|
ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ (1931-1972) σελίδα 2 από σελίδες 3
Γ. Η συλλογή διηγημάτων Τυφεκιοφόρος του εχθρού
Είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων που έγραψε ο Μάριος Χάκκας και δημοσίευσε το 1966. Η συλλογή περιέχει 22 διηγήματα σε τέσσερις ενότητες: «Του στρατού», όπου περιγράφει τα σκληρά χρόνια της στρατιωτικής θητείας, «Της φυλακής», που αναφέρονται σε εμπειρίες του συγγραφέα από τα τέσσερα χρόνια της φυλάκισής του (1954-1958) ως πολιτικού κρατουμένου, γιατί αρνήθηκε να υπογράψει τη γνωστή δήλωση μετανοίας. Η τρίτη ενότητα επιγράφεται «Της ζωής» και περιέχει διηγήματα με ποικίλα θέματα και η τέταρτη, «Τ’ ανάποδα», όσα εναντιώνονται στις προσδοκίες των απλών ανθρώπων. Στο έργο αυτό μετουσιώνονται εμπειρίες κατοχικές, ο στρατός, η πικρή επαφή με τη ζωή, βιώματα που χάραξαν την παιδική και εφηβική ψυχή του στους δρόμους μιας φλεγόμενης Καισαριανής. Σ’ αυτά τα διηγήματα ανιχνεύουμε και τις πρώτες αντιρρήσεις για την πολιτική του ιδεολογία.12 Σ’ αυτή τη συλλογή, όπως και στις επόμενες, ο συγγραφέας δεν επιδιώκει το εντυπωσιακό, επισημαίνει ό,τι λανθάνει στο περιθώριο, στα παρασκήνια. Στη δεύτερη έκδοση της συλλογής, σύμφωνα με επιθυμία του συγγραφέα, εντάχθηκαν σε μια πέμπτη ενότητα και τα τρία διηγήματα, τα οποία είχαν δημοσιευτεί για πρώτη φορά στα Νέα Κείμενα,2 τον χειμώνα του 1971. Ανάμεσά τους και το «Ψαράκι της γυάλας» Αυτά τα διηγήματα είχαν γραφτεί την περίοδο της δικτατορίας και είναι καταφανής η εξέλιξη, η μεταμόρφωση θα λέγαμε, στη συγγραφική τέχνη του, που έχει επιτελεστεί σ’ αυτά τα χρόνια κάτω από τον αστερισμό του επικείμενου θανάτου. Όλα εκείνα που, ως υπόσχεση, υπαινικτικά αναγνωρίζουμε στα πρώτα διηγήματα στο περιεχόμενο και στη μορφή, τα διαπιστώνουμε εδώ, αλλά σε άλλη κλίμακα. Τα γεγονότα, πυρακτωμένα μέσα από τις περιπέτειες του ελληνικού κόσμου, σκιαγραφούν την κοινωνία και τις συνειδήσεις που αλλοτριώθηκαν, με μια ειλικρίνεια που πονάει, με μια δύναμη που καθηλώνει. Η αφήγηση αναδύεται αυθόρμητη, λιτή και ορθοεπής και ο λόγος ασθμαίνων, πικρός, με δραματική πυκνότητα, διάχυτη ειρωνεία.
Δ. Το διήγημα
I. O τίτλος του διηγήματος «Το ψαράκι της γυάλας» είναι ένα άλλοθι, ένα πρόσχημα, ένα σύμβολο του ευδαιμονισμού και του ενδοτισμού. Ο τίτλος δηλώνει σαρκαστικά τους ηθικούς συμβιβασμούς που αποδέχεται ασμένως μια αλλοτριωμένη συνείδηση, καθώς νιώθει χρέος για τη σωτηρία του ψαριού, όχι όμως για τη διάσωση της δημοκρατίας ή της αξιοπρέπειάς του. Από το κείμενο αναδύεται μια αίσθηση τραγικότητας, μια μομφή, μια διαμαρτυρία, όχι γι’ αυτούς που αλυσοδένουν τις συνειδήσεις και επιδιώκουν να βάλουν στο γύψο την ανθρώπινη σκέψη, αλλά γι’ αυτούς που κάποτε αγωνίστηκαν για τις ιδέες τους και τώρα προδίδουν, αποκαθηλώνουν τα ινδάλματά τους.
ΙΙ. Υπόθεση του διηγήματος Εκ των συμφραζομένων συνάγεται ότι το αφήγημα αναφέρεται στην ημέρα επιβολής της δικτατορίας στην Ελλάδα, την 21η Απριλίου 1967. Ο ανώνυμος ήρωας, κάτοικος Καισαριανής, φεύγει από το σπίτι του άμα τη αναγγελία του πραξικοπήματος και γυρίζει στους δρόμους της Αθήνας, επειδή φοβάται ότι θα συλληφθεί. Όλος ο κόσμος τρέχει στους φούρνους και τα καταστήματα τροφίμων –το σύνδρομο της Κατοχής εν δράσει-. Ο άνθρωπός μας αγοράζει κι αυτός μια φραντζόλα, όχι για τους ίδιους λόγους, αλλά σαν καμουφλάζ, όπως και στα Ιουλιανά13 κρατούσε καρπούζι, για να αποδείξει στο όργανο της τάξεως, εάν ερωτηθεί, ότι είναι ένας φιλήσυχος, ουδέτερος άνθρωπος, που πάει στο σπίτι του. Από το σημείο αυτό ο αφηγητής αρχίζει βαθμηδόν να αποκαλύπτει την ταυτότητα του ήρωα.. Μας παραθέτει στοιχεία από τη ζωή του. Είναι ένας βολεμένος μικροαστός που ζει με τις ανέσεις που του προσφέρει η καταναλωτική κοινωνία. Η ζωή αυτή όμως δεν έχει καμιά σχέση με το ηρωικό παρελθόν της νιότης του, όταν για τις ιδέες και την πολιτική του δράση φυλακίστηκε, εξορίστηκε και υπέστη φοβερές δοκιμασίες. Γι’ αυτό το παρελθόν διατηρεί νοσταλγικές αναμνήσεις. Έτσι ο άνθρωπός μας έχει αποστασιοποιηθεί από την ενεργό δράση, εντρυφώντας στις απολαύσεις της δικής του Εδέμ. Αναστατωμένος από τα γεγονότα της ημέρας, συνεχίζει την περιπλάνησή του στους δρόμους της Αθήνας, ενώ στη σκέψη του αναδύονται διλήμματα και εναγώνια ερωτηματικά: πώς η δικτατορία θα πέσει; Αλλά η άτεγκτη φωνή της συνείδησης του απαντά: πώς θα πέσουν, εάν δεν θελήσουν ν’ αγωνιστούν οι Έλληνες; Πρέπει να πάει στο κέντρο της πόλης, όπου θα διαδραματιστούν γεγονότα, αλλ’ αυτός αισθάνεται ανήμπορος, ας πάνε οι νέοι, συνεχίζει μονολογώντας. Ακολούθως περνάει από το σπίτι μιας εξαδέλφης του, για να πιει ένα καφέ, όπου ο άνδρας της νοιάζεται μόνο για ποδόσφαιρο. Φεύγοντας ακούει το στρατιωτικό εμβατήριο προς το οποίο συναρμόζει το βήμα του, όπως και κάποιος άλλος μπροστά του. Και τότε αναρωτιέται γιατί θα πρέπει αυτός να αντιτίθεται, να περπατάει παράταιρα προς την εκάστοτε καθεστηκυία τάξη. Θυμάται το ψαράκι της γυάλας, «το πρόσχημα του βίου του», και επιστρέφει σπίτι του στην Καισαριανή..
ΙΙΙ. Η ανθρωπογεωγραφία του αφηγήματος Τα πρόσωπα που διακινούνται στην εξέλιξη του μύθου, εμπρόθετα ο συγγραφέας τα θέλει ανώνυμα, διότι εκπροσωπούν τάσεις και χαρακτηριστικά των ανθρώπων της συγκεκριμένης εποχής και κοινωνίας. 1. Ο κεντρικός ήρωας Στο αφήγημα ηθογραφείται λεπτομερώς ο ήρωας-αντιήρωας, ο οποίος δηλώνεται ανωνύμως, εν πρώτοις με το «ο άνθρωπος με τη φραντζόλα υπό μάλης», εν συνεχεία με την επαναληπτική αντωνυμία «αυτός», ίσως γιατί ο συγγραφέας προτίθεται να επιτύχει μιαν άμεση επαφή αφηγητή και ήρωα, χωρίς την απόσταση που συνεπάγεται η επώνυμη αναφορά. Τέλος, γίνεται «ο δικός μας», «ο άνθρωπός μας», που υποβάλλουν μιαν επικοινωνιακή σχέση ανάμεσα στον αφηγητή, τον ήρωα και τον αναγνώστη. Διαγράφεται ο βίος και η πολιτεία του, η πολιτική του ταυτότητα, το παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο, το παρόν του. Ο αφηγητής επιμένει στον τρόπο ζωής του με σαφείς υπαινιγμούς για τη νεότητά του και εκτενή περιγραφή του σπιτιού του, τις ανέσεις, τα κομφόρ, για να καταδείξει την καταλυτική επίδραση στις αντιλήψεις και στην όλη βιοθεωρία του. Όμως δεν αρκείται σε εξωτερική περιγραφή, προβαίνει και στην αποκάλυψη των διαλογισμών, των διλημμάτων, των ψυχικών διακυμάνσεων, ψυχογραφεί με ενάργεια όλη τη διαδικασία μέχρι τον τελικό συμβιβασμό, την πλήρη άλωση της υποστάσεώς του. Ο ήρωας σαφώς ακολουθεί κατιούσα πορεία, αποξενώνεται από την ουσία της ύπαρξής του, καίει τα καράβια του και τινάζει τις γέφυρες με το παρελθόν, απεμπολεί τα πολύχρωμα οράματα της νιότης του. «Τότε που η γη είχε κρικέλια και θα τη σήκωνα πάνω», όπως λέει ένας άλλος ήρωας. Το κείμενο χαρτογραφεί εναργώς την καθοδική αυτή πορεία, τη βαθμιαία κατολίσθηση του ανθρώπου από τη θέση του ενεργού και στρατευμένου πολίτη στη θέση του ουδέτερου, φιλήσυχου, απολιτικού ατόμου. Το παρελθόν (απώτερο) - Στα νιάτα του «ο δικός μας» ήταν αριστερός ιδεολόγος και επαναστάτης. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και στον Εμφύλιο: «Οι ηρωικοί αλλά τόσο σκληροί χρόνοι της νιότης του», «Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία» - Για την πολιτική του δράση και ιδεολογία, μετά το τέλος του Εμφυλίου φυλακίστηκε και εξορίστηκε: «Έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και τσαντίρια εξορίας» - Όταν αποφυλακίστηκε αναμείχθηκε σε οικονομικές δραστηριότητες, που δεν διευκρινίζεται αν ήταν νόμιμες, και κατάφερε να αγοράσει σπίτι: «μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε το σπίτι, όπου ζούσε μονάχος» Το παρελθόν (πρόσφατο) - Εν συνεχεία άρχισε να αποστασιοποιείται από το κόμμα, διατηρώντας τυπικές σχέσεις: «πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του» - Ωραιοποιεί το παρελθόν του, ακούοντας αγωνιστικά τραγούδια στο πικάπ: «βολεμένος στα πιθάρια των αναμνήσεων», «ήταν καλά μέσα στο σπίτι με τις αναμνήσεις και το πικάπ» - Το 1965 πήγαινε στις διαδηλώσεις, «πάντα στα άκρα κρατούσε ένα καρπούζι» Το παρόν - Την ημέρα επιβολής της δικτατορίας (21 Απριλίου 1967) νιώθει παγιδευμένος στα αγαθά του. Φεύγει από το σπίτι του φοβούμενος μήπως συλληφθεί. Σκέπτεται προς στιγμή να πάει στο κέντρο όπου διαδραματίζονται γεγονότα, αλλά δεν έχει το κουράγιο. «Δεν μπορώ, σκέπτεται (…) ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι» - Συντονίζει το βήμα του με το στρατιωτικό εμβατήριο. Η δικτατορία περνά μέσα του, ευνουχίζει τον προσωπικό στοχασμό και αποχρωματίζει την ιδεολογική του ταυτότητα. «Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο (…) το σιγομουρμούριζε κιόλας» - Τέλος εφευρίσκει το άλλοθί του, το ψαράκι της γυάλας, ευτελές σύμβολο του ευδαιμονισμού και πηγαίνει να κλειστεί στο σπίτι του, στη δική του γυάλα, στα δικά του τείχη: «Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή (…). Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη». Επιστρέφει στην Καισαριανή, συνώνυμη συνοικία της Αντίστασης, του μαρτυρικού θανάτου των αγωνιστών στην Κατοχή και εθνικό θυσιαστήριο της νεότερης Ελλάδας. 2 Παράγοντες-συντελεστές της αλλοτρίωσης του ήρωα. Πολλές ενδοκειμενικές επισημάνσεις ερμηνεύουν την αλλαγή του ήρωα. Οικονομική αποκατάσταση, η θεοποίηση του βολεμένου, η γενική τάση αποδοχής της δικτατορίας, η απάθεια και η ουδετερότητα όλων, συντείνουν στην τελική του επιλογή. Είναι επίσης οι καταπιεστικές δομές και οι απάνθρωπες μέθοδοι της δικτατορίας. Όμως η φθορά και ο ενδοτισμός που τον χαρακτηρίζουν είναι πιο πολύ υπόθεση πνευματική, είναι το ανθρώπινο πρόσωπο που έχει αφανιστεί. Είναι η απογοήτευση από έναν αγώνα, ένα όραμα που δεν πραγματοποιήθηκε «για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια που δεν κατέληξε πουθενά» ή, όπως λέει αλλού ο συγγραφέας, «χαντακώθηκε αυτή η υπόθεση, χάθηκε η ευκαιρία για πάντα, και μόνο η ανάμνηση μένει, μια διαρκής ελεγεία γι’ αυτούς που σκοτώθηκαν, τα νιάτα που σπαταλήθηκαν χωρίς αποτέλεσμα».14 Είναι η κόπωση και η ηλικία που δεν αίρεται πια από την ορμή και τον ιδανισμό της νιότης, τότε που «τη φωτιά τη νεανική την πήγα κρεσέντο». Ίσως όμως ο συγγραφέας εμμένει στη μαρξιστική αντίληψη ότι οι συνθήκες, το κοινωνικό περιβάλλον, οι κατεστημένες δομές διαμορφώνουν το ήθος και την προσωπικότητα του ανθρώπου. Οι μετασχηματισμοί της ελληνικής κοινωνίας στους όρους του καπιταλισμού και η συγκρότηση της κοινωνίας του ευδαιμονισμού ενέχονται για την αλλοτρίωση και την ηθική έκπτωση του ανθρώπου. Αναφέρει συναφώς ο Χάκκας στο διήγημα «Το νερό»: «Άτιμη κατάψυξη, λες τι μου κάνεις, ανέτρεψες όλο το μαρξισμό (…) Άτιμη συντήρηση, ξετίναξες και το λενινισμό. Πάει κι αυτός. Τίποτε δε μένει όρθιο. Κι από ιδέες τώρα με γεμάτο στομάχι τι να σκεφτώ;»15
3 Άλλα πρόσωπα Στην αρχή του διηγήματος αναφέρεται ο κόσμος που μέσα στο γενικό πανικό «πέσαν όλοι στα τρόφιμα», τρομοκρατημένοι και ανασφαλείς από τη βίαιη ανατροπή του καθεστώτος. Μια άλλη παρουσία είναι ο άνδρας της εξαδέλφης του ήρωα, «γερό παλικάρι, γερό μεροκάματο», που η μόνη του έγνοια αυτή την κρίσιμη ώρα για το έθνος, είναι το ποδόσφαιρο. Τελείως ανυποψίαστος και αλλοτριωμένος, δεν έχει πολιτικές πεποιθήσεις ή ενδιαφέροντα. Είναι γνήσιος εκπρόσωπος της κοινωνίας που συγκροτείται τη δεκαετία του ’60 με την ευρύτερη οικονομική και κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα και απολαμβάνει τα προνόμιά της. Ένα άλλο πρόσωπο στο διήγημα είναι ο ανώνυμος ανθρωπάκος, ένας μικροαστός, που φορτωμένος ψώνια για την οικογένειά του, αυτή τη σημαδιακή μέρα, πορεύεται μπροστά από τον ήρωά μας και συντονίζει το βήμα του με το πατριωτικό εμβατήριο. Οι δικτατορίες, ως γνωστόν, χρησιμοποιούν την πατρίδα και το στρατό ως μπροσούρα του ιδεολογικού τους μανιφέστου, για να αποπροσανατολίζουν και να αποκοιμίζουν τις λαϊκές μάζες. Ούτε αυτός φαίνεται να προβληματίζεται για την πολιτική κατάσταση, το μόνο που τον νοιάζει είναι η ζωούλα του, η επιβίωση της οικογένειάς του. Οι κοινωνικές αξίες δεν τον ενδιαφέρουν, έχει εγκλωβιστεί στις μέριμνες του καθ’ ημέραν βίου. Τέλος μνεία γίνεται για άλλους ομοϊδεάτες και φίλους του ήρωα, που λόγω των αριστερών φρονημάτων τους και της πολιτικής τους δράσης, έχουν συλληφθεί ήδη, ή φοβούνται ότι θα συλληφθούν και ίσως έφυγαν από το σπίτι τους και τριγυρίζουν στους δρόμους της Αθήνας, όπως ο άνθρωπός μας. σελίδα 2 από σελίδες 3
Κίκα Ολυμπίου και Καίτη Χρίστη Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Δευτέρα, 03. Νοεμβρίου 2008 |
|