Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Ποιήματα για τη ΡΟΔΑΥΓΗ, (10-2-2021)

 

Δημοσιεύτηκε: «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», τεύχος 22, Καλοκαίρι 2021, σ. 135-148.

Προσωπική σελίδα μου στο fb, 21-8-2021 & 30-8-2021.

Ομάδα "Αδελφότητα Ροδαυγής Άρτας" στο fb, 31-8-2021.

 

   Τόσο στην παγκόσμια, όσο και στην ελληνική γραμματεία, υπάρχει ικανός αριθμός κειμένων, πεζών και ποιητικών, τα οποία αφορούν στην ιδιαίτερη πατρίδα των δημιουργών τους. Άλλα εξ αυτών συνιστούν επιστημονικές μελέτες, άλλα αναφέρονται σε αφηγήσεις, άλλα σε λαογραφικές καταγραφές, άλλα σε…, και όχι σπάνια, οι δημιουργοί τους είναι λαϊκοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν διαθέτουν ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις. Τέτοια, λαϊκής προέλευσης κείμενα, διακρίνονται συνήθως για τον αυθεντικό, ρεαλιστικό, συναρπαστικό, συχνά, λόγο, για την απουσία επιτήδευσης, και προκύπτουν από την ανάγκη των συγκεκριμένων ανθρώπων να εκφραστούν, αλλά και ν’ αφήσουν κάποια παρακαταθήκη, ένα δικό τους στίγμα στον τόπο τους και για τον τόπο τους.

   Φυσικά, μερικοί, εκτός από τον πεζό, επιδίδονται και στον ποιητικό λόγο, εκφράζοντας έτσι με πιο λυρικό τρόπο ό,τι για τον τόπο τους αισθάνονται. Στο παρόν κείμενο, στόχος μου είναι να παρουσιάσω τέτοια ποιητικά κείμενα, γραμμένα από συγχωριανούς μου, και όχι μόνο. Πρόκειται για όσα μέχρι αυτή τη στιγμή έχουν πέσει στην αντίληψή μου, θα τα παραθέσω κατ’ αλφαβητική, όχι αξιολογική, σειρά, λαμβάνοντας υπόψη το επώνυμο των δημιουργών, και σας καλώ να τα γνωρίσουμε. Τα περισσότερα έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», την οποία εκδίδει η Αδελφότητα Ροδαυγής Άρτας που έχει ως έδρα την Αθήνα.

 

   Σ’ έναν αποχαιρετισμό νεκρολογία, λοιπόν, η Αδελφότητα της Ροδαυγής (1), όταν απεβίωσε ο Δημήτριος Δημόπουλος (1906-2003), ο οποίος διατέλεσε επί σειρά ετών Γραμματέας της Κοινότητας Ροδαυγής, μεταξύ άλλων, αναφέρει πως στον θανόντα άρεσε να διαβάζει και να γράφει. Χωρίς να έχω άλλα τεκμήρια της γραφής του, σταχυολόγησα τέσσερα ποιήματά του, τα οποία έχουν ως πηγή έμπνευσης τη γενέτειρά του, τη Ροδαυγή, και αφορούν στο θέμα της μελέτης μου. 

   Η ποιητική γραφή του αναφερθέντος είναι πρωτόλεια και εκφράζει την ανάγκη του να επικοινωνήσει πληροφορίες και συναισθήματα, τα οποία αφορούν στο χωριό του. Δεν γνωρίζω ποια άποψη είχε ο ίδιος για ό,τι έγραψε, κάτι που λίγη σημασία έχει. Πάντως, τα τέσσερα ποιήματά του, πιθανόν να είχε γράψει κι άλλα, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα, αφήνουν το στίγμα της γραφής του. Όλα τα διατρέχει μια κεντρική ιδέα, το χωριό, οι χάρες του και οι άνθρωποί του. Διακρίνονται για τον έντονο πεζολογικό χαρακτήρα, καθώς ο δημιουργός τους περιγράφει, πότε με ανομοιοκατάληκτους και πότε με ομοιοκατάληκτους στίχους, σχεδόν χωρίς ρυθμό, πολλά απ’ αυτά που του κεντρίζουν το ενδιαφέρον και θα μπορούσαν κάλλιστα να αποδοθούν μ’ άλλο κειμενικό είδος, αφού, όσα αναφέρει, θυμίζουν συνοπτική αφήγηση ανθρώπου, ο οποίος μιλά για κάτι που πολύ αγάπα, ή ταξιδιώτη, που θέλει να καταγράψει ταξιδιωτικές σημειώσεις, κατά περίπτωση. Μόνο που, όντας Ροδαυγιώτης, έχει πολλές σχετικές εμπειρίες και γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα· νιώθει θαυμασμό, τόσο για την ομορφιά του γεωφυσικού περιβάλλοντος του χωριού του όσο και για τα μνημεία και τους ανθρώπους του, οι οποίοι, αν και φτωχοί οι περισσότεροι, φρόντισαν, ώστε τα παιδιά τους να βελτιώσουν, κυρίως μέσω της μόρφωσης, τη μοίρα τους. Ευρισκόμενος, λοιπόν, εκεί, νιώθει την ανάγκη να καταγράψει ό,τι περισσότερο του ερεθίζει κάποιες από τις αισθήσεις του, ενώ, όταν απουσιάζει στην πρωτεύουσα, η νοσταλγία λειτουργεί πάλι με τον ίδιο τρόπο, ενεργοποιώντας τη μνήμη.

   Το πρώτο ποίημα, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα (2), έχει τον τίτλο «Ροδαυγή Άρτας» και αποτελείται από δεκάξι τετράστιχες στροφές, σε ιαμβικό μέτρο. Οι στίχοι, κατά κανόνα επτασύλλαβοι, δεν ομοιοκαταληκτούν όλοι, αλλά μόνο ο δεύτερος με τον τέταρτο, δημιουργώντας ομοιοκαταληξία πλεκτή, ενώ για τους άλλους δύο δεν λαμβάνεται τέτοια μέριμνα, καθώς προέχει η συμπλήρωση του νοήματος των γραφομένων. Ιδού ένα δείγμα: «Χωριό μου αξέχαστο γλυκό / Νησίστα παινεμένη / γιατ’ είσαι πολύ όμορφη / πολύ χαριτωμένη. […] Τον καταγάλαζιο ουρανό / τ’ αστέρια με το φεγγάρι / τον Άραχθο και τα βουνά / π’ έχουν μεγάλη χάρη. […] Και τώρα έγινες τρανή / Αρχόντισσα Μεγάλη / που γέννησες χρυσά παιδιά / με γνώση και με χάρη. […]».

   Υπάρχει κι άλλο ποίημα με τον ίδιο τίτλο, δηλαδή «Ροδαυγή Άρτας» (3), το οποίο θαρρώ πως μπορεί να ερμηνευτεί, όχι ως απουσία έμπνευσης, αλλά ως ανάγκη να βεβαιώσει το κύριο θέμα, αλλά και την αιτία, η οποία οδηγεί την πένα του και δεν είναι άλλη από την αγάπη για το χωριό του. Άλλωστε, κανενός από τα τέσσερα ποιήματα, που παρατίθενται εδώ, δεν έχει κάποια ποιητική χροιά ο τίτλος. Το συγκεκριμένο αποτελείται από δέκα τετράστιχες στροφές, πλην της δέκατης, η οποία απαρτίζεται από πέντε στίχους, με τη γνωστή μετρική μορφή και ομοιοκαταληξία, ενώ επαναλαμβάνονται τα νοήματα και οι εικόνες με μικρές αποκλίσεις. Ενδεικτικά ας παρατεθούν κάποιες στροφές: «[…] Ζωγραφισμένο στο χαρτί / το κέντρο απ’ το χωριό / όπου σ’ αυτό γεννήθηκα / και έπαιζα από μωρό. […] Είναι πραγματικά αξέχαστο / το ευλογημένο μας χωριό / από τον Άγιο ΚΟΣΜΑ / κι ας μη πέρασε απ’ εδώ. […] Δεν περιγράφεται η Ροδαυγή / για την ομορφιά που έχει / π’ αχόρταγα το μάτι  / τα απέραντα να βλέπει / ακόμα και όταν βρέχει.»

   Το άλλο ποίημα του Δ. Δημόπουλου, αφορά στον παραδοσιακό χορό «καγκελάρι» κι έχει ως τίτλο «Το καγκελάρι της Ροδαυγής» (4). Η ημερομηνία γραφής του, 28 Ιουλίου 1998, δείχνει πως είναι αποτέλεσμα της παρουσίας του στο πανηγύρι του χωριού, καθώς στις 27 Ιουλίου χορεύεται ο εν λόγω χορός. Έτσι, για παράδειγμα, γράφει: «[…]  Ανέβηκα τη σκάλα / στην αυλή της Εκκλησίας / να ειδώ το καγκελάρι / το χορό της ομορφιάς. […] Ο Παπαγιάννης σέρνει το χορό / και πρώτος ο Αλέκο Λάμπρης / και δίπλα ο αδελφός του / Παναγιώτης Λάμπρης. […] Πρώτοι οι άντρες στο χορό / μαζί με τα παιδιά / και οι γυναίκες με τα κορίτσια / και τα μικρούλικα παιδιά. […]»

   Το τέταρτο ποίημά του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Αδελφότητας, έχει τον τίτλο «Η Ροδαυγή» (5) αποτελείται από επτά τετράστιχες στροφές κι έχει γραφεί στις 21 Ιουλίου 1998, ενώ ο Δ. Δημόπουλος βρισκόταν στη Ροδαυγή. Σε κάποιες απ’ αυτές παρατηρείται πλεχτή ομοιοκαταληξία, αλλά μόνο μεταξύ του δεύτερου και του τέταρτου στίχου, ενώ στο περιεχόμενο, άλλο ένα εγκώμιο στη γενέτειρα, επαναλαμβάνονται με άλλον εκφραστικό τρόπο τα θέματα, τα οποία έχει πραγματευτεί ο γράφων στα δύο πρώτα ποιήματα, για τα οποία έχει γίνει λόγος πιο πάνω. Ας παρατεθούν εδώ δύο στροφές: «Ευλογημένη η Ροδαυγή / με τα χρυσά παιδιά της / που γέννησε σα Μάνα / και τα κρατά στην αγκαλιά της. […] Οι νέες και οι νέοι σπούδασαν / σε όλα τα σχολεία / και έχουν όλοι σήμερα / όλα τα μεγαλεία. […]».

 

   Ο Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης (1912-2004), σημαντική μορφή της Ροδαυγής, διακρίθηκε στον χώρο του πνεύματος με το πλούσιο συγγραφικό έργο του, και όχι μόνο. Στη μελέτη, την οποία συνέγραψα γι’ αυτόν με τον τίτλο «Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής» (2011), ένα κεφάλαιο φέρει τον τίτλο «Ο ποιητής Διαμάντης». Σ’ αυτό (6) σημειώνω μεταξύ άλλων: «[…] για το Διαμάντη, αν και συνέθετε στίχους από μικρός, που σημαίνει ότι υπήρχε ο «σπόρος», ο οποίος βλάστανε ακόμα και στα παράφυλλα των βιβλίων του, όπως στην «Ελληνική Γραμματολογία» του Γ. Γαρδίκα το «Δυο λουλούδια μαραμένα / μέσ’ απ’ την πικρή καρδιά / ας γλυκαίνονται γραμμένα / στη σελίδ’ αυτή παιδιά!», εν τούτοις οι άλλες πνευματικές «ενασχολήσεις» φαίνεται πως δεν του επέτρεψαν να καλλιεργήσει στο βαθμό που θα ήθελε ή θα μπορούσε την ποιητική γραφή. […]

   Το χωριό και οι εμπειρίες που σχετίζονται με την εκεί ζωή, αλλά και με τα αγαπημένα πρόσωπα που κατοικούν ακόμα σ’ αυτό, ενώ ο συγγραφέας ζει στην «ξενιτιά», είναι στοιχεία που εμπνέουν καθώς ανακαλούνται στη μνήμη και γίνονται στίχοι. Ο νερόμυλος, το λαγκάδι, η βρύση του χωριού, τα οικεία πρόσωπα, αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς, για να εκφραστεί μέσα απ’ αυτά το μέγεθος της συμβολής όλων αυτών στη ζωή του συγγραφέα, για να σκιαγραφηθούν με ρεαλιστικό τρόπο παλιές μορφές ζωής, τις οποίες μόνο όποιος τις έζησε μπορεί παραστατικά να τις αναπλάσει ή για να τεθούν ακόμα και άλλα ζητήματα, όπως μεταφυσικά, οικολογικά, ανθρωπιστικά κλπ.

   Ο μύλος του χωριού για παράδειγμα, στον οποίο αλέθεται ο ζείδωρος σίτος και που για τον συγγραφέα - ποιητή είναι ένα από τα «σβηστά καβαφικά κεριά», δεν είναι απλά ένα «εργαστήρι», είναι σημαντικό κέντρο της ζωής για τη μικρή κοινωνία του χωριού κι ως τέτοιο το κουβαλά στη μνήμη και στη ζωή του.

Απ’ τα σβηστά Καβαφικά κεριά γυρίζω σε ένα:
στη λαγκαδιά Μελικοκκιά, στο μύλο του χωριού μας.
Εκεί εργαζόμουν μυλωνάς στα παιδικά μου χρόνια,
που φέρνανε τα γέννημα, για να το κάμω αλεύρι,
με γαϊδουράκια δυο σακιά απόξω στο χαγιάτι·
κάθε γυναίκα ένα σακκί δεμένο στο κορμί της,
ή ορθό στον ώμο ο άντρας της σφιχτά με τ’ άλλο χέρι.
Μέσα στο μύλο αραδιαστά τ’ αφήναν στα πεζούλια.
Μ’ εργόχειρο περίμεναν μερονυχτίς ν’ αλέσουν.
Κ’ είχα μαζί τους συντροφιά κι ασώπαστη κουβέντα
Για ξωτικά, φαντάσματα, τζίνια, καλικαντζάρους,
Λαθρέμπορους, φυγόδικους, κλέφτες, Τουρκαρβανίτες,
Ή ταξιδιώτες που έμειναν νυχτοπερπατητάδες.
Έξω στα δέντρα ή στις πλαγιές πουλάκια κυνηγούσα
Και στη φωτιά ξερόψηνα γλυκειά μοσχοκουλούρα.
Ω πρώτα της ζωής μου εσείς σχολειά, στα τζάκια γύρω
Στο σπίτι μου το πατρικό και στου χωριού το μύλο!

   Και το «ταπεινό» λαγκάδι του χωριού, ίδιο σημαντικό φαντάζει:

Συχνά πετάει νοσταλγικά η σκέψη μου το βράδυ
στου αγαπημένου μου χωριού το δροσερό λαγκάδι.
Τα παιδικά τα χρόνια μου έτυχε εκεί να ζήσω
και μύριες σέρνει θύμησες ο γυρισμός μου πίσω.
Γυμνά τα πόδια μου παντού αχνάρια έχουν αφήσει
κι έχει η φωνή μου ασώπαστα τριγύρω αντιλαλήσει.
Θαρρώ πως όλα μου μιλούν και με καλωσορίζουν
κι αλλόκοτα χορεύοντας τραγούδια μου χαρίζουν.
Δεν μένει τίποτα άγνωστο για με σ’ αυτό το χώμα.
Όλα δικά μου στη ζωή μ’ ακολουθούν ακόμα. […]».

   Το πρώτο ποίημα έχει ως τίτλο «Ο μύλος του χωριού» και είναι γραμμένο σε ιδιότυπη, θα έλεγα, μετρική φόρμα, αφού διαθέτει ιαμβικό ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο. Ένα άλλο, ομότιτλο ποίημα, αποτελείται από δώδεκα στίχους με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, αλλά με ανομοιογένεια στον αριθμό των συλλαβών, καθώς φαίνεται πως ο δημιουργός του νοιάζεται πιο πολύ για την έκφραση των νοημάτων και λέει τα ακόλουθα: «Μέσα σε μια ρεματιά / κάτω από ψηλά κλαριά / να ο νερόμυλος που εκεί / πάνε κ’ έρχονται πολλοί. / Όποιος μέσα μπει αντικρύζει / πέτρα να στριφογυρίζει / και το γέννημα να αλέθει / σα γερόντισσα που γνέθει. / Τ’ άλεσμα, στο σπίτι,  αυτό / θα γενεί ψωμί ζεστό / που θα φάει η φαμιλιά / και θα πιάσει τη δουλειά.» (7). Όλα αυτά βέβαια αιτιολογούνται, καθώς και τα τρία ποιήματα - το τελευταίο με τίτλο «Το λαγκάδι του χωριού μου» -, τα οποία παρατίθενται εδώ είναι πρωτόλεια και γραμμένα, όταν ο Διαμάντης ήταν μαθητής της Β' Ελληνικού το 1926. (8)

   Με έμμεσες αναφορές στο χωριό έχει γράψει και κάποια άλλα ποιήματα ο Διαμάντης, αφορούν σε έμψυχα και άψυχα που σχετίζονται μ’ αυτό, απηχούν τη δική του οπτική σε ό,τι εκεί αγάπησε και τον συντροφεύουν στην ξενιτιά της εσωτερικής μετανάστευσης. Αξίζει να σημειωθεί πως η ποιητική γραφή τον απασχόλησε ιδιαίτερα στις μεταφράσεις ποιημάτων διαφόρων Ευρωπαίων δημιουργών (9).

   Κλείνοντας αυτή την αναφορά, ας σημειωθεί «πως», γενικότερα, «το ύφος της ποιητικής του γραφής και η μορφή του στίχου, έχουν καθαρές αναφορές στην παραδοσιακή ποίηση και θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν σαφείς επιρροές και από το δημοτικό τραγούδι με κυρίαρχα χαρακτηριστικά τους επτασύλλαβους, τους οκτασύλλαβους, αλλά και τους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, με κύρια μετρική μορφή τον ίαμβο και τη συχνή παρουσία της ομοιοκαταληξίας. Σε κάποια βέβαια στιχουργήματα γίνεται απόπειρα να γραφεί ελεύθερος στίχος, ο οποίος γίνεται προσπάθεια να «υπακούσει» στους «κανόνες» της μοντέρνας ποίησης και κάποια άλλα έχουν καθαρά πεζολογική διατύπωση.» (10)     

 

   Τέσσερα ποιήματα για τη Ροδαυγή, της οποίας υπήρξε γέννημα, έχει γράψει η Χριστίνα Κόρδα - Αναγνωστοπούλου (1943-1997). Η δημιουργός των ποιημάτων, αναγκασμένη, όπως πολλοί άλλοι, να εγκαταλείψουν από πολύ νεαρή ηλικία τη γενέτειρα και να ξενιτευτούν για βιοποριστικούς λόγους, την κουβαλά μαζί της δια βίου και αθεράπευτα τη νοσταλγεί. Σύμφωνα με μιας μορφής βιογραφικό, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ» (11), μετά τον θάνατό της, η Χριστίνα Κόρδα - Αναγνωστοπούλου, παράλληλα με την εργασία της, επιδόθηκε στην ενασχόλησή της με τη ζωγραφική, την ποίηση και τη σύνθεση στίχων, οι οποίοι προορίζονταν για τραγούδισμα. Κάποιοι εξ αυτών τραγουδήθηκαν από τον Αλέκο Κιτσάκη, όπως, για παράδειγμα, το «Πάμε στο μόλο για καφέ» και το «Γεια σας Τζουμέρκα μου όμορφα». Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών δημοσίευσε ποιητική συλλογή της με τίτλο «Τα ποιήματα μιας Ηπειρωτοπούλας», την οποία, παρά τις προσπάθειές μου, δεν κατάφερα να εντοπίσω.

   Το πρώτο ποίημα έχει ως τίτλο ένα από τα παλιά ονόματα του χωριού, δηλαδή «Νησίστα», καθώς η Ροδαυγή, μέχρι το 1962, λεγόταν Νησίστα Νέας Ελλάδος, ενώ πιθανολογείται πως, πριν ονομαστεί έτσι, λεγόταν Αθήναιον, αν και απαιτείται ενδελεχής έρευνα προκειμένου να έρθει στο φως η ονοματολογική διαδρομή του χωριού. Εν προκειμένω, το ποίημα «Νησίστα», είναι αφιερωμένο από τη δημιουργό του «με συγκίνηση και σεβασμό στον τόπο που γεννήθηκε» (12), γράφτηκε τον Φεβρουάριο του 1993 και αποτελείται από είκοσι τετράστιχες στροφές, στις οποίες παρατηρείται ποικιλία ως προς τον αριθμό των συλλαβών των στίχων, αλλά και στο ότι σ’ άλλους υπάρχει ομοιοκαταληξία και σ’ άλλους όχι, καθώς σημασία έχει η αποτύπωση των νοημάτων και όχι η εφαρμογή κάποιων στιχουργικών κανόνων. Ο ρυθμός του λόγου είναι ταχύς, ενώ στο ποίημα κυριαρχεί η έντονη, βασανιστική νοσταλγία, η οποία κάνει τη δημιουργό ν’ ανοίγει τα φτερά του νου και να επιστρέφει στον τόπο και το σπίτι που γεννήθηκε, όπου ζει σαν να μην έφυγε ποτέ με τα αγαπημένα της πρόσωπα, τη γιαγιά, τον παππού, τους γονείς και τ’ αδέλφια της, καθημερινές στιγμές ζωής, οι οποίες με τον τρόπο τους αναδεικνύουν και την αιτία της φυγής της. Ποθεί να επιστρέψει και να ζήσει στους τόπους όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια και θυμάται το σχολείο, τον δάσκαλο, τα παιχνίδια με τους συνομηλίκους της, το πανηγύρι του χωριού και το υπέροχο γεωφυσικό περιβάλλον του, ενώ εκφράζει έντονη επιθυμία να πάει στο δάσος της Μπιστούρας, πριν ροδίσει ο ήλιος, να τραγουδήσει και ν’ αφήσει την τελευταία της πνοή κάτω από τα πεύκα! Οι στίχοι του είναι:

1
Νησίστα σ’ έλεγαν παλιά
και Ροδαυγή είσαι τώρα
χωριό μου, πώς σε νοσταλγώ
στα ξένα κάθε ώρα.

11
Να ψάξω να ’βρω τον τορό
που πήγαινα σχολείο
ξυπόλητο και νηστικό
στην παγωνιά στο κρύο.

2
Γι’ αυτό κι απόψε δάκρυσα
σαν ήρθε στο μυαλό μου
ο τόπος που γεννήθηκα
και τ’ όμορφο χωριό μου.

12
Και του σχολειού μας τα σκαλιά
να τ’ ανεβώ κι ας κλάψω
και στο θρανίο το παλιό
μ’ άσπρα μαλλιά να κάτσω.

3
Γι’ αυτό κι απόψε δάκρυσα
κι έκλαψα σαν παιδάκι
γιατί στο νου μου σ’ έφερα
με πίκρα με μεράκι.

13
Και στο διάλειμμα να βγω
μέσ’ την αυλή να παίξω
βόλους κρυφτό πεντόβολα
κι όπως παλιά να τρέξω.

4
Απόψε ο νους μου στα παλιά
με πάει στα περασμένα
στα χρόνια που όλοι ζήσαμε
φτωχά δυστυχισμένα.

14
Και του δασκάλου τη φωνή
να φουργκραστώ για λίγο
που γράμματα μας έμαθε
απ’ το χωριό πριν φύγω.

5
Στα χρόνια που ο πόλεμος
ρήμαξε τα χωριά μας
και το ψωμί δεν έφτανε
να φάει η φαμελιά μας.

15
Να δω τη νύχτα απ’ την αυλή
την πούλια μας με τ’ άστρα
να φάω μπομπότα ανεβατή
ψημμένη μέσ’ τη γάστρα.

6
Απόψε ο νους μου μ’ έφερε
ξανά κοντά στο τζάκι
στην πυροστιά στη χόβολη
στο κοντοκαρεκλάκι.

16
Και στο κατώφλι του σπιτιού
σκυφτά να γονατίσω
τώρα με τ’ άσπρα μου μαλλιά
και να το προσκυνήσω.

7
Εκεί που μαζευόμασταν
τ’ αδέλφια αγαπημένα
με τον παππού και τη γιαγιά
αντάμα αγκαλιασμένα.

17
Στο Ξεροβούνι ν’ ανεβώ
και στην κορφή να κάτσω
και ν’ αγναντέψω με καημό
τον Άραχθο ως κάτω.

8
Και η γιαγιά μας έγνεθε
στη ρόκα το λινάρι
κι εμείς πιο κει διαβάζαμε
μ’ ένα μικρό λυχνάρι.

18
Και της Αγιά - Παρασκευής
στης εκκλησιάς τη χάρη
στο πανηγύρι να βρεθώ
να μπω στο καγκελάρι.

9
Εκεί που μοιραζόμασταν
στην τάβλα την μπαζίνα
και την τσουκνίδα στην καυκιά
χρόνια ωρέ και κείνα!

19
Να πιω νερό στο Μπέσικο
και στη Συκιά στη βρύση
και στη Μπιστούρα ν’ ανεβώ
ο ήλιος πριν ροδίζει.

10
Το γυρισμό νοστάλγησα
στα πατρικά μου γρέκια
και τα σημάδια για να βρω
τα παιδικά μου στέκια.

20
Και κάτω από τα πεύκα της
γλυκά να τραγουδήσω
και κάτω από τα πεύκα της
εκεί να ξεψυχήσω.

   Δύο ποιήματα αναφέρονται στο πάτριο χώμα, το οποίο η δημιουργός το ζύγισε με την ψυχή της και το έβγαλε βαρύτερο από κάθε άλλο χώμα στον κόσμο αυτό, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στο ποίημα με τον τίτλο «Το πάτριον χώμα» (13), το οποίο αποτελείται από πέντε τρίστιχες, με ιαμβικό μέτρο, στροφές, δεν έχει ομοιοκαταληξία και είναι «Αφιερωμένο σε όλες τις πατρίδες του κόσμου, μα πιο πολύ στη δική μας μικρή γενέτειρα, με μια ευχή: "Να είμαστε πάντα νοερά εκεί"»

   Το άλλο, με τον τίτλο «Χώμα απ’ την πατρίδα» (14), είναι εκτενέστερο. Συγκεκριμένα, αποτελείται από δώδεκα, σχεδόν ανομοιοκατάληκτες, τετράστιχες στροφές. Η ποιήτρια, με την ευκολία που τη διακρίνει στη σύνθεση στίχων, δεν ενδιαφέρεται τόσο για τη μετρική φόρμα όσο για την έκφραση των σκέψεων και των συναισθημάτων, τα οποία την κατακλύζουν στη σκέψη και μόνο του χώματος της πάτριας γης. Έτσι, χώμα απ’ αυτό έχει πάρει μαζί της στην ξενιτιά και θα το κρατά δια βίου ως φυλαχτό κάτω από το προσκέφαλό της, για να ονειρεύεται, τι άλλο, το χωριό της, στο οποίο επιθυμεί να επιστρέψει στα γεράματά της! Κι αν αυτό δεν συμβεί, τι μένει; «Μα αν έρθει η ώρα κι η στιγμή / στα ξένα να πεθάνω / το χώμα τούτο ρίξτε το / στον τάφο μου απάνω. // Για να φυτρώσει πλάτανος / και κουμαριά και ρείκι / και δάφνη μυριομύριστη / και πεύκο και φυλίκι. // Για να φυτρώσει αμάραντος / βασιλικός και δυόσμος / αν θα ταφώ στην ξενητειά / τότε, δεν θάμαι μόνος.» 

   Το τέταρτο από τα ποιήματα έχει ως τίτλο «Της Αγίας Παρασκευής» (15) και αναφέρεται στο μεγάλο πανηγύρι του χωριού. Καθόλου τυχαία, αφού, ειδικά πιο παλιά, τα πανηγύρια έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνία των χωριών, αλλά και των ξενιτεμένων. Οπότε για τη δημιουργό και τους οικείους της το πανηγύρι ήταν αφορμή να επιστρέψει στο χωριό, να συναντήσει συγγενείς και φίλους, να γεμίσει την ψυχή της με εικόνες και συναισθήματα, για να τα έχει ως φυλαχτά στην ξενιτιά της πρωτεύουσας ως το επόμενο καλοκαίρι. Γιατί, αν σήμερα είναι εύκολη η μετακίνηση από το χωριό προς την πρωτεύουσα, παλιότερα χρειαζόταν ολόκληρη μέρα με το λεωφορείο, τα ιδιωτικά αυτοκίνητα σπάνιζαν και τα χρήματα που έβγαιναν από το μεροκάματο έπρεπε να καλύψουν πολλές ανάγκες. Έτσι, η Χριστίνα Κόρδα, εκφράζει τη χαρά της για την επιστροφή και για την πλούσια εμπειρία του πανηγυριού και, μεταξύ άλλων, γράφει: «Σήμερα ήρθαμε κι εμείς / όλ’ οι ξενητεμένοι / λέμε καλώς σας βρήκαμε / πολύ συγκινημένοι. // Βάλτε να πιούμ’ ένα κρασί / και στο χορό να μπούμε / κι όλοι μαζί τη φτώχια μας / να ξαναθυμηθούμε. // Κι όταν θα φύγουμε ξανά / και θα σας χαιρετούμε / σαν τέτοια μέρα γρήγορα / θα ξανανταμωθούμε.»  Τέλος, και σ’ αυτό το ποίημα, το οποίο αποτελείται από είκοσι στροφές, δεν παρατηρείται κάποια διαφορά ως προς τη δομή τους, καθώς η δημιουργός ακολουθεί τον τρόπο γραφής της, που κύριο χαρακτηριστικό της, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, είναι η έκφραση των νοημάτων και όχι η ποιητική φόρμα.

 

   Το μόνο ποίημα, το οποίο γράφτηκε από δημιουργό, ο οποίος δεν γεννήθηκε στη Ροδαυγή, αλλά είχε συγγένεια εξ αγχιστείας σ’ αυτή, είναι το «Στο χωριό Ροδαυγή της Άρτας» (16):

Στη Ροδαυγή πλατάν’ - πλατάνι
συχνά ο Θεός σεργιάνι κάνει.
Πίνει νερό πηγή - πηγή
και λέει «χαρά σ’ αυτή τη γη!»

Φτάνει βοσκός με το κοπάδι
στον καφενέ βράδυ - βράδυ,
κόβει κλωνί από κατηφέ
και πίνει αμίλητος καφέ.

Τραβάει στην ανηφοριά,
φτάνει σε ουράνια απλοχωριά.
Λέει εκκλησιά του το βουνό·
του τάζει τον Αυγερινό.

Κοιτάει βοριά, κοιτάει νοτιά,
μετράει χωριά ματιά - ματιά
κι άμα θωρεί τη Ροδαυγή
τη λέει αιώνια χαραυγή.

   Το εν λόγω ποίημα γράφτηκε από τον Γιώργη Κρόκο (1916-1997), στις 9-10-1990, ενώ βρισκόταν στη Ροδαυγή. Ο Γιώργης Κρόκος γεννήθηκε στη Χίο και υπήρξε πολύπλευρη και πολυτάλαντη προσωπικότητα. Δάσκαλος στο επάγγελμα, διακόνησε επιτυχώς την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη λαογραφία, τη μουσική και την ιεροψαλτική. Ως ακάματος εργάτης του πνεύματος, άφησε ως παρακαταθήκη πλούσιο δημοσιευμένο συγγραφικό έργο, για το οποίο τιμήθηκε από διάφορους φορείς, καθώς και αδημοσίευτο(17).

   Το ποίημά του για τη Ροδαυγή, αποτελούμενο από τέσσερις τετράστιχες στροφές, ακολουθεί τους κανόνες της παραδοσιακής ποίησης, οι στίχοι, ανισομεγέθεις στον αριθμό των συλλαβών, είναι γραμμένοι σε ιαμβικό μέτρο και ομοιοκαταληκτούν ζευγαρωτά. Το περιεχόμενό του εστιάζει στα φυσικά κάλλη του χωριού, με έμφαση στα πολλά πλατάνια, τα οποία φύονται στις ρεματιές της, όπου συνήθως υπάρχουν νερομάνες, σε μια από τις βασικές ενασχολήσεις των κατοίκων παλιότερα, την κτηνοτροφία, στο βουνό που στις υπώρειές του απλώνεται το χωριό αμφιθεατρικά, καθώς και στην υπέροχη θέα στην κοιλάδα του Αράχθου και μέρος της οροσειράς της Πίνδου, η οποία προσφέρει θέαση πολλών χωριών, και όχι μόνο.   

 

   Και η γράφουσα το παρόν κείμενο, Παναγιώτα Π. Λάμπρη, πέραν των βιβλίων και άλλων δημοσιεύσεων, που έχει γράψει για τη γενέτειρά της, τη Ροδαυγή, έχει εκφραστεί γι’ αυτή και ποιητικά. Τα ποιήματα έχουν δημοσιευτεί σε ποιητικές συλλογές της, αλλά και αλλού. Εδώ, για λόγους οικονομίας, με εξαίρεση που αφορά σ' ένα χαϊκού, θα σημειωθούν μόνο οι συλλογές. Φυσικά, θα υπάρξει μόνο παράθεση των ποιημάτων, χωρίς σχόλια, διότι, πέραν άλλων, θα ήταν και άκομψο να συμβεί κάτι τέτοιο. Από τα ποιήματα θα παραλειφθούν το «Ἀρχές Μαγιοῦ» (18) και το «Τό μοιρολόι τοῦ πεύκου» (19), τα οποία αφορούν στη Ροδαυγή, αλλά με έμμεσο τρόπο. Τα ποιήματα είναι τα ακόλουθα:

Αὐγή καί Ροδαυγή (20)


Ἄν ἀφαιρέσεις ἀπ’ τή Ροδαυγή τό Ροδ-
θά μείνει ἡ Αὐγή
πού ἀλλιῶς Ἠώ καί Ἔω καί Αὔω τήν εἶπαν.
Θά μείνει ἡ πανέμορφη ἐρωτική θεά,
μέ τά μεγάλα μάτια καί τά ὄμορφα μαλλιά,
μέ τόν κροκάτο πέπλο καί τά λευκά φτερά,
ροδόσφυρη, ροδόπηχη καί ροδοδάκτυλη,
χρυσήνια, χρυσόθρονη καί χρυσοπεδιλάτη, 
ροδοστεφής καί φάεννα,
δροσιά ἀπ’ τούς οὐρανούς νά ραίνει.
Ἄν στήν αὐγή τό Ροδ- προτάξεις
θά ’χεις τή Ροδαυγή
πού ἀλλιῶς Νησίστα καί Ἀθήναιον τήν εἶπαν.
Θά ’χεις τό καλλιώνυμο ὀρεινό χωριό,
μέ τά εὐειδῆ τοπία καί τά πολλά νερά,
μέ τά κλιμακωτά πεζούλια καί τά ὡραῖα σπιτικά,
ἰοστεφές, ἡλιοστεφές καί ἀνθοστολισμένο, 
δασοσκεπές, καλλίβοτο καί εὔξενο, 
εὔανδρο καί καλλιγύναικο,
τῶν βουνῶν τήν Ἄρτα νά καλλύνει. 

Λιανοτράγουδα (21)

Μέσα στά ὄμορφα χωριά ἡ Ροδαυγή εἶν’ ἕνα,
στολίδι τῆς βουνοπλαγιᾶς ὅπ’ εἶναι ἁπλωμένη.

Τά λούλουδα τῆς Ροδαυγῆς ἀλλιῶς μοσχοβολᾶνε,
ὅποτε νά τά θυμηθῶ, ἀποθυμιές γεννᾶνε.

Τῆς Ροδαυγῆς οἱ ὀμορφιές σάν δίχτυα μέ κρατᾶνε,
ὅπου κι ἄν πάω, ὅ,τι κι ἄν δῶ, ἀσύγκριτες θενά ’ναι.

Τ’ ἀηδονάκια (22)

Ἄγρυπνο σέ κρατοῦν
στή Ροδαυγή
τίς νύχτες τ’ ἀηδονάκια.

Τό τραγούδι τους,
ἐρωτικό κι ἀτέρμονο,
τρίλιες ξεχωριστές,
συχνά, μοναχικές
μέσα στή σιγαλιά τῆς νύχτας
ἀναπέμπει.

Καί κάθε ξάγρυπνος
ταξιδευτής,
τοῦ χρόνου περατάρης,
μένει, ἀκούει, εὐφραίνεται,
μά, ἡ καρδιά του κλαίει.

Χαϊκού (23)

Της Ροδαυγής μου
πλανεύτρα η άνοιξη
και ταξιδεύτρα.

 

   Το πρώτο ποίημα, το οποίο δημοσιεύτηκε στην προαναφερθείσα εφημερίδα και αφορά στη Ροδαυγή είναι του Κώστα Μάρη (1951-1998) και έχει τον τίτλο «Η Ροδαυγή» (24). Το ποίημα έχει χαραχθεί στην επιτάφια μαρμάρινη πλάκα του δημιουργού του και είναι επηρεασμένο στη μορφή από την παραδοσιακή ποίηση. Δομημένο σε τετράστιχες στροφές, έχει στίχους γραμμένους σε χαλαρό ιαμβικό 15σύλλαβο μέτρο, μια και σε κάποιους εξ αυτών οι συλλαβές διαφοροποιούνται στην έκτασή τους, ενώ διαθέτει ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Στο ποίημα οριοθετείται γεωφυσικά η γενέτειρα του γράφοντος και περιγράφεται με υπέροχες εικόνες, οι οποίες δίνουν το στίγμα της ομορφιάς της και διαπνέονται από έντονο λυρισμό. Ο δημιουργός, με κάθε λέξη κεντάει το τοπίο, του οποίου η ομορφιά τον συγκλονίζει! Οι στίχοι έχουν ως ακολούθως:

Στους πρόποδες του Ξεροβουνιού, πάνω σκαρφαλωμένο
με χάρες τόσες περισσές και πράσινο ζωσμένο
με ράχες, όχτους και γκρεμούς και σπίτια σκορπισμένα
φαντάζεις όμορφο χωριό, μέσα από χίλια ένα!

Με δαφνοστέφανα βουνά και με σκεπή την Πούλια
στέκεις αγέρωχο ψηλά, πνιγμένο μέσ’ σε τούλια.
Βρέχεις τα πόδια χαμηλά στου Άραχθου το δάκρυ
και στέλνεις γεύση από ζωή στου Αμβρακικού τα βάθη.

Στις καταπράσινες πλαγιές, λαλάει τ’ αηδόνι
ο κούκος μες στην Άνοιξη, κι ο κότσυφας στο χιόνι.
Έχεις μία νότα χωριστή, χειμώνα καλοκαίρι
περνώντας απ’ την παγωνιά, στο δροσερό αγέρι.

Δε φτάνουν λόγια για να πω το πόσο ξεχωρίζεις
το πόσο μέσα την καρδιά του καθενός αγγίζεις.
Λαγκάδια, πράσινο, πουλιά, λουλουδιασμένη γη
όλα ετούτα σμίγουνε στη λέξη ΡΟΔΑΥΓΗ! 

   Ο Κώστας Μάρης, υπάλληλος στον ΟΤΕ και με σπουδές στην Ανωτάτη Εμπορική, έχει δημοσιεύσει κι άλλα ποιήματα στην ίδια εφημερίδα, τρία τον αριθμό, καθώς και κείμενα, αλλά δεν έχει εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή. Τα ποιήματα αυτά έχουν κοινωνικό προσανατολισμό και οι τίτλοι τους είναι «Όχι πόλεμος, ειρήνη» (25), «Το χρονικό της υπαίθρου» (26) και «Ο Ζητιάνος» (27). Αξίζει να σημειωθεί πως από τα πεζά κείμενά του έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η νεκρολογία, την οποία έγραψε, πριν τον θάνατό του, και αναγνώστηκε στην εξόδιο ακολουθία του! (28)  

   Συμπερασματικά, αν είχα να παρατηρήσω επιγραμματικά κάποια στοιχεία, τα οποία αφορούν στα ανωτέρω ποιήματα, που έχουν γραφεί για τη Ροδαυγή Άρτας, θα έλεγα πως ο λεκτικός πλούτος και η ποιητική φόρμα σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με το γνωστικό επίπεδο των γραφόντων, ενώ κοινή συνισταμένη όλων, με μία εξαίρεση, είναι η αγάπη για τη γενέθλια γη, η οποία δημιουργεί την ανάγκη για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων,…, που αυτή έχουν ως αφετηρία, αλλά και ως οδυσσειακό προορισμό!

   Σημειώσεις: 1. Όποιος επιθυμεί να δει ολόκληρα τα ποιήματα, για τα οποία έγινε λόγος στο πιο πάνω κείμενο, μπορούν να μεταβούν στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.rodavgi.com 
2. Στα ποιήματα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία και ο τονισμός της δημοσίευσής τους.

Υπόμνημα

1. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 91, Απρ. - Ιούν. 2003, σ. 2.
2. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 58,  Ιαν. - Μάρτ. 1995, σ. 2.
3. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 71, Απρ. - Ιούν. 1998, σ. 4.
4. Εφημερίδα  Η ΡΟΔΑΥΓΗ, αρ. φ. 73, Οκτ. - Δεκ. 1998, σ. 2.
5. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 88, Ιούλ. - Σεπτ. 2002, σ. 4.
6. Π. Π. Λάμπρη, Κ. Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής, 2011, σ. σ. 235, 238.
7. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 4ος, σ. 11.
8. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 4ος, σ. 11-12.
9. Π. Π. Λάμπρη, Κ. Α. Διαμάντης ο Ιστορητής, σ. 217-223.
10. Π. Π. Λάμπρη, Κ. Α. Διαμάντης ο Ιστορητής, σ. 246.
11. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 67, Απρ. - Ιούν. 1997, σ. 2.
12. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 50, Δεκ. 1992 - Φεβρ. 1993, σ. 4.
13. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 53, Οκτ. - Δεκ. 1993, σ. 4.
14. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 55, Απρ. - Ιούν. 1994, σ. 3.
15. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 71, Απρ. - Ιούνιος 1998, σ. 2.
16. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 43, Ιούλ. - Νοέμβρ. 1990, σ. 3.
17. http://kallimasia.blogspot.com/p/blog-page_17.html
18. Π. Π. Λάμπρη, Ροές, 2020, σ. 34.
19. Π. Π. Λάμπρη, Ροές, 2020, σ. 47.
20. Π. Π. Λάμπρη, Χαρμολῦπες, 2018, σ. 38.
21. Π. Π. Λάμπρη, Λιανοτράγουδα, 2019, σ. 32.
22. Π. Π. Λάμπρη, Ροές, 2020, σ. 37.
23. Π. Π. Λάμπρη, Προσωπική σελίδα της δημιουργού στο fb, 7-5-2020.
24. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 2, Μάιος 1980, σ. 2.
25. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 3, Ιούν. 1980, σ. 3.
26. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 4, Ιούλ. - Αύγ. 1980, σ. 2.
27. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 7, Ιαν. - Φεβρ. 1981, σ. 2.
28. Εφημερίδα «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», αρ. φ. 72, Ιούλ. - Σεπτ. 1998, σ. 1.