Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

«Του γιοφυριού της Άρτας» - Δυο παραλλαγές από τη Ροδαυγή Άρτας    

 

Δημοσιεύτηκε: «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», τεύχος 12, Ιούνιος 2011, σ. 243-257

 

   Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του, όταν εξετάζει την αιτιώδη εσωτερική συνοχή του μύθου, μεταξύ άλλων αποφαίνεται: «διό καί φιλοσοφώτερον καί σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν, ἡ μέν γάρ ποίησις μᾶλλον τά καθόλου, ἡ δ’ ἱστορία τά καθ’ ἕκαστον λέγει»(1) ότι δηλαδή η ποίηση είναι πιο φιλοσοφημένη και πιο σπουδαία από την ιστορία, διότι η ποίηση ασχολείται με το γενικό, ενώ η ιστορία με το μερικό.

      Αν και δεν είναι αναγκαίο να ταυτιστούμε απόλυτα με την αριστοτελική άποψη, δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε πως η θέση του σχετικά με την υπεροχή της ποίησης έναντι της ιστοριογραφίας έχει μεγάλη δόση αλήθειας, αν δεχθούμε πως η ποίηση, η καλή ποίηση, έχει τη δύναμη να μετουσιώνει τις πράξεις – και αυτές που «περιγράφει» η ιστορία – και τα συναισθήματα των ανθρώπων σε ιδέες που η αξία τους ξεπερνά συχνά τα όρια της χώρας του δημιουργού της και γίνεται έμπνευση και αποκούμπι για πολλές ψυχές!...  

      Αν μάλιστα πάμε στην καθ’ ημάς δημοτική ποίηση, μπορούμε να πούμε πως μεγάλο μέρος της, μέσω του ανώνυμου λαϊκού στιχουργού, κατά κάποια έννοια «καταγράφει» και κατ’ επέκταση διαφυλάσσει την ιστορική εμπειρία και μνήμη πολύ πριν καταπιαστούν με την αφήγηση και την ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων οι ειδικοί. Και όσοι έχουν εντρυφήσει σ’ αυτή την ποίηση και την έχουν προσεγγίσει χωρίς προκατάληψη είναι σχεδόν βέβαιο πως θα διαπίστωσαν πως ούτε φιλοσοφικής διαθέσεως στερείται ούτε άνευ σπουδαιότητας δημιούργημα είναι.

      Γι’ αυτή την ποίηση, για τα δημοτικά μας τραγούδια, ο Ν. Γ. Πολίτης σημειώνει: «Ἐξαίρετον ἀναντιρρήτως θέσιν μεταξύ τῶν μνημείων τοῦ λόγου τοῦ ἡμετέρου λαοῦ κατέχουν τά τραγούδια· ὄχι μόνον ὡς ἰσχυρῶς κινοῦντα τήν ψυχήν διά τό ἀπέριττον κάλλος, τήν ἀβίαστον ἁπλότητα, τήν πρωτοτυπίαν καί τήν φραστικήν δύναμιν καί ἐνάργειαν, ἀλλά καί ὡς ἀκριβέστερον παντός ἄλλου πνευματικοῦ δημιουργήματος τοῦ λαοῦ ἐμφαίνοντα τόν ἰδιάζοντα χαρακτῆρα τοῦ ἔθνους. […]· τά δέ τραγούδια ἐγκατοπτρίζουν πιστῶς καί τελείως τόν βίον καί τά ἤθη, τά συναισθήματα καί τήν διανόησιν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καί ἐξωραΐζοντα διά τοῦ ποιητικοῦ διακόσμου ἀναζωπυροῦν τάς ἀναμνήσεις τῶν ἐθνικῶν περιπετειῶν»(2).  

      Των δημοτικών τραγουδιών ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι παραλογές, οι οποίες «εἶναι σύντομες ἀφηγήσεις ποῦ ἔχουν γοργό ἐπικό χαρακτῆρα καί ὁλοκληρωμένη συνήθως λύση»(3) και «προϋποθέτουν ἀρκετή προπαρασκευή, ὡριμότητα καί ποιητική παράδοση καί τέχνη»(4).

      Μια παραλoγή με πολύ μεγάλη διάδοση είναι αυτή «Του γιοφυριού της Άρτας», «τοῦ ὁποίου παραλλαγαί ἀναφέρονται καί εἰς ἄλλας γεφύρας ἤ ἄλλα οἰκοδομήματα (οἷον τῆς γεφύρας τοῦ Σπερχειοῦ, τοῦ Πηνειοῦ, τῶν Ἀδάνων, τῆς βρύσης τῆς Ἀράχωβας, τοῦ ὑδραγωγείου τῶν Δέρκων κλπ.). Παρέλαβον δέ τήν ἑλληνικήν ταύτην παράδοσιν, προσαρμόσαντες εἰς ἐπιχώρια οἰκοδομήματα, καί οἱ ἄλλοι λαοί τῆς ἑλληνικῆς χερσονήσου (Ρωμοῦνοι, Ἀλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι)»(5).

      Αυτή η παραλογή βασίζεται στην επικρατούσα «…Παρά πλείστοις λαοῖς δοξασία, ὅτι πρός στερέωσιν καί προφύλαξιν ἀπό οἱουδήποτε κινδύνου παντός κτίσματος ἀπαιτεῖται νά προσηλωθῇ εἰς αὐτό ζῷον, κατορυττόμενον εἰς τά θεμέλια ἤ ἐντειχιζόμενον. Ὅσον δ’ εὐγενέστερον εἶναι τό ζῷον, τόσον μεγαλυτέραν θεωρεῖται ὅτι ἔχει δύναμιν πρός προστασίαν τοῦ κτίσματος. Εἰς τήν δοξασίαν ταύτην ἀναφέρονται καί ἀρχαῖοι ἑλληνικοί μῦθοι καί βυζαντιναί παραδόσεις περί θυσίας ἀνθρώπων κατά τήν θεμελίωσιν μεγάλων οἰκοδομημάτων. Ἡ ψυχή τοῦ θύματος ὑπετίθετο ότι διά τῶν ὑπερφυσικῶν δυνάμεων, τάς ὁποίας ἔχουν αἱ ἐπί γῆς ἀπολελυμέναι τῶν δεσμῶν τοῦ σώματος ψυχαί, ἠδύνατο νά προσλαμβάνῃ κατά βούλησιν παντοίας μορφάς, καί εἶχε ρώμην ὑπεράνθρωπον, προωρισμένη δέ νά φυλάττῃ καί περιέπῃ τό οἰκοδόμημα, εἰς τό ὁποῖον προσηλώθη, ἦτο φοβερά εἰς τούς ἐπιχειροῦντας νά τό παραβλάψωσι καί ἱκανή ν’ ἀποτρέπῃ τούς ἀπειλοῦντας αὐτό κινδύνους. Τό θῦμα ἐγίνετο τό στοιχειό τοῦ οἰκοδομήματος, διό στοιχείωσις ἐλέγετο ὑπό τῶν βυζαντινῶν ἡ διά θυσίας οἰκοδόμησις»(6).

      Μια απ’ τις πιο διαδεδομένες παραλλαγές «Του γιοφυριού της Άρτας» είναι αυτή που κατέγραψε ο Ν. Γ. Πολίτης(7) και μολονότι σε πολλές εκδόσεις που ακολούθησαν επιλέχθηκε, ας μας επιτραπεί ο όρος, πιο «απλουστευμένη» ορθογραφική καταγραφή, η ουσία του τραγουδιού δεν αλλάζει. Εκτός όμως από τις πολλαπλές δημοσιεύσεις, κυρίως η μεγάλη προφορική διάδοσή του, όπως άλλωστε και πολλών άλλων, δημιούργησε πλήθος παραλλαγών, στις οποίες παρατηρούνται διαφορετικές εκδοχές, όχι στη σύλληψη του μύθου, αλλά στις λεπτομέρειές του.

      Δυο τέτοιες παραλλαγές του τραγουδιού αυτού από την περιοχή της Άρτας και συγκεκριμένα από το χωριό Ροδαυγή θα προσεγγίσουμε στη συνέχεια. Αυτές οι παραλλαγές, αν και έχουν την «ίδια» αφετηρία, οι διαφορές που παρατηρούνται σε κάποιους στίχους τους αποδεικνύουν για άλλη μια φορά πως το κάθε δημοτικό τραγούδι «τροποποιείται» καθώς «ταξιδεύει» από στόμα σε στόμα.

      Ο Κ. Α. Διαμάντης σε μελέτη του με τίτλο «Το γεφύρι της Άρτας»(8) μεταξύ άλλων  μιλάει για το τραγούδι που γεννήθηκε γύρω από το μύθο της στερέωσης του εν λόγω γεφυριού και αναφέρει πως από παιδί άκουγε παραλλαγή αυτού του τραγουδιού «στα «Ξεφλουδίσματα» στο σπίτι της πρώτης ξαδέλφης της μάνας του Νίτσας του Μήτρου Μάνου, η οποία ήξερε πολλά τραγούδια, όπως και το Τραγούδι του Γεφυριού της Άρτας «Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μαστόροι/ δγιοφύρι νεθεμέλιωναν στην Άρτας το ποτάμι…»(9). «Δυστυχώς», σημειώνει πιο κάτω, «τότε δεν φρόντισα να το καταγράψω και αμφιβάλλω αν το ξέρει κανένα από τα παιδιά της όπως το ’λεγε εκείνη»(10).

      Παρά τα ανωτέρω, αλλού γράφει(11): «Η θειάκω Νίτσα Δημ. Μάνου, πρώτη ξαδέρφη της μάνας μου, είπε το τραγούδι «Του Γεφυριού της Άρτας»:

       Σαράντα μαστορόπουλα κ’ εξήντα δυο μαστόροι

      γιοφύρι θεμελιώνανε στης  Άρτας το ποτάμι.

      Όλ’ τη μερούλα δούλευαν, τη νύχτα γκρεμισμένο.

      Πουλάκι πάησε κ’ έκατσε στην άκρη απ’ το ποτάμι.

5    Μουδέ λαλούσε σαν πολύ, μουϊδέ σα χελιδόνι.

      Αρχίνησε και έλεγε ανθρώπινη κουβέντα:

      -Μαστόροι, μη παιδεύεστε, μη χάνετε τα κόπια.

      Αν δεν στεργιώσετε άνθρωπο, διοφύρι δε στεργιώνει.

      Φέρτε του πρωτομάστορα του Γιώργη τη γυναίκα.

10   Κι ο Γιώργης όταν τάϊκουσε πολύ του κακοφάνη.

      -Το τι χαμπέργια, Γιώργη μου, απ’ της Άρτας το δγιοφύρι;

      -Κακά χαμπέργια, Λένη μου, απ’ της Άρτας το δγιοφύρι.

      Για σήκω, λούσου κι άλλαξε και βάλε τα χρυσά σου.

      Θα πας να σε στεργιώσουμε στης Άρτας το δγιοφύρι.

15  -Αγάλια – αγάλια, Γιώργη μου…

      για να βυζάξω το παιδί, να το χορτάσω γάλα.

      Διάτα σ’ αφήνω, Γιώργη μου, διάτα για το παιδί μου,

      για να το μάθεις γράμματα…

      γράμματα, σπουδάματα, του Θεού τα κλάματα.

20  Τρεις αδελφούλες ήμασταν και οι τρεις θεριά κρατούμε.

      Μίνια κρατεί τον Ντούρναρο και η άλλη της Άρτας το δγιοφύρι,

      και η τρίτη η καλύτερη τ’ Κοράκου το δγιοφύρι».

      Του τραγουδιού  αυτού τη δεύτερη παραλλαγή καταγράψαμε(12) πολύ αργότερα, όπως την υπαγόρευσε η γιαγιά μας Πανάγιω Οικονόμου, κόρη της Νίτσας Δημ. Μάνου, ενώ διάνυε τη δέκατη δεκαετία της ζωής της και με τις όποιες πιθανές υστερήσεις της μνήμης. Οι στίχοι είναι:

      Όλη τη μερούλα δούλευαν στης Άρτας το γιοφύρι.

      Όλη τη μερούλα δούλευαν τη νύχτα γκρεμιζόταν.

      Πουλάκι πάει κι έκατσε στην άκρη στο ποτάμι,

      ούτε σαν το πουλί λαλεί, ούτε σαν χελιδόνι,

5    άρχισε και έλεγε ανθρώπινες κουβέντες:

      -Αν δεν στεριώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,

      και μη στεριώσετε φτωχό και μη στεριώστε αργάτη,

      του Γιώργη τη γυναίκα του πρωτομάστορα.

      Ο Γιώργης σαν το άκουσε, κλαμένος πάει στο σπίτι.

10  -Γιώργη μ’, γιατί πικραίνεσαι, γιατί είσαι κλαμένος;

      -Το δαχτυλίδι μ’ έπεσε στη μεσιανή καμάρα.

      -Γιώργη μου, μη πικραίνεσαι και ’γω θα πάω να το ’βρω.

      Σιγά – σιγά κατέβαινε στη μεσιανή καμάρα.

      Άλλος ρίχνει με το μυστρί κι άλλος με το φτυάρι.

15  Παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.

      -Γιώργαινα μην οργίζεσαι και δώσε την ευχή σου.

      -Την κατάρα μου θ’ αφήσω όργανα να μην περάσουν

      και αν τύχει και περάσουν, το γιοφύρι σας να τρέμει,

      σαν τα φύλλα από τα δέντρα.

   Τις δυο παραλλαγές από τη Ροδαυγή, συντομότερες από εκείνη της συλλογής του Πολίτη, θα τις παρουσιάσουμε σε συνάρτηση με αυτή. Για διευκόλυνση της προσέγγισης η παραλλαγή που κατέγραψε ο Διαμάντης θα αποκαλείται α' και αυτή που καταγράψαμε εμείς β'.

      Στο τραγούδι της α' παραλλαγής, λοιπόν, η «ρυθμική αριθμητική αναφορά στο πλήθος των μαστόρων και μαθητάδων»(13), διαφοροποιείται από αυτήν της παραλλαγής που διέσωσε ο Πολίτης. Οι «σαράντα πέντε μάστοροι κι οι εξήντα μαθητάδες» γίνονται «σαράντα μαστορόπουλα κ’ εξήντα δυο μαστόροι»· αντιστρέφεται έτσι η συγκρότηση του σιναφιού των μαστόρων, αφού μειώνεται ο αριθμός των μαθητάδων – μαστορόπουλων στον συμβολικό αριθμό σαράντα και αυξάνει ο αριθμός των μαστόρων, ο οποίος φτάνει τους εξήντα δυο – ο αριθμός εξήντα δυο, αν και τα τραγούδια δεν σχετίζονται θεματικά, συνειρμικά φέρνει στο νου τις «εξηνταδυό καμπάνες» από το τραγούδι «Της άγια – Σοφιάς»! Το νόημα συμπληρώνεται με τον πανομοιότυπο θεματικά επόμενο στίχο «γιοφύρι θεμελιώνανε στης Άρτας το ποτάμι», ο οποίος  δηλώνει την προσπάθεια και τον τόπο στον οποίο αυτή συντελείται.

      Από τη β' παραλλαγή απουσιάζουν οι δύο προαναφερθέντες στίχοι, αν και νοηματικά δεν δικαιολογείται να αρχίζει το τραγούδι με το στίχο «όλη τη μερούλα δούλευαν τη νύχτα γκρεμιζόταν», μια και απουσιάζει το υποκείμενο και ο τόπος της δράσης. Άλλωστε στις άλλες δύο παραλλαγές ο στίχος αυτός «ζυγιάζεται φυσιολογικά με τους δυο προηγούμενους, δίνεται το αποτέλεσμα»(14), το οποίο είναι αναμενόμενο μετά το «νεθεμέλιωναν» και το «θεμελιώνανε». 

      Σ’ αυτόν το στίχο παρατηρούμε επίσης πως το «ολημερίς το χτίζανε» αντικαθίσταται στις δυο παραλλαγές από τη Ροδαυγή με το «όλ’(η) τη μερούλα δούλευαν» και το ρήμα του β' ημιστιχίου «το βράδυ εγκρεμιζόταν», ενώ στην α' παραλλαγή εκφράζεται με μετοχή, στη β' παραμένει το «γκρεμιζόταν» χωρίς το -ε- και η λέξη «βράδυ» αντικαθίσταται με τη λέξη «νύχτα». Μικρές εκφραστικές «αλλοιώσεις», αλλά οι ρηματικοί τύποι (χτίζανε/ δούλευαν – εγκρεμιζόταν/ γκρεμισμένο/ γκρεμιζόταν) και στις τρεις παραλλαγές λειτουργούν παρόμοια. Ο πρώτος σε κάθε στίχο τύπος «δείχνει πιο πολύ διάρκεια και λιγότερο αφηγείται, ο δεύτερος είναι αφηγηματικός και στιγμιαίος»(15).

      Στην α' και τη β' παραλλαγή παραλείπεται το μοιρολόγι των μαστόρων και το κλάμα των μαθητάδων και η αφήγηση οδηγείται κατευθείαν στην εμφάνιση του πουλιού, το οποίο «πάησε κ’ έκατσε» ή «πάει κι έκατσε» όχι «αντίκρυ», αλλά «στην άκρη απ’ το ποτάμι» ή «στην άκρη στο ποτάμι». Το κάθισμα του πουλιού «στην άκρη» κι όχι «αντίκρυ» στο ποτάμι δίνει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην βαθιά σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο πουλί και στο ποτάμι, μια κι «είναι οντότητες του ίδιου κόσμου ή της ίδιας φύσης, όχι σαν αυτής που είναι οι μαστόροι και οι μαθητάδες»(16), αλλά και τα μαστορόπουλα της παραλλαγής. 

      Αυτό το πουλί που η φωνή του δεν έχει σχέση με των άλλων πτηνών, «εκελάιδε κ’ έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα», «αρχίνησε και έλεγε ανθρώπινη κουβέντα» ή «άρχισε και έλεγε ανθρώπινες κουβέντες»! Όποιες κι αν είναι οι λεκτικές και εκφραστικές διαφοροποιήσεις, και οι τρεις στίχοι λένε το ίδιο πράγμα· το πουλί, αυτό το πανάρχαιο μυθικό θέμα – σύμβολο(17), έρχεται να τους υπενθυμίσει πως λησμόνησαν να τελέσουν τη θυσία που όφειλαν πριν ξεκινήσουν το χτίσιμο του γεφυριού, μιλάει σαν άνθρωπος, άρα το μήνυμά του είναι καταληπτό από όσους το ακούνε. Επομένως και οι χτίστες μυούνται σε κάτι καινούργιο, το οποίο είναι απαραίτητο για να πετύχει ο στόχος τους που είναι το στέριωμα του γεφυριού.

      Στη συνέχεια, το μήνυμα του πουλιού έχει «άλλο» περιεχόμενο στις τρεις παραλλαγές, αν και το σημαινόμενο είναι το ίδιο. Στην α' στο στίχο «Αν δεν στεργιώσετε άνθρωπο, διοφύρι δε στεργιώνει» παρατηρούμε μόνο κάποιες αλλαγές που σχετίζονται με το ιδίωμα της περιοχής: «στεργιώσετε», «διοφύρι», «στεργιώσει», ενώ στη β' ο στίχος «Αν δεν στεριώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει», είναι ίδιος με εκείνον της παραλλαγής του Πολίτη. Στον επόμενο στίχο «Φέρτε του πρωτομάστορα του Γιώργη τη γυναίκα» της α' παραλλαγής, η προστακτική «φέρτε» μας οδηγεί κατευθείαν, εν είδει διαταγής, στο δια ταύτα, ενώ στη β' παρεμβάλλεται ο στίχος «και μη στεριώσετε φτωχό και μη στεριώστε αργάτη», πριν οδηγηθούμε στον επεξηγηματικό στίχο «του Γιώργη τη γυναίκα του πρωτομάστορα».

      Στο στίχο «και μη στεριώσετε φτωχό και μη στεριώστε αργάτη», αν και υπάρχει αποτροπή για κάποια άτομα, τα οποία δεν πρέπει να  επιλεγούν για την επικείμενη «θυσία», τα άτομα αυτά που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, είναι διαφορετικά από εκείνα της παραλλαγής του Πολίτη, το «ορφανό», τον «ξένο» και το «διαβάτη», αλλά στην ουσία στο σύνολό τους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, του να αποτελέσουν δηλαδή το «ιδανικό» θύμα που θα στερεώσει τα θεμέλια της γέφυρας, η οποία θα «δαμάσει» τον περήφανο ποταμό και τελικά θα τον «νικήσει»!

      Αποκλείονται δηλαδή οι απόκληροι της κοινωνίας, γιατί η δύναμή τους είναι πολύ λίγη, για να στηρίξουν ένα τόσο μεγάλο έργο, αλλά και οι ξένοι και οι διαβάτες, οι οποίοι, όχι μόνο επειδή από αρχαιοτάτων χρόνων χρήζουν φιλοξενίας και προστασίας, αλλά κυρίως επειδή δεν θα θυσίαζαν τους ίδιους, αλλά τον ίσκιο τους κι επειδή κατά βάση ήταν ξένοι με τον τόπο και τα έργα του. Άρα, τι έμενε; Το εκλεκτό θύμα, αντάξιο ενός μεγάλου έργου, που δεν είναι άλλο από τη γυναίκα του πρωτομάστορα!...

      Ο πρωτομάστορας, λοιπόν, ο πρώτος, ο κορυφαίος των μαστόρων, είναι εκείνος που πρέπει να θυσιάσει κάτι δικό του, κάτι δικό του και διαλεχτό, για να επιτευχθεί ο στόχος. Ο «δαίμονας» του ποταμού θέλει αντάξιο θύμα ως αντάλλαγμα για την «ταπείνωσή» του!

      Στις δύο παραλλαγές από τη Ροδαυγή ο πρωτομάστορας έχει όνομα, λέγεται Γιώργης(18). Η γυναίκα του έχει κι αυτή όνομα. Λέγεται Λένη στην α' και, κατά την Ηπειρώτικη ονοματολογία των γυναικών από το όνομα του άντρα τους, Γιώργαινα, στη β' παραλλαγή. Αυτές οι δυο γυναίκες, η Λένη και η Γιώργαινα, αν και πρόκειται ουσιαστικά για το ίδιο πρόσωπο, μέσα στις δύο παραλλαγές υπερασπίζονται διαφορετικούς γυναικείους ρόλους.

      Όταν ο Γιώργης άκουσε το δυσάρεστο μήνυμα αντιδρά αλλιώς στην κάθε παραλλαγή. Στην α' «κι ο Γιώργης όταν τάϊκουσε πολύ του κακοφάνη», ενώ στη β' «ο Γιώργης σαν το άκουσε, κλαμένος πάει στο σπίτι»! Η διαβάθμιση των αισθημάτων από τον έναν στίχο στον άλλο είναι προφανής, δεν θυμίζει το «τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει», αλλά, ενώ στον πρώτο φαίνεται πως τα γεγονότα θα εξελιχθούν, όπως και στην παραλλαγή του Πολίτη στο χώρο του γεφυριού, ο αμέσως επόμενος στίχος μεταφέρει τη δράση στο σπίτι του πρωτομάστορα, όπως άλλωστε συμβαίνει ήδη με το «κλαμένος πάει στο σπίτι» της β' παραλλαγής.

      Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της εξέλιξης του μύθου, η περαιτέρω παρουσία του πουλιού, το οποίο στην παραλλαγή του Πολίτη μεταδίδει το λάθος μήνυμα, καθίσταται περιττή, αφού επιτέλεσε τον αρχικό και βασικό σκοπό της παρουσίας του που είχε να κάνει με την υπενθύμιση πως λησμόνησαν να πράξουν τη δέουσα για τη στερέωση του γεφυριού τελετουργία.

   Οι γρήγοροι διάλογοι, οι οποίοι διαμείβονται μεταξύ του πρωτομάστορα και της συζύγου του μέσα στην με πολλούς συμβολισμούς οικογενειακή εστία και στις δύο παραλλαγές έχουν πολύ ενδιαφέρον. Στην α', που ο Γιώργης εμφανίζεται απροσδόκητα και σε όχι συνήθη ώρα στο σπίτι του, η σύζυγος έκπληκτη και χωρίς κανένα άλλο σχόλιο τον ρωτάει: «Το τι χαμπέργια, Γιώργη μου, απ’ της Άρτας το δγιοφύρι;». Το καίριο ερώτημα της γυναίκας σχετικά με το γεφύρι σηματοδοτεί και τη γνώση των προβλημάτων της στερέωσής του. Αλλά και η απάντηση «-Κακά χαμπέργια, Λένη μου, απ’ της Άρτας το δγιοφύρι» ανακοινώνει χωρίς περιστροφές το δυσάρεστο νέο, το οποίο ολοκληρώνεται μετά την παρεμβολή ενός «ανώδυνου» εξωτερικά στίχου, ο οποίος έρχεται σε αντίφαση με την είδηση και τη συνέχειά της. Έτσι το «Για σήκω, λούσου κι άλλαξε και βάλε τα χρυσά σου», δεν παραπέμπει σε λούσιμο και στολισμό για «χαρά», όπως δηλώνει παρεμφερής στίχος σε άλλα δημοτικά τραγούδια(19), αλλά για τον επιβαλλόμενο καθαρμό και στολισμό εκείνου που οδηγείται σε θυσία(20). Η εντολή του πρωτομάστορα που έχει τον τόνο πως δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, συμπληρώνεται από το «Θα πας να σε στεργιώσουμε στης Άρτας το δγιοφύρι»! Θα πας, όχι θα πάμε! Η γυναίκα δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν διανοείται να έχει. Το μόνο που μπορεί ως μελλοθάνατη να ζητήσει είναι η πραγμάτωση κάποιων τελευταίων επιθυμιών της!...

      Το «παράδοξο» στην α' παραλλαγή είναι πως στο πρόσωπο της γυναίκας, ο μόνος ρόλος που κυριαρχεί είναι αυτός της μάνας, ρόλος απών στις άλλες δύο, στις οποίες δεν γίνεται καμία αναφορά στην ύπαρξη παιδιού!  Η γυναίκα δεν αναφέρει τίποτα που να σχετίζεται με την ερωτική ή τη συζυγική σχέση της με τον πρωτομάστορα! Το μόνο που παραπέμπει σε κάποια συναισθήματα προς εκείνον είναι η προσφώνηση «Γιώργη μου». Οι τελευταίες της στιγμές έχουν μόνο μία έγνοια, το παιδί της:

      -Αγάλια – αγάλια, Γιώργη μου…

      για να βυζάξω το παιδί, να το χορτάσω γάλα.

      Διάτα σ’ αφήνω, Γιώργη μου, διάτα για το παιδί μου,

      για να το μάθεις γράμματα…

      γράμματα, σπουδάματα, του Θεού τα κλάματα.

      Το παιδί, του οποίου δεν καθορίζεται το φύλο, αν και στην Ήπειρο η λέξη παιδί αναφέρονταν και ενίοτε αναφέρεται ακόμα στο αγόρι,  είναι βυζασταρούδι. Η μάνα θέλει να το «χορτάσει» γάλα! Ξέρει πως η πείνα του θα κορεσθεί για λίγο. Εκείνο πολύ σύντομα θα αποζητά απεγνωσμένα το μαστό της. Αυτή όμως, το θηλασμό, αυτόν τον αταβιστικό δεσμό ανάμεσα στο βρέφος και τη μάνα, δεν είναι μόνο που θέλει ως τελευταίο να τον απολαύσει παρατείνοντας εύσχημα την παραμονή της κοντά του, αλλά θέλει «εν ονόματι» του γάλακτος που δίνει στο παιδί της να δεσμεύσει τον άντρα της για τη μετέπειτα φροντίδα του(21).

      Η δέσμευση δεν συνίσταται σε μια απλή επιθυμία. Είναι «διάτα». Είναι διαταγή από τη μελλοθάνατη μάνα, η οποία αυτή την ύστατη στιγμή «διασφαλίζει» με αυτό τον τρόπο το σπλάχνο της! Το ενδιαφέρον είναι πως η μάνα δεν ζητάει για το παιδί της τίποτα άλλο παρά να του εξασφαλίσει ο πατέρας του τις προϋποθέσεις να μάθει γράμματα! Αυτή η επιθυμία της, για όσους κατάγονται ή σχετίζονται με κάποιο τρόπο με την Ήπειρο, δεν ξαφνιάζει, αφού σ’ αυτό τον τόπο το να μάθουν τα παιδιά γράμματα δεν αποτελεί απλά προτεραιότητα, αλλά σκοπό ζωής των γονέων!...

       Στην τελευταία επιθυμία που αφορά τις σπουδές του παιδιού το μοτίβο θυμίζει το τελείωμα του πασίγνωστου παιδικού τραγουδιού «Φεγγαράκι μου, λαμπρό,/ φέγγε μου να περπατώ,/ να πηγαίνω στο σχολειό,/ να μαθαίνω γράμματα,/ γράμματα σπουδά(γ)ματα/ του Θεού τα πράματα».  Έχοντας στο μυαλό μας αυτή την αναφορά, ο στίχος που έχει ως καταληκτική του διατύπωση «του Θεού τα κλάματα», φαντάζει λίγο «προβληματικός», εκτός και ο λαϊκός δημιουργός υποδηλώνει εδώ τις δυσκολίες που έχει η εκμάθηση των γραμμάτων ή πρόκειται για παραφθορά της λέξης πράματα ή κάτι άλλο.

Ο διάλογος της β' παραλλαγής είναι πιο σύντομος και οι νοηματικές του αναφορές παραπέμπουν στον Πολίτη:

      -Γιώργη μ’, γιατί πικραίνεσαι, γιατί είσαι κλαμένος;

      -Το δαχτυλίδι μ’ έπεσε στη μεσιανή καμάρα.

      -Γιώργη μου, μη πικραίνεσαι και ’γω θα πάω να το ’βρω.

      Σιγά – σιγά κατέβαινε στη μεσιανή καμάρα.

      Άλλος ρίχνει με το μυστρί κι άλλος με το φτυάρι.

      Παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.

      -Γιώργαινα μην οργίζεσαι και δώσε την ευχή σου.

      Σ’ αυτόν, λοιπόν, το διάλογο, στον οποίο παρεμβάλλονται και τρεις αφηγηματικοί στίχοι, αφού ο πρωτομάστορας πηγαίνει στο σπίτι του και μάλιστα κλαμένος, ανακοινώνει ο ίδιος την απώλεια του δαχτυλιδιού, αφού αυτή είναι και ο λόγος της θλίψης που προκάλεσε το κλάμα του. Μόνο που σ’ αυτή την παραλλαγή το δαχτυλίδι δεν έπεσε στην «πρώτη», αλλά στη «μεσιανή» καμάρα του γεφυριού. Η γυναίκα όμως δείχνει κι εδώ την ίδια προθυμία για να κατέβη να το βρει και να το φέρει πίσω. Αυτή η  προθυμία με την οποία «ανταποκρίνεται» προκειμένου να απαλείψει την αιτία της θλίψης του άντρα της αποδεικνύει την ανυπόκριτη αγάπη και το ενδιαφέρον της γι’ αυτόν, γεγονός που την κάνει και πιο κατάλληλη για θύμα. Όσο για την κάθοδό της, έστω κι αν γίνεται «σιγά – σιγά», υπό την έννοια  ότι ψάχνει για το δαχτυλίδι ή από ενδόμυχο φόβο, αυτή ισοδυναμεί με την εις Άδου κάθοδον, δηλαδή με το θάνατο!...

      Η επιλογή του δαχτυλιδιού ως κινήτρου για την κατάβαση δεν είναι τυχαία. Το δαχτυλίδι, πανάρχαιο σύμβολο του ερωτικού και συζυγικού δεσμού(22), αποτελεί το σύμβολο της ύπαρξης και της διατήρησης του γάμου. «Το εύρημα του δαχτυλιδιού», σημειώνει ο Σ. Σκαρτσής(23), «είναι τυπικό αλλά και ταιριασμένο (όπως συμβαίνει πάντα, κι ας φαίνονται αυτά τα δυο, εξωτερικά, αντίθετα). Αν χαθεί το δαχτυλίδι, χάθηκε ο γάμος. Όμως αυτό είναι ακριβώς η αλήθεια, κι ας φαίνεται ψέμα. Ο άντρας της δεν είναι πια άντρας της, αλλά ένας απ’ όλους, ο υπεύθυνος για το κοινό έργο».

      Οι επόμενοι αφηγηματικοί στίχοι: «Άλλος ρίχνει με το μυστρί κι άλλος με το φτυάρι./ Παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο», αν εξαιρέσουμε το «ρίχνει» και «με το φτυάρι» δεν αλλάζουν ιδιαίτερα από την παραλλαγή του Πολίτη· υποδηλώνουν όπως κι εκεί την ταχύτητα του χτισίματος και της στερέωσης του γεφυριού και όπως κι εκεί «καθυστερημένα παρουσιάζεται ο πρωτομάστορας να ρίχνει το μέγα λίθο του, αφού πια έχει χτιστεί το γεφύρι, αλλά έτσι δίνεται η επισφράγιση απ’ το κύριο πρόσωπο της δράσης, και μαζί κλείνεται ηχητικά και τονικά το μέρος»(24).

      Κι εκεί που καμία διαμαρτυρία ή κατάρα δεν βγαίνει από το στόμα της γυναίκας, ο διάλογος μεταξύ αυτής και του άντρα της στη β' παραλλαγή κλείνει με τα κατευναστικά, παρακλητικά λόγια του: «Γιώργαινα μην οργίζεσαι και δώσε την ευχή σου»!

      Στη συνέχεια, η γυναίκα παίρνει την «εκδίκησή» της! Αντί ευχής, δίνει κατάρα:

      -Την κατάρα μου θ’ αφήσω όργανα να μην περάσουν

      και αν τύχει και περάσουν, το γιοφύρι σας να τρέμει,

      σαν τα φύλλα από τα δέντρα.

      Αν και οι τελευταίοι στίχοι της β' παραλλαγής, με τον τρίτο εξ αυτών να είναι ανολοκλήρωτος, δίνουν μια διαφορετική «λύση» στην εξέλιξη του δράματος, μια και αφήνουν να αιωρείται μια κατάρα πάνω από το γεφύρι, η κατάρα αυτή είναι λιγότερο απειλητική από εκείνη που αναιρέθηκε στην παραλλαγή του Πολίτη και έλεγε: «Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμη το γιοφύρι,/ κι’ ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάταις». Άλλωστε, το «τρέμουλο» του γεφυριού αναφέρεται μόνο στην περίπτωση που πάνω από το γεφύρι θα περάσουν όργανα, κάτι που αφορά κατά κύριο λόγο τη μουσική συνοδεία της γαμήλιας πομπής(25). Και η κατάρα αυτή, δεν είναι τυχαία, σχετίζεται άμεσα με το ποτάμι, αφού «τα ποτάμια συνδέονται με το γάμο, και ιδιαίτερα το πέρασμά τους, που δείχνει το ιερατικό, καθαρτικό λούσιμο, πριν απ’ το σμίξιμο αντρών – γυναικών. Βρίσκονται στον κάτω κόσμο και συνδέονται με τη δίψα των νεκρών […] ή βρίσκονται στον παράδεισο κι είναι το νερό της ζωής»(26).

      Όσο για την α' παραλλαγή, η εξέλιξη του μύθου ολοκληρώνεται πολύ γρήγορα, αφού μετά τη «διάτα» της γυναίκας προς τον πρωτομάστορα για την «εποπτεία» της εκπαίδευσης του παιδιού τους, κλείνει χωρίς κατάρες και ανακλήσεις τους, αφού οι τρεις καταληκτικοί στίχοι, με τριαδική ανάπτυξη, μας πάνε κατευθείαν στη θρηνολογία της γυναίκας για την τύχη τη δική της και των αδερφάδων της που στοίχειωσαν τρία «θεριά», δηλαδή τρία μεγάλα γεφύρια:

      Τρεις αδελφούλες ήμασταν και οι τρεις θεριά κρατούμε.

      Μίνια κρατεί τον Ντούρναρο και η άλλη της Άρτας το δγιοφύρι,

      και η τρίτη η καλύτερη τ’ Κοράκου το δγιοφύρι.

Αν και το τραγούδι, αναφέρεται στης Άρτας το γεφύρι, εν τούτοις σ’ αυτούς τους στίχους δεν προσδιορίζει η γυναίκα του πρωτομάστορα ότι αυτή είναι που στοίχειωσε το εν λόγω γεφύρι, ενώ στην παραλλαγή του Πολίτη αυτός ο προσδιορισμός είναι σαφής: «η μιά χτισε το Δούναβη, κ’ η άλλη τον Αφράτη/ κ’ εγώ η πιλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι». Όσο για τα γεφύρια, το πρώτο που «κρατεί τον Ντούρναρο», δεν γνωρίζουμε πιο είναι το ποτάμι που εννοεί το τραγούδι, εκτός και η λέξη Ντούρναρος προήλθε από παραφθορά της λέξης Δούναβης! Το τρίτο από τα γεφύρια, το γεφύρι του Κοράκου, που το στοίχειωσε η καλύτερη – ομορφότερη από τις αδελφές, είναι το γνωστό μονότοξο γεφύρι στον Αχελώο ποταμό, το οποίο ένωνε για πάνω από τετρακόσια χρόνια τους νομούς της Άρτας και της Καρδίτσας.    

      Το δημοτικό τραγούδι «Του γιοφυριού της Άρτας», του οποίου προσεγγίσαμε δυο παραλλαγές από τη Ροδαυγή Άρτας, δεν έπαψε από τότε που δημιουργήθηκε να είναι ποικιλότροπα «παρόν» και να επηρεάζει τη δημιουργική σκέψη πολλών. Πέραν των πολλών βιβλιογραφικών αναφορών, με  αφορμή το γεφύρι γράφτηκε το βιβλίο «Της Άρτας το γεφύρι και η Παρηγορήτισσα» του Κων/νου ΣΤΡΑΤΗ. Γράφτηκαν(27) επίσης: «Τα τρία Γεφύρια της Άρτας» και «Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες»  του Μπάμπη Δερμιτζάκη, «Το γιοφύρι της Άρτας» του Ηλία Βουτιερίδη, περιοδικό «Νουμάς», 1905, «Το ανεχτίμητο» του Παντελή Χορν δημοσιευμένο σε ανεξάρτητο τόμο μαζί με το μονόπρακτό του «Ο ξένος», 1906,  «Ο Πρωτομάστορας» τραγωδία που έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης το 1909, τη μελοποίησε ο Μανόλης Καλομοίρης και παίχτηκε στην Αθήνα το 1916, «Θυσία της Άρτας» του Στέλιου Σεφεριάδη, «Της Τρίχας το γεφύρι» του Παν. Φωτιάδη, 1927, «Τη Τρίχας το Γεφύρ’» του Θόδωρου Κανονίδη, 1930, «Γεφύρι της Άρτας» του Γ. Θεοτοκά, 1942, «Η Γυναίκα του Πρωτομάστορα», του Φίλωνος Κτενίδη, στην ποντιακή διάλεκτο, 1950, «Το Γεφύρι της Άρτας» του Γιάννη Ανδρίτσου, 1960, «Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες» του Αλβανού συγγραφέα Ισμαήλ Κανταρέ, 1989.

      Το γεφύρι εξακολουθεί και σήμερα να συγκινεί και να εμπνέει. Μερικές αναφορές σε πολιτιστικές δραστηριότητες των τελευταίων χρόνων μας πείθουν για του λόγου το αληθές:

      1. Πολιτιστική δραστηριότητα, σχολ. έτος 2007-08: «Θυσία: Το γιοφύρι της Άρτας»(28).

      2. «Το ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΕΡΚΥΡΑΣ στο πλαίσιο των θερινών του παραγωγών παρουσιάζει το Σάββατο 18 Ιουλίου 2009 (9.30 μ.μ.) στα Παλιά Βενετσιάνικα Ναυπηγεία (Γουβιά) τη λαϊκή όπερα του Κερκυραίου συνθέτη Σπύρου Σαμοΐλη «ΣΑΝ ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ», σε ποίηση του Νίκου Πανδή και κείμενα της Μαρίας Κυριάκη»(29).

      3. «Το Θεατρικό Εργαστήρι του Πανεπιστημίου Κύπρου (Θ.Ε.ΠΑ.Κ.) παρουσιάζει στις 25-5-2010 στο Αρχοντικό της οδού Αξιοθέας το έργο «Το Άσμα του Γιοφυριού» που αποτελεί μια δραματική διασκευή στηριγμένη στις πιο εκφραστικές παραλλαγές του γνωστού δημοτικού τραγουδιού «Της Άρτας το Γιοφύρι», από την Κύπρο, τον Πόντο, την Κρήτη και την Ηπειρωτική Ελλάδα. Το έργο αυτό είναι το πρώτο από τα τέσσερα έργα από το ρεπερτόριο του Θ.Ε.ΠΑ.Κ. που συγκροτούν μια «Κυπριακή Τετραλογία» με την οποία το Θεατρικό Εργαστήρι, αλλά και το Πολιτιστικό Φεστιβάλ του Πανεπιστημίου Κύπρου θα τιμήσουν την 50ή επέτειο από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόκειται για τα έργα «Το Χρονικό της Κύπρου» του Λεόντιου Μαχαιρά (15ος αιώνας), «Το Άσμα του Γιοφυριού» (βασισμένο σε δημοτικά τραγούδια του Μεσαίωνα), «Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνότζιαιρη του κόσμου» του Βασίλη Μιχαηλίδη (19ος αιώνας), και Αριστοφάνους «Λυσιστράτη» σε μετάφραση και διασκευή στην κυπριακή διάλεκτο του Κώστα Μόντη (20ος αιώνας), το καθένα από τα οποία παρουσιάζει τον κόσμο της Κύπρου από μια διαφορετική οπτική γωνία (της ιστορίας, της λαογραφίας, του έντεχνου λόγου, της μουσικής παράδοσης), εμβαθύνει σε διαφορετική φάση της κυπριακής διαλέκτου (μεσαιωνική, αναγεννησιακή, σύγχρονη), εστιάζει σε διαφορετικές ιστορικές περιστάσεις (Φραγκοκρατία, Ενετοκρατία, Τουρκοκρατία). Τα υπόλοιπα έργα της «Κυπριακής Τετραλογίας» θα παρουσιαστούν κατά τη      διάρκεια του Πολιτιστικού Φεστιβάλ (Ιούνιο, Ιούλιο και Οκτώβριο), ενώ παραστάσεις του «Άσματος του Γιοφυριού» θα δοθούν επίσης στο εξωτερικό (Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία) με την ενσωμάτωση σκηνών ή και αφηγητή στην εκάστοτε ξένη γλώσσα. Θεατρικό Εργαστήρι του Πανεπιστημίου Κύπρου. Σκηνοθεσία: Μιχάλης Πιερής»(30).

      4. «Την Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2010 και για δέκα μέρες (μέχρι και τις 3 Οκτωβρίου), στη Σχολής Καλών Τεχνών (Πειραιώς 256) ανεβαίνει, με ελεύθερη είσοδο, η παράσταση «Ούτ’ ορφανό, ούτε φτωχό, ούτ’ απ’ τα ξένα ξένον», με θέμα τα εργατικά ατυχήματα στη σημερινή Ελλάδα. Πρόκειται για μια παράσταση με εξαιρετικό ενδιαφέρον, όχι μόνο πολιτικό, αλλά και σκηνοθετικό και αισθητικό, καθώς εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση θεατρικής πρωτοπορίας και πολιτικού θεάτρου, που ξεκινάει τη δεκαετία του 1920 στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση και συνεχίζεται μεταπολεμικά με το θέατρο του δρόμου. Έτσι, ένας κατάλογος με τα εργατικά ατυχήματα των τελευταίων δυόμισι χρόνων (που φτιάχτηκε για την παράσταση) συμπλέκεται με το τραγούδι του «Γιοφυριού της Άρτας» και μικρές αφηγήσεις, και μετατρέπεται σε κίνηση και θέαμα, αποτελώντας σχόλιο πολιτικό και αισθητικό για την εργασία, τα «ατυχήματα», την ευθύνη, τη δυνατότητα να συναρμόσεις αισθητικές και νοήματα, να διερευνήσεις σκηνοθετικά και υποκριτικά όρια. Για όλα αυτά συζητήσαμε με τη σκηνοθέτιδα της παράστασης Έλενα Πατρικίου»(31).

      5. «Ένα διαφορετικό τέλος στο ποίημα Του Γιοφυριού της Άρτας, της μαθήτριας Δήμητρας Λίβα. Στα πλαίσια του μαθήματος της λογοτεχνίας της Γ' τάξης ζητήθηκε από τους μαθητές του τμήματος Γ2 να δώσουν μια διαφορετική εκδοχή για το τέλος του ποιήματος που να απαλείφει το βίαιο και αποτρόπαιο χαρακτήρα της ανθρωποθυσίας. Το παρακάτω κείμενο μας το έφερε στην τάξη η μαθήτρια Δήμητρα Λίβα και το μοιραζόμαστε μαζί σας γιατί μας άρεσε! (αναρτήθηκε στις 1-10-2010)

Του γιοφυριού της Άρτας (άλλη εκδοχή)

Και το πουλί ξανάφανε κι άλλη κουβέντα φέρνει.

«Τράβα καλέ τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα

Να βγει του πρωτομάστορα η όμορφη γυναίκα.

Τρεις αδερφάδες ήτανε και μόνο μια έχει μείνει

Η μια έχτισε το Δούναβη κι άλλη τον Ευφράτη

Και τούτη η πιο στερνότερη ας μείνει να λυπάται

Και το γιοφύρι θα σταθεί ποτέ δε θα λυγίσει

Αφού ο πρωτομάστορας στο χρέος του εστάθη»(32).

Υπόμνημα

1. Musaios 2000, Αριστοτέλους, Περί Ποιητικής, 1451b, 5-7 & Ποιητική, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Στάθη Ιω. Δρομάζου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 239.

2. Ν. Γ. Πολίτης, Δημοτικά τραγούδια, Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, εκδ. Ιστορική Έρευνα, Αθήνα, σ. ε'.  

3. Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1975, σ. 10.

4. Στ. Π. Κυριακίδης, Ελληνική Λαογραφία, τ. 1, Τα μνημεία του λόγου, Αθήνα 1965, σ. 48-49.

5. Ν. Γ. Πολίτης, ό. π., σ. 130.

6. Ν. Γ. Πολίτης, ό. π., σ. 130.

7. Ν. Γ. Πολίτης, ό. π., σ. 130-131.

                Σαράντα πέντε μάστοροι κ’ ἑξήντα μαθητάδες

                Γιοφύρι νἐθεμέλιωναν’ς τῆς Ἄρτας τό ποτάμι.

                Ὁλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.

                Μοιριολογοῦν οἱ μάστοροι καί κλαῖν οἱ μαθητᾶδες:

                «Ἀλίμονο ’ς τούς κόπους μας, κρίμα ’ς τίς δούλεψαίς μας,

                ὁλημερίς νά χτίζουμε, τό βράδυ νά γκρεμειέται».

                Πουλάκι ἐδιάβη κ’ ἔκατσε ἀντίκρυ ’ς τό ποτάμι,

                δέν ἐκελάιδε σάν πουλί, μηδέ σά χιλιδόνι,

                παρά ἐκελάιδε κ’ ἔλεγε, ἀνθρωπινή λαλίτσα:

                «Ἄ δέ στοιχειώσετε ἄνθρωπο, γιοφύρι δέ στεριώνει·

                καί μή στοιχειώσετε ὀρφανό, μή ξένο, μή διαβάτη,

                παρά τοῦ πρωτομάστορα τήν ὄμορφη γυναῖκα,

                πὄρχεται ἀργά τ’ ἀποταχύ, καί πάρωρα τό γιόμα».

 

                Τ’ ἄκουσ’ ὁ πρωτομάστορας καί τοῦ θανάτου πέφτει.

                Πιάνει, μηνάει τῆς λυγερῆς μέ τό πουλί τἀηδόνι:

                Ἀργά ντυθῇ, ἀργά ἀλλαχτῇ, ἀργά νά πάῃ τό γιόμα,

                ἀργά νά πάῃ καί νά διαβῇ τῆς Ἄρτας τό γιοφύρι.

                Καί τό πουλί παράκουσε, κι’ ἀλλιῶς ἐπῆγε κ’ εἶπε:

                «Γοργά ντύσου, γοργά ἄλλαξε, γοργά νά πᾶς τό γιόμα,

                γοργά νά πᾶς καί νά διαβῇς τῆς Ἄρτας τό γιοφύρι».

 

                Νά τηνε κ’ ἐξανάφανεν ἀπό τήν ἄσπρη στράτα.

                Τήν εἶδ’ ὁ πρωτομάστορας, ραγίζεται ἡ καρδιά του.

                Ἀπό μακριά τούς χαιρετᾶ κι’ ἀπό κοντά τούς λέει:

                «Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι καί σεῖς οἱ μαθητᾶδες,

                μά τί ἔχει ὁ πρωτομάστορας κ’ εἶναι βαργωμισμένος;

                −Τό δαχτυλίδι τὄπεσε ’ς τήν πρώτη τήν καμάρα,

                καί ποιός νά μπῇ καί ποιός νά βγῆ τό δαχτυλίδι νά βρῃ;

                −Μάστορα, μήν πικραίνεσαι κ’ἐγώ νά πά’ σ’ τό φέρω,

                ἐγώ νά μπῶ, κ’ ἐγώ νά βγῶ, τό δαχτυλίδι νά βρω».

 

                Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ ’ς τή μέσ’ ἐπῆγε,

                «Τραύα, καλέ μ’, τόν ἅλυσο, τραύα τήν ἁλυσίδα,

                τί ὅλον τόν κόσμο ἀνάγειρα καί τίποτες δέν ηὗρα».

                Ἕνας πιχάει μέ τό μυστρί, κι’ ἄλλος μέ τόν ἀσβέστη,

                παίρνει κι’ ὁ πρωτομάστορας καί ρήχνει μέγα λίθο.

 

                «Ἀλίμονο ’ς τή μοῖρα μας, κρῖμα ’ς τό ριζικό μας!

                Τρεῖς ἀδερφάδες ἤμαστε, κ’ οἱ τρεῖς κακογραμμέναις,

                ἡ μιά χτισε τό Δούναβη, κ’ ἡ ἄλλη τόν Ἀφράτη

                κ’ ἐγώ ἡ πιλιό στερνότερη τῆς Ἄρτας τό γιοφύρι.

                Ὡς τρέμει τό καρυόφυλλο, νά τρέμῃ τό γιοφύρι,

                κι’ ὡς πέφτουν τά δεντρόφυλλα, νά πέφτουν οἱ διαβάταις.

 

                −Κόρη τό λόγον ἄλλαξε, κι’ ἄλλη κατάρα δῶσε,

                Πὄχεις μονάκριβο ἀδερφό, μή λάχῃ  καί περάσῃ».

                Κι’ αὐτή τό λόγον ἄλλαξε, κ’ ἄλλη κατάρα δίνει:

                «Ἄν τρέμουν τ’ ἄγρια βουνά, νά τρέμῃ τό γιοφύρι,

                κι’ ἄν πέφτουν τ’ ἄγρια πουλιά, νά πέφτουν οἱ διαβάταις,

                τί ἔχω ἀδελφό ’ς τήν ξενιτειά, μή λάχῃ καί περάσῃ».

8. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1984, σ. 80-88.

9. Κ. Α. Διαμάντης, ό. π., σ. 81.

10. Κ. Α. Διαμάντης, ό. π., σ. 81.

11. Κ. Α. Διαμάντης, ό. π., τ. 9ος, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1990, σ. 7-8.

12. Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή, το ρόδο της αυγής, ιδιωτική έκδοση, Πάτρα 2006, σ. 226.

13. Σ. Λ. Σκαρτσής, Το δημοτικό τραγούδι, τ. 1ος, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 1986, σ. 74.

14. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 74.

15. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 74.

16. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 75.

17. (πρβ. επιφάνεια των θεών με τη μορφή πουλιού, Όμηρος, ε 367-369, Ξ 284-291/ η ψυχή με μορφή πουλιού, Όμηρος, ε 611-612).

18. Γιώργης είναι ο πρωτομάστορας και σε μια παραλλαγή του τραγουδιού από τη Μάνη, ενώ η γυναίκα του λέγεται Λέκω. (Σ. Κουγέας, Τα Τραγούδια του Κάτω Κόσμου, εκδ. Το Ροδακιό, Αθήνα 2000, σ.116). Σε παραλλαγή του τραγουδιού που υπαγόρευσε η Ζωή Παπαλάμπρου από το Προσήλιο Λειβαδιάς στον Κ. Α. Διαμάντη (Άπαντα, τ. 23ος, σ. 29), ο πρωτομάστορας αναφέρεται όπως και στην παραλλαγή του Πολίτη δίχως όνομα, ενώ η γυναίκα του αποκαλείται Μάρω. 

19. πρβ. «Για σήκω απάνω Δημήτρω μ’ κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου…».

20. (βλ. Ευριπίδης, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, στ. 1153 κ.ε.).

21. http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=335387&ct=4&dt=03/06/2010· ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός αναφέρει: «Συνάντησα την πιο τρομακτική εικόνα σε μια εκδοχή του «Γιοφυριού της Άρτας» από τη Σερβία στην οποία η γυναίκα του Πρωτομάστορα ζητεί όταν τη χτίσουν για να στεριώσει το γεφύρι, να αφήσουν το στήθος της απ’ έξω για να θηλάζει το νεογέννητο παιδί της».

22. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 53.

23. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 78.

24. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 80.

25. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 60 κ.ε.

26. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 89-90.

27. http://el.wikipedia.org/wiki

28. http://7gym-zograf.att.sch.gr/activities/2007-08/g_artas/prologos.pdf

29. http://www.corfuland.gr/el/politistika/theatro/san-toy-giofyrioy-tis-artas-laiki-pera-sta-palia-benetsianika-naypigeia-18-07-2009.html

30. http://www.cyprusevents.net/el/events/ballad-bridge-nicosia-2010/

31. http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=567627

32. http://5gym-irakl.ira.sch.gr/news/index.php?option=com_content&view=article&id=429:2010-10-01-16-27-37&catid=114:2010-09-20-09-00-51&Itemid=58