ἡ θλῖψις, (γεν.
εν.) | θλίψ |
τὸ καῦμα, (δοτ.
εν.) | καύμ |
ἡ σύνεσις ,
(δοτ. εν.) | συνέσ |
ὁ πορθμεύς,
(αιτ. πληθ.) | πορθμ |
ἡ κτῆσις,
(αιτ. πληθ.) | κτήσ |
ἡ πρᾶξις,
(δοτ. πληθ.) | πράξ |
ἡ φρόνησις,
(κλητ. εν.) | φρόνησ |
ὁ χαλκεύς,
(γεν. εν.) | χαλκ |
ἡ πόλις, (αιτ.
εν.) | πόλ |
ὁ γονεύς,
(γεν. εν.) | γον |
ἡ τύψις, (δοτ.
πληθ.) | τύψε |
το χάσμα,
(δοτ. πληθ.) | χάσμα |