ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΟΥΚΑΣ
ΝΕΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΕΣ
Ο κυβερνοχώρος της μάθησης
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όλα τα κράτη-μέλη θέτουν ως κεντρικό στόχο την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση και ειδικότερα τη σύνδεση των σχολείων με το διαδίκτυο.
Στην Ελλάδα βρίσκονται σε εξέλιξη ανάλογες πρωτοβουλίες [ανάπτυξη του κόμβου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (pi-schools.gr), διαμόρφωση της δικτυακής οργάνωσης των σχολείων κ.ά.]. Ιδιαίτερα όμως με την πρόβλεψη του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (2000-2006) για το πρόγραμμα «κοινωνία των πληροφοριών» και τη διάθεση σε αυτό ενός σημαντικού ποσού από τον συνολικό προϋπολογισμό του 1,5 τρισ. που θα διατεθεί για την παιδεία.
Η μάθηση, με βάση τα δίκτυα, αποτελείται από τις ασύγχρονες μορφές (email CD-Rom, αξιοποίηση βάσεων δεδομένων, συζητήσεις μέσω του δικτύου κ.ά.) και τις σύγχρονες (διασκέψεις μέσω δικτύων, video, online teamware, shared white-board κ.ά.). Οι μορφές αυτές συνιστούν μια αναμόρφωση της μάθησης, από τους περιορισμούς του χωροχρόνου του παραδοσιακού σχολείου, προς την παγκόσμια πρόσβαση στη μάθηση με τα λεγόμενα «εικονικά περιβάλλοντα» και τη «δικτυακή οργάνωση» των σχολείων (γράφημα 1).
Οι εξελίξεις αυτές θέτουν ερωτήματα όπως:
*Ποια σχέση δημιουργείται μεταξύ της νέας «εικονικής πραγματικότητας» και αυτής της «πραγματικής» ζωής;
*Πώς οι εξελίξεις αυτές θα επηρεάσουν τη μάθηση;
Ο εικονικός κόσμος
Ορισμένες κριτικές της νέας τεχνολογίας, υποστηρίζουν ότι ο «εικονικός κόσμος» του κυβερνοχώρου αποτελεί μια «υπερπραγματικότητα», η οποία έχει αντικαταστήσει την πραγματικότητα με μια προσομοίωσή της, «πιο πραγματική και από την πραγματικότητα». Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές, το νέο «κοσμοείδωλο» της «εικονικότητας» κυριαρχείται από ροές πληροφοριών, ειδώλων, εικόνων οι οποίες αποδυναμώνουν την ανθρώπινη επικοινωνία και εκτοπίζουν τον προφορικό και γραπτό λόγο.
Οι κριτικές αυτές δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται από την ιστορική εξέλιξη των τεχνολογιών της επικοινωνίας. Η τεχνολογία δεν μπορεί από μόνη της να κατευθύνει τις εξελίξεις. Η εξέλιξη των επικοινωνιών από τον προφορικό στον γραπτό και εν συνεχεία στον «εικονικό» λόγο, επηρεάσθηκε καθοριστικά από τις γενικότερες κοινωνικο-πολιτισμικές συνθήκες. Για παράδειγμα, η κορυφαία στιγμή της ανάπτυξης του γραπτού λόγου η ανακάλυψη της τυπογραφίας (1452) δεν ήταν η μοναδική αιτία των μετέπειτα εξελίξεων (Αναγέννηση, Διαφωτισμός, διαχωρισμός Εκκλησίας-επιστήμης). Η πορεία αυτή αποτέλεσε μια κοινωνική και πολιτισμική διεργασία, η οποία ξεκίνησε ήδη από τον 13ο αιώνα με την οικοδόμηση των πανεπιστημίων, τη δημιουργία της νέας τάξης των εμπόρων κ.ά.
Επιπλέον η ανάπτυξη του γραπτού λόγου δεν εξαφάνισε τον προφορικό, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τις δυνατότητές του, όπως και η ανάπτυξη του λόγου της εικόνας δεν εξαφανίζει, αλλά επανασυνδέεται με τον γραπτό και τον προφορικό λόγο σε μια σχέση που δεν είναι γραμμική αλλά κυκλική.
Στο πλαίσιο αυτό, η εικονική πραγματικότητα ανοίγει νέες περιοχές μελέτης και δράσης, όπως η διαμόρφωση της νέας ατομικότητας, η ισότητα ευκαιριών, οι μορφές κοινωνικο-πολιτισμικής οργάνωσης κ.ά. Το ερώτημα που μπορεί να διατυπωθεί εδώ είναι:
Πώς μπορεί ο κυβερνοχώρος να επανασυνδέσει τις «εικονικές κοινότητες» με τις «πραγματικές», ώστε να γίνει μια δύναμη μετασχηματισμού των εκπαιδευτικών σχέσεων;
Επικοινωνία - μάθηση
Για την προσέγγιση του ερωτήματος χρησιμοποιούμε τη θεωρία της «επικοινωνιακής δράσης» του Γ. Χάμπερμας. Σύμφωνα με αυτή, η επικοινωνία μέσω του λόγου μεταξύ αυτόνομων ατόμων (κοινονήτων), έχει τη χειραφετητική δυναμική (ιδιαίτερα σε τομείς, όπως η εκπαίδευση), να δημιουργήσει ανώτερες μορφές ύπαρξης και κοινωνικής οργάνωσης.
Ας επιχειρήσουμε να μεταφέρουμε την «επικοινωνιακή δράση» στη σχέση της εκπαίδευσης με την «εικονική επικοινωνία». Η οργάνωση της μάθησης, σύμφωνα με τις νέες θεωρίες της γνώσης, προσανατολίζεται προς τον λεγόμενο «κοινωνικο-πολιτισμικό εποικοδομητισμό». Βασικά του στοιχεία είναι η κατασκευή της γνώσης από τους ίδιους τους μαθητές με την ενεργό αλληλεπίδρασή τους σε ανοικτά μορφωτικά περιβάλλοντα. Κατά το μοντέλο αυτό, ο κύκλος της μάθησης οργανώνεται σε 4 ενότητες.
1. Διερευνώ τον πραγματικό/εμπειρικό κόσμο.
2. Οικοδομώ τη γνώση σε σχέση με τις εμπειρίες.
3. Συνεργάζομαι και συγκρίνω με τις απόψεις/γνώσεις των άλλων.
4. Εφαρμόζω τη γνώση σε νέα περιβάλλοντα.
Το μοντέλο αυτό μάθησης αποτελεί ένα ζητούμενο για τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα. Η προσέγγισή του μπορεί να επιτευχθεί με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι εικονικές πραγματικότητες (προσομοιώσεις πραγματικού κόσμου, αξιοποίηση υπερκειμένων, τραπεζών δεδομένων, μοντελοποιήσεις, διασκέψεις, διαλογική μάθηση σε ομάδες, επίλυση προβλημάτων κ.ά.).
Η προοπτική αυτή ανοίγει καινούργιους δρόμους για τον ρόλο των εκπαιδευτικών
και των μαθητών.
<-----
Αρχική
|