ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Αποχαιρετιστήρια συνάντηση Οδυσσέα-Ναυσικάς
● Το τραγούδι για τον Δούρειο Ίππο
● Θρήνος του Oδυσσέα και αυτοπαρουσίαση
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 33η ημέρα:
13η ενότητα
θ 550 Κι αφού τον έλουσαν οι δούλες και τον άλειψαν με λάδι,
του φόρεσαν ωραία χλαμύδα και χιτώνα. Κι έτσι λαμπρός
βγήκε από το λουτρό και προχωρούσε προς τους άλλους
που έπιναν κρασί. Τότε κι η Ναυσικά, με τα θεόσταλτά της κάλλη,
στάθηκε πλάι στον παραστάτη της καλοδεμένης στέγης
555 κι έμεινε εκεί να τον θαυμάζει, το βλέμμα προσηλώνοντας
στον Οδυσσέα. Ύστερα μίλησε, κι όπως τον προσφωνούσε,
τα λόγια της πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, ω ξένε. Όταν μια μέρα φτάσεις στην πατρίδα σου,
να με θυμάσαι· γιατί σ’ εμένα πρώτη οφείλεις τη ζωή σου.»
560 Ευθύς της αποκρίθηκε με την πολύτροπή του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Ω Ναυσικά, κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκινόου!
Άμποτε ο Δίας να ενδώσει, κεραυνοβόλος σύζυγος της Ήρας,
κι εγώ να φτάσω στην πατρίδα, να δω του νόστου μου τη μέρα·
τότε, το υπόσχομαι, σ’ εσένα, σαν θεά, εκεί τις προσευχές μου
565 θα αναπέμπω, μέχρι το τέλος της ζωής μου,
γιατί σ’ εσένα, κόρη μου, χρωστώ που ακόμη ζω.»
Μιλώντας, κάθισε σε θρόνο, στο πλάι του βασιλιά Αλκινόου,
κι ήταν η ώρα που το κρέας μοίραζαν και συγκερνούσαν το κρασί.
Τότε φτάνει κι ο κήρυκας
φέρνοντας μέσα τον Δημόδοκο,
570 τον αοιδό που ο κόσμος αγαπούσε και τιμούσε· [...]
573 Κι αμέσως τον κήρυκα προσφώνησε πολύγνωμος ο Οδυσσεύς,
574–75 κόβοντας απ’ την πλάτη ένα κομμάτι [...] / από ένα χοίρο μ’ άσπρα δόντια [...]:
576 «Ορίστε, κήρυκα, πρόσφερε τούτο το κρέας στον Δημόδοκο,
να το γευτεί· θέλω να δείξω την εκτίμησή μου,
κι ας με βαραίνει η τόση θλίψη.
579–80 Γιατί πάνω στη γη όλοι οι θνητοί οφείλουν σέβας και τιμή στους αοιδούς [...].»
584 Τότε κι οι άλλοι απλώνουν στο έτοιμο φαγητό τα χέρια τους,
585 κι όταν ο πόθος τους κορέστηκε με το φαΐ, με το πιοτό,
γύρισε στον Δημόδοκο με την πολύτροπή του γνώση
ο Οδυσσέας και τον προσφώνησε:
«Δημόδοκε, εσένα ξεχωρίζω από όλους τους θνητούς στον έπαινό μου·
σε δίδαξε ασφαλώς η Μούσα, η κόρη του Διός, ή κι ο Απόλλων,
590 έτσι που τραγουδάς με τάξη εξαίρετη των Αχαιών τη μοίρα,
τι έπραξαν οι Αχαιοί, τι έπαθαν, τι έχουν υποφέρει·
σάμπως να βρέθηκες παρών ο ίδιος ή σου τα είπε κάποιος που τα είδε.
Μα τώρα λέω άλλαξε σκοπό, ιστόρησέ μας για τον δούρειο ίππο,
το πώς τον έφτιαξε με τέχνη ο Επειός, και η Αθηνά μαζί του·
το πώς τον δόλο αυτόν τον έφερε επάνω στην ακρόπολη ο θείος Οδυσσεύς,
κλείνοντας μέσα του πλήθος ανδρών –
αυτούς που ερήμωσαν το Ίλιο.
Ανίσως κατορθώσεις με τη σωστή σειρά κι αυτά ν’ ανιστορήσεις,
τότε κι εγώ θα ομολογήσω σ’ όλους τους ανθρώπους ότι
600 ένας θεός καλόγνωμος σου χάρισε το θείο τραγούδι.»
Έτσι του μίλησε, κι αυτός θεόπνευστος φανέρωσε
του τραγουδιού του την αρχή. Απ’ το σημείο κινώντας, όταν
οι άλλοι, ανεβαίνοντας στα πλοία με τη γερή κουβέρτα,
πήραν να φεύγουν, βάζοντας στις σκηνές φωτιά.
605 Ενώ οι υπόλοιποι, γύρω στον περιβόητο Οδυσσέα,
στην αγορά των Τρώων βρέθηκαν, κρυμμένοι στην κοιλιά του αλόγου,
που μόνοι τους οι Τρώες το ’φεραν στην ακρόπολή τους.
Ο δούρειος ίππος ήταν εκεί στημένος, κι εκείνοι, τριγύρω
καθισμένοι, αγόρευαν πολλά κι ανόητα. Τότε μοιράστηκε
610 στα τρία η γνώμη τους:
ή να κεντήσουν το κούφιο ξύλο με τον άσπλαχνο χαλκό τους·
ή να τον σύρουν στην κορφή, να γκρεμιστεί πάνω στους βράχους·
ή άθικτο να τον αφήσουν,
για τους θεούς εξιλαστήριο
αφιέρωμα. Κι έμελλε να συντελεστεί η τρίτη γνώμη·
615 γιατί ήταν το γραφτό της μοίρας τους να αφανιστούν, αν τον προστάτευε
η πόλη αυτόν τον μέγα δούρειο ίππο, όπου
ήσαν κρυμμένοι οι άριστοι των Αχαιών, στους Τρώες απειλώντας
θάνατο και φόνο.
Και τραγουδούσε πώς των Αχαιών τα παλικάρια πάτησαν
620 το κάστρο, όταν ξεχύθηκαν από τον δούρειο ίππο [...].
622 Και τραγουδούσε πώς σκορπίστηκαν, ένας εδώ άλλος αλλού,
ρημάζοντας την πάνω πόλη· ο Οδυσσέας όμως, σαν τον Άρη,
με τον ισόθεο μαζί Μενέλαο, πώς τράβηξαν ορμώντας
625 στο παλάτι του Δηιφόβου·
κι εκεί,
διηγήθηκε, το πώς εκείνος
τόλμησε πόλεμο ανελέητο, και τέλος νίκησε
με τη βοήθεια της αντρειωμένης Αθηνάς.
Αυτά τραγούδαγε ο φημισμένος αοιδός· ωστόσο ο Οδυσσέας
έλιωνε, το δάκρυ του έτρεχε ασταμάτητο μουσκεύοντας τα μάγουλά του.
630 Πώς μια γυναίκα μοιρολογεί τον άντρα της πεσμένη πάνω του,
που εκεί, μπροστά στην πόλη του και στον λαό του, πέφτει
για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα του, να τα γλιτώσει
από τη μαύρη μέρα·
κι εκείνη, όπως τον βλέπει τώρα να σπαρταρά και να τελειώνει,
635 γύρω του σωριασμένη, σπαράζει από το κλάμα· ενώ οι εχθροί
με τα κοντάρια τους πισωχτυπούν αλύπητα στην πλάτη και στους ώμους,
τη σέρνουν να την πάρουν σκλάβα τους, για να βουλιάξει
στης δυστυχίας τον πόνο.
Πώς το πικρότατό της πάθος μαραίνει πρόσωπο και παρειές,
640 έτσι κι ο Οδυσσέας θρηνώντας έχυνε τότε το πικρό του δάκρυ.
Οι άλλοι καν δεν πρόσεξαν που πνίγονταν στο δάκρυ ο ξένος,
μόνο ο Αλκίνοος το αισθάνθηκε [...].
[Και ζήτησε από τον αοιδό να σταματήσει το τραγούδι και από τον Οδυσσέα να αποκαλυφθεί:]
669 «[...] / Πες πρώτα το όνομά σου [...].
670 Κι ακόμη, φανέρωσε τη χώρα σου, λαό και πόλη,
για να σε ταξιδέψουν προς τα εκεί τα πλοία, με τους δικούς τους
λογισμούς.
Γιατί σ’ εμάς τους Φαίακες οι καπετάνιοι περισσεύουν,
δεν μας χρειάζονται καν τα πηδάλια, όπως συμβαίνει με των άλλων
τα καράβια. Μόνα τους τα πλεούμενά μας ξέρουν τι λογαριάζουν
675 και τι σκέφτονται οι άνθρωποι που ταξιδεύουν· γνωρίζουν
πόλεις και χωράφια καρπερά· κι έτσι, ταχύτατα περνούν
το άγριο κύμα της θαλάσσης μες στην ομίχλη, σκεπασμένα με νεφέλη.
Κι ούτε ποτέ κινδύνεψαν να πάθουν κάποια βλάβη ή να βουλιάξουν.
680 Μόνο που μια φορά άκουσα τον πατέρα μου Ναυσίθοο να λέει –
αυτός μας είπε πως ο Ποσειδών μπορεί και να εξοργιστεί,
που εμείς όλους τούς ταξιδεύουμε με δίχως βλάβη·
πρόσθεσε μάλιστα πως κάποια μέρα το καλοτάξιδο καράβι, καθώς
εκείνο θα γυρνά από ταξίδι γυρισμού, θα το συντρίψει ο θεός
685 καταμεσής στο μαύρο πέλαγο, και πως την πόλη
θα σκεπάσει μέγα βουνό.
Τέτοια μιλούσε ο γέροντας· όμως αυτά είναι στο χέρι του θεού
να τα εκτελέσει ή να τ’ αφήσει ατέλεστα, όπως
το κρίνει εκείνος και το προτιμήσει. [...]»
[Ζήτησε ακόμη από τον Οδυσσέα να μιλήσει για τις χώρες και τους ανθρώπους που γνώρισε και γιατί κλαίει.]
ι 1 Γυρνώντας τότε του αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ευγενικέ μου Αλκίνοε, που ξεχωρίζεις πρώτος στον λαό σου,
ωραίο πράγματι ν’ ακούς έναν καλό αοιδό,
όπως αυτός εδώ, με θεία θα ’λεγες φωνή.
5 Κι ομολογώ, απόλαυση άλλη δεν υπάρχει πιο χαριτωμένη,
απ’ όταν σμίγει ο κόσμος όλος σ’ ευφροσύνη: στην αίθουσα
οι καλεσμένοι, καθισμένοι στη σειρά, ακούν τον αοιδό
προσηλωμένοι, και τα τραπέζια εκεί μπροστά γεμάτα
ψωμί και κρέας· ο οινοχόος να τραβά απ’ τον κρατήρα
10 το κρασί και να περνά, να το κερνά στις κούπες.
Βαθιά το αισθάνομαι πως είναι αυτό ό,τι πιο ωραίο υπάρχει.
Εσένα όμως η ψυχή σου ορμήθηκε να μάθεις τις βαριές μου
συμφορές, για να με κάνεις πιο πολύ να οδύρομαι και να στενάζω. [...]
20 Είμαι λοιπόν ο Οδυσσεύς, γιος του Λαέρτη, όλοι καλά με ξέρουν,
για τους δόλους μου η φήμη μου έχει φτάσει ψηλά στον ουρανό.
Πατρίδα μου η Ιθάκη, που τη γνωρίζεις εύκολα· στη μέση της
υψώνεται βουνό, το Νήριτο περήφανο, ο άνεμος κλονίζει
τα φυλλώματά του. Τριγύρω κατοικούνται κι άλλα
25 πολλά νησιά, πολύ κοντά το ένα στο άλλο [...].
30 Τραχιά, κι όμως καλή [η Ιθάκη], τρέφει τα παλικάρια της λαμπρά –
εγώ δεν ξέρω να ’χω δει κάτι γλυκύτερο απ’ τη γη της.
Αλλά με κράτησε μακριά η Καλυψώ στις θολωτές σπηλιές της,
θεά δαιμονική, από τον πόθο ταίρι της να με κάνει· [...].
36 Κι όμως δεν μπόρεσε το φρόνημά μου να λυγίσει μες στα στήθη·
τίποτε άλλο πιο γλυκό από πατρίδα και γονιούς,
έστω κι αν κάποιος κατοικεί σε τόσο πλούσιο σπίτι
αλλά σε τόπο ξένο, απόμακρο, απ’ τους δικούς του χωρισμένος.
40 Ήλθε ο καιρός ωστόσο τον πολυδάκρυτό μου νόστο να ιστορήσω,
όπως ο Ζευς τον όρισε, όταν ξεκίνησα να φύγω από την Τροία.
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης
Πλοίο. Tοιχογραφία από το Aκρωτήρι της Θήρας – 1550-1500 π.X.
(Aθήνα, Eθνικό Aρχαιολογικό Mουσείο)
Πηγή εικόνας: Τ.Α.Π.
«Ο φιλόπατρις» του Ανδρ. Κάλβου (1792-1869)
Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
τα χρυσά δώρα! [...]
Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,
ποτέ· – Και η τύχη μ’ έρριψε
μακρά από σε· με είδε
το πέμπτον του αιώνος
εις ξένα έθνη. [...]
→ Παραλληλίστε την αγάπη του Oδυσσέα για την Iθάκη (ι 22-39) με την αγάπη του Kάλβου για τη Zάκυνθο, όπως φαίνεται στα παραπάνω αποσπάσματα. (Λάβετε υπόψη σας ότι ο Kάλβος έζησε πολλά χρόνια ξενιτεμένος σε χώρες ευρωπαϊκές.)