Η ναυμαχία της Λέιτε
Η μεγαλύτερη σύγκρουση της παγκόσμιας ναυτικής ιστορίας
έγινε μεταξύ Αμερικανών και Ιαπώνων στον Ειρηνικό
67 χρόνια πριν
Του Ζηση Φωτακη*
Ο 20ός αιώνας υπήρξε, μεταξύ άλλων, περίοδος αναβάθμισης της γεωπολιτικής αξίας του Ειρηνικού Ωκεανού, σημαντικό μέρος της οποίας επιχείρησε να καρπωθεί ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμός μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σαρωτικές, όμως, επιτυχίες των ιαπωνικών όπλων στην Απω Ανατολή, κατά το πρώτο πεντάμηνο του 1942, ανακόπηκαν με τις ναυμαχίες της Θάλασσας των Κοραλλίων (4-8 Μαΐου 1942) και του Μίντγουεϊ (4-7 Ιουνίου 1942), από τις οποίες εξήλθε στρατηγικά νικηφόρο το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό. Την ανάσχεση του ιαπωνικού επεκτατισμού ακολούθησε, μεταξύ του Αυγούστου 1942 και των αρχών του 1944, η αμερικανική κατάληψη σημαντικού αριθμού ιαπωνικών βάσεων στον νότιο και κεντρικό Ειρηνικό και η απομόνωση ιαπωνικών φρουρών στα νησιωτικά συμπλέγματα Σολομώντα, Αντμιραλτι και Μάρσαλ, στη Νέα Γουινέα και στη νήσο Γουέικ. Τον Ιούνιο του 1944 καταλήφθηκε και το νησιωτικό σύμπλεγμα των Μαριάνων από το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό, διασπώντας έτσι την αμυντική περίμετρο της ιαπωνικής αυτοκρατορίας και παρέχοντας βάση στα αμερικανικά βομβαρδιστικά μεγάλου βεληνεκούς B 29 για τον βομβαρδισμό του μητροπολιτικού της εδάφους. Επειτα από αυτές τις εξελίξεις, η αμερικανική ηγεσία εξέτασε αν ο επόμενος στόχος της θα έπρεπε να είναι η κατάληψη της Φορμόζας ή του πρώην αμερικανικού εδάφους των Φιλιππίνων. Τελικά προκρίθηκε η ανακατάληψη των Φιλιππίνων όχι μόνο για πολιτικούς και συναισθηματικούς λόγους, αλλά και γιατί ενδεχόμενη αμερικανική εισβολή στη Φορμόζα θα απαιτούσε πολύ περισσότερες αμερικανικές χερσαίες δυνάμεις απ? όσες μπορούσαν να διατεθούν στις επιχειρήσεις του Ειρηνικού μέχρι την πτώση της ναζιστικής Γερμανίας στα συμμαχικά στρατεύματα.
Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1944, ο Τρίτος Αμερικανικός Στόλος, υπό την ηγεσία του ναυάρχου Χόλσι, εξαπέλυσε αεροπορικές επιδρομές κατά των Φιλιππίνων, της Φορμόζας και των νήσων Ryukyus ώστε να εξασφαλισθεί ότι οι τοπικές ιαπωνικές αεροπορικές δυνάμεις δεν θα παρενοχλούσαν αμερικανική αποβατική ενέργεια στη στρατηγική νήσο Λέιτε που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά των Φιλιππίνων. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφεί το σύνολο, σχεδόν, των τοπικών ιαπωνικών αεροπορικών δυνάμεων που αποτελούνταν από 1.200 αεροσκάφη, ανοίγοντας τον δρόμο για την πραγματοποίηση της απόβασης στη Λέιτε. Η απόβαση αυτή διευκολύνθηκε και από την τότε βύθιση σημαντικού αριθμού ιαπωνικών τάνκερ από αμερικανικά υποβρύχια, καθιστώντας αδύνατη τη λειτουργία του ιαπωνικού στόλου ως ενιαίου σώματος, λόγω έλλειψης καυσίμων. Για τον λόγο αυτό, ο ναύαρχος Τογιόντα, ο ανώτατος Ιάπωνας διοικητής του συγκεκριμένου θεάτρου επιχειρήσεων, κράτησε τα ιαπωνικά αεροπλανοφόρα σε μητροπολιτικούς λιμένες, ώστε να επισκευασθούν και να εκπαιδευθούν καλύτερα οι πιλότοι των αεροσκαφών τους και έστειλε τον κύριο όγκο των μονάδων επιφανείας του ιαπωνικού στόλου στην περιοχή της Σιγκαπούρης, όπου υπήρχαν άφθονα αποθέματα καυσίμων.
Ελλειμμα συντονισμού
Ενόψει της πραγματοποίησης της αμερικανικής αποβατικής ενέργειας στη Λέιτε αποδόθηκαν οι αμφίβιες μονάδες του Τρίτου Αμερικανικού Στόλου στον Εβδομο Αμερικανικό Στόλο, του οποίου ηγούνταν ο υποναύαρχος Κίνκεντ. Ο στόλος αυτός είχε την άμεση ευθύνη της πραγματοποίησης της απόβασης, ενώ ο Τρίτος Αμερικανικός Στόλος είχε ως αποστολή την αντιμετώπιση του ιαπωνικού ναυτικού σε περίπτωση που επιχειρούσε να αποτρέψει την αμερικανική εισβολή. Δεδομένου όμως ότι ο Κίνκεντ υπαγόταν στον στρατηγό Μακάρθουρ, που συντόνιζε την αμερικανική προέλαση στον Νοτιοδυτικό Ειρηνικό Ωκεανό και ο Χόλσι στον ναύαρχο Νίμιτς, που συντόνιζε την αντίστοιχη προέλαση στον Κεντρικό Ειρηνικό, υφίστατο θεσμικό έλλειμμα συντονισμού μεταξύ των διοικητών του Τρίτου και του Εβδομου Αμερικανικού Στόλου. Η σκοπούμενη αμερικανική ανακατάληψη των Φιλιππίνων δεν έμεινε αναπάντητη από ιαπωνικής πλευράς. Αψηφώντας τα περιορισμένα αποθέματα καυσίμων του ιαπωνικού στόλου, τις μεγάλες του ελλείψεις σε ναυτική αεροπορία και τη σοβαρή πιθανότητα μεγάλων απωλειών του σε περίπτωση μιας ακόμα σύγκρουσής του με το αμερικανικό Ναυτικό, ο ναύαρχος Τογιόντα επέμεινε στην προάσπιση των Φιλιππίνων εναντίον αμερικανικής εισβολής. Η απόφασή του αυτή εκπορευόταν από την ενδεχόμενη αχρήστευση του ιαπωνικού στόλου σε περίπτωση αμερικανικής ανακατάληψης των Φιλιππίνων, καθώς τότε θα αναγκαζόταν ο ιαπωνικός στόλος είτε να παραμείνει στην περιοχή της Σιγκαπούρης, που είχε άφθονα καύσιμα αλλά στερούνταν αποθεμάτων πυρομαχικών, είτε να επιστρέψει στους μητροπολιτικούς ναυστάθμους που είχαν αφθονία πυρομαχικών, στερούνταν όμως επάρκειας καυσίμων.
Σύγκρουση 200.000 ανδρών του ναυτικού με στόχο τις Φιλιππίνες
Η κύρια αμερικανική απόβαση στη νήσο Λέιτε ξεκίνησε στις 20 Οκτωβρίου 1944, όταν οι δυνάμεις του στρατηγού Μακάρθουρ αποβιβάστηκαν στις πλησιέστερες στο Τακλομπάν παραλίες της νήσου, με την υποστήριξη του 7ου Αμερικανικού Στόλου. Ηδη όμως είχε τεθεί σε εφαρμογή το πολύπλοκο και τολμηρό ιαπωνικό σχέδιο Σο - Γκο 1 (Επιχείρηση Νίκη 1) για την άμυνα των Φιλιππίνων, που προέβλεπε τη σύγκλιση τεσσάρων ιαπωνικών στόλων από τα νότια, τα βόρεια και τα δυτικά στον κόλπο της Λέιτε, με στόχο τον αιφνιδιασμό και την εξουδετέρωση της αμερικανικής αποβατικής ενέργειας. Ακολούθησε η ναυμαχία του κόλπου της Λέιτε μεταξύ του ιαπωνικού και του αμερικανικού ναυτικού (23-25 Οκτωβρίου 1944) που περιέλαβε τέσσερις -στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους- επιχειρήσεις.
Η ναυμαχία αυτή κάλυψε μια θαλάσσια έκταση 100.000 τετραγωνικών μιλίων και έδωσαν το «παρών» σ? αυτήν περίπου 144.000 άνδρες του Αμερικανικού Ναυτικού και 43.000 του Ιαπωνικού Ναυτικού, αναδεικνύοντάς την ως τη μεγαλύτερη ναυμαχία της παγκόσμιας ναυτικής ιστορίας.
Οι πρώτες επιχειρήσεις έλαβαν χώρα στη Θάλασσα Σιμπουγιάν στις 23 και 24 Οκτωβρίου 1944, όταν αμερικανικά υποβρύχια και αεροσκάφη ορμώμενα από αεροπλανοφόρα του Τρίτου Αμερικανικού Στόλου επιτέθηκαν εναντίον του ισχυρότερου ιαπωνικού ναυτικού σχηματισμού, του οποίου ηγούνταν ο αντιναύαρχος Κουρίτα. Ο σχηματισμός αυτός είχε ξεκινήσει από το Λίγκα Ρόουντς της Σιγκαπούρης και είχε στις τάξεις του δύο υπερθωρηκτά, το Γιαμάτο και το Μουσάσι, καθώς και δώδεκα καταδρομικά και δεκαπέντε αντιτορπιλικά. Οι αμερικανικές επιθέσεις εναντίον του ναυτικού σχηματισμού Κουρίτα είχαν ως αποτέλεσμα τη βύθιση του υπερθωρηκτού Μουσάσι, δύο καταδρομικών, ενός αντιτορπιλικού και την πρόκληση ζημιών σε άλλες μονάδες του σχηματισμού αυτού, αναγκάζοντας τον Κουρίτα να επιχειρήσει τακτική υποχώρηση για να θέσει τα πολεμικά του πλοία εκτός του βεληνεκούς των αμερικανικών αεροσκαφών, καθώς δεν διέθετε φίλια αεροπορική κάλυψη. Οι Ιάπωνες είχαν πάντως προσπαθήσει -ανεπιτυχώς και με πολλές μάλιστα απώλειες- να ανταποδώσουν τα αμερικανικά χτυπήματα στον στόλο του Κουρίτα, με επιθέσεις αεροσκαφών από χερσαίες βάσεις κατά των αεροπλανοφόρων του Τρίτου Αμερικανικού Στόλου.
Με δεδομένη την υποχώρηση του ναυτικού σχηματισμού που διοικούσε ο Κουρίτα, αλλά και λόγω αξιόπιστων πληροφοριών σχετικά με την κάθοδο προς τον κόλπο της Λέιτε των ιαπωνικών αεροπλανοφόρων που διοικούσε ο ναύαρχος Οζάβα, ο ναύαρχος Χόλσι, ο διοικητής του Τρίτου Αμερικανικού Στόλου, αποφάσισε να επιδιώξει τη σύναψη ναυμαχίας με τη δύναμη Οζάβα. Γνωστός για το επιθετικό του πνεύμα και την προσήλωσή του στην προτροπή του Μαχάν να αποφεύγεται η διαίρεση του στόλου, ο ναύαρχος Χόλσι ξεγελάστηκε από τον ιαπωνικό αντιπερισπασμό, μιας και τα ιαπωνικά αεροπλανοφόρα έφεραν ελάχιστα αεροσκάφη γιατί στόχος τους ήταν απλά να απομακρύνουν τον Τρίτο Αμερικανικό Στόλο από τη φύλαξη του κόλπου της Λέιτε. Εδωσε έτσι ο Χόλσι την ευκαιρία στον ναυτικό σχηματισμό του Κουρίτα να αναστρέψει πορεία, να διαπλεύσει τα Στενά Σαν Μπερναντίνο και να βρεθεί ανεμπόδιστος σε 25 μόλις ναυτικά μίλια απόσταση από τη ζώνη των αμερικανικών αποβάσεων της νήσου Λέιτε, την 25η Οκτωβρίου 1944.
Αεροναυμαχίες
Πριν όμως συμβούν αυτές οι εξελίξεις, έλαβε χώρα νυχτερινή ναυμαχία στο στενό Σουριγκάο μεταξύ των ιαπωνικών δυνάμεων επιφανείας που ανέβαιναν από το νότο και των οποίων ηγούνταν οι υποναύαρχοι Νισιμούρα και Σίμα. Η έλλειψη συντονισμού και συνεννόησης μεταξύ των δύο ναυάρχων αλλά και με τον ναύαρχο Κουρίτα, καθώς και η άρτια προπαρασκευή της άμυνας του στενού Σουριγκάο από τον υποναύαρχο Ολντεντόρφ, που είχε εφοδιαστεί προς τούτο με το σύνολο σχεδόν της δύναμης κρούσης του Εβδομου Αμερικανικού Στόλου από τον ναύαρχο Κίνκεντ, οδήγησαν σε ανάσχεση της ιαπωνικής αυτής προσπάθειας προσέγγισης του κόλπου της Λέιτε με βαρύ μάλιστα τίμημα (δύο θωρηκτά, τρία καταδρομικά και τέσσερα αντιτορπιλικά) για το Ιαπωνικό Ναυτικό. Η ναυμαχία αυτή υπήρξε η τελευταία κατά την οποία αντιπαρατέθηκαν θωρηκτά μεταξύ τους, αν και πρέπει να τονισθεί ότι ο ρόλος των αντιτορπιλικών στην έκβασή της υπήρξε σημαντικότερος.
Την αυγή της 25ης Οκτωβρίου έλαβαν χώρα δύο αεροναυμαχίες ταυτόχρονα. Η αεροναυμαχία ανατολικά του ακρωτηρίου Ενγκάνο της νήσου Λουζόν υπήρξε μια μονόπλευρη προσβολή αμερικανικών αεροσκαφών του Τρίτου Αμερικανικού Στόλου κατά των αεροπλανοφόρων του Οζάβα που στοίχισε στους Ιάπωνες τη βύθιση ενός αεροπλανοφόρου στόλου, τριών ελαφρών αεροπλανοφόρων, δύο αντιτορπιλικών, ενώ προκλήθηκαν ζημιές και σ? άλλα ιαπωνικά πλοία. Η αεροναυμαχία ανατολικά της νήσου Σαμάρ μεταξύ της ισχυρής δύναμης επιφανείας του αντιναυάρχου Κουρίτα και των αμερικανικών αεροπλανοφόρων συνοδείας που προστάτευαν τις αποβατικές δυνάμεις στον κόλπο της Λέιτε είχε επίσης ατυχές τέλος για τους Ιάπωνες. Κατά τη διάρκειά της, ο Κουρίτα υποχώρησε άκαιρα λόγω του ότι αγνοούσε την επιτυχία του αντιπερισπασμού του Χόλσι από τον ναυτικό σχηματισμό του Οζάβα και, συνεπώς, υπερεκτίμησε την πραγματική δύναμη των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων στην περιοχή. Χάθηκε έτσι μια μεγάλη ευκαιρία για τους Ιάπωνες να καταστρέψουν τις αμερικανικές αποβατικές δυνάμεις στη Λέιτε, καθώς ο Τρίτος Αμερικανικός Στόλος και ο κύριος όγκος του Εβδομου Αμερικανικού Στόλου βρισκόταν πολύ μακριά από την περιοχή των αποβάσεων λόγω ασυνεννοησίας και ελλιπούς οργάνωσης για τις οποίες κύριος υπεύθυνος ήταν ο ναύαρχος Χόλσι. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μία ώρα μετά την αποχώρηση του Κουρίτα, τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα συνοδείας υπέστησαν, για πρώτη φορά, επιθέσεις καμικάζι.
Η ναυμαχία του κόλπου της Λέιτε έληξε νικηφόρα για το Αμερικανικό Ναυτικό, καθώς με βυθισμένα του πλοία συνολικού εκτοπίσματος 36.600 τόνων μπόρεσε να καταβυθίσει 305.710 τόνους ιαπωνικών πολεμικών πλοίων, για να μην αναφέρει κανείς τις πολλές άλλες ζημιές που προκλήθηκαν στις ιαπωνικές ναυτικές μονάδες που επέζησαν των επιχειρήσεων. Με τη μεγάλη αυτή καταστροφή του Ιαπωνικού Ναυτικού και την ολοσχερή σχεδόν διακοπή προμήθειάς του με καύσιμα, μετά την κατάληψη των Φιλιππίνων από τους Αμερικανούς, η ιαπωνική ναυτική ισχύς έπαψε πια να αποτελεί ουσιώδη παράγοντα στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού. Παρά το γεγονός ότι για μια ακόμη φορά επιβεβαιώθηκε η σημασία της κάλυψης των ναυτικών μονάδων από φίλιες αεροπορικές δυνάμεις, η ναυμαχία του κόλπου της Λέιτε είναι επίσης σημαντική γιατί, σε αντίθεση με την πλειονότητα των ναυμαχιών στον Ειρηνικό, δεν περιορίσθηκε σε ανταλλαγή αεροπορικών πληγμάτων μεταξύ απομακρυσμένων δυνάμεων αεροπλανοφόρων, αλλά είχε να παρουσιάσει και ικανή δράση σκαφών επιφανείας και υποβρυχίων.
* Ο δρ Ζήσης Φωτάκης είναι λέκτορας Ναυτικής Ιστορίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης
Η κατεστραμμένη Δρέσδη
Ο Βομβαρδισμός της Δρέσδης ήταν βομβιστική επιδρομή των Συμμάχων από τις 13 ως τις 15 Φεβρουαρίου του 1945. Αποτέλεσε το αποκορύφωμά της εντεταμένης αεροπορικής επίθεσης των Συμμάχων, που είχε ξεκινήσει από το 1944. Οι επιθέσεις είχαν στρατηγική σημασία, αλλά το μέγεθος της καταστροφής της σαξωνικής πόλης, προκάλεσε αντιδράσεις ακόμη και στη Βρετανία. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται έκτοτε η επιχειρησιακή σκοπιμότητα, η αποτελεσματικότητα γενικευμένων βομβαρδισμών και το ερώτημα αν πρόκειται για έγκλημα πολέμου.
Στα τέλη του πολέμου
Η τελική φάση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε στις αρχές του 1945. Ωστόσο, η εκκαθάριση της Ευρώπης από τα στρατεύματα της Ναζιστικής Γερμανίας και ο εξαναγκασμός του Χίτλερ σε άνευ όρων συνθηκολόγηση αποδείχτηκε χρονοβόρα υπόθεση. Ο επίλογος άρχισε να γράφεται τον Νοέμβριο του 1944, όταν Βρετανοί και Αμερικανοί διέσχισαν τον Ρήνο και στράφηκαν στην περιοχή του Ρουρ. Παράλληλα, εκατομμύρια προσφύγων αναζητούσαν καταφύγιο στην κεντρική Γερμανία, λόγω της προέλασης του σοβιετικού στρατού.
Ήδη από τον Μάρτιο του 1944, οι Σύμμαχοι ήλεγχαν σε μεγάλο βαθμό τον εναέριο χώρο της Γερμανίας και εκμεταλλεύτηκαν την υπεροχή αυτή, ώστε να δώσουν τη χαριστική βολή στη Ναζιστική Γερμανία. Έτσι, βομβάρδισαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις, βιομηχανικές μονάδες και συγκοινωνιακούς κόμβους. Τα ανώτατα κλιμάκια της RAF προετοίμαζαν ήδη από το καλοκαίρι του 1944 το τελειωτικό αεροπορικό χτύπημα, το ονομαζόμενο Operation Thunderclap. Σκοπός ήταν να σπάσει το ηθικό του γερμανικού πληθυσμού και να απομονωθεί η εγκληματική ηγεσία του, σύμφωνα με προγενέστερη οδηγία του βρετανικού και αμερικανικού στρατιωτικού επιτελείου, στη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα. Μάλιστα, οι βομβαρδισμοί που τελικά πραγματοποιήθηκαν δεν ήταν τόσο μαζικοί, όσο προβλέπονταν από το αρχικό σχέδιο.[1] Με υπόδειξη του Τσώρτσιλ,[2] παραμονές της διάσκεψης στη Γιάλτα, συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των πιθανών αεροπορικών στόχων και η Δρέσδη. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο θα γινόταν επίδειξη της στρατιωτικής ισχύος των Συμμάχων, αλλά και θα απέκλειε το ενδεχόμενο μεταφοράς της έδρας της ναζιστικής κυβέρνησης από το απειλούμενο Βερολίνο στη Δρέσδη, η οποία μέχρι τότε είχε βρεθεί εκτός του πεδίου των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, ικανοποιούνταν το πάγιο αίτημα του Στάλιν για στρατηγικό χτύπημα στα μετόπισθεν της Βέρμαχτ, ώστε να διευκολυνθεί η προέλαση των δυνάμεών του στο Ανατολικό Μέτωπο. Εκτός βέβαια από τους καθαρά επιχειρησιακούς σκοπούς, ο βομβαρδισμός της πόλης στόχευε και να πλήξει το ηθικό των αμυνομένων. Αν μάλιστα το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες η Δρέσδη θα είχε βομβαρδιστεί, είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης της Γιάλτας, προκειμένου να βελτιωθεί το κλίμα των συζητήσεων, όπως ήλπιζε ο Τσώρτσιλ.[2] Άλλωστε, η Λουφτβάφε αδυνατούσε να αντισταθεί: πολλά από τα αεροπλάνα της είχαν καταρριφθεί από τα αμερικανικά το 1944, ενώ ακόμη περισσότερα είχαν ακινητοποιηθεί από την έλλειψη καυσίμων.[3]
Οι επιθέσεις
Το βρετανικό βομβαρδιστικό Avro Lancaster, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις επιθέσεις
Τη νύχτα της 13 προς 14 Φεβρουαρίου 1945, 805 βομβαρδιστικά αεροπλάνα επιτέθηκαν δυο φορές στην πόλη, παρά το νέφος που υπήρχε αρχικά από πάνω της.[4] Την επόμενη μέρα, πραγματοποιήθηκαν με το φως της ημέρας δύο μικρότερες επιθέσεις από αμερικανικά αεροσκάφη.[4]
Υπολογίζεται ότι χρησιμοποιήθηκαν περίπου 3.500 εμπρηστικές βόμβες και νάρκες αέρος υψηλής περιεκτικότητας. Αμερικανικές πηγές αναφέρουν πως ρίχτηκαν 2.659,3 τόνοι από τα βρετανικά και 4.441,2 τόνοι από τα αμερικανικά αεροπλάνα.[5]
Υλικές καταστροφές
Ο μαζικός βομβαρδισμός προκάλεσε τεράστιες υλικές ζημιές. Το ένα τρίτο των σπιτιών της πόλης τυλίχτηκε στις φλόγες, όπως και το 90% του ιστορικού κέντρου της πόλης. Συνολικά καταστράφηκαν πάνω από 6.480.000 τετραγωνικά μέτρα.[4] Τα απαράμιλλα μπαρόκ και αναγεννησιακά μνημεία της Δρέσδης, όπως η όπερα Semperoper και το παλάτι Τσβίνγκερ, καταστράφηκαν. Στις 15 Φεβρουαρίου κατέρρευσε και το σύμβολο της πόλης, ο περίφημος καθεδρικός Ναός της Παναγίας (Frauenkirche).
Τα ερείπια της Frauenkirche, το 1970
Τα ερείπια του Wallpavillon, του σημαντικότερου κτίσματος του Τσβίνγκερ
Η κατεστραμμένη όπερα Semperoper
Ο Γερμανός ζωγράφος Τεοντόρ Ροζενχάουερ, ανάμεσα στα ερείπια
Ανθρώπινα θύματα
Σωρός πτωμάτων έτοιμα για δημόσια αποτέφρωση
Σύμφωνα με την ημερήσια γερμανική αναφορά Tagesbefehl υπ' αριθμόν 47, τα ανθρώπινα θύματα που είχαν αποκαλυφθεί μέχρι τις 22 Μαρτίου έφτασαν τα 20.204, ανάμεσα στα οποία και 6.865 νεκροί που αποτεφρώθηκαν στην κεντρική πλατεία Άλτμαρκτ,[6] ώστε να αποφευχθεί επιδημία.[2] Η ίδια γερμανική πηγή αναφέρει πως οι τότε προβλέψεις έκαναν λόγο για 25.000 νεκρούς.[6] Τα περισσότερα θύματα απανθρακώθηκαν ή σκοτώθηκαν από ασφυξία, λόγω του μονοξειδίου του άνθρακα και των υψηλών θερμοκρασιών των βομβών.[2] Τα προϋπάρχοντα καταφύγια σε περίπτωση αεροπορικής επιδρομής ήταν λιγοστά και το μεγαλύτερο από αυτά μπορούσε να φιλοξενήσει μόλις 6.000 άτομα. Η αναφορά της 3 Απριλίου, γράφει πως τα πτώματα ήταν 22.096.[6] Κατά την ανοικοδόμηση της Δρέσδης (από το τέλος του πολέμου ως το 1966), βρέθηκαν ακόμη 1.858 σώματα.[7]
Μετά τον πόλεμο
Επιχειρήματα των δυο πλευρών
Γερμανία
Από γερμανικής πλευράς προβλήθηκε επανειλημμένα ο ισχυρισμός ότι οι βομβαρδισμοί απροστάτευτων γερμανικών πόλεων ήταν κυρίως πράξη αντεκδίκησης και συλλογικής τιμωρίας του γερμανικού λαού, που παρέμεινε μέχρι τέλους πιστό στον Χίτλερ, δεδομένου ότι η ηγεσία των Συμμάχων γνώριζε ότι οι αντίστοιχες επιδρομές της Λουφτβάφε, π.χ. στο Λονδίνο και το Κόβεντρι, χαλύβδωσαν το ηθικό των Βρετανών. Στην περίπτωση της Δρέσδης παραπέμπουν μάλιστα στις εκτεταμένες καταστροφές που υπέστη η παλαιά πόλη και στις αναλογικά μικρότερες ζημιές που καταγράφηκαν στα βόρεια όπου βρισκόταν το αεροδρόμιο, τα στρατόπεδα και τα εργοστάσια που τροφοδοτούσαν τη γερμανική πολεμική μηχανή, όπως το Sachsenwerk (ραντάρ), το Zeiss Ikon A.G. (διόπτρες), το Radio H. Mende (ασύρματοι και ανιχνευτές ναρκών) και Infesto (συστήματα διεύθυνσης τορπιλών). Επιπλέον δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, καθώς τα αντιαεροπορικά πυροβόλα (Flak) είχαν μεταφερθεί στο Ρουρ και την Σιλεσία.[2]
Βρετανία
« | Μου φαίνεται ότι έφτασε η στιγμή όπου το θέμα των βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων, κατ' ουσίαν προς εκφοβισμό, παρ' ότι με πρόσχημα άλλες δικαιολογίες, πρέπει να αναθεωρηθεί. Η καταστροφή της Δρέσδης θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. | » |
Αν και δεν έλειψαν οι Βρετανοί και Αμερικανοί επικριτές που υιοθέτησαν ως ορθά πολλά από τα γερμανικά επιχειρήματα, η πλευρά των Δυτικών συμμάχων ισχυρίζεται ότι η περιορισμένη ακρίβεια των συμμαχικών βομβαρδισμών, ελλείψει ραντάρ ακριβείας και της συχνά κακής ορατότητας, ήταν η αφορμή για την ενίσχυση από το 1943 των ισοπεδωτικών βομβαρδισμών ανά περιοχή.[2] Επιπλέον οι βομβαρδισμοί στρατηγικών στόχων είχαν αποδειχτεί εξαιρετικά δαπανηροί σε αεροσκάφη και πληρώματα, λόγω της γερμανικής αντιαεροπορικής άμυνας.[2]
Απόδοση ευθυνών
Μεταπολεμικά, όταν αμφισβητήθηκε έντονα η εξοντωτική στρατηγική της RAF, έγινε από βρετανικής πλευράς απόπειρα να αποδοθεί στον πτέραρχο Σερ Άρθουρ Χάρις η αποκλειστική ευθύνη. Εξάλλου, ο επονομαζόμενος Bomber Harris ήταν υπέρμαχος των στρατηγικών βομβαρδισμών.[8] Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στη Βρετανία, όπου ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εξακολουθεί να θεωρείται τεκμήριο εθνικής υπεροχής, υπήρξαν αντιδράσεις όταν το 1992 στήθηκε στο Λονδίνο άγαλμα του Χάρις. Σήμερα, ωστόσο, ο Τσώρτσιλ θεωρείται ο υπεύθυνος της ισοπέδωσης της πόλης,[9] αν και ο ίδιος αποστασιοποιήθηκε από το γεγονός.[9][10] Σύμφωνα με τον Ρεϊμόν Καρτιέ, ο βομβαρδισμός της πόλης είχε ζητηθεί από τους Σοβιετικούς, για να εξουδετερωθούν τα εργοστάσια που έδρευαν στα περίχωρά της, αλλά αυτό ποτέ δεν αποκαλύφθηκε από τους Συμμάχους.[11]
Βιβλία
Τα επιχειρήματα των δύο πλευρών έδωσαν τροφή σε δύο μπεστ σέλερ. Το 2002 κυκλοφόρησε «Η Φωτιά» (Der Brand) του Γεργκ Φρίντιχ. Στο βιβλίο περιγράφεται με μελοδραματικό ύφος η τραυματική εμπειρία του βομβαρδισμού γερμανικών πόλεων από την πλευρά των θυμάτων. Η μονομερής αφήγησή του επικεντρώνεται στην προσπάθεια να καταδείξει ότι οι βομβαρδισμοί δεν είχαν στρατηγική σημασία και ότι είχαν ως μοναδικό σκοπό τη μαζική τιμωρία και εξόντωση του γερμανικού λαού.
Η απάντηση της βρετανικής πλευράς, ήρθε από την πένα του Φρέντερικ Τέιλορ (Dresden: Tuesday, 13 February, 1945). Ο Βρετανός ιστορικός εστίασε στη σημασία της τοπικής βιομηχανίας της Σαξωνίας για την πολεμική μηχανή του Ράιχ και υπογράμμιζε ότι οι βομβαρδισμοί ήταν απάντηση στην ανηλεή στρατηγική της Λούφτβαφε και αναγκαία προϋπόθεση για την τελική επικράτηση των Συμμάχων. Ωστόσο, δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί έγκλημα πολέμου.
Ανοικοδόμηση και συμφιλιωτικές κινήσεις
Φωτογραφία της Frauenkirche στην οποία φαίνεται το μεγαλύτερο σωζόμενο τμήμα του αυθεντικού ναού
Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν σημαντικές αποφάσεις για τη συμφιλίωση των άλλοτε αντιπάλων στρατοπέδων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η αδελφοποίηση του Κόβεντρι[12] και της Δρέσδης.
Η όπερα Semperoper ανακατασκευάστηκε την περίοδο 1977-1985. Έγινε αυστηρά πιστή ανακατασκευή, ενώ ελήφθησαν υπόψη και οι απαιτήσεις μιας σύγχρονης όπερας.[13] Το Τσβίνγκερ ανοικοδομήθηκε από το 1945 ως το 1963 και άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό μόλις το 1952.[14]
Ωστόσο, την κυριότερη αφορμή για τη συμφιλίωση πρόσφερε η ανοικοδόμηση του καθεδρικού ναού Frauenkirche, που δέσποζε επί αιώνες στο κέντρο της πόλης. Πάνω από 6.000 μέλη από 23 χώρες[2] συμμετείχαν στην πρωτοβουλία αυτή, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο ανέλαβαν οι Friends of Dresden Inc. και η Association Frauenkirche Paris. Στις 13 Φεβρουαρίου 2000 ο Πρίγκιπας Εδουάρδος, δούκας του Κεντ, παρέδωσε το επίχρυσο αντίγραφο του σταυρού που χρηματοδοτήθηκε από βρετανικές δωρεές.[15] Μάλιστα προερχόταν από τα χέρια Βρετανού σιδηρουργού, που ήταν γιος πιλότου βομβαρδιστικού που συμμετείχε στις επιθέσεις κατά της Δρέσδης.[15]
Πηγές
- BBC News
- Paul Addison & Jeremy A. Crang, Firestorm: The Bombing of Dresden, Pimlico, 2006, ISBN 1-84413-928-X
- Νίκος Παπαναστασίου, Το τελικό στάδιο του Πολέμου, Η Καθημερινή, 23 Απριλίου 2011, φύλλο 27
- Norman Longmate, The Bombers, Hutchins & Co, 1983, ISBN 0-09-151508-7
- Frederick Taylor, Dresden: Tuesday 13 February 1945, Bloomsbury, Λονδίνο 2005, ISBN 0-7475-7084-1
- Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος 19, Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος
Σημειώσεις-παραπομπές
- ? , Taylor, σ. 214.
- ? 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 Νίκος Παπαναστασίου, Το τελικό στάδιο του Πολέμου
- ? Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, σ. 97.
- ? 4,0 4,1 4,2 Heroes and Villains
- ? Historical Analysis of the 14-15 February 1945 Bombings of Dresden
- ? 6,0 6,1 6,2 Addison & Crang, σ. 75
- ? Taylor, σ. 509
- ? Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, σ. 85.
- ? 9,0 9,1 Longmate, σ. 345
- ? Taylor, σ. 431
- ? Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964
- ? Η πόλη είχε βομβαρδιστεί κατ' επανάληψη από τη Λουφτβάφε
- ? Sights and Culture around the World: Dresden
- ? Besuchen Sie Dresden
- ? 15,0 15,1 BBC News
Η επιχείρηση "Chariot"
Το "Κάμπελτάουν" σφηνωμένο στην δεξαμενή - στόχο της επιδρομής στο Σεν Ναζέρ
H κωδική ονομασία Επιχείρηση Chariot αναφέρεται στην αμφίβια επιχείρηση που πραγματοποίησε το Βασιλικό Βρετανικό Ναυτικό σε συνεργασία με το Σώμα Βρετανών Κομμάντος κατά των ναυπηγοεπισκευαστικών εγκαταστάσεων που είχαν κατασκευάσει οι Γερμανοί στην υπό κατοχή γαλλική πόλη Σεν Ναζέρ. Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Μικτού Επιτελείου (Combined Operations Command)[1] στις 28 Μαρτίου 1942 και ο στόχος της επιτεύχθηκε, αν και οι απώλειες των Βρετανών σε έμψυχο και άψυχο υλικό ήταν βαριές.
Ιστορικό υπόβαθρο
Η πόλη Σεν Ναζέρ βρίσκεται κοντά στις εκβολές του Λίγηρα και, το 1942, είχε πληθυσμό περίπου 50.000 κατοίκων. Λόγω της άμεσης γειτνίασής του με τον Ατλαντικό Ωκεανό η πόλη είχε (και έχει) σημαντική ιστορία ως πόλη αλιέων αλλά και ναυπηγικών εγκαταστάσεων. Μεταξύ άλλων, τα ναυπηγεία του Σεν Ναζέρ είχαν κατασκευάσει και το υπερωκεάνειο "Normandie" (1935) - κατασκευάστηκαν και άλλα υπερωκεάνεια στα ναυπηγεία αυτά, όπως το "Queen Mary II" (1969)[2] και διέθεταν την μεγαλύτερη ξηρή δεξαμενή (dry dock) παγκοσμίως.[3] Οι Ναζί διαβλέποντας την χρησιμότητα των ήδη υπαρχουσών εγκαταστάσεων, απέστειλαν την Οργάνωση Τοτ, η οποία κατασκεύασε μια οχυρή βάση υποβρυχίων, καλυμμένη με οροφή από μπετόν πάχους εννέα μέτρων. Η κατασκευή αυτή ήταν απρόσβλητη από οποιαδήποτε βόμβα της εποχής.
Εκκινώντας από την βάση αυτή, τα γερμανικά "U-boote" (υποβρύχια μείωναν κατά πολύ την απόσταση που έπρεπε να διανύσουν από αντίστοιχα γερμανικά λιμάνια, όπως το Κίελο, για να φθάσουν στον Ατλαντικό. Αυτό το γεγονός αποτελούσε σημαντική απειλή για την Βρετανία και τις θαλάσσιες μεταφορές της, χάρη στις οποίες επιζούσε ως χώρα.[4]
Η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του Τίρπιτς και, τον Ιανουάριο του 1942 το σκάφος απέπλευσε από το Κίελο κατευθυνόμενο στα Νορβηγικά φιόρδ. "Δίδυμο" σκάφος του βυθισμένου Βίσμαρκ, δεν είχε αντίπαλο από πλευράς Βρετανικού Στόλου. Το μόνο σκάφος που θα ήταν ικανό να αναμετρηθεί με το γερμανικό θα ήταν το Χουντ (HMS Hood), το οποίο όμως είχε βυθιστεί στην ναυμαχία με το "Βίσμαρκ". Η βάση του Σεν Ναζέρ ως ορμητηρίου του Τίρπιτς, παράλληλα με τα υποβρύχια, αποτελούσε μια επιπλέον απειλή για τους Βρετανούς, οι οποίοι έτρεμαν στην ιδέα να βρεθεί νηοπομπή τους μπροστά στο γερμανικό σκάφος. Από την άλλη, αν το Τίρπιτς επιχειρούσε στον Ατλαντικό, το μόνο λιμάνι στις ακτές του ωκεανού στο οποίο θα μπορούσε να καταφύγει ήταν αυτό του Σεν Ναζέρ.[5] Το σκεπτικό στο οποίο βασίστηκε η στοχοθεσία της επιχείρησης ήταν απλό: Αν το Γερμανικό πολεμικό Ναυτικό έχανε τις εγκαταστάσεις του Σεν Ναζέρ, ήταν μάλλον απίθανο να έστελνε για επιχειρήσεις στον Ατλαντικό το μεγαλύτερο πολεμικό σκάφος του.[3]
Η προετοιμασία
Ήδη από τις αρχές του 1942 η δεξαμενή του Σεν Ναζέρ είχε γίνει στόχος βρετανικών αεροπορικών επιδρομών, αλλά ως στόχος αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολος: Η άμεση γειτνίασή του με κατοικημένες περιοχές σήμαινε ότι η RAF έπρεπε να χρησιμοποιήσει βαρέα βομβαρδιστικά για βομβαρδισμό υψηλής ακρίβειας. Την εποχή εκείνη, όμως, συσκευές, βόμβες και σκάφη για παρόμοιο βομβαρδισμό δεν ήταν διαθέσιμα. Επιχείρηση δια ξηράς ήταν, επίσης, ιδιαίτερα δύσκολο να πραγματοποιηθεί σε μια κατεχόμενη χώρα και εναντίον στόχου με πολύ καλές αμυντικές εγκαταστάσεις: Το λιμάνι και η δεξαμενή δεν ήσαν στην ακτή του Ατλαντικού, αλλά βρίσκονταν πέντε περίπου μίλια από τις εκβολές του Λίγηρα και πάνω στις όχθες του, πράγμα που σήμαινε ότι αποβατικά σκάφη που θα τολμούσαν να πλησιάσουν στην ακτή θα επισημαίνονταν άμεσα και θα αντιμετωπίζονταν ανάλογα από τις ισχυρές παράκτιες πυροβολαρχίες.
Όταν, το 1942, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστων Τσώρτσιλ ζήτησε από τις ένοπλες δυνάμεις του να μελετήσουν εκ νέου το πρόβλημα του Τίρπιτς, το αίτημα είχε πλέον ως παραλήπτη τον νέο επικεφαλής του Μικτού Επιτελείου Λόρδο Λούις Μαουντμπάττεν, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Σερ Ρότζερ Κέιζ (Sir Roger Keyes).[1] Ο Μαουντμπάττεν άρχισε να εξετάζει τρόπους προσβολής της δεξαμενής και κατέληξε σε νέο συμπέρασμα: Κατά τον μήνα Μάρτιο οι παλίρροιες στην περιοχή ήταν ιδιαίτερα ισχυρές, γεγονός που σήμαινε ότι ένα μικρό σκάφος χωρίς καρένα θα μπορούσε να πλησιάσει εύκολα μέσω των αμμωδών διόδων χωρίς να ακολουθήσει την διαδρομή της κανονικής ναυσιπλοΐας. Εδώ προέκυπτε νέο πρόβλημα: Τα μόνα σκάφη που διέθετε η Βρετανία χωρίς καρένα ήταν μερικά μικρά φέρι, τα οποία όμως δεν ήταν ούτε τόσο ελαφρά κι ευέλικτα ούτε τόσο ισχυρά ώστε να μπορούν να μεταφέρουν μεγάλο φορτίο εκρηκτικών.[3]
Το σχέδιο
Το επιτελείο του Μαουντμπάττεν μελέτησε ένα παράτολμο σχέδιο, το οποίο βασίστηκε σε δύο σημεία: Στον αιφνιδιασμό και στην γνώση κρυπτογράφησης των εχθρικών μηνυμάτων. Με το κωδικό όνομα "Επιχείρηση Chariot", η δύναμη των επιτιθεμένων θα μπορούσε να πλησιάσει όσο το δυνατόν πιο κοντά στο στόχο πριν επισημανθεί και διαπιστωθεί ότι είναι εχθρική. Αποφεύγοντας το κλασικό κανάλι ναυσιπλοΐας, θα έπλεε σε αβαθή μικρά κανάλια, τα οποία είχαν κριθεί ακατάλληλα για τη ναυσιπλοΐα - και όντως θα ήταν, αν τα σκάφη δεν είχαν ειδικά διασκευαστεί για παρόμοια χρήση. Η δύναμη θα περιλάμβανε, κατά κύριο λόγο, ένα πεπαλαιωμένο και ειδικά διασκευασμένο αντιτορπιλικό: Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί το παλαιό αμερικανικό USS Buchanan, το οποίο ήταν ένα από τα 50 παλαιά αντιτορπιλικά που είχαν παραχωρηθεί από τις ΗΠΑ στην Βρετανία σε αντάλλαγμα ναυτικών βάσεων. Το αντιτορπιλικό είχε ενταχθεί στον Βρετανικό στόλο υπό το όνομα HMS Campbeltown. Για να λάβει μέρος σε αυτή την αποστολή, έπρεπε να υποστεί ορισμένες "τροποποιήσεις", που έγιναν στο Ντέβονπορτ (Devonport): Μετασκευάστηκε έτσι ώστε να μοιάζει με γερμανικό τορπιλοβόλο κλάσης "MOWE", αφαιρέθηκαν κάποια τμήματα της θωράκισης και οι βάσεις των πλαϊνών πυροβόλων, όπως και δύο από τις τέσσερις καπνοδόχους του, ενώ οι άλλες δύο "κόπηκαν" υπό συγκεκριμένη γωνία. Η διακυβέρνησή του ανατέθηκε στον υποπλοίαρχο Στέφεν Μπίτι (Lieutenant Commander Stephen H. Beattie).[6]Το σκάφος απογυμνώθηκε επίσης από το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού του, ώστε να εμφανίζει μικρότερο βύθισμα (απαραίτητο για την πλεύση του στα επιλεγμένα σημεία), ενώ το αμπάρι φορτώθηκε με 4,5 τόνους εκρηκτικών υλών. Η διαδικασία αυτή διήρκεσε μόλις 10 ημέρες, ενώ μόλις μια ώρα χρειάστηκε για να κατασκευαστούν και τα "διακριτικά" του. Θα συνοδευόταν από στολίσκο μικρών κατάλληλων περιπολικών σκαφών τύπου "Fairmile"[7] τα οποία θα προέρχονταν από την Ακτοφυλακή, ένα τορπιλοβόλο και μια κανονιοφόρο.[8] Τα σκάφη αυτά θα μετέφεραν τμήματα κομμάντος πολύ καλά εκπαιδευμένων, η πλειοψηφία των οποίων θα ήταν ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα του αντιτορπιλικού. Το σύνολο των ανδρών ήταν 621 και η διοίκησή τους είχε ανατεθεί στον Πλοίαρχο Ράιντερ (Ryder) του Βασιλικού Ναυτικού και στον Συνταγματάρχη Νιούμαν (Newman).[6] Το αντιτορπιλικό θα ανέπτυσσε όλη την ταχύτητα που διέθετε και θα εμβόλιζε την πρόσθια θύρα της ξηρής δεξαμενής. Οι κομμάντος θα πηδούσαν στην ξηρά για να κάνουν όσο περισσότερες καταστροφές μπορούσαν, και το ίδιο θα έκαναν οι κομμάντος από τα περιπολικά. Αφού το έργο τους ολοκληρωνόταν, τα περιπολικά θα περισυνέλεγαν τους κομμάντος αφήνοντας το αντιτορπιλικό "κολλημένο" στη δεξαμενή. Ύστερα από κάποιο διάστημα τα εκρηκτικά με τα οποία ήταν γεμάτο το αντιτορπιλικό θα εκρήγνυνταν, προκαλώντας την καταστροφή της δεξαμενής.[9]
Το ιδιαίτερα παράτολμο σχέδιο είχε βέβαια και ορισμένες αδυναμίες:[5]
- Τίποτα δεν μπορούσε να εξασφαλίσει ότι το "Κάμπελτάουν" θα μπορούσε πράγματι να φθάσει την δεξαμενή - στόχο: Πλέοντας κοντά στη βόρεια ακτή του Σεν Ναζέρ, ήταν εντός βεληνεκούς των γερμανικών πυροβόλων που βρίσκονταν διασπαρμένα στην ακτή. Οι Γερμανοί διέθεταν εκεί 32 πυροβόλα με διαμετρήματα που κυμαίνονταν από τα 20 χιλ. ως τα 240 χιλ. (σε πυροβολαρχία επί σιδηροτροχιών στην περιοχή της Λα Μπωλ (La Baule). Άλλα 50 πυροβόλα μικρών διαμετρημάτων (20 - 40 χιλ.) υπεράσπιζαν την ίδια την δεξαμενή, ενώ περίπου 1000 άνδρες χρησιμοποιούνταν για την επάνδρωσή τους.
- Αν το "Κάμπελτάουν" έφθανε στην δεξαμενή, υπήρχε πάντα η πιθανότητα να μην εκραγούν τα εκρηκτικά τα οποία μετέφερε ή, ακόμη κι αν εκρήγνυνταν, κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί την καταστροφή των θυρών της δεξαμενής με συνέπεια την αχρήστευσή της.
- Τα δεκαέξι συνοδευτικά "Fairmiles" ήταν αμφίβολο αν κατόρθωναν να αντιμετωπίσουν την απόσταση των 400 μιλίων που έπρεπε να διασχίσουν στον Ωκεανό για να φθάσουν στις γαλλικές ακτές, χωρίς να υπολογίζεται και το ταξίδι της επιστροφής τους. Όλα τα σκάφη αυτά είχαν δεξαμενές καυσίμων επί του καταστρώματος, ενώ τα μισά ήταν κατασκευασμένα από ξύλο (μαόνι), χωρίς καμία απολύτως θωράκιση και μόλις ένα πυροβόλο "Oerlikon" των 20 χιλ.[10] Αποτελούσαν, επομένως, εύκολους στόχους για τα γερμανικά πυροβόλα. Μόνον η κανονιοφόρος (επίσης κατασκευασμένη από ξύλο) και το "όνομα" MTB-74 έφερε ισχυρότερο οπλισμό και επιλέχτηκε ως "ναυαρχίδα" για τους επικεφαλής των κομμάντος.
Η κατάστρωση του σχεδίου χρειάστηκε μόλις επτά εβδομάδες. Πριν την πραγματοποίηση της επιχείρησης έγιναν δοκιμαστικές ασκήσεις, με χρήση της δεξαμενής "Βασιλιάς Γεώργιος Ε'" στο Σαουθάμπτον, που είχε το κατάλληλο μέγεθος. Έγιναν επίσης ασκήσεις σε χώρους ειδικά διασκευασμένους για να μοιάζουν με τις εγκαταστάσεις του Σεν Ναζέρ, των οποίων η δημιουργία βασίστηκε σε αεροφωτογραφίες της RAF. Αρχικά οι ασκήσεις διεξάγονταν την ημέρα, αργότερα όμως άρχισαν να διεξάγονται και την νύκτα. Ρυθμίστηκαν ακόμη και μικρές λεπτομέρειες, όπως τα συνθηματικά: Το σύνθημα ήταν "War Weapons Week" και το παρασύνθημα "Weymouth". Οι λέξεις αυτές θεωρήθηκαν ως ασφαλέστερες, επειδή στη γερμανική γλώσσα δεν υπάρχει η ίδια φωνητική απόδοση για το γράμμα "w".[10]
Η εκτέλεση
Η δεξαμενή - στόχος. Αεροφωτογραφία της RAF, διακρίνεται το "Καμπελτάουν" στο εσωτερικό της
Ως τα μέσα του Μαρτίου οι Βρετανοί είχαν ετοιμάσει τα πάντα για την εκτέλεση της επιχείρησης. Οι πλέον πρόσφατες αεροφωτογραφήσεις της περιοχής, ωστόσο, αποκάλυψαν τέσσερα επιπλέον πυροβόλα πολύ κοντά στην περιοχή της απόβασης.
Η αποστολή ξεκίνησε από το Φάλμουθ το απόγευμα της 26ης Μαρτίου. Επικεφαλής της πομπής ήταν τα αντιτορπιλικά HMS Atherstone και HMS Tynedale. Πίσω τους ακολουθούσε το "Κάμπελτάουν" πλαισιωμένο και από τις δύο πλευρές του από τα μικρά σκάφη. Οι δύο εξοπλισμένες κανονιοφόροι ρυμουλκούνταν από τα αντιτορπιλικά. Η αποστολή έπλευσε όλη τη νύκτα και το πρωί της 27ης Μαρτίου το "Tynedale" επισήμανε το γερμανικό υποβρύχιο U-595[11]. Του επιτέθηκε με όλα τα μέσα που διέθετε και με βόμβες βυθού, χωρίς να είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν το γερμανικό σκάφος είχε επισημάνει και αναφέρει την πομπή των υπόλοιπων σκαφών. Όπως αποδείχτηκε, όμως, το υποβρύχιο στην προσπάθειά του να διαφύγει από τα πυρά του αντιτορπιλικού δεν πρόλαβε να την επισημάνει και δεν ανέφερε τίποτε σημαντικό. Από την επίθεση κατά του σκάφους τους οι Γερμανοί συμπέραναν ότι επρόκειτο μάλλον για επιχείρηση πόντισης ναρκών και έστειλαν μερικά σκάφη για έλεγχο, τα οποία δεν βρήκαν απολύτως τίποτα, καθώς η πορεία της πομπής άλλαξε για λόγους παραπλάνησης.[6][10]
Η πομπή συνέχισε και γύρω στις 10 το βράδυ το υποβρύχιο HMS Sturgeon, το οποίο είχε σταλεί ως "πλοηγός" της αποστολής έστειλε φωτεινό σήμα υποδεικνύοντας το ακριβές σημείο εισόδου των σκαφών στις εκβολές του Λίγηρα. Τα δύο ενεργά αντιτορπιλικά ανέκοψαν πορεία και παρέμειναν έξω από τις εκβολές του ποταμού για να υποστηρίξουν τα υπόλοιπα σκάφη που συνέχισαν την πορεία τους. Εν τω μεταξύ η RAF έστειλε μια ομάδα βομβαρδιστικών για να εκτελέσει βομβαρδισμό αντιπερισπασμού, με σκοπό να κρατήσει τους Γερμανούς στα καταφύγιά τους και να αυξήσει τις πιθανότητες μη επισήμανσης των επιδρομέων. Η χαμηλή νέφωση, όμως, δεν επέτρεψε την ορθή εκτέλεση της αποστολής.[1]. Οι Βρετανοί πιλότοι (οι οποίοι δεν είχαν ενημέρωση σχετικά με την επιδρομή) δεν έριχναν τις βόμβες τους παρά πολύ προσεκτικά αφήνοντας μόνο μία σε κάθε πέρασμα σκάφους, φοβούμενοι απώλειες ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό. Αυτό κίνησε υποψίες στους επικεφαλής της γερμανικής άμυνας, ο διοικητής της οποίας αντιλήφθηκε ότι "κάτι περίεργο συμβαίνει" και επισήμανε στους άνδρες της φρουράς "να έχουν το νου τους για πιθανή ρίψη αλεξιπτωτιστών". Γύρω στις 11 το βράδυ ο ειδικός επί των εκρηκτικών στην αποστολή υπολοχαγός Νάιτζελ Τίμπετς (Nigel Tibbets) τοποθέτησε τους πυροκροτητές στα εκρηκτικά του "Κάμπελτάουν", ρυθμίζοντας τον ωρολογιακό μηχανισμό να προκαλέσει την έκρηξη μεταξύ των ωρών 5:00 και 9:00 το πρωί. Τα σκάφη συνέχισαν την πορεία τους με χαμηλή ταχύτητα (μεταξύ 5 και 10 κόμβων), κυρίως για να μην αυξηθεί το βύθισμα του "Κάμπελτάουν", αν και τα μικρά σκάφη είχαν μικρά περιθώρια ευελιξίας σε τέτοιες ταχύτητες. Ο πλοηγός της επιχείρησης υπολοχαγός Α. Ρ. Γκριν (A.R. Green) ανέλαβε να οδηγήσει τα σκάφη ανάμεσα στους λασπότοπους των εκβολών. Το αντιτορπιλικό "βρήκε βυθό" δύο φορές, χωρίς όμως να κολλήσει και συνέχισε την πορεία του. Αργότερα, οι επαγγελματίες πλοηγοί του λιμένα ανέφεραν ότι η πλοήγηση του Γκριν ήταν εκπληκτική, "χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του λιμανιού".[10]
Ένα από τα μικρά ξύλινα σκάφη των Βρετανών βυθίζεται καιόμενο στα νερά του Σεν Ναζέρ
Παρά τις ενέργειες των Βρετανών για να μην επισημανθούν τα σκάφη τους από την γερμανική φρουρά, αυτά επισημάνθηκαν τελικά στη 01:15 και στις 01:22 οι γερμανικές πυροβολαρχίες άνοιξαν πυρ εναντίον των σκαφών. Στο σημείο αυτό ο Βρετανός διαβιβαστής εκμεταλλεύθηκε το γεγονός της γνώσης των γερμανικών κρυπτογραφικών μηνυμάτων: Έστειλε μήνυμα στην γερμανική βάση γνωστοποιώντας ότι πρόκειται για φίλια σκάφη. Ακολούθησαν και άλλα παρόμοια μηνύματα, με τα οποία ζητούσε την άδεια προσέγγισης στο λιμάνι, γιατί πολλά σκάφη είχαν υποστεί ζημιές ύστερα από εμπλοκή με τον εχθρικό στόλο. Τα μηνύματα αυτά προκάλεσαν μικρή σύγχυση στους Γερμανούς, οι οποίοι καθυστέρησαν για αρκετά λεπτά την επανάληψη του βομβαρδισμού του στόλου των εισβολέων, με αποτέλεσμα αυτός να πλησιάσει ακόμη περισσότερο προς τον στόχο. Όταν έγινε αντιληπτή η παραπλάνηση, ο βομβαρδισμός επαναλήφθηκε αλλά οι Βρετανοί ανταπέδωσαν τα πυρά με τον ισχνό τους εξοπλισμό και κατάφεραν να εξουδετερώσουν κατά ένα μέρος τα πυρά που δέχονταν. Παράλληλα, ο κυβερνήτης του "Κάμπελτάουν" έδωσε διαταγή το σκάφος του να πλεύσει με το μέγιστο της ταχύτητάς του. Παρόλ' αυτά, το αντιτορπιλικό άρχισε να βάλλεται καταιγιστικά, απείχε όμως πλέον μόνον 700 μέτρα από τον στόχο του. Οι άνδρες που επέβαιναν σε αυτό τραυματίστηκαν ή φονεύθηκαν και την πλοήγησή του ανέλαβαν ο κυβερνήτης του και ο Τίμπετς. Τελικά το αντιτορπιλικό πέρασε το προστατευτικό δίχτυ για τις τορπίλες σχίζοντάς το και επέπεσε στη θύρα της δεξαμενής με ταχύτητα 20 κόμβων, στρεβλώνοντας το σκάφος κατά 12 μέτρα.[5] Οι κομμάντος που είχαν απομείνει ζωντανοί πήδησαν στην ξηρά για να εκτελέσουν την αποστολή τους και ακολούθησαν και όσοι επέβαιναν στα μικρά σκάφη. Συνολικά υπολογίζεται ότι αποβιβάστηκαν περίπου 100 άνδρες, που είχαν να αντιμετωπίσουν τους 5.000 άνδρες της φρουράς του Σεν Ναζέρ. Τα μικρά σκάφη, εν τω μεταξύ, προσπαθούσαν να φθάσουν στο σημείο συνάντησης με τους κομμάντος για να τους παραλάβουν για το ταξίδι της επιστροφής, αλλά λίγα μόνον από αυτά είχαν καταφέρει να επιζήσουν - τα περισσότερα έχοντας βληθεί από τα γερμανικά πυροβόλα είχαν καταστραφεί και βυθιστεί. Τελικά κανένα δεν κατάφερε να διαφύγει, βυθίστηκαν όλα από τα γερμανικά πυροβόλα. Οι κομμάντος αποφάσισαν να διαφύγουν δια ξηράς και να δοκιμάσουν να περάσουν στην Ισπανία, που απείχε 350 χιλιόμετρα.[10] Η προσπάθεια αυτή δεν απέδωσε, καθώς οι περισσότεροι είτε φονεύθηκαν σε μάχη είτε συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Πέντε μόνον από αυτούς κατάφεραν να περάσουν στην Ισπανία και από εκεί στο Γιβραλτάρ. Ορισμένοι από τους κομμάντος και από τους άνδρες των πληρωμάτων των μικρών σκαφών διασώθηκαν από τα βρετανικά αντιτορπιλικά που περίμεναν στις εκβολές του Λίγηρα και τα οποία δέχθηκαν επίθεση από γερμανικά βομβαρδιστικά καθώς αποχωρούσαν με όλη τους την ταχύτητα προς το Φάλμουθ. Στο σημείο αυτό παρενέβη η RAF με τα σμήνη της Παράκτιας Διοίκησης (Coastal Command), που κατέρριψαν τα γερμανικά αεροσκάφη. Το μικρό σκάφος ML-14 ήταν το μόνο που κατάφερε να φθάσει στην ανοικτή θάλασσα, αλλά περίπου 45 μίλια από τις εκβολές συνάντησε το γερμανικό τορπιλοβόλο "Jaguar", το οποίο το βύθισε. Ωστόσο ο κυβερνήτης του "Jaguar" πλοίαρχος Πάουλ (Paul) φρόντισε όσο μπορούσε τους επιζώντες - και ιδιαίτερα τους τραυματίες - που περισυνέλεξε το σκάφος του.[10]
Βρετανοί κομμάντος τραυματισμένοι ύστερα από την επιδρομή
Στο Σεν Ναζέρ οι Γερμανοί φαίνονταν να ανησυχούν πολύ περισσότερο για τους κομμάντος απ' ότι για το σφηνωμένο στην δεξαμενή αντιτορπιλικό, στο οποίο είχαν ανέβει αρκετοί άνδρες της φρουράς, αξιωματικοί και ναύτες, επιθεωρώντας και εξετάζοντας το σκάφος, ενώ στoν προβλήτα είχε μαζευτεί πλήθος περίεργων. Νωρίς το πρωί οι Βρετανοί κομμάντος είχαν εξουδετερωθεί τελείως. Οι Γερμανοί δεν ερεύνησαν το σκάφος, αντίθετα σχεδίαζαν τρόπους για να το απομακρύνουν από εκεί όπου είχε σφηνωθεί. Λίγο πριν το μεσημέρι, ο ωρολογιακός μηχανισμός που είχε συναρμολογήσει ο Τίμπετς δούλεψε τέλεια και οι 4,5 τόνοι εκρηκτικών στο "Κάμπελτάουν" εξερράγησαν, προκαλώντας μεγάλη καταστροφή στην θύρα της δεξαμενής πρακτικά αχρηστεύοντάς την, και φονεύοντας όλους όσοι βρίσκονταν γύρω. Οι υπολογισμοί του αριθμού των θυμάτων κάνουν λόγο για 150 ως 300 νεκρούς.[6] Την επομένη, δύο τορπίλες βραδείας ανάφλεξης που είχε εκτοξεύσει η "ναυαρχίδα" των μικρών σκαφών MTB-74, εξερράγησαν στο λιμάνι προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στην φρουρά, που άρχισε να βάλει εναντίον οποιουδήποτε κινούμενου στόχου, ακόμη και κατά των Γάλλων λιμενεργατών και των εργαζομένων της οργάνωσης Τοτ.[10]
Απολογισμός
Η επιδρομή στο Σεν Ναζέρ στοίχισε ακριβά στους Βρετανούς: Τα 18 μικρά σκάφη που συμμετείχαν στην αποστολή βυθίστηκαν όλα. Από τους 621 κομμάντος που έλαβαν μέρος στην επιδρομή, 228 άνδρες επέστρεψαν στη Βρετανία. 169 σκοτώθηκαν και 215 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.[6][8] Από την άποψη, όμως, της επίτευξης του στρατηγικού στόχου, η αποστολή ήταν απόλυτα επιτυχημένη: Η δεξαμενή του Σεν Ναζέρ αχρηστεύθηκε και το Τίρπιτς δεν διέθετε πλέον καμία δεξαμενή επισκευών ικανή να το δεχθεί. Αναγκάστηκε να παραμείνει στα νορβηγικά φιόρδ όπου και βυθίστηκε από τους Βρετανούς, χωρίς να καταφέρει να αποτελέσει απειλή ούτε για ένα σκάφος επιφανείας.
Η επιχείρηση αυτή απέφερε στους συμμετέχοντες - ζωντανούς ή νεκρούς - την μεγαλύτερη (αριθμητικά) απονομή παρασήμων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρασημοφορήθηκαν εβδομήντα τέσσερις από τους συμμετασχόντες, πέντε εκ των οποίων έλαβαν "Μεγαλόσταυρο της Βικτωρίας" (Victoria Cross) - έναν έλαβε ο επικεφαλής Νιούμαν, έναν ο Ράιντερ και έναν ο κυβερνήτης του "Κάμπελτάουν" Μπίτι - ενώ η Γαλλία απένειμε τέσσερις "Πολεμικούς Σταυρούς" (Croix de Guerres).[10]
Παραπομπές
- ? 1,0 1,1 1,2 Combined Operations: Operation Chariot
- ? Le Port de Nantes Saint-Nazaire, les sites et leurs activit?s
- ? 3,0 3,1 3,2 History of War: Antill, P. (6 April 2001), St. Nazaire, Raid on, (Operation Chariot)
- ? St. Nazaire Society: The Chariot Story
- ? 5,0 5,1 5,2 UK History learning site
- ? 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 BBC: WW2 People's War. Fact File: St Nazaire Raid Ανακτήθηκε στις 30-09-2011
- ? Πρόκειται για μικρά περιπολικά / διωκτικά σκάφη, που χρησιμοποιήθηκαν και στον ανθυποβρυχιακό αγώνα, για την άμυνα των βρετανικών ακτών, κατασκευασμένα από την Fairmile Marine
- ? 8,0 8,1 The National Archives: HMS Campbeltown Commemorates the Raid on St Nazaire 28 March 1942. Στιγμιότυπο αρχειοθετημένο στις 9/11/2010, ανακτήθηκε στις 30-09-2011
- ? St. Nazaire Society, Operation Chariot
- ? 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 10,6 10,7 History Net: Raid on St. Nazaire: Operation Chariot During World War II. Ανακτήθηκε στις 30-09-2011
- ? Η μία πηγή αναφέρει το υποβρύχιο ως U-595 (BBC), η άλλη ως U-593 (History Net)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Η επιδρομή της Διέπης
Αεροφωτογραφία της Διέππης κατά τη διάρκεια της επιχείρησης
Με τον όρο Επιδρομή της Διέππης (αγγλ. Dieppe Raid), "Operation Rutter" (αργότερα η επιχείρηση μετονομάστηκε σε "Επιχείρηση Αγαλλίαση" (Operation Jubilee))[1] αναφέρεται η επιδρομή που πραγματοποίησαν τον Αύγουστο του 1942 τα Συμμαχικά στρατεύματα εναντίον του, κατεχόμενο από τις δυνάμεις της ναζιστικής Γερμανίας μικρού γαλλικού λιμένα της Διέππης. Η επιχείρηση στέφθηκε από πλήρη αποτυχία.
Ιστορικό υπόβαθρο
Ήδη από το 1940 οι γερμανικές δυνάμεις είχαν εισβάλει και κυριεύσει το μεγαλύτερο τμήμα της Γαλλίας (το υπόλοιπο τμήμα δεν τελούσε υπό άμεση γερμανική κατοχή αλλά ελεγχόταν από την Κυβέρνηση του Βισύ). Οι Βρετανοί είχαν εκδιωχθεί ολοσχερώς από την ηπειρωτική Ευρώπη και ήδη αναζητούσαν μεθόδους τακτικής με στόχο την επιστροφή τους σε αυτήν. Για το σκοπό αυτό είχαν δημιουργήσει και το μικτό επιτελείο των "συνδυασμένων επιχειρήσεων" (Combined Operations) στο οποίο συμμετείχαν, συντονισμένα και από κοινού, και οι τρεις δυνάμεις (Στρατός, Ναυτικό και Αεροπορία).[2]
Η κατάσταση για τους Βρετανούς επιδεινώθηκε το 1941, όταν οι δυνάμεις του Χίτλερ εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση. Οι στρατιωτικές επιτυχίες των Ναζί διαδέχονταν η μία την άλλη και ο Ιωσήφ Στάλιν πίεζε με όλες του τις δυνάμεις τόσο την Βρετανία όσο και τις ΗΠΑ να δημιουργήσουν ένα δεύτερο μέτωπο στη δυτική Ευρώπη, ώστε να ανακουφιστούν τα σοβιετικά στρατεύματα. Από την άλλη, ο επικεφαλής του Μικτού Επιτελείου Λούις Μαουντμπάττεν ανυπομονούσε να δοκιμάσει νέες τακτικές σε πραγματική απόβαση και εναντίον πραγματικής αντίστασης.[1] Ήδη από τα τέλη του 1941 το Μικτό Επιτελείο είχε καταστρώσει σχέδιο για την απόβαση 12 μεραρχιών στην περιοχή της Χάβρης, βασιζόμενο στην αποχώρηση μεγάλης γερμανικής δύναμης, που μεταφέρθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η απειλή που άρχισε να θέτει ο Κόκκινος Στρατός στις δυνάμεις της Βέρμαχτ. Αρχικά αυτό που οι Βρετανοί ήθελαν να δοκιμάσουν ήταν αν ένα μεγάλο λιμάνι (όπως η Χάβρη) θα μπορούσε να καταληφθεί ανέπαφο - και άρα χρησιμοποιήσιμο από τις ναυτικές τους δυνάμεις. Ήθελαν επίσης να δοκιμάσουν την αποτελεσματικότητα μεταφοράς αρμάτων και βαρέος πυροβολικού από τα αποβατικά σκάφη. Τα σχέδια περιορίστηκαν σε μικρότερους στόχους, και επιλέχθηκε ως στόχος ο λιμένας της Διέππης.[2] Δεδομένου ότι οι Αμερικανοί βοηθούσαν τους Σοβιετικούς με χρήματα και υλικά, αλλά δεν ήταν ακόμη σε θέση να τους εφοδιάσουν με όπλα ούτε να τους υποστηρίξουν με στρατεύματα, μοιραία το βάρος έπεφτε στους Βρετανούς.[3] Τελικά, ο Τσώρτσιλ, υπό την αφόρητη πίεση των Σοβιετικών, αποφάσισε ότι η διεξαγωγή μιας επιχείρησης τύπου "χτυπώ και αποχωρώ" (hit and run) εναντίον της Διέππης θα έπρεπε να προχωρήσει. Ξεκίνησαν έτσι οι προετοιμασίες με καταληκτική ημερομηνία διεξαγωγής της αποστολής τον Ιούλιο του 1942. Επιπλέον, η όλη επιχείρηση θα μπορούσε να αποτελεί μια καλή "γενική δοκιμή" για μεγαλύτερης κλίμακας απόβαση από συμμαχικής πλευράς[4], κάτι που πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα με την Απόβαση της Νορμανδίας.
Προετοιμασία
Η αρχική σύλληψη του σχεδίου έγινε τον Απρίλιο του 1942. Οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν να καταλάβουν, με μια μεσαίου μεγέθους επιχείρηση, ένα υπό κατοχήν γαλλικό λιμάνι, να το διατηρήσουν στην κατοχή τους τουλάχιστον όσο διαρκούσαν δύο παλίρροιες πριν αποχωρήσουν και να προκαλέσουν σε αυτό όσο περισσότερες καταστροφές μπορούσαν τόσο στις εγκαταστάσεις όσο και στις αμυντικές του θέσεις. Το αρχικό αυτό σχέδιο, που εγκρίθηκε τον Μάιο του 1942, προέβλεπε ρίψεις αλεξιπτωτιστών στις περιοχές πίσω από το λιμάνι, πριν επιχειρηθεί κατάληψή του διά θαλάσσης. Το σχέδιο αυτό ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο στον παράγοντα "καιρικές συνθήκες", αλλά κρίθηκε κατάλληλο γιατί θα παρείχε στους Βρετανούς την απαραίτητη εμπειρία αμφιβίων αποστολών - παρόμοια επιχείρηση που αναλήφθηκε από Βρετανούς για τελευταία φορά ήταν η επιδρομή στην Καλλίπολη κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.[3]
Από την άλλη, οι Καναδοί ήθελαν να παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια στους Βρετανούς. Από το 1939 οι καναδικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για επιχειρήσεις, αλλά δεν είχαν συμμετάσχει σε καμία. Την εμπλοκή των Καναδών προκάλεσαν τόσο οι πιέσεις σε πολιτικό επίπεδο, όσο και οι πιέσεις από το εσωτερικό του στρατεύματος.[4]
Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε την εκτέλεση της επιδρομής στις 7 Ιουλίου 1942, έγινε όμως αναγκαίο να αναβληθεί για την επομένη λόγω των δυσμενών, για παρόμοια επιχείρηση, καιρικών συνθηκών. Ακριβώς την ημέρα που μεσολάβησε, τα σκάφη που θα έπαιρναν μέρος δέχθηκαν επίθεση στο στενό του Σόλεντ (Solent)[5] όπου ήταν αγκυροβολημένα. Αυτό οδήγησε στην επ' αόριστον αναβολή της επιχείρησης, καθώς αφενός μεν εκτιμήθηκε ότι το στοιχείο του αιφνιδιασμού είχε χαθεί, ενώ δύο μεταγωγικά είχαν υποστεί σοβαρές ζημίες.[3]
Το βασικό σχέδιο
Ο σχεδιασμός προέβλεπε την απόβαση δύναμης περίπου 6.000 ανδρών σε πέντε διαφορετικά σημεία κατά μήκος 16 χιλιομέτρων ακτογραμμής, η οποία είχε ισχυρές αμυντικές εγκαταστάσεις, καθώς η προετοιμασία του Τείχους του Ατλαντικού από πλευράς Γερμανών βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο αρχικός σχεδιασμός περί ρίψεως αλεξιπτωτιστών εγκαταλείφθηκε και αποφασίστηκε η δια θαλάσσης απόβαση και μόνον. Τα τέσσερα σημεία, στα οποία θα γινόταν η απόβαση, βρίσκονταν ανά δύο ανατολικά και δυτικά της Διέππης και θα ξεκινούσαν λίγο πριν την αυγή. Η κύρια επίθεση θα γινόταν κατά της ίδιας της πόλης - λιμένα, θα εκκινούσε μια ώρα αργότερα.[4] Την αποβατική δύναμη αποτελούσαν 5.000 περίπου Καναδοί της 2ης Καναδικής Μεραρχίας με διοικητή τον υποστράτηγο Ρόμπερτς ("Ham" Roberts), περίπου 1.000 Βρετανοί κομμάντος, 15 Γάλλοι και 50 Αμερικανοί της δύναμης των "Army Rangers".[6]
Το πρώτο τμήμα (με την ονομασία Commando No 3) θα αποβιβαζόταν στα δύο σημεία οκτώ μίλια ανατολικά της Διέππης με στόχο να σιγήσουν τα πυροβόλα της παράκτιας πυροβολαρχίας κοντά στην κωμόπολη Μπερνεβάλ (Berneval). Το "Commando No 4" (στο οποίο περιλαμβάνονταν και οι Ρέιντζερς) θα αποβιβαζόταν σε δυο σημεία έξι μίλια δυτικά της πόλης, με στόχο την εξουδετέρωση της παράκτιας πυροβολαρχίας κοντά στο Βαρανζβίλ (Varengeville). Η κάθε πυροβολαρχία διέθετε εκατό περίπου άνδρες και οι δύο ταυτόχρονες αποβάσεις θα επέτρεπαν στους επιτιθέμενους την ευκολότερη εξουδετέρωσή τους. Η εξουδετέρωση αυτών των πυροβόλων κρίθηκε απόλυτα απαραίτητη, καθώς μπορούσαν άνετα να βάλουν εναντίον των σκαφών που θα διενεργούσαν την κύρια επίθεση κατά της πόλης. Την κύρια επίθεση θα διενεργούσαν οι Καναδοί, αποβιβαζόμενοι σε τέσσερα διαφορετικά σημεία, αρχικά ανατολικά στο Πουί (Puys) και δυτικά στην Πουρβίλ (Pourville) μισή ώρα πριν την κύρια επίθεση, ώστε να εξουδετερωθούν οι φωλιές πολυβόλων στα υψώματα που δέσποζαν της πόλης. Τα δύο κεντρικά σημεία απόβασης στις παραλίες της ίδιας της πόλης θα προσβάλλονταν τις πρώτες πρωινές ώρες. Αεροπορική κάλυψη και υποστήριξη θα παρείχε η RAF με 65 σμήνη καταδιωκτικών, βομβαρδιστικών και καταδιωκτικών - βομβαρδιστικών. Ο όλος σχεδιασμός στηρίχθηκε σε δύο σκέλη: Πρώτον ότι η απόβαση αρμάτων θα παρείχε ισχυρότατο προκάλυμμα στους επιτιθεμένους και δεύτερον ότι η άμυνα της Διέππης δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή.[3]
Η απόβαση
Φλεγόμενο βρετανικό αποβατικό σκάφος στην ακτή της Διέππης
Τη νύκτα της 18ης Αυγούστου από πέντε βρετανικά λιμάνια, μεταξύ Νιουχέιβεν και Σαουθάμπτον[1] απέπλευσαν 240 σκάφη με προορισμό την Διέππη. Ήδη ενώ προσέγγιζαν την γαλλική ακτή, τα πράγματα άρχισαν να μην πηγαίνουν καλά: Τα σκάφη που μετέφεραν το "Κομμάντο Νο 3" συνάντησαν μια γερμανική νηοπομπή, η οποία ειδοποίησε τις παράκτιες αμυντικές δυνάμεις στο Μπερνεβάλ και στο Πουί, θέτοντάς τις σε συναγερμό. Το στοιχείο του αιφνιδιασμού είχε χαθεί. Τα περισσότερα από τα σκάφη που μετέφεραν τους άνδρες του 3ου Κομμάντο δεν έφθασαν ποτέ στην ακτή, ενώ όσα κατάφεραν να φθάσουν εξουδετερώθηκαν ταχύτατα. Μικρό τμήμα από 20 κομμάντος κατάφερε, εν τούτοις, να φθάσει σε απόσταση 180 μ. από τα παράκτια πυροβόλα και να παρεμποδίσει, με εύστοχα πυρά, τις βολές τους επί δυόμισι ώρες, πριν εγκαταλείψει τις θέσεις του και αναχωρήσει με ασφάλεια.[6]
Στην ανατολική πτέρυγα
Το Βασιλικό Σύνταγμα Καναδών έφθασε στη στενή παραλία του Πουί στις 5 το πρωί, έχοντας καθυστερήσει στην ώρα άφιξης και χάσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Με την ανατολή του ήλιου, οι Γερμανοί στόχευαν τα αποβατικά, το πρώτο από τα οποία κατέβασε τη ράμπα του στις 05:07΄ και οι Καναδοί όρμησαν έξω βαλλόμενοι από πολυβόλα και πυρά όλμων.[7] Όσοι επέζησαν καταφέρνοντας να φθάσουν στη συρματοπλεγμένη ακτή, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι ύστερα από λίγες ώρες άσκοπης αντίστασης. Τρεις διμοιρίες ενισχύσεων που κατέφθασαν καθηλώθηκαν στην ακτή από πυρά πολυβόλων και όλμων, καθώς ήταν αδύνατη η οπισθοχώρησή τους υπό παρόμοια πυρά. Συνολικά 300 άνδρες φονεύθηκαν, 20 πέθαναν αργότερα από τα τραύματά τους ενώ 33 κατάφεραν να επιστρέψουν στην Βρετανία. Οι υπόλοιποι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Ήταν οι μεγαλύτερες απώλειες που είχε υποστεί Καναδικό σύνταγμα μέσα σε μια μοναδική ημέρα σε ολόκληρο τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.[6]
Στην δυτική πτέρυγα
Στα δυτικά της Διέππης, το Κομμάντο Νο 4 κατέστρεψε τα πυροβόλα κοντά στην Βαρανζβίλ και αποσύρθηκε με ασφάλεια. Στην Πουρβίλ το Σύνταγμα του Νότιου Σασκατσουάν και οι "Queen?s Own Cameron Highlanders of Canada" πέτυχαν μερικό αιφνιδιασμό και αντιμετώπισαν μικρή μόνον αντίσταση. Καθώς όμως προωθούνταν, δέχτηκαν σφοδρά πυρά και οι μεν άνδρες του Σασκατσουάν καθηλώθηκαν, οι δε "Camerons" κατάφεραν να προωθηθούν τρία ακόμη χιλιόμετρα προς τον αντικειμενικό τους σκοπό, ένα μικρό αεροδρόμιο, πριν αναγκαστούν και αυτοί να σταματήσουν. Οι απώλειες και των δύο συνταγμάτων ήταν βαριές κατά τη διάρκεια της αποχώρησης, καθώς δέχθηκαν καταιγιστικά πυρά από τα υψώματα γύρω από την Πουρβίλ και από τη δυτική πλευρά της. Η γενναιότητα των πληρωμάτων των αποβατικών ήταν αυτή που επέτρεψε σε 341 άνδρες να επιβιβαστούν σε αυτά για την επιστροφή τους, αλλά η εντεινόμενη πίεση από τα γερμανικά πυρά τα υποχρέωσε να αναχωρήσουν πριν προλάβουν να επιβιβαστούν και οι υπόλοιποι, οι οποίοι αφέθηκαν στην αιχμαλωσία.[6]
Η κύρια επίθεση
Καναδοί αιχμάλωτοι διασχίζουν την Διέππη υπό την επιτήρηση Γερμανών στρατιωτών
Μπροστά στο λιμάνι της Διέππης τέσσερα αντιτορπιλικά άρχισαν να βάλουν προς την ακτή, καθώς πλησίαζαν τα αποβατικά σκάφη. Το πυρ των αντιτορπιλικών, όμως, ήταν ανεπαρκές τόσο για τους στόχους για τους οποίους προοριζόταν όσο και ως υποστηρικτικό για τις αποβιβαζόμενες δυνάμεις.[1] Στις 05:15' πέντε σμήνη αεροσκαφών Χάρικέιν (Hurricane Mk IIB) της RAF άρχισαν να βομβαρδίζουν τις θέσεις της παράκτιας άμυνας και να δημιουργούν προπέτασμα καπνού για την κάλυψη των επιτιθέμενων. Στις 05:20 οι πρώτοι άνδρες από τις μονάδες "Essex Scottish Regiment" και "Royal Hamilton Light Infantry" βγήκαν στη στεριά και άρχισαν να κόβουν τα συρματοπλέγματα που περιέβαλαν την παραλία. Ο κακός συγχρονισμός όμως αποδείχτηκε μοιραίος: Οι αποβιβαζόμενοι είχαν απόλυτη ανάγκη από τη στήριξη των αρμάτων μάχης του 14ου Συντάγματος Θωρακισμένων, τα οποία καθυστέρησαν, παρά το ότι προβλεπόταν να αποβιβαστούν ταυτόχρονα με το πεζικό. Έτσι, οι άνδρες των δύο συνταγμάτων αναγκάστηκαν να δώσουν μάχη χωρίς υποστήριξη πυροβολικού. Τα αποβατικά έγιναν στόχος των παράκτιων πυροβόλων και αρκετά από αυτά καταστράφηκαν, καθιστώντας την αποχώρηση των ανδρών ακόμη πιο προβληματική. Ολόκληρες διμοιρίες εξοντώθηκαν μόλις πάτησαν το πόδι τους στην ακτή. Ορισμένα τμήματα των δύο συνταγμάτων κατάφεραν να φθάσουν στην πόλη, οχυρώθηκαν πίσω από το ημικατεστραμμένο καζίνο και έδωσαν σφοδρή μάχη, χωρίς όμως να κατορθώσουν να φθάσουν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς. Εν τω μεταξύ έφθασαν 29 άρματα του 14ου Συντάγματος, από τα οποία 27 κατόρθωσαν να φθάσουν στην ακτή (δύο έπεσαν στα βαθιά και καταποντίστηκαν). Εκεί όμως, καθώς δεν υπήρχαν κατάλληλοι μηχανικοί, ανέκοψαν πορεία λόγω των αντιαρματικών εμποδίων και είτε εξοντώθηκαν από τα πυροβόλα είτε κόλλησαν στην παραλία. Ωστόσο, μερικά είχαν τη δυνατότητα να βάλουν και υποστήριξαν όσο μπορούσαν την αποχώρηση των μονάδων του πεζικού. Τα πληρώματα των αρμάτων αιχμαλωτίστηκαν όλα.[7]
Ο στρατηγός Ρόμπερτς, επικεφαλής της επιχείρησης, είχε παραμείνει στο αντιτορπιλικό HMS Calpe απ' όπου, μαζί με τον πλοίαρχο Τζον Χυγκ - Aλλέ (John Hugues-Hallet), επικεφαλής των ναυτικών δυνάμεων, προσπαθούσαν να συντονίσουν την όλη επιχείρηση. Αντιμετώπισαν δύο βασικά εμπόδια: Πρώτον, το προπέτασμα καπνού που κάλυπτε τις αποβατικές δυνάμεις τους εμπόδιζε να δουν τις εξελίξεις. Δεύτερον, βασισμένος σε ανακριβείς πληροφορίες που του διαβιβάστηκαν νόμισε ότι οι άνδρες του Σκωτσέζικου Συντάγματος είχαν διεισδύσει στην πόλη και διέπραξε το σφάλμα να αποστείλει και τις εφεδρείες του στην μάχη, δηλαδή την μονάδα Fusiliers Mont-Royal (Τυφεκιοφόροι Μον Ρουαγιάλ). Όντως, οι Τυφεκιοφόροι, με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Ντολάρ Μενάρ (Dollard M?nard) επιβιβάστηκαν στα 26 σκάφη τους στις 07:00 και προσπάθησαν να φθάσουν στην ακτή. Οι Γερμανοί τους περίμεναν με ισχυρά πυρά πολυβόλων, όλμους και χειροβομβίδες. Κάτω από τα πυρά αυτά οι Τυφεκιοφόροι αποδεκατίστηκαν, πολλοί πριν καν κατέβουν από τα αποβατικά, και ελάχιστοι κατάφεραν να φθάσουν στα πρώτα σπίτια της ακτής.[7]
Γύρω στις 09:00 οι επικεφαλής της επιχείρησης αντιλήφθηκαν την πραγματικότητα: Οι Γερμανοί εξακολουθούσαν να κατέχουν τα υψώματα γύρω από την πόλη απ' όπου έβαλαν ανηλεώς κατά των ακτών. Στις 11:00 δόθηκε η διαταγή της αποχώρησης και τα αποβατικά άρχισαν να επανέρχονται στις ακτές, υποστηριζόμενα από νέο προπέτασμα καπνού και έχοντας μικρή αεροπορική κάλυψη από την RAF. Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και περίπου στις 12:20 καμία ακτή δεν ήταν πλέον προσβάσιμη από τις αποχωρούσες δυνάμεις. Στις 12:48 το HMS Calpe έκανε μια τελευταία προσπάθεια, στέλνοντας δύο από τις λέμβους του στην ακτή. Ύστερα και από αυτήν, ο στόλος αναχώρησε ολοταχώς προς την Αγγλία. Η επιχείρηση είχε τελειώσει, σημειώνοντας ολοσχερή αποτυχία.[7]
Απολογισμός
Οι καναδικές δυνάμεις έχασαν συνολικά 3.367 άνδρες: 907 νεκροί, οι υπόλοιποι τραυματίες ή αιχμάλωτοι. Οι Βρετανοί έχασαν 275 κομμάντος (57 νεκροί). Οι Αμερικανοί είχαν τρεις νεκρούς. Το Βρετανικό ναυτικό έχασε ένα αντιτορπιλικό και 33 αποβατικά σκάφη, με 550 νεκρούς και τραυματίες. Η RAF έχασε 106 αεροσκάφη, έναντι 48 της Λουφτβάφε. Οι γερμανικές απώλειες ανήλθαν σε 591 άνδρες συνολικά.[1][6] Οι Καναδοί αξιωματικοί Λοχαγός Τζ. Φουτ (Captain J.W. Foote) διοικητής του Royal Hamilton Light Infantry και ο Αντισυνταγματάρχης Σ. Μέριτ (Lieutenant-Colonel C.C. Merritt) τιμήθηκαν με τον Σταυρό της Βικτωρίας.
Το μάθημα της Διέππης
Δεν υπάρχει αμφιβολία, όταν ειδωθεί από την σκοπιά του σημερινού ιστορικού, ότι η επιχείρηση ήταν εξ ορισμού καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι αξιωματικοί των Συμμάχων δεν είχαν καμία εμπειρία σχετική με παρόμοιες επιχειρήσεις, ο σχεδιασμός ήταν υπερβολικά φιλόδοξος και δεν έλαβε υπόψη του όλες τις παραμέτρους - ιδιαίτερα τις γερμανικές δυνάμεις στην περιοχή, τις οποίες υποεκτίμησε, αλλά και την υποστήριξη των αποβατικών μονάδων από πλευράς εφοδιασμού και εξοπλισμού - το τελευταίο αποδείχτηκε μοιραίο για τα άρματα μάχης, που ακινητοποιήθηκαν στις ακτές. Η εκπαίδευση των ανδρών που έλαβαν μέρος ήταν το λιγότερο ανεπαρκής, τα πυρά υποστήριξης (από τέσσερα αντιτορπιλικά) ήταν ισχνά, ενώ ήταν άστοχη η χρησιμοποίηση στρατιωτών που μόλις έπαιρναν το βάπτισμα του πυρός.[8]
Επιπλέον, οι ακτές δεν ήταν κατάλληλες για την αποβίβαση αρμάτων μάχης, και αυτό ήταν γνωστό στους Γερμανούς - κατά περίεργο τρόπο δεν το πρόβλεψαν οι Βρετανοί. Κάτι που έλειπε - και αποδείχτηκε μοιραίο στη λήψη των αποφάσεων από τους ηγέτες - ήταν μια επαρκής ομάδα πληροφόρησης για την κατάσταση, όπως και η οργάνωση μιας επιχείρησης για την επιτόπια συλλογή πληροφοριών πριν την απόβαση[3]: Αν και δεν αναφέρονται σχετικά στοιχεία, φαίνεται ότι η επιχείρηση στηρίχθηκε σε σκόρπιες πληροφορίες και αεροφωτογραφήσεις. Δεν είναι, επίσης, αληθές ότι οι Γερμανοί είχαν προειδοποιηθεί για την απόβαση: Ειδοποιήθηκαν ελάχιστες ώρες πριν την πραγματοποίησή της και όντως είχαν τεθεί σε συναγερμό.
Το κέρδος, από συμμαχικής πλευράς, από αυτή την παταγώδη αποτυχία ήταν ότι οι επικεφαλής των επιτελείων προβληματίστηκαν πολύ σχετικά με την στρατηγική του μέλλοντος. Σταμάτησαν να θεωρούν την κατάληψη και χρήση ενός λιμένα ως απαραίτητο όρο για την πραγματοποίηση μιας μεγάλου μεγέθους απόβασης, αντιλήφθηκαν την σημασία της σωστής και έγκαιρης πληροφόρησης και της σωστής υποστήριξης των μονάδων απόβασης από βοηθητικά τμήματα, όπως Μηχανικού, καταστροφών, διαβιβάσεων κτλ.[3]
Παραπομπές
- ? 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 BBC History: Julian Thompson, The Dieppe Raid. Τελευταία ενημέρωση 30-3-2011, ανακτήθηκε στις 2-10-2011
- ? 2,0 2,1 About.com Military History: Kennedy Hickman, World War II: Dieppe Raid
- ? 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Combined Operations: Operation Jubilee, Dieppe, August 1942
- ? 4,0 4,1 4,2 Veterans Affairs, Canada: The Dieppe Raid Τελευταία ενημέρωση: 09-08-2010, ανακτήθηκε στις 03-10-2011
- ? Πρόκειται για το στενό που χωρίζει την νήσο Γουάιτ (Isle of Wight) από την Αγγλία και βρίσκεται στην έξοδο του λιμένα του Σαουθάμπτον.
- ? 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Canada at War: The Dieppe Raid, August 1942 Ανακτήθηκε στις 03-10-2011
- ? 7,0 7,1 7,2 7,3 Juno Beach Centre, Museum and Cultural Centre στο Courseulles-sur-Mer, Γαλλία: The Dieppe Raid Ανακτήθηκε στις 03-10-2011
- ? The Canadian Encyclopedia: BRERETON GREENHOUS, Dieppe Raid
Η Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα
Η συμμαχική ηγεσία στην Καζαμπλάνκα: 24 Ιανουαρίου 1943
Η διάσκεψη της Καζαμπλάνκα ήταν σύσκεψη των ηγετών των Συμμάχων που έγινε στην Καζαμπλάνκα, πόλη του (τότε) Γαλλικού Μαρόκου από τις 14 έως τις 24 Ιανουαρίου 1943 υπό την κωδική ονομασία "SYMBOL". Χαρακτηρίστηκε ως η πλέον αμφιλεγόμενη διάσκεψη του Πολέμου.
Στη διάσκεψη, σε επίπεδο ηγετών, συμμετείχαν ο Αμερικανός Πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ και ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίνστων Τσώρτσιλ. Απουσίαζε ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος, αν και είχε προσκληθεί, αρνήθηκε να παραστεί προφασιζόμενος την επικείμενη μάχη του Στάλινγκραντ.[1][2]
Οι δύο ηγέτες είχαν μαζί τους όλους τους Αρχηγούς Επιτελείων τους και σημαντικούς στρατιωτικούς παράγοντες. Παρόντες ήταν, επίσης, οι Γάλλοι ανταγωνιστές στρατηγοί Σαρλ ντε Γκωλ και Ανρί Ζιρώ.
Πριν τη διάσκεψη
Στις 8 Νοεμβρίου 1942 οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στις ακτές της (τότε) Γαλλικής Βόρειας Αφρικής, εκτελώντας μια επιχείρηση η οποία είχε το προσωνύμιο "Πυρσός" (Operation Torch). Η επιχείρηση είχε αποφασιστεί παρά την αρχική δυσπιστία των Αμερικανών και υπό την πίεση του Στάλιν, ο οποίος απαιτούσε να ανοίξουν οι Αγγλοαμερικανοί το ταχύτερο δυνατό ένα μέτωπο στη Δυτική Ευρώπη, ώστε να ανακουφιστεί ο Κόκκινος Στρατός στο Ανατολικό μέτωπο. Πράγματι, σχεδιάστηκε η "Επιχείρηση Σφύρα" (Operation Sledgehammer) με στόχο τους λιμένες της Βρέστης και του Χερβούργου αποκτώντας έτσι ένα μικρό προγεφύρωμα στο ευρωπαϊκό έδαφος. Οι Αμερικανοί αρχικά ευνόησαν το σχέδιο, αλλά οι Βρετανοί αντιτάχθηκαν ισχυρά, προφασιζόμενοι (και σωστά) ότι ούτε πολλά αποβατικά σκάφη διέθεταν ούτε ήταν σε θέση να υποστηρίξουν από αέρος και θαλάσσης ένα παρόμοιο εγχείρημα. Έτσι ξεκίνησε η εφαρμογή του "Πυρσού", με ισχυρή απροθυμία των Αμερικανών, που δε θεωρούσαν ότι "ο δρόμος προς το Βερολίνο περνά από τη Βόρεια Αφρική"[3] . Στις αρχές του 1943 διαφαινόταν ήδη ότι η έκβαση της επιχείρησης ήταν αυτή που αναμενόταν: Οι γερμανικές και οι ιταλικές δυνάμεις θα εκδιώκονταν οριστικά από τη Βόρεια Αφρική. Έμενε να διευκρινιστούν ορισμένα θέματα, όπως η διαχείριση του προβλήματος που είχαν δημιουργήσει τα υποβρύχια του Ναυάρχου Καρλ Ντένιτς στον Ατλαντικό (Μάχη του Ατλαντικού), πώς θα κατανέμονταν οι δυνάμεις στα διάφορα πολεμικά μέτωπα, ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα των Συμμάχων και, τέλος, από πλευράς Τσώρτσιλ, τέθηκε το ζήτημα του πώς θα συμβιβάζονταν οι αντιμαχόμενοι Γάλλοι στρατηγοί.[4]
Οι Βρετανοί επιθυμούσαν τη συνέχεια των επιχειρήσεων από την πλευρά της Μεσογείου. Ο Τσώρτσιλ, μάλιστα, είχε χαρακτηρίσει την Ιταλία ως "το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης". Οι Αμερικανοί, αντίθετα, επιθυμούσαν την εισβολή μέσω της Μάγχης, γνωρίζοντας πως σε τέτοια περίπτωση το κύριο βάρος θα σήκωναν οι Βρετανοί, πράγμα που τους επέτρεπε να εξοικονομήσουν πόρους για την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλαν στον Ειρηνικό εναντίον της Ιαπωνίας.
Η προετοιμασία
Η διάσκεψη έγινε στη συνοικία Άνφα της Καζαμπλάνκα και οι συζητήσεις θα γίνονταν στο ομώνυμο ξενοδοχείο (Anfa Hotel). Για τη διαμονή των ηγετών είχαν παραχωρηθεί δύο επαύλεις, άλλες δύο παραχωρήθηκαν για τη διαμονή των αρχηγών των επιτελείων ενώ ολόκληρη η συνοικία είχε συρματοπλεχθεί και πίσω από το συρματόπλεγμα βρίσκονταν πυκνά παρατεταγμένοι ένοπλοι φρουροί.
Ουσιαστικά, η διάσκεψη δεν είχε σοβαρό αντικειμενικό σκοπό. Χωρίς, μάλιστα, την παρουσία του Στάλιν, έχανε μεγάλο μέρος της σημασίας της. Όλα της τα θέματα θα μπορούσαν να επιλυθούν χωρίς αυτήν. Ωστόσο, ο Πρόεδρος Ρούζβελτ "ήθελε να κάνει ένα ταξίδι", όπως αφηγείται ο προεδρικός σύμβουλος Χάρι Χόπκινς. Επειδή, μάλιστα, δεν ήθελε και πολλές επισημότητες, παρακάλεσε τον Τσώρτσιλ "να μη φορτωθεί τον Υπουργό Εξωτερικών του", καθώς το ίδιο θα έκανε κι αυτός.[5] Στην πραγματικότητα ο Ρούζβελτ έκανε το γύρο της μισής υφηλίου πριν καταλήξει στην Καζαμπλάνκα, περνώντας μέχρι και από το Τρίνινταντ. Η περιττή αυτή μετακίνηση λίγο έλειψε να στοιχίσει ακριβά στη συμμαχική ηγεσία: Το αεροσκάφος που μετέφερε τον Τσώρτσιλ πήρε φωτιά, ενώ αυτό που μετέφερε τον Αϊζενχάουερ έχασε δύο κινητήρες εν πτήσει με αποτέλεσμα ο αρχιστράτηγος να προσγειωθεί με το αλεξίπτωτο στην πλάτη και ένα κτύπημα στο γόνατο από τους κραδασμούς.
Ο Τσώρτσιλ, από την άλλη, είχε προσχεδιάσει τι ήταν αυτά που θα ζητούσε από τον Αμερικανό, που δεν ήταν άλλο από την επέκταση των εχθροπραξιών στη Μεσόγειο. Φόρτωσε ένα πλοίο με έγγραφα (Πλωτό επιτελείο το χαρακτηρίζει ο Καρτιέ) και πήρε μαζί του (όπως και ο Ρούζβελτ) όλους τους Αρχηγούς Επιτελείων του. Ζήτησε επίσης από τον ντε Γκωλ να τον συνοδεύσει, χωρίς προηγουμένως να τον έχει ενημερώσει. Αιτιολόγησε την έλλειψη ενημέρωσης προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι αν είχε γνωστοποιηθεί η διάσκεψη, θα χρειάζονταν πολλαπλά μέτρα ασφαλείας.[6]. Ο πείσμων Γάλλος, γνωρίζοντας ότι εκεί ακριβώς ήταν η έδρα του αντιπάλου του, είπε αρχικά ένα κατηγορηματικό "όχι" και ο Τσώρτσιλ αναχώρησε μόνος του. Κάλεσε εκ νέου τόσο το Ζιρώ όσο και τον ντε Γκωλ "εκ μέρους του Αμερικανού Προέδρου και του Βρετανού Πρωθυπουργού". Ο Ζιρώ έφθασε αμέσως, ο ντε Γκωλ εξακολούθησε να αρνείται, υποστηρίζοντας ότι αυτό ήταν ένα καθαρά γαλλικό ζήτημα και δε χρειαζόταν παρεμβάσεις ξένων. Ο οξύθυμος Τσώρτσιλ εκνευρίστηκε τόσο που απείλησε τον ντε Γκωλ στέλνοντάς του ένα αυστηρό τηλεγράφημα ότι θα απέσυρε την υποστήριξή του και θα τον παραμέριζε. Υπό την ασφυκτική αυτή πίεση ο ντε Γκωλ υποχώρησε, αν και ήρθε στη διάσκεψη μόλις την ένατη ημέρα.[5]
Η διάσκεψη
Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα: Ρούζβελτ, Τσώρτσιλ, Μάουντμπάτεν (πίσω δεξιά), Ίσμεϊ (πίσω αριστερά)
Συμμετέχοντες
Παρόντες στη διάσκεψη ήταν:
Βρετανική πλευρά
- Ουίνστον Τσώρτσιλ, Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου
- Ναύαρχος Σερ Ντάντλεϊ Πάουντ (Sir Alfred Dudley Pickman Rogers Pound)
- Στρατάρχης της Αεροπορίας Τσαρλς Πόρταλ (Charles Frederick Algernon Portal)
- Στρατάρχης της Αεροπορίας Σερ Άρθουρ Τέντερ (Arthur Tedder)
- Στρατηγός Σερ Άλαν Μπρουκ (Sir Alan Francis Brooke)
- Στρατάρχης Σερ Τζον Ντιλ (Sir John Greer Dill)
- Στρατάρχης Σερ Χάρολντ Αλεξάντερ, επικεφαλής των Βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή
- Ναύαρχος λόρδος Λούις Μαουντμπάττεν (Louis Francis Albert Victor Nicholas George Mountbatten)
- Στρατηγός Σερ Χάστινγκς Ίσμεϊ (Hastings L. Ismay)
Αμερικανική πλευρά
- Φράνκλιν Ρούζβελτ, Πρόεδρος των ΗΠΑ
- Στρατηγός του Στρατού και της Αεροπορίας Χένρι Άρνολντ (Henry Harley "Hap" Arnold)
- Ναύαρχος Έρνεστ Κινγκ (Ernest King), επικεφαλής του Αμερικανικού Στόλου
- Στρατηγός Τζορτζ Μάρσαλ (George Catlett Marshall), Αρχηγός του Αμερικανικού Επιτελείου
- Αρχιστράτηγος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (Dwight Eisenhower), Επικεφαλής της "Επιχείρησης Πυρσός"
- Άβερελ Χαρριμαν (Averel Harriman), Προεδρικός σύμβουλος
- Χάρι Χόπκινς (Harry Hopkins]], Προεδρικός σύμβουλος
- Ρόμπερτ Μέρφι (Robert D. Murphy), Ειδικός αντιπρόσωπος του Προέδρου στο Επιτελείο του Αϊζενχάουερ
- Αντισυνταγματάρχης Έλιοτ Ρούζβελτ, γιος του Προέδρου[7]
Γαλλική πλευρά
- Στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ (Charles de Gaulle), επικεφαλής των "Ελεύθερων Γάλλων"
- Στρατηγός Ανρί Ζιρώ (Henri Onor? Giraud), Στρατιωτικός διοικητής της Γαλλικής Βόρειας Αφρικής
Συμμετείχαν, επίσης, και αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί και των τριών Όπλων
Μεγάλος απών στη διάσκεψη ο Στάλιν. Η πραγματοποίηση της διάσκεψης εν απουσία του ενίσχυσε στη σκέψη του Σοβιετικού ηγέτη την εντύπωση ότι σχέδια καταστρώνονταν χωρίς τη συμμετοχή του και πίσω από την πλάτη του, χωρίς αυτός να ενημερώνεται απόλυτα. Η καχυποψία του Στάλιν ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο ύστερα από τις αποφάσεις τις διάσκεψης και συνέχισε να αυξάνει σε ολόκληρη την πορεία του Πολέμου, για να καταλήξει, ύστερα από τη λήξη του, στην έναρξη του ψυχρού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ.[8] Σύμφωνα με τις ανταποκρίσεις των New York Times, τόσο ο Στάλιν όσο και ο Τσανγκ Κάι Σεκ τηρήθηκαν ενήμεροι σχετικά με τις αποφάσεις της διάσκεψης. Στο ίδιο φύλλο η ανταπόκριση αναφέρει ότι και οι δύο ηγέτες ήταν τελικά ικανοποιημένοι από τις αποφάσεις της διάσκεψης.[9]
Αποφάσεις
Η βασική απόφαση της διάσκεψης ήταν ότι ο αγώνας των Συμμάχων έπρεπε να συνεχιστεί μέχρι του σημείου που αποκαλείται "bitter end" (πικρό τέλος), δηλαδή μέχρις ότου η Ναζιστική Γερμανία οδηγηθεί στην άνευ όρων παράδοση (Unconditional surrender)[10] Το ίδιο θα ίσχυε τόσο για την Ιταλία όσο και για την Ιαπωνία. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι κανείς από τους Συμμάχους δεν θα αποδεχόταν χωριστή παράδοση κάποιας από τις δυνάμεις του Άξονα (π.χ. η Ιταλία όφειλε να παραδοθεί στους Συμμάχους και όχι στη Βρετανία ή στις ΗΠΑ).
Η αλήθεια είναι ότι ο Τσώρτσιλ αντιτάχθηκε στην πρόταση Unconditional surrender. Δεν θεωρούσε ότι επάνω στη Γερμανία έπρεπε να επιπέσει η μανία αντεκδίκησης των Συμμάχων. Γι' αυτό και αργότερα διευκρίνισε ότι "άνευ όρων συνθηκολόγηση δε σημαίνει διάθεση εκδικήσεως εις βάρος του γερμανικού λαού". Ο Τσώρτσιλ φοβόταν, και όπως αποδείχτηκε απολύτως δικαιολογημένα, ότι αυτές οι δύο λέξεις κατέστρεφαν την όποια αντιπολίτευση υπήρχε στο εσωτερικό της Γερμανίας: Έδινε στους Ναζί το εφαλτήριο που αναζητούσαν για να στηρίξουν την απόφασή τους να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Τις δύο αυτές μικρές λέξεις εκμεταλλεύθηκε άριστα ο Γιόζεφ Γκέμπελς στην προπαγάνδα του. Όπως είναι λογικό, οι αντίπαλοι του χιτλερικού καθεστώτος δεν είχαν άλλη επιλογή από το να σταματήσουν κάθε τους ενέργεια.[5]
Οι Βρετανοί επιχειρηματολόγησαν ισχυρά και ο Τσώρτσιλ αντέκρουσε προσωπικά την άποψη του Μάρσαλ σχετικά με μια "μικρή" απόβαση στις βόρειες γαλλικές ακτές προς το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Κατέδειξε ότι ένα τέτοιο εγχείρημα στην παρούσα φάση του Πολέμου θα κατέληγε απλά σε μια εύκολη νίκη του Χίτλερ, δεδομένης της αεροπορικής κυριαρχίας της Luftwaffe στη συγκεκριμένη περιοχή. Επιπλέον, τα διαθέσιμα αποβατικά σκάφη ήταν, εκείνη την εποχή, αριθμητικά πολύ λίγα για να μεταφέρουν τα απαιτούμενα στρατεύματα, ενώ ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική η παρουσία των γερμανικών υποβρυχίων. Αντίθετα, ο Τσώρτσιλ έδωσε την έγκρισή του για την παροχή ισχυρής υποστήριξης στους Αμερικανούς από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, χώρες - μέλη της Κοινοπολιτείας, στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού. Ο Τσώρτσιλ διαβεβαίωσε, επίσης, ότι θα επεκτείνονταν οι βρετανικές επιχειρήσεις στη Βιρμανία με στόχο την ισχυροποίηση του Τσανγκ Κάι Σεκ στην Κίνα. Ως ανταπόδοση αυτής της χειρονομίας, ο Ρούζβελτ συμφώνησε στην Εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία. Συμφωνήθηκε, επίσης, να αρχίσουν και να ενταθούν αεροπορικές επιδρομές κατά του γερμανικού εδάφους από τα βρετανικά αεροδρόμια με τη συμμετοχή και των δύο αεροποριών (RAF και U.S.A.F.).
Η διάσκεψη αυτή ήταν η τελευταία στην οποία ο Τσώρτσιλ θα μπορούσε να υπαγορεύσει τους στόχους της συμμαχικής προσπάθειας. Ύστερα από τη διάσκεψη αυτή, οι ΗΠΑ συνειδητοποίησαν ότι λόγω της ισχύος τους ήταν ο κύριος παράγοντας της Συμμαχίας και θα άρχιζαν να ενεργούν ανάλογα.[4]
Οι Γάλλοι
Αρχικά οι δύο Γάλλοι ηγέτες, αν και ισχυρά αντιτιθέμενοι στην Κυβέρνηση του Βισύ είχαν αναπτύξει ένα κλίμα έντονης ψυχρότητας, αν όχι αντιπάθειας, στις σχέσεις τους. Τα "πείσματα" αυτά είχαν κουράσει τόσο τον Τσώρτσιλ όσο και τον Ρούζβελτ. Ο Αμερικανός Πρόεδρος, από την άλλη, θεωρούσε τον ντε Γκωλ εκπρόσωπο της "παλαιάς" Γαλλίας, με τάσεις αποικιοκρατισμού και απολυταρχισμού, ενώ παράλληλα τον θεωρούσε επηρμένο. Από την άλλη ο Ζιρώ θεωρούσε ότι στη δολοφονία του Ναυάρχου Νταρλάν είχε συμμετάσχει και ο ντε Γκωλ (για την ακρίβεια θεωρούσε πως το δολοφόνο του Νταρλάν τον είχε αποστείλει ο ντε Γκωλ).
Ντε Γκωλ και Ζιρώ ανταλλάσσουν χειραψία ενώπιον Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ. Καζαμπλάνκα, 24 Ιανουαρίου 1943
Την Κυριακή, 24 Ιανουαρίου, τελευταία ημέρα της διάσκεψης, Τσώρτσιλ και ντε Γκωλ έχουν ακόμη μια θυελλώδη συζήτηση, στην οποία ο ντε Γκωλ επιμένει να μην αναλάβει καμία δέσμευση. Στη συνέχεια οι δυο άνδρες πηγαίνουν να συναντήσουν τον Ρούζβελτ, ο οποίος, ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειες σύνταξης κοινού ανακοινωθέντος, αποφασίζει να εφαρμόσει με τον ντε Γκωλ άλλη μέθοδο: Αρχίζει μαζί του μια ήρεμη συζήτηση, κατά την οποία τον ερωτά αν θα δεχτεί να ανταλλάξει χειραψία με τον Ζιρώ. Ο ντε Γκωλ απαντά "ναι". "Και θα το κάνετε αυτό μπροστά στους φωτογράφους;" "I shall do it for you" απαντά ο Γάλλος. Οι δημοσιογράφοι καλούνται στην αίθουσα και παίρνουν φωτογραφία τους δύο άνδρες να ανταλλάσσουν τη χειραψία, η οποία εμφανίζει την εικόνα της συμφιλίωσης. Ο Ζιρώ μάλιστα αποδέχεται να του στείλει ο ντε Γκωλ έναν εκπρόσωπό του για να οργανώσει άμεση επαφή μεταξύ Γαλλικής Αφρικής και Λονδίνου (έδρα του ντε Γκωλ)[5]. Από την άποψη αυτή για τη Γαλλία η διάσκεψη έλαβε μεγάλη σημασία. Το BBC ανέφερε: The two Frenchmen became the joint chairmen of the French Committee for National Liberation (οι δύο Γάλλοι έγιναν οι από κοινού ηγέτες της Γαλλικής Επιτροπής για την Εθνική Απελευθέρωση)[1]
Παραπομπές
- ? 1,0 1,1 BBC: WW2 People's War, Fact File:Casablanca Conference
- ? Στην ιστοσελίδα "History Learning site, UK" αναφέρεται ότι ο Στάλιν δεν προσκλήθηκε, καθώς στην ατζέντα της διάσκεψης δεν υπήρχαν θέματα σχετικά με το Ανατολικό μέτωπο
- ? Charles R. Anderson, Algeria, French Morocco στο U.S. Army Center of Military History
- ? 4,0 4,1 World War II Database
- ? 5,0 5,1 5,2 5,3 Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τ. Β', Πάπυρος, Αθήνα, 1964, σελ. 74 - 77
- ? History Learning site, UK
- ? Univ. of Wisconsin library, Foreign Relations of the U.S.(pdf)
- ? History Learning site, UK, ό.π.
- ? N.Y. Times, Φύλλο της 24ης Φεβρουαρίου 1943
- ? The Avalon Project, Casablanca Cοnference