|
|
Έκο Ουμπέρτο, Το όνομα του ρόδου
επίσης: Έκο Ουμπερτο, Το όνομα του ρόδου Βασίλης Συμεωνίδης
Μου γεννήθηκε η επιθυμία να ξαναδιαβάσω το βιβλίο αυτό μετά τον «Κώδικα Ντα Βίντσι». Λίγο πιο κουραστικό, αλλά πολύ πιο ενδιαφέρον και βαθύ, ιδιαίτερα προς το τέλος. Έντονη από τις πρώτες σελίδες η αίσθηση (ιδιαίτερα όταν λειτουργείς συγκριτικά) ότι διαβάζεις «λογοτεχνία», δηλαδή κάθε λέξη έχει μεστότητα, βαρύτητα, ουσία. Ο αφηγητής είναι ένας νεαρός δόκιμος Φραγκισκανός, ο οποίος τρέφει μεγάλο θαυμασμό στον ιδιόρρυθμο, αντισυμβατικό και πεφωτισμένο δάσκαλό του Γουλιέλμο, πρώην ιεροεξεταστή και νυν ερευνητή της «αλήθειας» και οπαδού του ορθού λόγου. Βρισκόμαστε στον 14ο αιώνα, εποχή όπου αρχίζει και αχνοφέγγει το πάθος της γνώσης, της επιστήμης, του ορθολογισμού (που εκπροσωπείται στο βιβλίο από το Δάσκαλο και το μαθητή-αφηγητή), αλλά βέβαια η εποχή δεν είναι έτοιμη ακόμα να δεχτεί τέτοια ανοίγματα, εφόσον η κυρίαρχη ιδεολογία είναι η θρησκεία, οι αιρέσεις, η φανατισμοί, η ιερά εξέταση κ.λ.π. Βρισκόμαστε λοιπόν σ’ ένα μεταίχμιο, βρισκόμαστε επίσης σ’ ένα … ιταλικό μοναστήρι όπου υπάρχει μια από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της εποχής εκείνης. Για τον Γουλιέλμο, σελ. 26: Κάποιες φορές, όπως συμβαίνει στις μονές, περιδιάβαζε όλη τη μέρα στο περιβόλι, κοιτάζοντας τα φυτά σαν να ήταν χρυσοπράσια και σμαράγδια. Και τον είδα να τριγυρνά στην κρύπτη του θησαυρού και να κοιτάει ένα κιβώτιο κατάφορτο με σμαράγδια σα να ήταν θάμνος στρύχνου.(…) Μια μέρα τον βρήκα να περπατάει άσκοπα στον κήπο, σα να μην έπρεπε να λογοδοτήσει στο θεό για τα έργα του. Στο τάγμα είχα διδαχτεί έναν τελείως διαφορετικό τρόπο να διαθέτω τον χρόνο μου, και του το είπα. Και αυτός απάντησε ότι η ομορφιά του κόσμου δίνεται όχι μόνο από την ενότητα της πολυμορφίας, αλλ’ απ’ την πολυμορφία της ενότητας. Το έργο βασίζεται σ’ ένα είδος αστυνομικής πλοκής- όλα περιστρέφονται γύρω από μια αλυσίδα μυστηριωδών φόνων. Υπάρχει επίσης και η βιβλιοθήκη, μια από τις μεγαλύτερες της εποχής, όπου δεν έχουν δικαίωμα πρόσβασης παρά ο μυστηριώδης βιβλιοθηκάριος κι ο βοηθός του. Πέρα από την υπόθεση που είναι έξυπνη και διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον, η ουσία του βιβλίου είναι η … αγάπη στο «βιβλίο», στη γνώση και, εντέλει στον ορθό λόγο. Το φωτισμένο και αυτοδύναμο πνεύμα του Γουλιέλμου μπορεί να συλλάβει ότι π.χ. το Κοράνι δεν είναι «η βίβλος των απίστων, ένα φαύλο βιβλίο», αλλά «ένα βιβλίο που περιέχει μια σοφία διαφορετική από τη δική μας». Πολύ κορυφαία είναι η σελίδα 418(-419), όπου ο Άντσο κι ο Δάσκαλός του βρίσκονται (κρυφά βέβαια) στη ζώνη της βιβλιοθήκης με τα βιβλία των ειδωλολατρών, τα βιβλία του «ψεύδους», απομακρυσμένα και προστατευμένα με χίλιους δυο τρόπους. Γουλιέλμος: «Βλέπεις, ανάμεσα στα τέρατα και τα ψεύδη έβαλαν και έργα της επιστήμης, απ’ όπου οι χριστιανοί έχουν να διδαχτούν πολλά». Με αφορμή την αναφορά του «μονόκερου», που από χοντρό και άχαρο ζώο παραδίδεται ως όμορφο, λευκό χαριτωμένο κι ευγενικό, ο Άντσο ρωτά: «Τότε, όμως, πώς μπορούμε να εμπιστευόμαστε την αρχαία γνώση, που εσείς αναζητάτε πάντα τα ίχνη της, αφού μεταδόθηκε από βιβλία που ψεύδονται και την ερμηνεύουν τόσο καταχρηστικά»; «Τα βιβλία δεν έγιναν για να τα πιστεύουμε, αλλά για να τα υποβάλλουμε σε έρευνα. Μπροστά σ’ ένα βιβλίο δεν θα πρέπει να αναρωτιόμαστε τι λέει, μα τι θέλει να πει, κάτι που οι παλιοί στοχαστές των ιερών βιβλίων είχαν κατανοήσει απόλυτα. Ο μονόκερως, έτσι όπως περιγράφεται σ’ αυτά τα βιβλία, κρύβει μια αλήθεια ηθική, ή αλληγορική, ή αναγωγική, που παραμένει αλήθεια. Όσο αφορά την κατά γράμμα αλήθεια που στηρίζει τις άλλες τρεις, θα πρέπει να εξετάσουμε τα εμπειρικά στοιχεία που γέννησαν αυτό το γράμμα. Το γράμμα είναι συζητήσιμο, έστω κι αν τα υπερκείμενα νοήματα παραμένουν ορθά. Προς το τέλος του βιβλίου, αποκαλύπτεται σταδιακά ότι υπαίτιος των φονικών ήταν ο γηραιός Χόρχε, ο οποίος με ζήλο και πάθος προσπαθεί να προστατεύσει το μοναστήρι από τη διαβρωτική δύναμη του ορθού λόγου, του κωμικού, του γέλιου κ.λ.π. Έτσι, ποτίζει με δηλητήριο το β΄μέρος του «περί ποιητικής» του Αριστοτέλη (που αφορά την Κωμωδία), ώστε, όποιος έρθει σ’ επαφή με το βιβλίο να βρει φρικτό θάνατο. Ο Γουλιέλμος τον ανακαλύπτει και, παγιδευμένοι και καταδικασμένοι κι οι δυο σε βέβαιο θάνατο, όπως νομίζουν (από τις μεθόδους ασφαλείας του Χόρχε), «ανοίγουν τα χαρτιά τους» σε μια «μονομαχία» λεκτική. Ο Γ. ρωτά τον Χόρχε γιατί θυσίασε τόσες ζωές γι’ αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο (σελ. 621) κι εκείνος απάντησε ότι η αιτία ήταν ότι «ήταν του Φιλόσοφου» (που έθεσε τα θεμέλια της επιστημονικής έρευνας κ.λ.π. κ.λ.π) - Γιατί όμως το γέλιο; Τι ήταν αυτό που σε τρομοκράτησε σ’ αυτή τη διατριβή για το γέλιο; Δεν εξαφανίζεις το γέλιο εξαφανίζοντας αυτό το βιβλίο! Μέσα σ’ ένα μονόλογο τεσσάρων σελίδων, ο Χόρχε συνοψίζει όλο το «αντιδραστικό», μεσαιωνικό, συντηρητικό πνεύμα της θρησκείας, που περικλείεται κατά τη γνώμη μου στη φράση (σελ. 324): «… το βιβλίο αυτό, δικαιώνοντας την κωμωδία, τη σάτιρα και τη μιμική ως θαυματουργά ιάματα που φέρνουν την κάθαρση των παθών με την αναπαράσταση του ελαττώματος, της ατέλειας, της αδυναμίας, θα παρακινούσε τους ψευτοσοφούς σε μια προσπάθεια για την υποτίμηση του υψηλού. Από το βιβλίο αυτό θα γεννιόταν η σκέψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να απαιτήσει στον κόσμο αυτό (όπως πρότεινε ο Bacon) την αφθονία της χώρας των ονείρων. Απ’ αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να γεννηθεί η νέα και καταστροφική επιδίωξη να καταστραφεί ο θάνατος με την απελευθέρωση από τον φόβο (…) κ.λ.π. κ.λ.π» Ο Γουλιέλμος φυσικά τον αντικρούει ώσπου του λέει: «Είσαι ο Διάβολος» και μετά την κατάπληξη του Χόρχε συνεχίζει: «Ο Διάβολος δεν είναι ο Πρίγκηπας του σκότους, ο Διάβολος είναι η αλαζονεία του πνεύματος, η πίστη χωρίς χαμόγελο, η αλήθεια που δεν αμφισβητείται ποτέ(…+++ σελ.627). Στη σελίδα 646, ο Γουλιέλμος θεμελιώνει την «υποκειμενικότητα» ή, μάλλον, τη «σχετικότητα» της αλήθειας: «Ο Χόρχε επιτέλεσε ένα «διαβολικό» έργο γιατί αγαπούσε την αλήθεια του με τόσο λάγνο τρόπο που αποτόλμησε τα πάντα για να καταστρέψει το ψεύδος. Φοβόταν το δεύτερο βιβλίο του Αριστοτέλη γιατί αυτό ίσως να δίδασκε πραγματικά τον τρόπο να παραμορφώνουμε κάθε αλήθεια, ώστε να μη γινόμαστε σκλάβοι των φαντασμάτων μας. Ίσως καθήκον όποιου αγαπάει τους ανθρώπους να είναι να τους κάνει να γελούν με την αλήθεια, να κάνει την αλήθεια να γελάει, διότι η μόνη αλήθεια είναι να μάθουμε να ελευθερωνόμαστε από το άφρονο πάθος της αλήθειας». Και παρακάτω: «Δεν αμφισβήτησα την αλήθεια των σημείων (εννοεί γεγονότων), Άντσο, είναι το μόνο πράγμα που έχει ο άνθρωπος για να προσανατολίζεται στον κόσμο. Αυτό που δεν κατάλαβα είναι η σχέση μεταξύ των σημείων». Σ’ αυτό το «μεταμοντέρνο» συμπέρασμα καταλήγει η περιπέτεια, ενώ στον επίλογο («τελευταίο φύλλο»), ο Άντσο περιγράφει την πυρκαγιά της τεράστιας βιβλιοθήκης και του θρυλικού μοναστηριού. Στη συνέχεια, τη συγκλονιστική σκηνή όπου, γέρος πια, επιστρέφει και συλλέγει μέσ’ απ’ τα ερείπια λείψανα της παλιάς αίγλης, σκόρπια κομμάτια από περγαμηνές, φύλλα κι εξώφυλλα, φαντάσματα βιβλίων. Περιγράφει την προσπάθειά του ν’ « αποκρυπτογραφήσω εκείνα τα υπολείμματα, τα μελέτησα με αγάπη, λες κι η μοίρα μου’ χε αφήσει αυτό το κληροδότημα, λες και το ότι αναγνώρισα το κατεστραμμένο αντίγραφο ήταν σημείο του ουρανού (…) σχηματίστηκε μπροστά μου μια ελάσσων βιβλιοθήκη, φτιαγμένη από χωρία, αποσπάσματα, ημιτελείς φράσεις, ακρωτηριασμένα βιβλία». Οι δυο τελευταίες σελίδες είναι η συγκλονιστικές, μαρτυρία ενός ανθρώπου ένα βήμα πριν το θάνατο, που αναρωτιέται αν υπάρχει νόημα στο α- νόητο. επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Δευτέρα, 02. Απριλίου 2007 |
|