ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές δημοτικών τραγουδιών για την ξενιτιά

Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, Σπυρίδων Ζαμπέλιος, 1852
 
 

Διαβάτες, κι αν διαβείτε απ' τον τόπο μου
μηλιά έχω στην αυλή μου και κονέψετε!
Συρέτε, χαιρετήστε τη μανούλα μου,
την παραπονεμένη γυναικούλα μου,
τα δόλια μου παιδάκια, τους γειτόνους μου!
Και πέστε της καλής μου, πέστε της Λενιώς,
αν θέλει ας καρτερέσει, θέλει ας παντρευτεί,
κι αν θέλει μαύρ' ας βάλει, να 'ρτει να μ' ευρεί!
Τι εμένα με παντρέψαν στην Ανατολή,
πήρα μικρή γυναίκα, μάισσα πεθερά·
μαγεύει τα καράβια, πλια δεν περβατούν,
μ' εμάγεψε κι εμένα, πλια δεν έρχομαι·
σελώνω τ' άλογό μου, ξεσελώνεται,
ζώνομαι το σπαθί μου και ξεζώνεται·
γράφω γραφή να στείλω κα ξεγράφεται.

πηγή: Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, Σπυρίδων Ζαμπέλιος, 1852
 

Άσπρα μου πουλιά, μαύρα μου χιλιδόνια,
σαν τι μου 'μολογάτε απ' την Αραπιά;
Κινήσαν τα καράβια τα Ζαγορινά,
κίνησε κι ο καλός μου, πήε στην ξενιτιά.
Δώδεκα χρόνους κάνει δίχως 'πολογιά·
Μου στέλλ' ένα μαντίλι, μ' είκοσι φλωριά,
και στο μαντίλι μέσα μόχει 'πολογιά.
― Θές, κόρη μου, παντρέψε, θες καλόγρεψε
τι εδώ που 'μ' ο καημένος επαντρεύτηκα·
επήρα μια γυναίκα σκύλα μάγισσα,
μαγεύει τα καράβια δεν κινούν γι' αυτού,
μ' εμάγεψε κι εμένα δεν κινώ κι εγώ.
Όντας κινώ για να 'ρθω, χιόνια και βροχές,
όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.
Ζώνομαι τ' άρματά μου, πέφτουν καταγής,
πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται!

σχετικό τραγούδι: Άσπρα μου πουλιά

πηγή: Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, Σπυρίδων Ζαμπέλιος, 1852
 

Παρακαλώ σε, μοίρα μου, να μη με ξενιτέψεις,
κι αν λάχει και ξενιτευτώ, θάνατο μη μου δώσεις,
γιατ' είδανε τα μάτια μου τους ξένους πώς του θάφτουν.
Χωρίς λιβάνι και κερί, χωρίς παπά και ψάλτη,
χωρίς λάδι στα μάτια του, σε χέρισο χωράφι.

Φέρνουν ζευγάρι απ' τα βουνά, κι αλάτρι από τους κάμπους
φέρνουν γενί από μάστορα καινούριο από καμίνι,
για ν' αλατρέψουν τη γη, να σπείρουνε κριθάρι·
κι ο νιος οπού τα κέντουνε πολύ 'ταν τεχνεμένος.
Με το κοντάρι τα βαρεί με το σπαθί τα γέρνει
και με τ' ασημομάχαιρο βαριά τα σαλαγάει.
Πρώτη αλατριά οπόδωκε, ξέθαψε τα ποδάρια,
και δεύτερην εξέθαψε πανώριο παλικάρι.
Αφήνει ο νιος τ' αλάτρεμα και πιάνει μοιρολόγι·
― Αν είχα τέτοιο σύντροφο, τέτοιο αδερφό λεβέντη,
στη γη ποτέ μην πήγαινε, να τονέ φάει το χώμα!
Ήθελα πάω γιαλό γιαλό, κάτου στο περιγιάλι,
να κόψω κιτροκάλαμο, να κάμω ένα κιβούρι,
να βάλω πάτους βάλσαμο, και πάτους καρυοφύλλι,
στη μέση τον αμάραντο, ποτέ να μη μαράνη!

πηγή: Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, Σπυρίδων Ζαμπέλιος, 1852
Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 

Γύρισμα· Κλαίν' τα μάτια μ', αμάν

Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο χείλι,
άνοιξε, πες μας τίποτε και παρηγόρησέ μας.
Παρηγοριά  'χ' ο θάνατος και ελεημοσύνη ο Χάρος·
ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει·
χωρίζ' η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα,
χωρίζονται τ' αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.
Πέρα σ' εκείνο το βουνό που 'ναι ψηλό μεγάλο,
πο 'χει ανταρούλα στην κορφή και καταχνιά στον πάτο,
ανάμεσα σε δυο βουνά, δυο αδέρφια είναι θαμμένα
κι ανάμεσα στα μνήματα 'να κλήμα φυτεμένο·
κάνει σταφύλια κόκκινα και το κρασί φαρμάκι·
κι όσες μανούλες κι αν το πιουν, καμιά παιδιά δεν κάνει.
Να το 'χε πιει κι η μάνα μου, να μη μ' είχε γεννήσει.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Ακαρνανία
Πουλάκι μ' αλεφαντινό και παραπονεμένο,
αυτού που βούλεσαι να πας, να πας να ξεχειμάσεις,
αυτού κλαράκι δεν είναι μηδέ και χορταράκι.
Κατακαμπής αγνάντεψα κι είδα 'να κυπαρίσσι,
τον Μάη ανθίζει νιο καρπό, τον θεριστή σαν κλήμα·
Κι όποιος τον κόψει, κόβεται, κι όποιος τον πιει, πεθαίνει,
κι όποιος τον πάρει σπίτι του, ψυχή δεν απομένει.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Ήπειρος
Βουλιούμαι μια, βουλιούμαι δυο, βουλιούμαι τρεις και πέντε,
βουλιούμαι να ξενιτευθώ, στα ξένα να πηγαίνω·
κι όσα βουνά κι ανί διαβώ, όλα τα παραγγέλω·
«Βουνά μου, μη χιονίσετε, κάμποι, μην παχνιαστείτε,
βρυσούλες με το κρύο νερό, να μη κρουσταλλιαστείτε,
όσο να πάγω και να 'ρτω και πίσω να γυρίσω».
Η ξενιτιά με πλάνεσε, τα έρημα τα ξένα·
και πιάνω ξένες αδερφές και ξένες παραμάνες·
κάνω και ξένη αδερφή, τα ρούχα να μου πλένει.
Τα πλένει μια, τα πλένει δυο, τα πλένει τρεις και πέντε
κι από τις πέντε κι ομπροστά τα ρίχνει στα σοκάκια·
«Ξένε, έπαρε τα ρούχα σου, έπαρε τα σκουτιά σου
και γύρισε στον τόπο σου, σύρε και στα δικά σου,
να δγεις, ξένε, τ' αδέρφια σου, να δγεις τους συγγενείς σου.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Αρκαδία
Βουλιούμαι μια, βουλιούμαι δυο, βουλιούμαι τρεις και πέντε,
βουλιούμαι να ξενιτευθώ, πολύ μακράν στα ξένα·
κι όσα βουνά κι ανί διαβώ, όλα τα παραγγέλω·
«Βουνά μου, μη χιονίσετε, κάμποι, μην παχνιαστείτε,
κι εσείς καλέ κρυοβρύσεις μην παγοκρυσταλλιάστε,
όσο να πάγω και να 'ρτω και πίσω να γυρίσω».
Και βρίσκω χιόνα στα βουνά, τους κάμπους παχνισμένους,
και τας καλάς κρυοβρύσεις παγοκρυσταλλιασμένας,
και πάλιν πίσω γύρισα πολύ μακράν στα ξένα,
κι έπιασα ξένες αδερφές και ξένες παραμάνες·
Ξέναι πλύνουν τα ρούχα μου και ξέναι τα σκουτιά μου·
Τα πλύνουν μια, τα πλύνουν δυο, τα πλύνουν τρεις και πέντε
κι από τες πέντε κι ομπροστά τα ρίχνουν στο σοκάκι·
«Πάρε, ξένε μ', τα ρούχα σου, πάρε και τα σκουτιά σου
και σύρε στη μανούλα σου.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Σ' αφήνω γεια, μανούλα μου, σ' αφήνω γεια, πατέρα,
έχετε γεια 'δερφάκια μου και σεις ξαδερφοπούλες.
Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά στα ξένα·
θα φύγω, μάνα, και θα 'ρτώ και μην πολυλυπιέσαι.
Από τα ξένα, που βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω
με τη δροσιά της άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα,
και με τ' αστέρια τ' ουρανού, τα ρόδα του Μαΐου.
Θα να σου στέλνω μάλαμα, θα να σου στέλν' ασήμι,
θα να σου στέλνω πράμματα, π' ουδέ τα συλλογιέσαι.
―Παιδί μου, πάαινε στο καλό κι όλ' οι άγιοι κοντά σου,
και της μανούλας σου η ευχή να 'ναι για φυλαχτό σου,
να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Θυμήσου με, παιδάκι μου, κι εμέ και τα παιδιά μου,
μη σε πλανέσει η ξενιτιά και μας αλησμονήσεις.
― Κάλλιο, μανούλα μου γλυκιά, κάλλιο να σκάσω πρώτα,
παρά να μη σας θυμηθώ στα έρημα τα ξένα.

Δώδεκα χρόνια πέρασαν και δεκαπέντε μήνες,
καράβια δεν τον είδανε, ναύτες δεν τόνε ξέρουν.
Πρώτο φιλί, ναστέναξε, δεύτερο, τον πλανάει,
τρίτο φιλί φαρμακερό, τη μάνα αλησμονάει.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Βλέπεις εκείνο το βουνό το πέρα και το δώθε;
Ανάμεσα στα δυο βουνά δυ' αδέρφια 'ναι θαμμένα,
κι ανάμεσα στα μνήματα 'να κλήμα φυτρωμένο,
κάνει σταφίδα ραζακί και το κρασί μοσκάτο,
κι όποιος το κόψει, κόβεται, κι όποιος το φάει, πεθαίνει,
κι όποιος το πάει στο σπίτι του, ποτέ κλήρα δεν κάνει.
Να 'χε το φάει κι η μάνα μου, να μη 'χε με γεννήσει.
Σα μ' έκαμε τι μ' ήθελε; σα μ' έχει τι με θέλει;
Εγώ τις νύχτες προβατώ, στες προβολές κοιμούμαι·
ξένες μου πλένουν τα σκουτιά, ξένες μου τα μπαλώνουν·
τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, στες τρεις μου τα πετάνε·
Πάρε, ξένε, τα ρούχα σου, πάρε και τα σκουτιά σου,
τι δω νερό δε βρίσκεται κι οι γούρνες δε χωρούνε.
Κάνω τα δάκρυα μου νερό, την απαλάμη γούρνα
και το ζεστό μου τον αχόν ήλιο να τα ψυχήσει.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Πίσω στα κεραμίδια μας τρέχει νερό κρυστάλλι,
όσες μανάδες το 'πιναν, καμιά παιδί δεν κάνει·
ας το 'πινε κι η μάνα μου να μη με κάμ' εμένα,
που μ' έκαμε και γένηκα και διάβηκα στα ξένα.
Ξένες πλύνουν τα ρούχα μου, ξένες τα σαπουνίζουν·
τα πλύνουν μια, τα πλύνουν δυο, το τρίτο ονειδίζουν·
πάρε, ξένε, τα ρούχα σου, σύρε 'πο κει που ήρθες·
εδώ νερό δε βρίσκεται, σαπούνι δεν πωλιέται,
εδώ 'ναι πέτρες ζυγιαστές, το χώμα με το δράμι.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Τώρα μαϊά, τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι,
τώρα κι ο ξένος βούλεται να πάγει στα δικά του.
πιάνει, σελών' τον μαύρον του, πιάνει, τον καλιγώνει,
βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά 'σημένια,
βάνει τα φτερνιστήρια του, ζώνει και το σπαθί του·
τους φίλους τ' αποχαιρετάει κι όλους τους γνωριμούς του.
Και η καλή του τον ρωτάει με μάτια δακρυσμένα·
«Εσύ θα πας, αφέντη μου, κι εμένα πού μ' αφήνεις;»
«Σ' αφήνω στη μανάκα σου, στους φίλους κι εδικούς σου,
κι εγώ πάγω στο σπίτι μου, νά 'βρω τους συγγενείς μου.»
«Πάρε μ', αφέντη μ', πάρε με κι εμένα κει που πάγεις,
να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
να πλύνω τα ποδάρια σου στην αργυρή λεκάνη.»
«Εκεί που πάγω, κόρη μου, κοράσια δεν πηγαίνουν·
είναι η στράτα μακρινή κι έχει πολλά φαρμάκια·
δε μαγειρεύουν να δειπνούν, δεν στρώνουν να κοιμούνται,
δεν πλύνουν τα ποδάρια τους στες αργυρές λεκάνες.
Κάθου, κόρη μ', στο σπίτι σου, κάθου στα πατρικά σου,
κι αν τύχει πάλε για να 'ρτω, θα να 'σαι η δική μου..
Εγώ δε σ' αστοχώ ποτέ, όσο καιρό θα ζήσω.»

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Όλα τα δέντρα την αυγή δροσιά 'ναι φορτωμένα
και τα πουλάκια στα κλαριά βαριά βαλαντωμένα
κι η κόρη στες αγκάλες μου βαριά 'ναι υπνωμένη,
― Βαριά κοιμάσαι, κόρη μου, βαριά 'σαι υπνωμένη.
― Να μ' είχα πέσει που 'πεσα, αφέντη, με τ' εσένα.
Είδα όνειρο στην ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμούμαν,
είδα το ψάρη* σου γυμνό, τη σέλα τσακισμένη
και το σπαθάκι σ' τ' αργυρό στη μέση χωρισμένο
και το μαντίλι σ' τ' όμορφο στην άκρη λερωμένο.
― Κόρη μ', μη βασανίζεσαι, σε βάσανα μην μπαίνεις·
ο ψάρης* μ' είν' η ξενιτιά κι η σέλα είν' ο δρόμος
και το σπαθάκι μ' τ' αργυρό είν' ο ξεχωρισμός μας
και το μαντίλι το λερό τα δάκρυα που θα χύσεις.
― Αυτού που πας, αφέντη μου, πάρε κι εμέ κοντά σου,
να μαγειρεύω, να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
να πλύνω τα ποδάρια σου, τα πλύματα να πίνω.
― Εδώ που πάγω, κόρη μου, γυναίκες δεν παγαίνουν,
δε μαγειρεύουν, δε δειπνούν, δε στρώνουν, δε κοιμούνται,
στη σέλα τρώνε το ψωμί, στη σέλα γιοματίζουν.

ψάρη-ψαρής = άλογο

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
― Τι 'χεις, καρδιά, και μου πονείς, τι 'χεις κι αναστενάζεις;
Καρδιά, δεν παίζεις, δε γελάς, σαν που 'σουν μαθημένη.
― Το τι καλό μου 'ρθε μπροστά να παίξω, να γελάσω,
ή που 'ρθε η ώρα για σκλαβιά κι η ώρα για τα ξένα;
Χωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
χωρίζονται τ' αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα,
κι εκεί που ξεχωρίζονται χορτάρι δε φυτρώνει.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Ήπειρος
Ο μισεμός είναι κακό, το έχε γεια φαρμάκι,
και το καλόν σου γύρισμα όλο φιλιά κι αγάπη.
Εμίσεψες και μ' άφηκες ένα γυαλί φαρμάκι,
να γεύομαι και να δειπνώ, όσο να πας και να 'ρθεις.
Την πλάκα όπου πάτησες κι εμπήκες εις την μπάρκα,
θέλω να πα να την ευρώ, να την γεμίσω δάκρυα.
«Μισεύω και σ' αφήνω γεια, σ' αφήνω κι αμανάτι,
τα δυο βυζιά του κόρφου σου άλλος να μη τα πιάσει.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Αρπιπέλαγος
Την πέτραν όπου πάτησες κι εμπήκες εις την μπάρκα,
να ήξευρα πού ήτανε, να την γεμίσω δάκρυα.
Κι εκεί που πας, πουλάκι μου, κι εκεί που θε ν' αράξεις,
πολλές κοπέλες θε να δγεις κι εμένα θα ξεχάσεις.
Κι αν με ξεχάσεις, μάτια μου, κι αν πιάσεις άλλο ταίρι,
σκλάβο να σε πουλήσουνε στης Μπαρμπαριάς τα μέρη,
να σε φορέσουν άλυσον και στο λαιμό κορδέλα,
ν' αναστενάξεις και να λες, πως τα φορείς για μένα.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Βόσπορος
Ήλθε ο Μάρτης με τον Μάη, γύρισαν τα χελιδόνια
και στες βρύσες κατεβαίνουν, ταίρι ταίρι τα τρυγόνια.
Κι εγώ πάντα χωρίς ταίρι, άνοιξη και καλοκαίρι,
κλαίω και με ξένες πέτρες χτυπώ μόνη το κεφάλι,
σαν τη θάλασσα που 'νοιγει και χτυπά το περιγιάλι.
Ταίρι μου πίσω δεν βλέπω της καρδιάς μου δια τον πόνον,
παρά σύννεφα τα μαύρα στους ανέμους βλέπω μόνον.
Σύννεφα ευτυχισμένα, στην πατρίδα μου σαν πάτε,
από μέρους μου τους κήπους του Βοσπόρου χαιρετάτε.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
«Ξένε μου, το μαντίλι σου γιατί 'ναι λερωμένο;»
«Η ξενιτιά το λέρωσε και είναι λερωμένο»
«Δώσ' μου το ξένε, δώσ' μου το, δώσ' μου το, να το πλύνω».
«Εδώ νερό δε βρίσκεται, σαπούνι δεν πωλείται,
άφες το κόρη μ', άφες το, να είναι λερωμένο.»
«Δώσ' μου το ξένε, δώσ' μου το να το μαρμαροπλύνω·
το δάκρυ μου βάνω νερό, το σάλι μου σαπούνι,
τα στήθη μ' πλάκαν μάρμαρο βάνω και τ' ασπροπλύνω,
να μη το δγιει η μάνα σου, το διουν οι αδερφές σου,
και κλαιν και λεν· στην ξενιτιάν όσοι κι αν ξενιτεύουν,
κακοπαθούν, σαν ορφανά παιδιά κακοπορεύουν.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ 'χω τον καημό σου.
Να στείλω γράμμα, χάνεται, δε βρίσκει το παιδί μου,
να μάθει, όσα να του πει διψάει η καρδιά μου·
να στείλω μήλο, σήπεται, λουλούδι μαραγκιάζει·
να στείλω και το δάκρυ μου σ' ένα ψιλό μαντίλι·
το δάκρυ μ' είναι καυτηρό και καίει το μαντίλι.
Φεγγάρι μου λαμπρό, λαμπρό και κυκλογυρισμένο,
αυτού ψηλάς που περπατείς και χαμηλά μας βλέπεις,
δεν είδες πού τον γιόκα μου τον πολλ' αγαπημένο;
Τίνος ματάκια βλέπουν τον, και τα δικά μου κλαίγουν;
Τίνος τα χείλη του μιλούν, και τα δικά μου κλαίγουν;
Τίνος καρδιά τον χαίρεται, και η δική μου σκάζει;
Τίνος χεράκια τον κερνούν, και τα δικά μου τρέμουν;
Ανάθεμά σου ξενιτιά για τα κακά που κάνεις.
Ξενίτεψες τον άντρα μου κι έκαμες να χηρέψω·
ξενίτεψες και το πουλί μ' τώρα δώδεκα χρόνους.
Ανάθεμά σου ξενιτιά, ανάθεμα στους Τούρκους,
που ρήμωσαν το σπίτι μου και μ' έντυσαν στα μαύρα.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Θεσσαλία
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται σε χαίρονται τα ξένα
κι εγώ σε κλαίω, σε μύρομαι στα μαύρα φορεμένη.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
να στείλω μήλο, σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
να στείλω μοσκοστάφυλο, κι εκείνο σταφιδιάζει.
Να στείλω καν τα δάκρυα μου σ' ένα ψιλό μαντίλι·
τα δάκρυα μου είναι καυτερά και καίγουν το μαντίλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Κορίτσ' αγγελοκάμωτο κι ερωτοπληγωμένο
στο παραθύρι του γιαλού εγλυκοτραγουδούσε·
τα μάτια βλέπουν το γιαλό και μαύρα δάκρυα χύνουν,
με μια φωνή αγγελική τα πάθη της δηγάται,
τα κύματα παρακαλεί και στον αέρα λέγει,
όπου κι αν διουν τον αγαπά να της τον χαιρετούνε·
κι εκεί καράβι διάβαινε με τα πανιά 'πλωμένα·
ναύτες που ακούνε στη φωνή και βλέπουν τέτοια κάλλη,
αλησμονούνε τα πανιά κι αφήνουν τα κουπιά τους,
να ταξιδέψουν δεν μπορούν, δεν ξέρουν ν' αρμενίσουν.
«Σύρετε, ναύτες, στο καλό και στην καλή την ώρα,
τι 'γω δεν ετραγούδησα για μπάρκες, για καράβια.
Παρακαλώ τα κύ΄ματα, με τον αγέρα κρένω
και στέλνω χαιρετίσματα στον κλέφτη της αγάπης.»

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Θάλασσα, πικροθάλασσα, τώρα γλυκιά να γένεις,
αυτόν τον νιο που σό' 'στειλα μη μου τόνε πικραίνεις.
Ανάθεμα στους ξυλουργούς που κάνουν τα καράβια
και παν και ξενιτεύονται τ' εύμορφα παλικάρια.
Ω ουρανέ, μη βρέξεις πλιο και κάμε μου τη χάρη
κι εγώ με τα ματάκια μου ποτίζω το χορτάρι.
Εμίσεψες, χρυσέ μ' αητέ, και σου 'βγαλα τραγούδι,
τσαντσαμινάκι* μου χρυσό, πολύτιμο λουλούδι,
εμίσεψες και μ' άφησες μ' ένα γυαλί φαρμάκι,
να γεύομαι και να δειπνώ, ώστε να πας και να 'ρθεις·
εμίσεψες, χρυσέ μ' αητέ· αχ μη με λησμονήσεις,
στην ξενιτιά που περπατείς, άλλη μην αγαπήσεις.

* τσαντσαμίνι = γιασεμί

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Τριώ μερώνε νιόνυφη κι άντρας της πάει στα ξένα,
δώδεκα χρόνους έκαμε στης ξενιτιάς τα μέρη,
κι η δόλια μοιριολόγανε, πικρά μοιρολογάει·
«Τι να σου στείλε, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Να στείλω μήλο, σέπεται, κυδώνι, μαραγκιάζει,
να στείλω μοσκοστάφυλο, κι κείνο σταφιδιάζει·
σηκώνομαι τη χαραυγή, σηκώνομ' απ' τον ύπνο,
βγαίνω στην πόρτα του σπιτιού, τηράζ' ολόγυρά μου,
και βλέπω τες γειτόνισσες με το παιδί στα χέρια.
Μ' επήρε το παράπονο κι αρχίνησα να κλαίω.
Γυρίζω πίσω θλίβοντας, σφογγίζοντας τα δάκρυα·
βαρέθηκ' η καρδούλα μου, μπιζέρισ'* η ψυχή μου,
χωρίς αντρά στην αγκαλιά, χωρίς παιδί στα χέρια.

*μπι(ε)ζερίζω = αποκάμνω, κουράζομαι

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Αθήναι
Σύρτε, μαύρα μου πουλάκια, σύρτε στο καλό,
χαιρετίσματα να πάτε της αγάπης μου·
κι άνε πάτε απ' την Αθήνα κι απ' τον τόπο μας,
'γώ μηλιά 'χω στην αυλή μας και στην πόρτα μας·
και στα φύλλα ν' ανεβείτε, να λαλήσετε,
της παλιάς μου της αγάπης να μιλήσετε·
πλιο να μη με παντεχαίνει, μη με καρτερεί,
κι εδώ που 'ρθα 'γώ καημένος 'γώ σκλαβώθηκα·
πήρα χήρας θυγατέρα και της μάγισσας,
που μαγεύει τα ποτάμια και δε σύρνουνε,
και τες θάλασσες μαγεύει, και δεν αρμενούν,
και μαγεύει και τες βρύσες,  και δε ρέουνε,
και με μάγεψε κι εμένα και δεν έρχομαι·
ότανε βουλιόμαι να 'ρτω, χιόνια και βροχές,
ότανε γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Παρακαλώ σε, κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου,
του ξένου δώσ' του ξενιτιά κι αρρώστια μη του δίνεις,
τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια,
θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι,
θέλει κι αρσενικό παιδί κρυό νερό να φέρνει.
'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον·
Τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλί στον τάφο
δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Ο ξένος εις την ξενιτιά πρέπει να βγάλει μαύρα
για να τόνε γνωρίζουνε πως στην καρδιά 'χει λαύρα.
Εμ' είδανε τα μάτια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν
δίχως λιβάνι και κερί, δίχως παπά και διάκο.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Όλες οι μάνες τα παιδιά τα φκιόνται να προκόψουν,
και μια μάνα, κακή μάνα τον γιον της καταριέται.
«Διώξε με, μάνα, διώξε με με ξύλα με λιθάρια,
για να με πάρει το κακό, να σηκωθώ να φύγω,
να πάγω 'γώ, μανούλα μου, που παν τα χελιδόνια,
τα χελιδόνια να γυρνούν κι εγώ να πάγ' ακόμα,
να κάμω χρόνους δώδεκα και μήνες δεκαπέντε,
ν' ασπρίσουν τα ματάκια σου κοιτάζοντας τες στράτες,
και να μαλλιάσ' η γλώσσα σου ρωτώντας τους διαβάτες·
«Διαβάτες, που διαβαίνετε, στρατιώτες που περνάτε,
μην είδετε τον γιόκα μου, το μοναχό παιδί μου;»
«Κι αν ίσως κι αν τον είδαμε, μαύρη ορφανή μανούλα,
πούθε να τον γνωρίσουμε, για πες μας τα σημάδια»
«Ήταν ψηλός, ήταν λιγνός, ήταν και μαυρομάτης·
είχε τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σαν γαϊτάνι.»
«Εμείς εψές τον είδαμε στον κάμπο ξαπλωμένον·
μαύρα πουλιά τον έτρωγαν κι άσπρα τον τριγυρνούσαν·
κι ένα πουλί, μικρό πουλί, σαν ένα χελιδόνι,
ούδ' έτρωγεν ούδ' έπινεν ουδέ χαροκοπούσε·
φάτε πουλάκια, φάτε τον κι αφήστε μου το χέρι,
για να το δγιει η μάνα του, να χύσει μαύρα δάκρυα.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Θεσσαλία
«Διώξε με, μάνα, διώξε με κι εγώ να φύγω θέλω,
να σκαπετίσω τρία βουνά, σαράντα πέντε ράχες,
να πάω κι εγώ, μανούλα μου, που παν τα χελιδόνια,
τα χελιδόνια να 'ρχονται κι εγώ να πάω ακόμη,
ν' ασπρίσουν τα ματάκια σου, τες ντυμασιές τηρώντας,
και να σαπίσ' η μπόλια σου τα δάκρυα σου σφουγγώντας,
να σκάσει το χειλάκι σου ρωτώντας τους στρατώτας·
«Διαβάτες μου, στρατιώτες μου, καλό μου στρατολάτον,
μην είδετε τον γιούλη μου, τον μοναχόν τον γιον μου;»
«Ξένη μου, κι αν τον είδαμε, πού να τον φέρ' ο νους μας;
Για πες μας τα σημάδια του, σημάδια του κορμιού του.»
«Ήταν ψηλός, ήταν λιγνός, ήταν καμπυλοφρύδης,
και στο δεξιό το δάχτυλο είχε την αρραβώνα·
πλιο έλαμπε το δάχτυλο παρά το δαχτυλίδι.»
«Ναι ψε, προψέ τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο·
μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρίζαν
κι ένα πουλί, καλό πουλί δεν τρώγ', μόν' τριγυρίζει·
τ' άλλα πουλιά του λέγανε, τ' άλλα πουλιά του λένε·
«Δεν τρως κι εσύ καλό πουλί απ' αντρειωμένου πλάτες
να κάμεις πήχη τα φτερά και πιθαμή τα νύχια;»


πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Δέρνε με μάνα, δέρνε με κι εγώ ταχιά παγαίνω,
παγαίνω με τα κάτεργα, με τα τρανά καράβια,
και κάνεις χρόνους να με δγεις, χρόνους να μ' απαντήσεις,
κι ανήμερα τ' άη Γιωργιού θα πας στην εκκλησιά σου,
θα δγεις τες νιες, θα δγεις τους νιους, θα δγεις τα παλικάρια,
θα δγεις τον τόπο μ' αδειανό και το στασίδι μ' άδειο,
ν' ασπρίσουν τα ματάκια σου κοιτάζοντας στες στράτες,
και να μαλλιάσ' η γλώσσα σου ρωτώντας τους διαβάτες·
«Διαβάτες πού διαβαίνετε, περάτες πού περνάτε;
Μην είδετε τον γιόκα μου τον παρακαμαριάρον;»
«Μάνα μου, κι αν τον είδαμε, μαύρ' ορφανή μανούλα,
πούθε να τον γνωρίσουμε; δείξε μας τα σημάδια.»
«Ήταν ψηλός, ήταν λιγνός, ήταν καγκελοφρύδης
και στο μικρό του δάχτυλο μπούλ' είχε δαχτυλίδι.»
«Εχτές, προχτές που πέρναγα απ' κάτω από την Πάτραν,
μαύρα πουλιά τον έτρωγαν, άσπρα τον τριγυρίζαν,
κι ένα πουλί, καλό πουλί απάνω τριγυρίζει.»
«Φάγε και συ χρυσό πουλί απ' αντρειωμένου πλάτη,
να κάμεις πήχην το φτερό και πιθαμή το νύχι.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Διώχνε με, μάνα, διώχνε με και να μισέψω θέλω,
μακριά θε να ξενιτευθώ και θε ν' αργήσω νά 'ρτω.
Να πας, μάνα μ', τ' άη Γιωργιού, να κάμεις το σταυρό σου,
να δγιεις τους νιους, να δγιεις τις νιες, να δγιεις τα παλικάρια,
να δγιεις τον τόπο μ' αδειανό και το στασίδι μ' άδειο,
να κατεβείς και στο γιαλό και να ρωτάς τους ναύτες·
«Ναύτες μου, παλικάρια μου, μην είδετε το γιο μου;»
«Εμείς εψές τον είδαμε στον άμμο που κοιμότουν,
είχε τον άμμο πάπλωμα, τη θάλασσα σιντόνι,
τα πετραδάκια του γιαλού τα 'χε προσκεφαλάκι.
Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρίζαν
κι ένα πουλί, καλό πουλί δεν ήθελε να φάγει.»
«Φάγε και συ καλό πουλί απ' αντρειωμένου πλάτη,
να κάμεις πιθαμή φτερό και πήχη τα φτερούλια,
να γράψω τρία γράμματα, τρία φαρμακωμένα·
το 'να το πας της μάνας μου, τ' άλλο της αδερφής μου·
να το διαβάζει η μάνα μου, να κλαίει η αδερφή μου,
να το διαβάζει η αδερφή, να κλαίει η ποθητή μου,
να το διαβάζει η ποθητή, να κλαίει ο κόσμος όλος.»

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Διώξε με, μάνα, διώξε με με ξύλα με λιθάρια,
να πάω κι εγώ στες ερημιές, που παν τα χελιδόνια,
τα χελιδόνια να 'ρχονται κι εγώ μόν' να πηγαίνω.
Θα 'ρθει καιρός να πικραθείς, θα 'ρθει καιρός να κλάψεις·
Παρακαλώ σε, ξενιτιά, και προσκυνώ σε πόλη,
αυτό το νιο που σ' έστειλα, καλά να τον φυλάξεις,
να μην τον δώσεις αρρωστιά, να μη δγιει αστενείαν.
Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάκι,
θέλει μανούλας γόνατα, θέλει πατρός αγκάλες,
θέλ' αδερφάκια γκαρδικά να στρώνουν, να ξεστρώνουν,
θελεί νερό 'π' τον τόπο του και μήλο απ' την μηλιά του.
Θα σκάσει τ' αχειλάκι σου ρωτώντας τους διαβάτες·
«διαβάτες πού διαβαίνετε, διαβάτες πού περνάτε;
μην είδετε τον γιόκα μου, τα φύλλα της καρδιάς μου;»
«Για πες μας τα σουσούμια του, σουσούμια του κορμιού του.»
«Ήταν ψηλός σαν το βεργί, λιγνός σαν το καλάμι,
ήταν φεγγαροπρόσωπος, ήταν καγκελοφρύδης,
φορούσε και στο χέρι του μαλαματένια μπούλα.»
«Εψές, προψές τον είδαμε στη μέσ' από 'να κάμπο.
Μαύρα πουλιά τον τρώγανε, άσπρα τον τριγυρίζαν,
κι ένα πουλί, καλό πουλί δεν τρώγει μόν' τον κλαίγει.
―Φάγε και συ, πουλάκι μου, απ' αντρειωμένου πλάτες,
να κάμεις πήχη το φτερό και δυο πήχες κοντύλια.
Όλον, πουλί μου, φάτε με κι όλον κατάλυστέ με,
αφήτε μόν' την πλάτη μου και το δεξιό μου χέρι,
να γράψω τρία γράμματα πικρά, φαρμακωμένα,
να στείλω 'να της μάνας μου, τ' άλλο της αδερφής μου,
το τρίτο το πικρότερο να στείλω της καλής μου,
να τ' αναγνώνει η μάνα μου, να κλαίγει η αδερφή μου,
να τ' αναγνώνει η αδερφή, να κλαίγει η καλή μου,
να τ' αναγνώνει η καλή, να κλαίγει ο κόσμος όλος.»

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Διώξε με, μάνα, διώξε με με ξύλα με λιθάρια,
διώξε με απ' το σπίτι μας, το σπίτι του πατρός μου.
Τι σου 'καμα, μανούλα μου, κι όλο με καταριέσαι,
Θα καπετίσω δυο βουνά και δυο τρανά ποτάμια·
να πάω κι εγώ με τα πουλιά και με τα χελιδόνια,
τα χελιδόνια να 'ρχονται κι εγώ μόν' να πηαίνω,
που να μαλλιάσ' η γλώσσα σου ρωτώντας τους διαβάτες,
και να σαπίσ' η μπόλια σου σφουγγίζοντας τα δάκρυα.
«Διαβάτες που διαβαίνετε, περάτες που περνάτε,
μην είδετε το Γιάννη μου, το Γιάννη μ' το λεβέντη;
Σε τι βουνό να βρίσκεται, σε τι κάμπους να πηαίνει;»
«Εμείς εψές διαβαίναμε μες στον τρανό τον κάμπο,
πήγαμε και τον ηύραμε κομμένο και σφαμένο.
Μαύρα πουλιά τον τριγυρνούν κι άσπρα τον τριγυρίζουν,
κι ένα πουλί, καλό πουλί με τα φτερά 'σημένια
έστεκε και τον ερώταε, στέκει και τον ρωτάει·»
«Γιάννη μου, τι κακό 'καμες και σ' έχουνε κομμένο;»
― Εγώ Τούρκους εσκότωσα, Τούρκους και παίρνω σκλάβους
κι επήγα και πολέμησα στη μέσ' από τον κάμπο,
γιουρούσι κάνω στην Τουρκιά και μ' έχουνε κομμένο.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Εσύ, μάνα, μαλώνεις με κι εγώ θε να μισέψω,
θα πάγω με τα κάτεργα, με τα χοντρά καράβια,
να κάμεις χρόνους να με δγιεις και μήνας να μ' ακούσεις,
να κατεβαίνεις στους γιαλούς και να ρωτάς τους ναύτες·
«Ναύτες μου, μην τον είδετε τον ακριβό το γιο μου,
το γιο μου που τον μάλωνα και μ' έφυγε στα ξένα;»
«Για πες μας τα σουσούμια του κι εμείς να σου το πούμε.»

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Ποιος θε ν' ακούσει κλάματα και μαύρα μοιρολόγια,
ας πα στα κάστρη του Μοριά, στης Πόλης τα καντούνια,
που κλαίγ' η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Στο παραθύρι κάθουνται και το γιαλό τηράζουν·
σαν περδικούλες θλίβονται και σαν παπιά μαδιούνται,
σαν του κοράκου τα φτερά μαυρίζ' η φορεσιά τους.
Βαρκούλες βλέπουν κι έρχονται, καράβια που προβαίνουν·
«Καράβια, καραβόπουλα και σεις μικρές μπαρκούλες
Μην είδετε τον Γιάννη μου, τον Γιάννη το παιδί μου;»
«Αν του 'δα κι αν τ' απάντησα, πούθε να το γνωρίσω;
Δείξε μου τα σημάδια του, ίσως και τον γνωρίσω.»
«Ήταν ψηλός, ήταν λιγνός, ίσιος σαν κυπαρίσσι·
είχε και στ' ακροδάχτυλον πανώριον δαχτυλίδι,
κι έλαμπε πλιο το δάχτυλο παρά το δαχυλίδι.»
«Εψές βραδύ τον είδαμεν στης Μπαρμπαριάς τον άμμο·
άσπρα πουλιά τον έτρωγαν, μαύρα τον τριγυρίζαν
κι ένα πουλί, καλό πουλί δεν ήθελε να φάγει,
κι εκείνος αποκρίθηκε με τα ψημένα χείλη·
φάγε πουλί, καλό πουλί, απ' αντρειωμένου πλάτες,
να κάμεις πήχη το φτερό και πιθαμή το νύχι,
να γράψω στα φτερούλια σου τριά θλιβερά γραμμάτια,
το 'να 'ναι στη μάνα μου, τ' άλλο στην αδερφή μου
το τρίτο το υστερινό να 'ναι της ποθητής μου·
Να τ' αναγνών' η μάνα μου, να κλαίγ' η αδερφή μου,
να τ' αναγνών' η αδερφή, να κλαίγ' η ποθητή μου,
να τ' αναγνών' η ποθητή, να κλαίγ' ο κόσμος όλος.

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Ένα πουλί θαλασσινό κι άλλο πουλί βουνίσιο,
μαλώνει κι ανταρεύεται και λέγει του βουνίσιου·
«Μη με μαλώνες, μπρε πουλί, και μη με παραπαίρνεις,
τι 'γώ, πολύ δεν κάθομαι στον εδικό σου τόπο,
τον Μάη και τον Θεριστή κι όλο τον Αλωνάρη,
ακόμα και τον Αύγουστο· στον Τρυγητή μισεύω.
Έχετε γεια ψηλά βουνά και σεις χαμολαγκάδια,
βρυσούλες με το κρυό νερό, τι 'γώ μισεύω τώρα.
Κλάψετε, φίλοι, κλάψετε κι εσείς μωροί χαρείτε,
κι εσείς αγαπημένες μου στα μαύρα να ντυθείτε,
γιατί πλια 'γώ δεν έρχομαι στον εδικό σας τόπο,
μόν' πάγω στη μανούλα μου, πάγω στην αδερφή μου.»

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
 
 
Στην παραπάνου γειτονιά και στην απάνου ρούγα
ξανθή κόρ' ήταν κι έφαινε, έφαινε κι ετραγούδα,
κι από τον ηχώ του τραγουδιού κι απ' τον ηχώ της κόρης,
ο ήλιος σκανταλίστηκε κι αργεί να βασιλέψει.
Το 'μαθ' η μάνα του ηλιού και τηνε καταριέται·
«Κόρη μ', αν είσαι ανύπαντρη, κακή μοίρα να λάβεις,
κι αν εμικροπαντρεύτηκες, να μη γεραματιάσεις,
οπού τον ήλιο μόκαμες κι αργεί να βασιλέψει,
γρικώντας το τραγούδι σου, τον ήχο τ' αργαλειού σου.»
Σαν τ' άκουσεν η λυγερή, παίρνει και 'πολογιέται·
«Το δίκιο μου τραγούδησα και περιξεφαντώνω,
γιατί έχ' άντρα στην ξενιτιάν εδώ και τόσους χρόνους,
και τώρα μόστειλε γραφή, να τονε παντυχαίνω.»
Το 'μαθ' η μάνα του ηλιού και την καλοευχέται·
«Κόρη μ' αν είσ' ανύπαντρη, καλή μοίρα να λάβεις,
κι αν εμικροπαντρεύτηκες, χρόνους πολλούς να ζήσεις.»

πηγή: Ρωμαίικα τραγούδια, (Popularia carmina graeciae recentioris), Arnoldus Passow, 1860
Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866
 


Άνοιξε, φλιβερή καρδιά και πικραμέν' αχείλι,
άνοιξε, πες μας τίποτες και παρηγόρησέ μας·
«παρηγοριά 'χ' ο θάνατος και λησμοσύνη ο χάρος
κι ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει·
χωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
χωρίζουνται τ' αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα,
τώρα όντας χωρίζονται, τα δέντρα ξεριζώνουν,
και πάλ' όταν 'νταμόνουνται, τα δέντρα φύλλα βγάζουν.»

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Ο μισεμός είναι κακός, το έχε γεια φαρμάκι,
όντας τους φίλους χαιρετάει και όλους τους δικούς του,
κι η δόλια η γυναίκα του κρυφά τον κουβεντιάζει,
― πού πας, πού πας, αφέντη μου, και μένα πού μ' αφήνεις;
― Σ' αφήνω 'δώ στη μάνα μου, εδώ στην αδερφή μου,
κι εδώ στην αξαδέρφη μου, την αρραβωνιασμένη.
― Μαχαίρια είν' η μάνα σου, σπαθιά η αδερφή σου,
μαχαίρια, λιανομάχαιρα, η πρώτη σ' ξαδέρφη·
πάρε μ', αφέντη μ', πάρε με, πάρε κι εμέ κοντά σου,
να φκιάνω δείπνο να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
να στρώνω και την κλίνη μου κοντά στην αφεντιά σου.
― Εδώ που πάνω, κόρη μου, κορίτσια δε διαβαίνουν,
είναι καράβι(α) αρμένικα, γεμάτα λεβεντάδες,
και σένα παίρνουν, κόρη μου, και μένα με σκοτώνουν·
κάλλια να ιδώ το αίμα μου στη γης να κοκκινίσει,
παρά να ιδώ τα χείλια σου, άλλος να τα φιλήσει.

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Νυστάξαν τα ματάκια μου, νυστάξαν τα καημένα,
γιατί κοιμούνται μοναχά και συντροφιά δεν έχουν·
σήκου, Νίτσα μ', να πέσουμε ακόμ' απόψ' αντάμα,
μου μήνυσεν η ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω·
―ώρα καλή σ', αφέντη μου, καλό το κίνημά σου,
καλά να πας, καλά να 'ρθεις, καλά να καζαντήσεις,
να φέρεις γρόσια φόρτωμα και τα φλουριά γομάρι.
―Νίτσα μ', μην άλλον αγαπάς και μένα δε με θέλεις;
―Πάρε μ', αφέντη μ', πάρε με κοντά στην αφεντιά σου,
να χύν' νερό να νίβεσαι, να στρώνω να κοιμάσαι,
να σ' κάνω δείπνο, να δειπνάς, γιόμα να γιοματίζεις.
―Εδώ που πάνω, Νίστα μου, κορίτσια δεν πηγαίνουν,
τι 'ν' τα ντριβένια* τούρκικα, καράβια μ' Αρβανίτες,
σένα σε παίρνουν, κόρη μου, και μένα με σκοτώνουν,
κάλλια να ιδώ το αίμα μου στη γης να κοκκινίσει,
παρά να ιδώ τα μάτια σου Τούρκος να τα φιλήσει.

*ντριβένια (πιθανώς δερβένια) = στενό ορεινό πέρασμα.

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Νυστάζουν τα ματάκια μου, νυστάζουν τα καημένα,
σήκου, Νίτσα μ', να πέσουμε, να κοιμηθούμ' αντάμα,
ακόμα απόψε που είμαι 'δω, απόψε κι όλη νύχτα,
να σε χορτάσω φίλημα, να σε χορτάσω λό(γ)ια·
«Σ' αφήνω την καλονυχτιά, λαμπάδα μου γραμμένη,
κι εγώ πάνω στην ξενιτιά, στα έρημα τα ξένα.»
― Πού πας, πού πας, αφέντη μου, κι εμένα πού μ' αφήνεις;
― Εδώ που πάνω, κόρη μου, κορίτσια δεν περνάουν,
εδώ 'ναι Τούρκοι ανύπαντροι, γυρεύουν παντρεμένες,
και μένα με σκοτώνουνε και σένα μούν' σε παίρνουν·
― Ώρα καλή σ', αφέντη μου, καλό το κίνημά σου,
καλά να πας, καλά να 'ρθεις, καλά να καζαντήσεις,
να φέρεις γρόσια φόρτωμα και τα φλουριά στο τσάκι.

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Πολύ συννέφιασ' ο καιρός, όλου να βρέξει θέλει,
και μένα τ' αητεράκι μου να ταξιδέψει θέλει.
― Μισεύεις, αητεράκι μου, και μένα που μ' αφήνεις;
― Πρώτα σ' αφήνω στον θεόν και δεύτερο στους φίλους,
και τρίτο στη μανούλα σου ψωμί για να σου δίνει.
― Δε θέλω 'γώ τη μάνα μου ψωμί για να μου δίνει
μούν' θέλω τ' αητεράκι μου να πάν' κι 'γώ κοντά του·
να πάνω δείπνο να δειπνάει, γιόμα να γιοματίζει.

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμούμαι και λυπιούμαι,
σίντας θυμούμαι ξενιτιά κι εκεί θάλα πηγαίνω.
― Σήκου, μικρούλα μ', ζύμωσε τ' αντρός σου παξιμάδι.
με πόνους πιάνει το θερμό, με πόνους κοσκινίζει,
και με τ' αναστενάγματα φουρνίζει, ξεφουρνίζει.
«Κύριε μ' ν' αργήσει το ψωμί, να μην καεί κι ο φούρνος,
όσου να φύγ' η συντροφιά, να μείν' ο δ(ι)κός μου πίσω.»

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Πέτρες και ξύλα κλαίγουν, κλαίγουν τον καημό,
το πώς θα χωριστούμε τώρα εμείς τα δυο·
στην ξενιτιά θα πάω, πίσω δε γυρνώ,
σου στέλν' ένα μαντίλι κι ένα μαχραμά*,
στην άκρη στο μαντίλι και μια 'ντιλογιά·
θέλεις, κόρη μ', παντρέψου, θέλεις καλογριά,
εδώ που ήρθα, κόρη μ', δε γυρίζω πλια.

*μαχραμάς: (τούρκ.) λεπτό ύφασμα με το οποίο οι Τουρκάλες καλύπτουν το κεφάλι
και το πρόσωπο· νυφική καλύπτρα.

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Βουλιούμαι μια, βουλιούμαι δυο, βουλιούμαι τρεις και πέντε
βουλιούμαι να ξενιτευτώ πολύ μακριά στα ξένα,
κι όσα βουνά και αν διαβώ, όλα τα παραγγέλω·
«βουνά, να μη χιονίσετε, κάμποι μην παχνιστείτε,
όσου να πάνω και να 'ρθώ και πίσω να γυρίσω,
η ξενιτιά με πλάνεψε, τα έρημα τα ξένα,
και κάνω χρόνια δεκοχτώ, και μήνες δεκαπέντε·
έπιασα ξένες αδερφές, και ξένες παραμάνες,
έπιασα μια σταυράδερφη να πλένει τα σκουτιά μου·
τα πλένει μια, τα πλένει δυο, τα πλένει τρεις και πέντε,
κι από τις πέντε και μπροστά τα ρίχνει στα σουκάκια,
ξένι μ' σύμμασ' τα ρούχα σου, σύμμασ' και τα σκουτιά σου
σε καϊτερεί η μανούλα σου κι αυτή η αδερφή σου,
σε καϊτερεί η αγάπη σου, τώρα και τόσα χρόνια.»

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Μαύρα μου χιλιδόνια κι άσπρα μου πουλιά,
αν τύχει κι απεράστε από τον τόπο μου,
μηλιά 'χω στην αυλή μου και να κονέψετε,
στα φύλλα ν' ανεβείτε και να λαλήσετε,
και να μου χαιρετάτε την μανούλα μου,
τη δόλια μου γυναίκα, και τα παιδάκια μου,
κι αν σας ρωτάν για μένα, πες τους πατρεύτηκα,
της γης την όψη πήρα μά(γ)ισσα πεθερά,
μά(γ)εψε την καρδιά μου και την κάρφωσε
στο πη(γ)άδι έρ(ι)ξε τα μά(γ)ια και δεν γιατρεύομαι.

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Μαύρα μου χιλιδόνια κι άσπρα μου πουλιά,
αυτού που απετάτε για χαμηλώσετε,
να γράψω τα φτερά σας, τα κλαπατάργια* σας,
τ' έχω άντρα στα ξένα και στα μακρινά,
δώδεκα χρόνους κάνει χώρ(ι)ς αντιλογιά,
κι από τες δώδεκα κι ομπρός μου στέλν' αντιλογιά,
μου στέλν' ένα μαντίλι μ' εκατό φλωργιά,
στον πάτο στο μαντίλι μου βάνει μια γραφή·
«θέλεις, κόρη μ', παντρέψου, θέλεις καλογριά,
θέλεις τα μαύρα βάλε και καϊτέρα με,
τ' εγώ εδώ που ήρθα επαντρεύτηκα,
πήρα μια θυγατέρα της μπάσια μά(γ)ισσας*,
π' μα(γ)εύει τα καράβια και δεν περβατούν·
με μά(γ)εψε και μένα και δεν έρχομαι·
όντα κινάου να 'ρθω σκότος και βροχή,
όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεργιά.»

*μπάσια μά(γ)ισσα: αρχιμάγισσα

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Γλυκοχαράζουν τα βουνά κι οι όμορφες κοιμούνται,
τα παλικάρια τα καλά στα ξένα τυραγνιούνται,
τσου τρώει η λέρα το κορμί και το κιμέρ* τη μέση·
ανάθεμά σε ξενιτιά, και σέν' και τα καλά σου!

*κιμέρι: ζώνη δερμάτινη στην οποία οι οδοιπόροι φυλούσαν τα χρήματά τους

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Τι να της κάνω της καρδιάς, της παραπονεμένης!
βολές με κάνει και γελώ, βολές κι αναστενάζω·
για να πεθάνω δεν μπορώ, να ζήσω! πού να ζήσω;
να πάνω σ' άλλο σύνορο και σ' άλλο βιλαέτι*,
ξένος κι εδώ, ξένος κι εκεί, κι όπου κι αν πάνω ξένος·
να 'χα τον ουρανό χαρτί, τη θάλασσα μελάνι,
για να 'γραφα τα ντέρτια* μου και τα παράπονά μου,
αφόντας κι εγενήθηκα από τη μαύρη μάνα,
κάνα καλό δεν τ(η)ς έκαμα, κάνα καλό δεν κάνω.

*βιλαέτι: η πατρίδα, το μέρος καταγωγής κάποιου, διοικητική περιφέρεια
*ντέρτια: στεναχώριες, πόνοι, βάσανα

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Με γλέπεις, κόρη, που γελάω, θαρρείς ντέρτι* δεν έχω·
εγώ 'χω ντέρτι στην καρδιά και σένα δεν το λέ(γ)ω·
λέ(γ)ω να το ειπώ της μάνας μου, σκιάζομαι μην πεθάνει·
λέ(γ)ω να το ειπώ της αδερφής, φοβούμαι μη μου φύγει·
λέ(γ)ω να το ειπώ της θάλασσας, καράβι δεν κινάει·
λέ(γ)ω να το ειπώ της μαύρης γης, χορτάρι δε φυτρώνει·
λέ(γ)ω να το ειπώ και τ' ουρανού, ποτέ βροχή δε ρίχνει·
πόχασα τη σακούλα μου όλου με το πουγκί μου,
να κάτσω να συλλο(γ)ιστώ της ξενιτιάς τα πάθη.

*σακούλα: χρηματικό ποσό, πορτοφόλι
*ντέρτι: στεναχώρια, πόνος, βάσανο
πουγκί: πορτοφόλι

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Μικρός εξενιτεύτηκα, μικρός στα ξένα πήγα,
επήγα και ρογιάστηκα* σε μια χήρα βουργάρα·
δώδεκα χρόνους έκανα στα μάτια δεν την είδα,
και μια γιορτή, μια Κυργιακή, μια Πασκαλιά μεγάλη,
την είδα που στολίζουνταν στην εκκλησιά να πά(γ)ει,
― Βουργάρα, δώσ' μου τ' άσπρα* μου, δώσ' μου τη δούλεψή μου,
με καϊτερεί η μάνα μου, να πάν' να με παντρέψει.
― Ξένι μ', αν θέλεις παντρειά, εγώ να σε παντρέψω,
τρεις σκλαβοπούλες έχουμε και πάρ' όποια σ' αρέσει,
θέλεις τη ρούσα έπαρε, θέλεις τη μαυρομάτα,
θέλεις την παραγαλανή*, που 'ναι φλωργιά γιουμάτη.
― Ουδέ τη ρούσα θέλω 'γώ, κι ουδέ τη μαυρομάτα,
ουδέ την παραγαλανή, που 'ναι φλωργιά γιουμάτη·
χήρα ήταν κι η μάνα μου κι εγώ χήρα θα πάρω.

*ρογιάζομαι: προσλαμβάνομαι ως βοσκός με ρόγα, μισθό
*άσπρο: νόμισμα, νόμισμα μικρής αξίας
παραγαλανή: γαλανομάτα

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Μάνα, με κακοπάντρεψες και μώδωκες Βλαχιώτη*,
μ' έδωκες στα κατούμενα* και μ' έδωκες στους κάμπους·
εγώ το κάμα* δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω·
ν' εδώ τρυγόνες δε λαλούν, κι ουδέ τρυγονοπούλες·
το λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλά(γ)ια,
το ποια 'χ' άντρα στην ξενιτιά, και γιο στο Μπουκορέσι*,
πες τους να μην τους καϊτερεί, να μην τους παντεχαίνει,
τι βλάχισσες είναι κακές, είναι καγκυλοφρύδες,
έχουν τα μάτια σαν ιλιά, τα φρύδια σαν γαϊτάνι*,
κι αυτό το ματοτσίνορο* σαν φράγκικο δοξάρι*,
καίουν τους νέους την καρδιά, καίουν τα φυλλοκάρδια,
πιάνουν παιδιά ανύπαντρα κι έρχονται γηρασμένα.

*Βλαχιώτης: από τη Βλαχία (;)
κατούμενα: οι περιοχές του κάμπου (;)
κάμα: ζέστη, καύσωνας
Μπουκορέσι: Βουκουρέστι
*καϊτερεί: καρτερεί, περιμένει
παντεχαίνει: ελπίζει, προδοκά
γαϊτάνι: καμπυλωτό σπαθί
ματοτσίνορο: βλεφαρίδες
δοξάρι: τόξο

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Μάνα, με κακοπάντρεψες και μώδωκες Βλαχιώτη*,
δώδεκα χρόνους στη Βλαχιά και τρεις μέρες στο σπίτι,
και μια βραδιά, κακή βραδιά, πλαγιάσαμαν αντάμα·
κι αυτού προς τα μεσάνυχτα, δυο 'ρες όσου να φέξει,
έκανα να συγυριστώ, ξυπνώ και δεν τον βρίσκω·
και στο κατώ(γ)ι αρέντεψα*, δε βρίσκω τ' άρματά του
στη μαξιλάρ' ακούμπησα και δάκρυ τη γιουμίζω·
«μώρ' έρημα προσκέφαλα, και έρημα γιουργάνια*
το πού 'ν' αφέντ(η)ς οπού είχαμαν, το πού 'ναι κι ο καλός μου;»
― Κυρά, κι αν μας ερώτησες, εμείς να σου το ειπούμε,
η νύχτα μας τον έφερε, η νύχτα μας τον πήρε.

*Βλαχιώτης: από τη Βλαχία
αρέντεψα < αρεντεύω: τρέχω
γιουργάνια: παπλώματα

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


― Ξένε μου, το μαντίλι σου τι το 'χεις λερωμένο;
― Η ξενιτιά μ' το λέρωσε και το 'χω λερωμένο.
― Στείλε το, ξένε, στείλε το, εγώ να σου το πλύνω.
― Με το το πλένεις, κόρη μου, με τι το σαπουνίζεις;
― Βάνω το δάκρυ μου νερό, το σάλιο μου σαπούνι,
βάνω και τα στηθάκια μου καρούτα* και το πλένω.

*καρούτα: ξύλινη σκάφη

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Διώξε με, μάνα, διώξε με, με ξύλα με λιθάργια,
κι αν δεν σας πάω στην ξενιτιά, να κάνω τριάντα χρόνους,
για να μαλλιάσ' τ' αστήθι σου ρουτώντας τους διαβάτας·
«διαβάτες, πού διαβαίνετε, στρατιώτες, πού περνάτε,
μην είδατε το γιόκα μου, τομ πολυαγαπημένο;»
― Εψές, προψές τον είδαμε στον άμμο γκυλισμένο,
μαύρα πουλιά τον έτρωγαν, και άσπρα χιλιδόνια·
«φάτε, πουλάκια μ', φάτε με, κάνετε και νισάφι
κι αφήστε μου το μάτι μου και το δεξί μου χέρι,
να γράψω μια πικρή γραφή, να τη στείλω στο σπίτι,
να τ(η)ν αναγνώθει η μάνα μου, να κλαίει η κουραμυδιά* μου·
να τ(η)ν αναγνώθ'  η κουραμυδιά, να κλαίει η αδερφή μου,
να τ(η)ν αναγνώθ' η αδερφή, να κλαίνε οι αξαδέρφες,
να τ(η)ν αναγνώθουν και αυτές, να κλαίει η χώρα όλη.»

*νισάφι: αποχή
η κουραμυδιά: η χήρα

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Φεγγάρι μου λαμπρό, λαμπρό, τρο(γ)ύρω κυκλωμένο,
αυτού ψηλά που περβατείς και χαμηλά λογιάζεις,
μην είδες τον ασίκη* μου, τον αγαπητικό μου,
σε τι ταβέρνες κάθεται, και τι σουρπέτια* πίνει,
τίνος χεράκια τον κερνούν και τα δικά μου στέκουν,
τίνος αχείλι τον φιλεί και το δικό μου σκά(ζ)ει,
τίνος ματάκια τον τηρούν και τα δικά μου κλαίουν;
Σε κυπαρίσσι ν' ανηβεί, να μάσει τον καρπό του,
το κυπαρίσσι να 'ν' ψηλό, να λυ(γ)ιστεί να πέσει,
από ψηλά να γκρεμιστεί, και χαμηλά να πέσει,
σαν το γυαλί να ραϊστεί*, σαν το κρουστάλ' να θράψ'*
πέντε γιατροί να τον κρατούν, και δέκα να γιατρεύουν
κι εγώ να λάχω να διαβώ να τους καλοσκαμνήσω,
«καλώς τα κάνετε, γιατροί, τι κάνετε; πώς είστε;
βάλτε τα φ(ι)τίλια σας βαθιά ν' ανοίξουν οι γεράδες*.»

*ασίκης: λεβέντης, παλικάρι
΄*σουρπέτια > σερμπέτι: είδος πολύ γλυκού και αρωματικού αναψυκτικού
ραϊστεί: ραγίσει
σαν το κρουστάλ' να θράψ': σαν το κρύσταλλο να σπάσει
*γεράδες: πληγές

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Ανάθεμά σε, ξενιτιά, και σέν' και τα καλά σου,
μου τρώ(γ)ει η λέρα το κορμί και το κιμέρ* τη μέση,
βάνω το χέρ' προσκέφαλο, τη μαύρη ψάθα στρώνω,
το χέρι μου δεν άπλωσα σε γυναικίσιο κόρφο.

*κιμέρι: ζώνη δερμάτινη στην οποία οι οδοιπόροι φυλούσαν τα χρήματά τους

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Δε μου βαρούν τα ξένα και τα μακρινά,
μούν' μου βαρούν της κόρης τα μηνύματα·
γράφει χαρτιά, μου στέλνει και με προβοδάει,
«όπου κι αν είσαι, ξένε μ', γλήγορα να 'ρθείς,
τι μένα με παντρεύουν και με προξενούν,
γέρον άντρα μου δίνουν κι είν' κι αράθυμος*·
το βράδυ με μαλώνει για τα στρώματα,
και το πουρνό* με στέλνει για κρύο νερό·
βαρύν σούκλον* μου δίνει κι άλυσον* κοντό,
κρεμνώ και δε μου φτάνει, βαρσανίζομαι*,
σαράντ' οργιές μαλλιά 'χα κι όλα τα 'κοψα.»

*αράθυμος: οξύθυμος, βίαιος
πουρνό: πρωί
σούκλον < σίκλος: κουβάς
άλυσος: αλυσίδα
βαρσανίζομαι: βασανίζομαι, παιδεύομαι

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Ένα πουλι θαλασσινό και άλλο πουλί βουνίσιο,
τα δυο πουλιά ν' εμάλωναν, τα δυο πουλιά μαλώνουν,
γυρίζει το θαλασσινό και λέ(γ)ει του βουνίσιου·
«μη με μαλώνεις, μπρε πουλί και μη με παραπαίρνεις,
τι 'γώ πολύ δεν κάθουμαι στον τόπο το δικό σου,
αν κάτσω Μάη και Θερ(ι)στή* κι όλον τον Αλωνάρη*,
κι αν πάρω κι αχ τον άλλονε πέντ' έξι, δέκα μέρες,
αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες,
αφήνω και στις άσκημες πανούκλα να της μάσει,
κι εγώ πάνω στον τόπο μου, στον τόπο το δικό μου.»

*Θεριστής: Ιούνιος
Αλωνάρης: Ιούλιος

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Δεν μπορώ ο μαύρος, δεν μπορώ, να περβατήσω κι όχι·
τα ποδαράκια με πονούν, τα γόνατα με σφάζουν·
δεν έχω μάνα να με κλαίει κι ουδέ και τη γυναίκα,
κι ουδέ και τ' αδερφάκια μου να κρυφοκουβεντιάζω·
κλάψ(ε)τε, ματάκια μ', κλάψετε, όσου να πικραθείτε,
τι θελά ιδείτε ξενιτιά, όσου να βαρεθείτε·
ήρθε καιρός κι αρρώστησα, καιρός για να πεθάνω,
να είχα νέρ' αχ τον τόπο μου και μήλ' αχ τη μηλιά μου,
να είχα και μοσκοστάφυλλο από την περογλιά* μου.
Τρία κορίτσια τ' άκουσαν, και τρεις καλές κυράδες·
η μια τρέχει για το νερό κι η άλλη για το μήλο,
κι η τρίτη η καλύτερη τρέχει για το σταφύλι·
κι έκατσαν και τον ρώταγαν, κάθονται τον ρωτούνε·
― ξένι μ' πούθ' είν' τα τόπια σου, πούθε τα πατρικά σου;
― η μάν' μ' είν' αχ τη Σεργιά, κι ο κύρης μ' αχ' τη Δύση·
― Ξένι μ' σε θέλ' ο τόπος σου, σε θέλ' το γονικό σου·
σε θέλ' κι η μαύρ' η μάνα σου...

*περογλιά: κληματαριά

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Θε(ε) μου μεγαλοδύναμε, μεγάλο τ' όνομά σου!
του ξένου δώσ' του ξενιτιά κι αρρώστια μη του δίνεις·
γ η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάκια,
θέλει μανάδες κι αδερφές, αδέρφια κι αξαδέρφια·
να είχα τον ουρανό χαρτί, τη θάλασσα μελάνι,
για να 'γραφα τα ντέρτια* μου και τα παράπονά μου·
μα τι είδαν τα ματάκια μου, μα τι είδαν τα καημένα,
τους ξένους πώς του θάφτουνε, τους ξένους πώς του πάνε,
χωρίς λιβάνι και κερί, χωρίς παπά και ψάλτη.

ντέρτια: στεναχώριες, πόνοι, βάσανα

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Σαράντα πέντε Κυργιακές κι εξήντα δυο Δευτέρες,
δεν είδα την αγάπη μου, την γκαρουφαλαιμούσα,
και 'ψές την είδα στο χορό και σήμερα στην τάβλα,
και με το πόδι την πατώ και με τ' αχείλι της λέ(γ)ω,
― Κόρη μ' τι μάνα σ' έκανε, τι μάνα σ' έχει κάνει;
― Κι εμένα μάνα μ' έκανε, μάνα σαν τη δική σου,
σήκου, ξένε μ', τι νύχτωσες, σε πήρε το σκοτάδι,
θα σε πατήσει το στοιχειό, θα σε φάει κι η λάμια,
― Εγώ για σένα θα χαθώ, για σένα θα πεθάνω,
κι ας με πατήσει το στοιχειό κι ας με φάει κι η λάμια.

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Μια λυγερή τραγούδησε που κρουσταλλένιο πύργο,
και πήρ' αέρας τη φωνή, κατάλιμνα πηγαίνει,
κι όσα καράβια το ήκουσαν, όλα τις άκρες πιάσαν,
κι ένα καράβι φράγκικο, που μέσα που τη Φράντζα,
ν' ετραγουδούσε κι έλε(γ)ε και τραγουδεί και λέ(γ)ει·
«βαστάτε, λεβεντάδες μου, χρυσά μου παλικάργια,
ν' ακούσετε μια λυγερή που τραγουδεί και λέ(γ)ει·
ανάθεμά σε, ξενιτιά, χιλιόκαλος κι αν είσαι,
ξενίτεψες τον άντρα μου εδώ και δέκα χρόνους,
ακόμα δέκα καρτερώ και πέντε παντεχαίνω*,
κι απέ στα μαύρα θα ντυθώ, καλογριά θα γένω,
κι όσα κορίτσια απαντώ όλα τα παραγγέλνω,
άντρα βλαχιώτη μην πάρουνε, αν θέλουν να μη κλάψουν.»

παντεχαίνω: ελπίζω, προσδοκώ, περιμένω

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Τρεις μέρες μαυρονιόγαμπρος, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
ποτές δεν ονειργιάστηκα*, στον ύπνο που κοιμόμουν,
κι απόψει ονειργιάστηκα παντρεύεται η καλή μου,
και στο κατώ(γ)ι εκόσεψα* και λέ(γ)ω το μοιρολό(γ)ι,
κι ο βασιλιάς σαν άκουσε, βαργιά του κακοφάνει,
― ποιος είν' αυτός που φλίβεται* και βαργιαναστενάζει,
αν είν' από τους δούλους μου ν' τ' αβγατίσω τ' ρόγα,
αν είν' από τους σκλάβους μου, να τόνε ξεσκλαβώσω,
― εγώ ήμουν που φλίβουμουν και βαργιαναστενάζω,
ποτές δεν ονειργικάστηκα στον ύπνο που κοιμόμουν,
κι απόψε ονειργιάστηκα παντρεύεται η καλή μου,
― κατήβα κάτω σ' άλογα, κάτω στ' αντρειωμένα·
και πάρε γρίβα* γρήγορο, άξιο κι αντρειωμένο·
― ποιος είναι γρίβας γλήγορος, άξιος κι αντρειωμένος;
κάνας δεν απ(ο)λο(γ)ήθηκε, κάνας δεν απ(ο)λο(γ)ιέται,
κι ένας γρίβας, παλιόγριβος, σαράντα πληασμένος*·
― εγώ είμαι γρίβας γλήγορος, άξιος κι αντρειωμένος,
για δέσε το κεφάλι σου με δυο τρία μαντίλια,
και ζώσε και τη μέση σου μαζί με τη δική μου,
αν λάχει τράφος να διαβώ, γιουφύργια να περάσω.
Στον δρόμο όπου πά(γ)ηναν, στη στράτα που πα(γ)αίνουν,
παρακαλούσε κι έλε(γ)ε, παρακαλεί και λέ(γ)ει·
― Κύργε μ' να βρω τη μάνα μου στη βρύση που να πλένει,
να βρω και τον πατέρα μου στ' αμπέλι να κλαδεύει·
καθώς επαρακάλεσε έτσ' πά(γ)ησε και τους ηύρε·
― καλώς τα κάνεις, γέροντα. ― καλώς τον τον διαβάτη.
― Τίνος είναι τα πρόβατα, που βόσκουν στο λιβάδι;
― Της αστραπής και της βροντής, του γιου μου του χαμένου.
Ζιγκιά βαρεί* το άλογο και στη βρυσούλα βρέθη·
― καλώς τα κάνεις, μουρ' γριά. ― καλώς τον τον διαβάτη.
― Το τίνος γάμος γίνεται, το τίνος νύφη παίρνουν;
― Της αστραπής και της βροντής, του γιου μου του χαμένου·
αρχόντου γιος παντρεύεται, αρχοντοπούλα παίρνει.
― Τάχα προφταίνω σ(τ)ην εκκλησιά, προφταίνω στα στεφάνια;
― Αν έχεις γρίβα γλήγορο, προφταίνεις στα στεφάνια,
αν έχεις γρίβα ταπεινό, προφταίνεις στο τραπέζι.
Ζιγκιά βαρεί το άλογο στην εκκλησιά ευρέθη.
― Κακό ζακόνι* έχετε, εσείς οι Ζαγορίσιοι·
δε βγάζετε τη νύφη σας να την κερνούν οι ξένοι;
― Καλό ζακόνι έχουμε, εμείς οι Ζαγορίσιοι,
που βγάζουμε τη νύφη μας και την κερνούν οι ξένοι.
Το δαχτυλίδι έβγαλε τη νύφη να κεράσει,
η νύφη ξέρει γράμματα, στέκει και τ' αναγνώθει.
― Σύρτε, παιδιά, στη μάνα σας, νυφάδες σ' πεθερές σας,
και μένα ήρθε τ' αϊταίρι μου, το πρώτο το στεφάνι.

*ονειργιάστηκα: ονειρεύτηκα
εκόσεψα < κοσεύω: τρέχω, πηγαίνω γρήγορα
φλίβεται: θλίβεται
ν' τ' αβγατίσω τ' ρόγα: να του αυξήσω το μισθό
γρίβας: άλογο
πληασμένος: πληγιασμένος
ζιγκιά βαρεί: σπιρουνίζει, κεντρίζει
ζακόνι: έθιμο, συνήθεια

Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866


Η ανιψιά του παπα-Γιώργ' του ρήγα η θυγατέρα,
πόχ' ασημένιον αργαλειό και κρουσταλλένιο χτένι,
στους ουρανούς τα διάζουνταν*, στους κάμπους τα τυλίγαν,
στην άκρ' από τη θάλασσα κάθεται και υφαίνει,
κι ο άντρας της επέρασε και την καλημερίζει·
― καλή 'μέρα σου, κόρη μου, κι αν (υ)φαίνεις και λευκαίνεις,
κόρη μ' το πού 'ν' ο άντρας σου, το πού 'ναι ο καλός σου;
― Ο άντρας μου πά(γ)ει στην ξενιτιά τώρα και δέκα χρόνους.
― Κόρη μ' ο άντρας σ' πέθανε και είν' αποθαμένος,
και τον εδάνεισα πανί και μου είπε να μ' το δώσεις.
― Κι αν τον εδάνεισες πανί, εγώ να σου το δώσω.
― Και τον εδάνεισα φιλί και μου είπε να μ' το δώσεις.
― Κι αν τον εδάνεισες φιλί, περπάτα, γύρευέ το.
― Κόρη μ', εγώ είμ' άντρας σου, κι εγώ είμ' ο καλός σου.
― Πες μου σημάδια του σπιτιού κι απέ να σε πιστέψω.
― Έχεις μηλιά στημ πόρτα σου, μηλιά στον οβορό* σου,
στο σ(ο)φά οπού κοιμούμασταν, κλήμα 'ταν φυτεμένο.
― Πραματευτής απέρασες και είδες τις μηλιές μου·
πες μου σημάδια του κορμιού κι απέ να σε πιστέψω.
― Έχεις ιλιά στα στήθια σου, ιλιά στο πρόσωπό σου,
κι ανάμεσα στα δυο βουζιά, σπυρί μαργαριτάρι.
― Ξένε μ', εσ' είσ' ο άντρας μου, εσ' είσαι ο καλός μου.

διάζουνταν < διάζο(υ)μαι: ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό
οβορός: σωρός ξύλων, αποθήκη ξύλων


Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866
Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Ν. Γ. Πολίτης, Αθήνα, 1925
 


[Σπανιότατα αφορμή του εκπατρισμού των νέων είναι
διάστασις προς τους οικείους αυτών, τουναντίον δε προς
την ξενιτείαν εξωθεί αυτούς συνήθως η επιθυμία όπως ωφε-
λήσωσι την οικογένειά των δια του πλούτου, τον οποίον
προσδοκώσι ν' αποκτήσωσιν εργαζόμενοι μακράν της πα-
τρίδος των. Οι δε γονείς βαρέως φέρουν τον χωρισμόν και
πολλάκις προσπαθούν ν' αποτρέψουν αυτόν. Δια τούτο
και εις παραλλαγάς του κατωτέρω άσματος φέρεται η μή-
τηρ καταρωμένη τον υιόν, αλλά καταρωμένη αυτόν διότι
απεφάσισε ν' αποδήμήσει. Αλλ' ή κατάρα της μητρός είναι
επουσιώδες στοιχείον του άσματος, του οποίου σκοπός είναι
η διεκτραγώδησις της βαρείας μοίρας του ξενιτευομένου
και της θλίψεως εις την οποίαν είναι βυθισμένη η οικογέ-
νειά του αναμένουσα μάτην επί μακρόν χρόνον την επάνο-
δόν του.

Το άσμα είναι τα μάλιστα διαδεδομένον εις πάσας τας
ελληνικάς χώρας, φαίνεται δε πολύ παλαιόν ο κατά τον ΙΕ'
ή Ις' αιώνα γράψας το Περί της ξενιτείας στιχούργημα
εγίνωσκε πιθανώς αυτό και παρέλαβεν εξ αυτού την εν τέλει
εικόνα της αποστολής δια πτηνών γράμματος του θνήσκο-
ντος ξενιτεμένου προς την οικογένειάν του.]

Όλες οι μάνες τα παιδιά, όλες ευκές τους δίνουν,
και μια μάνα, κακή μάνα το γιο της καταρειέται.
Διώξε με, μάνα, διώξε με, με ξύλα με λιθάρια,
για να με πάρει το κακό κι η εντροπή του κόσμου,
να σφίξω τα ματάκια μου, να φύγω από μπροστά σου.
Να πάω κι εγώ με τα πουλιά και με τα χελιδόνια,
τα χελιδόνια να γυρνούν κι εγώ να μη γυρίζω.
Θα κάμεις χρόνους να με ιδείς, καιρούς να μ' απαντήσεις.
Θά 'ρθουνε, μάνα μου, οι γιορτές, οι μεγαλοβδομάδες*,
θα πας μέσα στην εκκλησιά με την καρδιά καμένη,
θα ιδείς τις νιες, θα ιδείς τους νιους, θα ιδείς τα παλικάρια,
και θα στραφείς στη μια μεριά, και θα στραφείς στην άλλη,
θα βρείς τον τόπο μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον,
θα σ' έρθει δίψα στην καρδιά και κάψα μέσ' στ' αχείλι,
θα θολωθούν τα μάτια σου τηράγοντα τις στράτες,
και θα στεγνώσει η γλώσσα σου ρωτώντας τους διαβάτες:
«Διαβάτες, πού διαβαίνετε, περάτες, πού περνάτε,
μην είδετε το γιούλη μου, το μοναχό παιδί μου;
― Κι' ανίσως κι αν τον είδαμε, μαύρη ορφανή μανούλα,
πούθε να τον γνωρίσουμε; για πες μας τα σημάδια.
― Ψηλό λιγνό έχει το κορμί, ίσιο σαν κυπαρίσσι,
σα δυο βουνά είναι οι πλάτες του, σαν κάστρο η κεφαλή του,
σα νερατζούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του.
― Εψές, προψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο,
είχε τα θύκια* πάπλωμα και τους αφρούς σεντόνι,
τα χοχλιδάκια* του γιαλού είχε για προσκεφάλι.
Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρίζαν,
κι ένα πουλί, καλό πουλί με τα φτερά ασημένια,
σαν άνθρωπος εδάκρυζε και τον μοιρολογούσε.
"Πού είναι, ξένε μ', η μάνα σου και που είναι κι η καλή σου,
να κλάψουνε τα νιάτα σου να σιάσουν το κορμί σου;*"
Και κείνος αποκρίθηκε με τα ψημένα χείλη.
"Φάγε και συ, καλό πουλί, απ' αντρειωμένου πλάτες,
φάγε από πόδια γλήγορα και χέρια προκομμένα,
φάγε, πουλί, απ' τη νιότη μου, φάγε κι απ' την αντρειά μου,
φάγε κι απ' τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα,
οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κελαϊδούσαν."
― Δε θέλω 'γώ απ' τη νιότη σου κι ούτε κι απ' την αντρειά σου,
ούτε κι από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα,
οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κελαϊδούσαν,
γιατί είμαι από τον τόπο σου κι από τη γειτονιά σου.
― Μα αν είσαι από τον τόπο μου κι από τη γειτονιά μου,
χαμπήλωσ' τις φτερούγες σου τριά λόγια να σου γράψω,
το 'να να πας της μάνας μου, τ' άλλο της αδερφής μου,
το τρίτο το φαρμακερό να πας της ποθητής μου.
Να το διαβάζει η μάνα μου, να κλαίει η αδερφή μου,
να το διαβάζει η αδερφή, να κλαίει η ποθητή μου,
να το διαβάζει η ποθητή, να κλαίει ο κόσμος όλος.»

μεγαλοβδομάδες: οι γιορτές της Μεγάλης Εβδομάδας
θύκια: φύκια
χοχλιδάκια: κοχύλια
να σιάσουν το κορμί σου: να ευπρεπίσουν το σώμα σου για την κηδεία

Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Ν. Γ. Πολίτης, Αθήνα, 1925


«Σ' αφήνω γεια, μανούλα μου, σ' αφήνω γεια, πατέρα,
έχετε γεια, αδερφάκια μου και σεις ξαδερφοπούλες.
Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά στα ξένα.
Θα φύγω, μάνα, και θα 'ρτώ και μην πολυλυπειέσαι.
Από τα ξένα που βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω
με τη δροσιά της άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα,
και με τ' αστέρια τ' ουρανού, τα ρόδα του Μαΐου.
Θανά σου στέλνω μάλαμα, θανά σου στέλνω ασήμι,
θανά σου στέλνω πράματα, π' ουδέ τα συλλογειέσαι.
― Παιδί μου, πάαινε στο καλό κι όλοι οι αγιοί κοντά σου,
και της μανούλας σου η ευχή να είναι για φυλαχτό σου,
να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Θυμήσου με, παιδάκι μου, κι εμέ και τα παιδιά μου,
μη σε πλανέσει η ξενιτιά και μας αλησμονήσεις.
― Κάλλιο, μανούλα μου γλυκιά, κάλλιο να σκάσω πρώτα,
παρά να μη σας θυμηθώ στα έρημα τα ξένα.»

Δώδεκα χρόνοι απέρασαν και δεκαπέντε μήνες,
καράβια δεν τον είδανε, ναύτες δεν τόνε ξέρουν.
Πρώτο φιλί αναστέναξε, δεύτερο τον πλανάει,
τρίτο φιλί φαρμακερό τη μάνα αλησμονάει.

Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Ν. Γ. Πολίτης, Αθήνα, 1925


Την ξενιτιά, την άρφανιά, την πίκρα, την άγάπη,
τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν' τα ξένα.
Ο ξένος εις την ξενιτιά πρέπει να βάνει μαύρα,
για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λάβρα.

Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Ν. Γ. Πολίτης, Αθήνα, 1925


Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ 'χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;
Μήλο αν σου στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο μαδιέται,
σταφύλι ξερογιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω με τα δάκρυα μου μαντίλι μουσκεμένο,
τα δάκρυα μου είναι καυτερά, και καίνε το μαντίλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;

Σηκώνομαι τη χαραυγή γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάτες,
κοιτάζω τις γειτόνισσες και τις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα μικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω.

Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Ν. Γ. Πολίτης, Αθήνα, 1925


«Νεραντζούλα φουντωμένη, πού είναι τ' άνθη σου,
πού είναι η πρώτη σου ομορφάδα και τα κάλλη σου;
― Φύσηξε βοριάς αέρας και τα τίναξε,
κ' η φουρτούνα του πελάγου τ' αποχάλασε.
Σε παρακαλώ, βοριά μου, φύσα ταπεινά,
για ταπείνωσ' την αντάρα και τον κορνιαχτό*
τη βοή σου τη μεγάλη και τον αχητό*,
για ν' αράξουν τα καράβια τα σπετσιώτικα,
να 'ρθουν και τα παλικάρια τα νησιώτικα.
Όλα τα καράβια αράξαν, κι όλα φάνηκαν,
κι ο λεβέντης ο δικός μου δεν εφάνηκε,
και ποιος ξέρει σε τι κύμα δέρνει να πνιγεί;
-Και δεν κλαις την ομορφιά σου, κόρη νόμορφη,
μόνε κλαις τον ταξιδιώτη που σ' απάριασε*;
Τάχα ποιαν θενά φιλήσει τα μεσάνυχτα,
τάχα ποιαν θεν' αγκαλιάσει το ξημέρωμα;»

*κορνιαχτό: κονιορτός, σκόνη
αχητός: ήχος, θόρυβος
απάριασε: εγκατέλειψε

Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Ν. Γ. Πολίτης, Αθήνα, 1925


Ένα πουλί θαλασσινό κι άλλο πουλί βουνίσιο,
τα δυο πουλιά μαλώνανε στου σταυραητού τον τόπο.
Γυρίζει το θαλασσινό και λέγει του βουνίσιου.
«Μη με μαλώνεις, βρε πουλί, και μη με παραδιώχνεις,
τι εγώ πολύ δεν κάθομαι στον τόπο το δικό σου,
αν κάτσω Μάη και Θεριστή* κι όλον τον Αλωνάρη*,
κι αν πάρω κι απ' τον Αύγουστο, τον Τρυγητή* μισεύω,
κι αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες
κι εγώ πάγω στον τόπο μου, γυρνώ στους εδικούς μου.»

*στου σταυραητού τον τόπο: σε απόκρημνο βουνό
Θεριστής: Ιούνιος
Αλωνάρης: Ιούλιος
Τρυγητής: Σεπτέμβριος

Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Ν. Γ. Πολίτης, Αθήνα, 1925


Τωρά είναι Μάης κι άνοιξη, τώρα είναι καλοκαίρι,
τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι ανθίζουν τα λουλούδια.
Τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγει.
Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλιγώνει,
φκιάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια,
βάνει τα φτερνιστήρια του, ζώνει και το σπαθί του.
Κι η κόρη, οπού τον αγαπάει, κρατεί κερί και φέγγει,
με το 'να χέρι το κερί, με τ' άλλο το ποτήρι,
κι όσα ποτήρια τον κερνάει, τόσες βολές του λέγει:
«Πάρε μ', αφέντη, πάρε με, πάρε κι έμέ κοντά σου,
να μαγευρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
να γένω γης να με πατάς, γιοφύρι να διαβαίνεις,
να γένω κι ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου,
εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα.
― Κει που πηγαίνω, λυγερή, γυναίκες δε διαβαίνουν,
εκεί είναι λύκοι στα βουνά και κλέφτες στα δερβένια,
και σένα παίρνουν, κόρη μου, και μένα με σκλαβώνουν.»

Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Ν. Γ. Πολίτης, Αθήνα, 1925


[Το τραγούδι της μάγισσας είναι αλληγορικόν. Μόνον ανε-
ξήγητος δύναμις, εξ υπερφυσικής ενεργείας προερχομένη, είναι
ικανή να κρατήση τον ξενιτευμένον επί πολύν χρόνον μακράν
του τόπου του και να διαρρήξη τους ισχυρούς δεσμούς της
στοργής προς την οικογένειάν του. Και παρίσταται ούτος μα-
ταίως αγωνιζόμενος να υπερνικήση τα παρεμβαλλόμενα εις
την εκπλήρωσιν του πόθου της επανόδου εμπόδια και υφι-
στάμενος μετά δυσφορίας την επήρειαν της δυνάμεως εκείνης.
Αι γοητείαι, τας οποίας ευρίσκει εις την ξενιτειάν, τον δε-
σμεύουν εις αυτήν, Αλλ' όμως είναι ανίσχυροι να εμβάλουν
εις αυτόν την λήθην προσφιλών υπάρξεων, και η διάνοιά του
είναι πάντοτε προς ταύτας εστραμμένη. Ούτω και τον ομηρι-
κόν Οδυσσέα, κατέχουσα εις την νήσον της έθελγεν η νύμφη
Καλυψώ «μαλακοίσι και αιμυλίοισι λόγοισιν όπως Ιθάκης
επιλήσεται», ενώ εκείνος επόθει «και καπνόν αποθρώσκοντα
νοήσαι ης γαίης.»

Αλλ' όταν μετά μακροχρόνιον εγκατάλειψιν επανέλθη ο
ξενιτευμένος εις τους κόλπους της οικογενείας του, το τρα-
γούδι διασκευάζεται άλλως. Μία παραγγελία, εις τρυφερός
λόγος της έγκαταλελειμμένης καλής του, φθάνει εις τας ακοάς
αυτού, και έχει την δύναμιν να διαλύση τα μάγια και να τον
επαναφέρη εις την πατρίδα.]

Μαύρα μου χελιδόνια απ' την έρημο,
κι άσπρα μου περιστέρια της ακρογιαλιάς,
αυτού ψηλά που πάτε κατ' τον τόπο μου,
μηλιά 'χω στην αυλή μου και κονέψετε,
και πείτε της καλής μου, της γυναίκας μου:
Θέλει καλόγρια ας γίνει, θέλει ας παντρευτει,
θέλει τα ρούχα ας βάψει, μαύρα να ντυθεί,
να μη με παντυχαίνει, μη με καρτερεί.
Τι εμένα με παντρέψαν δω στην Αρμενιά,
και πήρα Αρμενοπούλα, μάγισσας παιδί,
οπού μαγεύει τ' άστρι και τον ουρανό,
μαγεύει τα πουλάκια και δεν απετούν,
μαγεύει τα ποτάμια και δεν τρέχουνε,
τη θάλασσα μαγεύει και δεν κυματεί,
μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν,
μαγεύει με κι εμένα και δεν έρχομαι.
Όντας κινάω για να 'ρθω, χιόνια και βροχές,
κι όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.
Σελώνω τ' άλογό μου, ξεσελώνεται,
ζώνομαι το σπαθί μου και ξεζώνεται,
πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται.

Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Ν. Γ. Πολίτης, Αθήνα, 1925
Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994
 


Ώρα καλή, πουλάκι μου, και μένα πού μ' αφήνεις;
Κρύο νερό θενά γενώ στον δρόμο να με πίνεις.
― Κρύο νερό και αν γενείς στον δρόμο να σε πίνω,
'γώ πάλι εις την ξενιτιά μόνος μου θενά μείνω.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Όλα τα ντόπια τα πουλιά έχουν φωλιές και μένουν,
κι εγώ το ξένο το πουλί πού να πάω να μείνω;
Να πάω να μείνω στα βουνά, φοβάμαι απ' τους κλέφτες·
να μείνω στ' ακροπέλαγο, φοβάμαι από το κύμα·
να πάω να μείνω σε χωριό, και μέσα δε με βάζουν.
Το πού να πάω ο έρημος, το πού να πάω να μείνω;

σχετικό τραγούδι: Όλα τα ντόπια τα πουλιά

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Όλα τα δέντρα το πρωί δροσιά είναι γεμισμένα
και μένα τα ματάκια μου δάκρυα είν' γεμισμένα
απ' τον καημό της ξενιτιάς κι απ' την πικρή ορφάνια.
Η ξενιτιά, η φυλακή, η φτώχεια, η ορφάνια
τα τέσσερα ζυγιάστηκαν σ' ένα βαρύ καντάρι
και πιο βαριά η ξενιτιά με τα πολλά φαρμάκια.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


― Δεντρί μου, πράσινο δεντρί, πού μένεις βράδυ να 'ρθω;
― Εσύ για μένα δεν πονάς και τι ρωτάς για μένα;
― Ανάθεμα ποιος δεν πονά και δεν αναστενάζει.
Όταν με πάρει ο πόνος μου κι η φλόγα της καρδιάς μου,
βγαίνω στις ράχες και τηρώ, βγαίνω και αγναντεύω
και πουθενά δε φαίνεσαι και πουθενά δεν είσαι.
Πανάθεμά σε, ξενιτιά, και συ και το καλό σου.
Βαρύτερα τα ντέρτια σου και λίγη η προκοπή σου.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


― Καρδιά, με δεκοχτώ κλειδιά τι στέκεις κλειδωμένη;
Για δε γελάς, για δε γλεντάς, για δε χαροκοπιέσαι;
― Τι να σας πω, τι να σας πω, τι να σας κουβεντιάσω;
Τα χέρια που με κλείδωσαν είν' μακριά στα ξένα.
Του στέλνω γράμμα, δε γυρνάει κι αντιλογιά δεν έχει.
Του στέλνω και το δάκρυ μου σ' ένα χρυσό μαντίλι.
Το δάκρυ μου 'ναι καυτερό και καίει το μαντίλι.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Εψές περδίκα έπιασα και σήμερα τρυγόνα,
κι έκατσα τις μαγείρεψα σ' αρχοντικό τραπέζι.
Και κάλεσε τις όμορφες κι αυτές τις μαυρομάτες.
Όλες κινήσαν έρχονται, όλες με την αράδα,
μία ψηλή πεντάμορφη δε θέλησε να έρθει.
Έχει τον άντρα τς ξενιτιά στα μακρινά τα ξένα.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Κίνησαν τα καράβια τα Ζαγοριανά,
κίνησε κι ο καλός μου να πάει στην ξενιτιά.
Δώδεκα χρόνους κάνει, τρία 'ξάμηνα,
ουδέ γραφή μου στέλνει ουδ' αντιλογιά.
Μου στέλν' ένα μαντίλι δώδεκα φλουριά,
στην άκρ' απ' το μαντίλι έχει αντιλογιά·
― Θέλεις, κόρη μ', παντρέψου, θέλεις καλογριά,
θέλεις τα μαύρα βάλε και καρτέρα με.
Εδώ στα ξένα που 'ρθα εδώ παντρεύτηκα.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Γι' άναψε, κόρη μ', το κηρί και βάλ' το στο φανάρι
και φέγγε μου να περπατώ στην άκρα του θαλάσσου,
να ρίξω πέτρα στο γιαλό, στη θάλασσα κουρσούμι,
για να βροντήξ' η θάλασσα, να συγχυστεί η Πόλη,
να συγχυστεί η αγάπη μου στο στρώμα που κοιμάται.
Κοιμάται στα τριαντάφυλλα, ξυπνά στα καριοφύλια
κι εγώ ο δόλιος, μάνα μου, κι εγώ ο κακομοίρης,
πότε κοιμούμαι άστρωτα και πότε δεν κοιμούμαι.
Και πότε κλαιν τα μάτια μου σαν κλήμα κλαδεμένο,
σαν κλήμα όντας κλαδεύεται κι όντας βλαστολογιέται,
που κάν' σταφύλια ροζακιά και το κρασί ηλιασμένο.
Όσες μανίτσες κι αν το πιουν, όλες παιδιά δεν κάμουν.
Δεν έλαχε κι η μάνα μου να πιει, να μη με κάμει,
μόν' μ' έκαμε και καίγομαι σαν το κηρί στον άγιο.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Πουλάκι ξενιτεύτηκε πολύ μακριά στα ξένα·
πάησε να δει την ξενιτιά και πίσω να γυρίσει.
Η ξενιτιά το πλάνεψε και πίσω δε γυρίζει.
Πάησε κι έκτισε φωλιά σ' ένα δεντρί επάνω,
κι έκατσε κι έκλαιγε πικρά, πικρά φαρμακωμένα.
― Πανάθεμά σε, ξενιτιά, κι εσύ και το καλό σου,
πανάθεμα π' αγάπησα πολύ μακριά στα ξένα.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Μάνα, πολλά μαλώνεις με κι εγώ μισέψει θέλω,
να φύγω, να ξενιτευτώ στα ξένα να γυρίζω·
να κάμεις χρόνους να με ιδείς, χρόνους να μ' ανταμώσεις,
να 'ρθουνε, μάνα μ', οι γιορτές, οι μεγαλοβδομάδες,
να πας, μάνα, στην εκκλησιά, να κάμεις το σταυρό σου
και να στραφείς στη μια μεριά και να στραφείς στην άλλη,
να ιδεις μανάδες με παιδιά, γυναίκες με τους άντρες
και τοτεσάς να θυμηθείς πως έχεις γιο στα ξένα,
να θολαθούν τα μάθια σου τη θάλασσα να βλέπεις.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Να 'χε(α) το ξέρω η αρφανή, να 'χε(α) το ξέρω η δόλια,
ναν του το δώσω το φιλί, φίλο για ναν τομ πιάσω,
παρά που μου ξενίτεψε και πάει με τα καράβια.
Καράβι πάει στο γιαλό κι η κόρη πάει τον άμμο,
με τα μαλλάκια ξέπλεκα, στις πλάτες της ριμμένα,
ψιλή φωνίτσαν έβαλε όσον κι αν εδυνάστη·
― Καραβοκύρη μ' αδερφέ, χρυσέ μου καπετάνιε,
ευτούν' το νιο που πάτε ευτού να μήν τονε παιδέψτε.
Δώστε του βέργα να κρατεί και ταμπουρά να παίζει.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Μάνα με τα πολλά παιδιά, με τους πολλούς λεβέντες,
για δε γελάς, δε χαίρεσαι, δε χαίρεται η καρδιά σου;
― Για δε γελάω, δε χαίρομαι  και δε γελάει η καρδιά μου;
Άλλα πάνε στην ξενιτιά κι άλλα τα πήρε ο Χάρος
κι έμεινα η μαύρη μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Θέλω να τα καταραστώ τα έρημα τα ξένα·
την Πόλη και τη Μολδαβιά και τη Βλαχιά, τα τρία·
της Πόλης τα κρασοπουλιά φωτιά να τα 'χε κάψει,
της Μολδαβιάς τα πρόβατα βλογιά να τα 'χε μάσει,
και της Βλαχιάς τις έμορφες πανούκλα να τις κάψει,
που κάψαν την καρδούλα μου και σβήσαν την ψυχή μου.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Ο ήλιος εβασίλεψε και το φεγγάρι χάθη,
κι ο λαμπερός αυγερινός πάει να βασιλέψει,
κι εμείς παιδά, τι κάνουμε εδώ στον ξένο τόπο;
Άιντε, παιδιά, να φύγουμε στο σπίτι μας να πάμε,
κι εγώ είδα με τα μάτια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν·
χωρίς λιβάνι και κερί, χωρίς παπά και ψάλτη,
αλάργα 'πό τις εκκλησιές, στις φτέρες, στα χωράφια.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ 'γω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, μάτια μου, τι να σου προβοδήσω;
Αν στείλω μήλο, σέπεται, κυδώνι, μαραγκιάζει,
να στείλω και το δάκρυ μου σ' ένα χρυσό μαντίλι,
το δάκρυ μου είναι καυτερό και καίει το μαντίλι.
Ασκώνομαι τη χαραυγή, γιατί ύπνο δεν ευρίσκω
και βλέπω τις γειτόνισσες και τες καλοτυχίζω,
με τα μωρά στην αγκαλιά να τα γλυκοβυζαίνουν.
Με πιάνει το παράπονο και κλειω και μπαίνω μέσα.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Παρακαλώ σε, Κύριέ μου, και προσκυνώ σε, Θε μου,
του ξένου δώσ' του ξενιτιά, μ' αρρώστια μην του δίνεις.
Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλίδα,
θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι,
θέλει κι αρσενικό παιδί, κρύο νερό να φέρνει.
'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν αποθαμένο·
τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλί στον τάφο,
χωρίς θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη,
δίχως μανούλας κλάματα, γυναίκας μοιρολόγια.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


Ξένε μου, τι 'θελες εδώ, σ' αυτό τον ξένο κόσμο,
π' εδώ τους ξένους δεν τους κλαιν, δεν τους μοιρολογάνε,
μόν' πάνε και τους θάφτουνε σε χέρισο χωράφι;
Μα 'ρθε καιρός του χωραφιού, να πάνε να το σπείρουν.
Πρώτη αλετριά που βάρεσε τον πήρε στο κεφάλι,
κι ακούν το νέο και βογκά και βαριαναστενάζει.

― Τι έχεις, βρε νέε, που βογκάς και βαριαναστενάζεις;
Μην είν' το χώμα σου βαρύ, κι η πλάκα σου μεγάλη;
― Δεν είν' το χώμα μου βαρύ κι η πλάκα μου μεγάλη.
Πρώτη αλετριά που βάρεσες με πήρε στο κεφάλι,
και στράβωσε το φέσι μου, κι η φούντα του φεσιού μου.

Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ανθολογία, Γιώργος Ιωάννου, 1994


(αναγνωρισμού)

Ερόδισε γ-η ανατολή και ξημερώνει η δύση
γλυκοχαράζουν τα βουνά κι (ο) αυγερινός τραβιέται,
παν τα πουλάκια στη βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση.
Βγαίνω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα.5
Τη χαιρετάω, δε μου μιλεί, της κρένω, δε μου κρένει.

― Κόρη, για βγάλε μας νερό, την καλή μοίρα να 'χεις,
να πιω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.

Σαράντα σίκλους έβγαλε στα μάτια δεν την είδα,
κι απάνω στους σαρανταδυό τη βλέπω δακρυσμένη.10

― Γιατί δακρύζεις, λυγερή, και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχεις κακή μάνα;
― Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτ' έχω κακή μάνα.
Ξένε μου, κι αν εδάκρυσα κι αν βαριαναστενάζω,
τον άντρα 'χω στην ξενιτιά και λείπει δέκα χρόνους,15
κι ακόμη δυο τον καρτερώ, στους τρεις τον παντυχαίνω·
κι αν δεν ερθεί, κι α δε φανεί, καλόγρια θα γένω,
θα πάγω σ' έρημα βουνά, να στήσω μοναστήρι,
και στο κελί θα σφαλιστώ, στα μαύρα θελά βάψω,
εκειόν να τρώγει η ξενιτιά κι εμέ τα μαύρα ράσα.20
― Κόρη μ' ο άντρας σου πέθανε, κόρη μου, ο άντρας σου χάθη.
Τα χέρια μου τον κράτησαν, τα χέρια μου τον θάψαν,
ψωμί, κερί του μοίρασα κι είπε να τα πλερώσεις,
τον έδωκα κι ένα φιλί, κι είπε να μου το δώσεις.
― Ψωμί, κερί του μοίρασες, διπλά να σε πληρώσω,25
μα για τ' εκείνο το φιλί, σύρε να σου το δώσει.
― Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι ο καλός σου.
― Ξένε μου, αν είσαι ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου,
δείξε σημάδια της αυλής και τότε να πιστέψω.
― Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,30
κάνει σταφύλι ραζακί και το κρασί μοσκάτο,
κι όποιος το πιει, δροσίζεται και πάλι αναζητά το.
― Αυτά είν' σημάδια της αυλής, τα ξέρει ο κόσμος όλος,
διαβάτης ήσουν, πέρασες, τα είδες και μου τα λέεις.
Πες μου σημάδια του σπιτιού και τότες να πιστέψω.35
― Ανάμεσα στην κάμαρα χρυσό καντίλι ανάφτει,
και φέγγει σου που γδύνεσαι και πλέκεις τα μαλλιά σου,
φέγγει σου τις γλυκές αυγές, που τα καλά σου βάζεις.
― Κάποιος κακός μου γείτονας σου τα 'πε και τα ξέρεις.
Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης.40
― Έχεις ελιά στα στήθη σου κι ελιά στην αμασκάλη,
κι ανάμεσα στα δυο βυζιά τ' αντρού σου φυλακτάρι.
― Ξένε μου, εσύ είσαι ο άντρας μου, εσύ είσαι κι ο καλός μου.

Υπάρχει και στη συλλογή του Ζαμπέλιου με τις παρακάτω διαφορές:
στ. 3 οι όμορφες, στ. 15 εδώ και δέκα χρόνους
στ. 16 κι ακόμη τρεις τον καρτερώ, πέντε τον παντυχαίνω
στ.17 κι απέ θα κόψω τα μαλλιά, καλόγρια θα γένω
στ. 19 δεν αναφέρεται
στ. 21 ο καλός
στ. 22 κι εγώ παπάδες πλέρωσα κι είπε να με πλερώσεις
στ. 23 κι εγώ έκαμα τα κόλυβα κι είπε να με πλερώσεις
στ. 25 Εσύ αν παπάδες πλέρωσες, διπλά να σε πλερώσω
στ. 26 κι αν έκαμες τα κόλυβα, διπλά να σου τα δώσω
στ. 27 τρέχα και γύρευέ τον
στ. 28-34 δεν αναφέρονται
στ. 35 σου πιστεύω
στ. 36 κι έχεις και με τα χέρια σου μια λεμονιά φτεμένη
στ. 37-38 δεν αναφέρονται
στ. 40 πες μου σουσούμια του κορμιού και τότε σε πιστεύω

Το δημοτικό τραγούδι, Παραλογές, Γιώργος Ιωάννου, 1978


Μαλαγματένιος αργαλειός κι ελεφαντένιον κτένι,
κι ένα κορμί αγγελικόν κάθεται και υφαίνει,
μ' εξήντα δυο πατήματα, σαράντα δυο καρούλια·
κι ο βρόντος κι ο ηχός πολύς απ' τα ψηλά τραγούδια.
Πραματευτής επέρασε στο μαύρον καβαλάρης·
κοντοκρατεί το μαύρον του και την καλημεράει.

― Καλή 'μερά σου, κόρη μου. ― Καλώς τον ξένο, π' ήλθε.
― Κόρη, πώς δεν παντρεύεσαι, να πάρεις παλικάρι;
― Κάλλιο να σκάσ' ο μαύρος σου, παρά το λόγο π' είπες!
Έχω άνδρα στην ξενιτιά τώρα δώδεκα χρόνους
κι ακόμη τρεις τον καρτερώ και τρεις τον απαντέχω
κι αν δεν ελθεί κι αν δε φανεί, καλόγρια θα γένω,
κι εις το κελί θα σφαλιστώ, τα μαύρα θενά βάλω.
― Κόρη μ', άνδρας σου πέθανε, κόρη μ', άνδρας σου χάθη.
Τα χέρια μου τον κράτησαν, τα χέρια μου τον θάψαν·
ψωμί, κερί του μοίρασα κι είπε να με το δώσεις.
― Τον κράτησες, τον έθαψες; Θεός σου το πληρώσει.
Ψωμί, κερί τον μοίρασες; Εγώ σου το πληρώνω.
― Εγώ φιλί τον δάνεισα κι είπε να με το δώσεις.
― Φιλί κι αν τον εδάνεισες, τρέχα και γύρευέ το.
― Κόρη μ', εγώ 'μαι ο άνδρας σου, εγώ 'μαι ο καλός σου.
― Αν είσαι εσύ ο άνδρας μου, αν είσαι ο καλός μου,
δείξε σημάδια του σπιτιού κι απέκει να σ' ανοίξω.
― Μηλιάν έχεις στην πόρταν σου και κλήμα στην αυλήν σου,
κάμνει σταφύλια ραζακιά και το κρασί του μέλι.
Το πίνει η Γιανιτζαριά και πά' να πολεμήσει,
το πίνει κι η φτωχολογιά και λησμονά τα χρέη.
― Αυτά τα ξέρει η γειτονιά, τα ξεύρει ο κόσμος όλος·
δείξε σημάδια του κορμιού κι απέκει να σ' ανοίξω.
― Ελιάν έχεις στο μάγουλο, ελιάν εις τη μασχάλην,
κι εις το δεξί σου το βυζί μικρή δαγκωματίτσα.
Βάγιες, τρεχάτ', ανοίξατε· αυτός είναι ο καλός μου!

Το δημοτικό τραγούδι, Παραλογές, Γιώργος Ιωάννου, 1978


Ξενιτιά φαρμά- φαρμακωμένη, με φαρμά- φαρμάκωσες καημένη (δις)
Ξενιτιά σε κα- μωρ’ κάθε λέξη, μόνο πλάκα-πλάκα μου ’χεις παίξει (δις)
Ξενιτιά στο σπίτι μου θα πάω και ξερό – ξερό ας φάω (δις)
Ξενιτιά ήρθε-ήρθε η ώρα από σε- εσένα φεύγω τώρα. (δις)

πηγή: Δήμος Πωγωνίου
Συλλογή Δήμου Πωγωνίου
 
 

 Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω
Και ’γω τους λέγω δεν μπορώ, τους λέγω δεν το ξέρω.
Κι αυτοί μου λεν όσο μπορείς, μου λεν όσο το ξέρεις.
Τραβάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
να πω τραγούδια θλιβερά και πικραμένα χείλη,
να  πω τραγούδια θλιβερά κα παραπονεμένα.
Παρηγοριά ’χει ο θάνατος και ελεημοσύνη ο χάρος
κι ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει.
Χωρίζει  η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
Χωρίζει και τ’ αντρόγυνο το πολυαγαπημένο.
Στον τόπο που χωρίζονται χορτάρι δε φυτρώνει
Και αν φυτρώσει ένα κλωνί, το λεν’ αλησμοχόρτι.

πηγή: Δήμος Πωγωνίου


Ανάθεμά σε ξενιτιά, κι εσύ και τα καλά σου,
παίρνεις παιδιά ανύπαντρα, γυρίζουν παντρεμένα.
Πήρες και το παιδάκι μου και το ’κανες δικό σου.
Ούτε γράμμα δεν μου ’στειλε, ουδέν αντελογιά.
Τίνος να πω τον πόνο μου και το παράπονό μου;
Αν θα το πω στη θάλασσα, φοβάμαι μη στερέψει.
Αν θα το πω- λέει στα βουνά, φοβάμαι μη ραΐσουν.

πηγή: Δήμος Πωγωνίου


Κίνησαν τα καρβάνια για την ξενιτιά,
κίνησε κι ο καλός μου να πάει στην ξενιτιά.
Δώδεκα χρόνους κάνει χωρίς αντιλογιά.
Και μεσ’ στους δεκατρείς μου στέλ’ αντιλογιά.
Μου στέλ’ ένα μαντίλι με δώδεκα φλωριά.
Στην άκρη στο μαντίλι μου έχει αντιλογιά:
― Θέλεις, κόρη, παντρέψου, θέλεις κάθισε,
θέλεις τα μαύρα βάλε και καητέρα με.
Εγώ εδώ που είμαι επαντρεύτηκα,
παντρεύτηκα και πήρα μια μαΐστρισσα.
Μαγεύει τα καράβια και δεν έρχονται
Με μάγεψε και μένα και δεν έρχομαι.

πηγή: Δήμος Πωγωνίου

σχετικά τραγούδια:
Άσπρα μου περιστέρια
Ένα καράβι κρητικό
Εσείς πουλιά του κάμπου
Μαύρα μου χελιδόνια


― Καρδιά με δεκαοχτώ κλειδιά όπου είσαι κλειδωμένη,
άνοιξε, παίξε, γέλασε σαν που ήσουν μαθημένη.
― Με τι ν’ ανοίξω η ορφανή που είν’ τα κλειδιά χαμένα,
τα χέρια που μ’ ασφάλισαν είναι ξενιτεμένα.
Η ξενιτιά είν’ μακριά σαράντα δυο κονάκια,
να στείλω χαιρετίσματα με δυο χελιδονάκια,
το ένα να πάνει τους καημούς και τ’ άλλο τα φαρμάκια.

πηγή: Δήμος Πωγωνίου

 
Κάποια μάνα πονεμένη το παιδί της περιμένει
κάθεται και γράφει γράμμα πέφτει στο χαρτί το κλάμα.
― Σεις πουλάκια που περνάτε και στην ξενιτιά θα πάτε
και στην ξενιτιά θα πάτε τα παιδιά σας να ρωτάτε,
τα παιδιά σας να ρωτάτε σε ποια αγκαλιά να κοιμάται;
― Μάνα μου γλυκειά μου μητέρα θ’ ανταμώσουμε μια μέρα,
εγώ γράμμα θα σου στείλω, γλήγορα σε περιμένω,
γιατί ζω με την ελπίδα θα γυρίσω στην πατρίδα.

πηγή: Δήμος Πωγωνίου


-Ωρ’ εσείς πουλιά πετούμενα κι αηδόνια του Δελβίνου,
Ωρ’ μην είδατε τον άνδρα μου το Δήμο το λεβέντη;
-Ωρ’ εψές προψές τον είδαμε κάτω στο Τεπελένι,
Ωρ’ μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τροϋριάζαν.
-Για φάτε μου, πουλάκια μου, φάτε τη λεβεντιά μου
Κι αφήστε τα ματάκια μου και το δεξί μου χέρι.
Να γράψω τρία γράμματα σε τρεις μεριές να πάνε.
Το ’να να πάει στη μάνα μου, τ’ άλλο στην αδελφή μου.
Το τρίτο το φαρμακερό στη δόλια μου γυναίκα
Να πάψει να με καρτερεί να μην με παντεχαίνει.
Τα κόκαλά μου τ’ άφησα εδώ στο Τεπελένι.
Με παίρνει το παράπονο και μαύρα δάκρυα χύνω.
Για την πατρίδα τη γλυκιά, πεθαίνω και δεν λιώνω.
Γυναίκα μου, μανούλα μου, τώρα που σας αφήνω;

πηγή: Δήμος Πωγωνίου
 

-Εκεί ψηλά που περπατείς και χαμηλοκοιτάζεις,
μην είδες τον ασίκη μου, μην είδες τον καλό μου;
-Εψές, προψές τον είδαμε στον κάμπο ξαπλωμένο,
όιντε! Μάυρα πουλιά τον έτρωγαν κι άσπρα τον τριγυρνούσαν.
Βολές βολές τον τρύπαγαν, βολές βολές του λέγαν:
-Αχ! Κεφάλι κακοκέφαλο, τι σ’ έχουν πεταμένο;
Για πες μας τι κακό έκαμες και σ’ έχουν πεταμένο;
-Φάτε, πουλιά, τα νιάτα μου,  φάτε τη λεβεντιά μου
κι αφήστε τη γλωσσούλα μου κα το δεξί μου χέρι
να γράψω ο μαύρος μια γραφή της μάνας μου να στείλω.
Με καρτερούσε τη Λαμπρή και τις καλές τις μέρες.

πηγή: Δήμος Πωγωνίου

σχετικό τραγούδι: Αυτού ψηλά που περπατείς


Δεν κλαίτε ’σεις, ωρέ παιδιά, ωρ’ μαυρολιθαριώτες,
άιντε κλαίτε ’σεις τα νιάτα σας κι όλη τη λεβεντιά σας,
το που θα κάνετε Πασχαλιά, άιντε το που Χριστός Ανέστη,
μεσ’ του Δελβίνου τα βουνά, στις παγωνιές στα χιόνια.
-Μάνα δε θέλω κλάματα, δε θέλω μοιρολόγια,
εμένα με κλαίνε τα βουνά, με κλαίνε τα λαγκάδια,
με κλαίει μια κόρη ορφανή μιας χήρας θυγατέρα,
που ’χει τον άντρα στο στρατό κάτω στο Τεπελένι,
τρεις χρόνους που τον καρτερεί και που τον παντεχένει.
Αν δε φανεί κι αν δεν θα ’ρθει, καλόγρια θα γένει.

πηγή: Δήμος Πωγωνίου


Γλυκοχαράζουν τα βουνά κι έμορφες κοιμούνται
και τα καημένα τα παιδιά στα ξένα τεραχνούνται
Ο ξένος εις την ξενιτιά πρέπει να βάλει μαύρα,
για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λαύρα.

πηγή: Δήμος Πωγωνίου


Αναστενάζω, βγαίνει αχός, αχ! και μέσα βράζει ο πόνος.
-Αχ! καρδιά με δεκαοχτώ κλειδιά, γιατί είσαι κλειδωμένη;
Αχ! γι’ άνοιξε, παίξε, γέλασε, σαν που ήσουν μαθημένη.
-αχ! το πώς ν’ ανοίξω, μωρ’, να χαρώ, αχ! να παίξω να γελάσω;
Αχ! τα χέρια που με κλείδωσαν, αχ! είναι ταξιδεμένα.
-Αχ! Ξένε, που μόνος κι έρημος, αχ! σε ξένους τόπους τρέχεις,
αχ! ποιος μαγειρεύει, μωρ’ και δειπνάς; Αχ! ποιος στρώνει και κοιμάσαι;
Αχ! τίνος χεράκια σε κερνούν, ωρέ, και τα δικά μου στέκουν
Αχ! τίνος μεσούλα, μωρ’ τρίβεται και η δικιά μου στέκει;
Τίνος ματάκια σε κοιτούν και τα δικά μου κλαίνε;
Τίνος χειλάκια σε φιλούν και τα δικά μου στέκουν;

πηγή: Δήμος Πωγωνίου
Διάφορα
 


Σ' αφήνω γεια, μανούλα μου, σ' αφήνω γεια, πατέρα,
έχετε γεια αδερφάκια μου και σεις ξαδερφοπούλες.
Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά στα ξένα.
Θα φύγω, μάνα, και θα 'ρτω και να μην πολυλυπιέσαι.
Από τα ξένα που βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω
με τη δροσιά της άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα,
και με τ' αστέρια τ' ουρανού, τα ρόδα του Μαΐου.
Θανά σου στέλνω μάλαμα, θανά σου στέλνω ασήμι,
θανά σου στέλνω πράματα π' ουδέ τα συλλογιέσαι.
-Παιδί μου, πάαινε στο καλό κι ούλοι οι αγιοί κοντά σου,
και της μανούλας σου η ευχή να 'ναι για φυλαχτό σου,
να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Θυμήσου με, παιδάκι μου, κι εμέ και τα παιδιά μου,
μη σε πλανέσει η ξενιτιά και μας αλησμονήσεις.
-Κάλλιο, μανούλα μου γλυκιά, κάλλιο να σκάσω πρώτα,
παρά να μη σας θυμηθώ στα έρημα τα ξένα.
Δώδεκα χρόνοι απέρασαν και δεκαπέντε μήνες,
καράβια δεν τον είδανε, ναύτες δεν τόνε ξέρουν.
Πρώτο φιλί αναστέναξε, δεύτερο τον πλανάει,
τρίτο φιλί φαρμακερό, τη μάνα αλησμονάει.


Τώρα το Μάη με τη δροσιά, τώρα το καλοκαίρι
τώρα κι ο ξένος βούλεται στα ξένα για να πάει,
νύχτα σελώνει τ' άλογο, μέρα το καλιγώνει
φκιάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια.
Κι η μάνα του εζύμωνε, ζυμών' τα παξιμάδια
και με τα δάκρυα ζύμωνε και με τα μοιρολόγια.
-Κυργιέ ν' αργήσουν τα ψουμιά, να μην καεί κι ο φούρνος
για να διαβούν η συντροφιά, για ν' απομείνει ο γιος μου.
-Τι λες αυτού, μωρ' μάνα μου, τ' είπαν ο λόγος που είπες,
του ξένου δώσ' του ξενιτιά, του ξένου δώσ' του δρόμο.
-Να πας καλά, να 'ρθεις καλά, να 'ρθεις καζαντισμένος
να φέρεις γρόσια φόρτωμα, φλουριά με το τισάγκι.

Σχετικά τραγούδια

Τώρα είναι Μάης κι Άνοιξη, Άγραφα, Καρδίτσα
Τώρα είναι Μάης κι Άνοιξη, Καπαδοκίας
Τώρα μαγιά, τώρα δροσιά, Μηλιά, Κοζάνης


Όλα τα δέντρα την αυγή δροσιά 'ναι φορτωμένα
και τα πουλάκια στα κλαριά βαριά βαλαντωμένα,
κι η κόρη στες αγκάλες μου βαριά 'ναι υπνωμένη.
― Βαριά κοιμάσαι κόρη μου, βαριά 'σαι υπνωμένη.
― Να μ' είχα πέσει που 'πεσα αφέντη με τα εσένα
είδ' όνειρο στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμούμαν,
είδα τον ψάρη σου γυμνό, τη σέλα τσακισμένη
και το σπαθάκι σ' τ' αργυρό στη μέση χωρισμένο
και το μαντηλάκι σ' τ' όμορφο στη σέλα λερωμένο.
― Κόρη μ' μη βασανίζεσαι, σε βάσανα μη μπαίνεις·
ο ψάρης μ' είν' η ξενιτιά κι η σέλα μ' είν' ο δρόμος
και το σπαθάκι μ' τ' αργυρό είν' ο ξεχωρισμός μας
και το μαντήλι το λερό τα δάκρυα που θα χύσεις.
― Αυτού που πας αφέντη μου, πάρε κι εμέ κοντά σου,
να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
να πλύνω τα ποδάρια σου, τα πλύματα να πίνω.
― Εδώ που πάγω κόρη μου, γυναίκες δε παγαίνουν,
δε μαγειρεύουν, δε δειπνούν, δε στρώνουν, δεν κοιμούνται,
στη σέλα τρώνε το ψωμί, στη σέλα γιοματίζουν.

(ψάρη-ψαρής = άλογο)


Βρίσε με, μάνα, διώξε με, κι εγώ να φύγω θέλω,
να πάγω με τα κάτεργα, με τα βαριά καράβια,
χρόνια να κάνεις να με ιδείς, μήνους να μ' απαντέχεις,
να 'ρθει η ν ημέρα του αη-Γιωργιού, πρώτη γιορτή του χρόνου,
να πας, μάνα, στην εκκλησιά, να κάνεις το σταυρό σου,
να ιδείς τους νιους, να ιδείς τις νιες, να ιδείς τα παλικάρια,
να ιδείς τον τόπο μου αδειανό και το στασίδι μου άδειο,
κι όντας βγουν απ' την εκκλησία, να πας στο σταυροδρόμι.
Εκεί διαβάτες ήτανε, και κει διαβάτες είναι:
-Καλή μέρα, διαβάτες μου. - Καλώς τη σταυρομάνα.
-Μην είδατε το γιόκα μου, το μοσκαναθρεμμένο;
-Για πες μας τα σημάδια του, μπορεί ναν τον ιδούμε.
-Ελιάν είχε στο μάγουλο κι ελιά στην αμασκάλη,
καταμεσής στο στήθος του κόρη ζουγραφισμένη.
-Εψές, προψές τον είδαμε σε μαρμαρένιο αλώνι,
μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνάνε,
κι ένα πουλί, χρυσό πουλί, κάθεται και τον κλαίει:
-Φάγε και συ, καλό πουλί, αντρειωμένες πλάτες,
να κάνεις πήχη το φτερό και πιθαμή την πένα,
να γράψεις στη φτερούγα σου τρία λόγια πικραμένα:
Το 'να να πας στη μάνα μου, τ' άλλο στην αδερφή μου,
το τρίτο το πικρότερο να πας στην ποθετή μου,
ναν το αναγνώνει η μάνα μου, να κλαίγει η αδερφή μου,
ναν το αναγνώνει η αδερφή, να κλαίγει η ποθετή μου,
ναν το αναγνώνει η ποθετή, να κλαίγει ο κόσμος όλος.

Σχετικά τραγούδια:
Διώχνεις με, μάνα, διώχνεις με, (Ανατολικής Ρωμυλίας)
Τούτες οι μέρες το 'χουνε, (Μεστά Χίου)