Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Τοπωνύμια της Ροδαυγής Άρτας - Απόπειρα ετυμολογικής προσέγγισης, (7-4-2022)

 

Δημοσιεύτηκε: "Τζουμερκιώτικα Χρονικά", τεύχος 23, Καλοκαίρι 2022, σ. 91-114.

Προσωπική σελίδα μου στο fb, 20-9-2022.

 

     Εισαγωγικό σημείωμα

   Όταν το 2013 δημοσίευσα τη μελέτη «Επώνυμα των κατοίκων της Ροδαυγής Άρτας - Απόπειρα ετυμολογικής προσέγγισης»(1), είχα κατά νουν να επιστρέψω με την ετυμολογία των τοπωνυμίων του εν λόγω χωριού. Με τον χρόνο να διαβαίνει και να στρέφει τον νου μου σε ποικίλες πνευματικές αναζητήσεις, έφτασε πλέον η στιγμή που θα δει το φως της δημοσιότητας η παρούσα μελέτη, με την οποία, πέραν της χαράς που προκύπτει από την πραγμάτωση μιας επιθυμίας, συνυπάρχει η ικανοποίηση για τη συμβολή στην κατανόηση του νοήματος, της σοφίας των λέξεων, οι οποίες αφορούν σε τοπωνύμια της γενέθλιας γης και μας ταξιδεύουν υπέροχα στον τόπο και στον χρόνο, καθώς μιλούν για τη φύση τους, ουσιαστικά για τους λόγους της ύπαρξής τους. Βέβαια, αυτές δεν ξεκλειδώνουν πάντα εύκολα το βαθύτερο εγώ τους, που σημαίνει πως ορισμένων δεν θα αποκαλυφθεί επαρκώς ποτέ. Τούτο όμως δεν είναι λόγος, για να μην παρουσιαστεί η τωρινή προσπάθεια, την οποία μπορεί να συνεχίσω η ίδια στο μέλλον, επαναπροσδιορίζοντας σημεία της, ή στη ρύμη του χρόνου κάποιος άλλος να πάρει από μένα τη σκυτάλη και δημιουργικά ν’ αμφισβητήσει ετυμολογικές προσεγγίσεις μου και να φέρει καινούργιες, πιο ορθές, στο φως. Διότι μερικά τοπωνύμια, αν και με περισσή αγάπη τα πλησίασα, μοιάζουν σαν να περιμένουν ακόμα κάποιο τρυφερό χάδι, το οποίο τον μέσα κόσμο τους θ’ αγγίξει και για την απαρχή τους θα μιλήσουν. Παρόλα αυτά, δεν τ’ άφησα παραπονεμένα, ελπίζοντας πως και μια παρακινδυνευμένη ετυμολογική προσέγγισή τους μπορεί να κρύβει μέσα της ολόκληρη την αλήθεια ή μέρος της.    

   Τα τοπωνύμια ή, αλλιώς, οι τοπωνυμίες της Ροδαυγής, λοιπόν, σχετίζονται: 1) με την ύπαρξη ναού, π.χ. Αγία Βαρβάρα· 2) με ανθρώπινες δραστηριότητες, π.χ. Αλώνια· 3) με την κατοίκιση και τις ιδιοκτησίες οικογενειών, οι οποίες φέρουν το ίδιο επώνυμο ή παρωνύμιο, π.χ. Αραπαίικα, Μπακαλαίικα· 4) με την ύπαρξη σε αφθονία κάποιου φυσικού υλικού, π.χ. Άμμος· 5) με κάποιο φυσικό φαινόμενο, όπως η ανάβλυση ύδατος, π.χ. Άμπλας· 6) με δέντρο, το οποίο ξεχωρίζει για το μέγεθός του ή βρίσκεται μόνο του σε σημείο σχετικά αποψιλωμένο ή ανάμεσα σε διαφορετικά είδη δέντρων ή έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, π.χ. Ξέρακας (βλ. λ.)· ακόμα, μπορεί να διακρίνεται για την ποικιλία του, π.χ. κερασιά ζαγορίσια, για το χωράφι ή για το σημείο του χωραφιού, στο οποίο βρίσκεται, π.χ. η κερασιά στου Βάσιου, η κερασιά η πατινή, που είναι δηλαδή στο τελευταίο πεζούλι απ’ όσα διαθέτει το κτήμα στο σύνολό του, ή για το πρόσωπο, στο οποίο ανήκει, π.χ. η κερασιά της μάνας, καθώς δινόταν και μεμονωμένο δέντρο ως προίκα, αλλά μπορεί να προσδιορίζεται έτσι, επειδή εκείνη τη φύτεψε· 7) με γεωφυσική κατατομή του εδάφους, π.χ. Βουνό· 8) με κάτι που προσομοιάζει με σημείο του ανθρώπινου σώματος, π.χ. Αφτί· 9) με την ύπαρξη μικρού οικοδομήματος πρακτικής φύσεως, π.χ. Βρύση, ή θρησκευτικής ανάγκης, π.χ. Κόνισμα, ή με μεγαλύτερο οικοδόμημα, π.χ. Μύλος· 10) με ερειπωμένο κτίσμα, π.χ. Γρέβια· 11) με παραδόσεις, π.χ. Δαιμονολάγκαδο· 12) με την ύπαρξη οθωμανικού φυλακίου, π.χ. Καρακόλι, ή στρατώνα, π.χ. Κούλια· 13) με δέντρο που στον σαθρό, κούφιο κορμό του φωλιάζουν έντομα, π.χ. Σερσεγκάς· 14) με την παρουσία συγκεκριμένων πτηνών, συχνά, σε αφθονία, π.χ. Τρυγόνα, κ.λπ.   

   Στην παρούσα μελέτη τα τοπωνύμια θα παρατεθούν αλφαβητικά και, εκτός από την ετυμολογική τους προσέγγιση, θα προστίθενται και κάποια, λίγα, στοιχεία, τα οποία κρίνονται απαραίτητα για την πληρέστερη παρουσίασή τους. Άλλωστε, περαιτέρω πληροφορίες μπορούν ν’ αναζητηθούν στις μελέτες «Τοπωνύμια του χωριού Ροδαυγή» και «Λεξιλόγιο των τοπωνυμίων της Νησίστας» του Κ. Α. Διαμάντη(2). Σ’ αυτές, πέραν άλλων, παρουσιάζεται η περιοχή που σχετίζεται με κάθε τοπωνύμιο, την οποία μόνο αν τη γνωρίζεις, μπορείς να κατανοήσεις, τόσο αυτή όσο και τα όριά της. Μια τοπογραφική μελέτη θα αποτύπωνε με ακρίβεια όσα η πένα του συγγραφέως περιγράφει, ο οποίος είχε άμεση αντίληψη και γνώση τους.

   Δεν θα περιληφθούν τοπωνύμια, τα οποία προήλθαν από επώνυμα ή παρωνύμια, διότι στην προαναφερθείσα μελέτη μου έχει παρουσιαστεί ετυμολογία τους. Ως εκ τούτου, όποιος ενδιαφέρεται μπορεί ν’ ανατρέξει σ’ αυτή και προσθέτοντας  στο θέμα του καθενός εξ αυτών το παραγωγικό επίθημα -αίικα, θα έχει το αντίστοιχο τοπωνύμιο, το οποίο θα περιγράφει, κατά περίπτωση, μικρότερο ή ευρύτερο χώρο. Άλλωστε, το εν λόγω επίθημα δημιουργεί λέξεις, οι οποίες δηλώνουν πως κατοικίες και άλλες ιδιοκτησίες ανήκουν σε κείνους, των οποίων τα επώνυμα ή τα παρωνύμια τις δημιούργησαν, π.χ. στ’ Αναγνωσταίικα, αφορά σ’ αυτούς που έχουν το επώνυμο Αναγνωστάκης, Αναγνώστης ή Αναγνώστου. Υπάρχουν βέβαια και κάποια που έχουν προκύψει από την ονομαστική ή τη γενική επωνύμου, παρωνυμίου ή κυρίου ονόματος, π.χ. η Βελετίνα, στου Κούτρα, στου Θωμά, και τα οποία επίσης παραλείπονται. Ακόμα, στις αναφερθείσες μελέτες του Κ. Α. Διαμάντη, παρατίθενται πολλά τέτοια τοπωνύμια. Υπάρχουν κι άλλα, τα οποία δεν έχουν καταγραφεί. Ούτως ή άλλως, όπου κατοικεί ακόμα και μία οικογένεια, δυνητικά υπάρχει τοπωνύμιο, αφού είθισται στην Ήπειρο να λέμε, π.χ. σήμερα πήγα στα Ζωαίικα, εννοώντας στην οικογένεια Ζώη, όπου υπάρχει μόνο το σπίτι τους και κτήματά τους.

   Τέλος, κάποια τοπωνύμια προέρχονται από επώνυμα και παρωνύμια αλλοτινών κατοίκων του χωριού, οι οποίοι πλην των ονοματοθεσιών περιοχών δεν κατέλειπαν άλλο εμφανές ίχνος. Αυτά συνεχίζουν τον βίο τους ερήμην τους, δηλώνοντας με τον τρόπο τους πως οι λέξεις, αφού δημιουργηθούν, ταξιδεύουν στον χρόνο ανεξάρτητα από την αιτία της δημιουργίας τους και από κείνους που τις δημιούργησαν. Κι αυτή είναι μια ξεχωριστή μαγεία τους και η μαγεία της γλώσσας γενικότερα.

Ετυμολογία τοπωνυμίων

Α

   Αγία Βαρβάρα, η (σ’ν Αγία Βαρβάρα): προήλθε από ναό στη βορειοανατολική πλευρά του χωριού(3) [ΕΤΥΜ.: Αγία (< μτγν. ἅγιος, ἁγία, ἅγιον < αρχ. ἅγιος, -α, -ον «ιερός») + Βαρβάρα (μσν. < αρχ. βάρβαρος, -ον «όχι ελληνικός, ξένος με τα ελληνικά ήθη ή τη γλώσσα, ξένος»· από τον διαπρεπή ιατρό, Αλέξανδρο τον Τραλλιανό(4) (525-605), αναφέρεται και η λ. βαρβάρα (ἡ) «είδος εμπλάστρου»].

   Αγία Παρασκευή, η (σ’ν Αγία Παρασσκιβή): αφορά σε δύο περιοχές· μία στο κέντρο του χωριού όπου υπάρχει και ο περικαλλής ναός της Αγίας Παρασκευής(5) και μια άλλη έξω από το χωριό, στον δρόμο που οδηγεί στον συνοικισμό Σουμέσι, στην τοποθεσία Κακολάγκαδο (βλ. λ.) [ΕΤΥΜ.: < Αγία (βλ. Αγία Βαρβάρα) + Παρασκευή < μτγν. κύρ. όν. < έκτη ημέρα της εβδομάδος, ημέρα παρασκευής, προετοιμασίας δηλαδή, πριν από το Σάββατο του Ιουδαϊκού Πάσχα < αρχ. παρασκευή (ἡ) «το να προμηθεύει κάποιος τα υλικά ή τα μέσα για να ετοιμαστεί κάτι, προετοιμασία,…»].

   Αγία Τριάδα, η (σ’ν Αγιά Τριάδα): τοπωνύμιο στον συνοικισμό Σουμέσι από ομώνυμο ναό(6) [ΕΤΥΜ.: < Αγία (βλ. Αγία Βαρβάρα) + Τριάδα (< αιτ. του αρχ. τριάς, -άδος «ο αριθμός τρία, το σύνολο τριών ημερών,…» < θ. τρι- του αριθμτ. τρεῖς, τρία + παραγ. επίθ. -άς, -άδος].

   Άγιοι Ανάργυροι, οι (στ’ς Αναργύρ’ς): από ξωκκλήσι στον συνοικισμό Περδικάρι(7) [ΕΤΥΜ.: < Αγία (βλ. Αγία Βαρβάρα) + μτγν. Ἀνάργυρος (ὁ) < αρχ. ἀνάργυρος, -ον «που δεν εξαγοράζεται με χρήματα» < ἀν- στερητ. + ἄργυρος «ασήμι, χρήματα»].

   Άγιος Βησσαρίων, ο (στουν Άι - Βησσάρ’): περιοχή στον συνοικισμό Άμμος, από ομώνυμο ναΐδιο(8) [ΕΤΥΜ.: < Αγία (βλ. Αγία Βαρβάρα) + Βησσαρίων, πιθ. < αρχ. λ. βῆσσα (ἡ) «κοιλάδα, φαράγγι, είδος ποτηριού με μικρό στόμιο» (> υποκορ. *βησσάριον, τό > Βησσαρίων) ή < αρχ. ρ. βήσσω «βήχω» ή πρόκειται για όνομα Αιγυπτιακής προέλευσης(9)].

   Άγιος Γεώργιος, ο (στουν Α-Γιώργ’): από εκκλησάκι στον συνοικισμό Λάψαινα(10) [ΕΤΥΜ.: < Αγία (βλ. Αγία Βαρβάρα) + μτγν. κύρ. όν. Γεώργιος < αρχ. γεωργός].

   Άγιος Νικόλαος, ο (στουν Α-Ν’κόλα): αφορά σε τρία τοπωνύμια, ευρισκόμενα αντίστοιχα σε τρεις συνοικισμούς, όπου υπάρχουν ξωκκλήσια αφιερωμένα στον εν λόγω Άγιο· το ένα στη Λάψαινα, το άλλο στο Περδικάρι και το τρίτο στο Σουμέσι(11) [ΕΤΥΜ.: < Αγία (βλ. Αγία Βαρβάρα) + αρχ. Νικόλαος (ὁ) < νίκη + λαός].

   Άγιος Προφήτης Ηλίας, ο (στουν Άι - Λιά): από ναΐσκο που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το κέντρο του χωριού(12) [ΕΤΥΜ.: < Αγία (βλ. Αγία Βαρβάρα) + μτγν. Ἠλίας (ὁ) < εβρ. Eliyyáhu «θεός μου (είναι) ο Γιάχ»].

   Αλαταριές, οι (στ’ς Αλαταργιές): υπάρχουν περισσότερα από ένα τέτοια τοπωνύμια και αφορούν σε σημεία, όπου πάνω σε πλάκα με μεγάλη επιφάνεια οι κτηνοτρόφοι έριχναν τροφή (π.χ. πίτουρο) αναμεμειγμένη με αλάτι, για να τρώνε με όρεξη τα αιγοπρόβατα, αλλά και γιατί το αλάτι συνέβαλε, κατά την πεποίθησή τους, στον οίστρο και κατ’ επέκταση στην αναπαραγωγή [ΕΤΥΜ. πληθ. του ουσ. αλαταριά < μσν. ἁλάτ(ι) (< μτγν. ἁλάτιον, υποκορ. του αρχ. ἅλας, -τος (τό) < ἅλς, -ός (ὁ) «αλάτι, θάλασσα») + παραγ. επίθ. -αριά].

   Αλώνια, τα (στ’ Αλώνια): θέση που υποδηλώνει ύπαρξη αλωνιών [ΕΤΥΜ.  πληθ. του ουσ. αλώνι < μσν. ἁλώνι(ν) (τό) < μτγν. ἁλώνιον, υποκορ. του αρχ. ἅλως (ἡ) «αλώνι,…»].

   Άμμος, ο (στουν Άμμου): ονομασία ενός από τους συνοικισμούς του χωριού, κοντά στον Άραχθο, και κάποτε έσφυζε από ζωή· διέθετε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και νερά για άρδευση, αλλά και για τη λειτουργία υδρόμυλων και μαντανιών, δηλαδή ξύλινων υδροκίνητων μηχανισμών, κατάλληλων για το τελικό στάδιο επεξεργασίας υφαντών [ΕΤΥΜ. < αρχ. ἄμμος (ὁ, ἡ) «σωροί  κόκκων ή λεπτών θραυσμάτων ορυκτών ή βράχων, που απαντώνται στους γιαλούς, στον βυθό θάλασσας ή λίμνης, στην κοίτη ή στις εκβολές ποταμού ή που καλύπτουν εκτάσεις ξηράς στις ερήμους»].

   Άμπλας, ο (στουν Άμπλα): αφορά σε τόπους όπου αναβλύζει πολύ νερό  [ΕΤΥΜ. < άμπ(ου)λας «ανάβλυση άφθονου νερού»(13)· η λ. ἀνάβλυδες «πηγαί», που αναφέρει ο Ἡσύχ., μας οδηγεί πιθ., με τις όποιες προσαρμογές, στην προέλευση της λ. από το αρχ. ρ. ἀναβλύζω / ἀναβλύω «εκχέομαι βράζοντας, «ξεχειλίζω», αναβλύζω,…»]. 

   Ανισώρεια, τα (στ’ Αν’σσιώργεια): συγκριμένο σημείο σε πλαγιά, στο οποίο υπάρχουν κτήματα και δάσος με πουρνάρια [ΕΤΥΜ. < ἄνισ(ος, -ον) «μη ίσος, ανώμαλος,…» + αρχ. ὄρει(ος, -α, -ον) «που βρίσκεται ή ανήκει στα όρη» + παραγ. επίθ. -α].

   Αργυάκι, το (στ’ Αρργυάκκι): απαντάται συχνά σε τόπους με ρυάκια, τροφοδοτούμενα από πηγές ή όμβρια ύδατα [ΕΤΥΜ. < α- προθεμ. + μσν. ῥυάκι(ν) (< μτγν. ῥυάκιον (τό) «μικρό ρεύμα νερού, ρεματάκι,…», υποκορ. του αρχ. ῥύαξ, -ακος (ὁ) (ῥέω) «ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος,…») > αρυάκι > αργυάκι]. 

   Αριά, η (σ’ν Αργιά)· Αριές, οι (στ’ς Αργιές): τοποθεσίες που φιλοξενούν μοναχικές αριές ή συστάδες τους, αντίστοιχα· η αριά είναι είδος βελανιδιάς (Δρυς η Αρία, Quercus ilex) [ΕΤΥΜ. < αρχ. ἀρία, ἡ «είδος δρυός, φελλόδρυς»].

   Αρμύρες, οι (στ’ς Αρμύρις): τοπωνύμιο πλησίον του συνοικισμού Λάψαινα· το σημείο χαρακτηρίζεται από πανέμορφη γκριζωπή άργιλο, την οποία συχνά γλείφουν τα αιγοπρόβατα, καθώς περιέχει ορυκτό αλάτι (βλ. Αλαταριές) [ΕΤΥΜ. πληθ. του ουσ. αρμύρα < μσν. ἁλμύρα (ἡ) < αρχ. επίθ. ἁλμυρός (-ά, -όν)].

   Ασβεσταριά, η (σ’ν Αζβισταργιά): τόπος όπου υπήρχε ασβεστοκάμινος [ΕΤΥΜ. < μσν. ἀσβέστ(ης) (ὁ) (< ἀσβέστιν (τό) < ἀσβέστιον (τό), υποκορ. του αρχ. επιθ. ἄσβεστος, -ον) + παραγ. επίθ. -αριά].

   Αυτί, το (στ’ Αυτί): σημείο βουνού, το οποίο εξέχει και μοιάζει με ανθρώπινο αυτί ΦΡ. (α) το Αυτί απ’ το Τζουμέρκο, στο οποίο ανατέλλει ο ήλιος το καλοκαίρι, πάνω από το χωριό Βουργαρέλι (β) το Αυτί απ’ το Γογόμπλο (βλ. λ.) στο Ξηροβούνι όπου δύει ο ήλιος και πίσω βρίσκεται το εν λόγω χωριό [ΕΤΥΜ. < μσν. αὐτί(ν) (τό) < αὐτίον < μτγν. ὠτίον, υποκορ. του αρχ. οὖς, ὠτός (τό) (πληθ. οὔατα)].

Β

   Βαενάκια, τα (στα Βαϊνάκια): ονομασία των απόκρημνων υπωρειών εκατέρωθεν του Κακολάγκαδου (βλ. λ.)· σε κάποιες πιο ήπιες, αλλά πάντα επικίνδυνες, έφταναν οι γυναίκες του χωριού, για να κόψουν ξύλα ή κλαδιά δέντρων για τα ζώα ΦΡ. ώσπου να πάω στα Βαενάκια και να ’ρθω μου βγήκε η ψυχή [κατάρα: Να σε μαζέψει η μάνα σ’ στο τσιόλι (υφαντό κλινοσκέπασμα), στα Βαενάκια! (δηλ. νεκρό)] [ΕΤΥΜ. < υποκορ. (πληθ.) του μσν. βαγένι / βαγένι(ν) (τό) < μσν. λαγένα «στάμνα» (ἡ) < μσν. λαγήνα (ἡ) < αρχ. λάγυνος (ἡ) «λαγύνι»].

   Βάλτος, ο (στου Βάλτου): τοπωνύμιο στον συνοικισμό Καθαραβούνι, κοντά στον Άραχθο [ΕΤΥΜ. < μσν. βάλτ(η) «έλος, βάλτος» + παραγ. επίθ. -ος (πρβ. κουτσοβλάχ. βάλτου (váltu) «έλος, βάλτος» < ρουμ. băltos)].

   Βουζιάδια, τα (στα Ββ’ζιάδγια): σημείο στο οποίο φύεται σε αφθονία το εν λόγω φυτό, εξού και ο πληθυντικός· πρόκειται για την κουφοξυλιά ή σαμπούκος (sambucus ebulus) που αναδίδει μια ιδιάζουσα οσμή [ΕΤΥΜ. < βου- (α' συνθ., που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το β' συνθ. ανήκει ή αφορά σε βοῦν (βόδι), ή μοιάζει με βοῦν) + αρχ. ὄζ(ω) «αναδίδω οσμή» + παραγ. επίθ. -ιάδια > βουοζιάδια >  βουζιάδια].

   Βιλιούρια, τα (στα Ββ’λιούργια): τόποι με τέτοια φυτά [ΕΤΥΜ. < βίλιουρ(ας) (ο) θαμνώδες ζιζάνιο, με το οποίο φτιάχνουν σκούπες, το σόργο (< μσν. βούλερις (ἡ) «καλαμιά»· Anecdota Graeca e codicibus regiis, τ. 2, Κάλαμος φραγμίτης, ἡ βούλερις) + παραγ. επίθ. -ια, με καταβίβαση του τόνου].

   Βουνί, το (στου Β’νί) & Βουνό, το (στου Β’νό): πρόκειται για το όρος Ξηροβούνι, που στις υπώρειές του απλώνεται η Ροδαυγή, και διαθέτει, πέραν άλλων, κτήματα, βοσκοτόπια και πλέον, μετά την αναδάσωση και τη μείωση της βόσκησης, υπέροχο δάσος [ΕΤΥΜ. < μσν. βουνό(ν) (< αρχ. βουνός (ὁ), λ. της δωρικής διαλέκτου, που συνδέεται με το ουσ. βουβών) + παραγ. επίθ. -ι (για το Βουνί)].  

   Βρομονέρι, το (στου Βρουμουνέρ’): ιαματική πηγή στην περιοχή Σωτηρέικα, για την οποία μαρτυρείται: «Νησίστης / Σωτηρέικα: Πηγάζει ὕδωρ, ἀπέχον τοῦ χωρίου Νησίστα ½ ὥραν, χρώματος κυανοῦ καί ὀσμῆς θείου, ποσότητος 2 ἑκ. μ. Τό ὕδωρ τῆς πηγῆς ταύτης χρησιμοποιοῦν μέ θεραπευτικά ἀποτελέσματα ἐπί ρευματισμῶν καί ἐξογκώσεων τοῦ δέρματος»(14) [ΕΤΥΜ. < μσν. βρόμ(α) (ἡ) (< μτγν. βρομέω (-ῶ) «βρωμίζω, αναδίδω δυσάρεστη οσμή») -ο- + -νέρι < νερό < μσν. νερόν (τό) < μτγν νηρόν (τό) «νερό φερμένο προσφάτως από πηγή», ουδ. του μτγν. επιθ. νηρός, -ά, -όν «φρέσκος, πρόσφατος», συνηρ. τ. του αρχ. επιθ. νεαρός, -ά, -όν «νέος, πρόσφατος»].

   Βρύση, η (στ’ Βρύσσ’): περισσότερα από ένα τοπωνύμια, από την ύπαρξη κρηνών  ή απλών βρυσών· κάποιες εξ αυτών προσδιορίζονται και από το όνομα του ιδιοκτήτη, του χορηγού, ή εκείνου που τις έχτισε, ή αποκαλούνται ανάλογα με τον τόπο όπου βρίσκονται ή από άλλο χαρακτηριστικό τους, π.χ. Κρύα Βρύση (βλ. λ.) [ΕΤΥΜ. μσν. (βλ. Βρυτσίλα)].  

   Βρυτσίλα, η (στ’ Βρυτσσίλα): απαντάται ως τοπωνύμιο σε τόπους όπου αναβλύζουν νερά και φύονται υδροχαρή φυτά [ΕΤΥΜ. < βρυσ(ό) / βρυσί (το) «πηγή αναβλύζουσα νερό» (< μσν. βρύση, ἡ (βλ. λ.) < βρύσις (ἡ) «ανάβλυση» < αρχ. βρύω «αναβλύζω) > βρυσίλα > βρυτσίλα, με τσιτακισμό ή < μσν. βρύσις, -εως (ἡ) «ανάβλυση, τόπος στον οποίο αναβλύζει νερό, πηγή,…» με ίδιο σχηματισμό· απαντάται και ως Βριτσίλα, πιθ. από το θ. βρισ- του αρχ. ρ. βρίθω «είμαι φορτωμένος, γεμάτος,…»].  

Γ

   Γκορτσούλα, η (στ’ Γκουρτσσούλα): σημείο στο Ξηροβούνι [ΕΤΥΜ. < υποκορ. του ουσ. γκορτσιά (η) «άγρια απιδιά, κάθε απιδιά» < κουτσοβλάχ. γκόρτσου (górtsu) «αγριαπιδιά, άγριο απίδι» (< αλβ. goricë) + παραγ. επίθ. -ούλα].

   Γογόμπλο, το (στου Γουγόμπλου): το Γογόμπλο, προφορική εκφορά, δεν είναι άλλο από το χωριό Γοργόμυλος Πρεβέζης· η εδώ αναφορά του έχει να κάνει με τοπωνύμιο στο Ξηροβούνι, το οποίο συνήθως ορίζεται ως το Αυτί απ’ το Γογόμπλο (βλ. Αυτί) και συνδέει μ’ έναν τρόπο τα δύο χωριά. Εν προκειμένω, επειδή οι αλλαγές του καιρού έρχονται συνήθως από τα βορειοδυτικά και τα δυτικά, φράσεις, όπως «βγήκε σύννεφο στο Γογόμπλο, αστράφτει στο Γογόμπλο ή άστραψε στο Γογόμπλο», προοιωνίζουν βροχή! [ΕΤΥΜ. < Γοργόμυλος < μσν. γοργ(ός) «γρήγορος» (< μτγν. γοργός «ζωηρός» < αρχ. γοργός «αυστηρός, άγριος, βλοσυρός») -ο- + μύλος (< μτγν. μύλος < αρχ. μύλη (ἡ) «μύλος»)].

   Γούπατο, το (στου Γούπατου): σημείο βαθουλωτό και απόσκιο [ΕΤΥΜ. < αρχ. γάποτος, -ον «που μπορεί να τον καταπιεί η γη», με αντιμετ. > γόπατο(ς) > γούπατο (με ιδιωμ. προφορά του -ο- ή < γούβα + πάτος, με συμφυρμό και απλολογία].

   Γράβος, ο (στου Γράβου)· Γράβια, τα (στα Γράβγια)· Γράβτσα, η (στ’ Γράβτσα)· Γράβτσες, οι (στ’ς Γράβτσις): μέρη όπου υπάρχουν ένας ή περισσότεροι γράβοι, δέντρα που στη Ροδαυγή λέγονται και γράβτσες· η επιστημονική ονομασία του δέντρου είναι γαύρος ο μπετουλοειδής (carpinus betulus) [ΕΤΥΜ. < γαύρος > γράβος, με αντιμετ.· στο λήμμα γάβρος(15) η λ. αναφέρεται ως σλαβ. προέλευσης από τη λ. граб, η οποία προέρχεται από την πρωτοσλαβική *grab(r)ъ· στο λεξικό Δημητράκου(16) είναι γραμμένη ως γαύρος και ετυμολογικά είναι δύσκολο να συσχετιστεί με τη λ. γαύρος, που αφορά στο γνωστό αφρόψαρο, ή με το αρχ. επίθετο γαύρος, -ον «καυχησιάρης, μεγαλοπρεπής,…»· πιθ. να σχετίζεται με το αρχ. γράβ(ιον) (τό) «πυρσός, είδος λαμπάδας»(17) + παραγ. επίθ. -ος· στην Αρκαδία απαντά ως γάβρος].

   Γράντζενες, οι (στ’ς Γράντζινις): τόπος όπου φύονται γράντζενες· δεν έχω ταυτίσει το φυτό· το λεξικό Δημητράκου έχει το λήμμα γράντζα (η) «μαρούλι» [ΕΤΥΜ. πιθ. < πληθ. του ουσ. γράντζ(α) + παραγ. επίθ. -ενες].  

   Γρέβια, η (στ’ Γρέβγια): τοποθεσία όπου υπάρχει ερειπωμένο ή γκρεμισμένο σπίτι ή σωρός λίθων προερχόμενος από τέτοιο σπίτι [ΕΤΥΜ. πιθ. < ιταλ. grev(e) «βαρύς» + παραγ. επίθ. -ια ή < ρείπιος (-α, -ο) «ερειπωμένος, χαλασμένος» (< αρχ. ἐρείπιος (-ον) «που είναι σε κατάσταση ερειπίου» > ρείπια (ενν. οἰκία) > ρέπια > γρέβια, με τροπή του ψιλού χειλ. -π- σε μέσο χειλ. -β- και ηχηροπ. του αρχικού συμφ.) (πρβ. 1. γρέβη (η) «γένος στεγανόποδων πτηνών της οικογένειας των κολυμβιιδών» 2. γρεβία (η) «γένος τυλιοειδών φυτών» 3. γρεβιλλέα (η) «γένος φυτών της οικογένειας των πρωτεοειδών, που συναντάται και σε απολιθώσεις» / γαλλ. grev(e) «όχθη, με λιθάρια και κοχύλια καλυμμένη, τόπος καταδίκης στη Γαλλία, περισκελίδες, μέρος της πανοπλίας των αρχαίων Γάλλων» ή γαλλ. grev(e)r «επιβάλλω βάρος»)]. 

   Γρεντζελιές, οι (στ’ς Γριντζζιλλιές): τόποι όπου φύονται άγρια κλήματα, τα οποία ονομάζονται γρεντζελιές· τα σταφύλια τους είναι νόστιμα, αλλά δεν είναι πλούσια σε αριθμό ρωγών [ΕΤΥΜ. πιθ. < ιταλ. gregg(io) «τραχύς, άγριος» + παραγ. επίθ. -ελιά].   

   Γύρα, η (στ’ Γύρα): σημείο του Αράχθου, όπου υπάρχουν δίνη [ΕΤΥΜ. μσν. < μτγν. γῦρος «κύκλος» < αρχ. γυρός «στρογγυλός»].  

   Γυροκούμασα, τα (στα Γυρουκούμασα): τοπωνύμιο στον συνοικισμό Καθαραβούνι [ΕΤΥΜ. < Γύρ(α) (βλ. λ.) -ο- + κουμάσι (< μσν. κουμάσι(ν)· (Ἡσύχ., < κουμάσιον>· τό τῶν ὀρνίθων οἴκημα)].  

Δ

   Δαιμονολάγκαδο, το (στου Διμουνουλάγκαδου) ή Δαιμονότρυπες, οι (στ’ς Διμουνότρυπις): περιοχή στον συνοικισμό Σουμέσι, κοντά στον Άραχθο [ΕΤΥΜ. < δαίμον(ας) (< αρχ. δαίμων, -ονος «θεός, η θεότητα που μοιράζει τη μοίρα») -ο- + λαγκάδι (< μσν. λαγκός «χαράδρα» + παραγ. επίθ. -άδι ή < λακ-κάδιον, υποκορ. του λάκκος ή < αρχ. ἄγκος (τό) «χαράδρα» με επίδραση του λάκκος)].

   Δέντρος, ο (στου Δέντρου)· Δέντροι, οι (στ’ς Δέντρους) / Δέντρα, τα (στα Δέντρα): τόπος μ’ έναν διακριτό δέντρο, δηλαδή βελανιδιά (Δρυς / Quercus), ή με πολλούς [ΕΤΥΜ. < μτγν. δένδρος (ὁ) < αρχ. δένδρον / δένδρεον «δέντρο» (τό)].

   Δέση, η (στ’ Δέσ’): τοπωνυμία, η οποία σχετίζεται με την ύπαρξη δέσης, δηλαδή φράγματος ποταμού ή ρέματος, από το οποίο ξεκινά αυλάκι για την άρδευση χωραφιών ή για τη λειτουργία νερόμυλου [ΕΤΥΜ. < αρχ. δέσις (ἡ) «σύνδεση, δέσιμο,…»].

   Δυο Παιδάκια, τα (στα Δγυο Πιδάκια): περιοχή σε πλαγιά του Ξηροβουνίου· τ’ όνομά της προήλθε από δύο ορθόλιθους που μοιάζουν με παιδάκια, τα οποία απολιθώθηκαν, σύμφωνα με παράδοση [ΕΤΥΜ. < αρχ. δύο / δύω + αρχ. παιδάκιον (τό) «παιδάριο, μικρό παιδί», υποκορ. του ουσ. πάις, παῖς,-δός (ὁ) «παιδί»].

Κ

   Καθαραβούνι, το (στου Καθαραβούν’): πρόκειται για έναν από τους συνοικισμούς της Ροδαυγής - κάποτε έσφυζε από ζωή -, αλλά και για έναν κατάφυτο λόφο πλησίον του Αράχθου, που πάνω του απλώνεται ο συνοικισμός [ΕΤΥΜ. < αρχ. καθαρ(ός), -ά, -όν «χωρίς βρομιά, ελεύθερος από υποχρεώσεις, απαλλαγμένος από οφειλές,…» + -α- + βουν(ό) (βλ. Βουνί) + παραγ. επίθ. -ι].

   Κακολάγκαδο, το (στου Κακουλάγκαδου) ή Κουκκολάγκαδο, το (στου Κουκκουλάγκαδου) ή Χάβος, ο (στου Χάβου): μεγάλο λαγκάδι, ή μάλλον χείμαρρος, που διασχίζει υπώρειες του Ξηροβουνίου, δημιουργώντας απότομους γκρεμούς και το συναντά κανείς στον δρόμο που οδηγεί από τη Ροδαυγή στον συνοικισμό Σουμέσι· αυτό συνδέεται με παραδόσεις του τόπου, οι οποίες σχετίζονται μ’ έντονα γεωλογικά φαινόμενα, τα οποία συνέβησαν στο σημείο κατά το παρελθόν(18) [ΕΤΥΜ. < αρχ.  κακ(ο)- θ. του επιθ. κακός ως α' συνθ. + -ο- + λαγκάδι (βλ. Δαιμονολάγκαδο)].

   Καρακαηδόνι, το (στου Καρακαηδόν’): έτσι ονομάζεται κάθε κορυφή ράχης, βουνού ή δένδρου, αλλά και το πολύ κρύο [ΕΤΥΜ. < μσν. κόρακ(ας) (< αρχ. κόραξ (αιτ. κόρακα) + αηδόνα (< ἀηδών (αιτ. ἀηδόνα), βλ. αηδόνι) > *κορακαηδόνα > καρακαηδόνα > καρακαηδόνι].  

   Καρακόλι, το (στου Καρακόλλι): σημείο όπου υπήρχε φυλάκιο κατά την  οθωμανική περίοδο [ΕΤΥΜ. < τουρκ. karakol «αστυνομικό τμήμα» < βεν. caraguol].

   Καστανιά, η (σ’ Γκαστανιά)· Καστανιές, οι (στ’ς Καστανιές): προήλθε από ύπαρξη μεγάλης καστανιάς, συχνά με κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα, ή περισσότερων, αντίστοιχα [ΕΤΥΜ. < αρχ. καστανέα / κάστανος (ἡ)].

   Καψάλα, η (σ’ Γκαψάλα): από επιφανειακό κάψιμο αγροτικής έκτασης, λόγγου κ.λπ. [ΕΤΥΜ. < θ. κάψ- του ρ. καίω + παραγ. επίθ. -άλα]. 

   Κερασιά, η (σ’ Γκιρασσιά)· Κερασιές, οι (στ’ς Κιρασσιές): τόπος με μία, χαρακτηριστική κερασιά, ή με περισσότερες [ΕΤΥΜ. < μσν. κερασιά ή κερασά (ἡ) < μτγν. κερασία (ἡ) < αρχ. κέρασος (ὁ)].

   Κερασίτσα, η (σ’ Γκιρασίτσα): ένας από τους συνοικισμούς της Ροδαυγής [ΕΤΥΜ. υποκορ. του ουσ. κερασιά (βλ. Κερασιά)].

   Κοκκινόχωμα, το (στου Κουκκινόχουμα): από την ύπαρξη κοκκινωπού αργιλώδους εδάφους [ΕΤΥΜ. < μτγν. επίθ. κόκκιν(ος) (< κόκκος «βελανίδι βαφής» + παραγ. επίθ. -ινος) -ο- + χώμα (< αρχ. χῶμα, -ατος (< χῶ (-όω) «συσσωρεύω χώμα, σκεπάζω με χώμα»].

   Κοκκορόθος, ο (στου Γκουκκουρόθου): ο Κ. Α. Διαμάντης σε οικείο λήμμα(19) σημειώνει πως πρόκειται για τοπωνύμιο, το οποίο προήλθε από ομώνυμο φυτό, χωρίς περαιτέρω πληροφορίες γι’ αυτό. Στην προσπάθειά μου να το ταυτίσω βρήκα πως στην αρχαιότητα με τη λ. κόκκος (ἡ) προσδιορίζεται η «κοκκίνη δρυς»(20), η κόκκινη βελανιδιά (Quercus rubra) δηλαδή. Το δεύτερο συνθ. της λ. με οδήγησε στην αρχαία λ. ῥόθος (ὁ) που σημαίνει «θόρυβος, ιδίως ο ήχος του κουπιού που χτυπάει τη θάλασσα,  ο θόρυβος των κυμάτων, συγκεχυμένος άναρθρος ήχος, γρήγορη, ορμητική κίνηση, θόρυβος, φασαρία, μονοπάτι σε ορεινή περιοχή». Δύσκολος ο νοηματικός συνδυασμός των λέξεων κόκκος και ῥόθος; Ίσως! Όμως πόσες λέξεις δεν διηγούνται άγνωστες σε μας ιστορίες; Κι εδώ ο κοκκορόθος, γιατί να μην είναι μια υπέροχη κόκκινη βελανιδιά, πάνω στην οποία φτεροκοπούν θορυβώντας πουλιά ερωτευμένα ή εν τέλει δίπλα σ’ αυτό τ’ όμορφο δένδρο να φιδοσέρνεται ένα υπέροχο μονοπάτι; Σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση και η ακόλουθη ετυμολογία. [ΕΤΥΜ. < αρχ. κόκκ(ος) (ἡ) -ο- + αρχ. ῥόθος (ὁ)]. (βλ. σχόλια, πιο κάτω: Ευαγγελία Γιολδάση - Κοντοπρία)

   Κόλλημα, το (στου Κόλλ’μα): ως τοπωνύμιο αφορά σε περισσότερα από ένα  ανηφορικά σημεία του χωριού· στο τοπικό ιδίωμα η λ. κόλλημα, πέραν άλλων, σημαίνει και «ανέβασμα, σκαρφάλωμα» [ΕΤΥΜ. < αρχ. κόλλημα (το) «που έχει συγκολληθεί, που έχει συναρμοστεί,…»].

   Κόνισμα, το (στου Κόνζ’μα): κάθε σημείο, συνήθως σε άκρη δρόμου, στο οποίο υπάρχει προσκυνητάρι [ΕΤΥΜ. < αρχ. (εἰ)κόνισμα (τό) «απεικόνισμα», με αποβολή της αρχικής διφθόγγου < εἰκών (ἡ) «ομοίωμα, εικόνα, άγαλμα,…» < ἔοικα «ομοιάζω, φαίνομαι,…»].

   Κοπριές, οι (στ’ς Κουπριγιές): τοπωνύμιο, το οποίο σχετίζεται με την κοπριά ζώων σε αφθονία, πιθ. λόγω απόθεσής της για χρήση σε αγροτικές καλλιέργειες [ΕΤΥΜ. < μσν. κοπριά (ἡ) < αρχ. κοπρία (ἡ)].

   Κορφή, η (σ’ Γκουρφή): η λ. κορφή «κορυφή βουνού, ράχης, βράχου,…» χρησιμοποιείται μαζί με λ. που προσδιορίζει τον τόπο, π.χ. στην κορφή στο βουνό (σ’ γκουρφή στου β’νό) [ΕΤΥΜ. < μσν. κορφή < αρχ. κορυφή «κορυφή της κεφαλής του αλόγου, κορυφή βουνού»].

   Κούκες, οι (στ’ς Κκούκις): περιοχή κοντά στον Άραχθο με απότομους γκρεμούς, όπου γλίστρησαν και σκοτώθηκαν άνθρωποι(21) [ΕΤΥΜ. πιθ.: 1) < μτγν & μσν. κοῦκκος (ὁ) «νυκτόβιο ωδικό πτηνό με τη χαρακτηριστική, επαναλαμβανόμενη λαλιά κούκου - κούκου, κασκέτο, (μτφ.) μοναχικός άνθρωπος, (γεν. με επιρρ. σημ., φρ. του κούκου «ψηλά»),…» (< κούκου, ηχομιμ. λ.)· 2) < μσν. κούκα (ἡ) «είδος καλύμματος κεφαλής, κούκος, σκούφος,…»· 3) < αλβ. τοπωνύμιο Κούκεσι  (αλβ.  Kukës‎)].

   Κούλια, η (σ’ Γκούλια): προήλθε από τον μεγάλο στρατώνα που είχαν οι Οθωμανοί στο κέντρο του χωριού· τον κατεδάφισαν οι κάτοικοι το 1912 αμέσως μετά των αποχώρησή τους και βρισκόταν περίπου εκεί που είναι χτισμένο το Δημοτικό Σχολείο [ΕΤΥΜ. < ιταλ. cuglia «σκοπιά, έπαλξη» ή < τουρκ. kule < αραβ. qalʿä «φρούριο»].

   Κουμαριά, η (σ’ Γκουμαργιά): σημείο όπου υπάρχει μία κουμαριά και το προσδιορίζει σε συνάρτηση με κάτι που είναι δίπλα της ή πάνω της, π.χ. στην κουμαριά με το ασπρούδι (ποικιλία σταφυλιού) (σ’ γκουμαριά μι τ’ ασπρούδ’) [ΕΤΥΜ. < μσν. κουμαρέα (ἡ) < μσν. κούμαρον (τό) < μτγν. κόμαρον (ἡ) < αρχ. κόμαρος (ἡ) «κουμαριά»].

   Κρανούλα, η (σ’ Γκρανούλα) ή Σάντινα, η (στ’ Σάντινα): μικρός οικισμός κοντά στον Άραχθο, ακατοίκητος πλέον [ΕΤΥΜ. υποκορ. του ουσ. κραν(ιά) (η) «κοινή ονομασία, του είδους φυτών Cornus mas του γένους κόρνος» (< μσν. & μτγν. κρανέα < αρχ. κράνεια / κράνια (ἡ) < κράνον, τό) + παραγ. επίθ. -ούλα].

   Κριτσένι, το (στου Κριτσσιέν’): το κατάφυτο βουναλάκι, το οποίο λειτουργεί ως όριο ανάμεσα στα χωριά Ροδαυγή και Πιστιανά [ΕΤΥΜ. πιθ. < αρχ. κρίσσιον (το) «το φυτό κάρδος ο πυκνοκέφαλος, γαϊδουράγκαθο» ή < μτγν. &  μσν. κρισσός (ὁ) «ἡ ἐν ταῖς δρυσὶ γινομένη διάφυσις, ὅθεν ῥέει ὁ ἰξός. ἢ ἡ ἐν τοῖς ἄρθροις διάφυσις σκληρὰ καὶ ὀζώδης (Ἡσύχ.),…»· και για τις δύο εκδοχές > θ. κρισσ- + παραγ. επίθ. -ένι > κρισσένι > κριτσένι, με ηχηροπ.].

   Κρύα Βρύση, η (σ’ Γκρύα Βρύσ’): πηγή στον συνοικισμό Ξεράκι [ΕΤΥΜ. θηλ. κρύα, του μσν. επιθ. κρύος, -α, -ον (< αρχ. κρύος (τό) «παγωνιά») + Βρύση (βλ. Βρυτσίλα)]. 

Λ

   Λάκκος, ο (στου Λάκκου): αφορά σε σημεία όπου υπάρχουν χτιστές υδατοδεξαμενές για το πότισμα χωραφιών ή για τη λειτουργία υδρόμυλων, οι οποίες τροφοδοτούνται από πηγές· λέγεται επίσης Βροχιός, ο (στου Βρουχιό), Βρος, ο (στου Βρο) και Στέρα, η (στ’ Στέρα) «στέρνα» [ΕΤΥΜ. < αρχ. λάκκ(ος) «λίμνη, δεξαμενή, κελάρι»].

   Λάψαινα ή Λάψινα, η (στ’ Λάψαινα ή στ’ Λάψινα)): ακμάζων κατά το παρελθόν συνοικισμός της Ροδαυγής [ΕΤΥΜ. πιθ., λόγω της ύπαρξης των φυτών σε αφθονία < λαψάνα ή λαμψάνη ή λαψάνη, η «σινάπι» (< μτγν. λάμψ(ις) (ἡ) «ακτινοβολία, φωτεινότητα,…), λόγω του λαμπερού χρώματος των φύλλων του) + παραγ. επίθ. -αινα & -ινα ή < θ. λαψ- του αρχ. ρ. λάπτω «πίνω νερό με τη γλώσσα, πίνω με απληστία, ρουφώ,…» και τις ίδιες καταλήξεις]. 

   Λεύκα, η (στ’ Λεύκα)· Λεύκες, οι (στ’ς Λεύκις): θέσεις οι οποίες ορίζονται από την ύπαρξη ενός ή περισσότερων από αυτά τα δέντρα [ΕΤΥΜ. < αρχ. λεύκη (ἡ) (πρβ. ζέστη, ζέστα)].

   Λίπα, η (στ’ Λίπα): σημείο όπου υπάρχει λίπα, δηλαδή το δέντρο που αλλιώς λέγεται τίλιο, φλαμουριά,…, συνήθως μεγάλη [ΕΤΥΜ. < πιθ., λόγω της χρήσης του φυτού (παραγωγή αρωματικών ελαίων, βαμμάτων, καταπλασμάτων,…») < αρχ. λίπ(ος) (τό) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική και αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή»].

   Λόγγος, ο (στου Λόγγου): περιοχή με πυκνή, κυρίως θαμνώδη βλάστηση [ΕΤΥΜ. < μσν. λόγγος (ὁ) < σλαβ.  log(ŭ) + παραγ. επίθ. -ος(22)].  

   Λουτσιές, οι (στ’ς Λ’τσσιές): μέρη στη συμβολή λαγκαδιών, στα οποία διατηρείται νερό σε μικρές κοιλότητες, στις οποίες κυλιούνται αγριογούρουνα, κ.λπ. [ΕΤΥΜ. < λούτσ(α) (η) «γούρνα με νερό, όπου το καλοκαίρι δροσίζονται γουρούνια και άλλα ζώα,…» (< μτγν. λούστ(ης) «που του αρέσει ή συνηθίζει να λούζεται συχνά» + παραγ. επίθ. -α > (με αντιμετ.) λούτσα) + παραγ. επίθ. -ιές].

   Λυσιές, οι (στ’ς  Λ’σσιές): θέση όπου υπήρχαν ή υπάρχουν μαντριά ή κήποι με πρόχειρες ξύλινες πόρτες ή πόρτες από πλεγμένες βέργες· υπάρχει και Ράχη των Λυσιών [ΕΤΥΜ. < θηλ. λυσία (με καταβιβασμό του τόνου) του αρχ. επιθ. λύσιος (-α, -ον) «που ελευθερώνει»].

Μ

   Ματέρια, τα (στα Ματέργια): περιοχή στον συνοικισμό Καθαραβούνι [ΕΤΥΜ. < πληθ. του ουσ. ματέρι (το) «χοντρή σανίδα ή δοκάρι, μαδέρι» < μαδέρι (το) < μσν. μαδέριν < mader(ium) «δοκάρι» (< λατ. materia «ύλη»)  + παραγ. επίθ. -ιν].

   Μελικοκκιά, η (στ’ Μιλλικουκκιά): σημείο όπου υπάρχει μελικο(υ)κκιά (Celtis Australis)· για το χωριό θα τη χαρακτήριζα κραταιό και μοναχικό δέντρο, αφού υπήρχαν λίγα και ήταν πολύ ψηλά· ως παιδιά σκαρφαλώναμε σε μία που υπήρχε στο κέντρο του χωριού, για να μαζέψουμε τους μικρούς σφαιρικούς καρπούς της, τα μελίκκοκα [ΕΤΥΜ. < μέλι (< αρχ. μέλι, τό) + αρχ. κόκκ(ος) (ὁ) «κόκκος, όπως του ροδιού ή του πουρναριού, καρπός,…» + παραγ. επίθ. -ιά].

   Μελίσκα, η (στ’ Μιλλίσκα): τόπος με άγονο και σχετικά σαθρό αργιλώδες, σε χρώμα μέλισσας, έδαφος, το οποίο έχει μικρές, κολλημένες σ’ αυτό πέτρες [ΕΤΥΜ. πιθ. < αρχ. μέλισσα (ἡ) > μελίσσα > μελίσκα].

   Μουστέτσια, τα (στα Μπ’στέτσσια): θέση σχετικά κοντά στο κέντρο του χωριού, όπου υπάρχει βρύση και λαγκάδι [ΕΤΥΜ. πιθ. < μούστ(ος) (< μτγν. μοῦστος < λατ. vinummustum «νέο κρασί») + παραγ. επίθ. -έτσια].   

   Μπέσικο, το (στου Μπέσσικου): ομώνυμη, σημαντική πηγή και ρέμα που ξεκινάει από το χωριό και καταλήγει στον Άραχθο [ΕΤΥΜ. 1. Σε διαφημιστικό έντυπο της Ροδαυγής, έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου, σημειώνεται: «Εκεί, επί Τουρκοκρατίας οι Έλληνες της περιοχής και οι Τούρκοι έδωσαν λόγο τιμής, δηλαδή "μπέσα", ότι θα ζουν ειρηνικά. Εξού και η ονομασία "Μπέσικο"». Βέβαια, στοιχεία που αφορούν σ’ αυτή τη χρονική περίοδο δεν βεβαιώνουν την αγαστή σχέση μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων, χωρίς να αποκλείεται πως αυτό ίσχυε σε κάποια χρονικά διαστήματα της μακροχρόνιας δουλείας. Αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα· το ένα αφορά στο καγκελάρι, παραδοσιακό κύκλιο χορό της Ροδαυγής, που χορεύεται ακόμη, και, πέραν άλλων, επιτελούσε και εθνικό σκοπό στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας(23)· το άλλο αφορά στο ότι οι κάτοικοι, αμέσως μετά την απελευθέρωση, κατεδάφισαν εκ θεμελίων την κούλια ή αλλιώς κοτσέκι, δηλαδή τη μεγάλη αποθήκη, όπου αποθηκευόταν το (γ)ήμορο, η δεκάτη των παραγόμενων προϊόντων, φοβούμενοι μήπως επιστρέψει ο κατακτητής(24).

   Πέραν αυτών, στη διδακτορική διατριβή του Κωνσταντίνου Βακατσά(25) με τίτλο «Η γενική διοίκηση Ηπείρου: η αγροτική ιδιοκτησία 1913-1918», αναφέρονται ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία, τα οποία συνηγορούν στο ότι η σχέση μεταξύ των κατακτητών και των κατακτημένων κάθε άλλο παρά καλή ήταν. Μεταξύ άλλων, ο συντάκτης της σημειώνει (σ. 458-462): «[…] Σύμφωνα με τον πίνακα των τσιφλικιών που υπέβαλε στη Γεν. Διοίκηση ο Λ. Κ. Λεόντιος για την επαρχία Φιλιππιάδας, η Νησίστα είχε ιδιοκτήτη τον Γιαγιά Βέη και ο αριθμός των μορτιτών της ανερχόταν σε 78. Η ετήσια παραγωγή του χωριού σε σιτάρι ήταν 4.000 οκάδες και σε αραβόσιτο 60.000 οκ. (Σεπτέμβριος 1913).

   Την ίδια χρονιά (20 Σεπτεμβρίου 1913) πέντε μουχταροδημογέροντες και εξήντα οκτώ κάτοικοι της Νησίστας υπέβαλαν αίτηση στη διοίκηση. Σ’ αυτήν υποστήριξαν ότι το χωριό τους ήταν ανέκαθεν κεφαλοχώρι, δηλαδή ανήκε στους κατοίκους που είχαν τη μοναδική υποχρέωση να καταβάλλουν το φόρο του οθωμανικού δημοσίου· αυτός ήταν 5.000 γρόσια το χρόνο και τον εισέπρατταν οι σπαχήδες. Οι χωρικοί, για να τους αποφύγουν, ζήτησαν το 1825 την προστασία ενός ισχυρού Γιαννιώτη Οθωμανού, του Μέτκο Βέη, στον οποίο πλήρωναν το 10% από τα δημητριακά τους (σίτο, βρώμη, βρίζα, αραβόσιτο) και αυτός κατέβαλλε «εξιδίων» τον φόρο των πέντε χιλ. γροσίων. Οι αμοιβαίες αυτές υποχρεώσεις εκπληρώνονταν μέχρι το 1846, οπότε επιβλήθηκε ο φόρος της δεκάτης αντικαθιστώντας τον προηγούμενο. Τότε οι χωρικοί έπαψαν να καταβάλλουν στους κληρονόμους του Μέτκο το 10%, αφού εξέλιπε η αιτία της παροχής, και εκείνοι μέχρι το 1850 δε ζήτησαν τίποτε. Από το έτος αυτό μέχρι την ανακήρυξη του οθωμανικού συντάγματος (1909) έγινε μακροχρόνιος αγώνας ανάμεσα στους χωρικούς και στους κληρονόμους που ζητούσαν το 10% και κάποτε το 30% της παραγωγής, τις φάσεις του οποίου εκθέτουν σε μακροσκελές υπόμνημα (19 σελίδων) από δέκα μέρη. Σ’ αυτό φαίνεται καθαρά ότι οι συγκεκριμένοι Οθωμανοί ποτέ δεν απέκτησαν πραγματικό δικαίωμα στο χωριό και ότι οι χωρικοί ποτέ δεν έπαυσαν να αγωνίζονται. Η τελευταία περίοδος του αγώνα τους  χρονολογείται από το οθωμανικό Σύνταγμα, το 1909. Από τότε, ύστερα από μάταιη απόπειρα του καϊμακάμη Φιλιππιάδας να υποκύψουν στις παράνομες αξιώσεις των κληρονόμων, οι χωρικοί έμειναν μέχρι το 1913 ανενόχλητοι. Την εποχή που υπέβαλλαν την αίτηση έμαθαν ότι οι κληρονόμοι σκόπευαν να ζητήσουν τη βοήθεια  της διοίκησης για να τους αποσπάσουν ίμορο στους όψιμους καρπούς. Και υποστήριξαν ότι με το υπόμνημα η διοίκηση επρόκειτο να πεισθεί πως το χωριό τους δεν υπαγόταν στην κατηγορία των τσιφλικιών, ούτε ανήκε στους κληρονόμους.

   Το υπόμνημα, το οποίο υπέβαλλαν οι χωρικοί στον γεν. διοικητή και στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αποτελεί το χρονικό του αγώνα και μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία της Νησίστας […]». Ο αγώνας αυτός εκτίθεται στη συνέχεια της διατριβής και δείχνει με εναργή τρόπο, τι υπέφεραν οι κάτοικοι του χωριού από τους σπαχήδες, που χαρακτηρίζονται ως «κοινωνικές ακρίδες», αλλά και από άτακτα οθωμανικά στρατιωτικά τάγματα, τα οποία κατέλαβαν το χωριό και διέπραξαν θηριωδίες! Κάποιοι εκ των χωρικών φυλακίστηκαν – μερικοί πέθαναν από τις εκεί κακουχίες – άλλοι εκπατρίστηκαν κι άλλοι υπέστησαν βιασμούς και λεηλασίες. Έχει ενδιαφέρον η όλη παρουσίαση του θέματος από τον Κ. Βακατσά, αλλά σταματώ εδώ, διότι στόχος του παρόντος κειμένου δεν είναι η παρουσίαση ιστορικών στιγμών της Ροδαυγής, στις οποίες, ίσως, επανέλθω στο μέλλον, αλλά η αναφορά σ’ αυτές, προκειμένου να προσεγγιστεί η ετυμολογία της λέξης Μπέσικο.

   2. Από τη λέξη μπέσ-α (< αλβ. besa) και την παραγωγική κατάληξη -ικο· λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της λέξης, όπως παρατίθεται στη συνέχεια, καθώς και τον κοινωνικό ρόλο των πηγών παλιότερα, η λέξη μπορεί να αντανακλά το δόσιμο λόγου ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα· όντας σημαντικός για τους ίδιους ή για την κοινότητα, οδήγησε στη δημιουργία τοπωνυμίου· (Βικιπαίδεια, λήμμα μπέσα (η): «Η μπέσα καθορίζει ένα πρότυπο συμπεριφοράς με βάση τις αξίες μιας ομάδας ατόμων. Τα μέλη της θεωρούν τις προφορικές δεσμεύσεις απαραβίαστες, ενώ επιταγή αποτελεί η απόδοση τιμής σε συντοπίτες και συγγενείς, σύμφωνα με τα εκάστοτε συμφέροντα και τους ηθικούς κανόνες της εποχής. Στην ύπαιθρο, η συμμετοχή σε πρακτικές που σχετίζονται με τη μπέσα μπορούσε και μπορεί να οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις, όπως θανάτους αντιπάλων. Στην πράξη, λόγω της σύγχρονης  αστικοποίησης το περιεχόμενο της μπέσας είναι συγγενικό με έννοιες όπως αξιοπιστία,  αξιοπρέπεια και φιλότιμο.»)

   3. Πρόκειται, ίσως, για το επώνυμο κάποιου, του κτήτορα της πηγής ή του δωρητή για την κατασκευή της, που δεν διασώθηκε στον χρόνο· σ’ αυτό συνηγορεί το ότι άλλοτε η πηγή προφέρεται ως ουσιαστικό αρσενικού γένους (Μπέσικος, ο) κι άλλοτε ως ουδετέρου (Μπέσικο, το). Βέβαια, στη Ροδαυγή δεν απαντά στις μέρες μας το επώνυμο Μπέσικος - απαντά σ’ άλλα μέρη της πατρίδας μας - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ποτέ δεν υπήρχε, αφού κατά την Οθωμανική κατοχή, όχι σπάνια, οι άνθρωποι μετοικούσαν, προκειμένου ν’ αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες ζωής αλλού, όπως, βέβαια, συνέβη και κατόπιν.

   4. Από τη λέξη μπασιά «είσοδος» < (ἐ)μπασιά < ἔμβασις < ἐμβαίνω < βαίνω «βαδίζω, πηγαίνω», με πιθανή την ακόλουθη εξέλιξη: Μπέσ-ικο(ς) > μπεσ-ιά > μπασιά, δηλαδή το σημείο, στο οποίο μπαίνουμε, βγαίνοντας από τον κεντρικό δρόμο, εν προκειμένω, για να πιούμε νερό και να ξεκουραστούμε.

   Μπιστούρα, η (στ’ Μπισστούρα): περισσότερα από ένα τοπωνύμια, με πιο γνωστό εκείνο που βρίσκεται στις υπώρειες του Ξηροβουνίου, ακριβώς πάνω από τη Ροδαυγή· πρόκειται για μεγάλους ή μικρότερους βράχους με κροκαλοπαγή σύσταση – συνών. Ψωριάρα (η)· Πριτσίρα (η) [ΕΤΥΜ. < κουτσοβλάχ. bistiri̯áo «βράχος» < pestereào «σπήλαιο» < σλαβ. pes̆tera].

   Μύλος, ο (στου Μύλου): σημεία όπου υπήρχαν ή υπάρχουν νερόμυλοι [ΕΤΥΜ. < μτγν. μύλ(ος) (ὁ) < αρχ. μύλη (ἡ) «μύλος»].

Ν

   Νεροτροβιές, οι (στ’ς Νιρουτρρουβγιές): θέση με νεροτριβές και μαντάνια (βλ. Άμμος)· απαντάται συχνά και ως Ανιτροβιές, οι (στ’ς Ανιτρουβγιές, στ’ς Αλιτρουβγιές) [ΕΤΥΜ. < νερο- (< νερό) + τροβιά < αρχ. τριβή «τρίψιμο, φροντίδα, χρονοτριβή,…»].

   Νησίστα, η (στ’ Νησίστα): ονομασία του χωριού μέχρι το 1962, οπότε και μετονομάσθηκε σε Ροδαυγή (βλ. λ.) [ΕΤΥΜ.: 1) Είναι σλαβικής προέλευσης(26). 2) Προήλθε από ένα νησάκι, το οποίο είχε σχηματιστεί στην κοίτη του Αράχθου(27), λόγος που ερμηνεύει  τη γραφή με -η- (Νησίστα). 3) Ο Στάθης Ασημάκης(28), όταν κάνει λόγο για τη Νισίστα (Κεντρικό), η οποία στην περιγραφή θυμίζει περισσότερο τη Ροδαυγή (Νησίστα Ν. Ελλάδος), σημειώνει πως η ονομασία προέρχεται από την αλβ. λ. nis που σημαίνει «χαρακτηριστικό σημάδι, διακριτό, δεδομένου ότι το εν λόγω χωριό βρίσκεται στην κορυφή λοφοσειράς με ανεμπόδιστη θέα»]. 4) ο Γιώργος Γ. Γιαννάκης(29) μεταξύ άλλων σημειώνει: «[…] το τοπωνύμιο πρέπει να είναι η μοναδική μαρτυρία της περιεκτικής αρβανίτικης λέξης nisishta, πλάστηκε ως εξής: nisi (η ελλ. λέξη νησί) + -ishta πολυνησιακή». Αν αυτό θεωρηθεί εδαφωνύμιο, πρέπει να προϋποτεθεί ότι τα υψώματα του χωριού αυτού ονομάστηκαν μεταφορικώς νησιά. Πρόκειται μάλλον για κυριωνύμιο: η (κατοικία, περιοχή του) Νισίστα (=Πολυνησιακού). Προφανώς, ο πρώτος κάτοικος έφερε αυτό το όνομα, επειδή καταγόταν από κάποιο μέρος που είχε πολλά νησιά. […]».

   Ντερβένι, το (στου Ντιρβέν’): ο τόπος που αφορά στα σημεία απ’ όπου περνάει ο δημόσιος δρόμος στο πάνω μέρος του χωριού [ΕΤΥΜ. < τουρκ. dervent -ι  / derbent < περσ. darband].

Ξ

   Ξάγναντο, το (στου Ξάγναντου): ύψωμα απ’ όπου μπορεί κάποιος ν’ αγναντέψει [ΕΤΥΜ. < μσν. ξαγναντεύω < πρόθημα ξ(ε)- + μσν. ἀγναντεύω (< ἀγνάντ(ι) (< αρχ. φρ. τά ἐναντία «τα απέναντι») + παραγ. επίθ. -εύω].  

   Ξέρακας, ο (στουν Ξέρακα): τοποθεσία όπου υπάρχει μοναχικό ξερό δέντρο, συνήθως απανθρακωμένο από κεραυνό [ΕΤΥΜ. < αρχ. ξερ(ός) (-ά, -όν), ιων. αντί ξηρός + παραγ. επίθ. -ακας].

   Ξεράκι, το (στου Ξιράκκι): ονομασία ενός από τους συνοικισμούς της Ροδαυγής [ΕΤΥΜ. < ξερ(ός) (βλ. Ξέρακας) + παραγ. επίθ. -άκι].

   Ξεφεγγαρούδα, η (σ’ Γξιφιγγαρούδα): ξάνοιγμα σε κατάφυτο τόπο, απ’ όπου μπορείς ν’ αγναντέψεις [ΕΤΥΜ. < πρόθημα ξε- + μσν. φεγγάρ(ι) (< φεγγάριον,  υποκορ. αρχ.  φέγγ(ος)  «φως, λάμψη, φεγγαρόφωτο,…»  + παραγ. επίθ. -ούδα].

Ο

   Οργώματα, τα (στα Ουργώματα): χωράφια που έχουν οργωθεί πρόσφατα [ΕΤΥΜ. < οργ(ή) + παραγ. επίθ. -ώνω· το ρ. έχει τη σημ. των αρχ. ὀργῶ «αρδεύομαι καλά για  παραγωγή καρπού» και ὀργάς «γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός»(30).  Κατά το λεξικό Τριανταφυλλίδη, το ρ. οργώνω έχει προέλθει με αφομοιωτική τροπή του αρκτικού ε- σε ο- από αμάρτυρο αρχικό τ. εργ-ώνω < ἔργον].

Π

   Παλιάμπελα, τα (στα Παλλιάμπιλα): τόπος που παραπέμπει σε ύπαρξη παλιών, γερασμένων ή κατεστραμμένων αμπελιών [ΕΤΥΜ. < μσν. παλι(ός) (< αρχ. παλαιός) + αμπέλ(ι) (< μσν. ἀμπέλι(ν) < αρχ. ἀμπέλιον (τό), υποκορ. του  ἄμπελος (ἡ)  «κλήμα») + παραγ. επίθ. -ο/ -α].

   Παλιόμπλος, ο (στου Μπαλιόμλπου): σημείο όπου υπήρχε παλιός μύλος [ΕΤΥΜ. < παλι(ός) (βλ. Παλιάμπελα) -ο- + μύλος (βλ. Μύλος) > Παλιόμυλος > Παλιόμπ’λος)].

   Παλιόστανο, το (στου Παλλιόστανου): δηλωτικό ύπαρξης στάνης [ΕΤΥΜ. < παλι(ός) (βλ. Παλιάμπελα) -ο- + στάνη < θ. σταν- του μτγν. ρ. ἱστάνω (< ἵστημι) + παραγ. επίθ. -η].   

   Παλιοχώρι, το (στου Παλλιουχώρ’): τοπωνύμιο στο κέντρο του χωριού κάτω από τον λόφο όπου βρίσκεται ο ναός της Αγίας Παρασκευής [ΕΤΥΜ. < παλι(ός) (βλ. Παλιάμπελα) -ο- + χωρ(ιό) (<  μσν. χωριόν < μτγν. χωρίον «αγροτική περιοχή» < αρχ. χωρίον «χώρος, περιοχή, πόλη») + παραγ. επίθ. -ι].    

   Παραπόταμο, το (στου Παραπόταμου): περιοχή κοντά στις εκβολές του Κακολάγκαδου (βλ. λ.) [ΕΤΥΜ. < παρα- < αρχ. πρόθ. παρά + μσν. ποτάμι(ν) (< αρχ. ποτάμιον (τό), υποκορ. του ποταμός, ὁ)].

   Πεζούλια, τα (στα Πιζούλια): μέρος με συνεχόμενα πεζούλια, δηλαδή χωράφια διαρθρωμένα σε βαθμίδες που η μία ξεχωρίζει από την άλλη με όχτο ή τοίχο [ΕΤΥΜ. < μσν. πεζούλιον / πεζοῦλι / πεσούλιον, υποκορ. του μτγν. πέζα «μπορντούρα υφάσματος» < αρχ. πέζη / πέζα (ἡ) «πόδι, το άκρο ή το σύνορο, το τελείωμα οποιουδήποτε πράγματος, λέγεται για ένδυμα, (μτφ.) η άκρη ή το τέλος ενός σώματος»].   

   Περαταριά, η (σ’ Μπιραταργιά): σημείο όπου υπάρχει αυτοσχέδιο ξύλινο γεφύρι δεμένο με σχοινιά, το οποίο στηριζόταν μόνο στις όχθες του ποταμού και διευκόλυνε τη μετάβαση από τη μία όχθη στην άλλη, αλλά και σημείο που υπάρχει μεγάλο καλάθι, μέσα στο οποίο μεταφέρονταν άνθρωποι και είδη πρώτης ανάγκης, και μετακινείτο σαν τελεφερίκ από τη μία όχθη ποταμού στην άλλη· σήμερα οι τρόποι μετακίνησης έχουν αλλάξει, αλλά τα τοπωνύμια έμειναν για να θυμίζουν όλα αυτά [ΕΤΥΜ. < περατάρ(ης) «βαρκάρης που διακομίζει ανθρώπους, ζώα και εμπορεύματα από τη μία όχθη ποταμού στην άλλη, πορθμέας» (< μτγν. περάτης (ὁ) < αρχ. περῶ (-άω) «διέρχομαι, περνώ, διαβιβάζω») + παραγ. επίθ. -ιά].

   Περδικάρι, το (στου Πιρδικάρ’): ο Κ. Α. Διαμάντης(31) στα «Τοπωνύμια του χωριού Ροδαυγή», αν και σποραδικά παραθέτει, όχι όμως τυπικά, την ετυμολογία λημμάτων του, για το Περδικάρι δίνει δύο εκδοχές: «Το όνομα θα το πήρε από κάποιον ιδιοκτήτη που λεγόταν Περδικάρης. Εξ άλλου η πλαγιά του Βουνού στο Ριζό από το Χάβο έως την Κιάφα κάτω από το Γογόμπλο έχει άφθονες πέρδικες που το λάλημά τους το πρωί όταν βγαίνει ο ήλιος προξενεί εξαιρετική εντύπωση.» Εν προκειμένω, θα μπορούσαν να ισχύουν και τα δύο, αν και στο χωριό δεν μαρτυρείται, απ’ όσο γνωρίζω, επώνυμο Περδικάρης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ποτέ δεν υπήρξε. Όπως και να ’χει πάντως, και το εν λόγω επώνυμο προέρχεται από τη λ. πέρδικα, που σημαίνει πως ελλείψει για την ώρα άλλων στοιχείων, μπορούμε να δεχθούμε ότι στη ρίζα του τοπωνυμίου Περδικάρι βρίσκεται η ακριβοθώρητη πέρδικα. [ΕΤΥΜ. < μσν. πέρδικ(α) (< αρχ. πέρδιξ, -ικος (ὁ, ἡ), αιτ. πέρδικα) + παραγ. επίθ. -άρι].

   Περιβόλια, τα (στα Πιριβόλλια): από την ύπαρξη περιβολιών, στον συνοικισμό Λάψαινα [ΕΤΥΜ. < πληθ. του ουσ. περιβόλι «χώρος όπου καλλιεργούνται λαχανικά ή οπωροφόρα δέντρα» < μσν.  περιβόλι(ν) < μτγν. περιβόλιον «περίφραχτος χώρος», υποκορ. του αρχ. περίβολος (ὁ) «που περιβάλλει, που περιτριγυρίζει κάτι,…].

   Πέσιμο, το (στου Πέσ’μου): έτσι ονομάζονται θέσεις, στις οποίες εξ αιτίας κατολίσθησης δημιουργήθηκε μικρή ή μεγάλη καταβύθιση του εδάφους ή ακόμα και γκρεμός [ΕΤΥΜ. < μσν. πέσιμο(ν) (< θ. πεσ- του ρ. πέφτω) + παραγ. επίθ. -ιμο(ν)].

   Πηγαδάκια, τα (στα Π’γαδάκια): τοπωνυμία στο Καθαραβούνι [ΕΤΥΜ. < πληθ. υποκορ. του μσν. πηγάδι (τό) < μτγν. πηγάδιον (τό), υποκορ. του αρχ. πηγή (ἡ)].

   Πλάι, το (στου πλάι) & Πλαγάκι, το (στου Πλαγάκκι): κατηφορικά μέρη με χωράφια ή όχι [ΕΤΥΜ. < ουδ. του αρχ. επιθ. πλάγιος (-α, -ον) > πλάγι(α) > πλάγι > πλάι].

   Πλακανήθρες, οι (στ’ς  Πλακανήθρις): σημεία του εδάφους, όπου υπάρχουν μεγάλης επιφάνειας συμπαγείς, σχιστολιθικές και επικλινείς συνήθως πλάκες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως οικοδομικό υλικό, κ.λπ. [ΕΤΥΜ. < μεγεθ. πλακάν(α) του μσν. ουσ. πλάκα (< αρχ. πλάξ, -κός (ἡ) «πεδιάδα, πλάκα, …») + παραγ. επίθ. -ήθρα].

   Πλατάνια, τα (στα Πλατάνια) & Πλατανάκια, τα (στα Πλατανάκια): τόπος, στον οποίο φύονται τέτοια δέντρα [ΕΤΥΜ. < πλατάνι (το) < αρχ. πλάτανος (ἡ) > (αρχαιότερη ονομασία του) πλατάνιστος (ἡ)].

   Ποδίγκαινα, τα (στα Πουδίγκινα): τοπωνύμιο έξω από το χωριό, κάτω από τον δρόμο που οδηγεί στον συνοικισμό Λάψαινα, μέσω της πηγής Μπέσικο  [ΕΤΥΜ. πιθ. < πόδι (< αρχ. πούς, ποδός) + ουδ. του αρχ. επίθ. καινός, (-ή, -όν) «νέος, πρόσφατος, καινούργιος,…» > ποδίκαινο > ποδίγκαινο, με ηχηροπ. του -κ- > ποδίγκαινα].

   Πολεμίστρα, η (σ’ Μπουλιμίστρα): πολεμίστρα είναι στενό άνοιγμα τείχους ή οχυρώματος, από όπου αμύνονται οι υπερασπιστές του εναντίον των επιτιθεμένων· εδώ πρόκειται για θέση κοντά στον συνοικισμό Κερασίτσα, όπου υπήρχε φυλάκιο κατά την οθωμανική περίοδο [ΕΤΥΜ. μσν. < θ. πολεμησ-  του αρχ. πολεμῶ + παραγ. επίθ. -τρα].

   Πολύκοινο, το (στου Πουλλύκοινου): περιοχή στις παρυφές του Αράχθου, κοντά στον συνοικισμό Καθαραβούνι [ΕΤΥΜ. < πολύ, ουδ. αρχ. επιθ. πολύς (-ή, -ύ) + κοινό(ν), (το) «πλήθος, λαός, η κοινή μοίρα των ανθρώπων, κοινοκτημοσύνη,…» < αρχ. επίθ. κοινός, -ή, -όν].

   Πόρος, ο (στου Μπόρου): σημείο στον Άραχθο, στο οποίο υπάρχει λιγότερο νερό, απ’ όπου κάποιος μπορεί να περάσει στην αντίπερα όχθη με μονόξυλο ή με τα πόδια [ΕΤΥΜ. < αρχ. πόρος (ὁ) «πορεία, ταξίδι, πέρασμα,…»].

   Ποτάμι, το (στου Πουτάμ’): ο ποταμός Άραχθος, ο οποίος λέγεται και Ποτάμι της Άρτας ή της Αρτός, Μέγας, Θεοπόταμος· ΦΡ. μένει στο Ποτάμι «μένει σε περιοχή κοντά στο Ποτάμι» [ΕΤΥΜ. < μσν. ποτάμιν (τό) < αρχ. ποτάμιον (τό), υποκορ. του  ποταμός, ὁ «ποτάμι, διώρυγα, θεότητα,…»].

   Προσμαλιός, ο (στου Μπρουζμαλλιό): τοποθεσία στο Περδικάρι [ΕΤΥΜ. < αρχ. πρόθ. πρός + πιθ. αρχ. επίθ. ὁμαλός (-ή, -όν) «ομοιόμορφος ως προς τη σύσταση, μαλακός, επίπεδος,…» > προσομαλός > προσμαλός > προσμαλιός].     

   Πρώιμη, η (σ’ Μπώιμ’): τοπωνύμιο, το οποίο υποδηλώνει την ύπαρξη πρώιμων στην καρποφορία δένδρων και φυτών ή περιοχή κατάλληλη για καλλιέργειά τους [ΕΤΥΜ. < αρχ. επίθ. πρώιμος, -ον < πρωί + παραγ. επίθ. -ιμος].    

Ρ

   Ριζό, το (στου Ρ’ζό): οι πρόποδες του Ξηροβουνίου στο ύψος του περιφερειακού δρόμου του χωριού [ΕΤΥΜ. λαϊκότροπο (το ριζό / τα ριζά) < αρχ. ῥίζα, ἡ].

   Ρόγκι, το (στου Ρόγκι): πρόκειται για καλλιεργήσιμη γη που δημιουργείτο από το κάψιμο θαμνώδους βλάστησης, κυρίως στην Κατοχή· σ’ αυτή έριχναν σπόρους δημητριακών, τους σκέπαζαν πρόχειρα και περίμεναν να φυτρώσουν, να ωριμάσουν τα σπαρτά και να τα θερίσουν· υπάρχουν αρκετά τοπωνύμια, τα οποία γεννήθηκαν απ’ αυτή τη δραστηριότητα [ΕΤΥΜ. < ιταλ. rogo (πληθ. -ghi) «πυρά, φωτιά» < λατ. rogus, -i «πυρά, θάνατος, αφανισμός»].

   Ροδαυγή, η (στ’ Ρουδαυγή): (βλ. Νησίστα) [ΕΤΥΜ.  <  ρόδο (το) < αρχ. ῥόδον (τό) «ρόδο, τριαντάφυλλο,…» + αρχ. αὐγή «το χρονικό διάστημα μεταξύ του τέλους της νύχτας και της ανατολής του ήλιου, το φως του ήλιου, λάμψη, οι ακτίνες του ήλιου, του φωτός,…» > ροδαυγή «η αυγή που έχει το χρώμα του ρόδου» > Ροδαυγή. Κατά το λεξικό Μπαμπινιώτη, ροδαυγή είναι «η ανατολή του ήλιου, που συνοδεύεται και  χαρακτηρίζεται από εκπομπή απαλού ρόδινου φωτός»]. 

   Ρουπακιά, η (στ’ Ρουπακιά): ρουπάκι ή ρουπακοβελανιδιά είναι η Δρυς η σκληρή (Quersus robur)· από την ύπαρξη συστάδας τους προέκυψε το τοπωνύμιο Ρουπακιά [ΕΤΥΜ. < ρουπάκ(ι) (το) (< μσν. ή μτγν. ῥωπάκιον (τό), υποκορ. του μτγν. ῥῶπαξ  (ὁ) (αρχ.  ῥώψ) «πυκνός θάμνος») + παραγ. επίθ. -ά].

   Ρωμαίου, στου (στ’ Ρουμαίου): ο Κ. Α. Διαμάντης(32) το γράφει (Ρωμαίο, το· στου Ρουμαίου)· νερομάνα με άφθονο νερό στην περιοχή Παναίικα [ΕΤΥΜ. γεν. του αρχ. Ῥωμαῖος, -αία, -αῖον < Ῥώμ(η) + παραγ. επίθ. -αῖος].

Σ

   Σερσεγκάς, ο (στου Σιρσιγκά): ξερός ή κουφωμένος κορμός δέντρου, στον οποίο φωλιάζουν σερσέγκια· πρόκειται για τη σφήκα την Ευρωπαϊκή (Vespa crabro) [ΕΤΥΜ. ηχομιμ. λ. από τον ήχο του βόμβου του εντόμου].

   Σιπιτού, στου (στ’ Σιπιτού) & Σιουπιτού, στου (στ’ Σιουπιτού): πηγή και ρέμα στη Λάψαινα [ΕΤΥΜ. πιθ. < αρχ. σιπυ(ΐς), -ίδος (ἡ) «είδος δοχείου, πιθάρι, αμφορέας» + παραγ. επίθ. -τός > σιπυτός >  σιπιτός (γεν. σιπιτού) ή πιθ. < κουτσοβλάχ. sópoutu (σόπουτου), -sópouti «κρουνός και εν γένει βρύση» < σερβ. sopot «καταρράκτης» ή < σλαβ. šipútu «ψιθυρισμός»].

   Σκαραμιά, η (στ’ Σκαραμνιά): ο Κ. Α. Διαμάντης(33) σημειώνει για το συγκεκριμένο τοπωνύμιο «Θέση όπου υπάρχει το σπάνιο δέντρο σκαραμιά», το οποίο δεν μπόρεσα να ταυτίσω με ποιο αντιστοιχεί. Πάντως, ακόμα κι αν δεν γίνει γνωστό ποιο σπάνιο δέντρο έχει αυτό το όνομα στο τοπικό ιδίωμα, ίσως, πρόκειται για μία από κείνες τις λ., οι οποίες υποδηλώνουν την ξεχωριστή ιστορία τους. Μπορεί, λοιπόν, η σκαραμιά μας, να  προσέφερε ξύλο κατάλληλο για την κατασκευή φλογερών, με τις οποίες οι βοσκοί έπαιζαν τον υπέροχο μουσικό σκοπό σκάρο! Απ’ αυτή τη σκέψη και η ακόλουθη ετυμολογία. [ΕΤΥΜ. < σκάρ(ος) «η έξοδος  ποιμνίου σε  βοσκή, κυρίως τη  νύχτα,  καθώς και η κατάλληλη για βοσκή ώρα και η ίδια η βοσκή, ποιμενικός σκοπός» (< θ. σκαρ- του αρχ. ρ. σκαίρω «σκιρτώ, πηδώ, αναπηδώ, χορεύω») + παραγ. επίθ. -αμιά].

   Σκλήθρος, ο (στου Σκλλήθρου): σκλήθρο (το) και σκλήθρος (ο) είναι είδος δέντρου που ευδοκιμεί σε παραποτάμια μέρη, αναπτύσσεται γρήγορα και φτάνει σε μεγάλο ύψος· εν προκειμένω αφορά σε τοποθεσία στον συνοικισμό Καθαραβούνι, όπου φύονται τέτοια δέντρα [ΕΤΥΜ. <  μτγν.  κλῆθρος  (ὁ) (αρχ.  κλῆθρα / κλήθρη, ἡ «παρυδάτιο δένδρο, σκλήθρος»].

   Σκλήθρος, ο (στου Σκλλήθρου): σκλήθρο (το) και σκλήθρος (ο) είναι είδος δέντρου που ευδοκιμεί σε παραποτάμια μέρη, αναπτύσσεται γρήγορα και φτάνει σε μεγάλο ύψος· εν προκειμένω αφορά σε τοποθεσία στον συνοικισμό Καθαραβούνι, όπου φύονται τέτοια δέντρα [ΕΤΥΜ. <  μτγν.  κλῆθρος  (ὁ) (αρχ.  κλῆθρα / κλήθρη, ἡ «παρυδάτιο δένδρο, σκλήθρος»].

   Σουμέσι, το (στο Σουμέσ’) / Σουμέση (η) (στ’ Σ’μέσ’): συνοικισμός της Ροδαυγής, περίπου τέσσερα χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού· ο Κ. Α. Διαμάντης(34) υιοθετεί τη γραφή Σουμέση· η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία καταγράφει τον συνοικισμό ως Σουμέσιον (το) και φυσικά οι ντόπιοι χρησιμοποιούν και τα δύο γένη· ο Γιώργος Ν. Γιαννάκης(35) το γράφει ως Σουμές, χωρίς άρθρο που να προσδιορίζει το γένος. Στην περιοχή δεν απαντώνται λ. με τέτοια κατάληξη (Σουμές), ή μάλλον, απαντώνται στον προφορικό λόγο πολλές, όπως για παράδειγμα το οικείο λήμμα (Σουμέσ’ / Σ’μέσ’). [ΕΤΥΜ. πιθ., λόγω του ότι ο εν λόγω συνοικισμός βρίσκεται σε χαμηλότερο υψόμετρο από το κέντρο του χωριού, να προήλθε από τη λατινική λ. summiss(us) (- a, - um) «χαμηλός, ταπεινός,…» > Σουμμίσσιον > Σουμμέσσιον > Σουμέσιον ή λόγω εντόπιας παραγωγής, < μσν. σούμ(α) (ἡ) «ρακί που προέρχεται από την πρώτη απόσταξη, τσίπουρο» (< λατ. summus (- a, -um) «ύψιστος, ανώτατος») + παραγ. επίθ. -έσι ή < σημίσσιον / σημίσιν / σιμίσιον, τό (< λατ. semis, semissis) «το μισό χρυσού νομίσματος»· ο Γιώργος Ν. Γιαννάκης(36) σημειώνει πως «είναι τουρκαρβανίτικο· su (τούρκικο = νερό) + mes (αρβανίτικο δάνειο από τα Ελληνικά = «στη μέση»): «νερό στη μέση», πράγμα που σημαίνει ότι πρόκειται για υδρωνύμιο. Όντως, στο μέσον της πλαγιάς τού Ξηροβουνιού, όπου βρίσκεται η συνοικία αυτή υπάρχει βρυσομάνα.»· αν δεχθούμε την τελευταία εκδοχή, η λ. mes δεν είναι κατανοητή ως β' συνθ., αφού προέρχεται από την ελλ. «μέση», η οποία μαζί με το προτεινόμενο ως α' συνθ., su, δημιουργεί τη λ. Σουμέση (su + μέση)].

   Σπίτια, τα (στα Σπίτγια): περιοχή κοντά στον Άραχθο, όπου υπάρχουν πολλά μισογκρεμισμένα σπίτια [ΕΤΥΜ. πληθ. του ουσ. σπίτι (το) < μσν. σπίτιν < ὁσπίτιον  /  ὁσπήτιον < λατ. hospitium «ξενώνας» < hospes, -itis «ξένος, φιλοξενούμενος» (με σίγηση του αρκτικού άτονου -ο)].

   Σταυρός, ο (στου Σταυρό): από την ύπαρξη προσκυνηταριών [ΕΤΥΜ. < μτγν.  σταυρός, αρχ. σημ. «μακρύ ξύλο, στημένο όρθιο,  πάσσαλος»].  

   Στεφάνι, το (στου Σστιφάν’): κάθε γκρεμός μικρός ή μεγάλος [ΕΤΥΜ. < μσν. στεφάνιν < μτγν. στεφάνιον, υποκορ. του αρχ. στέφανος «κλοιός, (μτφ.) ο κλοιός του πολέμου» (πρβ. αρχ. στεφάνη «στεφάνι, άκρη βράχου, διάδημα,…»)].  

   Συκιά, η (στ’ Σσ’κιά): βρύση κάτω από τη Μπιστούρα, σε άκρη του περιφερειακού δρόμου του χωριού [ΕΤΥΜ. < αρχ. συκ(ῆ) (ἡ) + παραγ. επίθ. -ιά].

Τ

   Τρυγόνα, η (σ’ Ντρυγόνα): αφορά στην κορυφή του λόφου Καθαραβούνι, όπου υπήρχε φυλάκιο κατά την οθωμανική περίοδο [ΕΤΥΜ. < τρυγόνα (η) / τρυγόνι (το) «κοινή ονομασία του περιστερόμορφου πτηνού Streptopelia turtur, μετρίου μεγέθους, με μακριές οξύληκτες φτερούγες και μικρό κεφάλι που απολήγει σε λεπτό ράμφος» < μτγν.  τρυγόνιον (τό), υποκορ. αρχ. τρυγών, -όνος (ἡ)].

   Τσιογκάνι, το (στου Τσσιουγκάν’):  μεγάλος μυτερός βράχος, συνήθως σε γκρεμό·  αφορά σε τοπωνύμιο που βρίσκεται στο Ξηροβούνι, πάνω από τη θέση Χαλιάς (βλ. λ.) – συνών. Τσιαγκάνι, το (στου Τσσιαγκάν’) [ΕΤΥΜ. < κουτσοβλάχ. tsi̭úk(ă) «κορυφή λόφου ή όρους» (< αλβ. tsiúke) > τσιουκάνι > τσιουγκάνι (με ηχηροπ. του -κ-)].

Φ

   Φυλλίκι, το (στου Φυλλίκκι): περιοχή όπου δεσπόζει ένα τέτοιο δέντρο, δηλαδή  φυλλίκι ή λιόπρινο ή φυλλιρέα (Phillyrea latifolia) [ΕΤΥΜ. < φύλλ(ο) (< αρχ. φύλλον (τό) + παραγ. επίθ. -ίκι].

   Φτερούσιο, το (στου Φτιρούσσιου): τόπος, συχνά επίπεδος, στον οποίο φυτρώνουν πολλές φτέρες [ΕΤΥΜ. < φτέρ(η) (< αρχ. πτέρις (-εως) / πτερίς, -ίδος, ἡ) + παραγ. επίθ. -ούσιο]. 

Χ

   Χαλιάς, ο (στου Χαλλιά): πρόκειται για πλαγιά βουνού όπου έχουν σωρευθεί  φερτά υλικά, όπως πέτρες, χώματα, χαλίκια,… Ως τοπωνύμιο υπάρχει όπου παρατηρείται αυτό το φαινόμενο. Εδώ ας σημειωθεί η θέση Χαλιάς, την οποία βλέπει ο καθένας που φθάνει στη Ροδαυγή από νοτιοδυτικά, ακριβώς μετά την είσοδο στα όριά της [ΕΤΥΜ. < χαλι(κι)-άς «χαλικερός, που είναι γεμάτος με χαλίκια» < αρχ. χάλιξ, χάλικος, ὁ].

   Χάντακα, τα (στα Χάντακα): περιοχή στον συνοικισμό Άμμος [ΕΤΥΜ. < αιτ. αρχ. χάνδαξ, χάνδακος «οχυρωμένη θέση» (< αραβ. khandaq «οχυρωματική τάφρος») + χάνδακα > χάντακα]. 

   Χούνη, η (στ’ Χούνη’): τοπωνύμια που αφορούν σε σημεία, όπου υπάρχουν κοιλότητες που σχηματίζονται μεταξύ βράχων και μοιάζουν με χωνί, χοάνη [ΕΤΥΜ. < αρχ. χώνη, συνηρ. του χοάνη «χωνί, κάτι που μοιάζει με χωνί» > χούνη, με ιδιωμ. προφορά -ου- του -ω-].

   Χωριό, το (στου Χουργιό): ονομασία του κέντρου της Ροδαυγής, όπου υπάρχουν τα κάθε είδους καταστήματα [ΕΤΥΜ. < αρχ. χωρίον «χώρος, περιοχή, πόλη» < χώρα].  

Ψ

   Ψηλή Ράχη, η (προφ.) Ψηλιαράχη, η (στ’ Μψηλιαράχη): [ΕΤΥΜ. < θηλ. του μσν. επιθέτου ψηλός (-ή, -όν) «που έχει ύψος αρκετό ή μεγάλο σε σχέση μ’ ένα άλλο που θεωρείται κανονικό ή συνηθισμένο» (< αρχ.  ὑψηλός (-ή, -όν) «που βρίσκεται ψηλά, μεγαλόπρεπος» με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος) + μσν. ράχη (ἡ) < αρχ. ῥάχις (ἡ)].    

Συντομογραφίες

αγν.(ώστου)
αιτ.(ιατική)
αλβ.(ανικός, -ή, -ό)
αντιμετ.(άθεση)
αραβ.(ικός, -ή, -ό)
αρβ.(ανίτικος, -η, -ο)
αριθμτ. (αριθμητικό)
αρσ.(ενικό)
αρχ.(αίος, -α, -ο)
βεν.(ετικός)
βλ.(έπε)
γαλλ.(ικός, -ή, -ό)
γεν.(ική)
εβρ.(αϊκός, -ή, -ό)
εκδ.(όσεις)
ελλ.(ηνικός, -ή, -ό)
ενν.(οείται)
επιθ.(έτου)
επίθ.(ετο)
επιρρ.(ηματικός, -ή, -ό)
ΕΤΥΜ./ετυμ.(ολογία)
θ.(έμα)
θηλ.(υκό)
Ἡσύχ.(ιος)
ηχομιμ.(ητικός (-ή, -ό)
ηχηροπ.(οίηση)
ιδιωμ.(ατικός, -ή, -ό)
ιταλ.(ικός, -ή, ό)
ιων.(ικός, -ή, -ό)
κ.λπ. (και λοιπά)
κουτσοβλάχ.(ικος, -η, -ο)
κύρ.(ιος, -α, -ο)
λ.(έξη)

λατ.(ινικός, -ή, -ό)
μεγεθ.(υντικός, -ή, -ό)
μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό (ενν. ελλ. 7ος αι.-1800 μ.Χ.)
μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο (ενν. ελλ. 3ος αι. π.Χ.-6ος αι. μ.Χ.)
νεοελλ.(ηνικός, -ή, -ό)
όν.(ομα)
ουσ.(ιαστικό)
παραγ.(ωγικό) επίθ.(ημα)
πρβ. παράβαλε
περσ.(ικός, -ή, -ό)
πιθ.(ανός, -ή, -ό)
πληθ.(υντικός)
προθεμ.(ατικός, -ή, -ό)
πρόθ.(εση)
π.χ. παραδείγματος χάριν
ρ.(ήμα)
ρουμ.(άνικος, (-η, -ο)
σ.(ελίδα)
σερβ.(ικός, (-ή, -όν)
σημ.(ασία)
σλαβ.(ικός, -ή, -ό)
Σουίδ.(α Λεξικό)
στερητ.)ικός, -ή, -ό)
συμφ.(ώνου)
συνηρ.(ημένος, -η, -ο)
συνθ.(ετικό)
τ.(ύπος), ενίοτε τ.(όμος) & τ.(εύχος)
τουρκ.(ικός, -ή, -ό)
υποκορ.(ιστικός, -ή, -ό)
ΦΡ./φρ.(άση)
χειλ.(ικός, -ή, -ό)
* αμάρτυρος τύπος

Υπόμνημα

1. Τζουμερκιώτικα Χρονικά, τ. 14ο, σ. 53-77.
2. Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, σ. 104-135 & τ. 9ος, σ. 25-42.
3. Παναγιώτα Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 424.
4. Αλέξανδρος ο Τραλλιανός (3.8.).
5. Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 425-431.
6. Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 431.
7. Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 438.
8. Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 432.
9. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας2, Κέντρο Λεξικολογίας, 2005 (σχετικό λήμμα).
10. Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 432.
11. Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 433-438.
12. Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 438.
13. Ἀνδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια τῆς Πλώρης, Ἡ δικαιοσύνη τῆς θάλασσας: Πατοῦσα τήν τρόμπα καί νόμιζα πῶς ἔβγαινε  ἄμπουλας  τό νερό.
14. Νικ. Γ. Λέκκας, Αἱ 750 Μεταλλικαί Πηγαί τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1938, σ. 111.
15. https://el.wiktionary.org/
16. Δ. Δημητράκος, ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, εκδ. Δομή Α.Ε., ΑΘΗΝΑΙ.  
17. Ἀθήναιος 15.57.13-19, […] Ἀμερίας δὲ γράβιον τὸν φανόν. Σέλευκος δὲ οὕτως ἐξηγεῖται ταύτην τὴν λέξιν. γράβιόν ἐστιν τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον, ὃ περιεθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν τοῖς ὁδοιποροῦσιν. […] «Ο Αμερίας αποκαλεί γράβιο το φανάρι (δάδα)· κι ο Σέλευκος έτσι εξηγεί αυτή τη λέξη· το γράβιο είναι το κομμένο και σχισμένο ξύλο πουρναριού ή βελανιδιάς, που φέγγει στους οδοιπόρους».
18. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, σ. 116, 133, τ. 3ος, σ. 121, τ. 9ος, σ. 32, Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 19, 281, 287, 479.
19. Κ. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, σ. 116.
20. Διοσκουρίδης 4. 48.
21. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, σ. 116.
22. (Λεξικό Μ. Τριανταφυλλίδη / Ἀδαμάντιος Κοραῆς, Ἄτακτα, λήμμα ΛΌΓΓΟΣ, Σ. Λόχμη, Ὕλη, και Δρυμός, (forêt) Ἑλλ. «Λόχμη… σύμφυτος τόπος, ἤ κρύφιμος, δα-σεῖαν ὕλην ἔχων κ.λπ.» λέγει ὁ Ἡσύχιος· ὅθεν διορθόνεται ἄλλο ὄνομα τοῦ αὐτοῦ λεξικογράφου, «Λόγγη, ΤΑΦΟΣ» μεταβαλλόμενον εἰς τό ΤΆΦΡΟΣ, ἤ ΤΆΡΦΟΣ (Ζ. Τράφος). Λέγει καί ἀλλοῦ, Ὕλη… σύμφυτος τόπος» καί Ὕλιγγες, ΛΌΓΧΑΙ» τό ὁποῖον ἴσως ἦτο ΛΟΧΜΑΙ, ἤ και ΛΌΓΓΑΙ.)
23. Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 155-169.
24. Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 23-26, 479 κ.ε., Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα (διάσπαρτες πληροφορίες), τ. 1ος, 3ος, 4ος, 9ος).
25. Η γενική διοίκηση Ηπείρου: η αγροτική ιδιοκτησία 1913-1918,Διδακτορική διατριβή του Κωνσταντίνου Βακατσά (2001), Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
26. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 9ος, σ. 30, Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 480.
27. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 9ος, σ. 30, Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, σ. 480.
28. Στάθης Ασημάκης, Τοπωνύμια -οβα, -οβο, -ιστα, -ιτσα, σ. 102.
29. Γιώργος Γ. Γιαννάκης, Τζουμερκιώτικα Χρονικά, τ. 22, 2021, σ. 120.
30. https://lsj.gr/wiki/ (σχετικό λήμμα).
31. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, σ. 126.
32. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, σ. 130.
33. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, σ. 131.
34. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, σ. 131.
35. Γιώργος Ν. Γιαννάκης, Τζουμερκιώτικα Χρονικά, τ. 22, 2021, σ. 124.
36. Γιώργος Ν. Γιαννάκης, Τζουμερκιώτικα Χρονικά, τ. 22, 2021, σ. 124.

Βιβλιογραφία – Δικτυακοί τόποι

Στάθης Ασημάκης, Τοπωνύμια -οβα, -οβο, -ιστα, -ιτσα, Αθήνα 2015.
Δ. Δημητράκος, ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, εκδ. Δομή Α.Ε., ΑΘΗΝΑΙ.
Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, Αθήνα 1984 & 9ος, Αθήνα 1990.
Διδακτορική διατριβή του Κωνσταντίνου Βακατσά (2001), Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Ηλεκτρονικό Λεξικό: https://lsj.gr/wiki/   
Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεύς, Γλῶσσαι, https://el.wikisource.org/wiki/  
P. Kapatu, Dizionario Italiano - Greco / Greco - Italiano, Primus.
Ἀδαμάντιος Κοραῆς, Ἄτακτα, https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/0/1/a/metadata-39-0000424.tkl
Παναγιώτα Π. Λάμπρη, Ροδαυγή2, 2016.
Λεξικό Σουίδα, εκδ. Θύραθεν, 2002. 
Λεξικό Μ. Τριανταφυλλίδη, https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/ 
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας2, Κέντρο Λεξικολογίας, 2005.
Mousaios 2000
Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, Ἐτυμολογικόν λεξικόν τῆς Κουτσοβλαχικῆς γλώσσης,  https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/5/4/3/metadata-01-0000671.tkl
Ομάδα καθηγητών τουρκικής γλώσσας, Τουρκο - Ελληνικό και Ελληνο -Τουρκικό Λεξικό, εκδ. Καλοκάθη, 2003.
Τζουμερκιώτικα Χρονικά, τ. 14ο, 2013 & τ. 22, 2021.
Εὐστράτιος Τσακαλῶτος, Λατινοελληνικόν Λεξικόν, εκδ. Δαρέμα, ΑΘΗΝΑΙ. 

 

Σχόλια

Εγώ: Να, κι ένα λήμμα από τη μελέτη για τα τοπωνύμια: Αλαταριές, οι (στ’ς Αλαταργιές): υπάρχουν περισσότερα από ένα τέτοια τοπωνύμια και αφορούν σε σημεία, όπου πάνω σε πλάκα με μεγάλη επιφάνεια οι κτηνοτρόφοι έριχναν τροφή (π.χ. πίτουρο) αναμεμειγμένη με αλάτι, για να τρώνε με όρεξη τα αιγοπρόβατα, αλλά και γιατί το αλάτι συνέβαλε, κατά την πεποίθησή τους, στον οίστρο και κατ’ επέκταση στην αναπαραγωγή [ΕΤΥΜ. πληθ. του ουσ. αλαταριά < μσν. ἁλάτ(ι) (< μτγν. ἁλάτιον, υποκορ. του αρχ. ἅλας, -τος (τό) < ἅλς, -ός (ὁ) «αλάτι, θάλασσα») + παραγ. επίθ. -αριά].

Χρήστος Αποστόλου: Ακριβώς αυτό!

Αντώνης Σιώζος: Γεια σου, Γιώτα! Συμπληρώνω για το αλάτι στα ζώα δεν βοηθάει εκ πεποιθήσεως στον οίστρο, αλλά είναι απαραίτητο. Διότι περιέχει νάτριο που είναι αναγκαίο στον μεταβολισμό σαν ηλεκτρολύτης, συμβάλλοντας στις κανονικές λειοτουργίες των οργάνων του ζώου και κατ' επέκταση στην έκκριση ορμονών που προκαλούν οίστρο, κ.λπ.

Εγώ: Πάντα προσθέτει η γνώση του ειδικού κι είναι πολύ όμορφο που επιβεβαιώνει την εμπειρική γνώση! Σ' ευχαριστώ πολύ, Αντώνη!

Διαμάντω Κίτσου: Καταπληκτική δουλειά έχει κάνει!!! Συγχαρητήρια, Γιώτα!!!

Ξανθή Παπακανέλλου: Μακάρι, όλα τα χωριά μας να είχαν την τύχη και την να τα "υμνούν" και να αναδεικνύουν την ιστορία τους άνθρωποι σαν και εσάς, συνδυάζοντας τη γνώση του επιστήμονα και την αγάπη για τον τόπο τους.

Εγώ: Καλημέρα, Ξανθή μου! Σ' ευχαριστώ από καρδιάς για τον έπαινο! Ό,τι καλό σου εύχομαι! Την αγάπη μου σου στέλνω...

Γιάννης Καραμπούλας: Εξαιρετική δουλειά, Παναγιώτα, και απολαυστικό το λεκτικό ταξίδεμα! Μπράβο! Παρόμοια τοπωνύμια υπάρχουν και στο χωριό μου και σε άλλα φαντάζομαι, γιατί τα χωριά μας έχουν κοινή διαδρομή στον χρόνο!

Εγώ: Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, Γιάννη! Η μικρή ορεινή πατρίδα πάντα θα μας ακολουθεί και θα μας εμπνέει! Ναι, είμαι σίγουρη πως και στο δικό σου χωριό, όπως και σ' άλλα, υπάρχουν παρόμοια τοπωνύμια. Κοινή η διαδρομή, όπως εύστοχα σημειώνεις, και, εκτός από τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις, τα υπόλοιπα μας συνδέουν υπέροχα.

Γιώτα Σιδηροπούλου: Υπέροχη δουλειά! Ανεπανάληπτη, Γιώτα!

Παναγιώτα Σμυρλή: Καρδούλες πολλές! (εικόνα)

Μενέλαος Παπαδημητρίου: Εξαιρετική δουλειά, αγαπητή Παναγιώτα Λάμπρη!!! Πολλά από τα Τοπωνύμια του Ανθηρού Αργιθέας έχουν ίδιες ονομασίες. Ελπίζω σύντομα να φέρω κι εγώ εις πέρας την εργασία μου για τα τοπωνύμια του χωριού μου και αν μπορέσω θα τα σημειώσω και πάνω σε χάρτη, ώστε να βρίσκουν άκρη οι νεότερες γενιές του Ανθηρού.

Εγώ: Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, αγαπητέ Μενέλαε! Χαίρομαι που συγκεντρώνεις τα τοπωνύμια του Ανθηρού και είναι άριστη ιδέα η αποτύπωσή τους σε χάρτη! Μόνο όσοι γνωρίζουν μπορούν να το πράξουν αυτό, οι οποίοι στη διαδοχή των γενεών και με τις υφιστάμενες εκεί, και όχι μόνο, συνθήκες, λιγοστεύουν. Θα είμαι σε αναμονή!

Ευαγγελία Γιολδάση - Κοντοπρία: Πολύ ενδιαφέρον! Ήθελα να προσθέσω κάτι διαφορετικό για τον Κοκκορόθο. Το δέντρο που είχαμε στο κτήμα μας με αυτή την ονομασία έκανε κόκκινους μικρούς στρογγυλούς καρπούς (κόκκους ερυθρούς). Το ίδιο δέντρο στη Λευκάδα το λένε Κοκκορευτιά. Να προσθέσω και συγχαρητήρια για τη δουλειά σου!

Εγώ: Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, Ευαγγελία μου, για τις πληροφορίες και για τα καλά σου λόγια! Επαληθεύεις αυτά που γράφω στην πρώτη παράγραφο του 'Εισαγωγικού σημειώματος" και, στ' αλήθεια, πολύ χαίρομαι! Τις πληροφορίες σου, μια και η μελέτη μου έχει δημοσιευτεί, θα τις προσθέσω, για κάθε ενδιαφερόμενο, με παραπομπή και αναφορά στο όνομά σου, κάτω από το κείμενο στην ιστοσελίδα μου.

Ε. Γ. -Κ.: Καλά, δεν έκανα και καμιά σοβαρή έρευνα. Απλά μου άρεσε η δική σου δουλειά και είπα να σου αναφέρω ποιο δέντρο λέγανε εκεί, στην πάνω γειτονιά, Κοκκορόθο. Όταν μπορέσω, θα σου στείλω φωτογραφία του δέντρου και των καρπών του.

Εγώ: Για μένα ήταν σημαντική η πληροφορία σου, όμως! Θα χαρώ να δω πεί τίνος πρόκειται, γιατί δεν γνωρίζω ποιο δέντρο λέγεται έτσι, οπότε στη συνέχεια θα ψάξω και το "επίσημο" όνομά του, αν μπορέσω!

Γεώργιος Ραβανίδης: Μια ετυμολογική ιστορία: Θέλησα να βρω την ετυμολογία για το "ήπαρ", κάποτε. Ανακάλυψα ότι υπάρχει και "ύπαρ": "όναρ εν εγρηγόρσει".

Εγώ: Ιδιαίτερο αυτό το ταξίδι στη γλώσσα, Γιώργο!

Κώστας Μάνος: Εξαιρετική δουλειά! Μπράβο, Παναγιώτα!