Προθεσμία : φέρνω την εργασία μου μέσα στην πρώτη εβδομάδα μετά τις διακοπές του Πάσχα! (16 – 20 Μαρτίου 2018)
Κατεβάζω (download) το PowerPoint στον υπολογιστή μου και χρησιμοποιώ τις ιστοσελίδες, στις οποίες παραπέμπει (κλικ με το ποντίκι επάνω στη λέξη «μουσείο» σε κάθε διαφάνεια)
H λέξη «Θερμοπύλες» δεν έχει οριστικό άρθρο, άρα ο ποιητής δεν στοχεύει να περιγράψει το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός που συνέβη το 480 π.Χ., δηλ. την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων του Λεωνίδα ενάντια στην τεράστια στρατιά του Ξέρξη. Από το γεγονός αυτό εμπνέεται. Η αυτοθυσία και η αυταπάρνηση των ηρωικών Σπαρτιατών λειτουργεί ως αφορμή για τον Καβάφη προκειμένου να μιλήσει για το παρόν και το μέλλον. Οι «Θερμοπύλες» λειτουργούν ως σύμβολο. Ο Καβάφης αξιοποιεί το ιστορικό γεγονός, για να επαινέσει τους ανθρώπους που θέτουν στη ζωή τους (ώρισαν) κάποιον σημαντικό σκοπό και τον υπερασπίζονται (φυλάγουν) μέχρι τέλους και με κάθε θυσία. Ο ενεστώτας του ρήματος “φυλάγουν” υποδηλώνει ότι αυτό το σύμβολο αγωνιστικότητας και αξιοπρέπειας είναι διαχρονικό: φυλάγουν σήμερα, αύριο, για πάντα…
Ο ποιητής θεωρεί πως θα πρέπει να τιμούμε τους ανθρώπους που έχουν θέσει τη ζωή τους στην υπηρεσία αγαθών και ηθικών σκοπών, που στοχεύουν σε υψηλές αρχές και μένουν πιστοί στα ιδανικά τους, χωρίς να υπολογίζουν τους κινδύνους ούτε ακόμα και την ίδια τη ζωή τους. Ανακύπτει όμως, ένα πρόβλημα: ποιο είναι αυτό το ιδανικό, αυτή η υψηλή αξία, για την οποία αξίζει να δώσει κάποιος και τη ζωή του ακόμα; Ο ποιητής δεν απαντά· δεν διευκρινίζει. Δεν καθορίζει τι ακριβώς συμβολίζουν οι Θερμοπύλες. Μιλάει αόριστα για ένα “χρέος” και μας αφήνει ελεύθερους να επιλέξουμε αυτό που μας εκφράζει, αυτό που πιστεύουμε ότι θα δώσει νόημα στη ζωή μας, το ιδανικό που θα μας συνοδεύει στους αγώνες μας και θα μας κληροδοτήσει μια αξιοπρεπή κι έντιμη ζωή· μια ζωή με νόημα, που θα της πρέπει “τιμή”.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
Αμέσως μετά έρχονται οι περιορισμοί, οι προϋποθέσεις που θέτει ο ποιητής στις επιλογές μας. Οι άνθρωποι που φυλάνε τις Θερμοπύλες και παραμένουν, παρά τις δυσκολίες που κατά καιρούς αντιμετωπίζουν, αμετακίνητοι από την αρχική τους απόφαση είναι πράγματι αξιοθαύμαστοι,
αρκεί 1ον να παρακινούνται, να έχουν δηλ. ως κίνητρο, το “χρέος”, το ίδιο δηλ. το ιδανικό που επέλεξαν: ο αγώνας θα πρέπει να γίνει για χάρη αυτής της ίδιας της αξίας, για την οποία πολεμάμε και όχι για κάποιο άλλο όφελος. Ανιδιοτέλεια, λοιπόν, είναι ο πρώτος περιορισμός του ποιητή,
αρκεί 2ον να αγωνίζονται με δικαιοσύνη και εντιμότητα (δίκαιοι κ’ ίσιοι), με σεβασμό στα δικαιώματα των άλλων (ίσως ακόμα και των εχθρών). Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα στην καβαφική ηθική. Δεν χωρούν φτηνές δικαιολογίες για τη χρήση αθέμιτων μέσων προκειμένου να επιτύχουμε το στόχο μας. Ο αγώνας θα γίνει με αξιοπρέπεια, με κανόνες και δικαιοσύνη,
αρκεί 3ον να γίνει με ανθρωπιά (ευσπλαχνία). Ο ήρωας που θυσιάζει τον εαυτό του, αγωνιζόμενος για τα ιδανικά του, δεν επιτρέπεται να χάσει τον ανθρωπισμό του. Οι Θερμοπύλες χωρούν μόνο εκείνους που ζουν με ηθικές αρχές και ταυτόχρονα είναι ακριβοδίκαιοι στις πράξεις τους, χωρίς να αφήνουν την προσκόλλησή τους στις αρχές τους να επηρεάζει την κυριότερη αρετή: την ευσπλαχνία και τη συμπόνια για τους άλλους ανθρώπους. Τιμή πρέπει σ’ εκείνους που δεν γίνονται απάνθρωποι στο όνομα των ιδεών τους, γιατί τότε οι ιδέες τους δεν θα άξιζαν να γίνουν υψηλά ιδανικά, πυξίδα για κάθε ανθρώπινη δράση. Τιμή πρέπει σ’ εκείνους που υπερασπίζονται τις αξίες τους χωρίς φανατισμό και μνησικακία για τους άλλους ανθρώπους· χωρίς να τυφλώνονται από το πάθος για κάτι που εγωιστικά και μισαλλόδοξα θεωρούν σημαντικό, αποκλείοντας τα ιδανικά των άλλων. Παλεύουμε για τα πιστεύω μας, λέει ο Καβάφης, με αγάπη και όχι με μίσος, γιατί θέλουμε με τα ιδανικά μας να κτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο και για εμάς και για το συνάνθρωπό μας.
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
Οι πλούσιοι, οι άνθρωποι εκείνοι που δεν ανησυχούν για το πώς θα καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες, παλεύουν με μεγαλύτερη άνεση (γενναίοι) για κάποιο σκοπό και δίνονται σε αυτόν ολοκληρωτικά. Αντίθετα, οι φτωχοί, με έντονη την ανησυχία για την καθημερινή τους διαβίωση να τους συντροφεύει, είναι δυσκολότερο να αφοσιωθούν στην προάσπιση ενός ιδανικού (ες μικρόν γενναίοι)· η ζωή τους κυριεύεται από πρακτικούς σκοπούς, χάνονται στην καθημερινότητα και τις ασήμαντες λεπτομέρειές της. Αυτό, όμως, που έχει σημασία για τον ποιητή είναι η πρόθεση, η προσπάθεια του καθενός στο μέτρο που μπορεί (συντρέχοντεςόσο μπορούνε) να προασπίζεται τις αρχές και τα ιδανικά του.
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Οι άνθρωποι αυτοί που θέλει να τιμήσει ο ποιητής, παρά το γεγονός ότι είναι αφοσιωμένοι στην υπεράσπιση των αρχών τους και παραμένουν πάντοτε ειλικρινείς, δεν τους επιτρέπεται να είναι μνησίκακοι απέναντι στους ανθρώπους που καταφεύγουν (ίσως από αδυναμία, ίσως από ιδιοτέλεια) στο ψέμα. Αυτό δεν αποτελεί αντίφαση, αλλά ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των καβαφικών ηρώων: είναι φιλαλήθεις χωρίς κακία, μαχητικοί χωρίς ματαιοδοξία, δυνατοί χωρίς εκδικητικότητα. Η συμπεριφορά τους διακρίνεται από ανωτερότητα ήθους· καθόλου από μικροπρέπειες, μίση και εγωισμούς. Έχουν συνείδηση του δύσκολου αγώνα τους και γι’ αυτό κατανοούν πως η διεξαγωγή του δεν είναι εφικτή για όλους. Κατανοούν, δηλαδή, πως πολλοί άνθρωποι γύρω τους δεν έχουν την ηθική και ψυχική δύναμη να δώσουν ένα ανάλογο αγώνα, γι’ αυτό και αποδέχονται εκείνους που κάνουν λάθη, που ψεύδονται για να καλύψουν ίσως την αδυναμία τους. Το ηθικό μεγαλείο ενός ανθρώπου, άλλωστε, γίνεται εμφανές όχι μόνο από το πόσο αυστηρός μπορεί να είναι απέναντι στον εαυτό του, αλλά κι από την κατανόηση που δείχνει στις αδυναμίες και τα ελαττώματα των συνανθρώπων του. Ο ενάρετος άνθρωπος δεν συμβαδίζει με αυτόν που φθονεί, αλλά με αυτόν που κατανοεί και συμπάσχει στην αδυναμία του άλλου. Είναι μεγαλόψυχος, δεν πλημμυρίζει από αρνητικά συναισθήματα και αγωνίζεται και για αυτούς που αδυνατούν, που φοβούνται.
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
Οι στίχοι 11-14 αποτελούν την τρίτη ενότητα του ποιήματος – επιγράμματος[1] και επιχειρούν να απαντήσουν στον τελευταίο ενδοιασμό πριν τη μεγάλη απόφαση που έρχεται η ώρα να πάρει κάθε άνθρωπος: να δοθώ μέχρι τέλους στον σκοπό μου ή να υπολογίσω το αποτέλεσμα, τις συνέπειες; Η μέγιστη τιμή αποδίδεται σε αυτούς που συνεχίζουν τον αγώνα παρά το ότι διαισθάνονται ή και βλέπουν καθαρά το τραγικό τέλος. Η επερχόμενη ήττα δεν τους πτοεί, δεν τους τρομάζει. Το αναπόφευκτα οδυνηρό τέλος (οι Μήδοι επί τέλους θαδιαβούνε) προσδίδει έναν δραματικό χαρακτήρα στο ποίημα, στη ζωή του αγωνιστή· κάνει την αυτοθυσία του να μοιάζει τραγική αλλά και μεγαλειώδη, ανεπανάληπτη. Επομένως, (περισσότερη τιμή τους πρέπει), επειδή, παρότι γνωρίζουν το τραγικό τους τέλος, θυσιάζονται για τις ιδέες τους, για το όραμά τους για τον κόσμο που μένει αθάνατο. Οι αξίες που έδιναν νόημα στη ζωή τους θα θεμελιωθούν γερά στην ψυχή των γενεών που θα ακολουθήσουν. Οι ήρωες στις “Θερμοπύλες” δεν είναι λιπόψυχοι σαν τους Τρώες (από το ομώνυμο ποίημα του Καβάφη) που λένε ότι «όταν η μεγάλη κρίσις έλθει, / η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται· / ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει· / ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή».
[1] Επίγραμμα = ποιητικό είδος που χαρακτηρίζεται από συντομία και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην αρχαία εποχή, συχνά με σκοπό τη χάραξή του σε μνημείο, ώστε να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη του νεκρού.
Η ικεσία ήταν ένας σημαντικός θεσμός της αρχαίας Ελλάδας, για την οποία έχουμε πολύτιμες μαρτυρίες από τα ομηρικά έπη. Προστάτης της ικεσίας ήταν ο «πατέρας των θεών και των ανθρώπων», ο “Ικέσιος Δίας”, τον οποίον επικαλούνται οι ικέτες, προκειμένου να πείσουν τα πρόσωπα που παρακαλούσαν για βοήθεια, να σεβαστούν τα αιτήματά τους.
Στην τραγωδία του Αισχύλου «Ἱκέτιδες»[1] ο χορός των Δαναΐδων (οι πενήντα κόρες του Δαναού) αναφέρουν ως προστάτη της ικεσίας το Δία: «είναι βαριά η οργή του Δία που τους ικέτες προστατεύει» (στιχ.: 347, μτφρ. Θ. Γ. Μαυρόπουλος).
Ικεσία Πρίαμου προς Αχιλλέα
Aleksandr Andreevich Ivanov, 1824
Η ικεσία, λοιπόν, ήταν μία ιδιαίτερη μορφή αίτησης προστασίας που είχε ιερό χαρακτήρα, μία ταπεινή παράκληση που ο άγραφος νόμος όριζε ότι έπρεπε να γίνει σεβαστή και να εισακουστεί. Η ικεσία απευθυνόταν προς ένα πρόσωπο που ήταν σε πιο ισχυρή θέση και μπορούσε να πραγματοποιήσει μια πολύ σημαντική επιθυμία του ικέτη, μία επιθυμία που συνήθως σχετιζόταν με την ασφάλεια της ίδιας της ζωής του. Ο ικέτης χρειαζόταν άμεσα βοήθεια – προστασία ή άσυλο, βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο και ταπεινωνόταν, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του ισχυρού προσώπου, από το οποίο έλπιζε βοήθεια και σωτηρία. Μπορούσε να ήταν κάποιος που είχε διαπράξει ένα έγκλημα και καταδιωκόταν για να τιμωρηθεί ή ένας που είχε ο ίδιος αδικηθεί και ζητούσε βοήθεια για να αποκαταστήσει την τιμή του. Η αναγνώριση της σημασίας του θεσμού (ιδίως σε μια εποχή χωρίς δικαστήρια) είχε οδηγήσει σε μία συγκεκριμένη εθιμοτυπία για την τέλεση της ικεσίας (το τυπικό της ικεσίας), το οποίο γινόταν σεβαστό από τους ικέτες και τους ικετευόμενους με θρησκευτική ευλάβεια.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι η ικεσία ήταν συνηθισμένη ακόμα και ανάμεσα στους θεούς (ανθρωπομορφισμός). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ικεσία της Θέτιδας προς το Δία στην αρχή της Ιλιάδας. Η ικεσία της Θέτιδας είναι αποτέλεσμα της υπόσχεσης που είχε δώσει στο γιο της, Αχιλλέα (Α 420), ότι θα προσπαθήσει να πείσει τον Δία να χαρίσει νίκες στους Τρώες μέχρι να καταλάβουν οι Αχαιοί την αξία του και να ζητήσουν μετανιωμένοι την επιστροφή του στο πεδίο της μάχης (αποκατάσταση της τιμής του).
Από την περιγραφή του Ομήρου μπορούμε να διακρίνουμε τις φάσεις του τυπικού της ικεσίας:
Ο ικέτης (= η Θέτιδα)
γονατίζει μπροστά στον ικετευόμενο (= το Δία)
αγγίζει με το αριστερό χέρι τα γόνατά του
με το δεξί χέρι το πηγούνι και τα γένια του
τον προσφωνεί («Διά πατέρα»)
του υπενθυμίζει τις παρελθοντικές της υπηρεσίες («αν κάποτε … σ’ έχω ωφελήσει»: αρχή της προσφοράς και ανταπόδοσης)
τον κολακεύει, τον επαινεί («πάνσοφε»)
διατυπώνει το αίτημά της (τον παρακαλά να τιμήσει το γιο της, τον Αχιλλέα, τονίζοντας την τραγική του μοίρα και δίνοντας έμφαση στην αδικία του Αγαμέμνονα – επίκληση του συναισθήματος).
Ο σεβασμός της ικεσίας φαίνεται ότι βασιζόταν στις αρετές της φιλαλληλίας, της συμπάθειας προς κάθε αδύναμο άνθρωπο και του οίκτου (του «ελέου»), καθώς και στην ευσέβεια προς τους θεούς που τους προστάτευαν. Έμοιαζε να αποτελεί μια ηθική υποχρέωση (που βέβαια, δεν τηρούνταν όλες τις φορές) όμοια με αυτή της φιλοξενίας.
Οι βωμοί των θεών ή οι εστίες των σπιτιών, όπου συνήθως προσέτρεχαν οι ικέτες, κρατώντας την ικετηρία (ένα κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με άσπρο μαλλί προβάτου), ήταν χώροι απαράβατου ασύλου. Στις Ικέτιδες του Αισχύλου ο Δαναός, βλέποντας το στρατό των Αργείων να πλησιάζει, συμβουλεύει τις κόρες του: «καλύτερο για κάθε περίπτωση, κόρες μου, / είναι να καθίσετε / κοντά σ’ αυτό το βράχο των θεών που / εποπτεύουν τους αγώνες. / Πιο δυνατός κι από πύργο είναι ο βωμός, / ασπίδα άθραυστη». (στ. 188-190, μτφρ. Μαυρόπουλος).
Το αξιοσημείωτο στην ικεσία είναι ότι η απόρριψη μιας τόσο ταπεινής παράκλησης από έναν αδύναμο άνθρωπο οδηγούσε στα όρια της ύβρης και ήταν πολύ πιθανό να επιφέρει στον αρνητή μεγάλες συμφορές (άγος) στο μέλλον –στον ίδιο ή και στην οικογένειά του– αφού η άρνηση της ασυλίας (όπως και της φιλοξενίας) θα προκαλούσε την οργή των θεών. Στην Ιλιάδα, η οποία αρχίζει με την ικεσία του Χρύση να επιστρέψουν οι Αχαιοί πίσω την αιχμάλωτη κόρη του και τελειώνει με την ικεσία του Πρίαμου προς τον Αχιλλέα να του δώσει πίσω το νεκρό σώμα του Έκτορα, του γιου του, η ικεσία είναι θεοποιημένη: είναι οι Παράκλησες (= Λιταί), των οποίων η προσβολή (η άρνηση της ικεσίας) επιφέρει βάσανα και δυστυχία. Ας ακούσουμε τι λέει ο απεσταλμένος των Αχαιών, ο Φοίνικας, στον Αχιλλέα, προκειμένου να τον πείσει να δεχτεί την παράκληση των συντρόφων του και να επιστρέψει στη μάχη: Ιλιάδα, Ι: 502-512 (μτφρ. Ιακ. Πολυλά).
«Ότ’ οι Ικεσίες του Διός του υψίστου θυγατέρες,
είναι χωλές, αλλήθωρες, στην όψιν ζαρωμένες
και φροντισμένες σέρνονται οπίσω από την Άτην.
Κι η Άτη στερεόποδη, γερή πολύ, προτρέχει
σ’ όλην την γην και τους θνητούς προφθάνει ν’ αδικήση.
Και αυτές έρχονται πίσω της τ’ αδίκημα να σιάσουν.
Και όποιος με ευλάβειαν δέχεται τες κόρες του Κρονίδη,
τον βοηθούν και ακρόασιν στες προσευχές του δίδουν.
Και αν τες αρνείται αμάλακτος, παρακαλούν τον Δία
να στείλει ευθύς κατόπι του την Άτην, δια να πάθη
όμοια και αυτός και ολόκληρον το κρίμα να πλερώσει.».
[1] Η τραγωδία εξιστορεί την ικεσία των Δαναΐδων και του πατέρα τους προς το βασιλιά της πόλης του Άργους, για να τις δεχτεί στη χώρα του και να αποφύγουν τον ανίερο γάμο με τους γιους του Αιγύπτου, από τη χώρα του οποίου απέδρασαν.