Θεωρία
Ασκήσεις
»
Άσκηση στη γ' κλίση
Φωνηεντόληκτα καταληκτικά μονόθεμα σε -εύς, -οῦς -αῦς
Φωνηεντόληκτα ακατάληκτα διπλόθεμα σε -ώ, γεν. -οῦς
ὡσαύτως δὲ καὶ τὴν ἐπίκληρον ἐπιδικάζεσθαι τῷ ἀγχιστ
έα
έας
έων
έως
εῖ
εῖς
σὶν
ὸς
ὼ
, (ἀγχιστεύς, δοτ. εν.) ᾧ ἦν ἀνάγκη συνοικεῖν
καὶ ἡμεῖς αἵ τε γυναῖκες ἡμῶν καὶ οἱ ἱππ
έα
έας
έων
έως
εῖ
εῖς
σὶν
ὸς
ὼ
(ἱππεύς, ον. πληθ.) οἱ ἐλλόγιμοι οἵ τε δῆμοι
δεῖ τοῦ ἀγωγ
έα
έας
έων
έως
εῖ
εῖς
σὶν
ὸς
ὼ
(ἀγωγεύς, γεν. εν.) καταβεβλημένου προδιαβῆναι αὐτὸν τὴν τάφρον
ἐγγίζοντες δὲ τοῖς βου
έα
έας
έων
έως
εῖ
εῖς
σὶν
ὸς
ὼ
(βοῦς, δοτ. εν.) ἠποροῦντο διὰ τὰ φῶτα
Ἀλέξανδρος δὲ Διόφαντον ἔφη τὸν γραμματ
έα
έας
έων
έως
εῖ
εῖς
σὶν
ὸς
ὼ
(γραμματεύς, αιτ. εν.) μιμήσασθαι τὸν τύπον
ἔπεμψαν δὲ αὐτῷ οἱ Ῥωμαῖοι ἐκ τῶν δέκα ἱερ
έα
έας
έων
έως
εῖ
εῖς
σὶν
ὸς
ὼ
(ἱερεύς, γεν. πληθ.) δύο
ἰδόντα φασὶν ἐν Λυκείῳ μετά τινων παράσιτον ὑπὸ γρα
έα
έας
έων
έως
εῖ
εῖς
σὶν
ὸς
ὼ
(γραῦς, γεν. εν.) τρεφόμενον
μήτ᾽ ἐπακοῦσαι διὰ τὸν θόρυβον καὶ διὰ τὴν ἠχ
έα
έας
έων
έως
εῖ
εῖς
σὶν
ὸς
ὼ
(ἠχώ, αιτ. εν.) τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν
ὧν τε ὑπὲρ τοῦ ἔθνους οἱ γον
έα
έας
έων
έως
εῖ
εῖς
σὶν
ὸς
ὼ
(γονεύς, ον. πληθ.) αὐτοῦ διεπράξαντο
καὶ τοὺς τοῦ πατρὸς φον
έα
έας
έων
έως
εῖ
εῖς
σὶν
ὸς
ὼ
(φονεύς, αιτ. πληθ.) φανερῶς ἐτιμωρεῖτο
Έλεγχος
ΕΝΤΑΞΕΙ
ΕΞΟΔΟΣ
Επανάληψη
© Γιάννης Παπαθανασίου - Ελληνικός Πολιτισμός