Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Οι Αϊλλένηδες, (16-1-2020)

 

Δημοσιεύτηκε: «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», τεύχος 21, Καλοκαίρι 2020, σ. 133-140.

 

   «Δ’λεύ’ σαν αϊλής», δηλαδή δουλεύει, εργάζεται σαν αϊλής, άκουγα να λένε οι γονείς μου κι άλλοι κάτοικοι της γενέτειράς μου, όταν αναφέρονταν σε κάποιον χεροδύναμο και ανθεκτικό άνθρωπο, που η εργασία του διακρινόταν από αντοχή και δύναμη. Και, φυσικά, τη λέξη αϊλής την αναζήτησα σε λεξικά, αλλά μέχρι τώρα μόνο από τον συγχωριανό μου Κωνσταντίνο Α. Διαμάντη την έχω βρει καταγεγραμμένη σε λεξιλόγιό του, το οποίο περιλαμβάνεται στον τέταρτο τόμο των «Απάντων» του και συγκεκριμένα στο ακόλουθο λήμμα: αϊλής, ο = δυνατός, χεροδύναμος και ανθεκτικός άνθρωπος: «δλεβ σαν αϊλής» (δουλεύει με αντοχή και δύναμη)(1).

   Φράσεις με όμοια σημασία αναφέρει κι ο Ι. Θ. Κακριδής(2), όπου, αντί της δικής μας λέξης «αϊλής», χρησιμοποιείται η λέξη Έλληνας. Συγκεκριμένα: «[…] (γ) Δουλεύει σάν Ἕλληνας, εἶναι σῶκος σάν Ἕλληνας! (ΑΡΑΧΩΒΑ, 19. αἰ. / σῶκος «δυνατός»), (δ) Στάθηκε σάν τόν Ἕλληνα στή δουλειά, ὅλο τό καλοκαίρι στάθηκε σάν τόν Ἕλληνα στό θέρος. (ΚΡΗΤΗ, 20. αἰ. / «δούλεψε παλικαρίσια, ἀκούραστα).»

   Η σπάνια, λοιπόν, λέξη «αϊλής», η οποία χρησιμοποιείται, για να περιγράψει ανθρώπινες υπάρξεις με τα πιο πάνω αναφερθέντα χαρακτηριστικά, συνδέεται με ανθρώπους, οι οποίοι ζούσαν πάλαι ποτέ, ήταν υπερφυσικού μεγέθους και διέθεταν υπεράνθρωπες δυνάμεις! Πρόκειται για τους Αϊλλένηδες, που διατηρήθηκαν στη μνήμη των μεταγενέστερων μέσω της προφορικής παράδοσης, αλλά και χάρις στα ερείπια οικοδομημάτων, τα οποία μόνο άνθρωποι σαν κι αυτούς θα μπορούσαν να ανεγείρουν! Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από παραφθορά της λέξης Έλληνες, αφού υπάρχουν παραδόσεις, στις οποίες οι Έλληνες αναφέρονται ως Ελλένηδες και κάποιες τις έχει θησαυρίσει ο Ι. Θ. Κακριδής στην προαναφερθείσα μελέτη του. Δεδομένου ότι στη Ροδαυγή αναπτύσσεται, όχι σπάνια, σε κάποιες λέξεις ένα (ι), π.χ. άκουσμα < άικουσμα, θεωρώ πως κι εδώ κάτι ανάλογο συνέβη: Έλληνες < Ελλένηδες < οι Ελλένηδες < Αϊλλένηδες. Δεν αποκλείεται, μέσα στο χριστιανικό πλαίσιο, οι άνθρωποι με τις υπερφυσικές δυνάμεις να ταυτίστηκαν με αγίους, οπότε να προέκυψε με τον ακόλουθο τρόπο ο σχηματισμός: Έλληνες < Ελλένηδες < αι (άγιοι) - (Ε)λλένηδες < Αϊλλένηδες.

   Σχετικές παραδόσεις(3) έχουν διασωθεί σε πολλά μέρη, εντός και εκτός των σημερινών συνόρων, όπου έζησαν και δημιούργησαν εστίες ζωής και πολιτισμού οι Έλληνες. Σ’ αυτές οι δικοί μας Αϊλλένηδες αποκαλούνται Έλληνες, Λήνηδες, Έλλενοι, Έλληνοι, Ελλένηδες, Γέλληνες και οι γυναίκες τους Ελλήνισσες, Λήνισσες, Έλληνες (εν. Έλληνη),…

   Η παράδοση, η οποία έχει καταγραφεί στη Ροδαυγή, είναι η ακόλουθη: «Πάνω στο Ξηροβούνι, ζούσε η παλιά πλάση. Οι άνθρωποι εκείνοι λέγονταν Αϊλλένηδες και ήταν πελώριοι, υπερφυσικοί, μονόματοι, με σώματα σα βουνά. Από εκεί πάνω σκύβαν κάτω στο Ποτάμι και πίναν νερό. Όταν έπιναν, το Ποτάμι σταμάταγε από εκεί και κάτω. Οι γυναίκες τους έριχναν τα βυζιά τους στην πλάτη όταν έσκυβαν να πιουν να μη τις εμποδίζουν. Αυτοί φανήκαν υπερφίαλοι, γιατί θελήσαν να γκρεμίσουν το Θεό. Ο Θεός τότε έβγαλε κουνούπια με σιδερένιες μύτες και τους ξέκαμε. Μόνο ένας είχε επιζήσει κι αυτός τυφλός. Πήγε λοιπόν μια μέρα στο εργαστήρι του γύφτου και ρωτάει να ιδεί πώς είναι η νέα πλάση: «Τι άνθρωποι είστε σεις; Για δώσ’ μου το χέρι σου να ιδώ!» Κι ο γύφτος του δίνει το καμένο σίδερο που κρατούσε. Ο Αϊλλένης το έπιασε και το γρούδιασε(4) σαν κουβάρι και έκαμε ένα μορφασμό νομίζοντας ότι είναι το χέρι του γύφτου: «Ε! κάτι είστε κι εσείς, είπε, αλλά εμάς δεν μας φτάνει τίποτα. Εσείς είστε μικρή πλάση. Εμείς ήμασταν πολύ μεγάλοι και δυνατοί.»(5)

   Στην Ήπειρο έχουν καταγραφεί αρκετές παραδόσεις, οι οποίες έχουν ως θέμα τη γενιά των παλιών Ελλήνων. Θα παραθέσω, για ευνόητους λόγους, δύο παραλλαγές(6) από τα σχετικώς κοντινά στη Ροδαυγή Σχωρέτσαινα, σήμερα Καταρράκτης, των Τζουμέρκων, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα: 1η: «Γιά νά φτιάσουν τό κάστρο τῆς Κουκουλίστας οἱ Ἕλληνες, ἐπειδής δέν ἔβρισκαν ἐκεῖ σιμά μεγάλα λιθάρια, πήγαιναν σέ δυό ὧρες μακριά καί κουβάλαγαν πέτρες πάνω ἀπ’ τά Σχωρέτσαινα. Σήκωναν πέτρες τόσο μεγάλες, πού δέν μποροῦν τώρα νά τίς ἀναταράξουν οὔτε μέ βιζίλες(7). Τόσο στοιχειωμένοι ἦταν ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, γυναῖκες ἄντρες. Ἀλλά τότες τούς ἦρθε ὁ σωσμός τους. Ὁ Θεός ἔστειλε κάτι κουνούπια πού τούς τσίμπαγαν καί πέθαιναν ἕνας κοντά τόν ἄλλον. Καί μιά Ἑλλένισσα, πὄφερνε ἕνα θεόρατο λιθάρι γιά τό κάστρο, δέν πρόφτασε νά τ’ ἀποσώσει στήν Κουκουλίστα καί πέθανε στό δρόμο. Καί τό λιθάρι ἔμεινε σιμά στό λαγκάδι πού χωρίζει τήν Τζιούμα ἀπό τά Σχωρέτσαινα.»

   2η: «Οἱ παλιοί Ἕλληνες πέθαιναν ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον, γιατί τούς τσίμπαγαν κάτι κουνούπια μεγάλα, θεοκούνουπα, πὄστειλε ὁ Θεός γιά νά τούς καταστρέψει. Πολλοί ἀπ’ αὐτούς, γιά νά γλιτώσουν, τρύπωναν μέσα στούς λόγγους, στίς σπηλιές κι ὅπου πρόφταιναν. Ἕνας τυφλώθηκε, κι ὕστερ’ ἀπό καιρό βγῆκ’ ἀπ’ τό σπήλιο πού ’ταν κρυμμένος, κι ἐκεῖ ἤβρηκε ἕναν ζευγίτη ἀπ’ τή νέα πλάση καί τοῦ ζήτησε νά τοῦ δώκει τό χέρι του· ἤθελε νά δοκιμάσει τί δύναμη ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ἀπ’ τή νέα γενιά. Ὁ ζευγίτης φοβήθηκε κι αὐτός νά τοῦ δώκει τό χέρι του· τὄδωκε τό ὑνί ἀπ’ τ’ ἀλέτρι. Ὁ Ἕλληνας τό ’πιασε μέ τή χερούκλα του, τό χεράκωσε καί τό ’σφιξε τόσο πολύ πού τό ’καμε σάν προζύμι μαλακό, καί τό ὑνί ἔβγαλε νερό. Τότε ὁ Ἕλληνας εἶπε: – Καί σεῖς εἶστε γεροί, ὄχι ὅμως σάν ἐμᾶς· ἐμεῖς ἤμασταν δυνατότεροι!»

   Στην παράδοση από τη Ροδαυγή οι Αϊλλένηδες προσδιορίζονται ως παλιά πλάση, είναι «πελώριοι, υπερφυσικοί, μονόματοι, με σώματα σα βουνά». Όντας τέτοιοι, καταφέρνουν, ενώ ζουν στο Ξηροβούνι, να πίνουν νερό από το Ποτάμι, δηλαδή τον Άραχθο, απλά σκύβοντας το κεφάλι τους στο ρεύμα του! Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η ποσότητα νερού, την οποία χρειαζόντουσαν για την επιβίωσή τους, που το ποτάμι σταματούσε τη ροή του από κει και κάτω! Και οι γυναίκες τους, οι οποίες με τον ίδιο τρόπο έπιναν νερό, έριχναν στην πλάτη τα μεγάλα στήθη τους, για να μπορέσουν να πιουν! Μόνο, που δεν έφταναν όλα αυτά, καθώς κάποια στιγμή, άγνωστο για ποιους λόγους, «φανήκαν υπερφίαλοι» και αποφάσισαν «να γκρεμίσουν το Θεό»! Τούτη η αλαζονική συμπεριφορά, αποτέλεσε και την αρχή της καταστροφής τους!

   Στην πρώτη παράδοση από τα Σχωρέτσαινα τονίζεται η σωματική ρώμη, εδώ των Ελλήνων, η οποία αποδίδεται και στα δύο φύλα – η υπόνοια αυτή υπάρχει και στην προηγούμενη παράδοση, λόγω του μεγέθους των ανδρών και των γυναικών –, καθώς μεταφέρουν τεράστιες πέτρες από πολύ μεγάλη απόσταση, προκειμένου να χτιστεί το κάστρο της Κουκουλίστας. Κι εδώ γίνεται αναφορά στον σωσμό αυτών των στοιχειωμένων ανθρώπων, αλλά σε αντίθεση με την παράδοση από τη Ροδαυγή, δεν αναφέρεται η αιτία, η οποία τον προκάλεσε. Ενώ στην άλλη παράδοση από τα Σχωρέτσαινα δεν γίνεται καμία αναφορά στις υπερφυσικές δυνατότητες των Ελλήνων! Ο μύθος της εστιάζεται στην εξαφάνισή τους.

   Κοινή συνισταμένη πάντως και των τριών παραδόσεων είναι πως, τόσο οι Αϊλλένηδες όσο και οι Έλληνες, χάθηκαν, επειδή τους ξέκαναν με τα τσιμπήματά τους κάτι τεράστια κουνούπια, θεοκούνουπα, με σιδερένιες μύτες! Στην πρώτη και την τρίτη παράδοση, μάλιστα, γίνεται λόγος για έναν, ο οποίος επιβίωσε, όντας τυφλός, και εμφανίστηκε μετά από καιρό, καθώς ήταν κρυμμένος, σ’ έναν γύφτο, δηλαδή σιδερά, και σ’ έναν ζευγίτη αντίστοιχα. Ακολούθησε δοκιμασία σχετική με τη διαπίστωση της δύναμης αυτών των δύο και του τυφλού, μετά από την οποία εκείνος κατέληξε πως ο ίδιος και η γενιά του, που ανήκαν στην παλιά πλάση, ήταν πολύ πιο δυνατοί από τη νέα!

   Στη δεύτερη αναφέρεται και μια Ελλένισσα – στην πρώτη απλά γίνεται λόγος για τις γυναίκες των Αϊλλένηδων –, που, θύμα κι αυτή των κουνουπιών, δεν πρόλαβε να φτάσει στον προορισμό της, στο σημείο όπου χτιζόταν το κάστρο της Κουκουλίστας, και πέθανε στον δρόμο! Το μαρτυράει και το λιθάρι που «ἔμεινε σιμά στό λαγκάδι πού χωρίζει τήν Τζιούμα ἀπό τά Σχωρέτσαινα»!

   Και οι τρεις παραδόσεις κουβαλούν την ανάμνηση πολύ σημαντικών προγόνων! Μολονότι τονίζονται ιδιαίτερα το μέγεθος του κορμιού και η συνακόλουθη σωματική ρώμη, αυτό δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι αυτοί δεν διέθεταν και πνευματική ρώμη, διότι διαφορετικά θα επρόκειτο για όντα, τα οποία βρισκόντουσαν σε πολύ πρώιμη φάση του πολιτισμού, στην οποία δεν χρειάζονταν τείχη, για να προστατεύονται. Προφανώς ο αφηγηματικός ιστός των παραδόσεων δημιουργήθηκε από υλικά κατάλοιπα παλαιότερων εποχών, όπως, για παράδειγμα, τα τείχη, στα οποία, μόλις έγινε αναφορά, και ήταν χτισμένα με τεράστιες πέτρες (πρβλ. τα τείχη πλησίον του Κακολάγκαδου στη Ροδαυγή, όπου πιθανολογείται ότι βρισκόταν αρχαίο πόλισμα με το όνομα «Ἀθήναιον»(8), τα Κυκλώπεια τείχη, κ.λπ.), ή γεωλογικών σχηματισμών, οι οποίοι μοιάζουν να αναπαριστούν ανθρώπινες, και όχι μόνο, φιγούρες, αλλά και μύθων, οι οποίοι συνήθως απηχούν μια μορφή αναπόδεικτης συχνά αλήθειας και η αφετηρία όλων αυτών βρίσκεται στο απώτατο παρελθόν.

   Εν προκειμένω, αυτοί οι τόσο δυνατοί, σπουδαίοι άνθρωποι, ανακαλούν στη μνήμη την πολύ παλιά πλάση! Ποια είναι αυτή; Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί χρονικά, αλλά τα χαρακτηριστικά των αναφερόμενων ανθρώπων θυμίζουν Τιτάνες, Γίγαντες, Κύκλωπες,…, οι οποίοι διακρίνονταν για το μέγεθος και τη δύναμή τους. Και, φυσικά, οι Αϊλλένηδες, ως μονόματοι, μας οδηγούν στους Κύκλωπες.

   Αλλά ας πάμε λίγο πίσω στον χρόνο, για να ψηλαφήσουμε την αφηγηματική αρχή  των παραδόσεών μας, στις οποίες κυριαρχούν οι υπερφυσικοί πρόγονοί μας!

   Ο Όμηρος, για παράδειγμα, αναφερόμενος στους Γίγαντες, λέει πως πρόκειται για «μυθικό» λαό, και τους αποκαλεί «ἀγχιθέους»(9), δηλαδή ανήκοντες σε γένος μεταξύ των θεών και των ανθρώπων, και τους χαρακτηρίζει «ὑπερθύμους»(10) και «ἀτασθάλους»(11), δηλαδή θρασείς και αυθάδεις ή, κατ’ άλλη ερμηνεία, περήφανους και άμυαλους!

   Ο Ησίοδος(12) στη Θεογονία του γράφει πως, όταν ο Κρόνος έκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του Ουρανού, το αίμα, το οποίο έτρεξε από την πληγή του, γονιμοποίησε ξανά τη Γαία, που γέννησε τις Ερινύες, τις Νύμφες και  «τους μεγάλους Γίγαντες, που  έλαμπαν στα όπλα τους και δόρατα μακρά στα χέρια τους κρατούσαν», ενώ πιο κάτω(13), αναφερόμενος στους Τιτάνες, λέει: «Και τα παιδιά του βρίζοντας Τιτάνες τα ονόμαζε / ο πατέρας τους, ο μέγας Ουρανός, που τα γέννησε ο ίδιος. / Γιατί ισχυριζόταν πως τα χέρια τους τα άπλωσαν στην ασέβεια, να κάνουν / αμαρτία μεγάλη, και πως θα υπάρξει στο μέλλον πληρωμή γι’ αυτήν.»

   Ο Απολλόδωρος(14)  σημειώνει, επίσης, πως «[…] η Γη, αγανακτισμένη για την τύχη των Τιτάνων [ο Δίας τους είχε ρίξει στον Τάρταρο(15)], γέννησε από τον Ουρανό τους Γίγαντες, τεράστιους και ανίκητους, φοβερούς στην όψη, με πυκνά, πλούσια και μακριά μαλλιά και γένια και με λέπια φιδιού στα πόδια. […]»

   Αναφορά στους Γίγαντες και στους Τιτάνες γίνεται κι από άλλους αρχαίους συγγραφείς, όπως τον Ηρόδοτο(16), τον Διόδωρο Σικελιώτη(17), τον Παυσανία(18),… Και, φυσικά, η Τιτανομαχία και η Γιγαντομαχία, δηλαδή η σύγκρουση των Τιτάνων και των Γιγάντων με τους θεούς του Ολύμπου, στην οποία επεκράτησαν οι δεύτεροι(19),…, έχουν αποτυπωθεί σε υπέροχα έργα τέχνης, όπως, για παράδειγμα, η Γιγαντομαχία στη ζωφόρο του Θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς, στη ζωφόρο του βωμού του Δία στην Πέργαμο, σε αγγεία,…

   Εκτός από τις παραπάνω αναφορές, όπου στοιχεία των θρυλουμένων από τις παραδόσεις μας προσώπων υπάρχουν, μια άλλη που μας συνδέει με τους Αϊλλένηδες, οι οποίοι «φανήκαν υπερφίαλοι» και αποφάσισαν «να γκρεμίσουν το Θεό», βρίσκεται στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, στον «Λόγο του Αριστοφάνη»(20), όπου, μεταξύ άλλων, ο Αριστοφάνης μιλάει για τη φύση του ανθρώπου και τις περιπέτειές της, καθώς ο οργανισμός του δεν ήταν πάντα, όπως είναι, μια και τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, το «ἄρρεν», το «θῆλυ» και το «ἀνδρόγυνον», δηλαδή, το αρσενικό, το θηλυκό και το αρσενικοθήλυκο, το οποίο συνδύαζε και στην εμφάνιση και στο όνομα τα δύο άλλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Κατόπιν, μας περιγράφει αυτά τα όντα ως εξής: «Ο κορμός του κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλός· είχε ολόγυρα ράχη και πλευρά, είχε τέσσερα χέρια και τέσσερα σκέλη, είχε δυο πρόσωπα όμοια πάνω σ’ ένα λαιμό κυλινδρικό, που έβλεπαν προς αντίστροφη το καθένα διεύθυνση, και ένα κρανίο πάνω στα δυο πρόσωπα, αυτιά τέσσερα και διπλά γεννητικά όργανα και όλα τα υπόλοιπα θα μπορούσε ο καθένας βάσει αυτών να τα φανταστεί.»(21)

   Στη συνέχεια, αξιοσημείωτη είναι η περιγραφή της κίνησής τους και η επισήμανση, η οποία μας αφορά, πως η σωματική δύναμη και η αντοχή τους ήταν τρομερές, ενώ διακρίνονταν από απέραντη έπαρση, τόση που στράφηκαν εναντίον των θεών! Στο σημείο αυτό αναφέρονται ο Ώτος και  ο Εφιάλτης, γνωστοί από τον Όμηρο(22), οι οποίοι τόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβαση προς τον Όλυμπο, τοποθετώντας το Πήλιο πάνω στην Όσσα, προκειμένου να καταλύσουν τους θεούς! Φυσικά, ο Ζευς δεν έμεινε με δεμένα τα χέρια έναντι των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν αποθρασυνθεί, οπότε, οι μεν Ώτος και Εφιάλτης θάφτηκαν κάτω από το βουνό, όπως οι γίναντες των μύθων «αὐταῖς αἷς φορέεσκον ἐτυμβεύοντο βολῇσι»(23), οι δε άλλοι άνθρωποι αποδυναμώθηκαν μέσω του αποτελεσματικού διαίρει και βασίλευε! Μετά από διάφορες διχοτομικές παρεμβάσεις, μείωσε τη δύναμη των ανθρώπινων όντων και τα έφτιαξε στη μορφή που είναι και σήμερα, με τον έρωτα να είναι ριζωμένος στη φύση τους και να τους συνενώνει κατά την αναζήτηση του ετέρου ημίσεως!

   Έχοντας κατά νουν τις ανωτέρω πηγές, θαρρώ πως συνδεόμαστε νοηματικά με την παλιά και τη νέα πλάση των παραδόσεων, στις οποίες η νέα πλάση υστερεί στις σωματικές δυνάμεις και στις αντοχές από την παλιά. Μάλιστα, εκτός από τις ελληνικές παραδόσεις, στις οποίες αναφέρεται παρόμοιο θέμα(24), υπάρχουν και άλλων λαών. Για παράδειγμα, «η δανική παράδοση για τον Χόλγκερ και τον άνθρωπο που τον επισκέφτηκε στα υπόγεια δωμάτιά του. Ο τυφλός γίγαντας άφησε το αποτύπωμά του πάνω στο σιδερένιο ραβδί που του έτεινε ο άλλος αντί για το χέρι του και διαπίστωσε πως "η Δανία τρέφει ακόμη άνδρες". Σε σουηδική παράδοση, ο Χόλγκερ έσφιξε έναν πυρωμένο λοστό και διαπίστωσε ότι "δεν απόμεινε και μεγάλη δύναμη στους ανθρώπους", ενώ σε αντίστοιχη αγγλική παράδοση ο γίγαντας λύγισε το υνί του αρότρου, όταν του το έτειναν για χειραψία. […]»(25)

   Το κοινό νοηματικό υπόβαθρο σε μύθους και παραδόσεις διαφόρων λαών, πέραν άλλων, έχει να κάνει και με την τάση του ανθρώπου να εξιδανικεύει το παρελθόν, όχι πάντα άδικα, αλλά, συχνά, γιατί το παρόν μοιάζει να μην καλύπτει πολλές από τις ανάγκες του, τις υλικές, τις ιδεολογικές, τις πολιτικές, τις πολιτισμικές, τις υπαρξιακές,…, οπότε το παρελθόν, ειδικά εξιδανικευόμενο, συνιστά μια λυτρωτική καταφυγή!

   Κάτι ανάλογο πρέπει να βρίσκεται και στην αφετηρία των εν λόγω παραδόσεων, οι οποίες έγιναν αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος κειμένου, αφού οι Έλληνες, μετά την αρχαία δόξα, έζησαν για αιώνες στο πλαίσιο αυτοκρατοριών, της ρωμαϊκής, της βυζαντινής και της οθωμανικής και υπέστησαν πολλά! Συκοφαντήθηκαν, διώχθηκαν για τις ιδέες τους, για τον τρόπο ζωής τους, για τους θεούς τους, και το όνομά τους έγινε συνώνυμο του ειδωλολάτρη,… Αυτοί, όμως, μέσω της γλώσσας τους, μέσω των εθίμων τους, όχι σπάνια λατρεύοντας τους προγονικούς θεούς τους κρυφίως, των οποίων τα νόμιμα με την πάροδο του χρόνου διοχέτευσαν στη νέα πλέον θρησκεία τους, η οποία ουκ ολίγες φορές σφετερίστηκε τους αρχαίους χώρους λατρείας, διατήρησαν στη μνήμη την ύπαρξη σπουδαίων αρχαίων προγόνων! Όχι, οπωσδήποτε με γιγαντιαίες δυνάμεις, αλλά προγόνων, οι οποίοι άφησαν και με το παραπάνω το στίγμα της παρουσίας τους, της οποίας πολλά τεκμήρια είχαν γίνει μέρος της καθημερινότητάς τους. Αλλά κι εκείνοι οι γιγαντιαίοι, μέρος της ίδιας παράδοσης ήταν, η οποία διοχετευόταν από γενιά σε γενιά και δημιουργούσε υπέροχες παραδόσεις και λαϊκούς μύθους.

   Κι αυτό το τελευταίο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, διότι ακόμα κι αν η δημόσια ζωή επέτασσε συμμόρφωση στα ισχύοντα, ο ιδιωτικός βίος έδινε χώρο για να εκφράζονται όλα εκείνα, τα οποία, ως μια μορφή αυτοάμυνας και δυνατών εσωτερικών ερεισμάτων, συντηρούνταν και λειτουργούσαν ως ισχυρός συνδετικός ιστός για κείνους, που, με  τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την ίδια κληρονομιά κουβαλούσαν και ως ιερή φλόγα φρόντιζαν, κατά το δυνατόν, να μη χαθεί και χαθούν κι εκείνοι στη ρύμη των καιρών. Ώσπου ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων (1355-1452), σε υπόμνημα προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγο, μεταξύ άλλων, κατέθεσε μαρτυρία αυτοσυνειδησίας σημειώνοντας(26): «Ἐσμέν […]Ἕλληνες τό γένος, ὡς ἥ τε φωνή καί ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ·», δηλαδή, είμαστε Έλληνες στην καταγωγή, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτη παιδεία μας!   

   Αυτά είχε πει, μεταξύ άλλων πολύ σημαντικών λόγων του, ο Πλήθων, αλλά κι ο υπέροχος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Κεφαλάς - Χατζημιχαήλ (1870/1871-1934), αργότερα, τα ίδια μ’ άλλη διατύπωση έλεγε(27): «Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία. Την ξέρω όπως την λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις.»!

   Και στις μέρες μας, φαίνεται πως όλα εκείνα, τα οποία αφορούσαν σε υπερφυσικούς ανθρώπους και τα κουβαλούσε ο λαός για αιώνες στη μνήμη του και στη ζωή του, δεν ήταν τόσο της φαντασίας του, αλλά συγγένευαν με την πραγματικότητα άλλων, μακρινών εποχών! Το βεβαιώνουν δημοσιεύματα(28), τα οποία αναφέρονται στην ανεύρεση γιγαντιαίων σκελετών, τόσο στην Ελλάδα όσο και σ’ άλλες χώρες! Αυτά εξάπτουν τη φαντασία και κινούν το ενδιαφέρον των αναγνωστών, καθώς αποκαλύπτουν στοιχεία, τα οποία φωτίζουν σε ικανό βαθμό πτυχές του παρελθόντος, που αφορούν στην ύπαρξη υπερφυσικών ανθρώπων και κάνουν να μοιάζουν αληθινά πολλά από κείνα, τα οποία κατατάσσονταν στη χωρία των μύθων, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τον στίχο του ποιητή Ανδρέα Κάλβου(29) πως κάθε «[…] μῦθος κρύπτει νοῦν ἀληθείας»

   Κι εγώ, κλείνοντας αυτό το κείμενο, θέτω ως επίλογο τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη που λένε: «Στις ακρογιαλιές του Ομήρου υπήρχε μια μακαριότητα, ένα μεγαλείο, που έφτασαν ως τις ημέρες μας άθιχτα. Η πατούσα μας, που ανασκαλεύει την ίδιαν άμμο, το νιώθει. Περπατάμε χιλιάδες χρόνια, ο άνεμος ολοένα λυγίζει τις καλαμιές κι ολοένα εμείς υψώνουμε το πρόσωπο. Καταπού; Ως πότε; Ποιοί κυβερνάνε;»(30)

 

Υπόμνημα

1. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, Αθήνα 1985, τ. 4ος, σ. 71.

2. Ι. Θ. Κακριδής, Οι αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική λαϊκή παράδοση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997, σ. 29.

3. Ι. Θ. Κακριδής, Οι αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική λαϊκή παράδοση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997. 

4. γρουδιάζω = μαζεύομαι γρούδα, δηλ. κουβάρι.

5. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, Αθήνα 1985, τ. 3ος, σ. 112.

6. Ι. Θ. Κακριδής, Οι αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική λαϊκή παράδοση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997, σ. 35.

7. βιζίλες (οι) = μοχλοί.

8. Παναγιώτα Π. Λάμπρη, Ροδαυγή, 2016, σ. 19 κ.ε.

9. Όμηρος, τ 279.

10. Όμηρος, η 59.

11. Όμηρος, η 60.

12. Ησίοδος, Θεογονία 185-186. 

13. Ησίοδος, Θεογονία 207-210.

14. Απολλόδωρος 1.7.1.

15. Όμηρος, Ε 898.

16. Ηρόδοτος 7.6.

17. Διόδωρος Σικελιώτης 5.66-68.

18. Παυσανίας, Αρκαδικά 37.2.

19. Πίνδαρος Ν.1.100, Απολλόδωρος 1.7.1, Στράβων 7.25.

20. Πλάτων, Συμπόσιο 189e-194e, εκδ. Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» 1990.

21. Πλάτων, Συμπόσιο 189e-190b, εκδ. Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» 1990.

22. Όμηρος, λ 305-320.

23. Κλαυδιανός, Γιγαντομαχία 23.

24. Ι. Θ. Κακριδής, Οι αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική λαϊκή παράδοση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997 / Νικόλαος Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, τ. Α', εκδ. Γράμματα, 1994.

25. Νικόλαος Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, τ. Β', σ. 66, εκδ. Γράμματα, 1994. 

26. http://amitos.library.uop.gr/  Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία της Λερίκου Γεωργίας με θέμα: «Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός: Προτάσεις για την πολιτική και κοινωνική αναμόρφωση τις παραμονές της Αλώσεως.», σ. 58, Μυστράς 2019.

27. https://www.xalkidikipolitiki.gr/2017/03/26/afierwma-theofilos-o-laikos-zwgrafos-pou-stolise-olh-th-mytilhnh-me-ta-erga-tou/

28. https://www.diaforetiko.gr/gigantes-stin-archeotita-ta-evrimata/  /

https://www.newsbeast.gr/world/arthro/2232001/anazitontas-archeologikes-apodixis-gia-tin-iparxi-giganton  κ.λπ.

29. Ἀνδρέας Κάλβος, Ὠδαί, Εἰς Σάμον, σ. 119, εκδ. Ίκαρος 1988.

30. Οδυσσέας Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος, ΧΙΙΙ, 1985,

https://odysseas-elitis.weebly.com/omicron-muiotakapparho972sigmaf-nualphaupsilontau943lambdaomicronsigmaf-1985.html  

 

Σχόλια

Αφροδίτη Σκαλτσά - Δημητρακοπούλου: Υπέροχη γραφή!

Διαμάντω Κίτσου: Καλημέρα, Γιώτα!!! Εξαιρετική δουλειά!!! Συγχαρητήρια!!!

Νίκος Παπακωνσταντόπουλος: Καλησπέρα, Γιώτα! Προσωπικά, όχι μόνο δεν «μετάνιωσα»(!), διαβάζοντας την εξαιρετική έρευνά σου, αλλά μου έφερε στο νου και το εξής γεγονός: Γύρω στα τριάντα χρόνια πριν, ένας δρόμος που κατασκευαζόταν στο χωριό μου και περνούσε δίπλα από ένα ιστορικό εκκλησάκι, τον άγιο Θεόδωρο, το χωματουργικό μηχάνημα έφερε στο φως σκελετούς από το νεκροταφείο (1600 μ.Χ., περίπου) μεταξύ των οποίων κι έναν υπερφυσικού ανθρώπου, χωρίς υπερβολή διπλάσιο σε ύψος (μήκος στη θέση ταφής) των φυσιολογικών άλλων σκελετών! Όλοι απορήσαμε τότε και αναρωτηθήκαμε εν πρώτοις για τη μυϊκή του δύναμη. Ίσως ένας εν ζωή σήμερα στο χωριό, πολύ μεγάλου ύψους, να είναι απόγονός του. Πολύ σύντομα όμως ένας τσιμεντένιος τοίχος κάλυψε τους σκελετούς, ευτυχώς μεν, δυστυχώς δε. Ευτυχώς, γιατί η έκθεσή τους ήταν ασέβεια, δυστυχώς, γιατί κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αντικείμενο έρευνας.

Γεωργία Τάτση: Πολύτιμη η έρευνά σου, Παναγιώτα!

Παναγιώτα Σμυρλή: Παναγιώτα, σου αξίζουν πολλά εύσημα. Τουλάχιστον απ' όσους γνωρίζουμε τι δουλειά έχεις κάνει, τα έχεις. Όμως δεν αρκεί αυτό. Και όχι μόνο για λόγους προβολής του έργου που έτσι κι αλλιώς είναι απαραίτητο, αλλά για το γνωστικό επίπεδο που αναδεικνύει μεγαλείο, αυτό για το οποίο κοκορεύεται ο νεοέλλην, αλλά δεν έχει ιδέα.

Ιωάννης Δαλάπας: Εύγε, Παναγιώτα. Η έρευνά σου με ταξίδεψε στα χρόνια του Ομήρου, στους Έλληνες προγόνους μας. Όπου και να ταξιδέυεις πάντα η Ελλάδα σε ακολουθεί.

 

.