλαδή, «Μνήμα του Ευριπίδη είναι ολόκληρη η Ελλάδα, τα οστά του κρατάει η μακεδονική γη, αυτή που δέχτηκε το τέλος της ζωής του. Πατρίδα του η Ελλάδα της Ελλάδος, η Αθήνα∙ και αφού πάρα πολλή απόλαυση χάρισε με τις Μούσες, από πολλούς δέχτηκε και τον έπαινο.» Οι Αθηναίοι του έστησαν και ανδριάντα στο θέατρο του Διονύσου, ενώ το έργο του, παρά την πρόβλεψη του Αριστοφάνη, στους «Βατράχους» (868), πως θα συναποθάνει μαζί του, τόσο αυτό, όσο και η τιμή στο πρόσωπό του, ταξιδεύουν στους αιώνες.

   Κι ο Αθηναίος Αριστοφάνης Φιλίππου (περίπου 446-385 π. Χ.), γεννημένος στον δήμο Κυδαθηναίων, σύμφωνα με τον αναφερθέντα κατάλογο, πέθανε στην εξορία και από ασιτία, κάτι, το οποίο δεν αληθεύει, αφού ο ποιητής πέθανε στην πόλη που γεννήθηκε! Μάλιστα, για τη ζωή του δεν έχουμε πολλές πληροφορίες και τις περισσότερες από αυτές τις αντλούμε από τα έργα του. Πάντως, στον «Ἀριστοφάνους Βίον» (Βιογράφοι/ Vitarum Scriptores Graeci minores, Antonious Westermann, σ. 155-161), όπου δεν αναφέρεται κάτι για τον θάνατό του, σημειώνεται πως επαινέθηκε και αγαπήθηκε πολύ από τους συμπολίτες του και στεφανώθηκε με βλαστάρι από την ιερή ελιά, το οποίο θεωρείτο ισοδύναμο με χρυσό. Όσο για τη φήμη του, αυτή έφτασε ως  τον βασιλιά της Περσίας, ενώ ο Πλάτων λέει πως ο τύραννος Διονύσιος, θέλοντας να γνωρίσει  την Πολιτεία των Αθηναίων, ζήτησε να του στείλουν την ποίηση του Αριστοφάνη. Ο Πλάτων τον τίμησε, επίσης, μ’ ένα επίγραμμα που λέει: «αἱ Χάριτες τέμενός τι λαβεῖν ὅπερ οὐχί πεσεῖται/ ζητοῦσαι ψυχής εὗρον Ἀριστοφάνους.», δηλαδή «οι Χάριτες γυρεύοντας γερό ναό, που να μην πέσει, για να κατοικήσουν, την ψυχή του Αριστοφάνη βρήκαν.»

   Για τον πατέρα της Ιστορίας, τον Ηρόδοτο Λύξου (484-425 π. Χ.), αναφέρεται πως πέθανε στην εξορία! Είναι αληθές, όμως, αυτό; Ο Ηρόδοτος γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας σε εύπορη και φιλομαθή οικογένεια. Ο ξάδερφός του Πανύασις, επικός ποιητής και τερατοσκόπος, δηλαδή ερμηνευτής θαυμάτων, πήρε μέρος σε εξέγερση εναντίον του τυράννου Λύγδαμη και σκοτώθηκε (Λεξικό Σουΐδα, λήμμα Πανύασις). Ο Ηρόδοτος, καθώς ασχολείτο με τα πολιτικά, μετά τον θάνατο του συγγενή του, μετοίκησε μαζί με την οικογένειά του στη Σάμο. Όταν καταργήθηκε η τυραννίδα στην πατρίδα του, επέστρεψε για λίγο, αλλά μετά άρχισε να ταξιδεύει. Στο συγγραφικό του έργο μας πληροφορεί πως ταξίδεψε στον Εύξεινο Πόντο, στην Κολχίδα, την Ολβία, την Κριμαία, την Αζοφική θάλασσα – ίσως στα παράλια της Θράκης και της Μακεδονίας - στην Περσία, στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο, την Κάτω Ιταλία, τη Σικελία και την Κυρηναϊκή. Σταθμό στη ζωή του αποτέλεσε η εγκατάστασή του στην Αθήνα, όπου συναναστράφηκε με τον πνευματικό κόσμο της πόλης. Από κει έφυγε το 444/3 π. Χ., για να πάρει μέρος μαζί με τον σοφιστή Πρωταγόρα στην ίδρυση της αποικίας των Θουρίων στην Ιταλία, ίδρυση που εντασσόταν στην πανελλήνια πολιτική του Περικλή, απ’ όπου πήρε και το προσωνύμιο Θούριος.

http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-A113/349/2335,8911/

& https://el.wikipedia.org/wiki/Ηρόδοτος

   Για το τέλος του το Λεξικό Σουΐδα γράφει πως «εἰς τό Θούριον ἀποικιζόμενον ὑπό Ἀθηναίων ἐθελοντής ἦλθε κἀκεῖ τελευτήσας ἐπί τῆς ἀγορᾶς τέθαπται· τινές δέ ἐν Πέλλαις αὐτόν τελευτῆσαί φασίν.» (Λεξικό Σουΐδα, λήμμα Ἡρόδοτος) Τούτων δοθέντων, δεν μπορούμε να λέμε γι’ αυτόν τον πολυταξιδεμένο, τον κοσμοπολίτη ιστορικό, πως πέθανε στην εξορία, αφού, όπου πήγε, πήγε αυτοβούλως.

   Και για τον πρώτο επιστήμονα ιστορικό, τον Θουκυδίδη Ολόρου (460-395/4 π. Χ.), γράφεται πως πέθανε στην εξορία! Είναι, όμως, έτσι; Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή και τη δράση του είναι περιορισμένες και προέρχονται από το έργο του και από μεταγενέστερες πηγές.

   Ο Θουκυδίδης, ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στη Θράκη και συγγενής του Μιλτιάδη, ασθένησε από τον λοιμό, αλλά επιβίωσε, και το 424 π. Χ., ενώ μαινόταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος, εξελέγη στρατηγός και ανέλαβε τη διοίκηση επτά πλοίων, τα οποία αγκυροβολούσαν στη Θάσο. Τον χειμώνα, ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας εκστράτευσε εναντίον της Αμφίπολης, σημαντικής αποικίας των Αθηναίων, οπότε ο διοικητής της πόλης ζήτησε τη βοήθεια του Θουκυδίδη. Ο Βρασίδας, έχοντας υπόψη του πως ο Θουκυδίδης βρισκόταν στη Θάσο και φοβούμενος πως θα σπεύσει σε βοήθεια, διαπραγματεύτηκε με τους κατοίκους της πόλης ευνοϊκούς όρους για την υποταγή τους, τους οποίους και δέχθηκαν. Ο Θουκυδίδης, όπως του είχε ζητηθεί, έφτασε για βοήθεια, αλλά ήταν αργά. (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 4.102.1-4.106.4) Γράφει, μάλιστα, μεταξύ άλλων για τις συνέπειες της ανωτέρω εμπλοκής του: «Επέζησα του πολέμου και καθ’ όλη τη διάρκειά του, λόγω της ηλικίας, ήμουν ώριμος να κρίνω και κατέβαλα κάθε προσπάθεια, για να εξακριβώνω την αλήθεια. Μου συνέβη να μείνω εξόριστος από την  πατρίδα μου για είκοσι έτη μετά την υπό την αρχηγία μου εκστρατεία για σωτηρία της Αμφίπολης και γνωρίζοντας τα πράγματα κι από τις δύο πλευρές, ιδίως των Πελοποννησίων, εξ αιτίας της εξορίας μου, κατόρθωσα να τα παρακολουθήσω ήσυχα και να αντιληφθώ καλύτερα την πορεία των γεγονότων.» (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 5.26.5)  

   Ο Παυσανίας (Ἑλλάδος περιήγησις, 1.23.9) αναφέρει πως με πρωτοβουλία κάποιου Οινόβιου εκδόθηκε ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο μπορούσε ο Θουκυδίδης να επιστρέψει στην Αθήνα, αλλά δολοφονήθηκε με την επιστροφή του και ετάφη στις Μελιτίδες πύλες. Αυτό το ψήφισμα, προηγήθηκε εκείνου που εκδόθηκε με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το οποίο επέτρεπε σ’ όλους τους εξόριστους να επιστρέψουν. Ο Θουκυδίδης είναι βέβαιο πως επέστρεψε στην Αθήνα, αφού, γράφοντας για το τείχος που έχτισε ο Θεμιστοκλής, λέει πως «και σήμερον ακόμη φαίνεται» (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 93), μια κι ένας από τους όρους της συνθηκολόγησης των Αθηναίων με τους Σπαρτιάτες ήταν να κατεδαφίσουν τα Μακρά Τείχη. Τι έκανε μετά, δεν το γνωρίζουμε. Πιθανόν να επέστρεψε στη Θράκη, όπου είχε καθόλου ευκαταφρόνητη περιουσία, είχε ζήσει για δυο δεκαετίες και αφιέρωσε τον χρόνο του στη συγγραφή, η οποία διακόπτεται απότομα στην εξιστόρηση των γεγονότων του 411 π. Χ. Άλλοι λόγοι που συνηγορούν σ’ αυτό είναι πως η πόλη του, η Αθήνα, στην οποία οι νικητές Σπαρτιάτες εγκαθίδρυσαν το καθεστώς των τριάκοντα Τυράννων, δεν θύμιζε σε τίποτα τη «δική» του πόλη! Ακόμα και με την αποκατάσταση της δημοκρατίας τα πράγματα, αν και βελτιώθηκαν, δεν είχαν τίποτε από την αίγλη της διακυβέρνησης του Περικλή. 

   Εκτός από την ανωτέρω αναφορά του Παυσανία για τον θάνατό του, σύμφωνα με τον «Θουκυδίδου Βίον» (10.14-23), ο ιστορικός, αφού πέθανε, ετάφη στην Αθήνα πλησίον των Μελιτίδων πυλών, σε σημείο της Αττικής που ονομάζεται Κοίλη, είτε έχοντας επιστρέψει, αφού πέρασε ο καθορισμένος για την εξορία του χρόνος, είτε μεταφέρθηκαν τα οστά του από τη Θράκη, όπου απεβίωσε. Λέγεται, μάλιστα, πως στην Κοίλη υπήρχε ταφική στήλη με το επίγραμμα: «Θουκυδίδης Ὀλόρου Ἁλιμούσιος ἐνθάδε κεῖται».

   Πάντως, αν απεβίωσε στη Θράκη, δεν ήταν εξόριστος εκεί, αλλά από δική του επιλογή βρισκόταν, αν βρισκόταν, εκείνη την εποχή μακριά από την Αθήνα.

   Για τον Φειδία Χαρμίδου (490-430 π. Χ.), τον γλύπτη που εξιδανίκευσε την ανθρώπινη μορφή και εξανθρώπισε τη θεία, αναφέρεται πως πέθανε στη φυλακή. Αλλά, ας ερευνήσουμε το θέμα, λαμβάνοντας υπόψη και τη δυσανεξία, θα λέγαμε, των Αθηναίων έναντι της ατομικής προβολής και επίδειξης, καθώς και τον εν γένει τρόπο τους, όπως είχε διαμορφωθεί στη δημοκρατία τους, όπου, συχνά, δημαγωγικές απόψεις έβρισκαν πρόσφορο έδαφος. Γεγονός, πάντως, είναι πως ο Περικλής, πέραν του ότι ήταν ο Φειδίας φίλος του, αναγνώριζε σ’ αυτόν το καλλιτεχνικό χάρισμα και του είχε αναθέσει τη διεύθυνση και την επίβλεψη όλων των έργων, αλλά και για κάθε έργο είχε μεγάλους αρχιτέκτονες και τεχνίτες. (Πλούταρχος, Περικλῆς 13.6)

   Η δηκτική πένα του Αριστοφάνη στην «Ειρήνη» (στ. 603-614) καταφέρεται εναντίον του Φειδία και του Περικλή, τους οποίους θεωρεί αίτιους για την απώλεια της ειρήνης: «Την αρχή την έκανε ο Φειδίας που έφταιξε/ και μετά ο Περικλής, απ’ το φόβο του μήπως/ η κλεψιά του Φειδία πέσει επάνω του/ - καθώς και σας ήξερε πόσο δαγκώνετε -/ πριν φτάσει και πάθει μηδέ το ελάχιστο,/ την πόλη πυρπόλησε./ Μικρούλα σπιθούλα το μεγαρίτικο ψήφισμα/ και φούντωσε τόσος ξεφυσώντας ο πόλεμος/ που όλοι οι Έλληνες – οι εδώ και οι εκεί -/ απ’ τον καπνό καταδάκρυσαν./ Και μάργωσαν τ’ αμπέλια μόλις πρωτάκουσαν/ και το ένα πιθάρι κλότσησε το άλλο/ και κανένας δεν ήταν να έμπει ανάμεσα/ και η Ειρήνη χανόταν.» (μτφ. Κ. Τοπούζης, εκδ. Επικαιρότητα, 1997)

   Αλλά σε ποια κλεψιά του Φειδία αναφέρεται; Γράφει σχετικά ο Πλούταρχος (Περικλῆς 31.2-32.6):  «Αλλά η χειρότερη απ’ όλες τις κατηγορίες, που έχει πάρα πολλούς μάρτυρες, λένε πως είναι η ακόλουθη. Ο Φειδίας ο γλύπτης, όπως είπαμε, είχε αναλάβει την κατασκευή του αγάλματος της θεάς Αθηνάς. Επειδή έγινε φίλος του Περικλή και είχε πάρα πολύ μεγάλη δύναμη σ’ αυτόν, μερικοί τον φθόνησαν, γιατί ήταν προσωπικοί εχθροί του. Άλλοι όμως ήθελαν να δοκιμάσουν στο πρόσωπο εκείνου πώς θα έκρινε ο λαός τον Περικλή. Αυτοί λοιπόν έπεισαν κάποιον Μένωνα, έναν από τους εργάτες του Φειδία, και τον έβαλαν να καθίσει στην αγορά ως ικέτης και να ζητήσει την άδεια να καταγγείλει και να κατηγορήσει το Φειδία.  Ο λαός δέχτηκε την αίτηση του ανθρώπου αυτού και η καταγγελία του συζητήθηκε στην εκκλησία του δήμου. Για κλοπές δεν μπορούσε να σταθεί κατηγορία, γιατί ο Φειδίας από την αρχή είχε δουλέψει το χρυσάφι και το είχε βάλει γύρω στο άγαλμα, κατά συμβουλή του Περικλή, με τέτοιον τρόπον, ώστε να είναι πολύ εύκολο να το βγάλουν και να το ζυγίσουν, πράμα που και τότε ο Περικλής ζήτησε να κάμουν οι κατήγοροι. Αλλά ο φθόνος για τη δόξα των έργων του βάραινε το Φειδία και μάλιστα γιατί στην Αμαζονομαχία που παράστησε πάνω στην ασπίδα της Αθηνάς αποτύπωσε μιαν εικόνα που του έμοιαζε, με μορφή ενός γέρου φαλακρού που σήκωνε μια πέτρα με τα δύο του χέρια. Επίσης πρόσθεσε μιαν ωραιότατη εικόνα του Περικλή να πολεμά με μιαν Αμαζόνα.  Αλλά το σχήμα του χεριού, όπως σήκωνε το δόρυ μπροστά στο πρόσωπο του Περικλή, ήταν κατάλληλα φτιαγμένο, σα να ήθελε να κρύψει την ομοιότητα, που φαινόταν όμως από τα δύο πλάγια.  Τότε ο Φειδίας ρίχτηκε στη φυλακή, αρρώστησε καί πέθανε ή, όπως λένε μερικοί, δηλητηριάστηκε από τους εχθρούς του Περικλή, για να βρουν αφορμή να τον συκοφαντήσουν. Στο Μένωνα που είχε κάμει την καταγγελία, κατά πρόταση του Γλαύκωνα ο δήμος χορήγησε απαλλαγή από τους φόρους και έδωσε διαταγή στους στρατηγούς να φροντίσουν για την ασφάλειά του.»

   Βέβαια, ο Φιλόχορος (Ἀριστοφάνης, Σχόλια εἰς τήν Εἰρήνην, 606 (604) Φειδίας 4-31) αναφέρει πως ο Φειδίας, μετά την κατασκευή του αγάλματος της Αθηνάς πήγε στην Ολυμπία, όπου κατασκεύασε το άγαλμα του Ολυμπίου Διός, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, και τον σκότωσαν οι Ηλείοι. Ο ίδιος αμφισβητεί την κατηγορία, που αναφέρεται στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη σχετικά με το Μεγαρικό ψήφισμα, αφού τα σχετικά με τον Φειδία έγιναν επτά χρόνια πριν. Τέλος, αναφερόμενος στην κλοπή του χρυσού από το άγαλμα της Αθηνάς εκ μέρους του Φειδία, δεν αναφέρει τίποτα για την αθώωσή του, αλλά λέει πως εξ αιτίας της αρπαγής του χρυσού φονεύθηκε.

   Μετά τις ανωτέρω αναφορές, το ποιο ήταν ακριβώς το τέλος του Φειδία, δεν το γνωρίζει κανείς με βεβαιότητα. Αιώνες κατόπιν, με την αξία του να είναι διεθνώς αναγνωρισμένη, τα όποια πάθη της εποχής του ωχριούν μπροστά σ’ αυτά που συντελέστηκαν από τον ίδιο στον τομέα της τέχνης. Και, όπως σημειώνει ο E. H. Gombrich (Ιστορία της Τέχνης, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994, σ. 54) «[…] το άγαλμα της Παλλάδος Αθηνάς», το οποίο τον έμπλεξε σε περιπέτειες, «ήταν κάτι περισσότερο από απλό είδωλο ενός δαίμονα. Όλες οι πηγές συμφωνούν πως αυτό το άγαλμα είχε μιάν ευγένεια που δημιουργούσε εντελώς διαφορετική εντύπωση για το χαρακτήρα και τη σημασία των θεών. Η Αθηνά του Φειδία έμοιαζε με μεγάλο ανθρώπινο πλάσμα. Η δύναμή της δε βασιζόταν στη μαγεία, αλλά στην ομορφιά της. Οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν τότε ότι η τέχνη του Φειδία έδωσε στους Έλληνες μια νέα έννοια του θείου.»

   Για τον έναν από τους δύο αρχιτέκτονες του Παρθενώνα, τον Ικτίνο, αναφέρεται αναληθώς πως πέθανε στην εξορία, ενώ ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά γι’ αυτόν, τίποτα για την καταγωγή και την οικογένειά του, και τόσο η χρονολογία της γέννησης, όσο και του θανάτου του, είναι άγνωστες. Μόνο, λόγω των έργων, στην κατασκευή των οποίων πρωταγωνίστησε, μπορεί με βεβαιότητα να ειπωθεί πως έζησε τον 5ο π. Χ. αιώνα. Κάποιοι συγγραφείς που αναφέρονται σ’ αυτόν μας πληροφορούν για το έργο του. Ο Στράβων (Γεωγραφικά, 9.12) γράφει πως ο Ικτίνος κατασκεύασε τον μυστικό σηκό του ιερού της Δήμητρας στην Ελευσίνα, ο οποίος μπορούσε να δεχθεί «ὄχλον θεάτρου», και τον Παρθενώνα στην ακρόπολη προς τιμήν της Αθηνάς, έργα, τα οποία επόπτευε ο Περικλής. Ο Πλούταρχος (Περικλῆς, 13.7) σημειώνει πως μαζί με τον Καλλικράτη κατασκεύασαν τον εκατόμπεδο του Παρθενώνα. Ενώ ο Παυσανίας (Ἑλλάδος περιήγησις, 8.41.8), μιλώντας για τον ναό τους Επικούρειου Απόλλωνα στη Φιγαλία, λέει πως τον κατασκεύασε ο αρχιτέκτονας Ικτίνος που είχε κατασκευάσει και τον Παρθενώνα στην Αθήνα. Τέλος, σε πολλούς δικτυακούς τόπους αναφέρεται πως ο Βιτρούβιος, στην πραγματεία του «Περί αρχιτεκτονικής», γράφει πως ο Ικτίνος  συνέγραψε μια τεχνική μελέτη για τον δωρικό ναό της Αθηνάς στην Αθήνα.

   Και για τον Αθηναίο Ισοκράτη Θεοδώρου (436-338 π. Χ.), σημαντικότατο ρήτορα, αναγράφεται, επίσης αναληθώς πως πέθανε στην εξορία, ενώ άφησε την τελευταία του πνοή στην πόλη που γεννήθηκε, την Αθήνα. Ο Πλούταρχος (Βίοι τῶν δέκα ρητόρων, Ἰσοκράτης 9-10) αναφέρει ότι άλλοι λένε πως ο Ισοκράτης απεβίωσε μετά από ασιτία εννέα ημερών κι άλλοι τέσσερις μέρες μετά την ταφή των νεκρών της μάχης της Χαιρώνειας, πιθανόν απογοητευμένος από τη ματαίωση του ονείρου του να δει ενωμένους τους Έλληνες εναντίον του κοινού εχθρού, των Περσών. Πως ετάφη κοντά σε συγγενείς του, πλησίον του Κυνοσάγρους, πάνω σε λόφο. Εκεί ήταν θαμμένοι οι γονείς του και άλλοι συγγενείς, των οποίων τα ονόματα αναφέρονται από τον συγγραφέα. Πάνω στον τάφο του Ισοκράτη υπήρχε κίονας τριάντα πηχών, ο οποίος κατέληγε σε σειρήνα, επίσης, επτά πηχών, ο οποίος στην εποχή του δεν σωζόταν. Υπήρχε εκεί κοντά κι ένα τραπέζι, όπου εικονίζονταν ποιητές και οι δάσκαλοί του, μεταξύ των οποίων ο Γοργίας, που παρατηρούσε μια αστρολογική σφαίρα και στεκόταν δίπλα του ο Ισοκράτης. Στην Ελευσίνα, μάλιστα, υπάρχει κι ένας χάλκινος ανδριάντας του, τον οποίο αφιέρωσε στη μνήμη του ο μαθητής του Τιμόθεος Κόνωνος, με την επιγραφή «Τιμόθεος φιλίας τε χάριν ξύνεσίν τε προτιμῶν Ἰσοκράτους εἰκὼ τήνδ’ ἀνέθηκε θεαῖς. Λεωχάρους ἔργον.», δηλαδή, «Ο Τιμόθεος, χάριν της φιλίας και εκτιμώντας τη σύνεση του Ισοκράτη, αφιέρωσε αυτό το άγαλμα στις θεές. Έργο του Λεωχάρη.»

   Τέλος, για τον δεινότατο ρήτορα, τον Δημοσθένη Δημοσθένους (384-322 π. Χ.),  σημειώνεται πως ήπιε δηλητήριο, κάτι που πρέπει να συνέβη κιόλας, αφού οι περισσότερες πηγές σ’ αυτό τον τρόπο θανάτου κατατείνουν. Αλλά, γιατί αναγκάστηκε ο διάσημος για τη δράση και το έργο του Δημοσθένης να πιεί δηλητήριο; Ο Πλούταρχος (Βίοι τῶν δέκα ρητόρων, Δημοσθένης 12), σημειώνει πως, όταν ο Αντίπατρος κυρίευσε τα Φάρσαλα και απειλούσε πως θα πολιορκήσει τους Αθηναίους, αν δεν εκδώσουν τους ρήτορες, ο Δημοσθένης, εγκαταλείποντας την πόλη, πρώτα κατέφυγε στην Αίγινα, όπου, για προστασία, προσέφυγε ως ικέτης στο Αιάκειο, φοβούμενος όμως, απεχώρησε για την Καλαβρία, τον σημερινό Πόρο. Οι Αθηναίοι, προκειμένου ν’ αποφύγουν την πολιορκία, εξέδωσαν ψήφισμα έκδοσης των ρητόρων και φυσικά του Δημοσθένη. Αυτός και στην Καλαβρία κάθισε ως ικέτης στον ναό του Ποσειδώνα. Όταν έφτασε εκεί, ως απεσταλμένος του Αντιπάτρου, ο Αρχίας ο Φυγαδοθήρου, παρομοίασε τον ρήτορα με τον Αναξιμένη και προσπάθησε  να τον πείσει να τον ακολουθήσει με την πρόφαση πως ο Αντίπατρος έχει σκοπό να τον κάνει φίλο του. Τότε, εκείνος του απάντησε: «Ούτε, όταν παρουσίαζες τραγωδίες στη σκηνή με έπειθες, ούτε τώρα που με συμβουλεύεις να πεισθώ»· όταν εκείνος επεχείρησε να τον αναγκάσει με τη βία, τον εμπόδισαν κάτοικοι της πόλης· και ο Δημοσθένης είπε: «δεν έφτασα στην Καλαβρία παρακαλώντας για τη σωτηρία μου, αλλά για ν’ αποδείξω πως οι Μακεδόνες ασκούν βία και σε ό,τι σχετίζεται με τους θεούς». Και αφού ζήτησε πίνακα, όπως λέει ο Δημήτριος ο Μάγνης, έγραψε το ακόλουθο επίγραμμα, το οποίο αργότερα οι Αθηναίοι έγραψαν στον ανδριάντα του: «εἴπερ ἴσην ῥώμην γνώμῃ, Δημόσθενες, ἔσχες, οὔποτ’ ἂν Ἑλλήνων ἦρξεν Ἄρης Μακεδών.», δηλαδή, αν είχες σωματική ρώμη ίση με τη γνώμη σου, Δημοσθένη, ποτέ δεν θα κυβερνούσε τους Έλληνες ο Μακεδόνας Άρης. (Παλατινή Ἀνθολογία, APPENDIX Ἐπιδεικτικά ἐπιγράμματα 58, Λεξικό Σουΐδα,…). Το άγαλμα αυτό, που το κατασκεύασε ο Πολύευκτος, βρίσκεται, σημειώνει ο Πλούταρχος, κοντά στον βωμό των δώδεκα θεών και μερικοί λένε πως πάνω ήταν γραμμένο «Δημοσθένης Ἀντιπάτρῳ χαίρειν.»

   Ο Πλούταρχος (Βίοι τῶν δέκα ρητόρων, Δημοσθένης 13), αναφέρει και τι γράφουν άλλοι συγγραφείς για τον θάνατο του Δημοσθένη. Συγκεκριμένα, ο Φιλόχορος λέει πως ήπιε δηλητήριο· ο Σάτυρος ότι είχε δηλητηριάσει τη γραφίδα από καλάμι, με την οποία είχε αρχίσει να γράφει την επιστολή κι ότι, αφού τη γεύτηκε, πέθανε. Ο Ερατοσθένης αναφέρει πως επειδή φοβούνταν πολύ τους Μακεδόνες - είναι γνωστή η αντιμακεδονική ρητορική του - είχε γύρω από τον βραχίονά του έναν φαρμακωμένο κρίκο, εννοείται, για να τον χρησιμοποιήσει, όταν χρειαστεί. Υπάρχουν άλλοι που λένε πως, αφού κράτησε την αναπνοή του για αρκετή ώρα, πέθανε· κι άλλοι πως δηλητηριάστηκε.

   Κλείνοντας σ’ αυτό το σημείο τη μελέτη γύρω από τον θάνατο εξεχόντων ανδρών της Ελληνικής αρχαιότητας, σημειώνω πως, όσο κι αν μας πονούν κάποιες από τις αναφερθείσες συμπεριφορές, αξία δεν έχει μόνο η κατάκριση, η μεμψιμοιρία ή ο αναθεματισμός, αλλά η σκέψη, η οποία θα δώσει, ίσως, απαντήσεις για τους λόγους που οι μεταγενέστερες γενιές δεν έχουν λάβει το δίδαγμα, το οποίο θα οδηγούσε στη δημιουργία πιο ώριμων ατόμων και κατ’ επέκταση πιο ώριμων κοινωνιών, που, αν μη τι άλλο, δεν θα επαναλάμβαναν λάθη του παρελθόντος, των οποίων οι συνέπειες είναι λίγο πολύ προδιαγεγραμμένες. Βέβαια, αυτό, όπως αποδεικνύει η ιστορία του ανθρωπίνου γένους, όχι μόνο των Ελλήνων, είναι δύσκολο να συμβεί, αφού οι άνθρωποι, γνωρίζοντας ή μη Ιστορία, ζουν το παρόν τους, συχνά αδιάφοροι ή αδυνατώντας να κατανοήσουν την ουσία των πεπραγμένων περασμένων εποχών, οι οποίες όχι σπάνια απέχουν πάρα πολύ από το δικό τους σήμερα. Και μολονότι ο Τζορτζ Σανταγιάνα προειδοποιεί πως «Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει» και ο Φιλόστρατος (Τά εἰς τόν Τυανέα Ἀπολλώνιον 8.7) έχει ήδη δώσει την απάντηση, αιώνες πριν, με την απόφανσή του που λέει «Θεοί μέν γάρ μελλόντων, ἄνθρωποι δέ γιγνομένων, σοφοί δέ προσιόντων αἰσθάνονται», οι άνθρωποι, άλλοτε γίνονται μέρος της Ιστορίας ως «άβουλοι και μοιραίοι» κι άλλοτε ως ιδανικοί, ηρωικοί δημιουργοί της. Άλλωστε, όσοι έρχονται στον κόσμο, σχεδόν νομοτελειακά, δεν είναι γεννημένοι ούτε για να χαράξουν όλοι καινούργιους δρόμους, ούτε για να γίνουν όλοι ήρωες, ούτε για να γίνουν όλοι προδότες, ούτε… Οπότε είναι δύσκολο και το δίδαγμα, το οποίο συνήθως λαμβάνεται απ’ όσους βαθιά μέσα τους το νιώθουν, και βεβαιώνεται διαχρονικά από διάφορους αγωνιστές της ζωής και των ιδανικών της. Κι όλα αυτά καθιστούν, χωρίς άλλο, επίκαιρα τα λόγια του Θουκυδίδη (Ἱστορίαι 1.22.4), ο οποίος γνώριζε επαρκώς την ανθρώπινη φύση, όταν έγραφε: «Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται,ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰἀρκούντως ἕξει. Κτῆμά τε ἐς αἰεῖ μᾶλλον ἢἀγώνισμα εἰς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται.», δηλαδή, «Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορία μου, ίσως, την καταστήσει λιγότερο ευχάριστη ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετό, αν κρίνουν το έργο μου ωφέλιμο, όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψη των γεγονότων, όσα έχουν ήδη συμβεί, και εκείνων, τα οποία, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, πρόκειται να συμβούν περίπου όμοια. Διότι έγραψα την ιστορία μου ως απόκτημα παντοτινό των ανθρώπων και όχι ως έργο προορισμένο να υποβληθεί σε διαγωνισμό για να τ’ ακούσει κανείς μόνο μια φορά.»

 

Σημείωση: Το ανωτέρω κείμενο εστάλη σε φίλους και σχολιάστηκε:

   Από τον Παναγιώτη Χαλούλο: Συγχαρητήρια, Παναγιώτα, για το άρθρο σου!

& Θετικά σχόλια για το άρθρο σου από όσους απάντησαν μέχρι τώρα στην κοινοποίηση…

Γιάννης Λιτσαρδόπουλος, φιλόλογος (Πάτρα): …το κείμενο και το site της Λάμπρη θησαυρός! Να είστε καλά και οι δυο! Γιάννης".

   Από τον Κώστα Τραχανά: Γιώτα, συγχαρητήρια, έκανες πολύ καλή δουλειά για τον θάνατο εξεχόντων ανδρών της Ελληνικής αρχαιότητας.

   Από τον Κώστα Μαργώνη: Η μελέτη σου είναι ενδιαφέρουσα. Το πιο σημαντικό είναι η αποκατάσταση της αλήθειας, τη στιγμή μάλιστα που ο κόσμος υιοθετεί άκριτα ό,τι διαβάζει στο διαδίκτυο. Το πρόβλημα της αναξιοπιστίας των πληροφοριών θα πάρει, νομίζω, εκρηκτικές διαστάσεις τα επόμενα χρόνια με απρόβλεπτες συνέπειες. Να είσαι καλά και να γράφεις!

   Από τη Ροδάνθη Λάμπρη: ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!!! για το άρθρο σου. Το έστειλα και σε μία φίλη αρχαιολόγο.

   Από τον Νίκο Παπακωνσταντόπουλο: Αν και οι Πασχαλινές διακοπές είναι γεμάτες προετοιμασίες, δραστηριότητες, λατρευτικά καθήκοντα, κατάνυξη και έθιμα, μπορώ να πω ότι έκλεψα χρόνο απ’ όλα αυτά, για να «σκύψω» σε ένα πολύ αξιόλογο σύγγραμμα: Τη μελέτη της πολύτιμης φίλης κ. Παναγιώτας Λάμπρη, με τίτλο «Αλήθειες και αναλήθειες για τον θάνατο εξεχόντων ανδρών της Ελληνικής αρχαιότητας», που δημοσίευσε στην προσωπική της ιστοσελίδα.

   Ανήσυχη, όπως πάντα, η καταξιωμένη Φιλόλογος, Εκπαιδευτικός και Συγγραφέας Παναγιώτα Λάμπρη, πονάει που πολλοί από εμάς «ελαφρά τη καρδία» υιοθετούμε/αποδεχόμαστε ανακρίβειες για προσωπικότητες που διέπρεψαν στην αρχαιότητα, και όχι μόνο, είτε αυτές οι ανακρίβειες είναι επιπόλαιες, είτε, ακόμα χειρότερα, προϊόντα κακόβουλων και συκοφαντικών κινήτρων και αγνωμοσύνης.

   Η ηλεκτρονική μας εποχή, που χαρακτηρίζεται και από καταιγισμό ηλεκτρονικών πληροφοριών, δεν διστάζει να κατασκευάσει ψευδείς ειδήσεις, είτε για λόγους σκοπιμοτήτων, κυρίως, είτε για γεγονότα και πρόσωπα του παρόντος, είτε του πρόσφατου, είτε του μακρινού παρελθόντος.

   Δυσανάλογο, δυστυχώς, το τέλος της ζωής πολλών εξεχόντων προσωπικοτήτων, σε σχέση με την προσφορά τους! Και εξέχοντες άνδρες της αρχαιότητας δεν απετέλεσαν εξαίρεση! Αν και υπέστησαν πολλές περιπέτειες και γνώρισαν πολλούς διωγμούς εξ αιτίας της φιλαλήθειάς τους και δημοτικότητάς τους, παρέμειναν αταλάντευτα προσηλωμένοι στις Αξίες που υπηρετούσαν. Μήπως και μεταγενέστερα, αλλά και στις μέρες μας δεν παρατηρούνται παρόμοια φαινόμενα; Οι συμπατριώτες του Σωκράτη, π.χ. «ευθύς μετέγνωσαν» μετά το θάνατό του. Η ιστορία επαναλαμβάνεται αιώνες αργότερα, όταν οι σταυρωτές του Ιησού «τύπτοντες εαυτών τα στήθη υπέστρεφον» (Λουκά ΚΒ΄, 48).

   Μαθαίνουμε, ακόμα, ή επαναφέρουμε στη μνήμη μας, μεταξύ άλλων, μέσα από τη μελέτη της Παναγιώτας Λάμπρη, πως ούτε ο Πλάτωνας ούτε ο Αριστοφάνης πέθαναν στην εξορία. Εξόχως ενδιαφέρουσες και οι λεπτομέρειες από την εκστρατεία του Μιλτιάδη κατά της Πάρου και το τέλος του ένδοξου αυτού άνδρα. (Οι επιλογές από το κείμενο της μελέτης είναι ενδεικτικές και προσωπικές).

   Αγαπητή μου Παναγιώτα, νοιώθω την ανάγκη και προσωπικά να σ’ ευχαριστήσω για την τεκμηριωμένη αυτή μελέτη σου, αλλά και γενικά για το συγγραφικό σου έργο, που διδάσκει και έξω από τις σχολικές αίθουσες. Αναμφισβήτητα, όμως, η μελέτη σου αυτή, που αντικατοπτρίζει και τις εν γένει ανησυχίες σου στο εκπαιδευτικό σου λειτούργημα, είναι κι ένα πολύτιμο μέσο διδασκαλίας στους μαθητές σου, που «πρέπει να λάβουν το δίδαγμα, το οποίο θα οδηγήσει στη δημιουργία πιο ώριμων ατόμων και κατ’ επέκταση πιο ώριμων κοινωνιών». Γι’ αυτό και πιστεύω πως επιβάλλεται τέτοιες πρωτοβουλίες πρέπει να προβάλλονται. Και θέλω να μην θεωρήσεις ούτε υπερβολή ούτε φιλοφρόνηση το ότι είναι τυχεροί εκείνοι οι μαθητές που στους σημερινούς καιρούς των «μεγάλων εκπτώσεων» της Παιδείας, έχουν Δασκάλους των δικών σου ευαισθησιών και ανησυχιών και του δικού σου ύψους. Άλλωστε, και η «εσωτερική ανάγκη» που σε ώθησε στη σύνταξη της μελέτης αυτής, καταδεικνύει και το προσωπικό σου επίπεδο παιδείας!

(Σημείωση: Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος δημοσίευσε το σχόλιό του εδώ: http://www.kalavrytanews.com/2017/04/blog-post_394.html )

 

Σχόλια από την αυτοτελή, αλλά και σε συνέχειες, ανάρτηση στο fb

Αυτοτελής δημοσίευση

Νίκος Παπακωνσταντόπουλος: Γιώτα, καλησπέρα! Ανέκαθεν η παραπληροφόρηση, η «τρίχα που γίνεται τριχιά», η «σάλτσα» και το «αλατοπίπερο» στα γεγονότα, καλά κρατούν»! Γεγονός είναι, όμως, ότι οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, η πολιτεία δεν επιδεικνύουν πάντα την προσήκουσα ευγνωμοσύνη στους επιφανείς πολίτες. Σ’ ευχαριστούμε για την εξαιρετική ανάρτησή σου, που διαφωτίζει!
Εγώ: Σ' ευχαριστώ πολύ, Νίκο! Οπωσδήποτε, αλλά πλέον στον κυκεώνα του διαδικτύου πληθαίνουν τα αφερέγγυα, τα χαλκευμένα κείμενα, τα οποία, μέσω της αναπαραγωγής τους, επηρεάζουν την κρίση πολλών. Κι εκεί είναι η ουσία της δημιουργίας τους, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι ενθουσιάζονται εύκολα με κάτι, που τους αγγίζει, και δεν αφιερώνουν χρόνο και κριτική σκέψη, προκειμένου να σκεφτούν αν όσα διάβασαν είναι ορθά.
Όσο για τη συμπεριφορά, όσων αναφέρεις, έναντι επιφανών συμπολιτών τους, φαίνεται πως είναι διαχρονικό φαινόμενο. Οι αιτίες πολλές! Και θεωρώ σημαντικότερη τον ναρκισσιστικό εαυτό!
Ν. Π.: Επίρρωση των λεγόμενων σου, Γιώτα, το σύγχρονο "δεν υπάρχει πανδημία" !
Εγώ: Έχει χυθεί πολλή μελάνη γι' αυτό το θέμα! Και ήδη δρέπουμε τους καρπούς.
Διαμάντω Κίτσου: Ευχαριστούμε, Γιώτα, για την εξαιρετική σου ανάρτηση που αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια. Πολλοί άνθρωποι είναι εύπιστοι κάποιες φορές και δεν αναζητούν την αλήθεια!! Το παρακάτω αναπαράγεται στο διαδίκτυο, με τα ονόματα που ανέφερες.
Εγώ: Σ' ευχαριστώ πολύ, Διαμάντω! Ακριβώς! Ήταν η αρχική αιτία, για να γράψω τη μελέτη μου, αυτός ο κατάλογος. Να είσαι καλά! 

Μέρος 1ο

Ηλίας Δημητρόπουλος: Σπουδαίο. Συγχαρητήρια Κα Λάμπρη.
Ειρήνη Μπόμπολη: Μπράβο, Γιώτα!
Βάσω Κίτσου: Καλημέρα, Γιώτα… Πολύ ενδιαφέρον.
Γεώργιος Ραβανίδης: So Good!
Χρυσή Κοσμάτου: Είμαστε τραγικός Λαός…
Εγώ: Ναι, τραγικός, αλλά και μεγαλειώδης! Ανάλογα με τις στιγμές!
Μαρία Παππά: Πρέπει κάποτε να λέγονται οι αλήθειες! Μπράβο, Γιώτα μου, για άλλη μια φορά!!!
Ειρήνη Φράγκου: Μπράβο και πάλι περιμένουμε την συνέχεια!!
Γιώτα Σιδηροπούλου: Καταπληκτικό!!!

Μέρος 2ο

Ειρήνη Φράγκου: Κάθε φορά που διαβάζω διαπιστώνω πόσα δεν ξέρω ακόμη. Σ' ευχαριστώ.
Εγώ: Γηράσκω διδασκόμενος, Ειρήνη μου! Έπεται συνέχεια σ' αυτή τη μελέτη μου από βδομάδα. Να 'χεις τον νου σου... Χαίρομαι πολύ που τη διαβάζεις! Φιλιά.
Γ. Ραβανίδης: Σημείωση :Αν και Κλαζομενιος ο Αναξαγόρας δεν ασχημονουσε, υποθέτω. "εξεστι Κλαζομενιοις ασχημονειν". Είχα γράψει ως μαθητής το 1971 άριστη έκθεση.
Έχει ενδιαφέρον να ψάξει κανείς τι ακριβώς ήταν το κώνειο.
Εγώ: Καλημέρα, Γιώργο! Όχι, βέβαια! Κάθε άλλο! Αλλά για σκέψου πως η συμπεριφορά κάποιων Κλαζομενίων, οι οποίοι, έφθασαν στη Σπάρτη και αντιμετώπισαν με αλαζονεία και ύβρη τους θρόνους των Εφόρων, οδήγησε στη δημιουργία αυτής της φράσης, η οποία διατρέχει τους αιώνες, δηλώντας όσους έχουν ροπή προς την απρέπεια! Όσο για το κώνειο, προέρχεται από φυτό κώνειο το στικτό, πολύ κοινό στην Ελλάδα, του οποίου το εκχύλισμα προσφέρει ανώδυνο θάνατο, αλλά έχει και πολλές άλλες ιδιότητες. Σχετικά με την έκθεση, από μικρός έδειχνες πως θα γίνεις ουσιαστικά σκεπτόμενος άνθρωπος.
Ντίνα Ζήδρου: Ευχαριστούμε για τις πληροφορίες για τους μεγάλους αυτούς άντρες της αρχαιότητας. Τόσο χρήσιμες και επικοδομητικές μέσα στην καραντίνα.

Μέρος 3ο

Εγώ: "Ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον." δηλαδή, δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ το τρόπαιο του Μιλτιάδη. (Θεμιστοκλής)
Γ. Ραβανίδης: Καλημέρα,Γιώτα. Αθάνατη γλώσσα, Ελληνική!!!
Εγώ: Γεια σου, Γιώργο! Πράγματι, γλώσσα με ήθος και νόημα!
Διαμάντω Κίτσου: Καλησπέρα, Γιώτα! Σε ευχαριστούμε για τις υπέροχες αναρτήσεις σου, με στοιχεία από τη ζωή, τη δράση και το τέλος ενδόξων ανδρών της αρχαίας Ελλάδας, με την παράθεση και των σχετικών πηγών !!!
Εγώ: Καλησπέρα, Διαμάντω! Εγώ σας ευχαριστώ! Πιστεύω πως η διαδρομή αυτών των ανθρώπων είναι πολλαπλά διδακτική, για όσους την προσεγγίζουν. Να είσαι καλά.

Μέρος 4ο

Εγώ: "Αριστείδης ερωτηθεὶς "τι εστι το δίκαιον;" έφη: "Το μη επιθυμείν των αλλοτρίων.", δηλαδή, όταν ρωτήθηκε ο Αριστείδης τι είναι δίκαιο, "το να μην επιθυμείς όσα ανήκουν σε άλλους", απάντησε. (Ι. Στοβαίος)
Ν. Παπακωνσταντόπουλος: Καλησπέρα, Γιώτα! Το ίδιο με την τελευταία (δεκάτη) εντολή: "Ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον του εστίν".
Εγώ: Καλημέρα, Νίκο! Δύσκολο για τα ανθρώπινα, αλλά όχι ανέφικτο!
Διαμάντω Κίτσου: Καλησπέρα, Γιώτα!!! " Ο φθόνος προς τον έχοντα έρπει" Θύμα φθόνου και ο Αριστείδης ο Δίκαιος. Δυστυχώς, είναι διαχρονικό φαινόμενο!!!
Εγώ: Καλημέρα, Διαμάντω! Ακριβώς! Και όπως έγραψα στο ποίημά μου "Φθόνος" στη συλλογή "Ροές":

Μικρόψυχος εκείνος
που φθονεί
τις πράξεις και τα έργα άλλων.

Μόνο, που, από εμπειρία
ή από σκέψη λογική,
θα ’πρεπε να γνωρίζει
πως την ψυχή εκείνου,
τον οποίο κάθε φορά φθονεί,
καθόλου ο φθόνος του
δεν την αγγίζει.

Μέρος 5ο

Εγώ: "Πάταξον μεν, άκουσον δε", δηλαδή, χτύπα, αλλά (πρώτα) άκουσέ με! Ιστορική φράση του Θεμιστοκλή προς τον Ευρυβιάδη, ο οποίος επέμενε να γίνει η ναυμαχία με τους Πέρσες (480 π.Χ.) στον Ισθμό και όχι στη Σαλαμίνα. Η φράση αυτή διέδραμε τους αιώνες και λέγεται και στην εποχή μας από κάποιον που προβάλλει με επιμονή δίκαιο και τολμηρό αίτημα!
Ν. Παπακωνσταντόπουλος: Δυστυχώς, Γιώτα μου, το "πάταξον μεν, άκουσον δε", ελέχθη μια μόνο φορά στη ιστορία της Ελλάδος και αυτή ήταν προ Χριστού!
Εγώ: Αν και θα ήταν... χρήσιμο να ειπωθεί κι άλλες φορές. Αλλά κι ο Θεμιστοκλής δυσκολεύτηκε να επιβάλει την ορθή άποψή του τότε και το πέτυχε με πλάγιο τρόπο!

Μέρος 6ο

Ειρήνη Φράγκου: Έχουμε κληρονομήσει το (χάρισμα )της αχαριστίας.
Εγώ: Καλημέρα, Ειρήνη μου! Δεν ξέρω αν κληρονομείται η αχαριστία ή είναι δύσκολο ν' αντέξει ο άνθρωπος εκείνο που ξεχωρίζει και τον κάνει να νιώθει λειψός!
Ειρήνη Φράγκου: Η εργασία σου θαυμάσια διαβάζω ότι γράφεις δεν σκέφτηκα όμως να αποθηκεύσω από την αρχή .Καλή συνέχεια και ευχαριστώ πολύ.
Εγώ: Σ' ευχαριστώ πολύ, Ειρήνη μου! Ολόκληρη τη μελέτη μπορείς να τη βρεις στην ανάρτησή μου της 22/11. Την έβαλα και σε συνέχειες, όπως δημοσιεύεται στην εφημερίδα, με την ελπίδα πως θα διαβαστεί από περισσότερους. Φιλιά.
Ειρήνη Μπόμπολη: Τραγικό πρόσωπο γιατί έζησε ακριβώς τη στιγμή που η ιστορία εγκαταλείπει την κορυφή, για την οποία μνημονεύεται ο Περικλής.
Εγώ: Και οι Αθηναίοι είναι τραγικοί, αφού τη στιγμή που θα τους ήταν πολύ χρήσιμος, εμπιστεύτηκαν τον δημαγωγικό λόγο.
Ειρήνη Μπόμπολη: Νομίζω είχε αρχίσει η φθορά της δημοκρατίας πολύ πριν. Γιαυτό είναι τραγικός. Οι Αθηναίοι απλά είναι το εκάστοτε πλήθος στις συμφορές. . .
Διαμάντω Κίτσου: Καλησπέρα, Γιώτα!!! Ευχαριστούμε!!! Εξέχουσα προσωπικότητα που οδήγησε την Αθήνα στο απόγειο της δόξας της αλλά, δυστυχώς, οι διάδοχοι του υπήρξαν ανάξιοι . " Και επειδή απέθανεν, επί πλέον έτι εγνώσθη η πρόνοια αυτού η ες τον πόλεμον..."
Εγώ: Καλησπέρα, Διαμάντω! Εγώ ευχαριστώ!!! Πράγματι, σπουδαία προσωπικότητα! Διαβάζοντας πρόσφατα τον "Επιτάφιο" στάθηκα και σ' αυτό: "Και όσον αφορά την ευεργετική διάθεση, είμαστε αντίθετοι με τον πολύ κόσμο. Γιατί αποκτούμε φίλους όχι ευεργετούμενοι, αλλά ευεργετώντας. Γιατί ο ευεργέτης είναι πιο σταθερός φίλος, εφόσον επιδιώκει να παραμένει η ευγνωμοσύνη του ευεργετημένου, με τη συμπάθεια που δείχνει σ' αυτόν. Ο ευεργετημένος αντίθετα είναι πιο απρόθυμος, γιατί ξέρει ότι θα ανταποδώσει την ευγνωμοσύνη σαν εξόφληση χρέους και όχι για να του χρωστούν ευγνωμοσύνη. Και μόνοι εμείς κάνουμε το καλό σε κάποιον, χωρίς να μας νοιάζει, όχι τόσο από υπολογισμό του συμφέροντός μας όσο από φιλελεύθερο φρόνημα."

Μέρος 7ο

Ηλίας Δημητρόπουλος: Για μια ακόμη φορά, συγχαρητήρια, κ. Λάμπρη. Μορφωνόμαστε· "δια βίου μάθηση". Ευχαριστούμε.
Εγώ: Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ, κ. Δημητρόπουλε, που διαβάζετε τη συνέχεια της μελέτης μου, που αφορά σ' αυτούς τους επιφανείς άνδρες της αρχαιότητας! Να είστε καλά.
Διαμάντω Κίτσου: Σε ευχαριστούμε, Γιώτα, για όλα τα ενδιαφέροντα στοιχεία που μας παρέθεσες για την προσωπικότητα και το τέλος του Αλκιβιάδη!  Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της αρχαίας Ελλάδας!!!
Εγώ: Αγαπητή Διαμάντω, σ' ευχαριστώ πολύ! Αμφιλεγόμενη, αλλά σημαντική για πολλούς λόγους! Στο βιβλίο της "Αλκιβιάδης" η Jacqueline de Romilly παρουσιάζει με ιδιαίτερο και ενδιαφέροντα τρόπο τον βίο του! Δεν είναι τυχαίο που έγραψε γι' αυτόν η σπουδαία ελληνίστρια!
Ειρήνη Φράγκου: Υπάρχει και το βιβλίο «Τιμάνδρα» του Θοδωρή Καλλιφατίδη. Αξίζει να το διαβάσετε.
Εγώ: Χαίρομαι για τα διαβάσματά σου! Πάντα! Ακόμα και το όνομα της Τιμάνδρας (τιμώ + άνδρας) προοιώνιζε, λες, ασχέτως αν ήταν εταίρα, τη στάση της και στον θάνατο του Αλκιβιάδη!

Μέρος 8ο

Διαμάντω Κίτσου: Καλησπέρα, Γιώτα!!! Σε ευχαριστούμε για όλες αυτές τις πληροφορίες για τους τραγικούς ποιητές, που με τις απαράμιλλες πνευματικές τους δημιουργίες, υπήρξαν θεμελιωτές όχι μόνο της Ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας!
Εγώ: Καλημέρα, Διαμάντω! Δικές μου οι ευχαριστίες! Η προσφορά τους μέγιστη! Σκέψου να είχαν σωθεί όλα τα έργα τους! 

Μέρος 9ο

Νίκος Παπακωνσταντόπουλος: Τα "φέικ νιουζ" της εποχής, Γιώτα μου, που "εδραιώθηκαν"! Την καλησπέρα μου, καλό Σαββατοκύριακο!
Εγώ: Διαχρονικά υπάρχει η διάδοση ψευδών ειδήσεων, αλλά σήμερα, εποχή διάχυσης της πληροφορίας, έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Καλό Σαββατοκύριακο!
Διαμάντω Κίτσου: Ευχαριστούμε, Γιώτα, για την έρευνα που έκανες για το τέλος των σημαντικών αυτών προσωπικοτήτων!!! Εύχομαι να μην ξαναδούμε να διακινείται στο διαδίκτυο αυτός ο κατάλογος με τις τόσες ανακρίβειες.
Εγώ: Και πάλι σ' ευχαριστώ πολύ, Διαμάντω, που δεν κουράστηκες να διαβάζεις τις συγκεκριμένες, καθόλου φιλικές για το fb, αναρτήσεις μου, οι οποίες σύντομα θα ολοκληρωθούν. Στ' αλήθεια δεν γνωρίζω αν θα αποσυρθεί ο κατάλογος. Μακάρι! Το ζήτημα είναι πως πίσω από τέτοια δημοσιεύματα, πέρα από την άγνοια, ενυπάρχει μια μορφή υποτίμησης, καθόλου ευχάριστη, της εθνικής ταυτότητάς μας. Καλό απόβραδο να έχεις!

Μέρος 10ο

Γιώργος Ραβανίδης: Καλημέρα, καλημέρα, Παναγιώτα.
Διάβασα του Θουκυδίδη την ιστορία σε μετάφραση του ακαδημαϊκού Βλάχου. Δύο τόμοι. Έτυχε να τους δω μέσα σε σωρό βιβλίων για ανακύκλωση σε κάποιο Λύκειο το 2000.Εντυπωσιακή γραφή. Ένα σημείο χαρακτηριστικό, που πάντα αναφέρω, είναι ότι ο Βρασίδας πέτυχε και έφτασε γρηγορότερα από τον Θουκυδίδη στην Αμφίπολη. Από την Χαλκιδική βάδην - τροχάδην, με δύσκολες καιρικές συνθήκες, οι Σπαρτιάτες στρατιώτες διακρίνονταν για την εκπαίδευσή τους.
Εγώ: Καλημέρα, Γιώργο! Υπέροχο ως κείμενο και διδακτικό ως περιεχόμενο στους αιώνες, "κτήμα ες αεί", όπως γράφει ο Θουκυδίδης στην αρχή του εν λόγω βιβλίου! Κατά τα άλλα, είναι λυπηρό να οδηγούνται βιβλία σαν κι αυτό, αλλά, γενικότερα, τα βιβλία στην ανακύκλωση! Βέβαια, καλύτερα από το να πετάγονται στα σκουπίδια. Αλλά, αν στην Παιδεία μας ήταν ενταγμένη η μελέτη ως ύψιστο αγαθό, τα βιβλία θα αντιμετωπίζονταν με περισσότερο σεβασμό και πολλά θα ήταν διαφορετικά στην προσωπική και στη συλλογική ζωή μας.
Γ. Ρ.: "Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις", του Μαργαρίτη Δήμιτσα. Στον ίδιο σωρό ανακύκλωσης. Με "άκοπα" τα φύλλα του. Το αγόρασε κάποιος, το έδωσε στο σχολείο και αφέθηκε στην τύχη του για πάνω από 30 χρόνια. Του 1896.Για όποιους το αγνοούν το έγραψε ο καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών ως απάντηση στους πανσλαυιστές και τους Ευρωπαίους υποστηρικτές αυτών. Καθώς επίσης και για όσους αμφισβητούσαν τότε την ελληνική καταγωγή των σύγχρονων Ελλήνων.
Εγώ: Άκρως λυπηρό! Πόσο μάλλον, όταν συμβαίνει σε λύκειο της χώρας! Φοβάμαι πως την ίδια τύχη θα έχουν και πολλές δικές μου δωρεές σε βιβλιοθήκες! Ευελπιστώ στις εξαιρέσεις, όπου θα διαφυλαχθούν! Το βρήκα το βιβλίο, που αναφέρεις, σε ηλεκτρονική μορφή και θα το διαβάσω!
Γ. Ρ.: Παρόλο που πέρασαν περισσότερα από 100 χρόνια, είναι έγκυρη πηγή και οι αρχαιολόγοι το επικαλούνται αρκετά συχνά.
Εγώ: Άρχισα και το μελετώ! Είναι, όντως, πολύ ενδιαφέρον!
Διαμάντω Κίτσου: Καλημέρα, Γιώτα!!! Ευχαριστούμε! Σημαντική η προσφορά τους!!!
" Όλβιος όστις ιστορίης έσχε μάθησιν " !!!
Εγώ: Καλημέρα, Διαμάντω! Κι εγώ ευχαριστώ πολύ! Αν οι άνθρωποι μελετούσαν την ιστορία και διδασκόντουσαν απ' αυτή, η ζωή τους θα ήταν απείρως καλύτερη!

Μέρος 11ο

Κώστας Μάνος: Μπράβο, Γιώτα!  Καλημέρα, καλές γιορτές!
Διαμάντω Κίτσου: Καλησπέρα, Γιώτα! Ευχαριστούμε για όλα αυτά τα στοιχεία για το τέλος των καλλιτεχνικων αυτών προσωπικοτήτων.
Φαίνεται πως ο φθόνος και η συκοφαντία είναι παθογένειες της κοινωνίας από τα αρχαία χρόνια.
Εγώ: Καλησπέρα, Διαμάντω! Σ' ευχαριστώ πολύ! Σιγά σιγά οδεύουμε προς το τέλος...
Όντως, ο φθόνος συνοδεύει, όχι σπάνια, όσους διακρίνονται για κάτι, αρχαιόθεν! Αλλά "καλύτερα να σε φθονούν, παρά να σε λυπούνται" (κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος), που έλεγε κι ο παππούς ο Πίνδαρος!
Γιώργος Ραβανίδης: Μια άσχετη, εν μέρει, πληροφόρηση. Ικτίνος είναι το όνομα του γερακιού που κυνηγάει πέρδικες. Περδικογέρακο.
Εγώ: Καλημέρα, Γιώργο! Όχι και τόσο άσχετη! Το όνομα του Ικτίνου απ' αυτή πρέπει να προήλθε. Υπάρχει και η λέξη ἴκτις, -ιδος & ἰκτίς, -ίδος, δηλαδή κουνάβι.
Γ. Ρ.: Καλημέρα, Γιώτα!
Αυτό τώρα από σένα το μαθαίνω. Ικτίνος από το κουνάβι!
Όλα τα ζώα είναι του Θεού, αλλά προτιμώ το περδικογέρακο, αν και αρπακτικό. Το κουνάβι έχει θέμα οσμής, εξ ου και βρωμοκούναβο.
Εγώ: Το κύριο όνομα, όχι από το κουνάβι, αλλά από το περδικογέρακο, τον ικτίνο, δηλαδή! Πληροφοριακά σου έγραψα την άλλη λέξη.
Γ. Ρ.: Έτσι. Σωστά συνεννοηθήκαμαν, Γιώτα.

Μέρος 12ο

Γιώργος Ραβανίδης: Καλημέρα, καλημέρα, Γιώτα.
Η φράση, "Έλληνες είναι όλοι που έχουν ελληνική παιδεία", είναι αληθινά δική του; Γνωρίζουμε κάτι σχετικά;
Εγώ: Καλημέρα, Γιώργο! Στον "Πανηγυρικό (50)" γράφει: τοσοῦτον δ᾽ ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ᾽ οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασιν, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας." δηλαδή, "Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας όλους τους άλλους στην πνευματική ανάπτυξη και στην τέχνη του λόγου, ώστε οι δικοί της μαθητές έγιναν δάσκαλοι στους άλλους· το όνομα πάλι Έλληνες κατόρθωσε να μη συμβολίζει πια την καταγωγή, αλλά την καλλιέργεια του πνεύματος, και Έλληνες να ονομάζονται πιο πολύ όσοι δέχτηκαν τον τρόπο της δικιάς μας αγωγής και μόρφωσης παρά αυτοί που έχουν την ίδια με εμάς καταγωγή." (μτφρ.: https: //www. greek- language. gr/)
Αυτά, στο πνεύμα της εποχής, που ειπώθηκαν, σχετίζονται με την προσπάθεια του Ισοκράτη να συνενωθούν οι Έλληνες υπό τη σκέπη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας - Ηγεμονίας. Το "παιδεύσεως της ημετέρας" στην Αθηναϊκή παίδευση αναφέρεται - όχι γενικά στην ελληνική - της οποίας και την πνευματική ηγεμονία αναγνωρίζει.
Γ. Ρ.: Ευχαριστώ πολύ, Γιώτα.
Έχει χρησιμοποιηθεί για να επιχειρηματολογήσουν κάποιοι υπέρ των αλλοδαπών κ.λπ., κ.λπ.
Γεωργία Τάτση: Σπουδαία πράγματα μας μαθαίνεις, Παναγιώτα!
Ειρήνη Φράγκου: Απλά, μπράβο σου, και σε άλλες καινούργιες ενότητες, καλή συνέχεια.
Διαμάντω Κίτσου: Καλησπέρα, Γιώτα! Συγχαρητήρια!!! Εμπεριστατωμένη η έρευνα σου για το τέλος όλων αυτών των προσωπικοτήτων προς αποκατάσταση της αλήθειας! Καλή συνέχεια!!!
Κώστας Μάνος: Πολύ ωραίο! Μπράβο, Παναγιώτα!