|
|
|
|
|
|
Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
"Επώνυμα των κατοίκων της Ροδαυγής Άρτας - Απόπειρα ετυμολογικής προσέγγισης"
Δημοσιεύτηκε: «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», τεύχος 14, Ιούνιος 2013, σ. 53-77
Ἀρχή σοφίας, ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις
Αντισθένης
Εισαγωγικό σημείωμα
«Τo συλλογιστήκατε ποτέ σας, πώς γεννήθηκε το οικογενειακό σας όνομα; Ή γιατί να ονομάζονται τόσοι και τόσοι άνθρωποι, γνωστοί σας και άγνωστοι, όπως ακριβώς ονομάζονται, και όχι διαφορετικά;[…] Απ’ όλες τις δεκάδες χιλιάδες τα οικογενειακά της γλώσσας μας δεν υπάρχει ούτε ένα που να μην είχε τη σημασία του. Και θα έπρεπε ίσως ν’ απορούμε, πώς δε δείχνεται συνήθως περισσότερο ενδιαφέρον για κάτι τόσο σημαντικό και ελκυστικό μαζί, όσο η καταγωγή και η αρχική σημασία των ονομάτων μας. Γιατί αλήθεια, τ’ όνομά μας, οικογενειακό και βαφτιστικό μαζί, το ανθρωπωνύμιό μας, είναι οι δύο λέξεις που μας συντροφεύουν σαν τη σκιά μας σε όλη μας τη ζωή, από τη στιγμή που μπαίνομε σ’ αυτήν ώσπου να πεθάνωμε. Με αυτές τοποθετούμαστε στην κοινωνία και στην ιστορία, και με αυτές ακόμη μπορεί να μας διατηρήση η θύμηση των μεταγενεστέρων. Μα και οι ίδιοι εμείς γινόμαστε ο καθένας μας αλληλέγγυοι με τ’ όνομά μας που είναι για μας τόσο σπουδαίο. Το προστατεύομε ζηλότυπα και επιμένομε να το γράφωμε και να το ορθογραφούμε με τον τρόπο που κρίνομε σωστότερο ή που συνηθίσαμε. Την ίδια άλλωστε και ακόμη μεγαλύτερη σημασία δίνουν στ’ όνομα οι πρωτόγονοι μισοάγριοι λαοί. Εκεί το λογαριάζει ο καθένας μέρος, κομμάτι σωστό του εαυτού του και δεν το αποκαλύπτει σ’ έναν ξένο. Πώς το είπε τόσο απλά μια φορά ο Όμηρος για τη γενεά των ανθρώπων; (Ζ 146): «οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δέ καί ἀνδρῶν». (Ξέρεις των φύλλων τη γενιά και των θνητών την ξέρεις). Ενώ όμως εμείς περνούμε και σβήνομε, μένουν από γενεά σε γενεά στη θύμηση και στη γλωσσική συνείδηση εκείνων που μένουν, τα ονόματά μας και η γλώσσα μας, και με αυτή τέλος υψώνεται πάνω απ’ όλους μας και την ασήμαντη συμβολή του καθενός μας με τ’ όνομά του – συχνό ή σπάνιο, ασήμαντο ή σπουδαίο, βαφτιστικό ή χαϊδευτικό, επαγγελματικό ή παρατσούκλι – μια νομοτέλεια, ένας ρυθμός, ένας κόσμος λιγότερο εφήμερος στην πνευματικότητά του από τον καθημερινό της ζωής μας. Και αυτός μας ενώνει - όλα τα μέλη της ελληνικής κοινωνίας και μας κυβερνά - με τους δεσμούς της μητρικής γλώσσας: «Ἐν αὐτῇ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πράξ. 17,28). […]»1.
Συνεχίζοντας κατά κάποια έννοια τις ανωτέρω σκέψεις του αείμνηστου Μανόλη Τριανταφυλλίδη, σημειώνουμε πως το επώνυμο2 ή επίθετο, το πρόσθετο δηλαδή όνομα που προσδιορίζει το άτομο και δηλώνει την οικογένεια από την οποία κατάγεται, είναι προϊόν ιστορικής εξέλιξης και προϋποθέτει την πλήρη και ανεξάρτητη από το σύνολο διαμόρφωση της οικογένειας.
Στην Ελλάδα από την ομηρική εποχή υπάρχουν επώνυμα χαρακτηριστικά του γένους, όπως Αιακίδαι, Λαβδακίδαι, Τανταλίδαι από τους γενάρχες Αιακό, Λάβδακο, Τάνταλο. Αργότερα, προς διάκριση των ατόμων, εκτός από το κύριο όνομα και το πατρώνυμο χρησιμοποιείται το όνομα του δήμου καταγωγής. Ο Θουκυδίδης π.χ., εκτός Αθηνών ονομάζονταν Θουκυδίδης Αθηναίος και στην Αθήνα Θουκυδίδης Ολόρου Αλιμούσιος· κάποιες φορές προστίθετο κι άλλος προσδιορισμός, όπως π.χ. Διογένης ο Σινωπεύς ο επικαλούμενος Κύων.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο έχουμε επίσης τη δημιουργία μιας σειράς επωνύμων που προέρχονται από παρωνύμια, όπως Χειλάς, Τραυλός, Παλαμάς κ.λπ. ή από τους τίτλους της στρατιωτικής και της οικονομικής αριστοκρατίας της εποχής, όπως Κομνηνός, Νοταράς, Χαρτοφύλαξ κ.λπ.
Κατά την Οθωμανική περίοδο ήταν αρκετή από τους κατακτημένους η χρήση του πατρωνύμου ως προσδιοριστικού του ατόμου στοιχείου· το μετέπειτα τουρκικό κράτος μόλις το 1930 καθιέρωσε την υποχρεωτική χρήση επωνύμου.
Με αυτό ως δεδομένο, για τα επώνυμα των κατοίκων της Ροδαυγής, τα οποία σε μεγάλο ποσοστό είναι πατρωνυμικά, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως οφείλουν αυτή τους την ιδιαιτερότητα στο ότι το χωριό ελευθερώθηκε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) όντας κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία περισσότερα από 450 χρόνια.
Αλλά αυτή η ερμηνεία δεν θα ήταν επαρκής. Πρώτον, διότι στο χωριό δεν υπήρχε ευρεία εγκατάσταση Οθωμανών, και δεύτερον, διότι ήταν και είναι ακόμα κυρίαρχη σ’ αυτό η αρχαία ελληνική συνήθεια, στην οποία έχουμε αναφερθεί παλιότερα: «Αξίζει να σημειωθεί πως οι κάτοικοι του χωριού (ενν. της Ροδαυγής) ακόμα και σήμερα πολλές φορές προσαγορεύονται, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, δηλαδή με τρία ονόματα: προηγείται το κύριο όνομα, ακολουθεί το πατρώνυμο και ακολουθεί το όνομα του πατέρα ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό που αναφέρεται σε καταγωγή, επάγγελμα, παρατσούκλι κ.α.. Έτσι, π.χ. τον πατέρα μου τον λένε ακόμα και τώρα Πάνο Βασίλη Μπακάλη (μπακάλης ήταν το επάγγελμα και παρατσούκλι του παππού μου), ενώ το επώνυμο είναι Λάμπρης (πβ. Θουκυδίδης Ολόρου Αλιμούσιος)»3. Σε σχετική, μάλιστα, γραπτή αναφορά του o Π. Β. Λάμπρης γράφει: «Ο Βασίλης Λάμπρης, με το παρατσούκλι Μπακάλης, επί Τουρκίας είχε ένα μαγαζάκι και οι Τούρκοι που πήγαιναν να ψωνίσουν έλεγαν ότι πάνε να ψωνίσουν στο Βασίλη μπακάλη και αυτό έμεινε στη συνείδηση των χωριανών, οι οποίοι μέχρι το θάνατό του έτσι τον φώναζαν. Ως και τα παιδιά και τα εγγόνια του έτσι τα φωνάζουν»4.
Σημειώνουμε πως, ακόμα και σήμερα, η γράφουσα π.χ. είναι για τους συγχωριανούς της η Παναγιώτα Π. Λάμπρη, αλλά πολύ συχνά είναι η Παναγιώτα του Πάνου Μπακάλη ή η Μπακάλω (-ου), κάτι που βεβαιώνει την εμμονή των κατοίκων, τόσο στην πανάρχαια συνήθεια, όσο και στη χρήση του παρωνύμιου ως προσδιοριστικού του ατόμου και του γένους του, το οποίο ξεπερνά μερικές φορές τον οικείο περίγυρο ή τα όρια του χωριού και συνυπάρχει με το επώνυμο. Και οπωσδήποτε, σε εποχές που η τήρηση αρχείων ήταν πλημμελής ή σχεδόν ανύπαρκτη, το παρωνύμιο επικράτησε και σε κάποιες περιπτώσεις πήρε στην επίσημη καταγραφή τη θέση του επωνύμου.
Επίσης, στις περιπτώσεις που κάποιος πήγαινε σώγαμπρος έπαιρνε παρωνύμιο που είχε άμεση σχέση με το όνομα ή το πατρικό επώνυμο της συζύγου του· ο Νικόλαος Βασιλείου π.χ. προσφωνείται ως Νίκο Λόπης (Πηνελόπης) ή Νίκο Τσάγκας (πατρικό επώνυμο της συζύγου του).
Αλλά και το εξώγαμο παιδί, διατηρούσε ενίοτε το πατρικό επώνυμο της μητέρας, ακόμα κι αν αυτή παντρεύονταν άλλον άντρα, και προσαγορεύονταν στον καθημερινό λόγο με το μητρώνυμο (π.χ. ο Γιώργος τ’ς Σόφως) ή ακόμα και με το επώνυμο του άλλοτε εραστή της.
Αξιοπρόσεκτο είναι επίσης πως υπάρχουν οικογένειες που δεν έχουν όλα τα μέλη τους το ίδιο επώνυμο, όπως π.χ. Βαγγέλης και Σταύρος, Ζυγούρης και Νικολάου, κ.λπ., (βλ. Κοφίνας).
Ακόμα, τα επώνυμα των κατοίκων της Ροδαυγής φαίνονται επηρεασμένα κι από την οροθετική γραμμή του 1881, που χώρισε την κοιλάδα του Αράχθου στα δύο και δημιούργησε πληθυσμούς μετακινούμενους προς τις ελεύθερες περιοχές, που κάποιοι εξ αυτών επέστρεψαν μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) στις πρότερες εγκαταστάσεις τους. Από τις οικογένειες που χωρίστηκαν εκατέρωθεν του ποταμού, άλλες διατήρησαν το επώνυμο κι άλλες όχι, άλλες πήραν ως επώνυμο κάποιο παρωνύμιο, και φυσικά, απ’ αυτές τις μετακινήσεις δεν έμειναν ανεπηρέαστα τα τοπωνύμια της ευρύτερης περιοχής.
Τα επώνυμα που ακολουθούν δίνουν επίσης πληροφορίες για τις επιρροές που δέχθηκαν οι κάτοικοι από διάφορους κατακτητές, από γειτονικούς λαούς και από τους Βλάχους (βλ. Ψυχογιός/ Βλάχας) του ορεινού όγκου της Πίνδου· βέβαια, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, κυρίαρχη ακόμα και σ’ αυτά είναι η πατρογονική γλώσσα και συνήθεια, συνήθεια και των Βλάχων5, αφού το ξένης συχνά προέλευσης λεκτικό θέμα συμπληρώνεται με ελληνική κατάληξη καθώς επίσης η προσαγόρευση γίνεται με το όνομα του ατόμου, το πατρώνυμο και το επώνυμο ή το παρωνύμιο.
Διαπιστώνουμε ακόμα πως πολλά «μιλούν» για τον τόπο, στον οποίο βρίσκεται η κατοικία τους, αφού, αν και κάποιοι εξ αυτών μετακινούνται κυρίως μέσω των γάμων στα όρια του χωριού ή και έξω απ’ αυτά, αλλά και μέσω της αποδημίας μακριά από το χωριό, ο βασικός κορμός του γένους μένει για πολλά χρόνια στον συγκεκριμένο τόπο και συχνά τον ονοματίζει κιόλας. Για παράδειγμα, το επώνυμο Καμπρής σχετίζεται με το συνοικισμό Καθαροβούνι και συγκεκριμένα με τη γειτονιά Καμπραίικα, όπου κατοικούσε αυτό το γένος μέχρι πριν μερικά χρόνια και όπου διατηρεί μέχρι σήμερα κάποια περιουσιακά στοιχεία.
Τις ίδιες αναγωγές μπορούμε να κάνουμε για τα περισσότερα επώνυμα, αφού, εκτός εξαιρέσεων, τα αδέλφια «έχτιζαν τα σπίτια τους κολλητά ή κοντά το ένα με το άλλο»6, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται γειτονιές, όπου οι κάτοικοι σχεδόν στην πλειονότητά τους έφεραν το ίδιο επώνυμο από το οποίο ονοματίζονταν η γειτονιά και συχνά η ευρύτερη περιοχή, όπως π.χ. Μαναίικα, Τασιαίικα, Αραπαίικα, Κομζιαίικα, Λιαπαταίικα στους συνοικισμούς Λάψαινα, Άμμος, Κερασίτσα, Περδικάρι και Ξηράκι αντίστοιχα ή Μαραίικα, Μπακαλαίικα, κ.λπ. στο κέντρο του χωριού.
Ακόμα, εκτός από τις περιοχές κατοίκησης ονοματίζονται κτήματα (π.χ. Αναγνωσταίικα), δένδρα (ένα δένδρο μπορούσε να αποτελεί περιουσιακό στοιχείο μέσα σε κτήμα άλλης ιδιοκτησίας, π.χ. καστανιά Μπακαλαίικη ή της βάβως), βρύσες (π.χ. του Καλοερά), μύλοι (π.χ. του Πολίτη), λάκκοι υλλογής νερού για πότισμα (π.χ. Αραπαίικος), ακόμα και ρέματα (π.χ. Μπακαλαίικο).
Ο Κ. Α. Διαμάντης7, ερμηνεύει τοπωνύμια και επώνυμα της Ροδαυγής κατ’ αναλογία με τοπωνύμια και επώνυμα σ’ άλλα μέρη της Ελλάδος, όπως π.χ. στου Κουκάκη – στο Κουκάκι – το Κουκάκι. Παρόμοια αναφορά κάνει κι ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης8: «Διαφορετική είναι η περίπτωση […], όταν ένα οικογενειακό γέννησε τοπωνύμιο, που ονομάστηκε έτσι από τον ιδιοχτήτη ή τον οικιστή, όπως γίνεται και σε ξένες γλώσσες. […] το Κουκάκι (Κουκάκης παλιό αθηναϊκό όνομα) κ.λπ.». Αυτή η ερμηνεία ανταποκρίνεται και σε προφορικές μαρτυρίες· τόσο ο Παναγιώτης Β. Λάμπρης, όσο και ο Δημήτριος Ι. Μάνος, βεβαιώνουν την ύπαρξη τοπωνυμίων που σχετίζονται με επώνυμα που δεν υπάρχουν πια στο χωριό· η εγκυρότητα αυτών των μαρτυριών συνίσταται σε μνήμες τους, αλλά και σε γρέβιες, δηλαδή γκρεμισμένα σπίτια, που υπάρχουν διάσπαρτα σε διάφορα σημεία των γεωγραφικών ορίων του χωριού και, τόσο αυτές, όσο και η γύρω περιοχή φέρουν το όνομα των παλιών ενοίκων· ακόμα και τώρα, που για πολλούς εξ αυτών δεν γνωρίζουμε, αν και πού υπάρχουν απόγονοί τους, ονομασίες όπως π.χ. στου Μαρτίνου, στου Μάτση, κ.λπ. μιλούν εύγλωττα για οικογένειες που έφεραν το επώνυμο Μαρτίνος, Μάτσης, κ.λπ. Τούτων δοθέντων, η καταγραφή μας περιλαμβάνει και επώνυμα που δεν απαντούν σήμερα στο χωριό, αφού οι κάτοχοί τους μετοίκησαν οριστικά διατηρώντας κάποιοι εξ αυτών ελάχιστη περιουσία ή, όπως μόλις αναφέραμε, αφήνοντας το στίγμα τους μέσω τοπωνυμίων που μαρτυρούν την εκεί παρουσία τους.
Πάντως, είναι προφανές πως η βεβαιότητα για την ύπαρξη κάποιων επωνύμων του παρελθόντος είναι ούτως ή άλλως επισφαλέστατη, μια και πολλά εξ αυτών, αν και αναφέρονται ή καταγράφονται ως τέτοια (π.χ. Βασίλης, κ.λπ.) συνήθως απηχούν το όνομα των γεννητόρων, που σε κάποιες περιπτώσεις καθιερώθηκε και ως επώνυμο (π.χ. Αναγνώστης/ Αναγνώστου).
Από την καταγραφή μας δεν απουσιάζουν και επώνυμα οικογενειών ή ατόμων που μετοίκησαν από αλλού στη Ροδαυγή ή έχουν στην κυριότητά τους κάποια κατοικία, την οποία χρησιμοποιούν κυρίως ως εξοχική. Στη μελέτη δεν συμπεριλήφθησαν μερικά επώνυμα που αναγράφονται σε επιτύμβιες πλάκες, στήλες ή σταυρούς των νεκροταφείων του χωριού, επειδή δεν μαρτυρείται μόνιμη εγκατάσταση των τεθνεώτων στο χωριό, αλλά μόνο συγγενικοί δεσμοί (νύφες, παιδιά, κ.λπ.) με χωριανούς που διαμένουν εκεί ή όχι.
Σημειώνουμε ακόμα πως η ετυμολογική προσέγγιση των επωνύμων των κατοίκων της Ροδαυγής σ’ αυτή τη μελέτη δίνει τη δική μας ερμηνεία, η οποία δεν διεκδικεί το αλάθητο ούτε αποκλείει τη δημιουργική αμφισβήτηση ή άλλη ερμηνεία, ακόμα κι από μας, αν στο μέλλον προκύψουν στοιχεία, τα οποία θα είναι πιο κοντά στο έτυμο των εν λόγω επωνύμων, και φυσικά, ζητούμε την επιείκεια εκείνων που από αβλεψία ή άγνοια δεν καταχωρήθηκαν τα επώνυμά τους. Εξάλλου κάθε μελέτη αυτού του είδους, όχι μόνο λόγω της φύσης της, αλλά και λόγω των πενιχρών σχετικών καταγραφών, καθιστά το ερευνητικό εγχείρημα δύσκολο, αλλά προσφέρει ταυτόχρονα πεδίο δόξης λαμπρό σ’ άλλους μελετητές, οι οποίοι θα αξιολογήσουν τη δική μας καταγραφή, θα την εμπλουτίσουν, και φυσικά, όπου αυτό είναι εφικτό, θα διατυπώσουν πιο δόκιμες ετυμολογικές προσεγγίσεις.
Τέλος, το εισαγωγικό σημείωμα κλείνει, καθόλου τυχαία, όπως άρχισε, δηλαδή με σκέψεις του Μανόλη Τριανταφυλλίδη9 που εκφράζουν σε ικανό βαθμό το σκεπτικό και το σκοπό αυτής της μελέτης: «Επιθυμία μου ήταν να σας δώσω την ευκαιρία, αν και δεν ολοκληρώθηκε η εικόνα, να προσέξετε ένα κεφάλαιο της γλώσσας μας.
Χιλιάδες οικογενειακά ονόματα ζούνε σιωπηλά μαζί μας και μεταξύ μας, καθημερινά στα χείλη μας.
Είναι ένας κόσμος, που χρωστά σε μας την ύπαρξή του. Θα πει κανείς; Τι λοιπόν έκαμα εγώ για να γίνει αυτό;
Ο καθένας βρίσκει βέβαια έτοιμο τ’ όνομά του από τους άλλους. Μα για να το βρει έτοιμο, κάναμε οι ομόγλωσσοι ό,τι μπορούσαμε και ό,τι πρέπει, για να μη μένει κανείς μας χωρίς όνομα και χωρίς παρατσούκλι.
Κι αν όχι εμείς, πάντα κάποιοι πρόγονοί μας έδωσαν ζωή στα ονόματα, που τους είμαστε φορείς. Και πάντα εμείς είμαστε που με το να τα λέμε, και να τα σχηματίζομε, με ορισμένους κανόνες, τα βαστούμε στη ζωή.
Τα ονόματα αυτά θέλησα να σας τα ζωντανέψω, να σας δείξω πως ζουν μαζί μας τη δική τους ζωή, και μας φέρνουν καθώς είδατε κάποιο μήνυμα, το καθένα με τον τρόπο του, από τα περασμένα και από τους περασμένους. Η μελέτη τους μας ξαναγυρίζει εκεί. […]».
Υπόμνημα εισαγωγικού σημειώματος
1. Μ. Τριανταφυλλίδης, Τα οικογενειακά μας ονόματα, σ. 3-4.
2. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, σχετικό λήμμα.
3. Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή, σ. 25.
4. Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 460.
5. Δ. Στεργίου, Τα Βλάχικα έθιμα της Παλαιομάνινας με αρχαιοελληνικές ρίζες, σ. 14.
6. Π. Π. Λάμπρη, ό π., σ. 397.
7. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, σ. 104-134.
8. Μ. Τριανταφυλλίδης, ό. π., σ. 36.
9. Μ. Τριανταφυλλίδης, ό. π., σ. 173.
Ετυμολογία επωνύμων
Αθανασίου: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < μτγν. κύρ. όν. Αθανάσιος < αρχ. ἀθανασία] ή Ντούλας: πατρωνυμικό παρωνύμιο· [ΕΤΥΜ.: < ιδιωμ. υποκορ. Κωσταντούλας < μτγν. κύρ. όν. Κωνσταντῖνος < λατ. Konstantinus < επίθ. constans «σταθερός, βέβαιος»· λιγότερο πιθ. < τουρκ. dul «χήρος, χήρα» που αναφέρει ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 72)]· Στο Σουμέσι υπάρχει το επών. Αθανασίου, αλλά χωρίς το παρωνύμιο.
Αγγέλης (Αγγέλ’ς): [ΕΤΥΜ.: < αρχ. ἄγγελος «ο διαβιβάζων ειδήσεις, αγγελιοφόρος του Θεού» + παραγ. επίθημα –ης].
Αγγελόπουλος (Αγγιλόπ’λους): [ΕΤΥΜ.: < αρχ. ἄγγελος (βλ. Αγγέλης) + παραγ. επίθημα –όπουλος]
Αλεξίου (Αλιξίου): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < μτγν. κύρ. όν. Αλέξιος, συντομευμένος τ. του αρχ. ον. Ἀλέξανδρος].
Αναγνωστάκης (Αναγνουστάκ’ς): [ΕΤΥΜ.: υποκορ. < κύρ. όν. Αναγνώστης, άρα πατρωνυμικό, ή επαγγελματικό < αναγνώστης «βοηθός του ιερέα και του ψάλτη που διαβάζει στην εκκλησία τον Απόστολο και περικοπές της Αγίας Γραφής» < μτγν. ἀναγνώστης «συνήθ. δούλος εκπαιδευμένος στην ανάγνωση»].
Αναγνώστης (Αναγνώστ’ς)/ Αναγνώστου: (βλ. Αναγνωστάκης).
Αναγνώστου: (βλ. Αναγνώστης/ Αναγνώστου) ή Καράς: παρωνύμιο του Γιάννη Αναγνώστου από το συνοικισμό Άμμος· ο Π. Β. Λάμπρης, σημειώνει: «[…] βάλανε υποψήφιο το Γιάννη Αναγνώστου, που οι χωριανοί τον φώναζαν και Καρά στο παρατσούκλι, επειδή ήταν μαυριδερός […]» (Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 479)· κι ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό π., σ. 54) αναφερόμενος στα παρατσούκλια σημειώνει μεταξύ άλλων: «Συχνά επίσης τα ονόματα των χρωμάτων που δόθηκαν για τα μαλλιά ή και τα μάτια με λέξη που συνήθως πάρθηκε από χαρακτηριστικά ζώων, […], Καράς, […]»· [ΕΤΥΜ.: < τουρκ. kara «μαύρο, (μτφ.) δυσοίωνο» + παραγ. επίθημα –ας].
Αναστασίου: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < μτγν. κύρ. όν. Ἀναστάσιος «ο σχετιζόμενος με την Ανάσταση (του Χριστού)» < αρχ. ἀνάστασις] ή Θοδωρής (Θουδουρής): πατρωνυμικό παρωνύμιο· [ΕΤΥΜ.: αρχ. κύρ. όν. Θεόδωρος, αρχική σημ. «δώρο του θεού» < θεο- + -δωρος < δῶρον].
Αντωνίου (Αντουνίου): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: μτγν. κύρ. όν. Αντώνιος < λατ. Antonius].
Αράπης (Αράπ’ς): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < μσν. αράπης «(παλαιότ. λαϊκ.) ο Άραβας, (γενικά) άνθρωπος από μελαμψή φυλή, (συχνά μειωτ.) μαύρος, νέγρος» (< τουρκ. Arap –ης < αραβ. Arab (πβ. μτγν. Ἄραψ)] ή Καλαμίδας· παρωνύμιο μιας απ’ τις οικογένειες που φέρουν το επών. Αράπης· [ΕΤΥΜ.: < μσν. καλαμίδιν (< μτγν. καλάμιον, υποκορ. του αρχ. κάλαμος) + παραγ. επίθημα –ας].
Αυδόκης (Αυδόκ’ς)· ο Κ. Α. Διαμάντης (ό. π., τ. 1ος, σ. 136) υιοθετεί την ορθογραφία Αβδόκης, η οποία πιθανόν να προέρχεται από το λατ. ρ. abduco «απάγω, αποσπώ, χωρίζω, απομακρύνομαι από τη φροντίδα κάποιου, (παθητ.) αποτρέπομαι, κωλύομαι, απέχω από κάτι»· [ΕΤΥΜ.: < αρχ. αὐδή (ἡ) «φωνή, γλώσσα, ύμνος, ωδή προς τιμήν κάποιου, φήμη, χρησμός» + παραγ. επίθημα –όκης].
Βαγγέλης (Βαγγέλ’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: καθημ. < αρχ. κύρ. όν. Εὐάγγελος < εὐάγγελος «ο φορέας καλών ειδήσεων» < εὐ- ἄγγελος].
Βασιλείου: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: μτγν. κύρ. όν. Βασίλειος < αρχ. επίθ. βασίλειος < βασιλεύς].
Βασίλης (Βασίλ’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: καθημ. < Βασίλειος (βλ. Βασιλείου)].
Βάσιος (Βάσιους): μητρωνυμικό [ΕΤΥΜ.: < υποκορ. Βάσιω (Βάσιου) (η) < Βασιλική < αρχ. επίθ. βασιλικός < βασιλεύς]· στη Ροδαυγή δεν απαντάται ως υποκορ. του ον. Βασίλειος, το Βάσος/ Βάσιος.
Βελετίνας (Βιλιτίνας): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < ιταλ. επών. Bellettino (Μπελετίνο) + παραγ. επίθημα –ας· δηλ. Μπελετίνας/ Βελετίνας].
Βουνιώτης (Β’νιώτ’ς): τέτοιο επών. απηχεί το τοπωνύμιο Βουνιώτι (το) (στου Βουνιώτη/ στου Β’νιώτ’)· [ΕΤΥΜ.: < βουνό (< μσν. βουνόν < αρχ. βουνός (ὁ), αγν. ετύμου, λ. της δωρικής διαλέκτου, που συνδέεται με το ουσ. βουβών) + παραγ. επίθημα –ιώτης].
Γαρούφης (Γαρούφ’ς): [ΕΤΥΜ.: < κύρ. όν. Γαρύφαλλος (ιδιωμ. προφ. Γαρούφαλλους), οπότε είναι πατρωνυμικό, ή < λαϊκ. αντδ. γαρούφαλλο «γαρύφαλλο» (< μσν. γαρύφαλλον < βεν. garofolo < μτγν. λατ. *garofulum < μτγν. καρυόφυλλον < αρχ. κάρυον + φύλλον), ίδιας ετυμ. με το κύρ. όν. + παραγ. επίθημα –ης].
Γάτος (Γάτους): ο Κ. Α. Διαμάντης αναφέρει τοπωνύμιο Γαταίικα (τα), το οποίο συσχετίζει με κατοίκους που ονομάζονται Γαταίοι ή Γάτοι χωρίς να προσδιορίζει, αν πρόκειται για επών. ή για παρωνύμιο: «τοποθεσία καλλιεργημένη ή ακαλλιέργητη που ανήκει τώρα ή ανήκε κάποτε στο παρελθόν ως ιδιοκτησία ή μισθωμένος βοσκότοπος στους Γαταίους ή Γάτους, κατοίκους του χωριού» (Κ. Α. Διαμάντης, ό. π., σ. 111). Ο Παναγιώτης Β. Λάμπρης λέει πως το Γαταίοι ήταν παρωνύμιο και σχετίζεται με κάποιους που πήγαν και έβγαλαν τη γάτα μέσα από τη λιθοσουριά «δημιουργημένο από ανθρώπους σωρός λίθων» που αναφέρεται στην ακόλουθη παράδοση: «Στο χωριό μας το καγκελάρι είχε κάποια διαφορά από τα άλλα χωριά και καθώς ήταν στο μέσον από τα άλλα χωριά αποφασίστηκε να γίνεται δύο φορές το χρόνο. Μία την Τρίτη της Λαμπρής και μία στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής. Πιάνονταν λοιπόν χέρι-χέρι και λέγανε τα μυστικά τους χωρίς την υποψία των Τούρκων. Για να μην προδίνει ο καθένας κανένα μυστικό, οι χωριανοί στη θέση Ψηλή Ράχη δίπλα από το δημόσιο δρόμο, που επικοινωνούσαν όλα τα χωριά, έφτιαξαν μια λιθοσουριά και μέσα έκλεισαν μια γάτα και είπαν: «Καταραμένος να είναι εκείνος που θα προδώσει κάθε μυστικό και όποιος γίνει προδότης να νιαουρίζει σαν τη γάτα, και κάθε ξένος που θα περνά να πετάει μια πέτρα για ανάθεμα» (Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 456). [ΕΤΥΜ.: μσν. < μτγν. κάττος]· ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 55-56) στην ενότητα για τα παρατσούκλια, που πολλά επικράτησαν ως επώνυμα, σημειώνει: «γ) Ιδιότητες ανθρώπινες εκφράζονται συχνότατα και με ονόματα ζώων: […] Γάτος, […] Ζυγούρης (ζυγούρι το απογαλαχτισμένο αρνί) (βλ. λ.), […] Κατσίκης (βλ. λ.), […]. Σε ζώα αναφέρονται και τα: […] Κολιός (βλ. λ.)».
Γεραγόρης (Γιραγόρ’ς): [ΕΤΥΜ.: < αρχ. γέρας «βραβείο, έπαθλο» + αγόρ(ι) (< αγώρι < μσν. ἀγώριν, υποκορ. του μτγν. επιθ. ἄγωρος < αρχ. ἄωρος «ανώριμος σε ηλικά, νέος») ή < βλάχ. γeră, γerádz «έλκος, τραύμα, πληγή» + αγόρ(ι) ή < γέρος + αγόρ(ι)· σε όλες τις ετυμολογικές εκδοχές προσθέτουμε το παραγ. επίθημα –ης].
Γεωργάνος (Γιουργάνους): [ΕΤΥΜ.: < Γεώργιος (βλ. Γεωργίου) + παραγ. επίθημα –άνος ή < ιταλ. επών. Giorgano + παραγ. επίθημα –ος].
Γεωργίου (Γιουργίου): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < μτγν. κύρ. όν. Γεώργιος < αρχ. γεωργός]
Γεωργογιάννης (Γιουργουιάνν’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < Γεώργιος (βλ. Γεωργίου) + Γιάννης, λαϊκ. του Ιωάννης· [ΕΤΥΜ.: μτγν. < εβρ. Y(eh)okhanán «ο Γιαχ (ο Θεός) έχει δείξει εύνοια»].
Γιαννούλας: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < Γιάνν(ης) (βλ. Γεωργογιάννης) + παραγ. υποκορ. επίθημα –ούλας].
Γιολδάσης (Γκιουλτάη’ς): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < τουρκ. yoldaş «σύντροφος, συνοδοιπόρος» + παραγ. επίθημα –ης].
Γιωργάκης (Γιουργάκ’ς)/ Γιώργης (Γιώρ’): πατρωνυμικά· [ΕΤΥΜ.: < Γεώργιος (βλ. Γεωργίου) + υποκορ. επιθήματα –άκης/ -ης] ή Πλαστήρας (βλ. λ)].
Γιώτης (Γιώτ’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: υποκορ. του μσν. κύρ. ον. Παναγιώτης, που προέρχεται από το όψιμο μτγν. Παναγία < ουσιαστικοπ. θηλ. του μτγν. επιθ. πανάγιος]· γόνοι του ίδιου οικογενειακού δέντρου γράφονται με το επών. Κωστάκης (βλ. λ.)· επίσης υπάρχει οικογένεια με το επών. Γιώτης, η οποία έχει ως παρωνύμιο το Κουτσογιάννος (Κουτσουιάννους): [ΕΤΥΜ.: Κουτσογιάννος < κουτσο- (α’ συνθ. της Μεσαιωνικής και της Ν. Ελληνικής, που προέρχεται από το επίθ. κουτσός «(εδώ· αυτό που έχει κοπεί, αφαιρεθεί ή μείνει λειψό») + –γιάννος < υποκορ. Γιάννος του ονόματος Γιάννης (βλ. Γεωργογιάννης)].
Γκανιάτσας: [ΕΤΥΜ.: < Γκανάτσιος, καταγεγραμμένη μορφή του ονόματος Αθανάσιος, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, με αναγραμματισμό (Γκανάτσιος/ Γκανιάτσας) + παραγ. επίθημα –ας].
Γούλας: [ETYM.: < γουλί «το κούρεμα των μαλλιών μέχρι τη ρίζα τους» (< μσν. γουλίν < *γλίν <ἀγλι(θάρι)ον, υποκορ. του αρχ.ἄγλις, -ῖθος «σκελίδα σκόρδου») ή < γούλη «στόμιο φιάλης» ή < γουλάλι «το λίγο άλεσμα που έφτιαχνε ο μυλωνάς σε κάποιον που το είχε άμεση ανάγκη, όταν είχε πολλή δουλειά, μέχρι να ’ρθει η σειρά του»· η τήρηση της σειράς στο μύλο είναι παροιμιακή: «Αν είσαι και παπάς με τ’ν αράδα σ’ θα πας», ή ξενικό· < λατ. gula «οισοφάγος, φάρυγγας, λαιμός (μόνο επί ανθρώπων), συνήθ. μτφ. λαιμαργία»· σ’ όλες τις ετυμολογικές εκδοχές με το παραγ. επίθημα –ας].
Γραμματικός (Γραμματ’κός): επαγγελματικό· [ΕΤΥΜ.: λόγ. γραμματικός «γραμματέας» < μτγν. γραμματικός, αρχ. σημ. «που γνωρίζει τα γράμματα»· ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό π., σ. 52) το κατατάσσει στα βυζ. επαγγελματικά ον.] ή Βαγγελής (Βαγγιλής): παρωνύμιο· [ΕΤΥΜ.: < Βαγγέλης (βλ. λ.) με καταβιβασμό του τόνου].
Γρετσίστας (Γριτσίστας): ξενικό αντδ.· [ΕΤΥΜ.: < Greci «Έλληνες» < αρχ. Γραικοί· «[…] περί τήν Ἑλλάδα τήν ἀρχαίαν· αὕτη δ' ἐστίν ἡ περί Δωδώνην καί τόν Ἀχελῷον· οὗτος γάρ πολλαχοῦ τό ρεῦμα μεταβέβληκεν· ᾤκουν γάρ οἱ Σελλοί ἐνταῦθα καί οἱ καλούμενοι τότε μέν Γραικοί, νῦν δ' Ἕλληνες» (Αριστοτέλης, Μετεωρ. 352a.34- 352b.3) + παραγ. επίθημα –ίστας]. Στη Μεγάλη Ελλάδα υπάρχει κωμόπολη ονόματι Castrignano dei Greci (Καστρινιάνο ντει Γκρέτσι) «το καστράκι των Ελλήνων». Στον Παλαιόπυργο Πωγωνίου υπάρχει επίσης το γεφύρι του Γκρέτσι.
Δασκαλάκης (Δασκαλάκ’ς): [ΕΤΥΜ.: υποκορ. < μσν. δάσκαλος (< αρχ. διδάσκαλος (με απλολογία) < διδάσκω + παραγ. επίθημα –άλος) + παραγ. επίθημα –άκης].
Δημήτρης (Δ’μ’τρ’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: καθημ. < κύρ. όν. Δημήτριος < αρχ. επίθ. δημήτριος «ο σχετιζόμενος με τη (θεά) Δήμητρα», που ήδη από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε ως κύρ. όν.].
Δήμητσας (Δήμ’τσας): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < Δημήτρης (βλ. λ.), με αναβιβασμό του τόνου και πιθ. ιδιωμ. εξέλιξη της κατάλ. στον τόπο καταγωγής του φέροντος το επών.].
Δημόπουλος (Δημόπ’λους): [ΕΤΥΜ.: < Δήμος (βλ. λ.) + παραγ. επίθημα –πουλος].
Δήμος (Δήμους): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < αρχ. κύρ. όν. Δῆμος ή < χαϊδευτικό των ον. Δημήτριος, Δημοσθένης κ.ά.].
Διαμάντης (Διαμάντ’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < Διαμαντής με αναβιβασμό του τόνου (Διαμάντης), καθημ. του κύρ. ον. Αδαμάντιος < μτγν. επίθ. ἀδαμάντιος < αρχ. ἀδάμας, -ντος].
Δοσούλας (Δουσούλας): [ΕΤΥΜ.: < υποκορ. δοσούλα «μικρή δόση» του ον. δόση (< αρχ. δόσις) + παραγ. επίθημα –ας ή < τουρκ. döş «πλευρό, θώρακας» + παραγ. επίθημα –ούλας].
Δούκας: [ΕΤΥΜ.: < μτγν. δούξ, -κός < λατ. dux < duco «άγω, οδηγώ»· ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 52) το κατατάσσει στα ονόματα αξιωμάτων].
Ευαγγέλου (Ιυαγγέλλου): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < Εὐάγγελος (βλ. Βαγγέλης)].
Ευθυμίου (Ιυθυμίου): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < μτγν. κύρ. όν. Ευθύμιος < αρχ. εὔθυμος (απαντά και ως κύρ. όν. στην αρχαιότητα· Εὔθυμος) < εὐ- + θυμός «καρδιά, εσωτερικός εαυτός»].
Ζαγαλίκης (Ζαγαλίκ’ς): [ΕΤΥΜ.: πιθ. < πομακ. zagal(isa) «αγάπη» + παραγ. επίθημα –ίκης]
Ζάγκλης: [ΕΤΥΜ.: < αρχ. ζάγκλον «δρεπάνι θερισμού» («τό δέ δρέπανον οἱ Σικελοί ζάγκλον καλοῦσιν», Θουκυδίδης 6.4.5.8) + παραγ. επίθημα –ης]
Ζαρκάδας: [ΕΤΥΜ.: < μσν. ζαρκάδι (< *ζαρκάδιον, υποκορ. του αρχ. ζορκάς/ δορκάς) + παραγ. επίθημα –ας].
Ζαχαρής: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < μτγν. κύρ. όν. Ζαχαρίας (< εβρ. Zekharyáh «ο Γιάχ (ο Θεός) έχει θυμηθεί», όπου Γιαχ- (-yah) είναι η συντετμημένη μορφή του ον. Γιαχβέ) ή < ζάχαρη (λιγότερο πιθ.) (< μσν. ζάχαριν/ ζάχαρ/ σάχαρ/ < μτγν. σάκχαρ/ σάκχαρις) + παραγ. επίθημα –ής και για τις δύο εκδοχές].
Ζιανίκας: [ΕΤΥΜ.: < ζανός «ἐλαστρηθείς γυιοπαγεῖ νιφάδι· ἐν Ἐπιγράμμασι ἀντί τοῦ βιασθείς, κινηθείς» (Σουΐδα 19.1-2) με ανάπτυξη ενός ι μετά το αρχικό ζ και παραγ. επίθημα –ίκας ή < τουρκ. zan «υποψία, υπόθεση» ή zani «μοιχός» με τον ίδιο τρόπο παραγωγής].
Ζιώγας: [ΕΤΥΜ.: < παραλλαγή του ον. Γεώργιος στη Β. Ελλάδα, χρησιμοποιούμενο κι από τους βλαχόφωνους· παρόμοιες παραλλαγές: Τζιώγας, Τζόγγας, Ζόγκας].
Ζιώρης (Ζιώρ’ς): [ΕΤΥΜ.: < ζωρόν «ζωτικόν» (Σουΐδα 162.1) με ανάπτυξη ενός ι μετά το αρχικό ζ ή < σλαβ. zora «αυγή» ή < τουρκ. zor «ζόρι» με ανάπτυξη ενός ι μετά το αρχικό ζ και με έκταση του βραχύχρονου φων. (ο) σε μακρόχρονο (ω)· Ζιόρ-/ Ζιώρ- + παραγ. επίθημα –ης].
Ζυγούρης (Ζ’γούρ’ς): (βλ. Γάτος) [ΕΤΥΜ.: < ζυγούρι «αρνί ηλικίας δύο ετών» (< μσν. ζυγούριν, υποκορ. του αρχ. ζυγός) + παραγ. επίθημα –ης].
Ζώης: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: κύρ. όν. < συγκεκομ. τ. του μσν. επιθ. πολυζώητος, που αποτελούσε ευχή να ζήσει κάποιος πολλά χρόνια].
Θανάσης (Θανά’ης): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: καθημ. < Αθανάσιος (βλ. Αθανασίου)].
Θανάσης (Θανά’ης) (βλ. λ.) ή Σούσος (Σούσους): το δεύτερο, πατρωνυμικό από χαϊδευτικό του πρώτου ον. (βλ. Θανάσης).
Θεοχάρης (Θιουχάρ’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: μτγν. κύρ. όν. «αρεστός στο Θεό» < θεοχάρις < θεο- + αρχ. χάρις].
Θοδωρής (Θουδουρής) ή Θεοδώρου: πατρωνυμικά από το όν. Θεόδωρος (βλ. Αναστασίου ή Θοδωρής).
Καζάκος (Καζάκους): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < ιταλ. casacca «μπλούζα φαρδιά, μακριά, ριχτή και κλειστή στο λαιμό» ή από την ίδιας σημασίας τουρκ. λ. kazak με το παραγ. επίθημα –ος].
Καζούκας: [ΕΤΥΜ.: πιθ. < μσν. κάζο (< ιταλ. caso «περίπτωση, συμβάν» < λατ. casus) + παραγ. επίθημα –ούκας]
Καλαμιάς: [ΕΤΥΜ.: < καλάμι, στη σημασία «πρόσθιο οστό της κνήμης» (< μτγν. καλάμιον, υποκορ. του αρχ. κάλαμος) + παραγ. επίθημα –ιάς].
Καλ(λ)ιμογιάννης (Καλ(λ)μουιάνν’ς) [ΕΤΥΜ.: πιθ. < ιδιωμ. ονομασία καλλιμάνα του μικρού αποδημητικού πουλιού αιγιαλίτης + Γιάννης (βλ. Γεωργογιάννης)] ή Γιωτούλας (Γιουτούλας): πατρωνυμικό παρωνύμιο· [ΕΤΥΜ.: υποκορ. Γιώτης / Γιωτούλας < Παναγιώτης (βλ. Γιώτης)].
Καλόγηρος (Καλό’ηρους): [ΕΤΥΜ.: < μτγν. καλόγηρος < καλο- + -γηρος < αρχ. γῆρας].
Καλοεράς (Καλουιράς): το αναφέρει ως επών. ο Κ. Α. Διαμάντης (ό. π., τ. 1ος, σ. 136)· ο Π. Β. Λάμπρης μιλά μόνο για ομώνυμη τοποθεσία, η οποία προήλθε από την εκεί καταφυγή διωγμένου λόγω ηθικού παραπτώματος μοναχού από την άλλοτε μονή, σήμερα ξωκκλήσι, του Αγίου Νικολάου στο συνοικισμό Περδικάρι· [ΕΤΥΜ.: < καλογεράς < μσν. καλόγερος < μτγν. καλόγηρος (βλ. Καλόγηρος)].
Καμπρής: [ΕΤΥΜ.: < λαϊκ. καμπρί/ καμπρολάχανο «κράμβη» (< αρχ. κράμβη) + παραγ. επίθημα –ής].
Καπετάνος (Καπιτάνους): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < βεν. capetano & capetanio < μσν. λατ. capitaneus «ο επί κεφαλής» < λατ. caput, -utis «κεφαλή»].
Καπρούτσος (Καπρούτσους): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < ιταλ. capriccio «καπρίτσιο, νάζι, παραξενιά» (< capra «κατσίκα, τρελοκάτσικο» < λατ. capra) με μετατροπή του -i- σε -ου- + παραγ. επίθημα -ος]· απαντά και ως παρωνύμιο κάποιων που φέρουν το επών. Οικονόμου και Παπαβασιλείου· στην Ιταλία απαντά το επών. Capruci.
Καραγεώργος (Καραϊώργους): [ΕΤΥΜ.: < καρά- (βλ. Αναγνώστου ή Καράς) + -γεώργος < Γεώργιος (βλ. Γεωργίου)].
Καραγιάννης (Καραϊάνν’ς): [ΕΤΥΜ.: < καρά- (βλ. Αναγνώστου ή Καράς) + Γιάννης (βλ. Γεωργογιάννης)].
Καραμάνης (Καραμάν’ς): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < καραμάνικο «ποικιλία προβάτου με κοντή, πλατιά ουρά» (< μσν. Καραμανία (< τουρκ. karaman «μαυριδερός»), περιοχή της Μ. Ασίας) + παραγ. επίθημα –ης ή < καρά- (βλ. Αναγνώστου ή Καράς) + –μάνος/ -μάνης (βλ. Μάνος)]· ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 69) το κατατάσσει στα παρατσούκλια και το ετυμολογεί από το τουρκ. karaman «μαυριδερός».
Κασσάρας: ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < βλάχ. kâsáru, (πληθ.) kâsárι (κασάρου/ κασάρι) «τυροποιός» & kăsáre/ kâsắri «τυροποιείο, στρούγκα» + παραγ. επίθημα –ας ή < ιταλ. cassare «ακυρώνω» + παραγ. επίθημα –ας ή < ιδιωμ. λ. κασάρα (η)/ κασάρι (το) «δρεπανοειδές εργαλείο για την κοπή ξύλων, βάτων κ.λπ.» (πιθ. < τουρκ. keser «σκεπάρνι»)].
Κατσαμπάκης (Κατσαμπάκ’ς): [ΕΤΥΜ.: < Κατσαμπάς «μινωικό λιμάνι της Κνωσού, ομώνυμη τοποθεσία στα Χανιά» ή < κατσάμπα (η) «όψιμο ζακυνθινό πεπόνι (είναι γνωστή η επικοινωνία της Επτανήσου με την Κρήτη, περιοχή προέλευσης του επωνύμου Κατσαμπάκης), που προέρχεται εννοείται από το καλοκαίρι και φυλάσσεται – οπωσδήποτε κρεμασμένο, για να αερίζεται από παντού – έως τις γιορτές του Δωδεκαημέρου, οπότε κόβεται πλέον και προσφέρεται στους συνδαιτυμόνες των γιορταστικών φαγητών, ως ένα υπέροχο καλοκαιριάτικο (μες τον απόλυτο χειμώνα) φρούτο» (http://www.iskiosiskiou.com/2011/01/blog-post_02.html)· το εν λόγω πεπόνι καλλιεργείται και σ’ άλλες περιοχές της Ελλάδος, π.χ. στη δυτική Πελοπόννησο, όπου έχει το ίδιο όνομα· και για τις δύο εκδοχές με προσθήκη του παραγ. επίθημα -άκης].
Κατσαρός: [ΕΤΥΜ.: μσν., πιθ. < αρχ. ἀκανθηρός (<ἄκανθα) ή < κατσί «γατί» (υποκορ. του μσν. κάτα) + παραγ. επίθημα –αρός]
Κατσίκης (Κατσίκ’ς): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < μσν. κατσίκι, αβέβ. ετύμου, πιθ. < αλβ. kats ή < τουρκ. keçi «κατσίκι, γίδα» ή < τουρκ. kaçik «παλαβιάρης, τρελός» + παραγ. επίθημα –ίκης/ -ης]· ο Μ. Τριανταφυλλίδης το κατατάσσει στα επαγγελματικά (βλ. Γάτος).
Καψάλης (Καψάλ’ς): [ΕΤΥΜ.: < καψαλίζω «καίω ελαφρά στην άκρη ή στην εξωτερική επιφάνεια» (< καψάλα < μσν. κάψα < αρχ. καίω (αόρ. ἔκαυσα/ ἔκαψα) + μεγεθ. επίθημα –άλα) + παραγ. επίθημα –ης]· ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 54) σημειώνει πως προέρχεται «Από ζώα που γεννιούνται με τα παρατσούκλια […]. Έτσι και […] Καψάλης-Καψάλω […]».
Καψιόχας: [ΕΤΥΜ.: < κάψα (βλ. Καψάλης) + θ. οχ- του έχω (< αρχ. ἔχω) με μεταβολή του α σε ι + παραγ. επίθημα –ας].
Κεραμίδας: [ΕΤΥΜ.: < μτγν. κεραμίδιον, υποκορ. του αρχ. κεραμίς < κέραμος + παραγ. επίθημα –ας]
Κίτσος (Κίτσιους): πατρωνυμικό· στη βιβλιογραφία, ίσως λόγω της προφοράς του στο τοπικό ιδίωμα, είναι καταχωρημένο και ως Κίτσιος (Κ. Α. Διαμάντης, ό. π., σ. 137)· ο Π. B. Λάμπρης αναφερόμενος στο εν λόγω γένος γράφει Κιτσαίοι (Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 453) [ΕΤΥΜ.: κύρ. όν. Κίτσος (πβ. Κίτσος Τζαβέλας, Κίτσος Μπότσαρης κ.α.)· στη Ροδαυγή μαρτυρείται εγκατάσταση Σουλιωτών (Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 452, 476 & Κ. Α. Διαμάντης, ό. π., τ. 21ος, σ. 539)].
Κολιομάνος (Κουλιουμάνους): [ΕΤΥΜ.: < Κολιός (βλ. λ.) + Μάνος (βλ. λ.)].
Κολιός (Κουλιός): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: υποκορ. (απαντά και ως βαφτιστικό) < μτγν. κύρ. όν. Νικόλαος < νίκη + λαός· εδώ Νικόλαος > Νικολιός > Κολιός].
Κολιοσταύρος (Κουλιουσταύρους): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < Κολιός (βλ. λ.) + Σταύρος (βλ. λ.)].
Κομζιάς (Κουμπζιάς): [ΕΤΥΜ.: < αρχ. κομῶ (-άω) «1. αφήνω κόμη, έχω μακριά μαλλιά· 2. περηφανεύομαι» + ζῶ (ζήω) + παραγ. κατάλ. –ας (κομ-ζ(η)-ας)/ Κομζιάς «αυτός που έχει μακριά μαλλιά κι είναι γεμάτος ζωή, γεμάτος ζωντάνια»· σ’ αυτή την ετυμολογική προσέγγιση μας οδήγησε η πληροφορία του καθηγητή Βασίλη Γ. Τάσιου, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τη Σουλιώτικη φάρα των Κομζαίων, οι οποίοι είχαν ξυρισμένο το πάνω μέρος του κεφαλιού για να στηρίζουν το φέσι τους και στο υπόλοιπο μέρος έτρεφαν μακριά κόμη. Επίσης σημαντική ήταν η συμβολή του λήμματος «Κομᾷ: γαυριᾷ, μέγα φρονεῖ, στεφανοῦται, χλοηφορεῖ, τριχῶν ὑπερβολῇ κοσμεῖται·ἤ περιουσίᾳ χρημάτων μεγαλαυχεῖ μή φθονεῖσθ’ ὑμῖν κομῶσιν· ἀντί τοῦ τρυφῶσι, πλουτοῦσι· τό γάρ κομᾶν ἔλεγον ἐπί τοῦ τρυφᾶν καί γαυριᾶσθαι καί μέγα φρονεῖν ἄλλως τε καί τοῖς θριξίν κομᾶν» (Σουΐδα 1980.1-5)· μια άλλη πιθ. ετυμ. του επων. μας οδηγεί στην τουρ. λ. komşu (κομσού) «γείτονας» + παραγ. επίθημα –ιάς].
Κοντός (Κουντός): [ΕΤΥΜ.: < μτγν. επίθ. κοντός < αρχ. ουσ. κοντός (ο) «κοντάρι»]· ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 54) το κατατάσσει στα παρατσούκλια που προέρχονται από σωματικές ιδιότητες.Κόρδας: [ΕΤΥΜ.: μσν. αντδ. κόρδα «νευρά, χορδή από νεύρο ή έντερο ζώου ανάμεσα στα άκρα τόξου ή έγχορδου οργάνου» (< λατ. chorda < αρχ. χορδή) + παραγ. επίθημα –ας].
Κουρκούμπας: ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < βλάχ. kurkubéu «ουράνιο τόξο» ή <βλάχ. kurkubétă «κολοκυθιά»· με προσθήκη παραγ. επιθήματος –ας και στις δύο περιπτώσεις]
Κούσιαρης (Κούσιαρ’ς): ξενικό/ επαγγελματικό· αυτό το επών. απηχεί το τοπωνύμιο Κούσιαρη, στου/ στ’ Κούσιαρ’ (Κ. Α. Διαμάντης, ό. π., τ. 1ος, σ. 117)· [ΕΤΥΜ.: < βλάχ. kušeáre, (πληθ.) kušérι (κουσεάρε/ κουσέρι) «ραφή, ράψιμο», με σίγηση του e και ανάπτυξη ενός ι + παραγ. επίθημα –ης].
Κοφίνας (Κουφίνας): αρχικά παρωνύμιο· [ΕΤΥΜ.: < κοφίνι (< μτγν. κοφίνιον, υποκορ. του αρχ. κόφινος) + παραγ. επίθημα –ας]· ο Π. Β. Λάμπρης αναφέρει: «Ο Δημήτρης Θανάσης που ανέφερα πιο πάνω είχε παιδιά το Γιώργο, το Βασίλη και το Νίκο. Κανείς τους δεν είχε το ίδιο επίθετο. Το Γιώργο κάποτε, που τον κυνήγησαν οι Τούρκοι και δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν, επειδή έτρεχε πολύ και έλεγαν αργότερα, εκείνος ο Φεύγας, του έμεινε το επίθετο αυτό μέχρι σήμερα σε όλο το σόι του. Ο Βασίλης, κάποτε που τον κυνήγησαν οι Τούρκοι κρύφτηκε σ’ ένα κοφίνι μέσα και, όταν τον έπιασαν και ύστερα, έλεγαν «εκείνο το Κοφίνα» και έτσι γράφτηκε κι αυτός Κοφίνας, ο δε Νίκος γράφτηκε Βασιλείου. Κανείς δεν γράφτηκε Θανασίου, που ήταν το πραγματικό» (Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 478).
Κρούλης (Κρούλλ’ς): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < λατ. crudelis, e (-ior, -issimus) «ωμός, άγριος, απηνής, σκληρός, ανελεήμων» με αποκοπή του -de- ή < ιταλ. crollo «κατάρρευση» + παραγ. επίθημα –ης].
Κωσταγιάννης (Κουσταϊάνν’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < υποκορ. Κώστας < Κωνσταντίνος (βλ. Αθανασίου ή Ντούλας) + Γιάννης (βλ. Γεωργογιάννης)] ή Πράπας: παρωνύμιο· [ΕΤΥΜ.: < αρβ. prapë «ανάποδος (μτφ.), κακός άνθρωπος» + παραγ. επίθημα –ας ή ηχοποιητή λ. από τον ήχο «πρρ! πρρ! πρρ!» που προκύπτει από άνθρωπο που πέρδεται].
Κωστάκης (Κουστάκκ’ς)/ Κωσταντής (Κουσταντής)/ Κώστας/ Κωστής (Κουστής): πατρωνυμικά· [ΕΤΥΜ.: υποκορ. < Κωνσταντίνος (βλ. Αθανασίου ή Ντούλας)
Λάιος (Λάιους): [ΕΤΥΜ.: < λάγιος (για πρόβατα) «αυτός που έχει σκούρο τρίχωμα, (κατ’ επέκταση-σπάν.) μελαμψός, σκούρος» (< βλάχ. láiŭ/láe «μαύρος») + παραγ. επίθημα -ος]
Λάμπρης: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < κύρ. όν. Λάμπρος (ιδιωμ. προφ. Λάμπρης)] ή Μπακάλης (Μπακάλ’ς): ξενικό επαγγελματικό παρωνύμιο, το οποίο δεν αφορά όλες τις οικογένειες που φέρουν το επών. Λάμπρης [ΕΤΥΜ.: < τουρκ. bakkal «μπακάλης, παντοπώλης» + παραγ. επίθημα –ης].
Λέχος (Λιέχους): [ΕΤΥΜ.: < αρχ. λέχος «κλίνη, κρεβάτι, νεκροκρέβατο»].
Λιαπάτης (Λιαπάτ’ς): εθνικό· [ΕΤΥΜ.: < αλβ. Liap «ονομασία μιας από τις αλβανικές φυλές»· «[…] Ἡ λέξη Λιάπης στή νέα ἑλληνική χρησιμοποιεῖται ἐλάχιστα ὡς ἐθνωνυμία καί περισσότερο μέ ὑβριστική ἤ ὀνειδιστική σημασία. Λιάπης =ὁ ἅρπαγας, ὁ κακοποιός,ὁ ἀτημέλητος» (Σαράντος Ι. Καργάκος, Ἀλβανοί, Ἀρβανίτες, Ἕλληνες, σ. 283-285) + παραγ. επίθημα –άτης].
Λίλης (Λίλ’ς): μητρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < χαϊδευτικό Λιλή του ον. Ευαγγελία (βλ. Βαγγέλης/ Ευάγγελος) στην Ήπειρο, με αναβιβασμό του τόνου] ή Καλ(λ)ιμογιάννης (βλ. λ.) ή Λαμπίκος (Λαμπίκους): παρωνύμιο· [ΕΤΥΜ.: αντδ. < βεν. lambico < αραβ. al-ambiq < αρχ. ἄμβιξ / ἄμβυξ «αποστακτήριο»· η σημερινή μτφ. σημ. οφείλεται σε παρετυμολ. επίδραση του ρ. λάμπω].
Λιόντος (Λιόντους): [ΕΤΥΜ.: < κύρ. όν. Λεόντιος (υποκορ. Λιόντος), οπότε είναι πατρωνυμικό, ή < λαϊκ. μσν. λιόντας «λιοντάρι» (< μσν. λεοντάριν < μτγν. λεοντάριον, υποκορ. του αρχ. λέων, -οντος) + παραγ. επίθημα –ος].
Λιούμης (Λιούμ’ς): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < αλβ. ljume «ευτυχής, μακάριος» ή κατά τον Τριανταφυλλίδη (ό. π., σ. 77) < αρβ. lumë-i «ποτάμι» (πληροφ. Γιοχάλα)· πβ. και > lum(i,e) «μακάριος, καλότυχος» + παραγ. επίθημα –ης]· είναι από τα επών. που σχετίζονται με υπάρχον τοπωνύμιο στο συνοικισμό Λάψαινα της Ροδαυγής. Ενδιαφέρον έχει και η ακόλουθη αναφορά του Σ. Ι. Καργάκου (ό. π., σ. 11): «Εἶχα ἀκόμη τήν ἐξαιρετική τύχη νά περάσω τά ἐφηβικά καί πρῶτα νεανικά μου χρόνια στή συνοικία τοῦ Λιούμη στό Αἰγάλεω, ὅπου ζοῦσαν πολλοί γέροντες ἀλβανόφωνοι. Τουλάχιστον οἱ πιό ἡλικιωμένοι. Τό ὄνομα Λιούμη εἶναι ἀλβανικό. Στήν κοινή γλῶσσα Λιούμης ὀνομάζεται ὁ ποταμός Ἄψος. Τό ὄνομα αὐτό ἔγινε οἰκογενειακό καί ἀκολούθως τοπωνύμιο».
Λογιώτατος (Λουγιότατους): επαγγελματικό· [ΕΤΥΜ.: < υπερθ. βαθμό του αρχ. επιθ. λόγιος < λόγος· ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 52) σημειώνει σχετικά: «Επαγγελματικά Νεότερα Ελληνικά: Λόγιος, Λογιώτατος, Λογιωτατίδης και τιμητικός ανεπίσημος τίτλος (προσφώνηση), αλλά και είδος επιτρόπου, υπαλλήλου που εκλεγόταν κάθε χρόνο από τις συντεχνίες και εργάζονταν κάτω από τους δημογέροντες».
Μαλάμης (Μαλάμ’ς): [ΕΤΥΜ. < μσν. μάλαμα (< μτγν. μάλαγμα < αρχ. μαλάσσω) + παραγ. επίθημα –ης].
Μάνος (Μάνους): [ΕΤΥΜ.: χαϊδευτικό μτγν. κύρ. όν. Εμμανουήλ < εβρ. Immánu El «μαζί μας (είναι) ο Θεός, προσωνυμία που στην Κ. Δ. αποδίδεται στον Ιησού» ή < αρχ. μανός (ή, -ό) «αυτός που κινείται τεμπέλικα και νωθρά», αρχική σημασία «αραιός, χαλαρός, μαλακός», με αναβιβασμό του τόνου ή < λατ. manus «χέρι» ή ίδιας σημ. ιταλ. mano] ή Γερμανός (Γιαρμανός)· παρωνύμιο κάποιας από τις οικογένειες που φέρουν το επών. Μάνος [ΕΤΥΜ.: < μτγν. Γερμανός < Germani «Γερμανοί», κελτ. προέλ.]· ο Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 30) σημειώνει επίσης πως «μπορεί να σημαίνει και ξανθός (πβ. Κριαρά, σ. 177), αλλά υπάρχει και άγιος Γερμανός».
Μανουράς: πιθ. επών. που σχετίζεται με το τοπωνύμιο Μανουρά, στου/ στ’ Μανουρά, για το οποίο ο Π. Β. Λάμπρης γράφει: «Η θέση Μανουρά πήρε το όνομά της από τις μεγάλες πέτρες που στέκονται εκεί για χιλιάδες χρόνια και οι παλιοί οικοδόμοι (μαστόροι) στη γλώσσα τους τις πέτρες τις έλεγαν μανούρια και με το πέρασμα του χρόνου από μανούρια έμεινε Μανουρά» (Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 452). Η διατύπωση του Π. Β. Λάμπρη επιβεβαιώνεται από το δημοσίευμα «Τα κουδαρίτικα των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρου ήτοι περί της συνθηματικής γλώσσης των κτιστών των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρου» του Χρίστου Ι Σούλη (Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. Γ’, 1928), όπου μανούρ’ (το) «λιθάρι»· (βλ. & Κ. Α. Διαμάντης, ό. π., τ. 1ος, σ. 121)· υπάρχει πιθανότητα να προέρχεται από το ιδιωμ. ρ. μανουρώνω (μανουρώνου) «κρυώνω πάρα πολύ, ξεπαγιάζω»· αναφέρεται και συσχετισμός με το τυρί μανούρι, αν και στην περιοχή δεν παρασκευάζονταν απ’ όσο γνωρίζουμε τέτοιο τυρί (εφημ. «Η Ροδαυγή», αρ. φ. 111, σ. 4)· [ΕΤΥΜ.: < όψιμο μσν. μανούρα < αρχ. μανός (τυρός) «αραιό τυρί» ή βλάχ. mânúre, -nur(i) «είδος τυριού, μανούρι» < manuarius «ο μαζεμένος σε δέμα, που ονομάστηκε έτσι από το μέγεθος και το σχήμα»]. Στην τρίτη εκδοχή έχουμε μιας μορφής «συνάντηση» με την πρώτη που σχετίζεται με τη συνθηματική γλώσσα των μαστόρων: «τυρί» > μανούρ’ < «λιθάρι».
Μάρης (Μάρ’ς): [ΕΤΥΜ.: < αρχ. μάρη (η) «χέρι» + παραγ. επίθημα –ης ή < αρχ. μάρης (ο) «αιγυπτιακό μέτρο που ισοδυναμεί με 20 ξέστας» ή < βλάχ. máre, (πληθ.) mắrι «μεγάλος» (κατά Meyer) πιθ. < mas, maris «αρσενικός, ανδρικός» ή < λατ. mare, -is «θάλασσα»]· ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 22) το κατατάσσει στα μητρωνυμικά, προερχόμενο προφανώς από το όν. Μαρία.
Μάρκος (Μάρκους): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: μτγν. κύρ. όν. Μᾶρκος < λατ. Marcus, πιθ. < Mars «Άρης»].
Μαρτίνος (Μαρτίνους): ξενικό πατρωνυμικό [ΕΤΥΜ.: < ιταλ. όν. Martino (Μ. Τριανταφυλλίδης, ό. π., σ. 15) ή < μαρτίνι «μανάρι, θρεφτάρι» + παραγ. επίθημα –ος].
Ματζούτσος (Ματζούτσους): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < λατ. επίθ. mancus, -a, -um «ανάπηρος, ασθενής, (μτφ. επί πραγμάτων) ελλιπής, ατελής»]· η κατάλ. –ούτσος, μάλλον ιταλ. προέλ. (-uccio/ -uzzo).
Μάτσος (Μάτσους): σχετίζεται με την ετυμ. του επων. Μάτσης (βλ. λ.) ή προέρχεται από τη λ. μάτσο «δέσμη (ομοειδών πραγμάτων), σύνολο, ποσότητα (ομοειδών πραγμάτων), μεγάλη ποσότητα» [ΕΤΥΜ.: μσν. < βεν. mazzo < *mattea < λατ. mateola «ραβδί, μπαστούνι»].
Μάτσης (Μάτσ’ς): [ΕΤΥΜ. < μάτσης ή ματσαρέλης (ο) «ο γύφτος, ο σιδηρουργός στα Κουρεντοχώρια της Ηπείρου» ή < ματσί (το)/ μάτσου (μάτσω) (η) «γατάκι» < βλάχ. máțsᾰ, (πληθ.) mátsi «γάτα» ή λιγότερο πιθ. < μάτσα «η πάνω κεραία του καταρτιού» + παραγ. επίθημα –ης].
Μελίστας (Μιλίστας): [ΕΤΥΜ.: πιθ. < αρχ. μελιστής «μελικτής, αοιδός, αυλητής» (Ανακρεόντια 60.31), με αναβιβασμό του τόνου + παραγ. επίθημα –ας ή < μέλι + παραγ. επίθημα -ίστας]
Μήτσιος (Μήτσιους): [ΕΤΥΜ.: υποκορ. < Δημήτριος (βλ. Δημήτρης)].
Μιχαλόπουλος (Μιχαλόπ’λους): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: καθημ. Μιχάλ(ης) (< μτγν. κύρ. όν. Μιχαήλ < εβρ. Mikhaél «ποιος είναι σαν το Θεό;») + παραγ. επίθημα –όπουλος].
Μπιθικούκης (Μπιθικούκ’ς)· ο Διαμάντης υιοθετεί τη γραφή Μπιθηκούκης (Κ. Α. Διαμάντης, ό. π. τ. 9ος, σ. 13): [ΕΤΥΜ.: πιθ. < βλάχ. mpitikátu (μπιτικάτου) «μπαλωμένος»].
Μπλουγιάννης (Μπλουγιάνν’ς)/ Μηλογιάννης (Μηλουγιάνν’ς)/ Μπελογιάννης (Μπιλουγιάνν’ς)/ Τιμπλογιάννης (Τιμπλουγιάνν’ς): τα εν λόγω επών. τα αλιεύσαμε από δημοσίευμα της εφημ. «Η Ροδαυγή» (αρ. φ. 127, σ. 6), όπου ο συντάκτης γράφει: «Μπουλογιάννη (ή Μηλογιάννη ή Μπελογιάννη ή Τσιμπλογιάννη δεν έχει διευκρινιστεί ποιο ακριβώς ισχύει): Λάκα μεγάλη επίπεδη κάτω από τον Πύργο, που βρισκόταν στην κατοχή του προαναφερθέντος. […]»· γεγονός είναι πως το β' συνθ. είναι κοινό για όλες τις προτεινόμενες εκδοχές. Είναι πολύ πιθ. το α' συνθ. των τοπωνυμίων – επωνύμων να αποτελείται από την ίδια λ., η οποία έχει υποστεί αλλεπάλληλη παραφθορά οφειλόμενη στην ιδιωμ. προφ. της, και όχι μόνο. Πάντως, στο πρώτο φαίνεται πως έχει αποκοπεί φων. ή δίφθογγος ανάμεσα στο Μπ- και το –λ, στο δεύτερο, Μηλο-, έχουμε [ΕΤΥΜ.: < αρχ. μῆλον], στο τρίτο, Μπέλο-, [ΕΤΥΜ.: < σλαβ. bělú «λευκός» (για ζώο με άσπρο τρίχωμα), «ανοιχτόχρωμος» (μτφ.)] και στο τέταρτο, Τιμπλ-ο- [ΕΤΥΜ.: < ιδιωμ. λ. τέμπλα/ τεμπλάρι (τιμπλάρι) «δοκάρι»]. Μισονύχης (Μ’σουνύχ’ς/ Μψουνύχ’ς): συνδέεται με το τοπωνύμιο Μψονύχι, το/ στου Μψουνύχι (Κ. Α. Διαμάντης, ό. π., τ. 1ος, σ. 122)· [ΕΤΥΜ.: μισο- < μσν. επίθ. μισός <ἥμισος (με καταβιβασμό του τόνου και σίγηση του αρχ. φων.) < αρχ. ἥμισυς] + νύχι [ΕΤΥΜ.: μσν. < αρχ. ὀνύχιον, υποκορ. του αρχ. ον. ὄνυξ, ὄνυχος] + παραγ. επίθημα –ης.
Μουργελάς (Μουργιλάς): [ΕΤΥΜ.: < μουργέλα «τεμπελιά», αγν. ετύμου, πιθ. συνδέεται με τη λ. μούργα (μσν. αντδ.) (< λατ. amurca < αρχ. ἀμόργη «κατακάθι λαδιού <ἀμέργω «κόβω, τρυγώ») + παραγ. επίθημα –ας, με καταβιβασμό του τόνου].
Μπάζος (Μπάζους): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < ιταλ. bazza «ευνοϊκή τύχη (στα χαρτιά) (< αραβ. bazza) ή < αντδ. μπάζα (τα) (περιληπτικό) «άχρηστα υλικά που προέρχονται από κατεδαφισμένες οικοδομές ή από εκχωμάτωση» (< παλ. ιταλ. basa < λατ. basis, τεχν. όρ., < αρχ. βάσις «θεμέλιο, στήριγμα») + παραγ. επίθημα –ος ή < βλάχ. bâzákă (μπαζάκα) «μεγάλη κοιλιά ανθρώπου» < bâz- + παραγ. επίθημα –ος].
Μπαλαούρας: [ΕΤΥΜ.: αντδ. μπαλαούρο (το)/ μπαλαούρος (ο) «αποθήκη πλοίου, χώρος φυλάκισης» (< ιταλ. balaustro «περίφραγμα» < balausto «άνθος αγριοροδιάς» < λατ. balaustium < μτγν. βαλαύσιον, αγν. ετύμου) + παραγ. επίθημα –ας]
Μπαλτάς: ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < τουρκ. balta «τσεκούρι» + παραγ. επίθημα –ας].
Μπαρτζώκας: ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < βλάχ. bardzu «σταχτόχρωμος» + βλάχ. υποκορ. επίθημα –oca] ή Σιώνης: ξενικό παρωνύμιο· [ΕΤΥΜ.: μτγν. Σιών (< εβρ. Sīyon, ονομασία λόφου στον οποίο είναι χτισμένη η Ιερουσαλήμ, αγν. ετύμου) + παραγ. επίθημα –ης].
Μπόμπολης (Μπόμπουλης) ή Μπόπολης (Μπόπουλης): [ΕΤΥΜ.: < ιδιωμ. λ. μπόμπολος (ο) «κοχλίας, σαλίγκαρος, το καβούκι μικρών σαλιγκαριών, το στομάχι των πουλιών» (< ιταλ. bombol(a) «μεταλλική φιάλη, βόμβα» (λόγω σχήματος) + παραγ. επίθημα –ος) + παραγ. επίθημα –ης].
Νάσης (Να’ης): πατρωνυμικό [ΕΤΥΜ.: < υποκορ. του ον. Αθανάσιος (βλ. Αθανασίου)].
Νάσιος (Νάσιους): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: υποκορ. του ον. Αθανάσιος (βλ. Αθανασίου) ή Αθανασίου (βλ. λ.)].
Νάστος (Νάστους) ή Νάστης (Νάστ’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: υποκορ. του κυρ. ον. Αθανάσιος (βλ. Αθανασίου)]
Νιάρος (Νιάρους): [ΕΤΥΜ.: < βλάχ. niăre, néri «μέλι» + παραγ. επίθημα –ος ή < αρχ. ἀνιαρός «αυτός που προκαλεί ή χαρακτηρίζεται από ανία» με αποκοπή του α και αναβιβασμό του τόνου ή ηχοποιητή από το νιαρ, νιαρ που λέγεται για κάποιον που γκρινιάζει συνέχεια, φρ.: σταμάτα το νιαρ, νιαρ «σταμάτα τη γκρίνια» + παραγ. επίθημα –ος].
Νίκας: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < Νικόλαος (βλ. Κολιός) > Νίκος > Νίκας ή < νίκη + παραγ. επίθημα –ας].
Νικολάου (Νικουλάου): [ΕΤΥΜ.: κυρ. ον. Νικόλαος (βλ. Κολιός)]· μ’ αυτό το επών. ήταν γραπτώς καταχωρημένος ο Μήτσιο Ζυγούρης (βλ. λ.).
Νικολόπουλος (Νικουλόπ’λους): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < Νικόλαος (βλ. Κολιός) + –όπουλος].
Νίκου: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: υποκορ. Νίκος < Νικόλαος (βλ. Κολιός & Νίκας)].
Νούτσος (Νούτσους): [ΕΤΥΜ.: < Γιαννούτσος (βλ. Ματζούτσος, κατάλ.), υποκορ. του ον. Γιάννης (βλ. Γεωργογιάννης)].
Ντάνος (Ντάνους): [ΕΤΥΜ.: < ντάνα (< ιταλ. andāna (με αποβολή του άτονου αρκτικού φων.) < λατ. indago, -onis «στοιχισμός, στοίβαγμα») ή < τουρκ. dana «μοσχάρι» ή < αραβ. dana «σοφός, διαβασμένος»· και στις τρεις εκδοχές + παραγ. επίθημα –ος].
Νταρλής: ξενικό· [ΕΤΥΜ.: πιθ. < τουρκ. daril(mak) «παρεξηγώ, δε μιλιέμαι» με αποκοπή του i + παραγ. επίθημα –ης].
Ντουλαμάνος: [ΕΤΥΜ.: < Ντούλας (βλ. Αθανασίου) + Μάνος (βλ. λ.)]
Οικονόμος (Οικουνόμους/ Κουνόμους) ή Οικονόμου (Οικουνόμου): επαγγελματικό· επών. που προέρχεται κυρίως από τη σημ. της λ. ως κληρικός που αναλαμβάνει τη διαχείριση της περιουσίας της επισκοπής ή της μητρόπολης και ως τιμητικός τίτλος ιερέα που έχει προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην Εκκλησία· [ΕΤΥΜ.: αρχ. σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. οἶκον νέμειν/ νέμεσθαι, αρχ. σημ. «αυτός που διαχειρίζεται και διοικεί τα του οίκου»].
Παγώνας ή Γεροπαγώνας (Γιρουπαγώνας): [ΕΤΥΜ.: < παγώνω (μσν. < μτγν. παγῶ (-όω) < αρχ. πάγος) + παραγ. επίθημα –ας]· στη δεύτερη εκδοχή έχουμε προσθήκη του λεξικού προθήματος γερο- [ΕΤΥΜ.: < μσν. γέρος < αρχ. γέρων, -οντος]· ο Π. Β. Λάμπρης βεβαιώνει την ύπαρξη του ανθρώπου που έφερε το ανωτέρω επών.· τον αποκαλούσαν, όπως θυμάται, και Γεροπαγώνα, που μάλλον ήταν το παρωνύμιό του· γράφει σχετικά: «Ο Παγώνας που κάθονταν στη Λάψαινα εγκαταστάθηκε στην Άρτα και ήταν ο πρώτος που έφτιαξε χαρτοποιΐα και όταν πέθανε την ανέλαβε ο Παντελή Νίκος από το χωριό μας μετονομαζόμενος σε Νικολόπουλος» (Π. Π. Λάμπρη, ό. π., σ. 477). Ο Κ. Α. Διαμάντης (ό. π., τ. 1ος, σ. 125) αναφέρει τοπωνύμιο Παγώνα, η/ σ’μΠαγώνα ή Γεροπαγώνα, η/ στ’Γιρουπαγώνα και μεταξύ άλλων σημειώνει: «[…] Προφανώς θα υπήρχε ιδιοκτήτης κάποιος Παγώνας ή Γεροπαγώνας […]».
Παίδαρος (Παίδαρους): [ΕΤΥΜ.: μεγεθ. (< αρχ. παιδίον, υποκορ. του ουσ. παῖς) + παραγ. επίθημα –αρος]
Παλαβός: [ΕΤΥΜ.: < παλαβός (-ή, -ό) «τρελός, αυτός που ενεργεί παράτολμα, ριψοκίνδυνος, (+με) ή (+για) αυτός που είναι σφοδρά ερωτευμένος»] ή Κούτρας: παρωνύμιο· [ΕΤΥΜ.: < (λαϊκ.) κούτρα (η) «μέτωπο, κούτελο, (μτφ.) μυαλό, εγκέφαλος», πιθ. υποχωρητ. < κουτρώ < *κουτλώ < *κουτελώ < κούτελο ή < μσν. κύτρα, διαλεκτ. τ. του αρχ. χύτρα ή < *κούτα < *κύτα < αρχ. κύτος «κοιλότητα» ή μσν. κούτρα < λατ. scutra «πίνακας, δίσκος»].
Παναγιώτης (Παναγιώτ’ς) ή Παναγιώτου: πατρωνυμικά· (βλ. Γιώτης).
Πάνος (Πάνους) ή Πάνου: πατρωνυμικά· [ΕΤΥΜ.: υποκορ. < Παναγιώτης (βλ. Γιώτης)].
Παπαβαγγέλης (Παπαβαγγέλ’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < παπα- «άκλιτη και άτονη προτακτική λ. ως α' συνθ. σε χαλαρά σύνθ. αρσ. κύρ. ον. ιερέων, συνήθ. πρεσβυτέρων, π.χ. παπα-Βαγγέλης» (< παπάς, βλ. Παπάς) + Βαγγέλης (βλ. λ.)].
Παπαβασιλείου: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < παπα- (βλ. Παπαβαγγέλης) + Βασίλειος (βλ. Βασιλείου)].
Παπαβασίλης (Παπαβασίλ’ς)· αρχικό επών. των Γεωργίου (Ροδαυγή-κέντρο χωριού): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < παπα- (βλ. Παπαβαγγέλης) + Βασίλης (βλ. λ.)].
Παπαγιώργος (Παπαγιώργους)/ Παπαγιώργης (Παπαγιώρ’ς) ή Παπαγιώργου: πατρωνυμικά· [ΕΤΥΜ.: < παπα- (βλ. Παπαβαγγέλης) + καθημ. Γιώργης & Γιώργος του ον. Γεώργιος (βλ. Γεωργίου)].
Παπαθανάσης (Παπαθανά’ης): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < παπα- (βλ. Παπαβαγγέλης) + Θανάσης (βλ. λ.)].
Παπαλάμπρης: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < παπα- (βλ. Παπαβαγγέλης) + Λάμπρος (βλ. Λάμπρης ή Μπακάλης)].
Παπανικολάου (Παπανικουλάου): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < παπα- (βλ. Παπαβαγγέλης) + Νικόλαος (βλ. Κολιός)].
Παπάς: επαγγελματικό· [ΕΤΥΜ.: < παπάς < μσν. παππᾶς < αρχ. πάππας]· απαντά και ως παρωνύμιο κάποιων προσώπων που φέρουν το επών. Οικονόμου (π.χ. Μήτσιο Παπάς) και Παπαβασιλείου (π.χ. Βασίλη Παπάς).
Παπαχρήστου: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < παπα- (βλ. Παπαβαγγέλης) + Χρήστος (βλ. Χριστογιάννης)].
Πιτόγλου: [ΕΤΥΜ.: < μσν. αντδ. πίτα (< ιταλ. pitta < λατ. picta < αρχ. πηκτή, θηλ. του επιθ. πηκτός) + παραγ. επίθημα –όγλου].
Πλαστήρας: [ΕΤΥΜ.: < πλαστήρι (μσν. πλαστήριον < αρχ. πλάσσω + παραγ. επίθημα –τήρι[ον]) «μεγάλη στρογγυλή σανίδα με χερούλι πάνω στην οποία άνοιγαν φύλλο για πίτες ή έβαζαν τις ψημένες πίτες» + παραγ. επίθημα –ας]· ο Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 64) το ετυμολογεί από τη λ. πλαστήρα «αρρώστια των προβάτων» ή Πάνος (βλ. λ.).
Πλεύρης: [ΕΤΥΜ.: < ιδιωμ. επίρρ. πλεύρα «πλευρικά» + παραγ. επίθημα –ης].
Πολίτης (Πουλίτ’ς): [ΕΤΥΜ.: αρχ. < πόλις + παραγ. επίθημα –ίτης]· ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 24) σημειώνει: «Οι μετοικεσίες γίνονται συνήθως από τους μικρότερους συνοικισμούς και τα χωριά, προς τις κωμοπόλεις και τις πόλεις· έτσι τα ονόματα των πόλεων, ή των χωριών, δεν παρουσιάζονται συχνά ως οικογενειακά –εκτός αν πρόκειται για ομόγλωσσους που ξενιτεύτηκαν σε αυτές και ξαναγυρίζουν στο χωριό τους: Πολίτης, Βενετσιάνος, Μισιρλής». Βέβαια, Πολίτης, είναι κι αυτός που κατάγεται απ’ την Πόλη.
Πρόγκιος (Πρόγκιους): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: πιθ. < πρόγκα «η αποδοκιμασία που εκδηλώνεται με κραυγές και θορύβους, ο ομαδικός χλευασμός» (αβέβ. ετύμου, πιθ. < σλαβ. bruca «προσβλητική αποπομπή»)] ή Πρόνιος (Πρόνιους): ξενικό· < βλαχ. próni (πρόνιου) «πύον» (< μτγν. λατ. puronius < pus, puris «πύον»)· και τα δύο με προσθήκη παραγ. επιθήματος –ιος].
Προυνιάς: [ΕΤΥΜ.: πιθ. < προῦνος «δαμασκηνιά»/ προῦνον «δαμάσκηνο» (< λατ. prunus/ prunum) + παραγ. επίθημα –ιάς ή < λατ. pruina «πάχνη, χιόνι, χειμώνας» με αντιμετάθεση (προυΐνα/ προυνιά/ προυνιάς) ή < προνοιάζω «ως κατακτητής, προκειμένου να ενισχύσω τη δύναμή μου, παραχωρώ δημόσια κτήματα σε ξένους πληθυσμούς, με υποχρέωση να παρέχουν πολεμική κυρίως βοήθεια, όταν τους τη ζητήσω» με απλοποίηση του -οι- και ιδιωμ. προφ. του -ο- ως -ου- + παραγ. επίθημα –ιάς]
Ρακόπουλος (Ρακόπ’λους) ή Ρακοπούλος (Ρακουπούλους): [ΕΤΥΜ.: < ρακί (< τουρκ. raki < αραβ. arak ή < αρχ. ρήγνυμι «σπάω» (για να βγει ο οίνος έπρεπε να σπάσει η ρόγα των σταφυλιών) ή < αρχ. ῥάξ, -ός «ρόγα των σταφυλιών») «τσίπουρο» + παραγ. επίθημα –όπουλος/ –οπούλος].
Ράπτης (Ράφτης/ Ράφτ’ς): επαγγελματικό· [ΕΤΥΜ.: < μτγν. ῥάπτης < αρχ. ῥάπτω].
Ραχιώτης (Ραχιώτ’ς): [ΕΤΥΜ.: < ράχη (< αρχ. ῥάχις, -εως) + παραγ. επίθημα –ιώτης].
Ρουτσάκος (Ρουτσάκους): [ΕΤΥΜ.: πιθ. < τουρκ. rücu (προφ.: ρούτζου) «υποχώρηση στρατού, ανάκληση» + παραγ. επίθημα –άκος· Ρουτζάκος/ Ρουτσάκος].
Σιαφαρίκας: πατρωνυμικό από παραλλαγή του ον. Ιωσήφ (Σιάφας/ Σιαφαρίκας)· [ΕΤΥΜ.: μτγν. κύρ. όν. < εβρ. Yōsēph «αυτός (δηλ. ο Θεός) θα προσθέσει, θα αυξήσει» (ενν. με περισσότερα παιδιά)].
Σιουρής: [ΕΤΥΜ.: < ιδιωμ. ουσ. σιούρος «τα σκουπίδια και τα χώματα που παρασύρονται από τρεχούμενο νερό, τόπος με πολλές μικρές πέτρες» + παραγ. επίθημα –ής ή < σιουράω «σφυρίζω, (μτφ.) δεν υπολογίζω» + παραγ. επίθημα –ής].
Σιώζος (Σιώζους): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: υποκορ. < Θεόδωρος (βλ. Θοδωρής)]· στην εφημ. «Η Ροδαυγή» (αρ. φ. 129, σ. 7) στο «Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο/ Ντούλα Σιώζο» αναφέρεται ως προέλευση του επων. το όν. του πατέρα του Θόδωρου· Θόδωρος (Σιόζορος = Σιώζος).
Σκίζας: [ΕΤΥΜ.: < θ. σκίζ- του ρ. σκίζω/ σχίζω (< αρχ. σχίζω) + παραγ. επίθημα –ας].
Σόφης (Σόφ’ς): [ΕΤΥΜ.: < θ. του αρχ. επιθ. σοφός (-ή, -ό) + παραγ. επίθημα –ης, με αναβιβασμό του τόνου].
Σπανός: [ΕΤΥΜ.: < μτγν. επίθ. σπανός (-ή, -ό) (για άνδρες) «αυτός που έχει αραιή ή καθόλου τριχοφυΐα στο πρόσωπο, (σπαν. για τόπο) αυτός που στερείται βλάστησης», που αποσπάστηκε από το σύνθ. σπανοπώγων (< σπανός + πώγων «πιγούνι») ή < αρχ. σπάνιος]· ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ό. π., σ. 54) το κατατάσσει στα παρατσούκλια που προήλθαν από σωματικές ιδιότητες.
Σπύρου: πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: Σπύρος (καθημ.) < μτγν. κύρ. όν. Σπυρίδων, αγν. ετύμου] ή Μοραΐτης (Μουραΐτ’ς): εθνικό παρωνύμιο· [ΕΤΥΜ.: < Μοριάς + παραγ. επίθημα –αΐτης].
Σπύρος (Σπύρους) (βλ. Σπύρου)
Σταύρος (Σταύρους) ή Σταύρου: πατρωνυμικά· [ΕΤΥΜ.: κύρ. όν. που προέκυψε από την εορτή του Τιμίου Σταυρού με αναβιβασμό του τόνου].
Σύρρος (Σύρρους): [ΕΤΥΜ.: < σύρω· τα δύο ρ του επων. σχετίζονται με τον αρχικό σχηματισμό του αρχ. ρ. (< θ. συρ- + -j-ω > σύρρω > σύρω, με αφομοίωση του -j- σε -ρ-, απλοποίηση των δύο -ρ- και αντέκταση) + παραγ. επίθημα –ος].
Σφήκας: [ΕΤΥΜ.: < σφήκα < αρχ. σφήξ, σφηκός + παραγ. επίθημα –ας].
Σωτήρης (Σουτήρ’ς) ή Σωτηρίου (Σουτηρίου): πατρωνυμικά· [ΕΤΥΜ.: < κύρ. όν. Σωτήριος, καθημ. Σωτήρης < την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος] ή Κατσιαδήμας: παρωνύμιο· [ΕΤΥΜ.: < ιδιωμ. λ. κατσιά (η) «καθισιά, ποσότητα φαγητού που τρώει κάποιος σε μια καθισιά, σ’ ένα γεύμα» + Δήμος (βλ. λ.)· σχηματίζεται όπως και η λ. κατσιαβράκας «αυτός που του πέφτουν τα βρακιά, ο ατημέλητος», κ.α. ή < βλάχ. kâtsíe «σιδερένιο φτυαράκι» + Δήμος (βλ. λ.) + παραγ. επίθημα –ας].
Τάσιος (Τάσιους): πατρωνυμικό· απαντά και ως παρωνύμιο κάποιων οικογενειών που φέρουν το επών. Κομζιάς [ΕΤΥΜ.: υποκορ. < Αναστάσιος (βλ. Αναστασίου)].
Τράκαλης (Τράκαλ’ς) (θηλ. Τρακαλού/ Τρακαλίνα, η)· [ΕΤΥΜ.: πιθ. < ιδιωμ. λ. τράκας «τρακαδόρος» (< ιταλ. attraccare «αράζω») ή (< ιδιωμ. λ. τράκος «μεγάλη ζημιά»)· και τα δύο με προσθήκη παραγ. επιθήματος –αλης]· το ανωτέρω επών. απαντά και ως παρωνύμιο για κάποιες από τις οικογένειες που φέρουν τα επών. Γεωργίου (Σουμέσι), Πολίτης (Ροδαυγή), Νικολόπουλος και Νίκου (Περδικάρι).
Τσάγκας: [ΕΤΥΜ.: < μσν. τζαγγάς/ τσαγγάς «κατασκευαστής βασιλικών τζαγγίων» < τζάγγη «είδος υποδήματος»].
Τσάμης & Τσιάμης (Τσιάμ’ς): εθνικό· [ΕΤΥΜ.: < Τσάμης «κάτοικος της Τσαμουριάς, περιοχής της Θεσπρωτίας», αβέβ. ετύμου, ίσως < αρχ. Θύαμις, ποταμός της Θεσπρωτίας, Θυάμιδες/ Τσιάμηδες].
Τσαρπάλας (Τσιαρπάλας): [ΕΤΥΜ.: < ιδιωμ. λ. τσαρπάλι (το) «αιχμηρό ξύλο, αιχμηρό κλωνάρι που μένει στο δέντρο, όταν κόψουμε ένα τμήμα του, εργαλείο ή ξύλο κατάλληλο για να πιάνουμε κάτι» + παραγ. επίθημα –ας].
Τσιακαρόνης (Τσιακαρόν’ς): [ΕΤΥΜ.: < βλάχ. εναντ. σύνδ. τσικάρα (tsikára) «κι αν, αν και», με ανάπτυξη ενός α μετά το τσι-, αν και πιθανότερη γραφή είναι Τσακαρόνης δεδομένης της ιδιωμ. προφ. της συλλαβής τσα- ως τσια- + παραγ. επίθημα –όνης].
Τσαντούκλας (Τσιαντούκλας): [ΕΤΥΜ.: < τουρκ. cant(a) + παραγ. επίθημα –ούκλας].
Τσιμένης (Τσιμέν’ς): [ΕΤΥΜ.: < διαλεκτ. (Ηπειρ.) τσίμι (το) «το μικράκι» υποκορ. του τσίμα (αντδ.) (< ιταλ. cima «κορυφή (βλαστού), άκρη» < λατ. cīma/ cỹma «κύημα, νεαρός βλαστός» < αρχ. κῦμα [άλλος τ. του κύημα < κύω/ κυέω]) + παραγ. επίθημα –ένης]
Φακίτσας: [ΕΤΥΜ.: < υποκορ. φακίτσα του ουσ. φακή (< αρχ. φακή (-έα) < φακός) + παραγ. επίθημα –ας].
Φαρμάκης (Φαρμάκ’ς): [ΕΤΥΜ.: < φαρμάκι (< αρχ. φαρμάκιον, υποκορ. του φάρμακον) + παραγ. επίθημα –ης].
Φεύγας: [ΕΤΥΜ.: < φεύγα, προστ. εν. του ρ. φεύγω + παραγ. επίθημα –ας (βλ. Κοφίνας)].
Φόντζας: ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < γαλλ. επών. Fontza (πβ. ποδοσφαιριστής Γουίλι Φόντζα)· ονομασία και βουνών της Ινδονησίας· ίσως μπορεί να συσχετιστεί με τη λ. χότζας «μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος», με την όχι συνήθη τροπή του χ σε φ [ΕΤΥΜ.: < τουρκ. hoca < περσ. khwāja)].
Φούκας: [ΕΤΥΜ. < βυζ. αυτοκρατορικό επών. Φωκάς/ Φουκάς με αναβιβασμό του τόνου].
Φουρτζής: ξενικό· [ΕΤΥΜ.: πιθ. < βλάχ. furitsínă «αιθάλη, καπνιά» με αποβολή του i + παραγ. επίθημα –ης· φουρτσής/ φουρτζής ή < τουρκ. λ. furunci «φούρναρης»].
Χασκής: [ΕΤΥΜ. < αρχ. χάσκω «ανοίγω διάπλατα το στόμα (από οποιαδήποτε αιτία: προσοχή, προσδοκία, ελπίδα, χαύνωση κ.λπ.)» + παραγ. επίθημα –ής].
Χολέβας (Χουλιάβας): [ΕΤΥΜ.: πιθ. < χολή (χουλή) < αρχ. χολή «χολή», (μτφ.) «πικρία, οργή» + παραγ. επίθημα –έβας/ (-ιάβας)].
Χριστογιάννης (Χ’στουιάνν’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < μσν. κύρ. όν. Χρίστος (συνήθ. ορθ. Χρήστος) (< Χριστός με αναβιβασμό του τόνου) + Γιάννης (βλ. Γεωργογιάννης)].
Χρόνης (Χρόν’ς): πατρωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: μτγν. κύρ. όν. Πολυχρόνιος, καθημ. Πολυχρόνης < αρχ. επίθ. πολυχρόνιος «αυτός που διαρκεί πολύ, που ζει πολλά χρόνια» (< πολύ- + -χρόνιος < χρόνος)].
Ψυχογιός (Ψ’χουιός): [ΕΤΥΜ.: < ψυχογιός/ ψυχογυιός «θετός γιος, νεαρός υπάλληλος, παλαιότ. υπηρέτης» (< ψυχο- (α’ συνθ. λ. που προέρχεται από την αρχ. λ. ψυχή) + μσν. γυιός (γιος), αρχ. υἱός, με συνίζηση και ανάπτυξη ευφωνικού [j-])] ή Βλάχας: εθνικό παρωνύμιο· αποδίδεται σε κάποιες απ’ τις οικογένειες που φέρουν το επών. Ψυχογιός [ΕΤΥΜ.: < Βλάχα (η)/ Βλάχος (ο) «δίγλωσσος Έλληνας που μιλά Βλάχικα, κάθε ορεσίβιος βοσκός ή νεαρός χωρικός»].
Ψωμάς (Ψουμάς): επαγγελματικό· [ΕΤΥΜ.: < ουσ. ψωμάς «αρτοποιός, πρόσωπο που τρώει πολύ ψωμί» (< ψωμί < μτγν. ψωμίον, υποκορ. του αρχ. ψωμός «κομμάτι, μπουκιά ψωμιού ή τροφής»)].
Συντομογραφίες
αβέβ.(αιος, -η, -ο)
αγν.(ώστου)
αλβ.(ανικός, -ή, -ό)
αντδ.(αντιδάνειο)
αόρ.(ιστος)
αρ.(ιθμός)
αραβ.(ικός, -ή, -ό)
αρβ.(ανίτικος, -η, -ο)
αρσ.(ενικό)
αρχ.(αίος, -α, -ο) & ενίοτε αρχ.(ικός, -ή, -ό)
βεν.(ετικός)
βλ.(έπε)
βλάχ.(ικος, -η ,-ο)
Β.(όρειος, -α, -ο)
βυζ.(αντινός, -ή, ό)
γαλλ.(ικός, -ή, -ό)
γεν.(ική)
διαλεκτ.(ικός, -ή, -ό)
δηλ.(αδή)
εβρ.(αϊκός, -ή, -ό)
εκδ.(όσεις)
εναντ.(ιωματικός)
εν.(εστώτας)
ενν.(οείται)
επιθ.(έτου)
επίθ.(ετο)
επίρρ.(ημα)
επών.(υμο)
επων.ύμων)
ΕΤΥΜ./ετυμ.(ολογία)
ετυμ.(ολογικός, -ή, -ό)
εφημ.(ερίδα)
Ηπειρ.(ώτικος, -η, -ο)
θ.(έμα)
θηλ.(υκό)
ιδιωμ.(ατικός, -ή, -ό)
ιταλ.(ικός, -ή, ό)
κ.ά. και άλλα
Κ.(αινή) Δ.(ιαθήκη)
καθημ.(ερινός, -ή, -ό)
κατάλ.(ηξη)
κελτ.(ικός, -ή, -ό)
κ.λπ. και λοιπά
κυριολ.(εκτικός, -ή, -ό), -ά
κύρ.(ιος, -α, -ο)
λ.(έξη)
λαϊκ.(ός, -ή, -ό)
λατ.(ινικός, -ή, -ό)
λόγ.(ιος, -α, -ο)
μεγεθ.(υντικός, -ή, -ό)
μειωτ.(ικός, -ή, -ό)
μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό (ενν. ελλην. 7ος αι.-1800 μ.Χ.)
μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο (ενν. ελλην. 3ος αι. π.Χ.-6ος αι. μ.Χ.)
μτφ. (μεταφορικός, -ή, -ό), (επίρρ.) –ά
Ν.(έα)
όν.(ομα)
ον.(όματος)
ονομ.(αστική)
ό.π. όπως παραπάνω
ορθ.(ογραφία)
όρ.(ος)
ορθ.(ογραφία)
ουσ.(ιαστικό)
ουσιαστικοπ.(οιημένος, -η, -ο)
παθητ.(ικός, -ή, -ό)
παραγ.(ωγικός, -ή, -ό)
παλ.(αιός, -ά, ό)
παλαιότ.(ερος, -η, -ο)
παρετυμολ.(ογικός, -ή, -ό)
πβ. παράβαλε
περσ.(ικός, -ή, -ό)
πιθ.(ανός, -ή, -ό)
πληθ.(υντικός)
πληροφ.(ορία)
πομακ.(ικός, -ή, -ό)
προέλ.(ευσης)
προστ.(ακτική)
προφ.(ορά)
π.χ. παραδείγματος χάριν
ρ.(ήμα)
σ.(ελίδα)
σημ.(ασία)
σλαβ.(ικός, -ή, -ό)
σπάν.(ια)
συγκεκομ.(μένος, -η, -ο)
σύνδ.(εσμος)
συνήθ.(ως, -ης)
σύνθ.(ετος, -η, -ο)
συνθ.(ετικό)
τ.(ύπος), ενίοτε τ.(όμος) & τ.(εύχος)
τεχν.(ικός, -ή, -ό)
τουρκ.(ικός, -ή, -ό)
υπερθ.(ετικός)
υποκορ.(ιστικός, -ή, -ό)
υποχωρητ.(ικώς)
φρ.(άση)
φ.(ύλλου)
φ(ωνήεν)
Βιβλιογραφία - Δικτυακοί τόποι
1. Β. Δ. Αναγνωστόπουλος, Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 20043.
2. Δημήτριος Β. Δημητράκος, Επίτομον Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα 1969.
3. Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1984 και τ. 9ος., Αθήνα 1990.
4. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, έκδ. Τ61.04, 2004-2005.
5. Εφημ. «Η Ροδαυγή», Απρ. – Ιούν. 2008, αρ. φ. 111, σ. 4, Απρ. – Ιούν. 2012, αρ. φ. 127, σ. 5-6, Οκτ. – Δεκ. 2012, αρ. φ. 129, σ. 7.
6. P. Kapatu, Dizionario, Italiano- Greco/ Greco – Italiano, εκδ. Primus, Αθήνα 1996.
7. Σαράντος Ι. Καργάκος, ΑΛΒΑΝΟΙ, ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ, ΕΛΛΗΝΕΣ, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 20055.
8. Παναγιώτα Π. Λάμπρη, Ροδαυγή, το ρόδο της αυγής, ιδιωτική έκδοση, Πάτρα 2006.
9. Σόλωνας Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1999.
10. H. Liddell - R. Scott – Α. Κωνσταντινίδου, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα.
11. Π. Λορεντζάτος, Ομηρικόν λεξικόν, εκδ. Κ. Κακουλίδη, Αθήνα 1968.
12. Mousaios 2000.
13. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Ν. Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Κέντρο λεξικολογίας ΕΠΕ, Αθήνα 2002.
14. Ευάγγελος Μπόγκας, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, κεντρικής και Νοτίου), τ. Α’, εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1964.
15. Ομάδα καθηγητών τουρκικής γλώσσας, Τουρκο-ελληνικό και Ελληνο-τουρκικό λεξικό, εκδ. Καλοκάθη, Αθήνα 2003.
16. Προφορικές πηγές: Παναγιώτης Β. Λάμπρης, Σπυρίδων Π. Λάμπρης, Ιωάννης Μπαλαούρας, Δημήτριος Ι. Μάνος & Έλλη Δ. Μάνου, Βασίλειος Γ. Τάσιος.
17. Κωνσταντίνος Παπαφίλης, Ελληνοαλβανικοί & Αλβανοελληνικοί Διάλογοι, εκδ. Μ. Σιδέρη, Αθήνα 1990.
18. Περιοδικό «Ηπειρωτικά Χρονικά», τεύχος Γ’, έτος 1928.
19. Δημήτρης Στεργίου, Τα Βλάχικα έθιμα της Παλαιομάνινας με αρχαιοελληνικές ρίζες, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2001.
20. Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Τα οικογενειακά μας ονόματα, Προλεγόμενα, επεξεργασία κειμένου, σχόλια: Ε. Σ. Στάθης, δ.φ., Α.Π.Θ., Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 1982.
21. Ευστράτιος Τσακαλώτος, Λατινοελληνικόν Λεξικόν, εκδ. οίκος Σπύρου Δαρέμα, Αθήναι.
23. http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/DictOnLineTri.htm
24. http://greeksurnames.blogspot.com/2010/05/blog-post_17.html
25. http://greek-lastnames.blogspot.com/2009/05/blog-post_9090.html
27. http://www.travelstyle.gr/portal/gr/destination_articles.php?dest_id=1079&id=211
28. http://www.iskiosiskiou.com/2011/01/blog-post_02.html
Συνέχεια...
Πιστή σε ό,τι έγραψα στην εισαγωγή της παρούσας μελέτης, επανέρχομαι με καινούργια δεδομένα, τα οποία αφορούν σε επώνυμα των κατοίκων της Ροδαυγής. Τα στοιχεία προέκυψαν τόσο από δική μου συνέχιση της έρευνας, όσο και από άτομα, των οποίων το επώνυμο αναφέρεται στη μελέτη.
Μάνος: μια άλλη πιθανή προέλευση του επωνύμου είναι οι λ. μάνο (το) / μάνος (ο), "ψωμί" και "φαγητό" αντίστοιχα, στα κουδαρίτικα, τη γλώσσα των μαστόρων.
Μουργελάς: μια άλλη πιθανή προέλευση του επωνύμου είναι η λ. μουργέλα (η) "ο ντάβανος", δηλαδή, το έντομο οίστρος, που κεντά και ερεθίζει τα βόδια, τα άλογα, κ.λπ., όπως άκουσα να το λένε σε χωριά της περιοχής των Καλαβρύτων, ίσως, και αλλού.
Μπαλαούρας: για την ετυμολογία αυτού του επωνύμου έλαβα από τον Βασίλειο Μπαλαούρα τις ακόλουθες πληροφορίες: 1. από ελληνορουμάνικο λεξικό: balaur «θηριοδαμαστής», 2. από Ρουμανοεβραίο λογιστή φίλο του: balaur–as «αρκουδιάρης», 3. από Ρουμάνα μετανάστρια: η λ. δηλώνει κάτι κακό, αυτό που φοβίζει τα μωρά, 4. από λαϊκή έκφραση: αυτό το φορτίο έχει μπαλαούρο, δηλ. έχει μεγάλο όγκο 5. «Άπαντα» Κ. Κρυστάλλη: «Οι Βλάχοι της Πίνδου», αναφέρεται κάποιος Α. Μπαλαούρας από τη Γότιστα Ιωαννίνων, ο οποίος υπήρξε σπουδαίος αρματολός.
Μπλάτσας ή Μπλατσής: ξενικό· πρότερο επώνυμο, όσων φέρουν το επώνυμο Δημόπουλος (βλ. λ.)· [ΕΤΥΜ.: < αλβ. μbλατσίτ (στο σ μπαίνουν διαλυτικά): οὐδ. = ἴδ. περτσάπ (στο σ μπαίνουν διαλυτικά και κάτω από το ε το σύμβολο ̭ ) ρ. (γ) = ὑπερπηδῶ + παραγ. επίθημα -ας/ -ης]
Τζουμερκιώτης (Τζιουμιρκιώτ’ς): πατριδωνυμικό· [ΕΤΥΜ.: < Τζουμέρκα (άλλη ονομασία των Αθαμανικών ορέων) + παραγ. επίθημα –ιώτης]
Τσώρος (Τσιώρους): ξενικό· [ΕΤΥΜ.: < βλάχ. τσιόρου, ουσ. αρσ. (πληθ. tsioru) «πούς, κοιν. ποδάρι» + παραγ. επίθημα –ος].