18 19 20 21 E Δ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ


18

Λαϊκό παραμύθι

Το πιο γλυκό ψωμί

Το παραμύθι που ακολουθεί είναι κεφαλονίτικη παραλλαγή μιας παλαιάς λαϊκής αφήγησης. Ανήκει στον ευρύ τύπο των διηγηματικών ή κοσμικών παραμυθιών, τα οποία αναφέρονται στις περιπέτειες των ανθρώπων χωρίς να χρησιμοποιούν υπερφυσικά στοιχεία. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο παραμύθι κατατάσσεται στην κατηγορία των διδακτικών παραμυθιών που, όπως παρατηρεί ο Δ. Λουκάτος, «έχουν πάντα μέσα τους μια διάθεση για διδασκαλία».

Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε λιμπιζόταν να φάει· ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.

Oπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε μου καίεται για κανέναν!» «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;» «Oύτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!…».

Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και λέει του βασιλιά: «Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».

Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!». Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα

 


19

 

κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Oύτε κι ήθελε να τα φάει. Το ’να του μύριζε, τ’ άλλο του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.

«Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε. «Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» O βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.

«Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!»

Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λεγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.

Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε. Oύτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει: «Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περσότερ’ από τα μισά, κι ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι, νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.

Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει, «τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος».

 


20

 

Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.

Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ριξε στη σκάφη κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. O βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω πολύ», λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.

Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει».

Ο βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά κι έτρωε καλά, που μακάρι να τρώαμε κι εμείς έτσι!

 

Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα, επιμέλεια Δ. Λουκάτος,
Βασική Βιβλιοθήκη, Ζαχαρόπουλος

 

Λεξιλόγιο

ανορεξιά: έλλειψη όρεξης, δεν είχε όρεξη να φάει, έρεβε (ρέβω): αδυνάτιζε, λιμπιζόταν: λαχταρούσε, ποδέθηκε: φόρεσε τα παπούτσια του, δρεπάνι: εργαλείο που χρησιμοποιούσαν στο θέρισμα για να κόβουν τα στάχυα λιοπύρι: καύσωνας, ολάκερη: ολόκληρη, αλώνι: κυκλικός πέτρινος χώρος σ' ένα χωράφι στον οποίο αλωνίζανε τα στάχυα, αλωνίζω: αποχωρίζω τον καρπό των σιτηρών από το άχυρο, περσότερ': περισσότερα, κοπάνιζε (κοπανίζω): κτυπώ, δάρτης: ξύλο με το οποίο χτυπούν το στάρι, ανεμίσανε [το στάρι]: διαδικασία με την οποία καθαρίζεται το στάρι από τα άχρηστα μέρη, πάλε: πάλι, ορμήνεια: συμβουλή

 

 Λαϊκά παραμύθια [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού] 1
 Να σου πω ένα παραμύθι...

 


21

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  • 1. Απαντώντας στις παρακάτω ερωτήσεις, θα έχετε αποδώσει περιληπτικά το περιεχόμενο του παραμυθιού:
    α. Ποιο πρόβλημα έχει ο ήρωας;
    β. Ποιες λύσεις δοκιμάζει αρχικά;
    γ. Ποιος έρχεται ως βοηθός του και τι τον συμβουλεύει;
    δ. Ακολουθεί τη συμβουλή-δοκιμασία και πώς;
    ε. Ποιο αποτέλεσμα είχε η δοκιμασία για τον ήρωα ως προς το αρχικό του πρόβλημα;
  • 2. Ένα γνώρισμα της λαϊκής αφήγησης είναι ότι γίνεται μπροστά σε ακροατήριο το οποίο ο λαϊκός αφηγητής φροντίζει να συγκινήσει, να διδάξει και να ψυχαγωγήσει. Βρείτε μέσα στο παραμύθι σημεία που να επαληθεύουν αυτή την παρατήρηση.
  • 3. Περιγράψτε τους δύο ανθρώπινους χαρακτήρες του παραμυθιού, τον βασιλιά και τον γέροντα. Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές εντοπίζετε;



Συμπληρωματικές εργασίες
1. Η υπόθεση του παραμυθιού εκτυλίσσεται πάνω σε επιμέρους θέματα (αφηγηματικά μοτίβα). Το πρώτο θέμα είναι το πρόβλημα του ήρωα, δηλαδή η ανορεξία του βασιλιά. Γράψτε και τα υπόλοιπα θέματα με τη σειρά που εμφανίζονται στο παραμύθι.
2. Ποιος ήρωας προκαλεί τη συμπάθειά σας; Αιτιολογήστε την επιλογή σας.
3. «...η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ίδρωτας που έχυσες για να το φτιάξεις»: Ποιο είναι το νόημα αυτής της


ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

  • 1. Με αφορμή το παραμύθι, ερευνήστε τα στάδια από τα οποία περνάει το ψωμί μέχρι να φτάσει στο τραπέζι μας. Αν ζείτε σε αγροτική περιοχή, επισκεφθείτε χώρους όπου καλλιεργείται, συγκεντρώνεται και αλέθεται το στάρι. Αν μένετε σε πόλη, ρωτήστε σε φούρνους να πληροφορηθείτε πώς ζυμώνεται και ψήνεται το ψωμί. Τέλος, οργανώστε σχολική εκδήλωση αφιερωμένη σε αυτό το βασικό είδος της ελληνικής διατροφής και παρουσιάστε το υλικό που θα έχετε συγκεντρώσει.
  • 2. Ένα από τα πιο συνηθισμένα μοτίβα (θέματα) των λαϊκών παραμυθιών είναι οι δοκιμασίες που περνά ο ήρωας μέχρι την ικανοποίηση ή τη δικαίωσή του. Ανάλογους άθλους επιχειρούν και οι ήρωες της μυθολογίας μας, όπως ο Ηρακλής, ο Ιάσων κ.ά. Βρείτε και παρουσιάστε στην τάξη σας ανάλογους μύθους.
    (Ελληνική μυθολογία: 1)
  • Βάλιας Σεμερτζίδης (1911 - 1983), Το όργωμα
    Βάλιας Σεμερτζίδης, Το όργωμα
    Δείτε τον πίνακα σε μεγάλη ανάλυση στην Εθνική Πινακοθήκη

    Γεώργιος Ροϊλός, Ο θερισμός

    Γεώργιος Ροϊλός, Ο θερισμός

Θεματικά κέντρα
Η «δυστυχία» της απραξίας: ο βασιλιάς τα είχε όλα, δε χρειαζόταν να προσπαθήσει για τίποτε· κι όμως αυτό το γεγονός τον έκανε δυστυχισμένο. Η δυστυχία στο παραμύθι εκφράζεται αλληγορικά ως ανορεξία.
Η σοφία και η εσωτερική γαλήνη του βιοπαλαιστή. O εργάτης της γης αντλεί ικανοποίηση μέσα από τη δουλειά και την απλότητα.
Το ψωμί ως προϊόν και ως αμοιβή του ανθρώπινου μόχθου.

Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση
Η προφορικότητα της αφήγησης, η απλότητα του μύθου, η εκφραστική λιτότητα και η ανθρωπιστική διάθεση κάνουν το παραμύθι μας, και γενικά το ελληνικό λαϊκό αφήγημα, ένα γραφικό καθρέφτισμα της κοινωνικής ζωής του τόπου.

Η προσέγγιση μπορεί να ξεκινήσει από μια πραγματολογική θεώρηση των παραμυθιών, επισημαίνοντας ότι σε όλους τους λαούς το παραμύθι: α) ψυχαγώγησε το κοινό σε ώρες δουλειάς, ταξιδιού, οικογενειακής ζωής, β) διεύρυνε τη φαντασία και τις γνώσεις του κοινού αυτού, γ) καλλιέργησε την αφήγηση και έγινε πρόδρομος της λογοτεχνίας. Ανάλογα με το περιεχόμενό τους τα παραμύθια διακρίνονται σε μυθικά, εξωτικά, διηγηματικά, θρησκευτικά, σατιρικά κ.ά. Τα παραμύθια κάθε χώρας είναι συνήθως παραλλαγές ενός παγκόσμιου προτύπου, αλλά διατηρούν το εθνικό χρώμα τους στη γλώσσα, στα στοιχεία της καθημερινής ζωής, στα αφηγηματικά μοτίβα και στον τρόπο της διήγησης. Διευκρινίζεται ότι αφηγηματικά μοτίβα είναι τα επιμέρους θέματα της ιστορίας (εδώ: ανορεξία - συμβουλή - δοκιμασία), ενώ οι βασικοί αφηγηματικοί τρόποι είναι η αφήγηση (η εκτύλιξη της ιστορίας από τον αφηγητή), οι διάλογοι, η περιγραφή.

Στη συνέχεια η διδασκαλία καλό είναι να εστιάσει στο περιεχόμενο και στη μορφή του λαϊκού παραμυθιού. O μύθος του εν λόγω παραμυθιού δομείται πάνω στα μοτίβα: πρόβλημα - συμβουλή, δοκιμασία - ικανοποίηση. Το πρόβλημα είναι η ανορεξία του βασιλιά για τα πλούσια φαγητά του παλατιού. Η ελληνική λαϊκή θυμοσοφία με τη μορφή του γέροντα συστήνει το «γλυκό ψωμί», το βασικό διατροφικό είδος των απλών ανθρώπων. Το γλυκό ψωμί, ωστόσο, το κερδίζει κανείς με τη δουλειά και τον μόχθο από την καλλιέργεια της γης. Έτσι, η δοκιμασία του βασιλιά στις τρεις μέρες σκληρής δουλειάς θα του χαρίσει την πολυπόθητη όρεξη, θα δώσει δηλαδή χαρά και νόημα στη ζωή του (ανάλογα μοτίβα συναντάμε και στο ανατολίτικο λαϊκό παραμύθι «Ο βασιλιάς και το αηδόνι»· η μελαγχολία εκείνου του βασιλιά θεραπεύεται με το γλυκό κελάηδημα ενός αληθινού πουλιού). Το αφηγηματικό μοτίβο της δοκιμασίας είναι συνηθισμένο τόσο στους αρχαίους μύθους (άθλοι του Ηρακλή, μύθος του Ιάσονα, του Οιδίποδα) όσο και στα ανατολίτικα και ευρωπαϊκά παραμύθια στα οποία ο ήρωας καλείται να εκτελέσει τις παραγγελίες που του αναθέτει κάποιος άλλος.

Ιδιαίτερα να προσεχτούν οι ανθρώπινοι χαρακτήρες του παραμυθιού, που είναι οικείοι και καλόβολοι. Ο βασιλιάς, ενώ στην αρχή παρουσιάζεται αυταρχικός και απειλητικός, στη συνέχεια υπακούει στις παραινέσεις του σοφού γέροντα (ευνοημένος ήρωας), ημερεύει και γίνεται ευτυχής. Ο αφηγητής δεν παραλείπει να φέρει την αφήγηση στα μέτρα και τις ανάγκες των ακροατών του και να ευχηθεί «να τρώαμε κι εμείς έτσι!».

Ως προς τη μορφή, το λαϊκό παραμύθι έχει λιτή αφήγηση, παρατακτική σύνταξη και απέριττη γλώσσα. Οι διάλογοι, όπως και η αφήγηση, είναι φυσικοί, βιωματικοί και διατηρούν τη ζωντάνια του προφορικού λόγου («να μην τα πολυλογούμε» κ.λπ.). Ο λαϊκός αφηγητής είναι υποχρεωμένος να αρθρώσει τον λόγο του με τέτοιον τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στο γλωσσικό αισθητήριο και στα πολιτισμικά βιώματα του κοινού που τον παρακολουθεί με παιδική περιέργεια και αθωότητα.


Σεμερτζίδης Βάλιας, βιογραφία και έργα
στην Εθνική Πινακοθήκη Εθνική Πινακοθήκη
στο ΝΙΚΙΑΣ ΝΙΚΙΑΣ
στο paleta art paleta art, paleta art
στο art net artnet
στο ΙΣΕΤ ΙΣΕΤ
στη ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΟΥΣΕΙΟ Γ.Ι. ΚΑΤΣΙΓΡΑ Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας
στο eikastikon eikastikon

Σενάριο του Γιάννη Παπαθανασίου (αρχείο zip) αρχείο2

Οι αγροτικές εργασίες:
Όργωμα:
Όργωμα

Σπορά:
Σπορά Σπορά

Θερισμός:
Θερισμός, Παρθένης Κωνσταντίνος θερισμός

δεμάτιασμα:
δεμάτιασμα και θημωνιά

αλώνισμα
αλώνι αλώνισμα αλώνισμα αλώνισμα

λίχνισμα:
Λίχνισμα λίχνισμα λίχνισμα  Κοσκίνισμα

άλεση:
ανεμόμυλος

ζύμωμα:
Ζύμωμα

φούρνισμα-Ψωμί:
Φούρνισμα Επιτραπέζιο ή Ψωμιά, Νικόλαος Γύζης

Λεπτομερής περιγραφή όλων των αγροτικών εργασιών σχετικά με το σιτάρι στην ανάρτηση «Καλοκαίρι με δρεπάνι», στο ιστολόγιο η «ΣΤ΄ και... ψηφιακά!»

 

 

Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται

 

 

Χρόνος

Τα γεγονότα του κειμένου γίνονται/έγιναν

 

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι

 

 

Αφήγηση

Η αφήγηση γίνεται

 

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός/ετεροδιηγητικός, γιατί

 

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

 

Το σχόλιό σας...