ΙΑ 7 | |
Ράντγιαρντ ΚίπλινγκΗ φάλαινα κι ο οισοφάγος της | |
Στο βιβλίο Απίθανες ιστορίες, στο οποίο ανήκει η ιστοριούλα που θα διαβάσετε στη συνέχεια, ο συγγραφέας εξηγεί με χιούμορ και φαντασία πώς απέκτησαν ορισμένα χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές κάποια ζώα και πώς γεννήθηκαν γνώσεις χρήσιμες στον άνθρωπο. Άλλες τέτοιες μικρές ιστορίες είναι: «Ο ρινόκερος και το δέρμα του», «Η λεοπάρδαλη και οι βούλες της», «Πώς φτιάχτηκε το αλφάβητο», «Η γάτα που σεργιανάει πάντα μονάχη», «Η πεταλούδα που χτυπούσε το πόδι της».
Τότε η φάλαινα ορθώθηκε πάνω στην ουρά της και είπε: — Πεινάω. Και το παμπόνηρο ψαράκι απάντησε με την εξίσου παμπόνηρη φωνούλα του: — Ευγενέστατο και γενναίο κήτος, δοκίμασες ποτέ σου άνθρωπο; — Όχι, αποκρίθηκε η φάλαινα. Με τι μοιάζει; — Είναι καλός, είπε το παμπόνηρο ψαράκι. Καλός, αλλά έχει κόκαλα. — Βρες μου, λοιπόν, κανέναν, είπε η φάλαινα. Και γέμισε τη θάλασσα αφρούς, ταρακουνώντας τη με την ουρά της. — Φτάνει ένας για ορεχτικό, είπε το παμπόνηρο ψαράκι. Αν κολυμπήσεις ως τις 50° βόρειο πλάτος και 40° δυτικό μήκος (αυτά είναι μαγικά), θα βρεις στη μέση της θάλασσας, πάνω σε μια σχεδία, έναν καραβοκύρη ναυαγό, γυμνό απ’ τη μέση και πάνω. Φοράει ένα μάλλινο γαλάζιο πανταλόνι με μπρετέλες* (να τις θυμάσαι τις μπρετέλες, Πολυαγαπημένη μου) και κρατάει το θαλασσομάχαιρό του. Σε προειδοποιώ πως πρόκειται για άνθρωπο πολυμήχανο και τετραπέρατο. Έτσι, η φάλαινα θάλασσα παίρνει θάλασσα αφήνει, φτάνει ως τις 50° βόρειο πλάτος και 40° δυτικό μήκος κι εκεί, σε μια σχεδία, στη μέση του πελάγου, γυμνό από τη μέση και πάνω, μόνο με το μάλλινο γαλάζιο πανταλόνι του, τις μπρετέλες (δεν πρέπει να ξεχνάμε προπαντός τις μπρετέλες, Πολυαγαπημένη μου) και το θαλασσομάχαιρό του, βρίσκει έναν καραβοκύ-
|
* (ο) γάδος: μικρός μπακαλιάρος |
280
ΙΑ΄. ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων
ρη ναυαγό, μόνο κι έρημο, να στρίβει τα δάχτυλα του ποδιού του μέσα στο αλμυρό νερό. (Η μαμά του του το είχε επιτρέψει, αλλιώς ποτέ δε θα το ’χε αποτολμήσει, δείγμα πως ήταν άνθρωπος πολυμήχανος και τετραπέρατος.) Η φάλαινα ανοίγει λοιπόν ένα μεγάλο, μεγάλο στόμα, που παρά λίγο το άνοιγμά του να φτάσει ως την ουρά, και καταπίνει τον καραβοκύρη ναυαγό μαζί με τη σχεδία του, το μάλλινο γαλάζιο πανταλόνι του, τις μπρετέλες (μην τις ξεχνάς!) και το θαλασσομάχαιρό του. Έσπρωξε όλη τη χαψιά στα ζεστά, σκοτεινά τοιχώματα του οισοφάγου της, κροτάλισε τη γλώσσα της —να, έτσι!— και στριφογύρισε τρεις φορές πάνω στην ουρά της. Μόλις όμως ο καραβοκύρης, που ήταν άνθρωπος πολυμήχανος και τετραπέρατος, βρέθηκε για τα καλά στα ζεστά και σκοτεινά βάθη της κοιλιάς της, άρχισε να χορεύει, να πηδάει, να χτυπάει και να βροντάει, να γρατσουνάει, να γρονθοκοπάει, να μουγκρίζει, να σκαρφαλώνει, να σκαλίζει, να κόβει, να ξεσκίζει, να ξεφωνίζει και να τρίβει στα πιο ευαίσθητα σημεία της οικοδέσποινας, τόσο που η φάλαινα άρχισε να νιώθει άσχημα. (Μην ξεχνάς τις μπρετέλες!...). Ώσπου είπε στο παμπόνηρο ψαράκι: — Αυτός ο άνθρωπος έχει πολλά κόκαλα. Άσε που μου φέρνει και λόξιγκα. Τι να κάνω; — Πες του να βγει, είπε το παμπόνηρο ψαράκι. Φώναξε, λοιπόν, η φάλαινα μέσα στα βάθη του λαρυγγιού της για να την ακούσει ο καραβοκύρης ναυαγός: — Βγες και προσπάθησε να κρατηθείς καλά, γιατί έχω λόξιγκα. — Καλέ, τι μας λες! έκανε ο καραβοκύρης. Όχι δα κι έτσι! Πήγαινέ με πίσω στην πατρική μου γη, στους λευκούς βράχους της Αλβιόνας*, και θα δούμε. Και ξανάρχισε να χοροπηδάει χειρότερα κι από πριν. — Καλύτερα να τον πας πίσω στην πατρίδα του, είπε το παμπόνηρο ψαράκι στη φάλαινα. Σ’ είχα προειδοποιήσει πως πρόκειται για πολυμήχανο και τετραπέρατο άνθρωπο. Έτσι, λοιπόν, κι έκανε η φάλαινα. Θάλασσα παίρνει θάλασσα αφήνει, όσο πιο γρήγορα μπορεί, με τα πτερύγια και την ουρά της — και παρά το λόξιγκά της. Κάποτε, τέλος, διέκρινε την πατρική γη του καραβοκύρη και τους λευκούς βράχους της Αλβιόνας. Έριξε το μισό της σώμα πάνω στα χαλίκια της ακτής, άνοιξε το μεγάλο, μεγάλο στόμα της και είπε: — Όσοι είναι για Γουίντσεστερ, Άσουελοτ, Νάσουα, Κην και όλες τις στάσεις της γραμμής του Φίτσμπουργκ να περάσουν έξω! Κι εκεί ακριβώς που έλεγε «Φιτσ...» ο καραβοκύρης βγήκε. Όμως, στο διάστημα που η φάλαινα κολυμπούσε, ο καραβοκύρης, που ήταν πραγματικά άνθρωπος πολυμήχανος και τετραπέρατος, είχε κόψει με το θαλασσομάχαιρό του τη σχεδία κι είχε φτιάξει μια τετράγωνη σχάρα με σταυρωτά ξύλα που τα είχε στερεώσει με τις μπρετέλες του. (Τώρα ξέρεις γιατί δεν έπρεπε να ξεχνάμε τις μπρετέλες!). Βγαίνοντας, είχε σύρει τη σχάρα ως την είσοδο του οισοφάγου της φάλαινας και τη σφήνωσε εκεί. Σου φαίνεται, βέβαια, απίστευτο. Όμως κι ο καραβοκύρης μας ήταν
Ιρλανδός από την Ιρλανδία! |
* (η) Αλβιόνα: Η Μεγάλη Βρετανία |
281
ΙΑ΄. ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων
282