Αντώνης Μόλλας
H πείνα του Καραγκιόζη
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η αρχή από το έργο του παλαιού και γνωστού καραγκιοζοπαίκτη Αντώνη Μόλλα Το χάνι του Μπαρμπαγιώργου, που τυπώθηκε σε φυλλάδιο το 1925. Στο έργο αυτό ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης πείθουν τον Μπαρμπαγιώργο να βάλει χρήματα για να μετατρέψουν ένα παλιό χάνι σε εξοχικό κέντρο. Oι δύο πρώτοι μαζί με τον γιο του Καραγκιόζη, τον Κολλητήρη, προσφέρονται να είναι το προσωπικό του μαγαζιού. Η επιχείρηση όμως δε μακροημερεύει, γιατί ο Καραγκιόζης και ο Κολλητήρης ως σερβιτόροι τα κάνουν θάλασσα, και τελικά το μόνο που καταφέρνουν είναι να ξυλοκοπηθούν, μαζί με τον Χατζηαβάτη, από τον Μπαρμπαγιώργο.
Πράξη πρώτη
(Η σκηνή παριστά δεξιά το σαράι και αριστερά το καραγκιοζόσπιτο. O Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης ίστανται εις το μέσον της σκηνής και συζητούν.)
Σκηνή Α'
Καραγκιόζης, Χατζηαβάτης
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Φτώχεια, Χατζατζάρη μου, φτώχεια καταραμένη.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Κι εγώ, Καραγκιόζη μου, έχω δέκα μέρες να σταυρώσω δεκάρα στην τσέπη μου. Εσύ όμως δεν πρέπει να παραπονείσαι και τόσο, γιατί έχεις το θείο σου, τον Μπαρμπαγιώργο, που έχει τόση περιουσία, και, δεν αμφιβάλλω, θα σε μπαλώνει.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Το γρουσούζη, μωρέ, μη μου τον μελετάς, Χατζατζάρη. Μόλις με δει, νομίζει πως βλέπει το χάρο του. Δεν προκάνω να του πω καλημέρα και με βάνει στο κυνήγι. Μου λέει: «Φεύγα γιατί θα μολήσω τα σκυλιά να σε φάνε».
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Τόσο κακός είναι;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Αφού προχθές, Χατζατζάρη, είχα πάει στη στάνη, και είχα μια πείνα, και λογάριασε με τέτοια πείνα να πάω τόσο δρόμο, Χατζατζάρη, και στο δρόμο που πήγαινα βρίσκω ένα σύκο σε μια συκιά και καθώς το ’φαγα και πήγε στην κοιλιά μου ακούω έναν εσωτερικόν καβγά, ένα κακό…
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Και πού έγινε αυτός ο καβγάς, Καραγκιόζη μου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Στην κοιλιακήν μου χώρα. Ήλθον τα άντερά μου εις έριδας συναμεταξύ των, ποιο θα πρωταρπάξει το σύκο.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ— (Γελών) Να σε πάρει η ευχή Καραγκιόζη μου, φαντάζουμαι με αυτή την πείνα σαν πήγες απάνω τι θα ’φαγες.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Στάσου, Χατζατζάρη, και θ’ ακούσεις τι έπαθα. Μόλις πήγα, με είδε η θεια-Γιωργούλα και με λυπήθηκε, που είχα αλληθωρίσει από την πείνα, και μου γιόμισε μια τσανάκα στιφάδο, που μοσχοβόλαγε, Χατζατζάρη μου.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Μη μου το λες, Καραγκιόζη μου, γιατί μ’ έπιασε λιγούρα· φαντάζουμαι πώς θα ρίχτηκες στην τσανάκα…
Μάνθος Αθηναίος, O Καραγκιόζης
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Μόλις λοιπόν κάθισα κι έκοψα κάτι κομμάτες ψωμί μέσα, γιατί μου 'χε φέρει ένα καρβέλι σπιτίσιο μπροστά μου, και μόλις ετοιμαζόμουνα να πάρω την πρώτη μπουκιά, και είχα βουτήξει με το πιρούνι ένα κομμάτι κρέας πενήντα δράμια και ένα κομμάτι ψωμί, ακούω ένα «γκαπ» στο σβέρκο μου, αφού η μούρη μου πήγε μέσα στην τσανάκα. Ενόμιζα πως έπεσε ένα βαρελάκι που είχαν κρεμάσει στο ταβάνι. Γυρίζω να ιδώ και τι να ιδώ, Χατζατζάρη μου· τον Μπαρμπαγιώργο να ξανασηκώνει την γκλίτσα και να με σημαδεύει. Τι να κάμω αυτή την στιγμήν, Χατζατζάρη; Εσκέφθηκα να κατεβάσω το τροπάριο της ψευτιάς κάτω να τον καταφέρω να με αφήσει τουλάχιστον να φάω και άρχισα τις μαλαγανιές. Αλλά πού; Όσο να γλιτώσει η μια γκλιτσιά, μου 'ρχότανε η άλλη.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Γιατί, Καραγκιόζη μου, σ' έδειρε ο κακούργος κατ' αυτό τον τρόπο;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Τον γκρέμισε ο γάιδαρος στο δρόμο, και μόλις είδε εμένα, ενόμισε πως εγώ έφερα τη γρουσουζιά και τον έριξε ο γάιδαρος. Τι να κάμω, Χατζατζάρη μου; Παρατάω το φαΐ και πηδάω από το παράθυρο να γλιτώσω. Είχα την πείνα, έφαγα και το ξύλο ή που με είδαν τα σκυλιά που έτρεχα και με βάλαν στο κυνήγι και με κάμανε και έφθασα για δέκα λεπτά στη χώρα σαν μοτοσικλέτα.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Αμ, Καραγκιόζη μου, δεν του τα 'χεις κάνει και λίγα του θείου σου. Λίγα μασκαραλίκια του 'χεις κάνει του φουκαρά;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Και ξέρεις γιατί πήγα, Χατζατζάρη; Πήγα να του υποδείξω το χάνι εκείνο που είναι κοντά στο μεγάλο δρόμο, που είναι κλειστό, να τον κατάφερνα να βάλει τίποτα παράδες, να το ανοίξουμε, να γλιτώσω κι εγώ ο φουκαράς. Εγώ τα καταφέρνω λιγάκι στη μαγειρική, επίσης κι ο μπάρμπας μου.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Αλήθεια, Καραγκιόζη, και το 'χουν παραμελήσει αυτό το μέρος και έχει και τόσο ωραίο νερό το πηγάδι. Κι εκείνα τα ωραία δένδρα κοντεύουν να ξεραθούν απεριποίητα. Θα κάνατε χρυσές δουλειές, που περνούν τόσοι ξένοι αποκεί καθημερινώς. Αυτό δεν είναι χάνι, Καραγκιόζη μου, αυτό μπορεί να γίνει ένα εξοχικόν κέντρον πρώτης τάξεως. Τι λες, Καραγκιόζη, πάμε μαζί να τον καταφέρω εγώ τον Μπαρμπαγιώργο;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Τι λες, Χατζατζάρη; Τι θέλεις, να με γραπώσει και να με παραγουλήσει στο ξύλο;
Λευτέρης Κελαρινόπουλος,
O Χατζηαβάτης
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Αστειεύεσαι που θα τον αφήσω εγώ να σε δείρει; Ξέρεις, σε μένα έχει κάποιαν υπόληψιν ο Μπαρμπαγιώργος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Άμα σε δει μαζί μου, θα χάσει πάσαν υπόληψιν και για σένα και φόβος υπάρχει να μην τις φας κι εσύ.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Πάμε μαζί και μη φοβάσαι, Kαραγκιόζη. Eμπρός, καρδιά, Kαραγκιόζη!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Eμπρός, καρδιά, Xατζατζάρη μου, αλλά ποδάρια πίσω.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Kαραγκιόζη, έχεις το λόγο μου, θα προτιμήσω να φάω εγώ ξύλο, όχι εσύ. Άμα σου δώσει μία σφαλιάρα ο Mπαρμπαγιώργος, θα έχεις το δικαίωμα να μου δώσεις εκατό εμένα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — Άιντε, Xατζατζάρη, κι αν με δείρει ο Mπαρμπαγιώργος, αν δε σε ταράξω στο ξύλο να μη με πουν Kαραγκιόζη. Aν δε σε κάνω να σε πιάσει παραμιλητό.
(Aναχωρούν)
Σκηνή B’
(H σκηνή εις το καφενείον)
Mπαρμπαγιώργος, Xατζηαβάτης, Kαραγκιόζης
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — (Πλησιάζων) Eδώ είσαι, Mπαρμπαγιώργο;
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Nαι, ωρέ Xατζαβιάτο, εδωνάς κάθουμ’ όσο ν’ ανοίξουν τα μαγαζά. Θέλω να ψουνίσω πετσώμ’τα για τα τσαρούχια μου. Ωρέ ο Καραγκιόζ’ είν’ κειος που ν’ μαζί σου;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Ναι, Μπαρμπαγιώργο.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Αμ’ τι το θέλ’ς το έρμου μαζί σου; Δεν ντρέπεσαι, συ νοικοκύρης άνθρωπος, να σέρνεις μαζί σου κειον το λωμποδύτ’;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Δεν έχεις δίκιο, Μπαρμπαγιώργο, ο Καραγκιόζης δεν είναι όπως τον λες. Μπορεί να είναι φτωχός, αλλά είναι τίμιος.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — (Γελών) Α! ωρέ σκουφιολόι, μωρέ πώς τα φέρν’ς γυροβουλιά. Μωρέ δεν πας κατά καπνού, συ και κειος, που θα μου πεις πως είν’ τίμνιος. Όσο τίμνια είν’ κι η αλ’πού.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Άκουσε, Μπαρμπαγιώργο. Eάν είναι σε αυτήν την κατάστασιν ο Καραγκιόζης, είναι, διότι είναι άτυχος. Επειδή ό,τι εργασίαν και αν επεχείρησε να κάμει είχε αποτυχίαν. Και ξέρεις· όταν σκοντάψει κανείς, του λένε και τύφλα.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Ωρέ, π’δί μ’, δεν είν’ μονάχα κειο, αλλ’ είν’ και γρουσούζ’κο. Άμα θανά’ ρθ’ στην κ’λύβα, θα πάθου κακό.
Μάνθος Αθηναίος, O Μπαρμπαγιώργος
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Αυτά είναι προλήψεις, Μπαρμπαγιώργο. Τον καημένον· είναι ανιψιός σου και οφείλεις να του δώσεις καμιά εργασία να ζήσει. Έχει και το παιδί του να το σπουδάσει, να μη μείνει στραβό σαν κι αυτόν.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Να το σπουδάξ', ωρέ, να μάθ' να κλέβ' ωγροπαϊκά. Αμ' τι λες, ωρέ Χατζαβιάτο; Εγώ λέω να του ρίξω, ωρέ, μια φόλα να πάει σα σκύλος.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — (Γελών) Α, Μπαρμπαγιώργο, εσύ δεν είσαι τόσο κακός να κάνεις τέτοια πράγματα. Τώρα, ας αφήσουμε τ' αστεία και ας ομιλήσουμε σοβαρά. Εγώ ερχόμουνα να σ' έβρω για να μιλήσουμε για κάποια σοβαρά δουλειά. Στάσου να φωνάξω και τον Καραγκιόζη.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Κράχ' το να 'ρθ' δω, ωρέ Χατζαβιάτο. Ας πάει κατά καπνού το έρμου, π'δί τ'ς αδερφής μ' είν' και το λυπάμ'.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — (Φωνάζει) Καραγκιόζη! Καραγκιόζη, έλα εδώ.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — (Όστις από μακρόθεν παρακολουθούσε το Χατζηαβάτη και τον Μπαρμπαγιώργον.) Έρχομαι, Χατζατζάρη. (Ιδία) Το μαλαγάνα, πώς τα κατάφερε και τον τουμπάρησε τον Μπαρμπαγιώργο. Το αποφώλιον της κατεργαριάς άμα αρχίσει το πίτσι, πίτσι, πίτσι, δεν του γλιτώνεις. Είναι σαν τον γκραβαρίτικο ζητιάνο, που ενώ τον διώχνεις και τον βρίζεις, εκείνος σου κολλάει τσιμπούρι. Την πεντάρα θα σ' την πάρει. (Πλησιάζει)
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — (Γελών) Έλα σιμά, ωρέ παλιοζάγαρο.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — (Ιδία) Το γρουσούζη το Χατζατζάρη, πώς τα κατάφερε! O μπάρμπας μου να με βλέπει και να γελάει· αυτό είναι θαύμα. (Δυνατά) Καλημέρα, μπαρμπούλη μου. (Κύπτει και φιλεί το χέρι του Μπαρμπαγιώργου.) Να φιλήσω το ευλογημένο σου χεράκι, μπαρμπούλη μου. (Ιδία) Που βαράει τες καλές γροθιές.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ — Τήρα, τήρα το ποντίκ'. Α, ωρέ έρμου, κομπλιμενταρούδια κάν'ς. Έτσ', ουρέ ζ'λάπ', να φέρεσαι στους τρανότερούς σου, να δεις, ωρέ, σε π'ράζ' κ'νείς;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ — (Ιδία) Αμ έτσι λέγε μου, μπαστουνόβλαχε, πως θέλεις μαλαγανιές. (Δυνατά) Εγώ, μπαρμπούλη μου, πάντοτε σε αγαπώ και σε σέβουμαι, αλλά συ άμα με ιδείς με αρχινάς στο ξύλο.
O Καραγκιόζης, τόμ. Α', επιμέλεια Γ. Ιωάννου, Ερμής
Ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη
Λεξιλόγιο
*παριστά:
παριστάνει *ίστανται: στέκονται *θα σε μπαλώνει:
θα σε βοηθάει *προκάνω: προλαβαίνω *μολήσω:
αμολήσω, αφήσω *ήλθον εις έριδας:
τσακώθηκαν *γελών: γελώντας *τσανάκα: βαθύ
πήλινο πιάτο *δράμι: Το δράμι είναι μονάδα μέτρησης βάρους, σε χρήση στην
Ελλάδα μέχρι το 1959. Ένα δράμι στην Ελλάδα ήταν ισοδύναμο με 3,203 γραμμάρια.
400 δράμια ισοδυναμούσαν με μια οκά. *γκλίτσα: είδος ραβδιού που το
χρησιμοποιούν οι βοσκοί *μαλαγανιές: καλοπιάσματα *μασκαραλίκια:
κοροϊδίες *να γλιτώσει:
να τελειώσει *να παραγουλήσει στο ξύλο: να με χτυπήσει σαν
χταπόδι *πετσώμ'τα (πετσώματα): δέρματα *κειος:
εκείνος *σκουφιολόι: αποκαλείται έτσι ο Χατζηαβάτης, επαιδή
φοράει πάντοτε σκούφο *ωγροπαϊκά: ευρωπαϊκά *π'δι:
παιδί *όστις: ο οποίος *ιδία (καθαρεύουσα):
προς τον εαυτό του, χαμηλόφωνα *το αποφώλιον της κατεργαριάς:
το φαινόμενο της κατεργαριάς *γκραβαρίτικο: από τα Κράβαρα της
Ναυπακτίας *παλιοζάγαρο: παλιόσκυλο *τήρα:
κοίτα *ζ'λάπ'<ζουλάπι: άγριο ζώο* π'ράζ' κ'νεις: σε πειράζει κανείς
Συμπληρωματική εργασία
Να μελετηθεί η γλώσσα του κειμένου. Τι προκαλεί εντύπωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παράσταση απευθυνόταν σε λαϊκό κοινό;
Θεματικά κέντρα
Θέατρο σκιών. Προέλευση, σταθμοί, δημιουργοί.
Λαϊκές θεατρικές παραστάσεις. Αμεσότητα, χιούμορ, σάτιρα.
Λαϊκή παράδοση και σύγχρονα θέματα στον Καραγκιόζη.
Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση
Το θέατρο σκιών, το γνωστό αυτό είδος του λαϊκού θεάματος, έχει αφετηρία του την Άπω Ανατολή. Με τη μεσολάβηση των Αράβων και των Τούρκων φτάνει στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα. Στον εξελληνισμό του τουρκικού Karagoz σημαντικό ρόλο έπαιξε, γύρω στα 1880, ο Πατρινός καραγκιοζοπαίχτης Μίμαρος. Κορυφαία είναι και η συμβολή του Αντώνη Μόλλα, ο οποίος εμπλούτισε τον Καραγκιόζη με αντιπροσωπευτικούς ελληνικούς τύπους (γύρω στα 1920).
Το λαϊκό θέατρο αποτελεί ενδιάμεση κατηγορία ανάμεσα στο πρωτογενές θέαμα και στο θέατρο. O Καραγκιόζης ως λαϊκή παράσταση είχε ομοιογενές και ευρύ λαϊκό κοινό που συμμετείχε με τον νου και το συναίσθημα στο θέαμα.
Η αμεσότητα, το χιούμορ, η σάτιρα, η παιδαγωγική πρόθεση είναι τα συστατικά του λαϊκού θεάτρου, και ειδικότερα του θεάτρου σκιών. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αμεσότητα της επικοινωνίας καραγκιοζοπαίχτη - κοινού.
Στο απόσπασμα από την κωμωδία του Αντώνη Μόλλα εμφανίζονται τρεις από τους χαρακτηριστικότερους τύπους του θεάτρου αυτού: ο Καραγκιόζης, ο Χατζηαβάτης και ο Μπαρμπαγιώργος. Από τη μελέτη του Γ. Ιωάννου αντλούνται και παρατίθενται τα βασικά χαρακτηριστικά των τριών προσώπων - τύπων που συναντάμε στον Καραγκιόζη και εμφανίζονται και στο συγκεκριμένο απόσπασμα:
1. «Ο Καραγκιόζης: Είναι ένας θεόφτωχος, μα αιώνια ζωηρός και κεφάτος άνθρωπος του λαού, που κατοικεί με την οικογένειά του σε μια μεγάλη σύγχρονη ελληνική πόλη, Αθήνα μάλλον ή Πειραιά. Η κατοικία του είναι μια ετοιμόρροπη όσο και περίφημη καλύβα. Απέναντί της, πάντως, λάμπει το σαράι του πασά [...]. Ο ίδιος ο Καραγκιόζης είναι κακομούτσουνος, σαν σάτυρος - σκυλομούτρης, όπως τον λέει ο ωραιοπαθής Βεληγκέκας. Επιπλέον παρουσιάζει και λίγη ή πολλή καμπούρα [...]. Ο Καραγκιόζης δεν ξέρει καλά καμιά τέχνη, είναι όμως πρόθυμος ν' ανακατευτεί παντού, ακόμα και σε επιστημονικές δουλειές, γιατί αποτυχαίνοντας δεν έχει τίποτε να χάσει. Το ξύλο, εξάλλου, δεν το φοβάται, το έχει συνηθίσει. Από αυτή την τάση του, να χώνεται με κάθε ευκολία σε όλες τις δουλειές, έχουν πηγάσει ένα σωρό κωμωδίες, όπου διά του Καραγκιόζη γελοιοποιούνται αγρίως διάφορα επαγγέλματα, επιστήμες και ιδιότητες [...]. Φυσικά, στα επαγγέλματα αυτά πάντα αποτυχαίνει, κάνει ζημιές, αποκαλύπτεται, και τέλος, ύστερα από πανηγυρικούς ξυλοδαρμούς, καταλήγει στην καλύβα του πεινασμένος όσο και πρώτα. Αυτή η αιώνια πείνα του, που διαλαλεί με όλους τους τόνους και τους τρόπους, είναι το σπαραχτικότερο μα και αληθινότερο παράπονο και ψυχικό τραύμα του ελληνικού λαού [...]».
2. «Ο Χατζηαβάτης: Εξωτερικά, τουρκοφέρνει περισσότερο απ' όλα τα άλλα πρόσωπα του θεάτρου σκιών. Σαν φιγούρα έμεινε σχεδόν ανεξέλικτος. Φορεί πάντα την τούρκικη φορεσιά και μια σκούφια [...]. Επίσης, είναι λίγο κουλός απ' το αριστερό χέρι, γι' αυτό συνήθως εικονίζεται να κρατάει το γενάκι του. Σαν χαρακτήρας είναι ακόμα πιο αντιλεγόμενος κι απ' τον Καραγκιόζη. Άλλοτε πονηρός και κλέφτης - πάντα όμως σοβαροφανής [...]. Όπως και να έχει το πράγμα, έξω απ' τον Καραγκιόζη, στο στόμα του ελληνικού λαού σήμερα, το όνομά του είναι συνώνυμο με τον κόλακα, τον δουλοπρεπή, τον αιώνια συμβιβαστικό και τον συνεργαζόμενο πάντα με τις δυνάμεις κατοχής της εξουσίας, όποιες κι αν είναι αυτές. Αλλά και μέσα στο θέατρο του Καραγκιόζη συχνά έτσι παρουσιάζεται, με την διαφορά ότι τις γαλιφιές του και τις ασυνειδησίες του τις κάνει για να βοηθήσει όχι μόνο τον εαυτό του, μα και τους συνανθρώπους του, τον φίλο του Καραγκιόζη, ιδίως [...]».
3. «Ο Μπαρμπαγιώργος: Ο τύπος αυτός είναι ασφαλώς η κορυφαία δημιουργία των ελλήνων καραγκιοζοπαιχτών. Εκπροσωπεί τον Ρουμελιώτη και γενικά τον πρωτόγονο και αφελή, αλλά σχετικά αχάλαστο στην ψυχή Έλληνα [...]. Πότε πότε "ροβολάει" στην πολιτεία είτε για δουλειές του είτε και για να γλιτώσει τον Καραγκιόζη απ' τα ατέλειωτα μπλεξίματά του. Εντούτοις, δεν έχει καθόλου καλή ιδέα για τον ανεψιό του, και «λουμποδύτ» τον ανεβάζει και τον κατεβάζει. Αλλά και ο Καραγκιόζης, σαν γνήσιος εξαθλιωμένος προλετάριος, τον ποτίζει διαρκώς με το φαρμάκι της αχαριστίας. Διαρκώς του κάνει "χουνέρια", κι ο Μπαρμπαγιώργος μετά τα παθήματά του αγρίως του τις βρέχει [...]. Ο Μπαρμπαγιώργος μιλάει τα ρουμελιώτικα κι έχει, βέβαια, κι αυτός ένα σωρό αδυναμίες, που καθόλου δεν αποκρύβονται. Είναι τσιγκούνης, προληπτικός και για τα καλά ερωτιάρης. Όταν είναι να "ροβολήσει'' απ' τα βουνά στην πολιτεία, κάνει τέτοιες απίθανες και για όλες τις περιπτώσεις ετοιμασίες, που η περιγραφή τους είναι απ' τα ωραιότερα και αστειότερα κομμάτια του θεάτρου σκιών [...]».
Για τα λογοτεχνικά ρεύματα - κινήματα δείτε εδώ
Γενικά στοιχεία αφηματολογίας θα βρείτε εδώ
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...