|
|
|
|
|
|
Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
"ΤΖΟΥΜΕΡΚΙΩΤΕΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ: Απόστολος Φιλ. Ντάλας"
Δημοσιεύτηκε: «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», τεύχος 10, Μάης 2009, σ. 146-150
Ποίημα: Απόστολος Ντάλας, "Στην καλή την Παναγιώτα".
Απόστολος Φιλ. Ντάλας
«[…] Απόστολος Ντάλας του μπάρμπα Φίλιππα και της κυρά Χριστίνας. Γεννήθηκα τον Ιούνιο (Θεριστή) το 1921 στα Πιστιανά Άρτης. Οι σπουδές μου ήταν του Δημοτικού.
Όταν ξεσκόλισα ασχολήθηκα με τα γιδοπρόβατα και το ζευγάρι σαν γεωργοκτηνοτρόφος.
Το 1942 παντρεύτηκα την Ελένη του Γεωργίου Λάμπρου ή Φλώρου από τη Σκούπα και δημιουργήσαμε οικογένεια με έξι παιδιά.
Από το 1955 έγινα μαραγκός αυτοδίδακτος, λόγω οικονομικών αναγκών. Το 1958 εγκατέλειψα την αγροτιά και πήγα στην Αθήνα και δούλεψα σαν κουφωματάς (μαραγκός) καθώς και επιπλοποιός. Το 1978 γύρισα πάλι στο χωριό, λόγω εργατικού ατυχήματος. Από το 1985 άρχισα να γράφω ποιήματα, (ορισμένα έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό «Ηπειρωτική Εταιρεία», καθώς και σε τοπικές εφημερίδες)· επίσης ασχολήθηκα και με τη λαογραφία»1.
Με τούτη την πηγαία και λιτή γραφή συστήνεται στους αναγνώστες του πρώτου ολοκληρωμένου συγγραφικού του έργου «ΤΑ ΠΙΣΤΙΑΝΑ, Γενεαλογίες και Ιστορήματα» (1999) ο Απόστολος Φ. Ντάλας, ο οποίος από την πρώτη παρουσία του στα γράμματα μέχρι σήμερα που διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής του, ζώντας κατά διαστήματα στο χωριό του και την Αθήνα, συνεχίζει με συνέπεια αυτό που ξεκίνησε, και εξοικειωμένος με τις νέες τεχνολογίες καταθέτει τις σκέψεις, τους προβληματισμούς του, αλλά και την λυρική του διάθεση μέσα σε κείμενα και στίχους που διακρίνονται για τη γοητεία που έχουν τα γνήσια δημιουργήματα των πάσης φύσεως λαϊκών δημιουργών.
Το έργο
Το συγγραφικό έργο του Απόστολου Ντάλα ξεκινά απ’ την αδήριτη ανάγκη του να αποτυπώσει στο χαρτί όλα εκείνα που φύλαγε για χρόνια κρυμμένα στα κατάβαθα της ψυχής του και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής του, αλλά και απ’ την βαθιά πεποίθησή του πως όλα όσα γράφει μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα στο μέλλον για όποιον θα θελήσει να μελετήσει το παρελθόν του χωριού του, αλλά και για όποιον τον αφορά γενικότερα το παρελθόν του τόπου μας όχι ως εμμονή για τη γνώση πραγμάτων που έγιναν στα παλιά καλά χρόνια, αλλά ως στερεή γνώση που μπορεί να μας αφορά στο σήμερα και το αύριο.
Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται το χωριό του και οι άνθρωποί του και γράφοντας, κυρίως για το παρελθόν αυτού του τόπου κι αυτών των ανθρώπων θέλει να μιλήσει και ακριβή του έγνοια είναι, αυτό το παρελθόν, αφού θέλει «να το διασώσει στο μέτρο του δυνατού και να το παραδώσει ως παρακαταθήκη στους συγχωριανούς του και όχι μόνο, χωρίς να φείδεται κόπων»2. Ο ίδιος στον πρόλογο3 του βιβλίου του «ΤΑ ΠΙΣΤΙΑΝΑ - Γενεαλογίες και Ιστορήματα», σημειώνει: «Κάποιος θα έπρεπε να έχει γράψει νωρίτερα λίγες σελίδες για το χωριό μας, τα Πιστιανά. Πότε χτίστηκε, ποιοι κατοικούσαν παλιότερα, ποιοι τώρα και από πού προέρχονται. Τότε, θα μπορούσε να βρει κανείς περισσότερα στοιχεία. Κανείς, όμως, δεν τόλμησε να γράψει. Γι’ αυτό το λόγο και επειδή είχα κάποιο πόθο που με έσπρωχνε για την ιστορία του χωριού μου, ξεκίνησα εγώ ο άσημος με τις λίγες γνώσεις με την προοπτική να γράψω λίγες γραμμές για τη δική μου «φάρα» και τις ρίζες της, αλλά επεκτάθηκα περισσότερο. Άρχισα τις έρευνες και έτρεχα και δεν έφτανα. Με ένα τετράδιο και ένα μολύβι στο χέρι να ρωτάω τους μεγαλύτερους, που υπάρχουν σήμερα στο χωριό ή σε άλλα χωριά εντός του νομού της Άρτας, αλλά και σε διάφορες άλλες περιοχές της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Πελοποννήσου…».
Με αυτόν τον ειλικρινή, σχεδόν εξομολογητικό λόγο και χωρίς καμία διάθεση υπερτίμησης του εγχειρήματός του, ξεκινά ο Απόστολος Ντάλας το βιβλίο του «ΤΑ ΠΙΣΤΙΑΝΑ - Γενεαλογίες και Ιστορήματα», δηλώνοντας εξ αρχής τους λόγους που τον οδήγησαν στη συγγραφή. Με το «ὀλίγον γράψιμον…ἐφαντάστηκε νά γράψει τόν βίον του»4, αλλά απ’ τη στιγμή που υπέκυψε στη γοητεία της αναδίφησης και της καταγραφής δεδομένων που αφορούσαν τη δική του ζωή «επεκτάθηκε περισσότερο» και με ιδιαίτερη επιμονή έφερε στο φως στοιχεία, «γενεαλογίες και ιστορήματα», που αφορούν το χωριό και τους συγχωριανούς του.
Με αυξημένη συναίσθηση της αξίας που μπορεί να έχει το παρελθόν για τις ερχόμενες γενεές το καταγράφει προσπαθώντας να περισώσει όσα ροκανίζει ο χρόνος και δεν μπόρεσαν ή δεν σκέφτηκαν να περισώσουν άλλοι. Ξεκινά έτσι την καταγραφή του και στο πρώτο μέρος του βιβλίου «ΤΑ ΠΙΣΤΙΑΝΑ, Γενεαλογίες και ιστορήματα» μας παρουσιάζει το χωριό του οριοθετώντας τη γεωγραφική του θέση, αναφέροντας τους ναούς και τις βρύσες του, παρουσιάζοντας προχριστιανικά τείχη και ευρήματα και κάνοντας καταγραφή των τοπωνυμίων. Αναφέρει επίσης επώνυμα ανθρώπων που έζησαν παλιότερα στο χωριό του και σήμερα δεν υπάρχουν απόγονοί τους, καθώς και ονόματα αγωνιστών αλλά και ανθρώπων που ξενιτεύτηκαν κατά την οθωμανική περίοδο στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν τις βιοτικές συνθήκες. Καταγράφει επίσης τα ονόματα όσων έχασαν τη ζωή τους στον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας, αλλά και όσων πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Στο τέλος του πρώτου μέρους, περιγράφει το πανηγύρι του αγίου Κωνσταντίνου το 1937, μας μιλάει για το συνοικισμό Ποτιστικά, μας λέει για τον τρόπο που υπολόγιζαν οι χωριανοί του την ώρα τότε που δεν είχαν ρολόγια και κλείνει με την περιγραφή του παραδοσιακού επαγγέλματος του τιρζή, δηλαδή του ράφτη.
Στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο μέρος του βιβλίου παραθέτει τις γενεαλογίες των συγχωριανών του, κατανέμοντάς τες σε τρεις χρονολογικές περιόδους, μία για κάθε κεφάλαιο και συγκεκριμένα: Μέρος Β': Γενεές μέχρι 1800, Μέρος Γ': Γενεές 1800-1900 και Μέρος Δ': Γενεές 1900 και ύστερα.
Οι γενεαλογίες καταγράφονται με όσο γίνεται περισσότερες λεπτομέρειες, αν και ο συγγραφέας στο πρόλογο του βιβλίου του σημειώνει πως «σήμερα, δυστυχώς, πολλοί δεν ξέρουν πώς λέγανε τον παππού τους ή τη γιαγιά τους. Για το λόγο αυτό είναι δύσκολη η συγκέντρωση πληροφοριών»5 και πιο κάτω επισημαίνει επίσης πως «σε πολλές περιπτώσεις, χρονολογίες δεν προσδιορίζονται, διότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, καθώς οι πρόγονοί μας ήταν αγράμματοι, λόγω της τουρκικής κατοχής επί τετρακόσια έως πεντακόσια χρόνια και δεν υπάρχει τίποτα γραμμένο για το χωριό μας. οι πληροφορίες που έχω συγκεντρώσει είναι από στόμα σε στόμα»6.
Σ’ αυτή την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα καταγραφή των γενεαλογιών αξιοσημείωτη είναι η παρεμβολή των «διηγημάτων», όπως ονομάζει ο συγγραφέας τις αφηγήσεις του που αφορούν κάποια απ’ τα πρόσωπα που αναφέρονται στις γενεαλογίες και όχι μόνο. Τα «διηγήματα» αυτά, τα οποία ενέχουν θέση παρεκβάσεων, αναφέρονται σε διάφορες ανθρώπινες «περιπέτειες», αφορούν αληθινά γεγονότα, για τα οποία καταβάλλεται προσπάθεια απ’ τη μεριά του συγγραφέα «να αποδοθούν χωρίς διάθεση εξωραϊσμού και, όσο γίνεται, πιο κοντά στην αλήθεια»7. Ο ίδιος ο συγγραφέας θέλει «γράψῃ τήν ἀλήθεια, καθώς ἔγιναν τά γραφόμενα»8 και σημειώνει: «…λυπάμαι, αν κάποιοι θίγονται από ορισμένα περιστατικά ή κάποια γεγονότα που δημιούργησαν οι πρόγονοί του (π. χ. εγκλήματα, δολοφονίες, ληστείες ή και άλλες απρεπείς ενέργειες), όμως είμαι υποχρεωμένος να τα γράψω για χάρη της αλήθειας, ας είναι και πικρή. Κατ’ εμένα δεν είναι προσβολή σε κανέναν αν ο παππούς του ή ο προπάππος του έκανε κάτι άπρεπο»9. «Μ’ αυτό το σκεπτικό ο Απόστολος Ντάλας, με ύφος απλό, με λόγο που έχει τη χάρη της προφορικής αφήγησης και χωρίς περίτεχνες λέξεις ή φράσεις, μεταφέρει τον αναγνώστη στα περασμένα και μέσα από τη δική του ματιά τον καλεί να τα γνωρίσει»10. Κι είναι αλήθεια πως ετούτες οι παύσεις με τα «διηγήματα» ανάμεσα στην απαρίθμηση τόσων ονομάτων ξεκουράζουν τον αναγνώστη και μετατρέπουν το εγχείρημά του σ’ ένα πραγματικά ευχάριστο ανάγνωσμα.
Εκτός απ’ τα «διηγήματα», ιδιάζουσα θέση μέσα στο βιβλίο κατέχουν και τα ποιήματα που παρεμβάλλονται στις γενεαλογίες και το περιεχόμενό τους έχει άμεση σχέση με όσα ο συγγραφέας αφηγείται σ’ αυτά. Αυτά τα ποιήματα αποτελούν μια ανάλαφρη και ευχάριστη νότα στη δομή του βιβλίου, «εκπλήσσουν ευχάριστα τον αναγνώστη και τον προετοιμάζουν θα λέγαμε για τις ποιητικές συλλογές που θα ακολουθήσουν. Ο συγγραφέας δηλαδή, κάνει ένα προανάκρουσμα της ποιητικής του φύσης, καθώς για κάθε τι που περιγράφει σε πεζό λόγο έχει έτοιμο κι έναν στίχο»11.
Αυτή την ικανότητά του να συνθέτει στίχους, την οποία γνωστοποίησε στο ευρύ κοινό μέσα από την πρώτη του εκδοτική παρουσία, ο Απόστολος Ντάλας θα τη συνεχίσει με τις τρεις ποιητικές του συλλογές, «Ανθολογία ποιημάτων» (2001), «Ποιήματα - Δεύτερη Συλλογή» (2002) και «Ποιήματα - Τρίτη Συλλογή» (2005).
Η ποίησή του ανήκει θα μπορούσαμε να πούμε στην «παραδοσιακή», αφού είναι γραμμένη σε τετράστιχες στροφές, με επτασύλλαβους και οκτασύλλαβους στίχους, οι οποίοι ενίοτε ομοιοκαταληκτούν και το μέτρο που κυριαρχεί είναι το ιαμβικό. «Η ποίησή του, θυμίζει πολλά ποιήματα της γενιάς του 1880, το δημοτικό τραγούδι και ουσιαστικά έρχεται από μια μακραίωνη παράδοση, αυτή των λαϊκών τραγουδιστών που δημιουργούν αυθόρμητα, κάθε φορά που υπάρχει γεγονός ή συναίσθημα που αξίζει να εκφραστεί σε ποιητικό λόγο. Ο έρωτας, η φύση, η θρησκεία, η πίστη, η οικογένεια, η μάνα, τα γηρατειά, ο θάνατος, τα περιστατικά της καθημερινότητας, τα βάσανα της ζωής, οι αρρώστιες, οι πανανθρώπινες αξίες, οι ανθρώπινες αδυναμίες και οι μικρότητες, η πολιτική, τα ιστορικά γεγονότα, οι σημαντικές προσωπικότητες, οι σύγχρονες συνθήκες και οι αλλαγές που προκάλεσαν στη ζωή των ανθρώπων και γενικά ό, τι του προκαλεί το ενδιαφέρον και συγκινεί την ψυχή και τη σκέψη του γίνεται στίχος. Ένας στίχος λιτός και ανεπιτήδευτος, χωρίς εξεζητημένες λέξεις και περιττά στολίδια, που δε φιλοδοξεί να προκαλέσει μεγάλες συγκινήσεις, αλλά, με την απλότητά του, να δώσει το στίγμα της σκέψης και της φιλοσοφικής άποψης του ποιητή για τη ζωή, ο οποίος λόγω ηλικίας, ίσως και να θέλει να διδάξει τον αναγνώστη»12.
Το 2005 που τυπώθηκε η τρίτη ποιητική συλλογή του Απόστολου Ντάλα, τυπώθηκε και το βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Ενθυμήσεις στο πέρασμα του χρόνου» (2005). Και σ’ αυτό το βιβλίο, το οποίο διαπνέεται από την ίδια σκέψη και στάση απέναντι στα πρόσωπα και τα γεγονότα, ο συγγραφέας αποτυπώνει, πότε σε πεζό λόγο και πότε σε στίχους, στιγμιότυπα και «ιστορίες» από τη ζωή τη δική του και των συγχωριανών του, καθώς και ταξιδιωτικές εντυπώσεις από ταξίδια του στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Σ’ αυτό το τέταρτο βιβλίο του έχει καταγράψει πολλά γεγονότα που αφορούν τη δική του ζωή και άγεται σ’ έναν αγώνα ν’ αφήσει σε δικούς και ξένους, όσες σημαντικές γι’ αυτόν μνήμες υπάρχουν ακόμα στο μυαλό του. Μοιάζει θα μπορούσε να πει κανείς σαν μια ιδιότυπη μορφή αυτοβιογραφίας όλη τούτη η καταγραφή, αφού ο συγγραφέας ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία μιλά για τη μάνα του, για το δάσκαλό του, για τις παιδικές αταξίες, για τη στρατιωτική του θητεία και για την εμπειρία του από τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση, για την εμπειρία του ως βοσκός, για τις επαγγελματικές του ενασχολήσεις, για τις στιγμές της οικογενειακής του ευτυχίας, αλλά και για την απέραντη θλίψη που του προκάλεσαν ο θάνατος της συζύγου και της κόρης του, για τη μοναξιά, αλλά και για τα ταξίδια που ευτύχησε να κάνει, στα Ιεροσόλυμα, στο Άγιο Όρος, στη Ρωσία, στην Ιταλία, στην Αίγυπτο και για τα οποία αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει και να μοιραστεί τις εμπειρίες του με τους αναγνώστες.
Ο Απόστολος Ντάλας, το 2007, σε μια προσπάθεια να διασώσει με δική του ευθύνη τις κριτικές που έχουν γραφεί μέχρι εκείνη τη στιγμή για το έργο του, εξέδωσε ένα τομίδιο με τίτλο «Τι είπαν και τι έγραψαν για τα βιβλία μου». Το βιβλίο αυτό εκτός απ’ τις κριτικές για το έργο του περιέχει «διηγήματα» ποικίλου περιεχομένου και βέβαια ποιήματα.
Τέλος, το 2008 εξέδωσε άλλο ένα βιβλίο με «διηγήματα» τα οποία αυτή τη φορά ο συγγραφέας τα αποκαλεί «ιστορίες», το οποίο φέρει τον τίτλο «Ιστορίες του χωριού μου» (2008) και η ιδιαιτερότητά του είναι πως αυτό είναι το μόνο του βιβλίο που δεν περιέχει ποιήματα.
Κλείνοντας αυτή την αναφορά στο μέχρι τώρα συγγραφικό έργο του Απόστολου Ντάλα δεν θα θεωρηθεί πιστεύουμε υπερβολή να ξαναπούμε πως αποτελεί παρακαταθήκη και πνευματική δωρεά όχι μόνο για τους οικείους του και τους συγχωριανούς του, αλλά και για άλλους. Ειδικά σήμερα που οι πολλοί αναλώνονται στα τετριμμένα, η παρουσία και η συγγραφική παραγωγή ενός ανθρώπου σαν τον Απόστολο Ντάλα, ο οποίος «καταπιάνεται μ’ ένα έργο σε μεγάλη ηλικία, χωρίς προπαίδεια και ειδικές γνώσεις, χωρίς απαιτήσεις, αναγνωρίσεις και ξεχωριστούς επαίνους, αλλά γιατί του είναι απαραίτητο, απολύτως αναγκαίο»13, μπορεί να αποτελέσει την αρχή για τη διερεύνηση πολλών πτυχών της ιστορίας και της παράδοσης του χωριού του, των Πιστιανών Άρτας, αλλά μπορεί επίσης να αποτελέσει και παράδειγμα προς μίμηση, αφού, παρά την προχωρημένη του ηλικία, δεν παραιτείται, δεν «τρέχει στούς καφφενέδες καί σέ ἄλλα τοιαῦτα»14, αλλά αγωνίζεται να διασώσει απ’ τη λήθη, όσα εκείνος θεωρεί πως το αξίζουν.
Βιβλιογραφία
1. Απόστολος Φ. Ντάλας, ΤΑ ΠΙΣΤΙΑΝΑ, Γενεαλογίες και Ιστορήματα, σ. 331, Αθήνα 1999
2. Παναγιώτα Π. Λάμπρη, Αρτηνή Ευθύνη, Σεπτέμβριος 2007, σ. 7
3. Απόστολος Φ. Ντάλας, ΤΑ ΠΙΣΤΙΑΝΑ, Γενεαλογίες και Ιστορήματα, σ. 13, Αθήνα 1999
4. Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, σ. 89, εκδ. Μπάιρον, Αθήνα
5. Απόστολος Φ. Ντάλας, ό. π., σ. 13
6. Απόστολος Φ. Ντάλας, ό. π., σ. 14
7. Παναγιώτα Π. Λάμπρη, ό. π.
8. Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, ό. π.
9. Απόστολος Φ. Ντάλας, ό. π., σ. 14
10. & 11. & 12. Παναγιώτα Π. Λάμπρη, ό. π.
13. Αριστείδης Σχισμένος, Εφημερίδα Μαχητής Άρτας, 21-9-2005
14. Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, ό. π.
ΣΤΗΝ ΚΑΛΗ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ
3 Μαρτίου 2009
Έχεις προσόντα απ’ το θεό
χάρες πολλές να κάνεις,
εις τη ζωή αυτή που ζεις
το «χρόνο» να μη χάνεις.
Μερόνυχτα διέθεσες
ύπνο πολύ και κόπο,
και έγραψες για μένανε
με το δικό σου τρόπο.
Για τη δική μου συγγραφή
και τα ποιήματά μου,
που βγαίνουν μέσα απ’ την ψυχή
τη δόλια την καρδιά μου.
Εγώ θα σε ευγνωμονώ
πάντοτε να το ξέρεις,
γι’ αυτήν την καλοσύνη σου
και συ αν δεν το θέλεις.
Απόστολος Ντάλας
Σημείωση: Το ποίημα γράφτηκε από τον Απόστολο Φιλ. Ντάλα, μετά την ανωτέρω κριτική για το συγγραφικό του έργο, την οποία, ευτυχώς, του γνωστοποίησα πριν τη δημοσίευσή της στα «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», διότι τον πρόλαβε ο θάνατος και δεν την είδε τυπωμένη.