190 191 192 193 194 E Δ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ


190

Άντον Τσέχοφ

O Βάνκας

Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Pώσος συγγραφέας Άντον Τσέχοφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. O Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά του τη σκληρότητα των ανθρώπων. Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα.

O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει τον λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:

Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς.

Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και

ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε

πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.

 

O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.

 


191

 

Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από τον λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!

Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.

— Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.

Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…

Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…

O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:

 

Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε

 


192

 

λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.

Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω

 

O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένας λυγμός ανέβηκε στον λαιμό του.

 

Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ τον Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ τον Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.

Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.

Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.

Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για τον Βάνκα».

 

Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:

— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!

 


193

 

O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε τον Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.

 

Κόντογλου
Φώτης Κόντογλου, Χατζή Oυστάς Ιορδάνογλου
και ο γιος του Όμηρος

Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού 'δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ τον στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.

 

O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:

Για τον παππού. Στο χωριό.

Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:

Κωσταντή Μακάριτς.

Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στον δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.

Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.

Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.

 


194

 

Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες... Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του...

 

Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα, μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Θεμέλιο

Λεξιλόγιο
κάλφας:
βοηθός τεχνίτη, μαστορόπουλο, όρθρος: πολύ πρωί, πρωινή λειτουργία στην εκκλησία, καλαμάρι: μελανοδοχείο, κοντυλοφόρος: ξύλινο συνήθως ή μεταλλικό στέλεχος στην άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένη πένα, όργανο γραφής σε παλαιότερες κυρίως εποχές, πένα: μικρό οξύ έλασμα που το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα, όταν ακόμη έγραφαν με υγρό μελάνι, προσαρμόζοντάς το στην άκρη κονδυλοφόρου, καλαπόδι: ξύλινο ομοίωμα του κατώτερου τμήματος του ποδιού, σε φυσικό μέγεθος, επάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί συναρμολογούν τα δέρματα και κατασκευάζουν τα παπούτσια, ροκάνα: είδος ξύλινου κρόταλου που παράγει έναν ξερό και δυνατό ήχο, πρέζα: μικρή ποσότητα μιας ουσίας σε σκόνη, η ποσότητα μιας ουσίας σε σκόνη που πιάνουμε με τα δύο δάχτυλα, π.χ. μια πρέζα αλάτι, ταμπάκος: λεπτή σκόνη από τριμμένα φύλλα καπνού που τη ρουφούσαν από τη μύτη, γουλιανός: ψάρι των γλυκών νερών, τρικέρης: με τρία κέρατα (χαρακτηρισμός του διαβόλου), ελάτι: έλατο, καντρίλιες: είδος χορού καπίκι: ρωσικό νόμισμα, κασκέτο: είδος καπέλου με γείσο, από ύφασμα ή από άλλο μαλακό υλικό, τρόικα: ρωσικό έλκηθρο που το σέρνουν τρία άλογα.

 


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  • 1. Ποια συναισθήματα τρέφει ο Βάνκας για τον παππού του; Βρείτε τα σχετικά χωρία μέσα στο κείμενο.
  • 2. Συγκρίνετε τη ζωή του Βάνκα στη Μόσχα με εκείνη που ζούσε στο χωριό του. Ποιες διαφορές εντοπίζετε;
  • 3. Σκιαγραφήστε τον χαρακτήρα του μικρού βιοπαλαιστή, παραπέμποντας σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου.
  • 4. Σε ποιο σημείο του διηγήματος ο χρόνος της αφήγησης είναι παροντικός; Τι θέλει να πετύχει ο συγγραφέας με αυτή την επιλογή;
  • 5. Ποια συναισθήματα σας προκαλεί το τέλος του διηγήματος;
  • Συμπληρωματικές ερωτήσεις
    1. Βρείτε στο κείμενο τα περιστατικά που δείχνουν τη σκληρότητα των ενήλικων απέναντι στο παιδί - ήρωα, και σχολιάστε τες.
    2. Εντοπίστε και καταγράψτε τις τρυφερές προσφωνήσεις του εγγονού προς τον παππού του.


ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

  • 1. Μελετήστε το κείμενο της «Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού» (Νόμος 2101, ΦΕΚ 192/2-12-1992) και παρουσιάστε τα κυριότερα σημεία του στην τάξη. Σχολιάστε ιδιαίτερα το άρθρο 32, το οποίο αναφέρεται στην παιδική εργασία.
  • 2. Αναζητήστε στο διαδίκτυο το ελληνικό τμήμα της unicef και βρείτε υλικό σχετικό με το παιδί και τα δικαιώματά του. Συζητήστε γι’ αυτά μέσα στην τάξη.
    Ανθρώπινα δικαιώματα [πηγή: www.bookbook.gr]


Άντον Τσέχωφ


Άντον Τσέχωφ

Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό


Θεματικά κέντρα
Η παιδική βιοπάλη. Ορφάνια, φτώχεια, εργασία.
Η ανάγκη του παιδιού για αγάπη και φροντίδα.
Σκληροί εργοδότες, αθώοι βιοπαλαιστές.

Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση
Στο επίπεδο του περιεχομένου η προσέγγιση του διηγήματος είναι καλό να εστιάσει σε θέματα που αφορούν την παιδική βιοπάλη, όταν αυτή συνδέεται με ορφάνια και φτώχεια. Ο Βάνκας είναι ένα αδικημένο παιδί της ζωής, εφόσον είναι ορφανό από γονείς· ωστόσο, η τρυφερή παρουσία του παππού του και η φροντίδα που του δείχνουν τα αφεντικά του σπιτιού τού προσφέρουν χαρά και ασφάλεια. Τα πράγματα χειροτερεύουν δραματικά όταν πηγαίνει στη Μόσχα να δουλέψει σαν μαθητευόμενος τσαγκάρης και γνωρίζει εκεί τη σκληρότητα των ανθρώπων. Οι μαθητές μπορούν να σχολιάσουν το ζήτημα της παιδικής εργασίας, να αναφερθούν σε σημερινούς ανήλικους βιοπαλαιστές που βρίσκονται στα φανάρια των δρόμων, σε αγορές και σε οικοδομές, και να προβληματιστούν πάνω στο δικαίωμα του παιδιού να μεγαλώνει με ασφάλεια και προστασία. Στο πλαίσιο του περιεχομένου, τέλος, μπορούν να συζητηθούν οι πληροφορίες για τη ζωή στη Μόσχα και τις συνήθειες των ανθρώπων, οι οποίες ενσωματώνονται στην ιστορία του Βάνκα.

Ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα για τη μορφή του διηγήματος, στο οποίο αξίζει να επικεντρωθεί η προσέγγιση, είναι ο τρόπος έκθεσης της ιστορίας. Το εύρημα του συγγραφέα έγκειται στο ότι ο αναγνώστης μαθαίνει για τη ζωή του Βάνκα με αφορμή το γράμμα που στέλνει στον παππού του, όπου κάνει λόγο για το παρόν και το παρελθόν. Η αφήγηση, με τον τρόπο αυτό, κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα: στο τώρα, που είναι η ζωή στη Μόσχα και περιγράφεται στο γράμμα, και στο τότε, που αναφέρεται στη ζωή στο χωριό και περιγράφεται με τη μορφή της αναπόλησης. Αυτή η αναπόληση, αν και ανατρέχει στο παρελθόν, γίνεται κάποτε σε παροντικό χρόνο («αυτή τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα... και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές»), δίνοντας θεατρική ζωντάνια στην αφήγηση και προκαλώντας την άμεση συμμετοχή του αναγνώστη.

Αξίζει επίσης να διερευνηθεί με κατάλληλες ερωτήσεις η ανταπόκριση των μαθητών στο απρόβλεπτο και συγκινητικό τέλος, όταν γίνεται φανερό πως το γράμμα δε θα φτάσει στον προορισμό του. Το γεγονός της ακύρωσης της προσπάθειας για επικοινωνία και της ματαίωσης της επιθυμίας του Βάνκα δημιουργεί το αίσθημα μιας τρυφερής θλίψης και συμβάλλει στη συναισθηματική καλλιέργεια των μαθητών.


 

Φύλλο εργασίας & Αισθητική προσέγγιση © Ευαγγελία Οικονόμου

 


Άντον Τσέχωφ
Βικιπαίδεια Τσέχωφ [πηγή: Βικιπαίδεια]
Βιβλιοnet Τσέχωφ [πηγή: Βιβλιοnet]
Στιγμές από την ιστορία του θεάτρου - Τσέχωφ (βίντεο)[πηγή: Εκπαιδευτική Τηλεόραση] Στιγμές από την ιστορία του θεάτρου - Τσέχωφ (βίντεο)[πηγή: Εκπαιδευτική Τηλεόραση]
Οπτικοακουστικό υλικό από παραστάσεις έργων του Τσέχωφ στο Εθνικό Θέατρο [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο Εθνικού Θεάτρου] Οπτικοακουστικό υλικό από παραστάσεις έργων του Τσέχωφ στο Εθνικό Θέατρο [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο Εθνικού Θεάτρου]

Φώτης Κόντογλου,  βιογραφικά και έργα
στην Εθνική Πινακοθήκη Εθνική Πινακοθήκη, Κόντογλου
στο Τελόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. ΤΕΛΟΓΛΕΙΟ
στο paleta art paleta art paleta art
στο art net ARTNET,
στο ΝΙΚΙΑΣ ΝΙΚΙΑΣ
Εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΕΡΤ
Εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΕΡΤ
Εκπομπή Η ΔΕ ΠΟΛΙΣ ΕΛΑΛΗΣΕΝ, ΝΑΥΠΛΙΟ - Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΤ

Φωτογραφικό υλικό

καλαπόδι κονδυλοφόρος ροκάνα γουλιανός

 

 

Για τα λογοτεχνικά ρεύματα - κινήματα δείτε εδώ

Γενικά στοιχεία αφηματολογίας θα βρείτε εδώ

 

Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano