Σχολαστικός ἰατρῷ συναντήσας
-
μονόπτωτο
-
δίπτωτο
ἔλεγεν αὐτῷ τάδε
-
μονόπτωτο
-
δίπτωτο
συγχώρησόν μοι
-
μονόπτωτο
-
δίπτωτο
καὶ μή μοι μέμψῃ
-
μονόπτωτο
-
δίπτωτο
ὅτι (= διότι) οὐκ
ἐνόσησα νόσημά τι
-
μονόπτωτο
-
δίπτωτο
Ξενοφῶν ἐπυνθάνετο (= ζητούσε να μάθει)
τῶν αἰχμαλώτων ἑτέραν ὁδόν.
-
μονόπτωτο
-
δίπτωτο
Σωκράτης ἐδίδασκε τοὺς μαθητὰς τὴν ἀρετὴν
-
μονόπτωτο
-
δίπτωτο
ἐπράττετο (= δεν έπαιρνε)
αὐτοὺς χρήματα.
-
μονόπτωτο
-
δίπτωτο