ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΙΛΙΑΔΑ

Ομήρου Ιλιάδα

Σχολικό έτος: 2017-18

Οι μαθητές της Β΄ Γυμνασίου επιχειρούν μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του ομηρικού ήρωα της Ιλιάδας: εξωτερική εμφάνιση – ψυχικός κόσμος – ιδέες

<div data-configid=»15760535/62484579″ style=»width:400px; height:300px;» class=»issuuembed»></div>
<script type=»text/javascript» src=»//e.issuu.com/embed.js» async=»true»></script>

 

 

 

Ικεσία στα ομηρικά έπη

Η ικεσία ήταν ένας σημαντικός θεσμός της αρχαίας Ελλάδας, για την οποία έχουμε πολύτιμες μαρτυρίες από τα ομηρικά έπη. Προστάτης της ικεσίας ήταν ο «πατέρας των θεών και των ανθρώπων», ο “Ικέσιος Δίας”, τον οποίον επικαλούνται οι ικέτες, προκειμένου να πείσουν τα πρόσωπα που παρακαλούσαν για βοήθεια, να σεβαστούν τα αιτήματά τους.

Στην τραγωδία του Αισχύλου «Ἱκέτιδες»[1] ο χορός των Δαναΐδων (οι πενήντα κόρες του Δαναού) αναφέρουν ως προστάτη της ικεσίας το Δία: «είναι βαριά η οργή του Δία που τους ικέτες προστατεύει» (στιχ.: 347, μτφρ. Θ. Γ. Μαυρόπουλος).

 

Ικεσία Θέτιδας προς Δία
Jean-Auguste-Dominique Ingres, 1811

 

Η ικεσία, λοιπόν, ήταν μία ιδιαίτερη μορφή αίτησης προστασίας που είχε ιερό χαρακτήρα, μία ταπεινή παράκληση που ο άγραφος νόμος όριζε ότι έπρεπε να γίνει σεβαστή και να εισακουστεί. Η ικεσία απευθυνόταν προς ένα πρόσωπο που ήταν σε πιο ισχυρή θέση και μπορούσε να πραγματοποιήσει μια πολύ σημαντική επιθυμία του ικέτη, μία επιθυμία που συνήθως σχετιζόταν με την ασφάλεια της ίδιας της ζωής του. Ο ικέτης χρειαζόταν άμεσα βοήθεια – προστασία ή άσυλο, βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο και ταπεινωνόταν, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του ισχυρού προσώπου, από το οποίο έλπιζε βοήθεια και σωτηρία. Μπορούσε να ήταν κάποιος που είχε διαπράξει ένα έγκλημα και καταδιωκόταν για να τιμωρηθεί ή ένας που είχε ο ίδιος αδικηθεί και ζητούσε βοήθεια για να αποκαταστήσει την τιμή του. Η αναγνώριση της σημασίας του θεσμού (ιδίως σε μια εποχή χωρίς δικαστήρια) είχε οδηγήσει σε μία συγκεκριμένη εθιμοτυπία για την τέλεση της ικεσίας (το τυπικό της ικεσίας), το οποίο γινόταν σεβαστό από τους ικέτες και τους ικετευόμενους με θρησκευτική ευλάβεια.

Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι η ικεσία ήταν συνηθισμένη ακόμα και ανάμεσα στους θεούς (ανθρωπομορφισμός). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ικεσία της Θέτιδας προς το Δία στην αρχή της Ιλιάδας. Η ικεσία της Θέτιδας είναι αποτέλεσμα της υπόσχεσης που είχε δώσει στο γιο της, Αχιλλέα (Α 420), ότι θα προσπαθήσει να πείσει τον Δία να χαρίσει νίκες στους Τρώες μέχρι να καταλάβουν οι Αχαιοί την αξία του και να ζητήσουν μετανιωμένοι την επιστροφή του στο πεδίο της μάχης (αποκατάσταση της τιμής του).

Από την περιγραφή του Ομήρου μπορούμε να διακρίνουμε τις φάσεις του τυπικού της ικεσίας:

Ο ικέτης (= η Θέτιδα)

  1. γονατίζει μπροστά στον ικετευόμενο (= το Δία)
  2. αγγίζει με το αριστερό χέρι τα γόνατά του
  3. με το δεξί χέρι το πηγούνι και τα γένια του
  4. τον προσφωνεί («Διά πατέρα»)
  5. του υπενθυμίζει τις παρελθοντικές της υπηρεσίες («αν κάποτε … σ’ έχω ωφελήσει»: αρχή της προσφοράς και ανταπόδοσης)
  6. τον κολακεύει, τον επαινεί («πάνσοφε»)
  7. διατυπώνει το αίτημά της (τον παρακαλά να τιμήσει το γιο της, τον Αχιλλέα, τονίζοντας την τραγική του μοίρα και δίνοντας έμφαση στην αδικία του Αγαμέμνονα – επίκληση του συναισθήματος).

Ο σεβασμός της ικεσίας φαίνεται ότι βασιζόταν στις αρετές της φιλαλληλίας, της συμπάθειας προς κάθε αδύναμο άνθρωπο και του οίκτου (του «ελέου»), καθώς και στην ευσέβεια προς τους θεούς που τους προστάτευαν. Έμοιαζε να αποτελεί μια ηθική υποχρέωση (που βέβαια, δεν τηρούνταν όλες τις φορές) όμοια με αυτή της φιλοξενίας.

 

Οι βωμοί των θεών ή οι εστίες των σπιτιών, όπου συνήθως προσέτρεχαν οι ικέτες, κρατώντας την ικετηρία (ένα κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με άσπρο μαλλί προβάτου), ήταν χώροι απαράβατου ασύλου. Στις Ικέτιδες του Αισχύλου ο Δαναός, βλέποντας το στρατό των Αργείων να πλησιάζει, συμβουλεύει τις κόρες του: «καλύτερο για κάθε περίπτωση, κόρες μου, / είναι να καθίσετε / κοντά σ’ αυτό το βράχο των θεών που / εποπτεύουν τους αγώνες. / Πιο δυνατός κι από πύργο είναι ο βωμός, / ασπίδα άθραυστη». (στ. 188-190, μτφρ. Μαυρόπουλος).

Το αξιοσημείωτο στην ικεσία είναι ότι η απόρριψη μιας τόσο ταπεινής παράκλησης από έναν αδύναμο άνθρωπο οδηγούσε στα όρια της ύβρης και ήταν πολύ πιθανό να επιφέρει στον αρνητή μεγάλες συμφορές (άγος) στο μέλλον –στον ίδιο ή και στην οικογένειά του– αφού η άρνηση της ασυλίας (όπως και της φιλοξενίας) θα προκαλούσε την οργή των θεών. Στην Ιλιάδα, η οποία αρχίζει με την ικεσία του Χρύση να επιστρέψουν οι Αχαιοί πίσω την αιχμάλωτη κόρη του και τελειώνει με την ικεσία του Πρίαμου προς τον Αχιλλέα να του δώσει πίσω το νεκρό σώμα του Έκτορα, του γιου του, η ικεσία είναι θεοποιημένη: είναι οι Παράκλησες (= Λιταί), των οποίων η προσβολή (η άρνηση της ικεσίας) επιφέρει βάσανα και δυστυχία. Ας ακούσουμε τι λέει ο απεσταλμένος των Αχαιών, ο Φοίνικας, στον Αχιλλέα, προκειμένου να τον πείσει να δεχτεί την παράκληση των συντρόφων του και να επιστρέψει στη μάχη: Ιλιάδα, Ι: 502-512 (μτφρ. Ιακ. Πολυλά).

«Ότ’ οι Ικεσίες του Διός του υψίστου θυγατέρες,

είναι χωλές, αλλήθωρες, στην όψιν ζαρωμένες

και φροντισμένες σέρνονται οπίσω από την Άτην.

Κι η Άτη στερεόποδη, γερή πολύ, προτρέχει

σ’ όλην την γην και τους θνητούς προφθάνει ν’ αδικήση.

Και αυτές έρχονται πίσω της τ’ αδίκημα να σιάσουν.

Και όποιος με ευλάβειαν δέχεται τες κόρες του Κρονίδη,

τον βοηθούν και ακρόασιν στες προσευχές του δίδουν.

Και αν τες αρνείται αμάλακτος, παρακαλούν τον Δία

να στείλει ευθύς κατόπι του την Άτην, δια να πάθη

όμοια και αυτός και ολόκληρον το κρίμα να πλερώσει.».

 

[1] Η τραγωδία εξιστορεί την ικεσία των Δαναΐδων και του πατέρα τους προς το βασιλιά της πόλης του Άργους, για να τις δεχτεί στη χώρα του και να αποφύγουν τον ανίερο γάμο με τους γιους του Αιγύπτου, από τη χώρα του οποίου απέδρασαν.