|
|
|
|
|
|
Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
«Κ. Α. ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ - Δυο φίλιες πνευματικές μορφές του Ξηροβουνίου»
Δημοσιεύτηκε: «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», τεύχος 11, Μάιος 2010, σ. 183-193
Παναγιώτας Π. Λάμπρη, "Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής" (2011), σ. 101-110.
«Τον έκλαψα κι εγώ», σημειώνει για το φίλο ποιητή Γ. Κοτζιούλα ο Κ. Α. Διαμάντης, «με μια παράφραση της Ωδής του Ορατίου για το θάνατο του ποιητή Κοϊντίλιου, που δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική «Βραδυνή» (22-5-1957)» και έχει ως εξής:
ΟΡΑΤΙΟΥ ΦΛΑΚΚΟΥ
Στη μνήμη του ποιητή Γ. Κοτζιούλα
ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΚΟΪΝΤΙΛΙΟΥ
Να συγκρατήση ποιος μπορεί ή ποιος να μετριάση
τον πόνο για τη στέρηση του τόσο αγαπημένου;
Πες μου τραγούδια λυπηρά με συνοδεία κιθάρας,
ω Μελπομένη, που φωνή γλυκειά απ’ το Δία πήρες.
Σωστά, ύπνος αξύπνητος σκεπάζει τον Κοϊντίλιο!
Όμοιο του τώρα ο Σεβασμός πότε θα βρη και η Πίστη
η απείραχτη, η αδελφή του Δίκιου, και η Αλήθεια
η αγνή; Εκείνος πέθανε κλαμένος από πλήθος
ενάρετους, μα πιο πολύ, Βεργίλιε, από σένα.
Μάταιη η ευσέβειά σου! Απ’ τους θεούς ζητάς τον Κοϊντίλιο,
μα με όρο τέτοιο, αλλοίμονο! δεν σου ήτανε δοσμένος.
Αλλ’ αν και πιο μελωδικά απ’ τον Θρακικόν Ορφέα
παίξης τη λύρα που κι αυτά τα δέντρα είχε μαγέψει,
δεν θα γυρίση στ’ αδειανό είδωλο το αίμα πάλι
απ’ το κοπάδι τ’ άραχλο του Άδη που ο Ερμής το πήγε
φριχτά με βέργα. Αλόγιαστος στις κλάψες, δεν ανοίγει
τον Κάτω Κόσμο πια, Σκληρό, μα η υπομονή μονάχα
γιατρεύει κάπως ό,τι οι θεοί δεν θέλουν να διορθώσουν1.
Ακόμα κι αν δεν είχαμε καμία άλλη πληροφορία για τη σχέση των δύο αυτών σημαντικών πνευματικών ανθρώπων, του Κ. Α. Διαμάντη και του Γ. Κοτζιούλα, και μόνο ο τρόπος που πένθησε τον άλλον αυτός που έμεινε πίσω θα «μιλούσε» σε μεγάλο βαθμό γι’ αυτή. Σχέση που ξεκίνησε κατά κάποια έννοια από πολύ νωρίς, όταν ο πατέρας του Γ. Κοτζιούλα, Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν ταχυδρόμος στη Νησίστα Νέας Ελλάδος (σήμερα Ροδαυγή), συνέβαλε, όπως μαρτυρεί ο Διαμάντης στο να αποφασίσει ο πατέρας του να τον στείλει να μάθει γράμματα. Γράφει σχετικά: «…Στο γραφείο και μέσα στην τάξη ερχόταν συχνά ο ταχυδρόμος Κων. Κοτζιούλας που με το δάσκαλο (ενν. τον Ντούλα Καρύδη) ήταν πολύ φίλοι. […] Ο ταχυδρόμος πέθανε στο δρόμο κοντά στο Κακολάγκαδο λίγο μετά την απελευθέρωση από την κατοχή και θάφτηκε στην Αγία Βαρβάρα της Νησίστας. Ο συγχωριανός μου Γιάννης Γεωργίου, δημοδιδάσκαλος στην Αθήνα, μου είπε ένα ωραίο επιτύμβιο που θα ταίριαζε να γραφή στην πλάκα αυτού του ταχυδρόμου: «Στο δρόμο γεννήθηκε, στο δρόμο έζησε, στο δρόμο πέθανε». […] Τον πατέρα μου τον έπεισαν να με στείλη στο Ελληνικό κατά πρώτον λόγον ο ταχυδρόμος Κοτζιούλας και ο δάσκαλος Καρύδης, κατά δεύτερον ο Γιάννης Γεωργίου και ο Βασίλειος Αράπης, πατέρας του Χαρίλαου»2.
Η σχέση του Διαμάντη και του Κοτζιούλα, θεμελιωμένη σχεδόν μοιραία στην γνωριμία των γεννητόρων τους, όπως βεβαιώνεται κι από το παραπάνω παράθεμα, εξελίσσεται στη συνέχεια σε μια «ιδιότυπη» σχέση ζωής! Όμως δεν είναι μόνο η σχέση των γεννητόρων που τους «δένει». Είναι, όχι με τη στενή έννοια του τόπου γέννησης, κι ο κοινός τόπος καταγωγής με ό,τι αυτό σηματοδοτεί, αφού κι οι δυο γεννήθηκαν στη «σκιά» του Ξηροβουνίου. Ο ένας στη Νησίστα Νέας Ελλάδος (σήμερα Ροδαυγή) κι ο άλλος λίγο πιο βόρεια στη Ραψίστα (σήμερα Πλατανούσα).
Διαβάζοντας μάλιστα κάποιος το άρθρο που έγραψε ο Μάρκος Αυγέρης για τον Κοτζιούλα λίγες μέρες μετά το θάνατό του θαρρεί πως αυτό δεν αφορά μόνο τον θανόντα ποιητή, αλλά και το Διαμάντη και πολλούς άλλους που γεννημένοι στην ορεινή πατρίδα αγωνίζονταν για πολλά χρόνια να βγουν από την απομόνωση και την «άγνοια». «Οι πολιτικές και οι κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα», σημειώνει ο Μ. Αυγέρης3, «κι ο χρόνιος μαρασμός της δεν ευνοούν τις δημιουργικές της δραστηριότητες κ’ εμποδίζουν την πολιτιστική και πνευματική της ανάπτυξη. Ο λαός στη μεγάλη του πλειοψηφία φυτοζωεί κι αγωνίζεται για τις στοιχειώδεις ανάγκες του, τα περισσότερα τάλαντα που βγαίνουν από τα σπλάχνα του μαραίνονται μέσα στη βιοπάλη. Απάνω από το μισό του πληθυσμού δεν μπορεί να στείλει τα παιδιά του, πέρα από τις τέσσερις τάξεις δημοτικού. […] Από τα βάθη μιας τέτοιας φτώχειας βγήκε ο Κοτζιούλας, από ένα χωριάτικο σπίτι εκεί στα Τζουμέρκα, όπου πληθυσμοί αφημένοι στο έλεος του Θεού, απάνω σε πετρότοπους, παλεύουν από γενεές γενεών για το ψωμί. Η έκφρασή του ήταν τον περισσότερο καιρό συννεφιασμένη, είχε μια ψυχή σφιγμένη και τη σκοτεινή ματιά των ανθρώπων, που ανεμοδέρνονται χρονικίς. Μέσα από δυσκολίες αλογάριαστες κι αδιάκοπο μόχτο, ανεβαίνοντας από σκολειό σε σκολειό, κατόρθωσε να φτάσει ως το Πανεπιστήμιο και να πάρει το δίπλωμα του φιλολόγου…».
Αυτή την «κοινή πατρίδα» άφησαν πίσω προκειμένου να ανταποκριθούν στην εσώτερη ανάγκη τους για μόρφωση ο Διαμάντης κι ο Κοτζιούλας. Στα μαθητικά θρανία βέβαια, στην Άρτα, αν και ο ένας γνωρίζει την ύπαρξη του άλλου, καθώς ο Κοτζιούλας φοιτά σε μεγαλύτερες τάξεις από το Διαμάντη δεν έχουν «προσωπική γνωριμία»4. Ο Διαμάντης, διψασμένος από μικρός για γνώση, παρακολουθεί την πνευματική ζωή της Άρτας και μεταξύ άλλων μαθαίνει πως «ο Κοτζιούλας, δεν ήταν μόνο άριστος μαθητής στα μαθήματα, αλλά ξεχώριζε και σε κάτι άλλο που σχεδόν κανένας άλλος δεν το έκανε: έγραφε ποιήματα»5. Αυτή η πρωτοπορία του γιου του «ευεργέτη» του, Κωνσταντίνου Κοτζιούλα, άσκησε μεγάλη επιρροή στον φερέλπιδα νεαρό μαθητή Κωνσταντίνο Διαμάντη και γέννησε μέσα του, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά πριν, την ευγενή άμιλλα και τη διάθεση για πνευματική δημιουργία. Στα «Άπαντά» του, μάλιστα, καταγράφει ως ρεπόρτερ πληροφορίες για τα πρώτα ποιητικά φανερώματα του Γ. Κοτζιούλα: «Τότε», σημειώνει, «είχαν γίνει τα αποκαλυπτήρια προτομής του Σκουφά στο Κομπότι και εκεί απαγγέλθηκε ποίημα γραμμένο από το μαθητή Γιώργο Κοτζιούλα που συγκίνησε πολύ όλους τους μαθητάς του Γυμνασίου, των δύο Ελληνικών και της Ιερατικής Σχολής. Οι καθηγηταί μας, Γιώτης, Παγκρατίδης, Τσούτσινος κ. α. μίλησαν με θαυμασμό για το νέο ποιητή (βλ. Γ. Κοτζιούλα, Από μικρός στα γράμματα, Περιοδ. «Ηπειρωτική Εστία, τόμ. Γ' (1954) σ. 310-313). Μας τον πρόβαλλαν για υπόδειγμα μελετηρότητας και προκοπής» 6.
Ο Κοτζιούλας τελειώνει το σχολείο και φεύγει για την Αθήνα, όπου φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή εργαζόμενος παράλληλα στα περιοδικά «Οικογένεια» και «Μπουκέτο». Ο Διαμάντης, βλέπει στο γραφείο του δασκάλου του Καρύδη στο χωριό «μια κάρτα με έντυπα στοιχεία: «ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ, φοιτητής Φιλολογίας»7 και η ψυχή του πάλλεται θεωρώντας τον νεαρό φοιτητή «σαν τον πιο ευτυχισμένο θνητό»8. Συνεχίζει να μαθαίνει για την πρόοδό του και ονειρεύεται να συμβεί κάτι αντίστοιχο και στον ίδιο. Το «οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τό τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον», στο πρόσωπο του Διαμάντη φαίνεται πως βρήκε τον «ιδανικό» εκφραστή του. Οι βιοτικές συνθήκες όμως κάθε άλλο παρά αυτό προοιωνίζουν. Οι στίχοι στο περιθώριο της «Ελληνικής Γραμματολογίας» (1906) του Γ. Κ. Γαρδίκα «Τώρα που στην ερημιά του μέλλοντός μου,/ σύσμιχτοι αναριοβλέπω ν’ αχνοφέγγουν πυκνατμοί (ή: να στοιβάζονται), /απελπισμός με συνεπαίρνει και με δέρνει/ πόνος, πόνος, πόνος!» 9 το δηλώνουν απερίφραστα. Η ελπίδα βέβαια πεθαίνει τελευταία. Πάντα καλός μαθητής, παρακολουθεί τα πνευματικά πράγματα της Άρτας, αλλά και διάφορα που σχετίζονται με τον φοιτητή – ποιητή Γ. Κοτζιούλα που ζει στην πρωτεύουσα, η οποία ως άγνωστος γι’ αυτόν προορισμός τον μαγεύει κι αυτή με τον τρόπο της.
Και οι καθηγητές στο σχολείου, αν και ο Κοτζιούλας έχει αποφοιτήσει προ πολλού τον φέρνουν πάντα ως παράδειγμα προς μίμηση για τους υπόλοιπους. Ο Διαμάντης γράφει χαρακτηριστικά γι’ αυτό: «Όταν η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη ήταν στο Σανατόριο, ο Γ. Κοτζιούλας την επισκέφτηκε, αν δεν κάνω λάθος, και έγραψε ένα ποίημα10 με εισαγωγικό σημείωμα στην εφημερίδα «ΠΡΩΪΑ» και ο καθηγητής μας Θεοχάρης Τσούτσινος, που το είδε, έλαβε ευκαιρία και μας επαίνεσε πολύ τον Γ. Κοτζιούλα και κατηγόρησε ημάς που δεν μελετάμε και είμαστε άτακτοι κι ερχόμαστε στο σχολείο, ενώ δεν είμαστε προορισμένοι για γράμματα. Ο καθηγητής αυτός εκτιμούσε πολύ αυτούς που είχαν ταλέντο για τη λογοτεχνία, γιατί έγραφε και αυτός ποιήματα σε γλώσσα μικτή»11. Και συμπληρώνει: «Ο Παγκρατίδης και ο Τσούτσινος έχω υπόνοιες ότι επέδρασαν πολύ στον Γ. Κοτζιούλα για να τραπεί στην ποίηση»12.
Απ’ τα γραφόμενά του φαίνεται πως όχι μόνο οι καθηγητές, αλλά και η περιρρέουσα πνευματική «ατμόσφαιρα», με την εφημερίδα «Ηπειρωτικόν Βήμα» να δημοσιεύει έμμετρες και πεζές συνεργασίες καταξιωμένων λογοτεχνών, αλλά και μαθητών, με την έκδοση μαθητικού εντύπου, καθώς και με το «Μικρό Όμιλο» να διοργανώνει διαλέξεις για τη νεοελληνική λογοτεχνία, δημιουργήθηκαν στην επαρχία δεδομένα που επηρέαζαν τα ενδιαφέροντα των νέων και τους έστρεφαν στη μελέτη και τη δημιουργία λογοτεχνικής παραγωγής. Αυτό συνέβη και με το Διαμάντη, ο οποίος αναφέρει πως από τα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να συνθέτει στίχους και όχι μόνο13.
Περνώντας, λοιπόν, ο συγγραφέας τη σχολική – εφηβική του ζωή σ’ ένα κλίμα που καλλιεργούσε την έμφυτη αγάπη του για τη μόρφωση και γενικότερα για τη γνώση, στο μυαλό του έχει πάντα πώς, δεδομένων των οικονομικών δυνατοτήτων της οικογένειας, θα κάνει το επόμενο βήμα, πώς δηλαδή θα καταφέρει να πραγματώσει τα όνειρά του για περεταίρω σπουδές. Πιο κατάλληλο πρόσωπο για να του δώσει απαντήσεις στα όποια ερωτήματά του είναι ο Γ. Κοτζιούλας, ο οποίος βρίσκεται ήδη εδώ και τρία χρόνια στην Αθήνα και σπουδάζει. Του στέλνει, λοιπόν, επιστολή, την πρώτη επιστολή, την οποία μαζί με άλλες τρεις που αντάλλαξε με τον Κοτζιούλα τις δώρισε στις 3 Ιουνίου 1991 «προκειμένου να διασφαλίσει τη διάσωσή τους»14 στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Η απάντηση όμως που ήρθε μετά από λίγες μέρες ήταν άκρως απογοητευτική.
«Αγαπητέ μου φίλε», του έγραφε. «Απαντώ με προθυμία στο γράμμα σου που έλαβα προ ολίγου· δυστυχώς όμως όχι και μ’ ευχαρίστηση, γιατί δεν πρόκειται να σου γράψω ευχάριστα πράγματα. Με ρωτάς αν θα μπορέσης, τελειώνοντας το γυμνάσιο και ερχόμενος εδώ, να εργάζεσαι και να σπουδάζης ταυτοχρόνως. Αυτές τις εξυπνάδες τις είχαμε εφαρμόση άλλοι προτήτερα από σένα, αλλά ξέσπασαν εις βάρος των περισσοτέρων μας. […] Με φιλικούς χαιρετισμούς. Γιώργος Κοτζιούλας»15. Διαβάζοντας ολόκληρη την επιστολή, μπορούμε να νιώσουμε έστω και λίγα απ’ τα συναισθήματα του Διαμάντη, όταν την πρωτοδιάβασε, και να σκεφτούμε πως πρέπει να αισθάνθηκε μεγάλη απογοήτευση και πως θα τελείωσε την ανάγνωσή της με την ελπίδα πως θα διάβαζε και κάτι ευοίωνο για το μέλλον. Δυστυχώς όμως δεν διάβασε τίποτα τέτοιο. Και σχολιάζει: «Πόσο στενοχωρέθηκα! Εκεί που η ψυχή μου λαχταρούσε για σπουδές και γι’ ανώτερο πολιτισμό στην ονειρεμένη Πρωτεύουσα, ο συμπατριώτης μου, μου κήρυττε να επιστρέψω στο χωριό, στα χωράφια, στον καθαρόν αέρα και στην απλή ζωή, μακρυά απ’ τη σκόνη και τη φυματίωση των πόλεων. Η περίπτωσή μου όμως επιδεχόταν οπισθοδρόμηση;»16.
Όχι· απ’ ότι έδειξε η πορεία του, δεν επιδεχόταν. Μπορεί και το αχρονολόγητο ποίημα «Παράκληση»17, τότε να το έγραψε:
Πολλές φορές σε κάλεσα και μ’ άκουσες, Θεέ μου,
κι απλόχερα μου χάρισες τη σωστική βοήθεια.
Μα σήμερα είναι πιο τρανή η ανάγκη που σε κράζω,
τι δε μπορώ μονάχος μου να βγω απ’ τη δυσκολία.
Στο δίστρατό μου το «Όχι» ή «Ναι» κρίνει το μέλλον μου όλο.
Κάμε το θαύμα ο δρόμος των σπουδών μου να μην κλείσει.
Δεν μπορούμε βέβαια να αποδείξουμε, αν η παράκλησή του εισακούστηκε, πάντως ξανάγραψε στον Κοτζιούλα και ύστερα από πολύ καιρό έλαβε καινούργια, πιο ενθαρρυντική απάντηση: «Αγαπητέ φίλε. Δε θα σου ήταν δύσκολο να μου συγχωρήσεις την αργοπορία της απάντησής μου, αν ετύχαινε να γνωρίζεις μερικούς όρους της ζωής μου και μερικές ιδιοτροπίες της ιδιοσυγκρασίας μου. Επειδή όμως, αυτό δε συμβαίνει, περιορίζομαι να σου ζητήσω συγνώμη κι ελπίζω να μου τη δώσεις. Καταλαβαίνω πολύ καλά την κλίση σου για ανώτερες σπουδές και θα προσπαθήσω να σου παράσχω μερικές απαραίτητες υποδείξεις. [...] Με φιλία, Γιώργος Κοτζιούλας»18.
Ο Κοτζιούλας, στη συνέχεια της επιστολής, του δίνει πρακτικές οδηγίες σχετικά με τις σπουδές και τις ανάγκες του βιοπορισμού του στην πρωτεύουσα και του τονίζει πως πρέπει να κάνει τις επιλογές του.
Η δεύτερη επιστολή που έλαβε ο Διαμάντης από τον Κοτζιούλα έσταξε βάλσαμο στην ψυχή του και «η ελπίδα φώτισε τα σκοτάδια του μέλλοντος»19. Η απόφαση που πριν πολύ καιρό είχε πάρει μέσα του, απλά είχε βρει το πρώτο εφαλτήριο για εκκίνηση. Το φθινόπωρο του 1931, τον βρήκε φοιτητή στο πρώτο έτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι δυσκολίες όμως δεν άργησαν να έρθουν. Ίσως, έστω και για λίγο, να σκέφτηκε το περιεχόμενο της πρώτης επιστολής του Κοτζιούλα. Μπορεί και όχι, πάντως σ’ εκείνον έστειλε μια νέα επιστολή γράφοντάς του: «εν εσχάτη ανάγκη ευρισκόμενος και ουδαμόθεν προσδοκών βοήθειαν, ζητώ την συμβουλήν σου»20.
Ο τόνος της επιστολής, πιθανόν και τα δύσκολα βιώματα που είχε ο ίδιος ο Κοτζιούλας στην «άξενη» πρωτεύουσα, τον έκανε να του απαντήσει αμέσως και να του ορίσει συνάντηση. Αυτή η συνάντηση έγινε στην Πλάκα, στην οδό Σχολείου, η οποία ουσιαστικά ήταν και η πρώτη εκ του πλησίον γνωριμία των δύο ανδρών, πράγμα που φυσικά καθόλου δεν φαίνεται από το ύφος των επιστολών που αντάλλασσαν μέχρι τότε.
Ο Διαμάντης περιγράφει με πολύ θετικά σχόλια αυτή τη συνάντηση εκφράζοντας παράλληλα το θαυμασμό του για τον τρόπο που τον υποδέχθηκε ο Κοτζιούλας, αλλά και για τη διαύγεια της σκέψης του καθώς και για την επιγραμματική διατύπωση των διανοημάτων του. «Θαρρούσες ότι έχεις μπροστά σου ένα σοφό. Οι ιδέες χύνονταν φτιαγμένες καλλιτεχνικά σαν ογκόλιθοι σε ισοδομικό τείχος», σημειώνει21.
Οι δύο άνδρες δεν συναντιούνται πολύ συχνά κατά τη διάρκεια των φοιτητικών τους χρόνων. Ο Διαμάντης ωστόσο, παρακολουθεί με ενδιαφέρον την πορεία του φίλου – συμπατριώτη στα πνευματικά πράγματα του τόπου. Αναφέρει δημοσιεύσεις του Κοτζιούλα σε διάφορα έντυπα της εποχής, όπως στα περιοδικά «Ρυθμός», «Νεοελληνικά Γράμματα», «Νέα Εστία», «Ηπειρωτική Εστία», στις εφημερίδες «Δημοκρατία» και «Ελεύθερος Λόγος». Μνημονεύει επίσης ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από τη διδασκαλία του καθηγητή Παναγή Λορετζάτου, ο οποίος, όταν του έδωσαν τη μετάφραση από κάποιο εδάφιο του Θουκυδίδη, ενώ έκανε διάφορες παρατηρήσεις, σχολίασε: «Καλύτερη είναι η μετάφραση ενός Κοτζιούλα και μερικών άλλων»22!...
Στην Κατοχή, όταν ο Διαμάντης νοσηλεύονταν ως τραυματίας πολέμου στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» τον επισκέπτεται αρκετές φορές ο Κοτζιούλας, του χαρίζει με μια συγκινητική αφιέρωση το βιβλίο του «Κακό συναπάντημα κι άλλα διηγήματα», του συμπαραστέκεται και τον ενθαρρύνει. Για αρκετά χρόνια «χάνονται». Ξανασυναντιούνται το 1950. Μιλούν για τη λαογραφία και την ιστορία. Ο Κοτζιούλας χαίρεται που κι άλλο ένα πατριωτάκι, ο Διαμάντης, ασχολείται με τη λαογραφία. Εκείνος του χαρίζει τη νέα του ποιητική συλλογή κι ο άλλος του στέλνει ένα ανάτυπο της «Αγίας Παρασκευής…».
Ο Κοτζιούλας, το μελετά και του γράφει:
Αθήνα 9-12-53
Αγαπητέ φίλε.
Σ’ ευχαριστώ πολύ για το ανάτυπο που είχες την ευγένεια να μου στείλεις και που δείχνει την εργατικότητα και το ζήλο σου γύρω από θέματα της αγαπημένης μας πατρίδας. Καταλαβαίνεις πόσο ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκα, ή καλύτερα συγκινήθηκα, διαβάζοντας τη μελετούλα σου για το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, που τυχαίνει νάναι και του δικού μου χωριού η ετήσια γιορτή, εννοώ η κύρια, η καθεαυτού.
Εμείς δεν έχουμε καμιά παράδοση σχετική. […]
Θα σου σημειώσω ακόμα δυο τρεις παρατηρήσεις στην άρτια κατά τα άλλα εργασία σου. […] Μένω με αγάπη, Γ. Κοτζιούλας, Περσεφόνης 26, Άνω Δάφνη (Αθήνα)»23.
Όταν του έστειλε ανάτυπο από τη μελέτη του «Τα χτήρια στα χωριά των Τζουμέρκων», ο Κοτζιούλας τον επισκέπτεται και του δίνει το τετράστιχο με τον ιδιαίτερο τίτλο «Στο Διαμάντη τον ιστορητή»:
Χαρά σ’ εσένα, ταπεινέ και δουλευτάρη φίλε,
π’ αν είχε στόμα η ποταμιά του τόπου μας κι εμίλειε,
«δε βγαίνουν μόνο κάρβουνα – θάλεγε – δω απ’ τα ρείκια,
μα και μελίσσια της σπουδής που η προκοπή τους δίκια»24.
Για το Διαμάντη, η θετική υποδοχή των δύο λαογραφικών του «εργασιών» από το Γ. Κοτζιούλα, οι οποίες μάλιστα τον ενέπνευσαν κι έγραψε το αφιερωματικό τετράστιχο, ήταν το πιο συγκινητικό δώρο που θα μπορούσαν να του κάνουν εκείνη την εποχή. Ο άνθρωπος που από τα σχολικά θρανία αποτελούσε πρότυπο γι’ αυτόν, τον αναγνώριζε, τον ενέτασσε κατά κάποια έννοια στων «ιδεών την πόλη», τον ανέβαζε στον Όλυμπο! Κι όχι μόνο αυτό. Αυτοί οι δύο άνδρες, εκτός από την πνευματική συγγένεια, είχαν και κάτι που τους ένωνε βαθύτερα. Ξεριζωμένοι κι οι δυο απ’ τα χώματα που τους γέννησαν, ζούσαν στην πρωτεύουσα με την ανάμνηση της απλής και ήσυχης ζωής των χωριών τους, κυνηγώντας το όνειρο!...
Όταν ο Κοτζιούλας έστειλε στο Διαμάντη την ποιητική συλλογή «Φυγή στη Φύση», ήρθε η ώρα εκείνου να μιλήσει για τον ποιητή. Αν και τις κρίσεις του, λόγω συνάντησης, τις έκανε και εκ του σύνεγγυς, στο ημιτελές γράμμα που ετοίμαζε να του στείλει, γράφει:
Εν Αθήναις τη 26-10-1953
Αγαπητέ μου συμπατριώτη Γιώργο.
Προ καιρού έλαβα το βιβλιαράκι σου «Φυγή στη φύση» και η συγκίνησή μου δεν περιγράφεται. Δεν ξέρω γιατί μου αρέσουν τόσο τα γραφόμενά σου και με συγκινούν τόσο. Ίσως γιατί στα γραφόμενά σου βλέπω και τη δική μου ζωή και τη δική μου ιδιαίτερη πατρίδα. Πολλά βάσανα και καϋμούς δικούς μου ή δικών μου που ήθελα να τα έγραφα αν είχα ταλέντο, βλέπω ότι συ με το θείο δώρο έμπνευσής σου τα εκφράζεις όπως τα ήθελα.
Κι εκείνο το δημοσίευμά σου «Από Μικρός στα Γράμματα» θυμίζει πολύ και τη δική μου ζωή, τόσο πολύ, σαν να την έγραφα ο ίδιος. Πόσο όμορφα ζωγραφίζεις τη βασανισμένη ζωή των μερών μας και πόσο δραματικά την προσπάθεια για το ανέβασμα μερικών που κατώρθωσαν στα χρόνια μας να ξεφύγουν παραπέρα απ’ τις πατρογονικές ασχολίες» 25. […]
Και συνεχίζει γράφοντας πως τα γραφόμενά του θυμίζουν τους κλασικούς, όπως το Ντοστογιέφκι, τον Κνουτ Χάμσουν, τον Παπαδιαμάντη, επαινώντας παράλληλα τα πεζά του κείμενα για τη φυσικότητα του λόγου και τα ποιητικά του για το απέριττο και λιτό ύφος, σημειώνοντας επίσης: «Η τεχνική του στίχου και οι καλλιεργημένες προτάσεις του πόνου παρέχουν την εντύπωση του άρτιου. Οι ιδέες δε και το περιεχόμενο αναδίνουν μια αισιοδοξία και πίστη για τη ζωή. Παρουσιάζουν έναν ήρωα που υποφέρει, παλαίβει, πέφτει και ξανασηκώνεται, αλλά δεν υποκύπτει στη μοίρα και τις εναντιότητες της ζωής. Προσπαθεί ασταμάτητα να νικήσει…»26.
Του Διαμάντη, όπως ο ίδιος βεβαιώνει27 του άρεσε να διαβάζει τα κείμενα του Κοτζιούλα και ειδικά το «Από μικρός στα γράμματα» και το «Κακό συναπάντημα». Κι ο Κοτζιούλας, όπως φαίνεται από τις επιστολές του προς το Διαμάντη έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για τις λαογραφικές του μελέτες και χαίρονταν σαν ομογάλακτός του για την πρόοδο που εκδήλωνε στον τομέα των γραμμάτων κι άλλο ένα πατριωτάκι!... Πουθενά δε διακρίνει κάποιος ζηλοτυπία του ενός για την πρόοδο του άλλου. Η σχέση τους διακρίνεται από αλληλοσεβασμό, ο οποίος γεννά χαρά στον έναν για την πνευματική πρόοδο του άλλου. Ακόμα και η κριτική, όταν γίνεται, δεν είναι άγονη, αλλά έχει ως στόχο τη βελτίωση του «κρινόμενου».
Σε αντίθεση με τις κριτικές άλλων. Ο Διαμάντης αναφέρει χαρακτηριστικά την πικρία του φίλου του μετά από μια δυσμενή κριτική που δημοσιεύτηκε στην «Ηπειρωτική Εστία» για τα «Ηπειρωτικά» του. Και δεν είναι καθαυτό αυτή η κριτική, αλλά τα όσα νιώθει ο ποιητής μέσω αυτής και όχι μόνο: «Δυστυχώς δεν με πρόσεξαν ούτε θέλησαν να καταλάβουν την ποίησή μου. Όσοι εργάζονται έξω από τις κλίκες και τα αλληλολιβανίσματα θα μένουν παραγκωνισμένοι και θα σαρκάζουν στη σκιά. Όταν σε κρίνουν, βλέπεις τα ασθενή σημεία, ενθαρρύνεσαι, αντλείς νέες δυνάμεις. Εμένα δυστυχώς με περιφρόνησαν και με αγνόησαν…»28. Πού να ’ξερε ότι και σήμερα, πολύ συχνά, κάτι ανάλογο συμβαίνει!...
Όπως και να ’χουν οι κριτικές των άλλων, αυτοί οι άνδρες ευτύχησαν να ζήσουν μια αμοιβαία φιλία, πολλαπλά σημαντική και για τους δυο. Ο πρόωρος θάνατος του Γ. Κοτζιούλα, μπορεί να τη διέκοψε απότομα, αλλά ο Διαμάντης που έφυγε από τη ζωή σε βαθύ γήρας, τον κρατά ζωντανό στη σκέψη και την ψυχή του. Και γράφει σχετικά με το θάνατο του φίλου – συμπατριώτη: «Όταν πήγα στο γραφείο και διάβασα το μεσημέρι την εφημερίδα «Έθνος» είδα την ανακοίνωση ότι πέθανε ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας και η κηδεία του θα γίνη το απόγευμα στο ναό του Νεκροταφείου της Μονής Πεντέλης. Λυπήθηκα πολύ και ετοιμάστηκα για την κηδεία. Εκεί στο γραφικό και μοναχικό εκκλησάκι τον συνώδευσαν πολλοί φίλοι του και άνθρωποι των Γραμμάτων.
Θυμάμαι τον Κώστα Βάρναλη, τον Κ. Καλαντζή, τον Μιχ. Μάνο, τον Μιχ. Περάνθη. Τον αποχαιρέτησαν οι Ηπειρώτες και άλλοι. Εκεί στο μνήμα του πηγαίνω πότε πότε και ανάβω ένα κερί. […] Τον έκλαψα κι εγώ με μια παράφραση της Ωδής του Ορατίου…»29.
Τον έκλαψε κι αυτός. Τον έκλαψε, όπως κλαίνε για αιώνες τώρα, όλοι όσοι χάνουν αγαπημένα πρόσωπα. Μόνο που αυτό το κλάμα τον έκανε να γράψει την αισθαντική μετάφραση του ποιήματος του Ορατίου «Στο θάνατο του Κοϊντίλιου», εξαιρετικά αφιερωμένη στον φίλο του Γιώργο Κοτζιούλα, τον οποίο ποτέ δε λησμόνησε. Και, αν ο Κοτζιούλας μπορούσε να δει την πρόοδο που έκανε το πατριωτάκι του στη μελέτη και τη συγγραφή, χωρίς άλλο θα ’ταν πολύ χαρούμενος!
Παρατήρηση: Σε κάθε παράθεμα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτοτύπου.
Βιογραφικά σημειώματα
Κ. Α. Διαμάντης (1912-2004)
Ο Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης γεννήθηκε «στις 17/30 Αυγούστου 1912 τη νύχτα Παρασκευή προς Σάββατο»30. «Οι γονείς μου Αθανάσιος και Βασιλική», σημειώνει, «κατοικούσαν πρώτα στο χωριό Κεντρικό (πρώην Νησίστα Παλαιάς Ελλάδος) στη συνοικία Πολίτσινα (σήμερα Βαθύκαμπος). Το 1914 μετοίκησαν στο απέναντι χωριό Ροδαυγή (πρώην Νησίστα Νέας Ελλάδος) στη συνοικία Λάψινα στη θέση Πίτριτση» 31. Η μετοίκηση της οικογένειας στη Ροδαυγή σχετίζεται με την πρώτη εγκατάσταση του προπάππου του Γεωργίου Διαμάντη, Σουλιώτη από τη Λάκα Σουλίου, ο οποίος παντρεύτηκε στο χωριό Κεντρικό και μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και την απελευθέρωση επέστρεψε στο χωριό της πρώτης εγκατάστασής του.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Δημοτικό σχολείο της Ροδαυγής, στη συνέχεια φοίτησε «εις το Β' Ελληνικόν Σχολείον Άρτης»32 καθώς και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1936 και κατόπιν πήρε διδακτορικό δίπλωμα.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1940 στη μάχη του Τεπελενίου τραυματίστηκε διαμπερώς με σφαίρα στον τράχηλο και μετά τη νοσηλεία του κρίθηκε ανάπηρος πολέμου με ποσοστό αναπηρίας 35%.
Για πολλά χρόνια εργάστηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους όπου εξελίχθηκε στις θέσεις του Αρχειφύλακα, του Γραμματέα και τέλος του Διευθυντή, από την οποία αποχώρησε το 1977. Η θέση αυτή, η οποία ήταν διοικητική και επιστημονική, του επέτρεψε να εργαστεί και επιστημονικά, δημοσιεύοντας ιστορικές και άλλες μελέτες και μάλιστα εκδίδοντας τη σειρά «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΡΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» σε 16 τόμους. Επίσης διετέλεσε Διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. Διάσπαρτες εργασίες του (μελέτες, πραγματείες φιλολογικές, ιστορικές και λαογραφικές, βιβλιοκρισίες κλπ.) συγκέντρωσε στα «Άπαντά» του (25 τόμοι), τα οποία εξέδιδε από το 1984 έως το 2000. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου του φιλοξενείται σήμερα στα γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ). Πέθανε στην Αθήνα το 2004.
Γ. Κοτζιούλας33 (1909-1957)
Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε το 1909 στο χωριό Ραψίστα (σήμερα Πλατανούσα) των Ιωαννίνων. Τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο στη γενέτειρά του, και στη συνέχεια φοίτησε στο Σχολαρχείο Καλετζίου Ιωαννίνων, στο Γυμνάσιο της Άρτας και τέλος στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας. Παράλληλα με τις σπουδές του εργαζόταν ως διορθωτής και μεταφραστής σε αθηναϊκά περιοδικά και εφημερίδες. Η σκληρή δουλειά, η ανέχεια και οι στερήσεις αδυνάτισαν τον οργανισμό του και το 1934 προσβλήθηκε από φυματίωση. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και οργάνωσε το καλλιτεχνικό τμήμα της VIII Μεραρχίας ΕΛΑΣ Ηπείρου, του οποίου ήταν διευθυντής από το 1943 ως το 1945. Το 1944 ίδρυσε θεατρικό θίασο, τη «Λαϊκή Σκηνή», με τον οποίο περιόδευε στις ελεύθερες περιοχές της Ηπείρου, δημιουργώντας ένα θαυμάσιο θέατρο στα βουνά. Πέθανε στην Αθήνα το 1957.
Ο Κοτζιούλας ως ποιητής συνεχίζει την παράδοση των νεοσυμβολιστών και των νεορομαντικών και διακρίνεται για την ευχέρεια στον μετρικό στίχο και τις εύστοχες ομοιοκαταληξίες του. Απέφυγε τον νεοτερικό στίχο και μάλιστα στο κριτικό του έργο συγκρούστηκε με τις νεοτερικές τάσεις στην ποίηση. Τα πεζά του είναι κυρίως βιωματικά και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Πολύ αξιόλογο είναι και το μεταφραστικό του έργο, απ’ όπου ξεχωρίζουμε τους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ. Μετά το θάνατό του, η οικογένεια και οι φίλοι του συγκέντρωσαν το έργο του. Τα «Άπαντά» του κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Δίφρος» σε τρεις τόμους. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει τα ποιήματα της προπολεμικής περιόδου (1928-1942), ο τρίτος τόμος ποιήματα εμπνευσμένα από την Εθνική Αντίσταση (1943-1956) κι ο δεύτερος τόμος τα πεζά.
Εργογραφία: Ποιητικές συλλογές: «Εφήμερα» (1932), «Σιγανή Φωτιά» (1938), «Δευτέρα Παρουσία» & «Ο Γρίφος» (1938), «Τρία ποιήματα προπολεμικά», «Ο Άρης» & «Οι πρώτοι του αγώνα» (1946), «Φυγή στη φύση» (1952) & «Ηπειρώτικα» (1954).
Πεζογραφία: «Το κακό συναπάντημα κι άλλα διηγήματα» (1939), «Θεσσαλικό παζάρι» (1945), «Από μικρός στα γράμματα» (1954), «Όταν ήμουν με τον Άρη» (1965) & «Θέατρο στα βουνά» (1976).
Δοκίμια: «Ο Στράτης Μυριβήλης και η πολεµική λογοτεχνία» (1931), «Πού τραβάει η ποίηση;» (1950) & «Η σχολή του Καρυωτάκη και ο κύκλος των ομογενών» (1952).
Βιβλιογραφία - Σημειώσεις
1. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, σ. 79
2. ό. π., τ. 1ος, σ. 60-61
3. Εφημερίδα «Η Αυγή», 11-9-1956
4. & 5. & 6. ό. π., Άπαντα, τ. 1ος, σ. 61
7. & 8. & 9. & 11. & 12. ό. π., τ. 1ος, σ. 62
10. http://ngalanakis.blogspot.com· εδώ βρήκα δημοσιευμένο το σονέτο για τη Μαρία Πολυδούρη:
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Πολύ ακριβά πληρώσατε, Μαρία
τη φήμη –πολυτέλεια περιττή–
που σ’ ανθοδέσμες ήρθε προσφερτή
στην πιο βαριά γυναίκεια καρτερία.
Η αριστοκρατική παρηγορία,
που στάθηκε στην κλίνη σας κλαφτή,
δεν ήταν συγκατάβαση αρκετή
για τρίτη θέση μες τη «Σωτηρία»;
Ω, αν πέρασε η ζωή σας τραγωδία
κι έπρεπε να φανεί η μοιραία στιγμή
για να προφτάσει η επίσημη τιμή,
θα φύγετε όμως με τη συνοδεία
της τυμπανοκρουσίας των θαυμαστών
Ελλήνων κριτικών και ποιητών.13. ό. π., τ. 1ος, σ. 51, 85 κλπ.
14. ό. π., τ. 16ος, σ. 41
15. & 16. ό. π., τ. 1ος, σ. 63-64
17. ό. π., τ. 22ος, σ. 131
18. ό. π., τ. 1ος, σ. 67
19. & 20. & 21. ό. π., τ. 1ος, σ. 69
22. ό. π., τ. 1ος, σ. 70
23. ό. π., τ. 1ος, σ. 71-72
24. ό. π., τ. 1ος, σ. 75
25. ό. π., τ. 1ος, σ. 77-78
26. & 27. ό. π., τ. 1ος, σ. 78
28. ό. π., τ. 1ος, σ. 77
29. ό. π., τ. 1ος, σ. 78-79 & παραπομπή 1.
30. ό. π., τ. 3ος, σ. 12
31. ό. π., τ. 22ος, σ. 3
32. ό. π., τ. 24ος, σ. 7