Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

"Η γυναίκα στα τραγούδια του Λαζάρου(1) της Ροδαυγής Άρτας - Απόπειρα προσέγγισης"

 

Δημοσιεύτηκε: «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», τεύχος 13, Μάιος 2012, σ. 208-230

 

«[…] φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω.

καί ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκώς δεδεμένος τούς πόδας καί τάς χεῖρας κειρίαις,

καί ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο.

λέγει αὐτοῖς ὁ Ιησοῦς· λύσατέ αὐτόν καί ἄφετε ὑπάγειν».

                                                 (Κατά Ιωάννην, ΙΑ, 43-44)

   Από την εποχή της μητριαρχίας, κατά την οποία «η μητρική γενεαλόγηση ορίζει και την κληρονομική διαδοχή και την κοινωνική του καθενός θέση. […] κ’ η κοινωνική κατάσταση του τέκνου ορίζεται από την κατάσταση της μάνας: της ελεύθερης και πολίτιδας είναι ελεύθερο και πολίτης ή πολίτιδα, κι αν ακόμη ο πατέρας του είναι σκλάβος· της ξένης ή σκλάβας είναι ξένο και σκλάβο κι αυτό, κι αν ακόμη πατέρας του είναι ο λαμπρότερος πολίτης»(2), μέχρι την εποχή μας που στις δυτικές κυρίως κοινωνίες υπάρχει νομική ισοτιμία μεταξύ των δύο φύλων και πολλά παιδιά μεγαλώνουν με τον έναν από τους δύο γονείς, η γυναίκα καθορίζει και διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την πολιτιστική ιδιαιτερότητα κάθε τόπου.

      Οι μελέτες που έχουν γραφεί, αλλά και ένα απροκατάληπτο κοίταγμα της κοινωνίας, στην οποία δραστηριοποιείται ο καθένας, έχουν  πολλά σχετικά να πουν. Και στην παρούσα μελέτη, στην οποία γίνεται απόπειρα προσέγγισης των τραγουδιών του Λαζάρου, τα οποία τραγουδιούνταν στη γιορτή του εν λόγω αγίου στη Ροδαυγή Άρτας, δίνεται βαρύτητα στην πολλαπλή παρουσία της γυναίκας μέσα σ’ αυτά. Αυτά τα τραγούδια ανήκουν στην κατηγορία των θρησκευτικών δημοτικών τραγουδιών, στην οποία κατά το Δημήτριο Λουκάτο(3) ανήκουν «(συνήθως Κάλαντα), που  αναγγέλλουν τις γιορτές, επικαλούνται την ευλογία τους και μεταφέρουν τις ευχές από σπίτι σε σπίτι (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, Λάζαρος, Πάθη)».

      Η γιορτή του Λαζάρου, στην οποία τραγουδιούνται πολλά τραγούδια σε σχέση με άλλες θρησκευτικές εορτές, κατέχει ιδιαίτερη θέση στο εορτολόγιο των χριστιανών αγίων. Ανήκει στις «σταθερές» εορτές και εορτάζεται το Σάββατο που προηγείται της Κυριακής των Βαΐων, το οποίο απ’ αυτόν το γιορτασμό ονομάζεται Σάββατο του Λαζάρου. Βέβαια, στη Ροδαυγή από το όνομα του Λαζάρου πήρε σχετικό προσωνύμιο και το προηγούμενο Σάββατο, το οποίο ονομάζεται του Κουφολάζαρου(4).

      Ο εν γένει γιορτασμός της ανάστασης του ανθρώπου – Λαζάρου, που γίνεται στην καρδιά της άνοιξης, αποτελεί προανάκρουσμα της ανάστασης του θεανθρώπου – Ιησού και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως γιορτάζεται στην πατρίδα μας με την τήρηση πλήθους εθίμων, τα οποία απηχούν πολλές αντιλήψεις των αρχαίων προγόνων.

      Τα τραγούδια που τραγουδιούνταν αυτή τη μέρα, είκοσι τρία τον αριθμό, με εικοστό τέταρτο και εικοστό πέμπτο δύο ευχετικά νυχτερινά τραγούδια κι ένα τετράστιχο παιδικό, πλαισιώνονταν από έθιμα, στα οποία συμμετείχε με τον τρόπο της όλη η κοινότητα. Βασικός μέτοχος σ’ αυτά τα έθιμα είναι βέβαια τα παιδιά, τα οποία  «στόλιζαν ένα καλαθάκι με λουλούδια της εποχής, σύμβολα αναγέννησης […]  και παρέες – παρέες  γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, μέχρι και τους απομακρυσμένους συνοικισμούς του χωριού, για να  πουν το «τραγούδι» για το Λάζαρο. Οι χωριανοί  τα αποκαλούσαν  «Λαζάρους ή Λαζαρούδια». Οι   νοικοκυρές  τα  φίλευαν  αυγά,  χρήματα  ή  πασμάδες(5), τσαπέλλες(6) και  καρύδια»(7). Οι «Λάζαροι», παρά την ανέχεια, ήταν(8) σ’ όλα τα σπίτια ευπρόσδεκτοι· μάλιστα, σ’ όσα σπίτια το επέτρεπε το έχει των νοικοκύρηδων προσέφεραν, ιδιαίτερα στους «νυχτερινούς» (βλ. παρακάτω) «Λαζάρους», το ευγενές για την εποχή έδεσμα που ακούει στο όνομα ξιδότριψα(9), η οποία κάποιες φορές προσφέρονταν πασπαλισμένη με ζάχαρη και την οποία μετά χαράς γεύονταν οι «περιπλανώμενοι» αοιδοί.

      Το τραγούδι «Του Λαζάρου» που τραγουδούσαν τα παιδιά με την ανατολή του ήλιου και οι μεγάλοι – «νυχτερινοί Λάζαροι» – μετά τη δύση του, όταν νύχτωνε, γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι στο χωριό συμμετέχοντας «σε δρώμενο αναπαράστασης των όσων είχε υποστεί ο Λάζαρος»(10), ήταν το ακόλουθο(11):

         1            Σήμερον έρχετ ’ ο Χριστός, ο επουράνιος Θεός,

                      και στην πόλη Βηθανία Μάρθα κλαίει και Μαρία

                      Λάζαρον τον αδελφόν τον γλυκύ και καρδιακόν(12).

                      Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν, τρεις  και τον μοιρολογούσαν·

         5            και την ημέρα την τετάρτη κίνησ’ ο Χριστός για να ’ρθει.

                      Τότε βγήκε κι Μαρία έξ’ από τη Βηθανία

                      και εμπρός γονατιστή και τους πόδας του φιλεί:

                      -Αν εδώ ήσαν, Χριστέ μου, δεν θα πέθαιν’ ο αδελφός μου,

                      πλην κι εγώ τώρα πιστεύω και καλότατα ηξεύρω

         10         ότι δύνεσαι, αν θελήσεις, και νεκρούς να αναστήσεις.

                      Και παρευθύς ανήλθησαν τον τάφο του να δείξουν.

                      Τότε κι ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει:

                      Άδη Τάρταρε και Χάρε, Λάζαρέ μου θα σε πάρω.

                      Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου, φίλε μου κι αγαπητέ μου.

         15         Και παρευθύς από τον Άδη σαν εξαίσιο σημάδι,

                      Λάζαρος απελυτρώθη, αναστήθη και σηκώθη,

                      ζωντανός, σαβανωμένος και με το κερί ζωσμένος.

                      Μαθηταί και οι αποστόλοι τότε τον ρωτούσαν όλοι:

                      -Πες μας Λάζαρε, τι είδες εις τον Άδη που επήγες;

         20         -Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.

                      Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι                  

                      της καρδίας, των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.               

                      Του χρόνου πάλιν έρχομαι με υγεία να σας βρούμε.                         

      Στο τραγούδι αυτό, η Μάρθα και η Μαρία, είναι οι αδελφές του Λαζάρου, οι οποίες μοιρολογούν το μοναδικό απ’ ότι φαίνεται αδελφό τους, δεν μπορούν να αποδεχθούν το θάνατό του και μόλις αντικρίζουν τον Ιησού, η Μαρία τον «μαλώνει»  με παράπονο λέγοντάς του «Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, δεν θα πέθαιν’ ο αδελφός μου», εκφράζοντας στη συνέχεια τη βεβαιότητα πως, αν θελήσει, μπορεί να τον φέρει πίσω στη ζωή.

      Πέραν της ανάστασης του Λαζάρου, όπως αυτή μαρτυρείται στα Ευαγγέλια, η οποία ανατρέπει τη φυσική τάξη των πραγμάτων και πέραν της εκφρασμένης πίστης του λαϊκού ανθρώπου στη θεϊκή δύναμη μέσω της αποδοχής του θαύματος, εκείνο που επίσης τραγουδιέται σ’ αυτούς τους στίχους είναι η δύναμη της αδελφικής αγάπης και στην περίπτωσή μας της αγάπης των δύο γυναικών προς τον αδελφό τους. Στη δύναμη αυτής της αγάπης αναφέρεται επίσης δημοτικό τραγούδι(13), όπου «Τ’ αδέλφια σκίζουν τα βουνά, και δέντρα ξερριζώνουν,/ τ’ αδέλφια κυνηγήσανε κι’ ενίκησαν το χάρο»· αλλά και το θέμα της Σοφόκλειας τραγωδίας «Αντιγόνη» έρχεται κι αυτό, όπως και άλλα κείμενα της παγκόσμιας γραμματείας να «μιλήσουν» για την αγάπη που δένει τους αδελφούς, αυτούς που «κατοίκησαν» στην ίδια δελφύν, στην ίδια μήτρα! Εδώ, βέβαια, ας μην αγνοούμε πως, συχνά, σε μύθους και σε δημοτικά τραγούδια ο αδελφός είναι το «πιο οικεία εκφρασμένο πρόσωπο του συζύγου»(14).

      Σ’ αυτό το σημείο οφείλουμε  να μην παραλείψουμε πως στον τέταρτο στίχο του ανωτέρω τραγουδιού του Λαζάρου που «Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον μοιρολογούσαν» έχουμε σαφή αναφορά στο μοιρολόι της Μαρίας και της Μάρθας. Πανάρχαιας δηλαδή συνήθειας, η οποία, παρά τη διαφορετική θεώρηση της ζωής του χριστιανού για τη μετά θάνατον ζωή, διατρέχει την πολιτιστική πορεία των Ελλήνων από το μακρινό παρελθόν και συναντιέται ακόμα και σήμερα σε περιοχές της Ελλάδος. Επιπρόσθετα, στο μοιρολόι των δύο γυναικών διαφαίνεται κάτι, το οποίο είναι πολύ κοινό για τη φροντίδα του νεκρού, ότι δηλαδή τόσο το μοιρολόι όσο και η καθαυτό φροντίδα του είναι κατεξοχήν γυναικεία υπόθεση(15).

      Τα υπόλοιπα τραγούδια της γιορτής του Λαζάρου, πλην του παιδικού, τραγουδιούνται τη νύχτα και το περιεχόμενό τους, πλην δύο αναφορών στους «Λαζάρους», δεν έχει καμία σχέση με τη γιορτή. Και μόνο οι τίτλοι: 1. Της ξενιτιάς, 2. Του σπιτιού, 3. Του αφέντη, 4. Της συζύγου, 5. Του παλικαριού, 6. Της νοικοκυράς, 7. Της θυγατέρας, 8. Του παιδιού που πηγαίνει στο σχολείο, 9. Του μικρού παιδιού, 10. Του μωρού, 11. Της ανύπαντρης που θ’ αρραβωνιαστεί, 12. Αυτού που πρόκειται να νυμφευθεί, 13. Του έτοιμου να νυμφευθεί ή του ανύπαντρου, 14. Της νιοστεφανωμένης, 15. Της βάβως, 16. Του Δέσποτα ή του παπά, 17. Του αναγνώστη, ψάλτη, γραμματικού, 18. Της περδικούλας,  19. Των μελισσών, 20. Των γιδιών και των προβάτων, 21. Του ζευγαριού ή των βοδιών & 22. Τ’ αργαλειού, το δηλώνουν.

      Όλα αυτά τα τραγούδια, εκ των οποίων μόνο στα πέντε (αρ. 3, 10, 19, 20 και 21) δεν γίνεται καμία αναφορά σε γυναίκα, τραγουδιούνταν από ομάδες ατόμων, οι οποίες γύριζαν στα σπίτια του χωριού το βράδυ του Λαζάρου ως οικογενειακά παινέματα και ως τέτοια διακρίνονται από το στοιχείο της υπερβολής. Σημειώνεται ότι αυτά τα τραγούδια δεν τραγουδιούνταν όλα και σε όλα τα σπίτια· το ποιο ή ποια θα τραγουδιούνταν ήταν υπόθεση της εκάστοτε οικογένειας, η οποία ουσιαστικά παράγγελνε στους «Λαζάρους» να της τραγουδήσουν αυτό ή αυτά που την εξέφραζαν περισσότερο. Πολλές φορές, επειδή οι «Λάζαροι» ήταν χωριανοί, συχνά συγγενείς των οικογενειών που επισκέπτονταν, γνώριζαν όχι μόνο το κοινωνικό status, αλλά συχνά και οικογενειακά ζητήματα και τραγουδούσαν με δική τους επιλογή το τραγούδι ή τα τραγούδια. Ένα τραγούδι όμως που τραγουδιούνταν, αν όχι σε όλα, στα περισσότερα σπίτια, ήταν αυτό «Της ξενιτιάς»(16), αφού και ωραίο τραγούδι είναι και οι περισσότεροι κάποιον ξενιτεμένο είχαν. Τα λόγια του  τραγουδιού είναι:

         1            Έχω πουλί στην ξενιτιά, δεν ξέρω πού κουρνιάζει.

                      Ξενιτεμένο μου πουλί και πολυτιμημένο,

                      η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου. 

                      Τα ξένα θέλουν φρόνιμα, θέλουν ταπεινωμένα,

         5           θέλουν ματάκια χαμηλά (ή χαμπηλά) να σκύβουν να διαβαίνουν.

                      Παρακαλώ σε, ξενιτιά με τα φαρμάκια πο ’χεις,

                      αυτόν το νιο που σου (ή σο) ’στειλα, αυτό το παλικάρι,

                      να μην του δώσεις (ή δώκεις) αρρωστιά, να μην του δώσεις (ή δώκεις)  χάλι.           

                                                                                                  

                      Η αρρώστια θέλει στρώματα, χρυσές προσκεφαλάδες,

         10         θέλει μανούλας γόνατα και πατρικές αγκάλες,

                      θέλει αδέλφια γκαρδιακά να τον γηροκομάνε (ή γεροκομάνε). 

                      Ξένοι τα πλένουν τα σκουτιά, ξένοι πλένουν τα ρούχα,   

                      τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, τα πλένουν τρεις και πέντε

                      κι από τις πέντε κι ύστερα τα ρίχνουν στο σοκάκι:

         15         -Πάρε, ξένε μ’, τα ρούχα σου, πάρε και τα σκουτιά σου!

                      Και σύρε στη μανούλα σου, στην έρημη γυναίκα.

                      Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού στα ξένα που ’σαι;

                        Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;

                      Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,

         20         να στείλω μοσχοστάφυλο, κι αυτόνο(17) σταφιδιάζει,

                      να στείλω το δακράκι μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι;

                      Το δάκρυ είναι καυτερό και καίει το μαντήλι.

                      Να στείλω τω Βαγιώ κερί και τη Λαμπρή λαμπάδα

                      και τη μερούλα τ’ Αι-Γιργιού χρυσή αλλαξιά ν’ αλλάξεις.

         25         -Βόηθα το Αι-Γιώργη μ’, βόηθα το, όσο να πάει και να ’ρθει,

                      να πάει καλά στην ξενιτιά, να ’ρθει καζαντισμένος,

                      να φερ’ τα γρόσια φόρτωμα και τα φλουριά στην τσέπη.

      Η ξενιτιά, που στη λαϊκή συνείδηση ταυτίζεται με το θάνατο, στην Ήπειρο έχει τραγουδηθεί δεόντως. Ο ξενιτεμένος φεύγει συνήθως νέος και επιστρέφει σε μεγάλη ηλικία ή καθόλου. Στο ανωτέρω τραγούδι η έγνοια των αγαπημένων γυναικών, της μητέρας και της συζύγου, δεν αναφέρεται στις πολλές δυσκολίες που εκείνες αντιμετώπιζαν με την απουσία του ξενιτεμένου γιου ή συζύγου από το σπίτι. Η έγνοια τους είναι για ’κείνον που ζει ξένος στην άξενη ξενιτιά και οποιοδήποτε πρόβλημα, κυρίως υγείας, μπορεί να οδηγούσε στο αναπόφευκτο, με λίγα λόγια στο θάνατο των ελπίδων για επιστροφή του στην πατρίδα και εν τέλει στο θάνατο των ελπίδων για τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών της οικογένειας. Και οπωσδήποτε μέσα στο εν λόγω τραγούδι προβάλλονται οι κοινωνικοί ρόλοι της μητέρας και της συζύγου· της μητέρας ως αιώνιου συμβόλου ανιδιοτελούς αγάπης, η οποία με τη δύναμή της κατορθώνει συχνά το αδύνατο· αλλά και της συζύγου, η οποία περιμένει το νόστο του συζύγου που πολύ συχνά δεν είχε προλάβει να χαρεί μαζί του με πληρότητα τις ηδονές του κορμιού και της ψυχής.

      Εξάλλου στους στίχους 17 ως 26, τα λόγια που απευθύνει η ανώνυμη γυναίκα, χωρίς προσδιορισμό μητέρας, συζύγου,…, φανερώνουν την αμετάθετη θέση της από το ρόλο κι από τα συναισθήματά της που δηλώνονται με τη γλυκιά απορία, με το τρυφερό αδιέξοδο για το τι να πρωτοστείλει και τίνι τρόπω στον ξενιτεμένο άνδρα. Αυτά τα καλούδια, όπως το μήλο που είναι σύμβολο της ερωτικής σχέσης, το κυδώνι που διακρίνεται για την αντοχή και για τις θεραπευτικές του ιδιότητες, αλλά παραπέμπει κιόλας στο κυδώνι που έτρωγαν οι αρχαίες Αθηναίες, όταν έφταναν στο σπίτι του συζύγου τους τη μέρα του γάμου(18),  το μοσχοστάφυλο που παράγει εύγευστο κρασί, ποτό με πολλούς επίσης συμβολισμούς, αφού συμβολίζει μέσω του κοινού ποτηριού που πίνουν οι νεόνυμφοι τη δια βίου ένωσή τους, αλλά και συμμετέχει σε πολλά κοσμικά, αλλά και θρησκευτικά έθιμα της κοινωνικής ζωής, είναι συμβολικά, αλλά ευάλωτα. Και το δάκρυ, «είναι καυτερό και καίει το μαντήλι»!

      Και φυσικά μέσα από τους στίχους «Να στείλω τω Βαγιώ κερί και τη Λαμπρή λαμπάδα/ και τη μερούλα τ’ Αι-Γιργιού χρυσή αλλαξιά ν’ αλλάξεις» η γυναίκα εκφράζει με βεβαιότητα πως θέλει να στείλει πράγματα που δεν «φθείρονται» και μπορούν να φτάσουν και μάλιστα σε γιορτινές μέρες, για τότε δηλαδή που η απουσία του ξενιτεμένου είναι πιο έντονη, αλλά και η ανάγκη του για φροντίδα μεγαλύτερη.

      Το ποίημα τελειώνει με έκκληση της γυναίκας στον αι-Γιώργη, αγαπητό άγιο των αγροτικών κοινωνιών, και φυσικά με διατύπωση της ευχής της, η οποία, αν πραγματοποιούνταν, θα δικαίωνε τον πόνο και τους κόπους που είχαν προκληθεί από τον ξενιτεμό του άνδρα.

      Στο τραγούδι – παίνεμα «Του σπιτιού»(19):

         1           Εδώ στα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαροχτισμένα.

                      Απ’ όξω ν’ έχουν μάρμαρο και μέσα χρυσωμένα.                     

                      Μέσα κοιμάται ο αφέντης μας μ’ εξήντα παλικάρια.

                      Κοιμάται κι η κυρούλα μας με δώδεκα βαΐτσες(20).

         5           -Ξύπνα, κυρά μ’, τις βάιτσες(21) σου  ν’ ανάψουν τα λυχνάρια,

                      να βγάλουν κόκκινες φωτιές και πράσινες λαμπάδες,

                      να φέξει τ’ αφεντάκη(22) μας να λύσει τη σακούλα,

                      να κοσκινίσει το φλουρί, να πέσει το διαμάντι,

                      κι αυτά τα κοσκινίσματα τα παίρνουν οι Λαζάροι,

το οποίο τραγουδιόνταν αδιακρίτως της οικονομικής κατάστασης των νοικοκύρηδων, η γυναικεία φιγούρα προβάλλει με αρχοντικά χαρακτηριστικά, αφού κοιμάται «με δώδεκα βαΐτσες» και οι «Λάζαροι» την παρακαλούν να τις ξυπνήσει να φέξουν στον αφέντη του σπιτιού, για  «να κοσκινίσει το φλουρί, να πέσει το διαμάντι», κι εκείνοι να πάρουν ως ανταμοιβή για τα παινέματα που τους τραγούδησαν «τα κοσκινίσματα»!

      Ειρήσθω εν παρόδω πως οι «Λάζαροι» αναφέρονται στον εαυτό τους, ουσιαστικά στο τι θα επιθυμούσαν να πάρουν μαζί τους φεύγοντας, και στο τραγούδι «Των μελισσών»:

         1           Εδώ στις μάντρες τις ψηλές, τις καγκελοπλεγμένες

                      μέσα έχουν χίλιες μέλισσες και εξήντα δυο κρινιά(23).

                      Βγάζουνε μέλι και κερί και πράσινες λαμπάδες.

                      Το μέλι τρώει η αρχοντιά και το κερί οι αγίοι

         5           κι αυτά τα μελισσοβότανα τα παίρνουν οι Λαζάροι.

      Το ίδιο ισχύει και για το παιδικό τραγούδι, στο οποίο το «Λαζαρούδι», μόνο ζητάει κάτι, ούτε καν εύχεται, πέραν ίσως του τυπικού «χρόνια πολλά»:

                      Ήρθε ο Λάζαρος παιδιά,

                      το καλάθι θέλει αυγά,

                      οι τσεπούλες καρυδούλες,

                      τα χεράκια παραδούλες.

      Στο τραγούδι «Της συζύγου»(24):

         1           Ροδίτσα με τα κόκκινα, με το ψηλό καμάρι,

                      για πούλα το ζωνάρι σου κι αγόρασε καμάρι.

                      -Δεν το’ χω εγώ για πούλημα, δεν το’ χω για παζάρι

                      μον’ το’ χω για τον άντρα μου, να παίξει να γεράσει (ή να γελάσει),

καθώς και σ’ εκείνο «Της νοικοκυράς»(25):

         1           Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαρωμένη,

                      Κυρά μ’, όταν στολίζεσαι  να πας στην εκκλησία,                                                           

                      βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη

                      κι αυτόν τον χρυσαυγερινό, κουμπί και δαχτυλίδι.

         5           Απλώνει στην τσεπούλα της και βγάζ’ ένα  κλειδάκι                     

                      κι ανοίγει την κασέλα της τη σταυροκλειδωμένη

                      και βλέπει στο φακιόλι της μελίσσι γουδιασμένο(26),

η γυναίκα είναι πιστή ως σύζυγος κι όμορφη. Η αναφορά στο ζωνάρι που της ζητείται να το πουλήσει κι αυτή αρνείται είναι ακριβώς η απόδειξη του συζυγικού δεσμού, αφού σε πολλά μέρη της Ελλάδος η ζώνη αποτελεί γαμήλιο δώρο και από αρχαιοτάτων χρόνων θεωρείται ότι πέραν του διακοσμητικού της ρόλου έχει και μαγικές ιδιότητες· αρκεί εδώ να αναφέρουμε  τον «κεστόν ιμάντα ποικίλον»(27) της Αφροδίτης, την κεντημένη με τέχνη ζώνη δηλαδή, με την οποία γεννούσε τον έρωτα σε όλους.

      Η κυρά του τραγουδιού «Της νοικοκυράς», όταν ετοιμάζεται να βγει από το σπίτι, εδώ, για να πάει στην εκκλησία, στολίζεται· «βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη/ κι αυτόν τον χρυσαυγερινό, κουμπί και δαχτυλίδι»· στολίδια της είναι ο ήλιος, ο οποίος εκπροσωπεί την  «ερωτική αντρική οντότητα, το ένα απ’ τα δυο της δυάδας ήλιος -φεγγάρι»(28), άρα εδώ το σύζυγό της, είναι επίσης το φεγγάρι που τις πιότερες φορές στο δημοτικό τραγούδι εκπροσωπεί το θηλυκό και σχετίζεται με την εμμηνόρροια των γυναικών, άρα με το στάδιο της μύησής τους που τις οδηγεί στο επόμενο στάδιο, αυτό της «ενηλικίωσης» και του γάμου. Όσο για τον «χρυσαυγερινό», εκτός από την προφανή ομορφιά που περιγράφει η σύνθετη λέξη, ο αυγερινός, ως άστρο, προέρχεται «από την ένωση του ήλιου και του φεγγαριού» αφού, απ’ αυτή την ένωση  «γεννιούνται τ’ άστρα»(29) και στα δημοτικά τραγούδια είναι συνήθης εικόνα, η οποία υποδηλώνει την ομορφιά και την αγάπη· κι εδώ που η γυναίκα τον φορεί ως «κουμπί και δαχτυλίδι», έρχεται να δηλώσει «κάτι οριστικό, έναν γάμο, μια πλήρωση»(30).

      Βέβαια, η καλή σύντροφος είναι και νοικοκυρά. Και η νοικοκυρά είναι για το σπίτι πλούτος, ο οποίος, αν και δεν αναφέρεται ρητά στο τραγούδι «Της νοικοκυράς» υπονοείται από την αναφορά  στο «γουδιασμένο» μελίσσι, δηλαδή στο γονεμένο, που βρίσκει μέσα στο φακιόλι της, αφού η μέλισσα θεωρείται υπόδειγμα εργατικότητας και προκοπής!

      Το τραγούδι «Της θυγατέρας»:

         1           Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’ την ακριβή σου,

                      την έλουζες, τη χτένιζες, στα σύννεφα την κρύβεις

                      να μην την κρούξει(31) ο κουρνιαχτός, να μην την κάψει ο ήλιος.

                      Τα σύννεφα  εσκόρπισαν κι η κόρη λάμπει μέσα.

         5           Διαβαίνει ένας νιούτσικος και πέφτει και πεθαίνει.

                      Διαβαίν’ κι ένας πραματευτής και χάνει την πραμάτεια.

                      -Για σήκω – σήκω, νιούτσικε, μην πέφτεις και πεθαίνεις,

                      κι εγώ στην εξαδέλφη μου γαμπρό θε να σε κάνω,

έχει ως μυθικό θέμα το γονιμικό μύθο, έχει μυητικά στοιχεία και συνταιριάζει τα δύο από τα τρία πρόσωπα της λαϊκής λατρείας, δηλαδή τη μάνα και την κόρη· απουσιάζει  ο γιος, αλλά το αρσενικό υποκαθίσταται από τον ξάδερφο και έμμεσα υποδηλώνει την απουσία του γιου – αδελφού. Η μάνα φροντίζει ιδιαίτερα την κόρη· τη λούζει, τη χτενίζει και την κρύβει στα σύννεφα για «να μην την κρούξει ο κουρνιαχτός, να μην την κάψει ο ήλιος».

      Η εικόνα του σκοταδιού και της απομόνωσης στο δεύτερο και τον τρίτο στίχο υποδηλώνουν πως η κόρη βρίσκεται στην ηλικία που στην ερημιά της απομόνωσης ετοιμάζεται για το γάμο και εν τέλει για τη ζωή μακριά από τη δική της οικογένεια. Η διαδικασία της μύησης έχει και ηθικό χαρακτήρα, αφού αφήνει να εννοηθεί πως η κόρη είναι παρθένος, επομένως προορίζεται ή καλύτερα της αξίζει κάτι σπουδαίο.

                 Το παίνεμα «Της ανύπαντρης που θ’ αρραβωνιαστεί»(32):

         1           Εδώ έχουν φύγην(33) έμορφη, φυγήν(34) καμαρωμένη,

                      τη δέρνουν, την καταπατούν, να την αρραβωνιάσουν.

                      Της τάζουν κειόν(35) το βασιλιά, της τάζουν κειόν το ρήγα.

                    

                      Αυτή δε θέλ’ το βασιλιά, δε θέλ’ εκειόν(36) το ρήγα,

         5           Μον’ θέλει τ’ αρχοντόπουλο με τις πολλές χιλιάδες,

                      κι αυτόνο τ’ αρχοντόπουλο πολύ προικιό γυρεύει.

                      Γυρεύει τ’ άστρι πρόβατα και το φεγγάρι γίδια

                      και τον καθαραυγερινό κρεβάτι να κοιμάται.

                      Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα μ’ όλους τους τρυγητάδες.

        10          Γυρεύει χωράφια αθέριστα μ’ όλους τους θεριστάδες.

                      Γυρεύει μύλους δώδεκα μ’ όλους τους μυλωνάδες,

                      πέντε ν’ αλέθουν με νερό και έξι με το γάλα,

                      κι ένας γοργός γοργόμυλος ν’ αλέθει με το μέλι

                                                                   (ή: ένας καλός καλόμυλος…)

                      να βγάζ’ τ’ αλεύρι κόκκινο και το πασπάλι(37) μαύρο

                                                                   (ή: και την πασπάλα μαύρη)                   

       15           να παίρνουνε κι οι όμορφες να φκιάνουν τα φκιασίδια,                    

                      να παίρνουν οι γραμματικοί να φκιάνουν τη μελάνη,

συνδέεται με το προηγούμενο με την έννοια ότι και στα δύο θέμα τους είναι η ανύπαντρη κόρη με τη διαφορά πως απουσιάζει παντελώς το πρόσωπο της μάνας· επίσης, ενώ το ένα αναφέρεται στη μυητική διαδικασία, στο άλλο δε γίνεται καμία αναφορά σ’ αυτή. Προφανώς ο στίχος «τη δέρνουν, την καταπατούν, να την αρραβωνιάσουν», υπονοεί πως έχει τελειώσει το στάδιο της μύησης και η κόρη είναι έτοιμη για το επόμενο στάδιο, το γάμο, στον οποίο πρέπει να οδηγηθεί θέλοντας και μη.

      Σ’ αυτό το τραγούδι θίγεται και το θέμα της επιλογής συντρόφου – συζύγου μ’ έναν τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στο εθιμικό δίκαιο των κλειστών αγροτικών κοινωνιών, αφού στις  περισσότερες εξ αυτών η κόρη, όχι μόνο δεν έχει δυνατότητα τέτοιας επιλογής, αλλά τον μέλλοντα σύζυγο τον βλέπει για πρώτη φορά την ημέρα του γάμου. Αλλά κι αυτή η δυνατότητα επιλογής που περιγράφεται στους στίχους  «Αυτή δε θέλ’ το βασιλιά, δε θέλ’ εκειόν το ρήγα/, μον’ θέλει τ’ αρχοντόπουλο με τις πολλές χιλιάδες» ουσιαστικά αυτοαναιρείται, αφού, για να πραγματοποιηθεί απαιτεί τις προϋποθέσεις που λεπτομερώς παρουσιάζονται στους στίχους 7 ως 16.

      Επομένως στο ανωτέρω τραγούδι το θέμα της προίκας, το οποίο καθορίζονταν κατά τη διαδικασία του προξενιού(38),  γίνεται κυρίαρχο και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τα του γάμου.

      Την αναφορά μας στα παινέματα που σχετίζονται με τη μυητική προετοιμασία και το γάμο της κόρης θα την κλείσουμε με το τραγούδι «Της νιοστεφανωμένης»(39):

         1            Ανδρονίτσα ροδανή(40) και νιοστεφανωμένη,

                      που σε στεφάνωσ’ ο Χριστός με δώδεκα Αποστόλους,

                      με τετρακόσιες αρχοντιές, μ’ εξήντα δυο παπάδες.

                      Στα γόνατα την κράταγαν, στα μάτια την κοιτάζουν:

         5           -Κόρη μ’, για δεν είσ’ έμορφη, κόρη μ’, για δεν είσ’ άσπρη;

                      -Αν θέλεις να ’μαι έμορφη, αν θέλεις να ’μαι άσπρη,

                      στείλε στην Πόλη για γυαλί, στα Γιάννινα για χτένι,

                      στείλε και στην Πολίτσιανη για κόκκινο γελέκι.

                      Το χτένι να χτενίζομαι και το γυαλί να βλέπω,

         10         και το γελέκι να φορώ στην εκκλησιά να πάω.

                      Για πάρε με και σύρε με σε σέρβικο παζάρι

                      και πάρε μου ένα φόρεμα και σέρβικο ζουνάρι,

                      για να ζωθώ ν’ αρματωθώ να βγω σε πανηγύρι,

                      να κάμω αγόρια να σφαχτούν, κορίτσια να πλαντάξουν,

         15         να κάμω τον πρωτόπαπα να χάσ’ τη λειτουργία,

                      να κάμω τον πρωτόγερο να χάσει τα δεφτέρια. 

      Σ’ αυτό το τραγούδι γίνεται λόγος για περικαλλή γάμο και  νιοστεφανωμένη, η οποία, αν και χαρακτηρίζεται «ροδανή» και κατά τον τέταρτο στίχο «Στα γόνατα την κράταγαν, στα μάτια την κοιτάζουν» που σημαίνει πως τη φρόντιζαν ιδιαίτερα, στον επόμενο στίχο προβάλλει το απροσδόκητο σχεδόν ερώτημα: «Κόρη μ’, για δεν είσ’ έμορφη, κόρη μ’, για δεν είσ’ άσπρη;». Βέβαια, η εν λόγω κόρη που ευτύχησε «καλού» γάμου, δεν φαίνεται να ικανοποιεί αισθητικά το σύζυγό της, ο οποίος κατά το συνήθειο δεν την είχε δει πριν το γάμο. Άξια προσοχής είναι και η ετοιμόλογη απάντηση της νιοστεφανωμένης, η οποία παραθέτει μια σειρά από ενέργειες, οι οποίες, αν πραγματοποιούνταν θα τη μεταμόρφωναν και θα έκανε «αγόρια να σφαχτούν, κορίτσια να πλαντάξουν», «τον πρωτόπαπα να χάσ’ τη λειτουργία» και «τον πρωτόγερο να χάσει τα δεφτέρια»!

      Οπωσδήποτε, ακόμα κι αν μια τέτοια μεταμόρφωση φαντάζει σχεδόν αδύνατη, το τραγούδι προβάλλει την πεποίθηση ότι η ομορφιά δεν είναι μόνο φυσικό χάρισμα, αλλά καθορίζεται κι από εξωτερικούς παράγοντες και κυρίως από τα ωραία ρούχα και τη φροντισμένη κόμη.

      Για το σύνολο των σημαινομένων του ερωτήματος μπορούμε να σημειώσουμε και τα εξής: εδώ, η λέξη «κόρη», όπως και σ’ άλλα δημοτικά τραγούδια, αναφέρεται σε παντρεμένη γυναίκα, γιατί «το νόημα της λέξης είναι πιο πολύ μυθικό ή αισθητικό»(41)· ο επόμενος προσδιορισμός «έμορφη», είναι συνήθης για τις «κόρες» και στο δεύτερο ημιστίχιο «κόρη, για δεν είσ’ άσπρη;», ο προσδιορισμός «άσπρη», που συνοδεύεται από την άρνηση «δεν είσ’», είναι έννοια ταυτόσημη με το «έμορφη», αφού με το επίθετο «άσπρη» στα δημοτικά τραγούδια «τονίζεται η ομορφιά του κοριτσιού, […] (που θα πει πως έχει χάσει το αίμα της με την ανανεωμένη της εμμηνόρροια στη μύηση, και μαζί πως είναι όμορφη»(42). Και για το τραγούδι που μας απασχολεί, η εξωτερική ομορφιά  της γυναίκας φαντάζει, αν όχι πιο σημαντική από την εσωτερική, στην οποία δε γίνεται καμία αναφορά, ιδιαίτερης σημασίας και αξίας για το σύζυγό της.

      Η γυναίκα ως πρόσωπο είναι βέβαια παρόν και στα παινέματα «Αυτού που πρόκειται να νυμφευθεί»:

         1           Ο γιος του ρήγα εκίνησε να πάει ν’ αρραβωνιάσει,

                      με το Σιδέρη τ’ άλογο, με τη χρυσή τη σέλα.

                      Στο δρόμο που επήγαινε, στο δρόμο που πηγαίνει,  

                      μια κόρη του αντικρίθηκε(43), μια κόρη του μιλάει                      

         5           κι αυτός της αντιμίλησε. – Μια κόρη πάω να πάρω,

                      κι αν κατεβάσει ο Δούναβης και πνίξει τα γιοφύρια,

                      εγώ έχω γρίβα όμορφο, καλό και παιχνιδιάρη,

                      στο δαχτυλίδι να διαβεί, στη βέργα να περάσει

                      και εις το ασπροκόνδυλο(44) να διπλωθεί να κάτσει,

αλλά και «Του έτοιμου να νυμφευθεί ή του ανύπαντρου»(45):

         1           Κυρά μου, τον υιγιόκα σου, τον κόκκινο κρασάτο

                                                                        (ή κυρά μ’, τον ακριβό σου),

                      πέντε μικρές τον αγαπούν και δεκαοχτώ μεγάλες.

                      -Ας είναι κι ας τον πάρουνε κουμπί και δαχτυλίδι,

                      το δαχτυλίδι το φορεί και το κουμπί να πέσει.

         5           Να πέσει και να διάβαινε στου Δράκου το λιβάδι,

                      κι ο Δράκος τον αγνάντευε από ψηλή ραχούλα.

                      -Πέσε μ’, καλέ μ’, τα  τι έχασες καλέ μ’ τα τι γυρεύεις

                      -Το δαχτυλίδι μ’ έχασα και τώρα το γυρεύω.

                      Αν το ’βρει νιος να το χαρεί, κι αν το ’βρει παλικάρι

   

         10         και αν το ’βρει κάνας γέροντας γοργά να μου το στείλει

                                                                           (ή: ο Χάρος να τον πάρει),

                      κι αν το ’βρει η κόρη π’ αγαπώ, γυναίκα θα την πάρω.

      Στο πρώτο από τα δύο τραγούδια, στο οποίο ο γιος του ρήγα που «εκίνησε να πάει ν’ αρραβωνιάσει» συναντιέται στο δρόμο με μια κόρη· ο ρόλος της φαίνεται δευτερεύων με την έννοια ότι αποτελεί το πρόσωπο που διευκολύνει τον κεντρικό ήρωα του μύθου να δώσει πληροφορίες για τον προορισμό του, ο οποίος περιγράφεται από το δεύτερο ημιστίχιο του πέμπτου στίχου μέχρι το τέλος. «Μια κόρη πάω να πάρω», λέει ο έφιππος νέος, εννοείται για να την παντρευτεί, απ’ ότι φαίνεται από πολύ μακριά, κάτι βέβαια που δεν τον πτοεί, αφού σύμφωνα με τα λεγόμενά του έχει όλες τις προϋποθέσεις για να το πετύχει: «κι αν κατεβάσει ο Δούναβης και πνίξει τα γιοφύρια,/ εγώ έχω γρίβα όμορφο, καλό και παιχνιδιάρη,/ στο δαχτυλίδι να διαβεί, στη βέργα να περάσει/ και εις το ασπροκόνδυλο να διπλωθεί να κάτσει». Και βέβαια δεν γίνεται καμία αναφορά στο αν την κόρη την είδε κάποια στιγμή και την αγάπησε, αν του την προξενέψανε ή αν απλά έμαθε πληροφορίες γι’ αυτή και πάει να την απαγάγει!

      Απαραίτητο επίσης για το ταξίδι και με κυρίαρχο ρόλο μέσα στο τραγούδι είναι το άλογο· ζώο με «πολυσήμαντο συμβολισμό που συνδέεται με τον ήλιο, το γονιμικό μύθο και πολλούς φυσικούς δαίμονες»(46) · μ’ αυτό επίσης «πραγματοποιείται η διάβαση δύσκολων τόπων»(47), όπως πρόκειται να συμβεί και στο τραγούδι μας.

      Ένα άλλο μυθικό θέμα του τραγουδιού είναι «τα γιοφύρια», τα οποία εκτός από άλλους συμβολισμούς συνδέονται με τη μύηση και τη μετάβαση από μια κατάσταση σε μια άλλη, η οποία μπορεί να είναι και δύσκολη.

      Στο άλλο τραγούδι έχουμε τη γυναίκα με την ιδιότητα της μητέρας του περιζήτητου ανύμφευτου νέου, ο οποίος αναζητά το δαχτυλίδι που έχασε και το προόριζε για τη γυναίκα που αγαπά, όπως βεβαιώνει στον τελευταίο στίχο: «κι αν το ’βρει η κόρη π’ αγαπώ, γυναίκα θα την πάρω». Το χάσιμο του δαχτυλιδιού, σύμβολο του ερωτικού – συζυγικού δεσμού(48), το οποίο ο νέος αναζητά απεγνωσμένα, ουσιαστικά δηλώνει την ανυπαρξία του και εν τέλει πως όλα όσα σχετίζονται μ’ αυτό βρίσκονται σε εκκρεμότητα, αλλά και πως «όποιος βρει το δαχτυλίδι παίρνει και τη γυναίκα»(49), όπως άλλωστε αναφέρεται και στο τραγούδι μας.

      Όσο για το τραγούδι «Του παλικαριού»:

         1           Τα πώς να το τιμήσουμε τούτ’ τ’ άξιο παλικάρι,

                      πο ’χει πλατούλες γι’ άρματα κι ώμους για το δοξάρι,

                      που πάησε(50) και πολέμησε σε τρία μεγάλα κάστρα:

                      στη Βενετιά για το φλουρί, στην Πάτρα για τ’ ασήμι

         5           και στην καημένη τη Βλαχιά για τ’ όμορφο κορίτσι.

                      Βαστάει η φούντα τέσσερα και το γαϊτάνι πέντε

                      κι αυτό τα χρυσογάϊτανο βαστάει σαράντα πέντε.                     

                      Και μπαινοβγαίνει ο πόντικος και κόβει το γαϊτάνι.

                      Για φεύγα – φεύγα ποντικέ, μην κόβεις το γαϊτάνι,

         10         λίτρες βαμπάκι η αδελφή θέλει για να το φκιάξει,

το παλικάρι περιγράφεται ως «άξιο παλικάρι,/ πο ’χει πλατούλες γι’ άρματα κι ώμους για το δοξάρι» και στο ένα από τα τρία μεγάλα κάστρα που πολέμησε, σ’ αυτό της Βλαχιάς, ήταν «για τ’ όμορφο κορίτσι». Έτσι, προβάλλεται εδώ το μυθικό θέμα του κάστρου, το οποίο ισοδυναμεί με την απομάκρυνση και τον εθελούσιο εγκλεισμό και την απομόνωση της μύησης, η οποία καθιστά την κόρη έτοιμη για γάμο. Και φυσικά ο πόλεμος για τ’ όμορφο κορίτσι ανακρατά μέσα του τη μνήμη από τις απαγωγές αρχαίων γυναικών και τους πολέμους που συχνά γίνονταν για χάρη τους (πβ. αρπαγή ωραίας Ελένης), και όχι μόνο.

      Και στον τελευταίο στίχο γίνεται αναφορά σ’ ένα από τα έργα των γυναικείων χεριών αυτό του πλεξίματος του γαϊτανιού, βασικού στολιδιού της παραδοσιακής φορεσιάς, το οποίο θα πλέξει η αδελφή του παλικαριού· σημειώνεται εδώ πως το πλέξιμο, όπως και ο αργαλειός, συνιστούν βασικές δραστηριότητες των κοριτσιών που βρίσκονται στο στάδιο της μύησης, προετοιμάζονται για την ενήλικη ζωή, άρα κατά κάποια έννοια «πλέκουν»/ «υφαίνουν» τη μοίρα τους.

       Στο παίνεμα «Του παιδιού που πηγαίνει στο σχολείο»(51):

         1           Κυρά μου, τον  υιγιόκα σου, κυρά μ’, τον ακριβό σου,

                      τον έλουζες, τον χτένιζες, στο δάσκαλο τον στέλνεις.

                      Τον καρτερεί κι ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα.

                      Τον καρτερεί  η δασκάλισσα με τρία κλωνάρια μόσχο:

         5           Το’ να το διν’ της μάνας του, τ’ άλλο της αδελφής το,

                      το τρίτο το καλύτερο το βάνει στο κορφάκι(52),

                      για να μυρίζ’ ο κόρφος του χειμώνα καλοκαίρι,

                      το καλοκαίρι ζάχαρη και το χειμώνα μόσχο.

                       -Παιδί μου, πού’ ν’ τα γράμματα; Παιδί μου, που’ ν’ ο νους σου;

         10         -Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου εδώ ίσια πέρα,

                      πέρα – πέρα κι αντίπερα πέρα στις μαυρομάτες

                      οπό’ ’χουν  τα ξανθιά μαλλιά σαράντα πέντε πήχεις.

                      -Τα, Θε μ’, τσιαπού(53) τα διάζονται; Tα Θε μ’, πού τα τυλίγουν;

                      -Στους ουρανούς τα διάζονται, στους κάμπους τα τυλίγουν

         15         και στον αφρό της θάλασσας τα λευκοκοπανίζουν.

                      Ή (παραλλαγή)

         1           Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό και χαϊδεμένο,

                      μικρό το έχει η μάνα του, μικρό κι η αδελφή του,

                      το λούζουν, το χτενίζουνε και στο σχολειό το στέλνουν.

                      Το καρτερεί κι ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα.

         5           το καρτερεί η δασκάλισσα με τα χαρτιά στα χέρια.

                      -Παιδί μου, πού ’ν’ τα γράμματα, παιδί μου, πού ’ν’ ο νους σου;

                      -Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι νους μου εδώ ίσια πέρα,

                      πέρα, πέρα κι αντίπερα, πέρα στις μαυρομάτες,

                      οπό ’χουν τα ξανθά μαλλιά σαράντα πέντε πήχεις.

και «Του μικρού παιδιού»:

         1           Ένα μικρό μικρούτσικο του βασιλιά τ’ αγγόνι.

                      Καβαλικεύει, χαίρεται. Πεζεύει, καμαρώνει.

                      Γύρα την πόλη ν’ έρχεται, βασιλικό μαζώνει,

                      βασιλικό και αμάραθο(54) και τρία κλωνάρια μόσχο.

         5          Το’ να το δίν’ της μάνας του, τ’ άλλο της αδελφής του,

                      το τρίτο το καλύτερο, το βάνει στον κορφάκι,

                      για να μυρίζ’ ο κόρφος του χειμώνα καλοκαίρι,

                      το καλοκαίρι ζάχαρη και το χειμώνα μόσχο,

η γυναίκα έχει τους ρόλους της μάνας και της αδελφής, αλλά και της δασκάλας. Εκείνο που ξενίζει για την ηλικία ενός μικρού παιδιού είναι που δεν έχει το νου του στα γράμματα και στο ερώτημα του δάσκαλου/ της δασκάλας «Παιδί μου, πού ’ν’ τα γράμματα, παιδί μου, πού ’ν’ ο νους σου;» απαντά πως «Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου, εδώ ίσια πέρα,/ πέρα –πέρα κι αντίπερα, πέρα στις μαυρομάτες,/ οπό ’χουν τα ξανθιά μαλλιά σαράντα πέντε πήχεις»!

      Το τραγούδι ολοκληρώνεται με εκτενή αναφορά στα μαλλιά των γυναικών με τα μαύρα μάτια, για τα οποία διατυπώνονται τα ερωτήματα: «-Τα, Θε μ’, τσιαπού τα διάζονται; Tα Θε μ’, πού τα τυλίγουν/ -Στους ουρανούς τα διάζονται, στους κάμπους τα τυλίγουν/ και στον αφρό της θάλασσας τα λευκοκοπανίζουν».  Αδόκητα σχεδόν ερωτήματα, αφού, ενώ αναφέρονται στα μαλλιά γυναικών, μιλούν γι’ αυτά λες και πρόκειται για μαλλιά ζώων, στα οποία γίνεται επεξεργασία («διάζονται», «τυλίγουν», «λευκοκοπανίζουν»), πριν πάρουν την οδό για ύφανση στον αργαλειό. Πέραν του ότι οι δραστηριότητες αυτές είναι καθαρά γυναικείες, τα μαλλιά, στα οποία γίνεται έμμεση αναφορά και με το «την έλουζες, τη χτένιζες» στο δεύτερο στίχο του τραγουδιού «Της θυγατέρας», είναι ένδειξη της γυναικείας ομορφιάς, αλλά και δηλωτικό της ζωτικότητας, της δύναμης και της ανανέωσης και σχετίζεται «με το μυθικό θέμα του πέπλου – υφαδιού – αργαλειού»(55). Τέλος, μέσα από το μύθο των δύο αυτών τραγουδιών αναπαράγεται το γονιμικό πρότυπο μάνα – κόρη (αδελφή) και μάνα – γιος (εραστής).

      Στα παινέματα που προσεγγίζουμε υπάρχει και ένα που αναφέρεται στις γυναίκες της τρίτης ηλικίας, οι οποίες αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της παραδοσιακής οικογένειας, στην οποία «συμβίωναν τις περισσότερες φορές τρεις γενιές: παππούδες, παιδιά, εγγόνια»(56). Ο τίτλος του είναι «Της βάβως»(57) και το περιεχόμενό του έχει ως εξής:

         1           Μια γριά γερόντισσα, μια παινοσουσαμένη.

                      Δε συλλογιέται θάνατο, δε συλλογιέται Χάρο.

                      Τάζει γρόσια στις εκκλησιές, φλωριά στα μοναστήρια.

                      Κι απλώνει στην τσεπούλα της και βγάζει το κλειδί της

         5           κι ανοίγει την κασέλα της, την αργυρή κασέλα               

                      και βγάζει το φακιόλι της το σταυροφακιολάκι.

      Αυτό το τραγούδι μας μιλά για μια «γριά γερόντισσα», περιγραφή που, πέραν της μετρικής αναγκαιότητας που υπηρετεί, είναι δηλωτική της προχωρημένης της ηλικίας. Η γριά χαρακτηρίζεται ως «παινοσουσαμένη», λέξη που δεν γνωρίζουμε την ακριβή σημασία της και η οποία μπορεί να σημαίνει «παινεμένη». Πάντως, η αναφορά στο θάνατο και στο Χάρο, η οποία δε γίνεται σε κανένα άλλο από τα τραγούδια – παινέματα της γιορτής του Λαζάρου, έρχεται εντελώς φυσιολογικά, αφού το κύριο πρόσωπο της δράσης είναι μεγάλης ηλικίας. Το παράδοξο εδώ είναι πως η γυναίκα αυτή, ενώ λόγω φυσικής φθοράς βρίσκεται κοντά στο θάνατο «Δε συλλογιέται θάνατο, δε συλλογιέται Χάρο», και κάνει κάθε τι που περνάει από το χέρι της για να τον αποφύγει!

Ενδιαφέρον έχουν και τα παινέματα «Του Δέσποτα ή του παπά»:

         1           Εδώ στα σπίτια τα ψηλά, τα μαρμαροχτισμένα,

                      απ’ όξω ν’ έχουν μάρμαρο και μέσα χρυσωμένα.

                      Μέσα κοιμάται ο δέσποτας με τα χαρτιά στα χέρια

                     κοιμάται κι η δεσπότισσα με το σταυρό στα χέρια.

         5          -Για σήκω-σήκω, δέσποτα, και μη βαριοκοιμάσαι,

                      σημαίνουν όλες οι εκκλησιές κι όλα τα μοναστήρια

                      και η δική σου εκκλησιά στέκει μανταλωμένη.

                      Τα δασκαλούδια(58) πέρασαν στην πόρτα παρακάτω,

                      να ψάλλουν τ’ Άγιος ο Θεός, να ψάλλουν τ’ αλληλούια,

και «Του αναγνώστη, ψάλτη, γραμματικού»(59):

         1           Γραμματικέ κι επίσκοπε και ψάλτη κι αναγνώστη,

                      ανέλαβες κι ανέγραφες της πόλης τα δεφτέρια.

                      Βάνεις τον ουρανό χαρτί, τη θάλασσα μελάνη,

                      κι απ’ το πολύ το γράψιμο και την ψιλή γραφή του

         5           το χέρι του αντραλίστηκε και χύθηκε η μελάνη

                      και βάψανε τα ρούχα του και τα μεταξωτά του.

                      Διαλαλητάδες(60) έβαλε σε τρία βιλαέτια

                                            (ή: και βγήκε και ντελάλησε σε τρία μεσοχώρια)

                      -Το ποια είν’ άξια και γρήγορη τα ρούχα μου να πλύνει.

                      Βγήκε και του αποκρίθηκε του ρήγα η θυγατέρα:

         10         -Εγώ είμ’ άξια και γρήγορη τα ρούχα σου να πλύνω.

                      Βάνει το σάλιο της  νερό, το δάκρυ της σαπούνι,

                      πήγε και τα λαγάρισε στην άκρη στο ποτάμι

                                            (ή: και πήγε και τα ξέπλυνε σε τρία ποταμάκια)

                      και το ποτάμι έχυσε και έβαψαν τα χορτάρια.

                      Βοσκώντας και τα πρόβατα έβαψαν τα μαλλιά τους,

         15         κουρεύοντας τα πρόβατα έβαψαν τα ψαλίδια

                      κι εκείνες που τα έγνεθαν έβαψαν τα σφοντύλια

                                            (ή: γνέθοντας κι οι ομορφονιές, έβαψαν οι ποδιές τους),

που, αν και το περιεχόμενό τους άπτεται προσώπων που έχουν σχέση με τη ζωή της Εκκλησίας, η γυναίκα είναι παρούσα με τον παράξενο προσδιορισμό «δεσπότισσα» στο πρώτο απ’ αυτά τα τραγούδια, ενώ στο δεύτερο, αυτή που είναι  «άξια και γρήγορη», για να πλύνει τα λερωμένα απ’ τη μελάνη ρούχα, είναι όχι όποια κι όποια, αλλά «του ρήγα η θυγατέρα»!

      Από το στίχο 12 του δεύτερου τραγουδιού ως το τέλος έχουμε συσσώρευση μυθικών – μαγικών στοιχείων. Εκτός από τους συμβολισμούς των λέξεων «κόρη» και «μαλλιά», τις οποίες προσεγγίσαμε πιο πάνω, εδώ έχουμε τις λέξεις «νερό»/ «ποτάμι»/ «τρία ποταμάκια» που σχετίζονται με το υγρό στοιχείο, το νερό, «βασική και ενιαία υλική δημιουργική ουσία του σύμπαντος»(61) κατά το Θαλή το Μιλήσιο· η λέξη «ποτάμι» άλλωστε «είναι ισχυρό μυθικό θέμα, γιατί συνδέεται με το νερό και τον προκοσμικό ωκεανό, το προδημιουργημένο χάος, τα ποτάμια είναι γεμάτα δύναμη και γενικά αρσενικά. […] Τα ποτάμια συνδέονται με το γάμο, και ιδιαίτερα το πέρασμά τους, που δείχνει το ιερατικό, καθαρτικό λούσιμο, πριν το σμίξιμο ανδρών και γυναικών»(62).

      Το τέταρτο μυθικό στοιχείο είναι το μαγικό βάψιμο του ποταμού από το ξέπλυμα των ρούχων, που η κόρη έβαλε το σάλιο της για νερό και το δάκρυ της για σαπούνι, για να τα πλύνει, αλλά και το βάψιμο όλων των αντικειμένων που ήρθαν κατά κάποιο τρόπο σε «επαφή» με το νερό του. Αυτό το μαγικό βάψιμο συναντιέται και σε άλλα δημοτικά τραγούδια, όπως π.χ. στο πασίγνωστο Ηπειρώτικο τραγούδι «Γιάννη μου το μαντήλι σου»(63), όπου το λερωμένο από την ξενιτιά μαντήλι, όταν πλύθηκε σε πέντε ποτάμια «λέρωσαν και τα πέντε»! Και στα δύο τραγούδια, το μαγικό βάψιμο σχετίζεται με  άτομα που για κάποιο λόγο είναι «έγκλειστα», η κόρη στην απομόνωση της μύησης και ο Γιάννης στην ξενιτιά, χώροι που, αν και η παραμονή τους εκεί προκύπτει από κοινωνικές αναγκαιότητες, δεν είναι ευχάριστοι.

      Το παίνεμα «Της περδικούλας»(64):

         1           Μια περδικούλα πλουμιστή, μια πέρδικα γραμμένη,

                      πο’ χει πλουμίδια στο λαιμό, πλουμίδια στο κεφάλι,

                      στους ουρανούς που πέταξε , στους κάμπους που πετάει

                      και στην ψηλή την πιπεριά που μάζωνε πιπέρι,

         5           πιπέρι για τις όμορφες και για τις μαυρομάτες

                      πο’ χουνε τα ξανθιά μαλλιά σαράντα πέντε πήχες.

                      Τα, Θε μ’, τσιαπού τα διάζονται; Τα, Θε μ’, που τα τυλίγουν;

                      Στους ουρανούς τα διάζονται, στους κάμπους τα τυλίγουν

                      και στον αφρό της θάλασσας τα λευκοκοπανίζουν,

είναι προφανώς μια αλληγορική παρουσίαση της κυράς του σπιτιού. Βέβαια, η πέρδικα είναι αγαπητό πτηνό του λαϊκού στιχουργού, έχουν γραφεί γι’ αυτή  εξαιρετικά δημοτικά τραγούδια και σε πολλά εξ αυτών, όπως και στο ανωτέρω, η λέξη πέρδικα  είναι «συνώνυμη» της γυναίκας και μάλιστα της όμορφης. Σ’ αυτό το τραγούδι, αν εξαιρέσουμε τους στίχους που αναφέρονται στα κάλλη και τη «δράση» της πέρδικας, οι τελευταίοι στίχοι  είναι πανομοιότυποι και έχουν τους ίδιους συμβολισμούς με ’κείνους του τραγουδιού «Του παιδιού που πηγαίνει στο σχολείο».

      Το τελευταίο τραγούδι, στο οποίο αναφέρεται γυναίκα, είναι «Τ’ αργαλειού»(65):

         1           Το κέντισμα είναι γλέντισμα, κ’ η ρόκα είναι σεργιάνι

                      και το τσικρίκι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη.

                      Του Παπαγιώργη η ανεψιά, του Ρήγα η θυγατέρα,

                      πο’ ’χει ασημένιον αργαλειό και κρουσταλλένιο χτένι.

         5           Κι από το βρόντο τ’ αργαλειού και τον ήχο της κόρης

                      ο ήλιος αντραλίστηκε κι αργεί να βασιλέψει.

                      -Πολύ κάνεις, ήλιε μ’ να βγεις κι αργείς να βασιλέψεις!

                      Σε καταριέται η  αργατιά κι οι ξενοδουλευτάδες.

      Το καινούργιο θέμα εδώ, το οποίο δεν συναντήσαμε σ’ άλλο παίνεμα, είναι ο αργαλειός, ο οποίος εκτός από πανάρχαια ενασχόληση των γυναικών, δεν είναι μόνο «μια τυπική εικόνα οικογενειακής ζωής, αλλά συνδέεται με το μύθο της ξενιτιάς και της νοσταλγίας (ας θυμηθούμε π.χ. την Οδύσσεια με την Πηνελόπη και την Κίρκη). Ο αργαλειός είναι ένα νυχτερινό έργο των γυναικών σχετικό με το φεγγάρι και τη μύηση, ένα έθιμο δηλαδή πολύ παλιό, που κρατάει, αποσπασματικά, την ιεροτελεστική πείρα της μύησης, μυθικό στοιχείο "εξαιρετικά αρχαϊκό συστατικό της γυναικείας ψυχής"». […] Αλλά και το ίδιο το γεγονός της γυναίκας που υφαίνει, αν δε βλέπουμε τις καταστάσεις ολότελα συμβατικά, πρέπει να το καταλάβουμε σα μια πολυσήμαντη πράξη πολύ παλιά, πολύ γυναικεία και γεμάτη ζωή, μύθο και γλώσσα – που καταλήγουν, π.χ., στα σχέδια και στα γεωμετρικά σχήματα, ορατή και απτή εκδήλωση του μυθικού αυτού θέματος»(66).

      Ο αργαλειός είναι με λίγα λόγια απαραίτητο στάδιο της ζωής της κόρης πριν αυτή οδηγηθεί στο γάμο και η λαϊκή μούσα τον έχει τιμήσει ιδιαίτερα. Οι στίχοι του τραγουδιού «Τάκου - τάκου ο αργαλειός μου, τάκου κι έρχεται ο καλός,/ τάκου και σε λίγο φτάνει για φιλί και για στεφάνι» παραδείγματος χάριν, μεταδίδουν εναργώς τη μονοτονία της εργασίας στον αργαλειό, της «σκλαβιάς» του αργαλειού, η οποία ταυτίζεται με την απομόνωση της μύησης, που όμως πρέπει να την «υποστείς», για να έχεις τη χαρά του περάσματος στο επόμενο στάδιο της ενηλικίωσης και του γάμου.

      Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως από τα τραγούδια του Λαζάρου που προσεγγίσαμε πιο πάνω, τα περισσότερα δεν τραγουδιούνται πια στη Ροδαυγή, αφού το έθιμο της νυκτερινής αναπαράστασης του θανάτου και της ανάστασης του Λαζάρου εγκαταλείφθηκε και συμπαρέσυρε όπως ήταν φυσικό και τα παινέματα που τραγουδιούνταν συνήθως μετά το σχετικό δρώμενο. Το μόνο τραγούδι που τραγουδιέται ακόμα από μικρές ομάδες παιδιών που κατοικούν ακόμα στο χωριό είναι το κυρίως τραγούδι αυτής της μέρας που έχει ως τίτλο «Του Λαζάρου».

      Βέβαια, σε μια αναζήτηση των αιτίων της εγκατάλειψης πολλών εθίμων και άλλων παραδοσιακών δομών της Ροδαυγής, θα προσκρούαμε σε αντίστοιχες και άλλων περιοχών της  ελληνικής υπαίθρου. Ως πρώτη βασική αιτία θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την έντονη αστικοποίηση του ντόπιου πληθυσμού τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μετεξέλιξη της κλειστής αγροτικής κοινωνίας σε μια κοινωνία, στην οποία ο πρωτογενής τομέας της γεωργίας και της κτηνοτροφίας υποχώρησε σημαντικά και η μείωση του ενεργού πληθυσμού υπήρξε κάθετη. Αυτό επηρέασε άμεσα όλα τα έθιμα που σχετίζονταν μ’ αυτές τις δραστηριότητες των κατοίκων, αν και κάποια εγκαταλείφθηκαν από μια ανεξήγητη θα μπορούσαμε να πούμε «περιφρόνηση» ή ακόμα και σκόπιμη επιλογή ανθρώπων που βρίσκονταν σε καίριες για την τήρησή τους θέσεις.

      Όσο για τη γυναίκα, όπως αυτή παρουσιάζεται στα τραγούδια και στα παινέματα της γιορτής του Λαζάρου, μπορούμε να πούμε πως αντανακλά κατά το μάλλον ή ήττον τη ζωή της έτσι όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στις κλειστές αγροτικές κοινωνίες μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Επίσης, αν και στα παινέματα ο λαϊκός τραγουδιστής έχει την ευχέρεια να εκφραστεί και μέσω υπερβολών, η ουσία αυτών των τραγουδιών εστιάζει στους πανάρχαιους κοινωνικούς ρόλους των γυναικών. Εξάλλου, σ’ όλες τις κλειστές αγροτικές κοινωνίες, όπως και σ’ αυτή της Ροδαυγής,  η οικογένεια ήταν πατριαρχικά δομημένη και «η  θέση  της  γυναίκας   σ’ αυτή,  ήταν εξαιρετικά σημαντική. Ο ρόλος της ήταν καθοριστικός για τη λειτουργία της και από πολλούς αναγνωρίζονταν ως ισάξιος με του άντρα και πολλές φορές στις συνειδήσεις των ανθρώπων ανώτερος, αν λάβει κανείς υπόψη την παροιμιώδη φράση: «Η γυναίκα φτιάχνει το σπίτι και η γυναίκα το χαλάει»(67).

      Αλλά κι ο Μ. Γ. Μερακλής γράφει(68) σχετικά: «[…]η πατριαρχική δομή (ενν. της οικογένειας) δεν εμπόδισε τη γυναίκα να κρατάει το τιμόνι του κλυδωνιζόμενου από κοινωνικές και οικονομικές τρικυμίες σπιτιού. Είναι οι γυναίκες αυτές τα αγαθά στοιχειά, οι «αγαθοδαίμονες» που κράτησαν όρθια, με το βαθύ όσο και τίμιο οικογενειακό τους πάθος, τόσα και τόσα φτωχόσπιτα της βασανισμένης Ρωμιοσύνης».

      Και στα παινέματα της γιορτής του Λαζάρου αποδεικνύεται για άλλη μια φορά πως το κάθε τραγούδι δεν μπορεί να το υποκαταστήσει καμία μελέτη που γίνεται γι’ αυτό και πως τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια είναι γυναικοκεντρικά, αφού οι γυναίκες και τα πανάρχαια σύμβολα, όπως π.χ. το φεγγάρι, που συνδέονται μ’ αυτές είναι παρόντα και δείχνουν την ακατάλυτη δύναμη και συμβολή του θήλεος στην πορεία της ανθρωπότητας.

Υποσημειώματα

1. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 3ος, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1985, σ. 78-92 & Παναγιώτα Π. Λάμπρη, Ροδαυγή, το ρόδο της αυγής, ιδιωτική έκδοση, Πάτρα 2006, σ. 107-118, Τα 24 τραγούδια του Λαζάρου και τα Πάθη στη Ροδαυγή, εκδ. Εκπολιτιστικού Συλλόγου Ροδαυγής «Η αγία Παρασκευή», Ροδαυγή 2004.

2. Παναγής Λεκατσάς, Η Μητριαρχία-Και η σύγκρουσή της με την ελληνική Πατριαρχία, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σελ. 9.

3. Δ. Σ. Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία - Μνημεία του λόγου, 2η έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1978, σελ. 94.

4. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 103.

5. μικρές στρογγυλές πλακουτσωτές πιτούλες από λιασμένα και αλεσμένα σύκα

6. ειδική κατηγορία σύκων, τα οποία μόλις λιαστούν τα κάνουν αρμαθιές

7. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 107.

8. Πηγή: Ιωάννης Μπαλαούρας.

9. μίγμα ψωμιού και ξιδιού, πασπαλισμένο ενίοτε με ζάχαρη

10. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 108

11. Για το τραγούδι «Του Λαζάρου» και για τα άλλα τραγούδια που παρατίθενται σ’ αυτή τη μελέτη (βλ. παραπομπή 1) παραθέτουμε στη συνέχεια «επισημάνσεις» – «διορθώσεις» του Παναγιώτη Β. Λάμπρη (στο εξής: Π. Β. Λ.) και του Ιωάννη Μπαλαούρα (στο εξής: Ι. Μ.). Αυτό δεν γίνεται με την πρόθεση να αλλοιωθούν οι υπάρχουσες  καταγραφές, αλλά επειδή θεωρούμε πως έτσι προστίθεται χρήσιμη γνώση για το «ταξίδι» αυτών των τραγουδιών από στόμα σε στόμα.  «Του Λαζάρου»: Ι. Μ.: στ. 4ος: «και τον μοιριολογούσαν» αντί «τρεις και τον μοιρολογούσαν», Π. Β. Λ.: στ. 7ος:  «γονοκλιτή»αντί «γονατιστή» και Ι. Μ.: «γονοκλινεί»  αντί «γονατιστή», Π. Β. Λ.: στ. 10ος: «όταν ίδεις και θελήσεις» αντί «ότι δύνεσαι, αν θελήσεις», Π. Β. Λ.: ως 11ος-12ος: «Έτσι πίστευε η Μαρία, αγομένη στα μνημεία/ και παρευθύς επήγαινε τον τάφο να του δείξει», Ι. Μ.: ως 11ος στίχος: «-Έχε πίστη, ω Μαρία, άγωμεν εις τα μνημεία»,Π. Β. Λ.: στ. 13ος: «Άδη τάρταρε και χάρε, Λάζαρέ μου, δε θα σε πάρει» και Ι. Μ.: «θα σε πάρει» αντί «θα σε πάρω», Ι. Μ.: ως 24ος στίχος: «στον οίκο σας χαρούμενοι πάλι να τραγουδούμε».

12. της καρδιάς, αγαπημένο

13. Αθανάσιος Χ. Γιάγκας, Ηπειρωτικά Δημοτικά τραγούδια (1000-1958), εκδ. Ινστιτούτου Ηπειρωτικών Μελετών, Αθήνα, σ. 562.

14. Σ. Λ. Σκαρτσής, Το δημοτικό τραγούδι, τ. 1ος, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 1986, σ. 94.

15. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 73-82.

16. Π. Β. Λ.: ως 2ος στίχος «Πολλοί πηγαίνουν κι έρχονται, κανένας δεν ομοιάζει» και Ι. Μ.: «Πολλά πηγαίνουν κι έρχονται, κανένα δεν ομοιάζει», Π. Β. Λ. και Ι. Μ.: στ. 2ος: «και λυπημένο αηδόνι» αντί «και πολυτιμημένο», Π. Β. Λ. και Ι. Μ.: στ. 4ος: «ταπεινοσύνη» αντί «ταπεινωμένα», Ι. Μ.: ως 13ος-14ος στίχος: «Πιάνουν ξένες αδελφές και ξένες παραμάνες,/ για να του πλύνουν τα σκουτιά, για να του πλύν’ τα ρούχα», Ι. Μ.: στ. 15ος: «Για πάρε, ξένε μ’, τα σκουτιά, για πάρε και τα ρούχα!» αντί «-Πάρε, ξένε μ’, τα ρούχα σου, πάρε και τα σκουτιά σου!», Ι. Μ.: στ. 16ος: «[…] που σ’ έχει αναθρεμμένο» αντί «[…], στην έρημη γυναίκα», Ι. Μ.: στ. 18ος: «Στα ξένα και στα μακρινά, τον έρημο τον τόπο» αντί «Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;», Ι. Μ.: στ. 20ος: «και κείνο» αντί «κι αυτόνο», Ι. Μ.: στ. 25ος: «να πάει καλά και να ’ρθει» αντί «όσο να πάει και να ’ρθει».

17. αυτό

18. http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B1_(%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1)

19. Ι. Μ.: στ. 4ος: «βαΐστρες» αντί «βαΐτσες», Ι. Μ.: στ. 5ος: «βάιστρες» αντί «βάιτσες».

20. βάγιες

21. βάγιες

22. πατερούλη

23. κυψέλες από κουφωμένο κορμό δέντρου

24. Ι. Μ.: στ. 4ος: «να παίζει, όταν γεράσει» αντί «να παίξει να γεράσει (ή να γελάσει)».

25. Ι. Μ.: στ. 2ος: «στην εκκλησιά να πας» αντί «να πας στην εκκλησία».

26. αυτό που έχει γόνο, γονεμένο

27. Όμηρος, Ξ 214-215.

28. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 56.

29. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 56.

30. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., τ. 2ος, Αθήνα 1987, σ. 178.

31. αγγίξει

32. Π. Β. Λ.: ως 3ος στίχος: «της τάζουν γιο του βασιλιά, της τάζουν γιο του ρήγα», Ι. Μ.: στ. 1ος-4ος: «Εδώ έχουν φύγει όμορφες, φυγοκαμαρωμένες,/ τις δέρνουν, τις καταπατούν, να τις αρραβωνιάσουν./ Τους τάζουν γιο του βασιλιά, τους τάζουν γιο του ρήγα./ Δε θέλουν γιο του βασιλιά, δε θέλουν γιο του ρήγα», Ι. Μ.: στ. 10ος: «θέλουν» αντί «θέλει», Ι. Μ.: στ. 11ος: «εκείνο» αντί «αυτόνο», Ι. Μ.: στ. 12ος: «τ’ άστρια» αντί «τ’ άστρι», Ι. Μ.: στ. 13ος: «κι αυτόν τον καθαυγερινό» αντί «και τον καθαραυγερινό», Ι. Μ.: στ. 19ος: «την πασπάλη μαύρη» αντί «το πασπάλι μαύρο», Ι. Μ.: στ. 20ος: «το φκιασίδι» αντί «τα φκιασίδια».

33. φύγην/ φυγήν ή φίγην / φιγήν (την) κόρη; < ίσως εκ του λατ. filia «κόρη»

34. κόρη;

35. εκείνον

36. εκείνον

37. στρώμα από λεπτό αλεύρι

38. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 48-53.

39. Ι. Μ.: στ. 1ος: «Αντροϊδανίτσα ροϊδανή» αντί «Ανδρονίτσα ροδανή».

40. λεπτοκαμωμένη, ευλύγιστη, τρυφερή

41. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., τ. 1ος, σ. 53.

42. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 55.

43. < αντικρίζω

44. κλείδωση δακτύλου, γροθιά

45. Ι.Μ.: ως 3ος στίχος: «Η μια στην άλλη έλεγε, η μια στην άλλη λέει», Ι. Μ.: στ. 3ος: «Να πάμε» αντί «Ας είναι».

46. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 70.

47. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 70.

48. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 53-54.

49. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 130.

50. πήγε

51. Ι.Μ.: στ. 14ος: «Παιδί μ’ τα πουν τα γράμματα; Παιδί μ’ τα πουν ο νους;» αντί «-Παιδί μου, πού’ ν’ τα γράμματα; Παιδί μου, που’ ν’ ο νους σου;», Ι. Μ.: στ. 18ος-20ος: απουσιάζουν.

52. κόρφος

53. προς τα πού

54. το φυτό μάραθο

55. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 57.

56. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 29-36.

57. Ι.Μ.: στ. 3ος: «Τάζει φλουριά στις εκκλησιές, γρόσια στα μοναστήρια» αντί «Τάζει γρόσια στις εκκλησιές, φλωριά στα μοναστήρια».

58. μικροί στην ηλικία ή στο σώμα, ασήμαντοι δάσκαλοι

59. Ι. Μ.: στ. 2ος: «αν έγραφες κι αν διάβαζες» αντί «ανέλαβες κι ανέγραφες», Ι. Μ.: στ. 4ος: «πολλή» αντί «ψιλή», Ι. Μ.: στ. 7ος: «βάλανε» αντί «έβαλε».

60. ντελάληδες, αυτοί που διαδίδουν μυστικά

61. Π. Π. Παναγιώτου, Οι Ίωνες προσωκρατικοί στοχαστές, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1988, σ. 56.

62. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 89.

63. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 208.

64. Ι. Μ.: στ. 7ος-9ος: απουσιάζουν.

65.Ι. Μ.: στ. 7ος: «Ήλιε μ’, για τάργησες» αντί «Πολύ κάνεις, ήλιε μ’», Ι. Μ.: ως 9ος στίχος: «Σε καταριέται και μια νια, μια μικροπαντρεμένη»· ο Ι. Μ. προσθέτει στο τέλος του τραγουδιού: «Τα, Θε μ’, τσιαπού τα διάζονται; Τα, Θε μ’, που τα τυλίγουν;/ Στους ουρανούς τα διάζονται, στους κάμπους τα τυλίγουν/ και στον αφρό της θάλασσας τα λευκοκοπανίζουν».

66. Σ. Λ. Σκαρτσής, ό. π., σ. 163.

67. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 31-34.

68. Μ. Γ. Μερακλής, Νεοελληνικός Λαϊκός Βίος  -  Όψεις και Απόψεις, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ. 51.