ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
Δείτε την αρχή της ταινίας και το τέλος
Το απόσπασμα που ακολουθεί βρίσκεται στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος και αναφέρεται στη γνωριμία του συγγραφέα με τον ήρωα του βιβλίου του. O Αλέξης Ζορμπάς, ένας από τους πιο γνωστούς ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αγαπά με πάθος τη ζωή και την απολαμβάνει σε όλες τις εκδηλώσεις της. Το σαντούρι είναι ο πιστός του σύντροφος στη χαρά και στη λύπη. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1946.
Τον πρωτογνώρισα στον Πειραιά. Είχα κατέβει στο λιμάνι να πάρω το βαπόρι για την Κρήτη. Κόντευε να ξημερώσει. Έβρεχε. Φυσούσε δυνατή σοροκάδα κι έφταναν οι πιτσιλιές της θάλασσας στο μικρό καφενεδάκι. Κλειστές οι τζαμόπορτες, μύριζε ο αγέρας ανθρώπινη βόχα* και φασκόμηλο. Έκανε όξω κρύο και τα τζάμια είχαν παχνιστεί* από τις ανάσες. Πέντ' έξι θαλασσινοί ξενυχτισμένοι, με τις καφετιές από γιδότριχα φανέλες, έπιναν καφέδες και φασκόμηλα και κοίταζαν από τα θαμπωμένα τζάμια τη θάλασσα.
Τα ψάρια, παραζαλισμένα από τα χτυπήματα της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά και περίμεναν πότε να γαληνέψει ο κόσμος απάνω· κι οι ψαράδες, στριμωγμένοι στους καφενέδες, περίμεναν κι αυτοί πότε να πάψει η θεϊκιά ταραχή, να ξεφοβηθούν και ν' ανέβουν στο πρόσωπο του νερού τα ψάρια να τσιμπήσουν. Oι γλώσσες, οι σκορπιοί, τα σελάχια, γυρνούσαν από τις νυχτερινές επιδρομές τους να κοιμηθούν. Ξημέρωνε. […]
Ό,τι απ' όλα μου 'κανε εντύπωση ήταν τα μάτια του, περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα. Έτσι μου φάνηκαν.
Ευτύς ως έσμιξαν οι ματιές μας, θαρρείς και βεβαιώθηκε πως εγώ ήμουν αυτός που ζητούσε, κι άπλωσε το χέρι αποφασιστικά κι άνοιξε την πόρτα. Πέρασε ανάμεσα από τα τραπέζια με γοργό ελαστικό περπάτημα κι ήρθε και στάθηκε από πάνω μου.
– Ταξίδι;, με ρώτησε. Για πού, με το καλό;
– Για την Κρήτη. Γιατί ρωτάς;
– Με παίρνεις μαζί σου;
Τον κοίταξα με προσοχή. Βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, εξογκωμένα ζυγωματικά*, ψαρά* κατσαρωμένα μαλλιά, μάτια που σπίθιζαν*.
– Γιατί; τι να σε κάμω;
Σήκωσε τους ώμους.
– Γιατί! Γιατί!, έκαμε με περιφρόνηση. Δεν μπορεί τέλος πάντων ο άνθρωπος να κάμει κάτι και χωρίς γιατί; Έτσι, για το κέφι του. Να, πάρε με, ας πούμε, μάγερα· ξέρω και φτιάνω κάτι σούπες!…
Έβαλα τα γέλια. Μου άρεσαν οι τσεκουράτοι* τρόποι και τα λόγια του· μου άρεσαν κι οι σούπες. Δε θα 'ταν άσκημο, συλλογίστηκα, να τον πάρω μαζί μου το γέρο ετούτον κρεμανταλά* στο μακρινό έρημο ακρογιάλι. Σούπες, γέλια, κουβέντες… Φαίνουνταν πολυταξιδεμένος, πολυζωισμένος Σεβάχ Θαλασσινός· μου άρεσε.
– Τι συλλογιέσαι;, μου κάνει, κουνώντας τη χοντρή του κεφάλα. Κρατάς και του λόγου σου ζυγαριά, ε; Ζυγιάζεις με το δράμι, ε; Μωρέ, πάρε απόφαση, κατά διαόλου οι ζυγαριές!
Στέκουνταν από πάνω μου μαντράχαλος, κοκαλιάρης, και κουράζουμουν να σηκώνω το κεφάλι να του μιλώ. Έκλεισα τον Ντάντε*.
– Κάτσε, του είπα· παίρνεις ένα φασκόμηλο;
Κάθισε· απίθωσε με προσοχή τον μπόγο του στη διπλανή καρέκλα.
– Φασκόμηλο;, έκαμε περιφρονητικά. Έλα εδώ, καφετζή· ένα ρούμι!
Ήπιε το ρούμι ρουφιά ρουφιά· το κρατούσε πολλήν ώρα στο στόμα του να το χαρεί, κι έπειτα το άφηνε αγάλια να κατεβαίνει και να του ζεσταίνει τα σωθικά. «Φιλήδονος, συλλογίστηκα, μερακλής…»
– Τι δουλειά κάνεις;, τον ρώτησα.
– Όλες τις δουλειές· του ποδαριού, του χεριού, του κεφαλιού, όλες. Αυτό μας έλειπε τώρα και να διαλέγουμε.
– Πού δούλευες τώρα τελευταία;
– Σ' ένα μεταλλείο. Είμαι, να ξέρεις, καλός μιναδόρος*· καταλαβαίνω από μέταλλα, βρίσκω φιλόνια, ανοίγω γαλαρίες, κατεβαίνω στα πηγάδια, δε φοβούμαι. Δούλευα καλά, έκανα τον αρχιεργάτη, παράπονο δεν είχα· μα να που ο διάβολος έβαλε την ουρά του. Το περασμένο Σαββατόβραδο ήρθα στο κέφι, και μια και δυο κινώ, βρίσκω τον ιδιοχτήτη που 'χε έρθει εκείνη τη μέρα να μας επιθεωρήσει και τον σπάζω στο ξύλο.
– Μα γιατί; τι σου 'καμε;
– Εμένα; τίποτα! Μα τίποτα, σου λέω! Πρώτη φορά τον έβλεπα τον άνθρωπο. Μας μοίρασε και τσιγάρα, ο κακομοίρης.
– Τότε λοιπόν;
– Oυ, κάθεσαι και ρωτάς! Έτσι μου κάπνισε, βρε αδερφέ! Από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία. O πισινός της μυλωνούς είναι ο νους του ανθρώπου.
Είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς του νου του ανθρώπου· τούτος μου φάνηκε ο πιο καταπληχτικός, και μου άρεσε. Κοίταξα τον καινούριο σύντροφο· το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοτρυπημένο*, σα να το 'χαν φάει τα λιοβόρια κι οι βροχές. Ένα άλλο πρόσωπο, ύστερα από λίγα χρόνια, μου 'καμε την ίδια εντύπωση, δουλεμένου, δυστυχισμένου ξύλου: το πρόσωπο του Παναΐτ Ιστράτη*.
– Και τι έχεις στον μπόγο; Τρόφιμα; ρούχα; εργαλεία;
O σύντροφός μου σήκωσε τους ώμους, γέλασε.
– Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, είπε, και να με συμπαθάς.
Χάιδεψε με τα μακριά σκληρά του δάχτυλα τον μπόγο.
– Όχι, πρόστεσε· είναι σαντούρι.
– Σαντούρι! Παίζεις σαντούρι;
– Όταν με σφίξουν οι φτώχειες, γυρίζω τους καφενέδες και παίζω σαντούρι. Τραγουδώ κιόλα κάτι παλιούς κλέφτικους σκοπούς, μακεδονίτικους. Κι ύστερα βγάζω δίσκο· να, το σκούφο τούτον, και μαζεύω δεκάρες.
– Πώς σε λένε;
– Αλέξη Ζορμπά. Με λένε και Τελέγραφο, για να με πειράξουν που 'μαι μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου. Μα δεν πάνε να λένε! Με φωνάζουν και Τσακατσούκα, γιατί μια φορά πουλούσα κολοκυθόσπορους καβουρντισμένους. Με λένε και Περονόσπορο, γιατί όπου πάω, λέει, τα κάνω μπούλβερη και κουρνιαχτό*. Έχω κι άλλα παρατσούκλια, μα άλλη ώρα…
– Και πώς έμαθες σαντούρι;
– Εγώ ήμουν είκοσι χρονών. Σ' ένα πανηγύρι του χωριού μου, πέρα, στη ρίζα του Όλυμπου, άκουσα για πρώτη φορά σαντούρι. Πιάστηκε η αναπνοή μου. Τρεις μέρες έκαμα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. «Τι έχεις, μωρέ;», μου κάνει ο πατέρας μου, ο Θεός να συχωρέσει την ψυχή του. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! – Μωρέ, δεν ντρέπεσαι; Κατσίβελος* είσαι; όργανα θα παίζεις; – Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι!…». Είχα κομπόδεμα μερικά παραδάκια, για να παντρευτώ, σαν έρθει η ώρα. Παιδί πράμα, βλέπεις, παλαβός, το αίμα έβραζε, ήθελα παντριγιά ο ερίφης*! Έδωκα ό,τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα ένα σαντούρι. Να, ετούτο εδώ που βλέπεις. Έφυγα μαζί του, πήγα στη Σαλονίκη, βρήκα ένα μερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ-εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού. Πέφτω στα πόδια του. «Τι θες, μωρέ ρωμιόπουλο;», μου κάνει. «– Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! – Ε, και γιατί μαθές πέφτεις στα πόδια μου; – Γιατί δεν έχω παράδες* να σε πλερώσω! – Έχεις μεράκι για σαντούρι; – Έχω. – Ε, κάτσε, μωρέ, κι εγώ
δε θέλω πλερωμή!». Έκατσα μαζί του ένα χρόνο κι έμαθα. O Θεός ν' αγιάσει τα κόκαλά του, θα 'χει πια πεθάνει. Αν ο Θεός βάζει στην Παράδεισο και σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη. Από τον καιρό που έμαθα σαντούρι, γίνηκα άλλος άνθρωπος. Όταν έχω σεκλέτια* ή όταν με ζορίσει η φτώχεια, παίζω σαντούρι κι αλαφρώνω. Όταν παίζω, μου μιλούν και δεν ακούω· κι αν ακούσω, δεν μπορώ να μιλήσω. Θέλω, θέλω, μα δεν μπορώ.
– Μα γιατί, Ζορμπά;
– Ε, σεβντάς*!
Η πόρτα άνοιξε· η βουή της θάλασσας μπήκε πάλι στον καφενέ, τα πόδια και τα χέρια τουρτούρισαν. Βολεύτηκα πιο βαθιά στη γωνιά μου, τυλίχτηκα στο παλτό μου, ένιωσα αναπάντεχη ευδαιμονία. «Πού να πάω;, συλλογίστηκα· καλά είμαι εδώ. Χρόνια να βαστάξει ετούτη η στιγμή».
Κοίταξα τον παράξενο μουσαφίρη* μπροστά μου· το μάτι του ήταν καρφωμένο απάνω μου· μικρό, στρογγυλό, κατάμαυρο· με κόκκινες φλεβίτσες στο ασπράδι· ένιωθα με τρυπούσε και μ' έψαχνε αχόρταγο.
– Λοιπόν;, έκαμα· κι ύστερα;
O Ζορμπάς σήκωσε πάλι τους κοκαλιάρικους ώμους.
– Δε βαριέσαι!, είπε· μου δίνεις ένα τσιγάρο;
Του 'δωκα. Έβγαλε από το γιλέκο του τσακμακόπετρα και φιτίλι, άναψε. Τα μάτια του μισόκλεισαν ευχαριστημένα.
– Παντρεύτηκες;
– Άνθρωπος δεν είμαι; Άνθρωπος, πάει να πει στραβός· έπεσα κι εγώ με τα μούτρα στο λάκκο, όπου έπεσαν κι οι μπροστινοί μου. Παντρεύτηκα. Πήρα την κατρακύλα. Έγινα νοικοκύρης, έχτισα σπίτι· έκαμα παιδιά. Bάσανα! Μα ας είναι καλά το σαντούρι.
– Έπαιζες σπίτι να πάν' οι πίκρες κάτω;
– Ε, μωρέ, πώς φαίνεται πως δεν παίζεις κανένα όργανο. Τι 'ναι αυτά που τσαμπουνάς; Στο σπίτι είναι σκοτούρες, γυναίκα, παιδιά· τι θα φάμε, πώς να ντυθούμε, τι θ' απογίνουμε; Κόλαση! Και το σαντούρι θέλει καλή καρδιά. Άμα μου πει εμένα η γυναίκα μου περίσσιο λόγο, τι καρδιά θες να 'χω να παίξω σαντούρι; Άμα τα παιδιά πεινούν και νιαουρίζουν, κόπιασε του λόγου σου να παίξεις. Το σαντούρι θέλει να συλλογιέσαι μονάχα σαντούρι – κατάλαβες;
Κατάλαβα πως ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσον καιρό τον ζητούσα και δεν τον έβρισκα· μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε* από τη μάνα της, τη Γης.
Τι θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος – ο εργάτης ετούτος μού το ξεδιάλυνε* με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια.
Κοίταξα τα χέρια αυτά που κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι – γιομάτα ρόζους και χαραμάδες, παραμορφωμένα και νευρικά. Άνοιξαν με προσοχή και τρυφεράδα, σα να 'γδυναν γυναίκα, το σακούλι κι έβγαλαν ένα παλιό μαγληνό σαντούρι, με πλήθος κόρδες, με μπρούντζινα και φιλντισένια στολίδια και με μιαν κόκκινη μεταξωτή φούντα στην άκρα. Τα χοντρά δάχτυλα το χάδεψαν όλο, αργά, παθητικά, σα να χάδευαν γυναίκα. Κι ύστερα πάλι το τύλιξαν, όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει.
Ν. Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά,
Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη
Λεξιλόγιο
*βόχα: κακοσμία *είχαν παχνιστεί: είχαν
γιομίσει πάχνη *ζυγωματικά: οστά του προσώπου *ψαρά:
γκρίζα *σπίθιζαν: έλαμπαν, πετούσαν σπίθες *τσεκουράτοι:
κοφτοί, άμεσοι *κρεμανταλάς: πολύ ψηλός *Ντάντε:
Δάντης Αλιγκιέρι (1265-1321), σπουδαίος ιταλός ποιητής που έγραψε τη
Θεία Κωμωδία *μιναδόρος: εργάτης στα μεταλλεία *σαρακοτρυπημένο:
ταλαιπωρημένο από τον χρόνο και τις περιπέτειες *Παναΐτ Ιστράτη:
Ελληνορουμάνος συγγραφέας (1884-1935)· η γνωριμία του με τον Καζαντζάκη
χρονολογείται από το 1927 *τα κάνω πούλβερη και κουρνιαχτό:
διαλύω τα πάντα, τα κάνω στάχτη *κατσίβελος: τσιγγάνος *ερίφης:
ειρωνικά ο άνθρωπος *παράδες: χρήματα *σεκλέτια:
στενοχώριες *σεβντάς: ερωτικός πόθος *μουσαφίρης:
επισκέπτης *αφαλοκόπησε: αποχωρίστηκε *ξεδιαλύνω:
εξηγώ
Πρόσθετες λέξεις:
φιλόνι: φλέβα κοιτάσματος ενός μετάλλου, ηλιοβόρι: βορειοανατολικός άνεμος, ξερός και πνιγηρός καιρός [το λιοβόρι τα ‘καψε, τα δέρνει το χαλάζι (Κ. Παλαμάς)],
μαγληνός: λείος
Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό.
Εισαγωγικό σημείωμα του Ν. Καζαντζάκη από την έκδοση του βιβλίου: «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
Το παρακάτω κείμενο αντλήθηκε από την Στ' έκδοση των εκδόσεων «Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη», 1969.
Διατηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου.
Πολλές φορές πεθύμησα να γράψω τον βίο και την πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, ενός γέρου εργάτη που πολύ αγάπησα.
Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα· από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βόηθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ' αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις τέσσερεις: τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, τον Νίτσε και τον Ζορμπά.
Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι ―σαν τον δίσκο του ήλιου― που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα· ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα· ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ' έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια· κι ο Ζορμπάς μ' έμαθε ν' αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι τον θάνατο.
Αν ήταν στον κόσμον όλο σήμερα να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό, «γκουρού» όπως τον λένε οι Ιντοί, «Γέροντα» όπως τόνε λένε οι καλόγεροι στο Αγιονόρος, σίγουρα θα διάλεγα τον Ζορμπά.
Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της· τη δημιουργική, κάθε πρωί ανανεούμενη, αφέλεια, να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία —αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί· τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σα να 'χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερη από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά· ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει, και γκρέμιζε, όλους τους φράχτες — ηθική, θρησκεία, πατρίδα — που άσκωσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα.
Όταν συλλογίζουμαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία κι οι δασκάλοι, για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή, και τι λιονταρίσιο μυαλό για θροφή με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την οργή και τη θλίψη μου. Από μια σύμπτωση πήγε η ζωή μου χαμένη· πολύ αργά συναπαντήθηκα με τον «Γέροντα» τούτον κι ό,τι μπορούσε ακόμα μέσα μου να σωθεί ήταν ασήμαντο. Η μεγάλη στροφή, η ολοκληρωτική αλλαγή του μετώπου, η «εκπύρωσις» κι η «ανακαίνισις» δεν έγιναν. Ήταν πια πολύ αργά. Κι έτσι ο Ζορμπάς, αντί να γίνει για μένα υψηλό, επιταχτικό πρότυπο ζωής, ξέπεσε κι έγινε ένα φιλολογικό, αλίμονο, θέμα για να μουνταζλώσω κάμποσες κόλλες χαρτί.
Τούτο το θλιβερό προνόμιο, να κάνεις τέχνη τη ζωή, καταντάει σε πολλές σαρκοβόρες ψυχές ολέθριο. Γιατί έτσι, βρίσκοντας διέξοδο το σφοδρό πάθος, φεύγει από το στήθος κι αλαφρώνει η ψυχή, δεν πλαντάει πια, δε νιώθει πια την ανάγκη κορμί με κορμί να παλέψει, επεμβαίνοντας άμεσα στη ζωή και στην πράξη ―μα χαίρεται καμαρώνοντας το σφοδρό της το πάθος να δαχτυλιδώνεται στον αγέρα και να σβήνει.
Κι όχι μονάχα χαίρεται παρά είναι και περήφανη· θαρρεί πως πραγματώνει έργο υψηλό, την εφήμερη αναντικατάστατη στιγμή ―τη μόνη στον απέραντο καιρό που έχει σάρκα και αίμα― μετατρέποντάς τη τάχα σ’ αιώνια. Κι έτσι ο Ζορμπάς, ο γεμάτος σάρκα και κόκαλα, κατάντησε στα χέρια μου μελάνι και χαρτί. Χωρίς να το θέλω, και μάλιστα θέλοντας το αντίθετο, κίνησε από καιρό να κρυσταλλώνεται μέσα μου ο μύθος του Ζορμπά. Άρχισε η μυστική στο σπλάχνο κατεργασία· στην αρχή μια μουσική ταραχή, πυρετική ηδονή και δυσφορία, σα να μπήκε μέσα στο αίμα μου ένα ξένο σώμα και μάχουνταν ο οργανισμός μου να το δαμάσει και να το αφανίσει, αφομοιώνοντάς το. Κι άρχισε γύρα από τον πυρήνα αυτόν να τρέχουν οι λέξεις, να τον κυκλώνουν και να τον θρέφουν σαν έμβρυο. Στερεώνουνταν οι θαμπωμένες θύμησες, ανέβαιναν οι βουλιαγμένες χαρές και πίκρες, μετατοπίζουνταν σε ελαφρότερον αγέρα η ζωή, γίνουνταν ο Ζορμπάς παραμύθι.
Δεν κάτεχα ακόμα τι μορφή να δώσω στο παραμύθι τούτο του Ζορμπά: ρομάντσο, τραγούδι, πολύπλοκο φανταστικό διήγημα της Χαλιμάς ή στεγνά, ξερά, να ξεσηκώσω τις κουβέντες που μου έκανε σ' ένα ακρογιάλι της Κρήτης, όπου ζήσαμε, σκάβοντας για να βρούμε τάχα λιγνίτη. Ξέραμε καλά κι οι δυο πως ο πραχτικός αυτός σκοπός ήτανε στάχτη για τα μάτια του κόσμου· εμείς βιαζόμαστε πότε να βασιλέψει ο ήλιος, να σκολάσουν οι εργάτες, να στρωθούμε οι δυο μας στην αμμουδιά, να φάμε το χωριάτικο νόστιμο φαΐ μας, να πιούμε το μπρούσκο κρητικό κρασί και ν’ αρχίσουμε την κουβέντα.
Εγώ, τις περισσότερες φορές, δε μιλούσα· τι να πει ένας «διανοούμενος» σ' ένα δράκο; Τον άκουγα να μου μιλάει για το χωριό του στον Όλυμπο, για τα χιόνια, τους λύκους, τους κομιτατζήδες, την Aγια-Σοφιά, τον λιγνίτη, τον λευκόλιθο, τις γυναίκες, τον Θεό, την πατρίδα και τον θάνατο —και ξάφνου, όταν πλαντούσε και πια δεν τον χωρούσαν τα λόγια, τινάζουνταν απάνω, στα χοντρά χαλίκια του γιαλού, κι άρχιζε να χορεύει.
Γέρος, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, με ανάγερτο κατά πίσω το κεφάλι, με καταστρόγγυλα μικρά μάτια σαν πουλιού, χόρευε και σκλήριζε και χτυπούσε τις αδρές πατούσες στον γιαλό και πιτσίλιζε με θάλασσα το πρόσωπό μου.
Αν άκουγα τη φωνή του ―όχι τη φωνή του, την κραυγή του― η ζωή μου θα 'χε πάρει αξία· θα ζούσα μ' αίμα και σάρκα και κόκαλα ό,τι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμαι κι ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι.
Μα δεν τόλμησα. Έβλεπα τον Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ κι εγώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα ταξίδια μαζί του ―κι έμενα ασάλευτος, τουρτουρίζοντας.
Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ό,τι η ανώτατη παραφροσύνη —η ουσία της ζωής— μου φώναζε να κάμω· μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου όσο μπροστά στον Ζορμπά.
Ένα πρωί, ξημερώματα χωρίσαμε· εγώ τράβηξα πάλι για την ξενιτιά, αγιάτρευτα χτυπημένος από τη φαουστικήν αρρώστια της μάθησης· αυτός πήρε κατά βορρά και καταστάλαξε στη Σερβία, σ' ένα βουνό κοντά στα Σκόπια, όπου ξετόπωσε, λέει, πλούσια φλέβα λευκόλιθο, τύλιξε μερικούς παραλήδες, αγόρασε σύνεργα, στρατολόγησε εργάτες κι άρχισε πάλι ν' ανοίγει μέσα στη γης γαλαρίες. Τίναξε βράχους, έφτιασε δρόμους, έφερε νερό, έχτισε σπίτι, παντρεύτηκε, γέρος κοτσονάτος, μια όμορφη γλεντοχήρα, τη Λιούμπα, κι έκαμε ένα παιδί μαζί της.
Μια μέρα, στο Βερολίνο, έλαβα ένα τηλεγράφημα: «Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην, ελθέ αμέσως. Ζορμπάς.»
Ήταν η εποχή της μεγάλης πείνας στη Γερμανία. Τόσο είχε κατρακυλήσει τον μάρκο, που για να κάμεις μια μικρή πλερωμή κουβαλούσες με το τσουβάλι τα εκατομμύρια· κι όταν πήγαινες στο ρεστωράν κι έτρωγες, άνοιγες την παραφουσκωμένη χαρτονομίσματα σερβιέτα σου και την άδειαζες απάνω στο τραπέζι για να πλερώσεις· κι ήρθαν μέρες που χρειάζουσαν δέκα δισεκατομμύρια μάρκα για ένα γραμματόσημο.
Πείνα, κρύο, τριμμένα σακάκια, ξεπατωμένα παπούτσια, τα κόκκινα γερμανικά μάγουλα είχαν κιτρινίσει. Αγέρας χινοπωριάτικος, κι έπεφταν σα φύλλα οι άνθρωποι στους δρόμους. Στα μωρά έδιναν ένα κομμάτι λάστιχο να το μασουλίζουν, να ξεγελιούνται, να μην κλαίνε. Η αστυνομία περιπολούσε τα γιοφύρια του ποταμού, για να μην πέφτουν τη νύχτα οι μανάδες με τα μωρά τους να πνιγούν να γλιτώσουν.
Χειμώνας, χιόνιζε. Στη διπλανή κάμαρα ένα Γερμανός καθηγητής κινεζολόγος, για να ζεσταθεί, έπαιρνε το μακρύ πινέλο και με τον άβολο τρόπο της Μακρινής Ανατολής προσπαθούσε ν’ αντιγράψει κάποιο παλιό κινέζικο τραγούδι ή κανένα ρητό του Κουμφούκιου. Η μύτη του πινέλου, ο ανασηκωμένος ανάερα αγκώνας κι η καρδιά του σοφού έπρεπε να σχηματίζουν τρίγωνο.
― Ύστερα από λίγα λεφτά, μου ‘λεγε ευχαριστημένος, ο ιδρώτας τρέχει από τις αμασκάλες μου κι έτσι ζεσταίνουμαι.
Μέσα σε τέτοιες φαρμακερές μέρες έλαβα το τηλεγράφημα του Ζορμπά. Στην αρχή θύμωσα. Εκατομμύρια άνθρωποι εξευτελίζονται και γονατίζουν, γιατί δεν έχουν ένα κομμάτι ψωμί να στυλώσουν την ψυχή τους και τα κόκαλά τους· κι ορίστε τώρα ένα τηλεγράφημα, να κινήσεις να κάμεις χίλια μίλια για να δεις μια όμορφη πράσινη πέτρα! Ανάθεμα, είπα, στην ομορφιά, γιατί 'ναι άκαρδη και δε νοιάζεται για τον πόνο του ανθρώπου.
Μα ξαφνικά τρόμαξα· ο θυμός είχε κιόλας ξεθυμάνει κι ένιωθα με φρίκη πως η απάνθρωπη αυτή κραυγή του Ζορμπά αποκρίνουνταν σε άλλη απάνθρωπη μέσα μου κραυγή. Ένα άγριο όρνιο μέσα μου τίναξε τα φτερά του να φύγει.
Όμως δεν έφυγα· δεν τόλμησα πάλι. Δεν μπήκα στο τρένο, δεν ακολούθησα τη θεϊκιά θηριώδη μέσα μου κραυγή, δεν έκαμα μια γενναία παράλογη πράξη. Ακολούθησα τη μετρημένη, κρύα ανθρώπινη φωνή του λογικού. Και πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορμπά και του ξηγούσα...
Κι αυτός μου αποκρίθηκε:
«Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες κι συ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μια όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες. Μα τον Θεό, κάθουμουν κάποτε, όταν δεν είχα δουλειά, κι έλεγα με τον νου μου: ‘’Υπάρχει, δεν υπάρχει Κόλαση;’’ Μα χτες που έλαβα το γράμμα σου, είπα: ‘’Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες!’’»
Ξεκίνησαν οι θύμησες και σπρώχνει η μια την άλλη και βιάζουνται. Καιρός να βάλουμε τάξη. Να πιάσουμε τον βίο και την πολιτεία του Ζορμπά από την αρχή. Και τα πιο ασήμαντα περιστατικά που δέθηκαν μαζί του λάμπουν τη στιγμή τούτη στον νου μου καθαρά, γοργοσάλευτα και πολύτιμα, σαν πολύχρωμα ψάρια σε διάφανη καλοκαιριάτικη θάλασσα. Τίποτα δικό του δεν πέθανε μέσα μου, ό,τι άγγιξε τον Ζορμπά θαρρείς κι έγινε αθάνατο, κι όμως τις μέρες τούτες άξαφνη ανησυχία με ταράζει: έχω δυο χρόνια να λάβω γράμμα του, θα ‘ναι πια εβδομήντα και πάνω χρόνων, μπορεί και να κιντυνεύει. Σίγουρα θα κιντυνεύει, αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω την απότομη ανάγκη που με κυρίεψε να ανασυντάξω ό,τι δικό του, να θυμηθώ ό,τι μου είπε κι όσα έκαμε, και να τ’ ακινητήσω στο χαρτί, να μη φύγουν. Σα να θέλω να ξορκίσω τον θάνατο· τον θάνατό του. Δεν είναι τούτο, φοβούμαι, βιβλίο που γράφω· είναι Μνημόσυνο.
Έχει, τώρα το βλέπω, όλα τα χαραχτηριστικά του μνημόσυνου. Στολισμένος ο δίσκος τα κόλλυβα με πυκνή πασπαλισμένη ζάχαρη και γραμμένο τ’ όνομα απάνω: ΑΛΕΞΗΣ ΖΟΡΜΠΑΣ με κανέλα και μύγδαλα. Κοιτάζω τ’ όνομα κι ολομεμιάς τινάζεται η θάλασσα η λουλακιά της Κρήτης και συγκλύζει το μυαλό μου. Λόγια, γέλια, χοροί, μεθύσια, έγνοιες, σιγαλινές κουβέντες το δειλινό, μάτια καταστρόγγυλα που τρυφερά και καταφρονετικά στυλώνουνταν απάνω μου, σα να με καλωσόριζαν κάθε στιγμή, σα να με αποχαιρετούσαν κάθε στιγμή, για πάντα.
Κι όπως όταν κοιτάζουμε τον νεκρικό καταστόλιστο δίσκο κρεμιούνται αρμαθιές σα νυχτερίδες κι άλλες μέσα στη σπηλιά της καρδιάς μας θύμησες, όμοια, χωρίς να το θέλω, περιπλέχτηκε από την πρώτη στιγμή με τον ίσκιο του Ζορμπά κι ένας άλλος ίσκιος πολυαγαπημένος, και πίσω του, απροσδόκητα, ένας άλλος ακόμα, μιας ξεπεσμένης, χιλιοβαμμένης, χιλιοφιλημένης γυναίκας, που την είχαμε συναντήσει με τον Ζορμά σ’ ένα αμμουδερό ακρογιάλι της Κρήτης, στο Λιβυκό πέλαγο…
Σίγουρα η καρδιά του ανθρώπου είναι ένας κλειστός λάκκος αίμα, κι άμα ανοίξει τρέχουν να πιουν και να ζωντανέψουν όλοι οι διψασμένοι απαρηγόρητοι ίσκιοι, που ολοένα και πυκνώνουνται γύρω μας και σκοτεινιάζουν τον αγέρα. Τρέχουν να πιουν το αίμα της καρδιάς μας, γιατί ξέρουν πως άλλη ανάσταση δεν υπάρχει. Κι απ’ όλους πιο μπροστά τρέχει σήμερα ο Ζορμπάς με τις μεγάλες δρασκελιές του κι αναμερίζει τους άλλους ίσκιους, γιατί ξέρει πως γι’ αυτόν γίνεται σήμερα το μνημόσυνο.
Ας του δώσουμε λοιπόν το αίμα μας να ζωντανέψει. Ας
κάμουμε ό,τι μπορούμε να ζήσει λίγο ακόμα ο εξαίσιος αυ-
τός φαγάς, πιοτής, δουλευτεράς, γυναικάς κι αλή-
της. Η πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο
σώμα, η πιο λεύτερη ψυχή που
γνώρισα στη ζωή μου.
Στο απόσπασμα ο αναγνώστης γνωρίζει μαζί με τον αφηγητή/συγγραφέα τον Αλέξη Ζορμπά. Ο Καζαντζάκης στο έργο αυτό συνδυάζει στοιχεία αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας. Ο Αλέξης Ζορμπάς υπήρξε στην πραγματικότητα, παρόλο που ο συγγραφέας επινοεί αρκετά επεισόδια και αλλάζει τον τόπο όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα (από τη Μάνη στην Κρήτη). Στη μυθιστορηματική δημιουργία του Ζορμπά, ως πρότυπο του ανθρώπου που κινείται από μια υγιή ζωική δύναμη και ξέρει να χαίρεται τις χαρές της ζωής, ενός ανθρώπου που διαθέτει επίσης ελευθερία πνεύματος και εμπειρία των ανθρώπων, ο Καζαντζάκης οδηγήθηκε από τη θεωρία της δημιουργικής εξέλιξης του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν και τη βιταλιστική θεωρία του Αμερικανού ψυχολόγου Ουίλλιαμ Τζαίημς. Η ηλικία και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Ζορμπά δίνονται στο κείμενο με μια επιτυχημένη ρεαλιστική περιγραφή. Παράλληλα, μέσα από ένα ζωντανό διάλογο, όπου διακρίνεται η ευφυΐα, αλλά και η ελευθεροστομία του ήρωα, μαθαίνουμε για την περιπετειώδη πλευρά του Ζορμπά και παίρνουμε μια ιδέα για τις αντιλήψεις του για τη ζωή και την άποψή του για τη λειτουργία και την αναγκαιότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας: «Τι τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος,―ο εργάτης ετούτος μού το ξεδιάλυνε με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια», γράφει χαρακτηριστικά ο Καζαντζάκης. Το σαντούρι και η σχέση του Ζορμπά με το όργανο αυτό, που τον συντροφεύει από τη νεαρή του ηλικία στις χαρές και τις λύπες, αποτελεί το θέμα του δεύτερου μέρους του αποσπάσματος. Ιδιαίτερα τονίζεται η μεγάλη του επιθυμία να μάθει την τέχνη αυτή, αλλά και η τρυφερότητα με την οποία το παρουσιάζει στον συγγραφέα.
Νίκος Καζαντζάκης
Βικιπαίδεια
Βιβλιοnet
Σελίδες Νίκου Καζαντζάκη [πηγή: Ιστορικό Μουσείο Κρήτης]
Νίκος Καζαντζάκης, ένας ταξιδευτής σε τόπους και ιδέες (διαδραστική εφαρμογή) [πηγή: Ιστορικό Μουσείο Κρήτης]
Εκδόσεις Καζαντζάκη
Νίκος Καζαντζάκης, ΠΟΘΕΓ
Εκπαιδευτική τηλεόραση
ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, εκπομπή της ΕΡΤ
Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Εκδόσεις Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
Για τη βραβευμένη με τρία ΟΣΚΑΡ ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, Αλέξης Ζορμπάς
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, πληροφορίες για την ταινία
Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Αλέξης Ζορμπάς
Δείτε την αρχή της ταινίας
και το τέλος
Αλέξης Ζορμπάς
Για τα λογοτεχνικά ρεύματα - κινήματα δείτε εδώ
Γενικά στοιχεία αφηματολογίας θα βρείτε εδώ
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...