109 110 111 112 113 114 E Δ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ


109

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ

O Ζητιάνος

O Zητιάνος (1896) του Kαρκαβίτσα, ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του ελληνικού 19ου αιώνα, τοποθετείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στον νατουραλισμό και τη λαογραφική ηθογραφία. Tο απόσπασμα που επιλέξαμε παρουσιάζει τις διαδικασίες μύησης των παιδιών ενός χωριού της ηπειρωτικής Eλλάδας στην τέχνη της επαιτείας και της εξαπάτησης, δραστηριότητες που παραδοσιακά αποτελούσαν την αποκλειστική απασχόληση των κατοίκων του χωριού.

Ο Κώστας Τζιρίτης και Τζιριτόκωστας, κατά τη συνήθεια που έχουν στη Ρούμελη να σμίγουν το επίθετο με τ' όνομα, ήταν από τόπο που συμμαζώνει στα στενά του σύνορα όλην την ασυμμάζευτην ιστορία της ελληνικής ζητιανιάς. Στην εποχή του εσυνήθιζαν εκεί, όταν οι ακμαίοι άντρες έλειπαν στα ταξίδια και οι γυναίκες έξω στις περίγυρα κρεμνόραχες* εβολάκιαζαν* τα φθισικά* αραποσίτια τους, οι εβδομηντάρηδες να συνάζουν τα παιδιά στο χοροστάσι* και να τα γυμνάζουν στης ζητιανιάς τα καμώματα. Κάτω από τ' ασπρόμαλλα εκείνα μέτωπα, που εταπείνωσεν ο πολυκαιρινός εξευτελισμός· κάτω από τα πρόσωπα εκείνα, που παραμορφωμένα επέτρωσεν η αδιάκοπη πλαστοπροσωπία· εμπρός στις σακατεμένες κορμοστασιές, που παράλλαξεν όχι του χρόνου το γοργοτρέξιμο, όχι της αρρώστιας η κρυφή ενέργεια, όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή, αλλά το πείσμα, εγυμναζόταν η νεολαία, η ελπίδα και χαρά του χωριού, να είναι άξια, αν όχι καλύτερη των πατέρων της. O Κουτσοκουλόστραβος χορός ήταν το κυριότερο γύμνασμα εκείνες τις ημέρες. Τα παιδιά κρατώντας και από ένα μπαστούνι εγύριζαν χεροπιαστά κι επροσποιούνταν από μια σωματική βλάβη. Ένα έκανε τον κουτσό· και ανεβοκατέβαζε το κορμί του σε κάθε βήμα, σαν το έμβολον ανάμεσα στα μετάλλινα πλευρά της τρόμπας. Άλλο έκανε τον θεότυφλο κι εβημάτιζε ρίχνοντας εμπρός το μπαστούνι, πασπατεύοντας με την άκρη του τη γη, μήπως τύχει έξαφνα ψήλωμα ή λάκκωμα, κρεμνός ή όχτος*, κοτρόνι* ή κορμόδενδρο, και πέσει και τσακισθεί ο ταλαίπωρος! Κι έδειχνε ζωγραφιστή στο πρόσωπό του την αμφιβολία και τον τρόμον ενός τυφλού. Τρίτο έκανε τον παράλυτο· ακουμπούσε στη γη τις δύο παλάμες, εσήκωνε με πηδήματα γοργοπόδαρου λαγού τα νεκρά και αλύγιστα ποδάρια του, σύνωρα* ψηλώνοντας τα μάτια καθαρά και άδολα και χύνοντας στο δροσοπεριχυμένο πρόσωπο θλίψην ήμερη και

 


110

 

ασκητικήν, υπομονή στου Θεού το θέλημα, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου! Άλλο, νεραϊδοπαρμένο τάχα, εψήλωνεν ολόρθο το κορμί κι εβάδιζε με ολότρεμο σώμα κάνοντας ένα βήμα εμπρός και δύο πίσω και τρία δεξιά, αριστερά τέσσαρα· ήθελεν εκεί να πάει κι επήγαινεν αλλού· εδοκίμαζε να γυρίσει δεξιά, και αριστερά εγύριζεν· επροσπαθούσε να συμμαζέψει τα σκέλια του και τ' άνοιγε· να διπλώσει τα χέρια του και τ' άπλωνε ξύλα ξερά κι εβημάτιζε με τρέμουλα όλων των μελών, λες και είχε τους αρμούς ξεχαρβαλωμένους. Άλλο έλεγε πως του πήραν οι νεράιδες στη ρεματιά της Κάναλης τη φωνή από φθόνο και άπλωνε τον λαιμό του κι εσούφρωνε τα χείλη με αγώνα, θέλοντας να λαλήσει και βγάζοντας ανατριχιαστικόν ούρλιασμα μέσ' από τον στενόχωρο λάρυγγά του. Άλλο έκανε τον μονοπόδαρο κι εταλάντευε το σώμα του ανάμεσα στις πατερίτσες, σαν βρωμερό κουρέλι στο ανεμοφύσημα. Και άλλα δέκα-είκοσι έκαναν άλλες δέκα-είκοσι αρρώστιες σωματικές, πολλές υπαρκτές και πολλές ανύπαρκτες ακόμα στον κόσμο.

Ενώ τα παιδιά έτσι εγυμνάζονταν, για ν' απατήσουν τα φιλάνθρωπα αισθήματα των συνόμοιών τους αργότερα, ένας από τους γερόντους, παιγνιδιάρης ξακουσμένος και γλυκόφωνος, ορθοκρατώντας τρίχορδη λύρα στα γόνατα, εφρόντιζε με το τραγούδι να ελαφρώνει τους σημερινούς κόπους και να δείχνει αξιοζήλευτη και τρισευτυχισμένη τη μέλλουσα ζωή τους. Με φωνή παραπονιάρικη, συγκρατητή, μονότονη· με μικρή γοργάδα στην αρχή· μ' ένα ξαφνικό χαμηλοψήλωμα έπειτα· κι έπειτα με χαμήλωμα στρωτόν, ολόισο μακρυλαρίκι, έλεγε τραγούδι ταπεινό, ντόπιον όσο και η λαψάνα* της ξερής πλαγιάς και σαν εκείνη άνοστο, φτωχικό, ψειριασμένο. Κι εσυνόδευε το τραγούδι του με μονότονο και συγκρατητό και παραπονιάρικο γρίνιασμα της λύρας του. Και με το τραγούδι του έδειχνε στα παιδιά τα περίγυρα ξερά και άχαρα βουνά της πατρίδας τους, τη Γη τη μητριά και την ολοστέρφευτη*. Επαρομοίαζε με κατάρα Θεού και τρισανάθεμα τη γέννησή της, περνώντας πίσω αγγελόφερτος στου Σύμπαντος τη γέννηση, όταν το Παν ήταν Χάος και Μηδέν. O Θεός, έλεγεν, ηθέλησε να πλάσει τότε τον Κόσμον. Επήρεν ένα κόσκινο μεγάλο και το εκρέμασε σαν σύγνεφο στην άβυσσο. Έπειτα παίρνοντας χώμα με το χέρι έριχνε στο κόσκινο, κουνώντας το επάνω-κάτω. Το χώμα φυσικά, το καλό και το γόνιμο, έπεσε κάτω κι εγέμισε την άβυσσο κι έξαφνα εφάνηκεν η Γη, πολύκαρπη και πανώρια. Έμειναν τέλος στο κόσκινο μόνον οι πέτρες και τα χάλαρα*. Και, οργισμένος ο Δημιουργός, γιατί δεν εσυλλογίσθηκεν από πριν να μοιράσει κι εκείνα δίκαια, εκλότσησε το κόσκινο κι εχύθηκαν τ' απομεινάρια όλα μαζί σ' έναν τόπο. Και ονόμασεν ο Θεός τον τόπον εκείνον Κράκουρα, που θα ειπεί καταραμένον σαν τη μήτρα της Σάρας.

Αλλ' ο τραγουδιστής δεν έλεγεν αυτά για να δειλιάσει τους ακροατές του. Απεναντίας, σαν εμπνευσμένος ψάλτης του παλιού καιρού, αδράχνοντας από την ταπείνωση το

 


111

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Χωριό του Πηλίου
Κωνσταντίνος Βολανάκης, Χωριό του Πηλίου
Δείτε τον πίνακα σε μεγάλη ανάλυση στην Εθνική Πινακοθήκη

 

ύψος και από τον φόβο την αντρεία, ερχόταν για μιας γλυκοχρυσόστομος, κι ενώ εκαταριόταν τη Γη, εμακάριζε τα παιδιά της. Όταν οι διάβολοι, έλεγε, ηθέλησαν να μοιράσουν τη Γη σε βασίλεια, κανένας απ' αυτούς δεν εδέχθηκε να πάρει στο κράτος του τα Κράκουρα. Τ' άφηκαν αμοίραστα κι εκηρύχθηκαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι.

Αλλά τόπος που έχει τέτοιους προστάτες, ευτυχισμένος και παμμακάριστος, επρόσθετεν ο γέροντας. O κάτοικός του δεν θα πεινάσει, ούτε θα διψάσει ποτέ στον αιώνα. Τα χέρια του δεν θα γνωρίσουν ποτέ το σταβάρι* του αλετριού το άγριο και το στειλιάρι* της αξίνας· δεν θα μαραθούν τα χρυσά του νιάτα ξεκολλώντας ριζιμιά* λιθάρια και δεν θ' αυλακωθεί το μέτωπό του από τη σκέψη. Δεν θα λιποψυχήσει μήπως ο λίβας τού κάψει τα σπαρτά, μήπως η ξηρασία τού μαράνει τα σταφύλια, μήπως η βροχή τού χαλάσει τα μποστάνια*. Άλλοι θα τα σκεφθούν και άλλοι θα φυτέψουν το αμπέλι που θα πιει αυτός το κρασί· άλλοι θα σπείρουν και θα θερίσουν το σιτάρι που θα φάγει το ψωμί· άλλοι θα μαζέψουν τις ελιές και άλλοι το λάδι του. Αυτός ένα μόνον θα έχει σκοπό, να γυρίζει τον κόσμο απ' Ανατολή σε Δύση και, με την έμπνευση του παντοδύναμου οδηγού του, ν' απατά τον κουτόκοσμο και να γυρίζει πλουτοφορτωμένος στο σπίτι του.

Έτσι τους έλεγε κι έτσι τους ορμήνευεν ο γέροντας. Και ο παράδοξος χορός σε κάθε του τραγουδιού τμήμα, σε κάθε της λύρας του παύλα, ερχόταν κουτσοκουλοστραβοβηματίζοντας κι ετραγουδούσε με φωνή παραπονιάρικη και συγκρατητή και μονότονη:

Θεός σχωρέσ' τη μάνα σου
δος μου λιγάκι αλεύρι,
να φτιάσω μια κουρκούτη*.
Ένα, δύο, τρία!…

Θεός σχωρέσ' τον κύρη σου,
δος μου λιγάκι λάδι,
να ρίξω στην κουρκούτη.
Ένα, δύο, τρία!…

 


112


Θεός σχωρέσ' τη βάβα* σου,
δος μ' ένα κρεμμύδι,
να ψήσω με το λάδι,
να ρίξω στην κουρκούτη,
για να την φάω βράδυ.
Ένα, δύο, τρία!

 

Σ' αυτό το μοναδικό σχολείον ο Τζιριτόκωστας γρήγορ' αναδείχθηκε κι εθαυμάσθηκε. Δεκαχρονίτης δεν ήταν ακόμη και άρχισε να πλουτίζει με νέους βηματισμούς αλλόκοτους και αφύσικους τον Κουτσοκουλόστραβο χορό· να προσθέτει στα ζητιάνικα τραγούδια του νέα μέτρα και πρωτάκουστα ζητήματα. Η σεβαστή μορφή των γερόντων, που έκαναν τη Δωδεκάδα του χωριού, έφριξεν από απορία και χαρά για το νέον άστρο που ανέτειλε τριλαμπές να φωτίσει την πατρίδα τους. Τα κόκαλα του Πηλαλομούτρη, του Καλλιγοψύλλη, του Παστρογωνιά, που εβαρυκοιμόνταν στης Παναγιάς τον αυλόγυρο κουρασμέν' από τα πολλά ταξίδια και την άμετρη δόξα, εσάλεψαν συγκίβουρα*, όταν άκουσαν τον νέο ζητιάνο, που ερχόταν να θαμπώσει τη μνήμη τους. Και τα μπαστούνια τα κρεμασμένα στους τοίχους των σπιτιών εταράχθηκαν κι εκείνα με ιερή φρικίαση, αβέβαια ποιο τάχα θα τιμηθεί να συντροφέψει στο πρώτο του ταξίδι τον νέον αρχιθεομπαίχτη*. Και ο Τζιριτόγιωργας, ο πατέρας του, εσήκωσε με ειλικρίνεια, πρώτην ίσως φορά στη ζωή του, τα χέρια, ευχαριστώντας εγκαρδιακά τον Θεό, που του έστειλε τέτοιο παιδί, να συνεχίσει το στάδιο και να τιμήσει το σπίτι του. Πριν όμως αποφασίσει να βγάλει στο ταξίδι τον γιο του ο καλότυχος πατέρας, τον έκραξε σ' ένα παράμερο δωμάτιο του σπιτιού, τάχα πως θα του μιλήσει μυστικά. Εκεί τον έβαλε να καθίσει κατάχαμα και του είπε να γυρίσει τα μάτια. Και, γυρίζοντας τα μάτια ο μικρός, είδε για πρώτη φορά τόσον ολοφάνερα την παλαιά ρίζα και κατάσταση της οικογενείας του.

Δεν ήταν αληθινά βαρυστολισμένο το δωμάτιο. Ένα μόνο τραπέζι σαρακοφαγωμένο*, στρωμένο με μάλλινο χρωματιστό τραπεζομάντιλο, ακουμπούσε στον ένα τοίχο μ' ένα κίτρινο σπειρωτό νεροκολόκυθο επάνω. Ξύλινος καναπές απλαδοστρωμένος έπιανε τον άλλον τοίχο. Δυο μεγάλες κασέλες από καρυδιά με παράδοξα χοντροσκαλίσματα έπιαναν τον τρίτο· κι εκρέμονταν από την αταβάνωτη σκεπή πέντε-δέκα πλέχτρες ξεροκύδωνα, με τα φύλλα τους ακόμη και το χνούδι, και δύο κλάρες μπουρνέλες* με τη σκόνη καθισμένη σαν αχνός επάνω στην γαλαζόμαυρη πέτσα τους. Όμως πίσω από τη μαυρισμένη πόρτα και περίγυρα στους τοίχους είδεν ο μικρός να κρέμονται από τα καρφιά, με τάξη και ηλικία βαλμένα, όλων των ειδών και όλων των σχημάτων τα

 


113

 

μπαστούνια. Μερικά χυτά, ολόισα επάνω έως κάτω· άλλα γυριστά, άλλα διχαλωτά· μερικά στην άκρη με ρίζα χοντρή· τούτο με κόμπους· εκείνο στραβό· το ένα ξεφλουδισμένο· το άλλο ακόμη με τα δαγκώματα των σκύλων· το άλλο διατηρώντας στη ράχη του τις γραμμές, που έκοβε μετρώντας ποιος ηξεύρει τι της ζωής είτε του επαγγέλματός του αξιοθύμητον ο μακαρίτης αφέντης του· μισοτσακισμένο τούτο, λυγισμένο εκείνο. Όλα ήσαν στη σκόνη περιτυλιγμένα, σαν σε σάβανο του καιρού, και βυθισμένα στη σιωπή και τον ύπνον, όπως τα όπλα πολεμιστού τρισένδοξου, κρεμασμένα εκεί για μνήμη του αθάνατη και αξιομίμητο παράδειγμα της γενεάς του.

Και αληθινά, για το αξιομίμητο παράδειγμα της γενεάς ήταν τα μπαστούνια εκεί κρεμασμένα και ο Τζιριτόγιωργας για τούτο έφερε το παιδί, να τα ιδεί, πριν έβγει στο ταξίδι, και να πάρει διδάγματα. Καθέν' από εκείνα είχεν επάνω του ιστορίαν ίση και καλύτερη από το δόρυ του Αχιλλέα. Καθένα είχε συντροφέψει τον πατέρα, τον πάππο, τον προπάππο του, σε όλα τα φαρμάκια και τις κακοπάθειες της ζητιανικής ζωής· στη βροχή και το κρύο του χειμώνα· στον ήλιο και το κάμα του καλοκαιριού. Τον εστήριξε να περάσει ρέματα παγωμένα· τον εβοήθησε να ξεκρεμάσει από τα σχοινιά τ' ασπρόρουχα και από τα παραθύρια κουρτίνες και από τους φούρνους κουλούρια· να τινάξει από τα δέντρα πωρικά στις πονηρές ημέρες της πείνας και, δυνατότερο από την εφτατόμαρη ασπίδα του Αίαντα, επροφύλαξε το σώμα του αφέντη του άτρωτον από κάθε τροχισμένο σκυλόδοντο και κάθε πεινασμένου λύκου αγριοχύμισμα. Τυφλόν τον οδήγησε στα μαρμαρένια σκαλοπάτια· κουτσόν τον επέρασε μέσ' από τις αγορές· κουλόν τον εστήριξε· παράλυτο τον εκρεβάτωσε· φοβισμένον τον εφύλαξε· τολμηρόν κάποτε τον όπλισεν υπεράνθρωπα. Και χρόνια ολόκληρα είδεν όλες του τις πλαστοπροσωπίες, όλες τις παραλλαγές. Άκουσεν όλα του τα ψέματα· όλα τα συχωρολόγια. Και ποιος ηξεύρει αν αυτό το μπαστούνι δεν του ήφερε στον νου εκείνο το τεχνικότατο σακάτεμα και στα χείλη εκείνη την εξυπνότατην ευχή.

O Τζιριτόγιωργας εκοίταζεν αφαιρεμένος ένα με τ' άλλο τα κρεμασμένα τρόπαια και σεβασμός άμετρος επλημμύριζε την καρδιά του και τα στήθη του εβάρυναν, σαν μυλόπετρα, στην προγονικήν εκείνη δόξα. Σαν πουλάρι ασέλωτο που γοργοτρέχει στον κάμπο, έτρεχεν ο νους του γεροζήτουλα στα περασμένα κι έβλεπε ένα με τον άλλον τους προγόνους αφανισμένους από την κακοπάθεια και αγνώριστους από την ψευτιά. Πόσα υπόφεραν οι δύστυχοι, για να φέρουν εκεί που έφεραν την οικογένειά τους! Ξυλιές έφαγαν, δαγκώματα μαντρόσκυλων εβάσταξαν, κλότσους αλόγων, σπρωξιές και γροθοκοπήματα μεθυσμένων. Άκουσαν σφυρίγματα των παιδιών του δρόμου, πιάτα ολάκερα είδαν να σπάσουν στα κεφάλια τους από δουλικά· με κάτουρα να περιχυθούν, με κόπρο ν' αλειφθούν εβάσταξαν. Επέρασαν ακούραστοι θάλασσες και ποτάμια·

 


114

 

κάμπους και όρη και βουνά εδρασκέλισαν. Σε χώρες και χωριά και καλυβάκια εκόνεψαν*. Εδέχθηκαν την πλούσια ελεημοσύνη του άρχοντα και το μονόλεφτο της χήρας. Έφαγαν τ' αποφάγια του αφέντη και του δούλου· έπιαν το απόπιμα* του γερού και του αρρώστου. Εκοιμήθηκαν στον στάβλο και τον αχερώνα· εμπρός στο κατώφλι της πόρτας και τον νάρθηκα της εκκλησιάς· στου βουνού το διάσελο* και στο γούπατο* κατακαμπίς*. Αληθινά, τι υπόφεραν οι δύστυχοι, τι υπόφεραν!

 

A. Kαρκαβίτσας, O Zητιάνος, Bιβλιοπωλείον της Eστίας


Λεξιλόγιο
*κρεμνόραχες: απότομες πλαγιές *εβολάκιαζαν: ξεσπύριζαν, καθάριζαν *φθισικά: μεταφορική έκφραση, ατροφικά *χοροστάσι: τόπος όπου γίνονται χοροί *όχτος: όχθη *κοτρόνι: πέτρα *σύνωρα: ταυτόχρονα *λαψάνα: σφαλαγγόχορτο, σινάπι *ολοστέρφευτη: εντελώς άγονη *χάλαρα: βράχια *σταβάρι: το μεγάλο ξύλο του αρότρου που συνδέει τον ζυγό με το υνί *στειλιάρι: το ξύλο της αξίνας *ριζιμιά: βαθιά ριζωμένα *μποστάνι: λαχανόκηπος *κουρκούτη: χυλός από αλεύρι και νερό *βάβα: γιαγιά *συγκίβουρα: μέσα από τους τάφους *αρχιθεομπαίχτης: αρχιαπατεώνας *σαρακωφαγωμένο: παλιό ξύλινο τραπέζι, φαγωμένο από το σαράκι *μπουρνέλες: κορόμηλα *εκόνεψαν: διανυκτέρευσαν *απόπιμα: υπόλειμμα από ποτό *διάσελο: στενό πέρασμα ανάμεσα σε λόφους *γούπατο: βαθούλωμα, γούβα *κατακαμπίς: στη μέση του κάμπου

 


ΕΡΓΑΣΙΕΣ

  • Ποια στοιχεία κάνουν τη ζητιανιά αξιοσέβαστο επάγγελμα, σύμφωνα με τη σατιρική περιγραφή του Kαρκαβίτσα
  • Ποια είναι η σημασία του τραγουδιού του γέροντα με τη λύρα για την κοινότητα των ζητιάνων;
  • Γιατί τα μπαστούνια των παλαιότερων ζητιάνων παρουσιάζονται σαν «κρεμασμένα τρόπαια»;
  • Eντοπίστε τις ομηρικές αναφορές στο κείμενο. Ποια είναι η λειτουργία τους;

 

 

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1. Γιατί ολόκληρο το χωριό επέλεξε να ασκεί τη ζητιανιά ως επάγγελμα και τέχνη; Πώς εξηγείται αυτή η επιλογή στο κείμενο;

2. Τι επιδιώκει ο συγγραφέας με την ανάδειξη της ζητιανιάς σε τέχνη που ασκείται παραδοσιακά από μια ολόκληρη κοινότητα;


ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

  • Συγκρίνετε την ειρωνική περιγραφή του ζητιάνου του Kαρκαβίτσα με εικόνες ζητιάνων που έχετε δει. Eντοπίζετε διαφορές;


Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922)


Ανδρέας Καρκαβίτσας

Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό.


Το απόσπασμα από τον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα περιγράφει αναλυτικά τις μυητικές πρακτικές, τις οποίες χρησιμοποιεί η κοινότητα των ζητιάνων για να μεταφέρει στους νέους τη γνώση, τις μεθόδους και τις τεχνικές που αφορούν την επαιτεία, μέσω των οποίων η κοινότητα διαιωνίζεται. Παρωδώντας μοτίβα του έπους, ο Καρκαβίτσας παρουσιάζει τους νέους του χωριού να γυμνάζονται ασκούμενοι στην τέχνη των προγόνων τους, ενώ ένας βάρδος (παρωδιακή εικόνα του επικού ποιητή) τους μαθαίνει την ιστορία του κόσμου, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από την οπτική γωνία της ιδιότυπης κοινότητας, και τους μυεί στις αρετές και τα οφέλη της επαιτείας. Η μυητική τελετουργία μεταφέρεται στη συνέχεια στον μικρόκοσμο της οικογενειακής ιστορίας, καθώς ο Τζιριτόγιωργας ανταμείβει τις υψηλές επιδόσεις του γιου του επιδεικνύοντάς του τα μπαστούνια των παλαιότερων ζητιάνων-μελών της οικογένειας, που φυλάσσονται στο άθλιο σπίτι ως ιερά κειμήλια. Περιγράφοντας με ειρωνεία αλλά και ακρίβεια το χωριό των ζητιάνων ως αρχαϊκή κοινότητα που διέπεται από ισχυρές παραδοσιακές αρχές και διατηρεί πανάρχαιες μυητικές τελετουργίες, ο Καρκαβίτσας επιτυγχάνει ένα διπλό αποτέλεσμα. Αφενός η αναντιστοιχία των «υψηλών» τρόπων με τη συγκεκριμένη ταπεινή θεματική παράγει αβίαστο χιούμορ και καταλήγει σε μια ιδιαίτερα διασκεδαστική αφήγηση. Αφετέρου η ψευδοηρωική περιγραφή αντισταθμίζει τον έσχατο πραγματικό εξευτελισμό της κοινότητας περιβάλλοντάς την με μια ψευδαίσθηση «αξιοπρέπειας», στοιχείο που θα επιτρέψει στον συγγραφέα να χειριστεί τη νατουραλιστική του θεματική σαν αγώνα επικών διαστάσεων ανάμεσα στο καλό και το κακό.

 


Ανδρέας Καρκαβίτσας

Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 1η έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

 

Ανδρέας Καρκαβίτσας:
Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας Ανδρέας Καρκαβίτσας [πηγή: Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]
Βικιπαίδεια Ανδρέας Καρκαβίτσας
ΠΟ.Θ.Ε.Γ. ΠΟΘΕΓ
Βιβλιοnet biblionet
Ανδρέας Καρκαβίτσας [πηγή: σαν σήμερα] Ανδρέας Καρκαβίτσας [πηγή: σαν σήμερα]
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος δεσμός
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λυγερή Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Διηγήματα του γυλιού Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Διηγήματα Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Αρχαιολόγος Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες Ανδρέας Καρκαβίτσας

Ο ζητιάνος:
Η Σειρά «Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ» σε σκηνοθεσία του ΜΑΡΙΟΥ ΡΕΤΣΙΛΑ σε 13 επεισόδια:
1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12ο, 13ο

Κωνσταντίνος Βολανάκης, βιογραφία και έργα
στην Εθνική Πινακοθήκη Εθνική Πινακοθήκη
στο paleta art Κωνσταντίνος Βολανάκης, Κωνσταντίνος Βολανάκης
στο artnet Κωνσταντίνος Βολανάκης
στο ΝΙΚΙΑΣ Κωνσταντίνος Βολανάκης
στο wiki art Κωνσταντίνος Βολανάκης
στη ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΟΥΣΕΙΟ Γ.Ι. ΚΑΤΣΙΓΡΑ Κωνσταντίνος Βολανάκης
Κ. Βολανάκης, Η Σχολή του Μονάχου στο art magazine Κωνσταντίνος Βολανάκης
στο Google Art & Culture google

 

Για τα λογοτεχνικά ρεύματα - κινήματα δείτε εδώ

Γενικά στοιχεία αφηματολογίας θα βρείτε εδώ

 

Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano