ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Ήρθε η αφέντρα. Κι αυτός λακές στο υποστατικό της.

Έτοιμος ο νους, γδύνεται η αφέντρα,

ο ίμερος γυναίκα του να κάνει.

 

Εσμός οι λογισμοί Του, ηδονικές χροιές - αγαπημένες -

κι αυτή - ώ αυτή - αρτίστα -

χρώματα ο καμβάς - του ίμερου μορφές να ζωντανέψει.

Γλυκασμός του νου.

Ρέμβη - σιωπή - ανασασμός.

Σιωπή. Βαθιά.

Κι από το έρεβος - αράθυμες μορφές

σιάζει η αφέντρα - η Θεά.

Λαγγεύει ο νους, καρδιάς η οδύνη,

... Βακχεία η Φαντασία.

 

Μα στο άχθος των ματιών

αστόχησε.

Μόνιμο άχθος ... τη σάρκα του εμποιούσε.

Και στη γλυκάδα του γελάσματος

αστόχησε.

Σπάνιο γέλασμα ... κραδαίνει τον το θώρι.

 

Μια πινελιά λείπει από την μορφή.

Η πινελιά εκείνη ...

ποιος ξέρει τάχα η Θεά

γιατί αφήνει;

Δεν θέλει;

Δεν μπορεί.

 

Την διώχνει.

Δεν μπόρεσε να δώσει,

την Όψη - εκείνη -

που τον κράδαινε, που τον εμποιούσε.

 

- Φύγε αφέντρα.

Για λίγο σωπαίνει.

- Στη μορφή με απεμπολάς, που με εμποιεί, που με κραδαίνει.

Πάλι σωπαίνει.

 

- Φύγε αφέντρα.

Δεν θα 'μαι πια λακές σου.

Δεκέμβρης, 10, 1998

                                                Χρήστος Γεραμούτσος

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ