182 183 184 185 E Δ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ


182

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Η Γένεσις

Στον τρίτο ύμνο της Γενέσεως, από όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί, ο ποιητής υμνεί τη δημιουργία των νησιών και της θάλασσας. Oι περιγραφές παραπέμπουν σε εικόνες του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου, το οποίο δοξολογείται συχνά στην ποίηση του Oδυσσέα Ελύτη, ο οποίος γεννήθηκε στην Κρήτη και κατάγεται από τη Λέσβο.

1 Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα

 


183

   
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.

ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος

Τα Πάθη, Ε'

Στον πέμπτο ψαλμό των Παθών, του δεύτερου μέρους της σύνθεσης Το Άξιον Εστί, ο Oδυσσέας Ελύτης αναδεικνύει τη σημασία της μνήμης στον αγώνα του ελληνικού λαού για την επιβίωση και την ελευθερία του. Τα Πάθη αναφέρονται στον πόλεμο του 1940 και στην οδυνηρή εμπειρία της Κατοχής και παραλληλίζονται με τα πάθη του Χριστού. Η Ανάστασή Του προοιωνίζεται, κατά τον ποιητή, την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους και τη δικαίωση των αγώνων του.

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις

 


184

   
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!

Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος

Παράλληλα Κείμενα
Οδ. Ελύτης, «Μυρίσαι το άριστον. XIV» Οδ. Ελύτης, «Μυρίσαι το άριστον. XIV
Γ. Σεφέρης, «Μυθιστόρημα. I΄» Γ. Σεφέρης, «Μυθιστόρημα. I΄

Γιάννης Μόραλης, Προμετωπίδα στο βιβλίο του Oδ. Ελύτη

Γιάννης Μόραλης, Προμετωπίδα στο βιβλίο του Oδ. Ελύτη
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

 


185

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

  • Yπογραμμίστε τις τελικές προτάσεις του πρώτου ποιήματος και εξετάστε τη λειτουργία τους, σε σχέση με τη δημιουργία του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου.
  • Bρείτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού νησιωτικού χώρου που αναφέρονται στο ποίημα.
  • «φτενό…ολοένα»: Eρμηνεύστε το μεταφορικό νόημα αυτής της φράσης.
  • Eξετάστε τη στίξη του ποιήματος.
  • Ποιος είναι ο στίχος που κορυφώνει τον θαυμασμό του ποιητή στον ύμνο της Γενέσεως; Ποια εντύπωση σας δημιουργεί;
  • Σε ποιο πρόσωπο μιλά ο ποιητής στον ψαλμό των Παθών και σε ποιον απευθύνεται;
  • Βρείτε τους στίχους που αναφέρονται στη μνήμη και εξηγήστε το νόημά τους.
  • Παρατηρήστε την αρχή και το τέλος του ποιήματος. Πώς ονομάζεται αυτό το σχήμα και τι επιδιώκει με αυτό ο ποιητής;
  • «Εσύ μόνη…γνωρίζεις»: Σε ποιον αρχαιοελληνικό μύθο παραπέμπει αυτή η φράση;

 

 

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1. Συγκρίνετε το απόσπασμα με το πρώτο μέρος από τη Ρωμιοσύνη του Γ. Ρίτσου: «Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται.». Ποια είναι η σχέση των δύο ποιητών με το ελληνικό τοπίο;

2. Σε συνεργασία με τον καθηγητή των Θρησκευτικών, αναζητήστε τα στοιχεία του ποιήματος που παραπέμπουν στην Παλαιά Διαθήκη.


ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

  • Με τη βοήθεια του καθηγητή των Θρησκευτικών, βρείτε και σχολιάστε τις φράσεις του κειμένου που παραπέμπουν στην Παλαιά Διαθήκη και ιδιαίτερα στο κεφάλαιο της Γενέσεως.
  • Συγκεντρώστε εικόνες με αιγαιοπελαγίτικα ή ηπειρωτικά ελληνικά τοπία. Φτιάξτε κολάζ και διακοσμήστε την τάξη σας.

    Μ. Λαμπράκη-Πλάκα, «Τα οπτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη» (άρθρο) [πηγή: Επτά Ημέρες, εφ. «Η Καθημερινή», 24 Μαρτ. 1996]


 

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)


Ελύτης

Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό.


Το Άξιον Εστί αποτελεί μια μακροσκελή ποιητική σύνθεση που χωρίζεται σε τρεις μεγάλες ενότητες. Η ονομασία που τους δίνει ο ποιητής (Γένεσις, Πάθη, Δοξαστικόν) καθώς και διάφορες εκφράσεις (π.χ. «Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα» θυμίζει τον στίχο της Παλαιάς Διαθήκης «και είπεν ο Θεός· γεννηθήτω το φως· και εγένετο φως», Γένεσις Α3) παραπέμπουν τον αναγνώστη σε κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθώς και της ευρύτερης χριστιανικής υμνολογίας.

Το εν λόγω απόσπασμα ανήκει στην ενότητα της Γενέσεως και αποτελεί τον τρίτο της ύμνο. Ο Ελύτης περιγράφει τη δημιουργία της θάλασσας και των νησιών, γεγονός που εξυψώνει την ψυχική του διάθεση και τον θαυμασμό του απέναντι στα στοιχεία της φύσης, που αντικατοπτρίζουν τον ίδιο του τον εαυτό («κατ' εικόνα και ομοίωσή μου»). Από την αρχή κιόλας, με μια σειρά παρομοιώσεων («Ίπποι πέτρινοι και λοξές δελφινιών ράχες») τα ελληνικά νησιά αναδύονται μέσα από την αχλύ του φωτός. Πρόκειται για μια κοσμογονία που είναι σφραγισμένη με τα στοιχεία του μεσογειακού τοπίου, στοιχεία που αποτελούν τον βιωμένο χώρο για τον ποιητή. Τα λιόδεντρα που «κοσκινίζουν» το άπλετο και σκληρό φως του ήλιου κάνοντάς το πιο γλυκό, τα τζιτζίκια του ελληνικού καλοκαιριού, το φτωχό σε βλάστηση και νερό τοπίο, η άγονη γη και ο απέραντος ουρανός αποτελούν τη «σκηνογραφία» του ελληνικού νησιωτικού χώρου και προσδιορίζουν την ιδιαιτερότητά του, που έχει στοιχειοθετήσει την ελληνική ιθαγένεια και μυθολογία. Όλα έχουν δημιουργηθεί με σοφό τρόπο έτσι, ώστε να επιτελούν έναν ανώτερο προορισμό. Στο μυαλό του ποιητή το ελληνικό τοπίο προσεγγίζει τις διαστάσεις ενός χώρου λυτρωτικού και ανυψωτικού. Η ξηρασία και η στέρηση αποκτούν απελευθερωτικές δυνατότητες. Με μια σειρά τελικών προτάσεων («που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως..., που να μην τα νιώθεις..., για να το 'χεις θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του..., για να το κάνεις φίλο σου / και να γνωρίζεις τ' ακριβό του όνομα, για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα / και να τραβάς του βάθους ολοένα., για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη») ο Ελύτης προσδιορίζει τη λειτουργία των στοιχείων εκείνων που συνθέτουν το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο. Τα λιόδεντρα είναι πολλά, για να απαλύνουν το εκτυφλωτικό φως που αντανακλά στις πέτρες. Τα τζιτζίκια με το διαρκές τραγούδι τους γίνονται ένα με τον άνθρωπο, το νερό είναι λίγο, για να το λατρεύουμε και να το εκτιμάμε. Το δέντρο είναι μοναχό, για να ξεχωρίζει και να είναι μοναδικό. Μόνο έτσι οικειώνεται με τους ανθρώπους και αποκτά ιερή σημασία. Σε αυτό το σημείο δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το γεγονός ότι το μοναχικό δέντρο μάς φέρνει στο μυαλό την εικόνα του ίδιου του ποιητή. Οι τρεις τελευταίες τελικές προτάσεις δίνουν μια πιο ουσιαστική και μεταφυσική χροιά στο ποίημα. Το χώμα είναι «φτενό», άγονο, και έτσι η ρίζα αναγκάζεται να χωθεί βαθιά για να βρει νερό. Η μεταφορική σημασία αυτής της φράσης είναι σαφής και δραστική. Το «φτενό» χώμα απεικονίζει τις οποιεσδήποτε δυσκολίες ή στερήσεις έχει να αντιμετωπίσει ένας λαός ή άνθρωπος, οι οποίες όμως τον ενδυναμώνουν και τον κάνουν να ψάχνει πιο βαθιά στην ουσία των πραγμάτων. Η σχέση του Έλληνα με τη γη ισοδυναμεί με μια σχέση εμβάθυνσης στην αλήθεια. Ο τόπος ευνοεί την περισυλλογή και τη σκέψη, το άνοιγμα του μυαλού σε νέους ορίζοντες. Όλα αυτά τα στοιχεία του ελληνικού περιβάλλοντος αγιοποιούνται και παρουσιάζονται μέσα από ζωντανές εικόνες γεμάτες μυρωδιές, ήχους (τα τζιτζίκια) και φως. Η παντελής έλλειψη στίξης και η δομή των στίχων δημιουργεί την εντύπωση μιας ρευστότητας και μιας εκστατικής στάσης του ποιητή απέναντι στο θαύμα. Είναι σαν όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το σκηνικό να λέγονται με μια ανάσα και να τονίζεται η ευεργετική τους σημασία με τις τελικές προτάσεις, που όχι τυχαία επιλέγεται να πιάνουν ένα στίχο η καθεμιά. Η κορύφωση έρχεται με την αντίθεση «Αυτός / ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας». Πρόκειται για μια αντίθεση που διατρέχει όλο το έργο του ποιητή. Η φτωχή σε νερό και πράσινο Ελλάδα αποπνέει μεγαλείο μέσα από την πνευματικότητα και τη σοφία των στοιχείων που την αποτελούν και που δεν είναι άλλα από αυτά που περιγράφονται στο απόσπασμα.

 


Το απόσπασμα αυτό έχει ελεγειακό τόνο. Ο ποιητής χρησιμοποιώντας το δεύτερο ενικό πρόσωπο απευθύνεται στη μνήμη, δίνοντάς της έτσι ανθρώπινη οντότητα και αυθυπαρξία. Ο ρόλος άλλωστε που αυτή παίζει μέσα στην ανθρώπινη ιστορία αποτελεί τον βασικό μοχλό του ποιήματος. Η μνήμη καίει πάνω στα βουνά και μέσα από το φως της περνάει ζωντανή η ελληνική ιστορία. Η φράση «άκαυτη βάτος» παραπέμπει άμεσα στην Παλαιά Διαθήκη. Η αναφορά αμέσως μετά στα ονόματα Πίνδος και Άθως αποτελεί μια σαφή γείωση τόσο στα βιώματα του ποιητή από το αλβανικό μέτωπο, με το όνομα Πίνδος, όσο και στο πλαίσιο που κινείται όλο το Άξιον Εστί,η οποία συνδέεται με τη βυζαντινή - χριστιανική κληρονομιά, με τη χερσόνησο του Άθω. Ο Ελύτης πολέμησε στην Πίνδο και έτσι το όνομα αυτό είναι βαθιά συνδεδεμένο όχι μόνο με την προσωπική του μνήμη, αλλά και με τη μνήμη μιας ολόκληρης γενιάς που έζησε τον πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο στίχος επαναλαμβάνεται άλλες δυο φορές μέσα στο ποίημα, ίσως γιατί συνενώνει το παρελθόν με το παρόν. Στη συνέχεια ο ποιητής, με μια εμφατική επανάληψη της προσωπικής αντωνυμίας «εσύ», πλέκει τον ύμνο της μνήμης. Αυτή είναι που δίνει νόημα και ταυτότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη, αυτή είναι που σφυρηλατεί γερά μυαλά και δίνει την υπόσχεση μετά το τέλος του εφιάλτη για μια «πασχαλιάν αναστάσιμη». Μέσα σε αυτό το υμνολόγιο ο Ελύτης εισάγει και το στοιχείο του αρχαίου ελληνικού μύθου. Στον στίχο «Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις» γίνεται μια σαφής αναφορά στον μύθο του Αχιλλέα και στη «βάπτισή του» στα νερά της Στυγός προκειμένου να γίνει αθάνατος. Μόνο η φτέρνα του από την οποία τον κρατούσε η μητέρα του, η Θέτις, δεν μετείχε στην αθανασία και αποτελούσε το τρωτό σημείο του. Αξίζει επίσης να επισημανθεί το σημείο όπου ο ποιητής μιλάει με ένα κλιμακωτό σχήμα για τη δύναμη της μνήμης, μια δύναμη που πολλές φορές πρέπει να περάσει μέσα από τη φωτιά για να φτάσει στη λάμψη, στη λύτρωση, για να φτάσει στα βουνά τα «χιονόδοξα». Στα βουνά τοποθετείται από την αρχή η φωτιά της μνήμης, γιατί τα βουνά είναι αυτά που συσσωρεύουν την ελληνική ιστορία και τους αγώνες, ειδικά την περίοδο του Β' Παγκόσμιου πολέμου. Στα βουνά αυτά βρίσκονται τα θεμέλια της ποιητικής υποκειμενικότητας, και με αυτά κλείνει το ποίημα. Η κυκλική επαναφορά, στο τέλος των πρώτων τεσσάρων στίχων, υπογραμμίζει γλαφυρά με αυτό το σχήμα της επανάληψης τη σφραγίδα της ελληνικής τοπογραφίας πάνω στην ανθρώπινη μνήμη και ιστορία. Τα βουνά είναι τα βάσανα και η ιστορία του λαού και αυτά τα σηκώνει στον ώμο του. Η μνήμη πολλές φορές είναι τόσο βαριά όσο αυτά τα βουνά, αλλά και ταυτόχρονα τόσο λυτρωτική όσο και η λάμψη της κορυφής. Αντίθετα με τον τρίτο ψαλμό της Γενέσεως, όπου κυριαρχεί η πιο ανάλαφρη και φωτεινή ατμόσφαιρα της θάλασσας, στο εν λόγω ποίημα η πρωτοκαθεδρία του ορεινού τοπίου προσδίδει μια πιο βαριά και σκοτεινή διάθεση.

 


 

Α. Οδυσσέας Ελύτης, «Μυρίσαι το άριστον, XIV», Ο μικρός ναυτίλος (1985). Ποίηση, Ίκαρος 2002, σ. 514-515.

 

Τ' ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:

1. Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

2. Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού.

3. Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.

4. Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βουνό απ' τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.

5. Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.

6. Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.

7. Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».

 

Β. Gail Holst, Μίκης Θεοδωράκης, Μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική, Ανδρομέδα 1980, σ. 99.

 

Στον ύμνο «Τα θεμέλιά μου στα βουνά», αναφύονται πάλι βυζαντινές και δημοτικές καταβολές με μια ορχηστρική συνοδεία βασισμένη στο ηπειρώτικο μοιρολόι. Το κλαρίνο μιμείται την ηπειρωτική τεχνική παι-ξίματος, ενώ το σαντούρι και τα κρουστά ήχους από κουδούνια προβάτων. Με φόντο αυτή τη «νατουραλιστική» ορχηστρική εικόνα, η φωνή του ψάλτη κινείται σε μια βυζαντινοπρεπή μελωδική γραμμή που υποστηρίζεται από ισοκρατήματα της χορωδίας σε ανοιχτές τέταρτες ή πέμπτες. Το πιάνο δίνει ψηλές οκτάβες, σαν καμπάνα. Καθώς το κλαρίνο τελειώνει το μέρος του υπάρχει ένα μακρόσυρτο μέλισμα που ενώνει δυο παραδόσεις, τη λαϊκή και την εκκλησιαστική.

 

Γ. Πορεία προς το μέτωπο

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.

Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.

Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

 


Οδυσσέας Ελύτης
στο βιβλίο «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Εγγονόπουλος
Βικιπαίδεια Οδυσσέας Ελύτης [πηγή: Βικιπαίδεια]
Εποχές και Συγγραφείς. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Εποχές και Συγγραφείς. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
«Το Άξιον εστί» [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας] Οδ. Ελύτης, «Το Άξιον εστί» [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]
Ιστοσελίδα: Καρβουνίδη Σαράντη / Πασιόπουλου Γεώργιου Ιστοσελίδα: Καρβουνίδη Σαράντη / Πασιόπουλου Γεώργιου
Ανεπίσημος Ιστότοπος Του Οδυσσέα Ελύτη  Ανεπίσημος Ιστότοπος Του Οδυσσέα Ελύτη
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Βιογραφία, Βιβλιογραφία, Εργογραφία, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Μικρός Αναγνώστης Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Μικρός Αναγνώστης
Βιογραφία, Βιβλιογραφία, Εργογραφία, Κριτικά Κείμενα, Πολιτιστικός Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας ΠΟΘΕΓ
Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ψηφίδες

 

Γιάννης Μόραλης, βιογραφία και έργα
στη Βικιπαίδεια Μόραλης
στην Εθνική Πινακοθήκη Μόραλης
στο ΙΣΕΤ Μόραλης
στο art magazine Μόραλης
στο eikastikon Μόραλης
στο paleta art Μόραλης, Μόραλης
στο artnet Μόραλης
στη ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΟΥΣΕΙΟ Γ.Ι. ΚΑΤΣΙΓΡΑ Μόραλης
στο ΝΙΚΙΑΣ Μόραλης
στο wiki art Μόραλης
στο Google Arts & Culture  Google Arts & Culture

 

Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

 

Ήρωες

Οι ήρωες του ποιήματος είναι:

 

 

Τόπος

Τα γεγονότα του ποιήματος διαδραματίζονται

 

 

Χρόνος

Τα γεγονότα του ποιήματος γίνονται/έγιναν

 

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του ποιήματος είναι

 

 

Στίχος-Μέτρο

Ο στίχος του ποιήματος είναι:

Το μέτρο του ποιήματος είναι:

 

 

Ενότητες

Το ποίημα μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

 

Το σχόλιό σας...

...