ΑΝ ΚΑΙ ΜΕ ΠΕΙΡΑ ...

Πολλών Μαρτίων Ωδή.

Σβησμένα κεριά. Ενιαυτών φυλλόροια.

Στο πλοίο αφημένο ένα, που ανοίγεται στο Ιόνιο,

κι η ρότα πάντα ίδια -

άλλο πατάνε οι Θράκες -

βροχή στον Πύργο - στη λάσπη κάποιο -

έδεσε το χρώμα με την σάρκα.

Επαχθείς της μόνωσης οι Δρόμοι.

Δρόμοι της Αθήνας,

Ερεσσού - Μαυρομιχάλη - Αραχώβης.

 

Λίγα τα εκλεκτά.

Που κόσμησαν εύοσμες ψυχές -

και ανάριων ερώτων στίγμα.

Φεύγει πνοή από το Δάσος -

περνά απ' τη χώρα του Αχαιού,

του υιού του Έλληνα (που ήρθε από συνουσία)

και όχι από τις πέτρες του Δευκαλίωνα και της Πύρας -

και σβένει εκεί, Παγκράτι,

Φορμίωνος, Αρτεμιδώρου, Καλλικράτους.

 

Και με πείρα - σαν από καιρό - αλλά και άτι

ταξιδευτής.

χρεμετίζει ο Πήγασος - κι αυτός -

από ψηλά ατενίζει.

Σοροί Ερώτων. Κεριά.

Τα λίγα - τα εκλεκτά.

 

Μα - τροτέζα η Αφροδίτη -

που από χρόνια τον κακατρέχει

και του ρόδου την ευοσμία απεχθάνεται

νέα Ανδρομέδα στο νου του κτίζει

να τον δονεί - να τον κλονίζει.

Δέεται

Πατέρα Δία, πατέρα μου, Πατέρα των Θεών,

κάμε να γεννηθεί μέσα μου το Κτήνος.

 

Μα ο Δίας - τώρα πια - μόνο τις οιμωγές της Ήρας

που στον Ολύμπιο σκορπίζονται αέρα -

(και επειδή σκόπιμα θέλει) αφουγκράζεται.

Γιατί όταν ο Θεός ήθελε το Κτήνος

μέσα του, να γεννηθεί ν' αφήσει,

εκείνος στων ρομαντικών ποιητών

χανότανε τη ρήση.

Χρήστος Γεραμούτσος

και μια ανάγνωση στα τέσσερα ποιήματα