Αρχική

Οδηγός για το διαδίκτυο Παιδαγωγικά  Γλώσσα Λογοτεχνία Κλασσική φιλολογία Ιστορία Υπερδεσμοί

Τον κώδωνα του κινδύνου για τη σημερινή προβληματική εκπαιδευτική προσέγγιση κρούουν οι πανεπιστημιακοί
 



Πώς θα έπρεπε να διδάσκεται η Ιστορία


Το εκπαιδευτικό μας σύστημα πάσχει αφού δεν παρέχει ικανοποιητική γνώση «των βασικών της παιδείας», δηλαδή «να ξέρει το παιδί γράμματα: Γλώσσα και Μαθηματικά και τα λεγόμενα “εθνικά μαθήματα”: Ιστορία και Γεωγραφία», είχε τονίσει σε μια συνέντευξή του στον υπογράφοντα, δημοσιευμένη στο περιοδικό «Κ», ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γ. Μπαμπινιώτης. Οι προβληματισμοί σχετικά με τη διδασκαλία της Ιστορίας αποτέλεσαν αντικείμενο της Ημερίδας «Διάλογος για την Ιστορία: ιστορική παιδεία και ιστορικός στο σύγχρονο εκπαιδευτικό μας σύστημα» που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα από τον Τομέα Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Α. Ραμού-Χαψιάδη. Και απ’ ό,τι φάνηκε ο διάλογος δεν έγινε για εσωτερική κατανάλωση αλλά πήρε μάλλον τη μορφή αγωνιώδους κραυγής για τη μορφή και το μέλλον της διδασκαλίας και του δασκάλου των ιστορικών μαθημάτων.

Zοφερή εικόνα από τις Πανελλήνιες
Στην ημερίδα έλαβαν μέρος, ως ομιλητές, πανεπιστημιακοί, σύμβουλοι του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου κι εκπαιδευτικοί. Από την πρώτη στιγμή τονίστηκε πως «η ανάπτυξη των ιστορικών σπουδών συνέβαλε στην ανάδειξη της ιστορίας σε συγκροτημένο επιστημονικό πεδίο το οποίο διαπλέκεται δυναμικά με την καθημερινότητα, είτε ως πλούσια εκδοτική παραγωγή και τμήμα της ύλης των εφημερίδων είτε ως αφορμή συχνά για έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις σε κοινωνικό επίπεδο». Παράλληλα, όπως επισήμαναν οι καθηγήτριες του Πανεπιστημίου Αθηνών Ο. Κατσιαρδή-Hering και Α. Παπαδία-Λάλα, «μια ζοφερή εικόνα σκιαγραφούν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων, με το μάθημα της Ιστορίας Γενικής Παιδείας να βρίσκεται στην κορυφή της αποτυχίας των μαθητών σε ποσοστό που υπερβαίνει το 52%», πράγμα που σημαίνει ότι τα σοβαρά ιστορικά λάθη και η αδυναμία ερμηνείας των ιστορικών φαινομένων στα γραπτά των μαθητών προκαλούν εύλογους προβληματισμούς στο κοινωνικό σύνολο».

Πιο συγκεκριμένος, ο Α. Αζέλης, καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, διδάκτωρ Ιστορίας και συγγραφέας ενός κεφαλαίου στο εγχειρίδιο της Ιστορίας Κατεύθυνσης της Γ΄ λυκείου, εντόπισε τις μαθησιακές δυσκολίες των μαθητών αναφορικά με την Ιστορία στα αναλυτικά προγράμματα διδασκαλίας, στα σχολικά εγχειρίδια, στο εκπαιδευτικό προσωπικό και στο μοντέλο σχολείου που υιοθετεί η ελληνική πολιτεία. «Τα αναλυτικά προγράμματα», ανέφερε ο κ. Αζέλης, «ξεπερνούν τις δυνατότητες του εκπαιδευτικού χρόνου, ενώ δεν φαίνεται να έχουν σαφή κι επιτεύξιμο στόχο, κυριαρχούμενα από σύγχυση εννοιών. Τα σχολικά εγχειρίδια προσφέρουν ένα κυρίαρχο διδακτικό μοντέλο αλλά χαρακτηρίζονται από έλλειψη παιδαγωγικού προσανατολισμού, καθώς είναι γραμμένα με μια εγκυκλοπαιδική πολυσυλλεκτική λογική ή με τη λογική του ειδικού επιστήμονα ο οποίος φοβάται μήπως απομακρυνθεί από την επιστημονική ακρίβεια», έτσι ώστε ο μαθητής να εισπράττει μεν ακριβείς πληροφορίες, να μην ξέρει όμως τι να τις κάνει. Επίσης, όπως υποστήριξε ο ίδιος ομιλητής, οι «φιλόλογοι» δεν έχουν όλοι επαρκείς γνώσεις του αντικειμένου αφού δεν είναι όλοι ιστορικοί ή δεν γνωρίζουν τις μεθόδους των νέων γνωστικών αντικειμένων που διδάσκονται τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της κατάτμησης των φιλοσοφικών σχολών σε ανεξάρτητα τμήματα με διακριτά προγράμματα. Και στην πράξη, οι νεότεροι (άρα και πιο καταρτισμένοι στα νέα επιστημονικά δεδομένα πολλές φορές κάτοχοι μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων) καθηγητές «παροπλίζονται σε περιφερειακά σχολεία των 30 μαθητών στερούμενοι πρακτικά τη δυνατότητα μετάθεσης στα μεγάλα σχολεία των αστικών κέντρων ή παίρνουν μετάθεση για υπηρεσίες μη εκπαιδευτικού χαρακτήρα». Τέλος, το μοντέλο του σύγχρονου σχολείου «είναι ασαφές, δεν έχει διασαφηνιστεί δηλαδή τι υπηρεσίες πρέπει να παρέχει, αφού το Λύκειο λειτουργεί ως προθάλαμος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», καταργείται δηλαδή η παιδαγωγική του αυτοτέλεια και συρρικνώνονται οι στόχοι του.

Ακόμα πιο συγκεκριμένα, στα σχολικά εγχειρίδια αναφέρθηκε η διδάσκουσα στο πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Χ. Κουλούρη, τιτλοφορώντας εύγλωττα την ανακοίνωσή της «Οι μάχες των σχολικών εγχειριδίων και ο πόλεμος για την ιστορία», ενώ ο Γ. Κόκκινος, επίκουρος καθηγητής στο Παιδαγωγικό τμήμα του πανεπιστημίου Αιγαίου αναφέρθηκε στα «γνωρίσματα της ιστορικής κουλτούρας μαθητών και φοιτητών».

Ο ρόλος του ιστορικού
«Με τους ισχύοντες υπερβολικά υψηλούς αριθμούς εισαγομένων φοιτητών», υπογράμμισε ο λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κ. Ράπτης, «οι απόφοιτοι δέκα πανεπιστημιακών τμημάτων της χώρας, με την Ιστορία ως μία από τις κατευθύνσεις τους, είναι πάρα πολλοί για τις ανάγκες της Ελλάδας, όσο μακραίωνο κι ιστορικό παρελθόν κι αν διαθέτει. Το ζήτημα είναι να δημιουργήσουμε νέες ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης για τους αποφοίτους των εν λόγω τμημάτων, εφόσον δεν μπορούν να απορροφηθούν από τη Μέση Εκπαίδευση» και φωτογράφισε ως χώρο επαγγελματικής ένταξης τις εφημερίδες, τους εκδοτικούς οίκους και τα ερευνητικά και πολιτιστικά ιδρύματα, τη στιγμή που η Ιστορία ως εξεταζόμενο αντικείμενο, κακώς, εξαιρέθηκε πρόσφατα από τους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ για θέσεις πέραν των εκπαιδευτικών. Ως μερική λύση ανέφερε τη συνεργασία των ιστορικών τμημάτων με άλλα (π.χ. ΜΜΕ και Πληροφορικής) με σκοπό τη δημιουργία αποφοίτων με πιο σύγχρονες και ειδικές δεξιότητες. Πρώτιστα όμως, σημείωσε, θα πρέπει να κατοχυρωθεί το επάγγελμα του ιστορικού, το οποίο επισήμως δεν αναγνωρίζεται καν ως επάγγελμα!

Oσο όμως διατηρείται η νεφελώδης κατάσταση σχετικά με τον επαγγελματικό ρόλο του αποφοίτου των ιστορικών τμημάτων τη στιγμή που εκείνα γεμίζουν κάθε χρόνο με όλο και περισσότερους φοιτητές που ως μόνη σίγουρη διέξοδο έχουν την Μέση Εκπαίδευση, οι πιέσεις προς τους διδάσκοντες για ένα «γρήγορο πτυχίο και μετά συμμετοχή στο ΑΣΕΠ-Εκπαιδευτικών» γίνονται αφόρητες εις βάρος της κατάρτισής τους. Και αν πριν από λίγα χρόνια στα εν λόγω τμήματα εισάγονταν «οι μαθητές του 18», σήμερα που αυτοί οι μαθητές προτιμούν σχολές με καλύτερες επαγγελματικές διεξόδους, οι διδάσκοντες αναγκάζονται, όπως σημειώνουν η Τ. Μανιάτη-Κοκκίνη και η Ειρ. Χρήστου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, να προσπαθούν να ανατρέψουν την τυχόν αρνητική διάθεση του φοιτητή (ο οποίος βρέθηκε σε σχολή τρίτης ή τέταρτης επιλογής του) και να τον βοηθήσουν να κατανοήσει το αντικείμενο των σπουδών του. «Δεν το κατορθώνουμε όμως στο ποσοστό ποιότητας και ποσότητας που όλοι αναμένουν κι εύχονται. Δεν αποποιούμαστε την όποια ευθύνη μας ως προς τη συχνά επιεική βαθμολόγηση των μελλοντικών καθηγητών, παρά την έλλειψη κριτικής σκέψης και αφαιρετικής ικανότητας, την αδυναμία στη γλώσσα και στην έκφραση. Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η ανοχή που δείχνουμε αιτιολογείται –ίσως κακώς- με το σκεπτικό ότι οι συγκεκριμένες αδυναμίες των φοιτητών μας παραπέμπουν στην προγενέστερη ανοχή των δασκάλων, των καθηγητών και των εξεταστών στις εισαγωγικές εξετάσεις». Eτσι συνεχίζεται ο φαύλος κύκλος των ελλείψεων.

Κι ενώ στόχος της διδασκαλίας του μαθήματος της Ιστορίας, όπως επισήμανε η σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Α. Κυρκίνη-Κούτουλα, είναι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και η μεταβίβαση της συλλογικής μνήμης στο μαθητή, όπως έδειξε η ημερίδα, στην πράξη αυτό δεν γίνεται πάντα. Iσως, όπως προτάθηκε, η αναδιάταξη των γνωστικών αντικειμένων στις εξετάσεις για τις θέσεις καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης να αποτελούσε ένα θετικό βήμα…


Κι ένα σχόλιο της webslave: Παρακολούθησα τις εργασίες αυτής της ημερίδας και αποκόμισα ιδιαίτερα αλγεινές εντυπώσεις. Οι συμμετέχοντες γίναμε αναγκαστικά μάρτυρες ιδιαίτερα άκομψης επίθεσης ομάδας απέναντι σε ομιλήτρια της ημερίδας, η οποία απλά υποστήριξε τη γνώμη της. Το περιστατικό με σειρά χαρακτηρισμών που εκτοξεύτηκαν μονομερώς δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα τηλε-ρεάλιτυ της εποχής. Είχα την εντύπωση ότι οι πανεπιστημιακοί μας δάσκαλοι κατέχουν την τέχνη της  επιχειρηματολογίας. Κρίμα γιατί μερικούς τους είχαμε και σε εκτίμηση.
 

 


 

<----- Αρχική







Του Γιάννη Κολοβού

Καθημερινή 30/5/2004

 

 

 

 

 

 

 

Επικοινωνία:  terracomputerata AT gmail DOT com