Νεότερη Λογοτεχνία, Η πεζογραφία του Μεσοπολέμου336
Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ (Θέλω γράμματα)
Η ΑΡΓΩ (1933) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Γ. Θεοτοκά (1905-1966) και αποτελεί σταθμό για τα Γράμματά μας από την άποψη ότι έρχεται να συνδέσει την ελληνική πεζογραφία με το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Ο Γ. Θεοτοκάς, που απέρριπτε στο σύνολό της σχεδόν την πεζογραφία μας ως την εποχή του και καταδίκαζε την ηθογραφία χαρακτηρίζοντάς την φωτογραφική σχολή, έγραφε για την Αργώ τα εξής: «Πασχίζω να αποδώσω τον αέρα της σύγχρονής μας ελληνικής ζωής και να συλλάβω ορισμένους τύπους εθνικούς, τοπικούς, αλλά με ανθρώπινη αξία. Πλανιούμαι σε λογιώ λογιώ περιβάλλοντα, φοιτητικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά, πολιτικά, κοσμικά, επαναστατικά, προσπαθώ να συλλάβω την ιδιόρρυθμη κίνηση καθενός και το παρδαλό σύνολο που αποτελούν όλα μαζί».
Ο Θεοτοκάς, φύση θεωρητική περισσότερο, στάθηκε στην εξωτερική απεικόνιση της ζωής και, παρά τις επιμέρους αρετές του, δεν κατόρθωσε να δώσει με την Αργώ ένα άρτιο μυθιστόρημα.
Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο και οι ήρωές του είναι στην πλειονότητά τους νέοι. Η δράση του ξετυλίγεται στην τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η εποχή, μετά το τέλος του Α' Μεγάλου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάζει, με τα κοινωνικά της προβλήματα και τις πολιτικές τους προεκτάσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πλαισίωση ενός μυθιστορήματος: το προσφυγικό πρόβλημα, η πολιτική αστάθεια και ο αριβισμός μιας μερίδας του πολιτικού κόσμου, το στρατιωτικό πραξικόπημα και η αβεβαιότητα για την επιβίωση του ελληνικού κράτους, αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο της Αργώς. Ο συγγραφέας κινεί τα πρόσωπα του μυθιστορήματος σε δυο, κυρίως, περιβάλλοντα: στο αστικό οικογενειακό περιβάλλον του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόφ. Νοταρά και σε ένα φοιτητικό σύλλογο, την Αργώ, που τον αποτελούν φιλόδοξοι και ζωηροί νέοι όλων των πολιτικών αποχρώσεων της εποχής.
Ο Θεόφιλος Νοταράς ο Γ', απόγονος της καθηγητικής δυναστείας των Νοταράδων, που κατάγονταν από την ομώνυμη βυζαντινή οικογένεια, είναι αφοσιωμένος στην επιστήμη του και τα διδακτικά του καθήκοντα. Η γυναίκα του Σοφία, μια όμορφη γεμάτη ζωή νέα, ασφυκτιά στο αυστηρό και σκυθρωπό σπίτι των Νοταράδων. Αφού γέννησε τρία αγόρια, το Νικηφόρο, τον Αλέξη και το Λίνο, εγκαταλείπει την οικογενειακή στέγη. Τα ίχνη της χάθηκαν από τότε. Ο Θεόφιλος 337Νοταράς, για να γεμίσει την ψυχική του ερημιά μετά την εγκατάλειψή του από τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του, αφοσιώθηκε με μεγαλύτερη ένταση στο επιστημονικό του έργο. Τα παιδιά του μεγάλωναν στο ψυχρό περιβάλλον με την επίβλεψη της Λουκίας, ανύπαντρης εξαδέλφης του Νοταρά.
Κανένας από τους τρεις γιους του δεν είχε έφεση για επιστημονική καριέρα. Ο πρωτότοκος γιος, ο Νικηφόρος, ένας ακαταστάλαχτος νέος που φιλοδοξούσε να διαπρέψει στη λογοτεχνία, ζει μια άτακτη ζωή άλλοτε στο Παρίσι και άλλοτε στην Αθήνα. Αντίθετα ο Αλέξης Νοταράς είναι ένας ευαίσθητος νέος, κλεισμένος στον εαυτό του με τάση στο ρεμβασμό και τη μελαγχολία.
Ένα από τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ο Δαμιανός Φραντζής· κατάγεται από παλιά οικογένεια εμπόρων της Πόλης, που έχει αυτή την περίοδο ξεπέσει οικονομικά.
Θέλω γράμματα
Θέλω γράμματα
Σαν ο Δαμιανός τελείωσε τη τρίτη του ελληνικού*, ο γερο-Φραντζής είπε πως αρκετά γράμματα είχε μάθει και ήτανε καιρός να πιάσει δουλειά. Ο μικρός θα ήτανε δεκατριώ ή δεκατεσσάρω χρονώ. Μόλις άρχιζε να αποκτά μια συνείδηση κάπως καθαρή του κόσμου και τον κατείχε κιόλας το πάθος της γνώσης. Ρουφούσε αχόρταστα ό,τι έντυπο του έπεφτε στα χέρια, λαϊκά αναγνώσματα, εφημερίδες, εκκλησιαστικά βιβλία. Το ασχημάτιστο και ερεθισμένο πνεύμα του δεν μπορούσε να σταματήσει πουθενά, γλιστρούσε απάνω απ' όλα αυτά τα απλοϊκά διαβάσματα προς όλες τις μεριές, προμάντευε θολά και λαχταρούσε κάποιες ανώτερες περιοχές της μάθησης. Δεν ήξερε βέβαια τι νόημα είχαν αυτά τα άγνωστα πράματα που τον σαγήνευαν τόσο. Ακολουθούσε αυθόρμητα την ορμή της ψυχής του, που τον έσερνε προς τα εκεί, και ονειρευότανε να γίνει μια μέρα ένας μεγάλος δάσκαλος που να κατέχει καλά, με τα δυο του χέρια, όλην τη σοφία των ανθρώπων, όλα τα βιβλία, όλα τα «γράμματα», και να μοιράζει γενναιόδωρα αυτούς τους θησαυρούς στους τριγυρινούς του. Η ικανότητά του να μαθαίνει ήτανε καταπληκτική κι η υπεροχή του αναγνωρισμένη σ' όλο το σχολειό από δασκάλους και μαθητές.
338Μόλις πληροφορήθηκε τις προθέσεις του πατέρα του, ο μικρός έμπηξε τα κλάματα και τις φωνές. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε να αρνηθεί τα βιβλία του και τα όνειρά του. Ζήτησε βοήθεια τριγύρω του, μα ούτε η μάνα του ούτε οι αδελφές του ήταν ικανές να καταλάβουν τον καημό του. Τον ψευτοπαρηγόρησαν λιγάκι κι ύστερα τον κορόιδεψαν και του γύρισαν τις πλάτες. Ο μικρός μαζεύτηκε σε μια γωνιά, χτυπούσε το στήθος του με τις γροθίτσες του και ούρλιαζε μες στους λυγμούς του:
— Θέλω γράμματα! Θέλω γράμματα!
Ο Παπασίδερος* τόλμησε κάποτε να ανακατωθεί.
— Το παιδί αγαπά τα γράμματα, είπε. Πρέπει να σπουδάσει αφού είναι θέλημα Θεού.
— Το γένος δεν έχει ανάγκη από πολλά γράμματα, αποκρίθηκε απότομα και ξερά ο γερο-Φραντζής, το γένος έχει ανάγκη από παράδες. Με τους παράδες θα αρματώσουμε καράβια και θα κάνουμε στρατό και θα ξαναπάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά, να γίνει το θέλημα του Θεού.
Κι ενώ ο παπάς κάτι προσπαθούσε να αντιλογήσει, ο γέρος, βρόντησε τη γροθιά του απάνω στο τραπέζι και ξεφώνισε:
— Σκασμός, παπά! Αφέντης είμαι στο σπιτικό μου και δεν έχω να δώσω λόγο μηδέ σ' εσένα μηδέ στο ντοβλέτι*.
Και με τη φωνάρα του ο Δαμιανός τρόμαξε τόσο πολύ που του κοπήκανε μονομιάς τα δάκρυα και τις γυναίκες τις έπιασε πανικός και βγήκανε στο δρόμο και κρυφομιλούσανε φοβισμένες με τις γειτόνισσες.
Ο Παπασίδερος μάζεψε τα ράσα του κι έφυγε αμίλητος. Ο γερο-Φραντζής ήτανε πρεσβύτερός του και το κάτω της γραφής αφέντης ήτανε, όπως έλεγε. Δικαίωμά του να κανονίζει κατά το κέφι του τις τύχες της γυναίκας του και των παιδιών του. Οι τριγυρινοί χρωστούσανε να σέβουνται τη νόμιμη εξουσία του οικογενειάρχη και να μην του δημιουργούνε ζιζάνια. Τέτοια ήτανε τότε, στις πολίτικες συνοικίες, η καθιερωμένη τάξη των πραγμάτων.
Ο μικρός στρώθηκε κάποτε στη δουλειά θέλοντας και μη. Βοηθούσε όλη μέρα τον πατέρα στο μαγαζί ή έτρεχε στα ψούνια και στα θελήματα από τη μιαν άκρη της Πόλης στην άλλη, φορτωμένος ζεμπίλια και μπόγους. Το βράδυ, σαν έκλεινε το μαγαζί, καθότανε με τις ώρες στο φως 339του κεριού, να μετρά τις εισπράξεις της ημέρας και να κρατά τα κατάστιχα. Γυρνούσε σπίτι του, αργά τη νύχτα, βουτηγμένος στη λάσπη, κατάκοπος, ζαλισμένος, μην ακούοντας ποτές έναν καλό λόγο από κανέναν. Μονάχα γρίνες, καβγάδες, κλαψιαρίσματα και το μουγγρητό του πατέρα, που τον κυνηγούσε παντού.
Αυτή η κατάσταση βάσταξε μερικούς μήνες. Ο Δαμιανός, παρά την κούρασή του και παρά τις φωνές, που δεν τον άφηναν ούτε μια μέρα να ηρεμήσει, δεν εννούσε να το βάλει κάτω. Στριφογύριζε συνεχώς τα μεγάλα σχέδιά του στο κεφάλι του και πάσχιζε να κλέψει καμιάν ώρα από τη δουλειά ή τον ύπνο για να την αφιερώσει στα αγαπημένα του «γράμματα». Είχε φτιάσει κρυψώνες στις πιο απόμερες γωνιές του σπιτιού, του μαγαζιού για να χώνει τις φυλλάδες του και τις ξέθαβε και τις μελετούσε σαν ήτανε μόνος. Άλλοτε πάλι κατόρθωνε να το σκάσει στις ακτές του Τοπχανά ή του Ντολμά-Μπαξέ, ξαπλωνότανε σε κανένα έρημο κήπο και διάβαζε ή ονειροπολούσε, κοιτάζοντας τα νερά του Βοσπόρου. Τον έπιανε τότες ένα βαρύ παράπονο κι έκλαιγε μοναχός του με το πρόσωπο χωμένο στα χορτάρια. Ο γερο-Φραντζής, σαν τον τσάκωνε να διαβάζει, τον έδερνε και του έσκιζε τα βιβλία, φωνάζοντάς τον τεμπέλη, χασομέρη και παράσιτο. Οι γυναίκες παρακολουθούσαν τις σκηνές από μακριά, χωρίς να μιλούν, μα, σαν ξεθύμαινε ο γέρος, μάλωναν κι αυτές το αγόρι με τη σειρά τους:
— Γιατί μωρέ πεισματάρικο, δεν κάνεις το θέλημα του αφέντη σου, να ησυχάσει κι αυτός, να ησυχάσουμε κι εμείς από τα νεύρα του και τις φωνάρες του, που πάει να μας ξεμυαλίσει; Γιατί, μωρέ μυξιάρικο, δε λυπάσαι τη μάνα σου και τις αδερφές σου;
— Θέλω γράμματα! αποκρινότανε κλαίγοντας το παιδί.
Ένα τέτοιο ξυλοκόπημα πιο γερό ίσως από τα άλλα, έκρινε την κατάσταση. Ο Δαμιανός, ένα βράδυ, το 'σκασε από το σπίτι του και κανείς δεν τον είδε τρεις ολόκληρες μέρες. Περιπλανήθηκε μες στην Πόλη, χειμώνα καιρό, σα χαμένο σκυλί, και κοιμήθηκε ο Θεός ξέρει πού. Μονάχα το τρίτο βράδυ πρόβαλε στην πύλη της Παναγιάς, κουρελιασμένος, καταλασπωμένος, δαρμένος από τον πυρετό κι από την πείνα. Η εκκλησία ήτανε σχεδόν άδεια και μισοσκότεινη. Μερικές γυναίκες του λαού και τρεις τέσσερις γέροι προσευχότανε και σταυροκοπιότανε εμπρός στο Ιερό, ενώ ο Παπασίδερος διάβαζε τον εσπερινό:
340— Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ του αγίου Οίκου τούτου και των μετά πίστεως, ευλαβείας και φόβου Θεού εισιόντων εν αυτώ του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ της Πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως, χώρας και των πίστει οικούντων εν αυταίς του Κυρίου δεηθώμεν...
Ο μικρός σταμάτησε στην είσοδο και δεν τολμούσε ή δεν είχε τη δύναμη να προχωρήσει. Στεκότανε και κοίταζε εκστατικά την ιεροτελεστία, χωρίς να σκέπτεται τίποτα, παραδομένος στην αργή ψαλμωδία και στη δυνατή μυρωδιά του θυμιάματος. Τα κεριά των πολυελαίων κι οι καντήλες σκορπούσανε στο Ιερό και στο κέντρο της εκκλησίας ένα δειλό, κοκκινοκίτρινο φως που έκανε να γυαλίζει το ασήμι των εικονισμάτων. Οι ίσκιοι των ανθρώπων έτρεμαν απάνω στο δάπεδο και στις κολόνες. Ένα ελαφρό, διάφανο σύννεφο αρωματισμένου καπνού τα σκέπαζε όλα και σα να τα εξαΰλωνε. Ο Παπασίδερος, μαύρος, μακρύς κι αδύνατος, ξεχώριζε απότομα, στο φόντο της σκηνής, απάνω στα θαμπά χρώματα της Ιερής Πύλης δεσπόζοντας από ψηλά τους σκυμμένους πιστούς. Κουνούσε μονάχα το κεφάλι και ολοένα προσφωνούσε τον Θεό του με βραχνή φωνή:
—Ότι αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων...
Το αστραφτερό μάτι του δεν άργησε να διακρίνει το Δαμιανό στην άλλην άκρη του ναού, μα δεν του έκανε κανένα νόημα. Τελείωσε την ακολουθία του ο παπάς χωρίς να βιαστεί κι ύστερα μπήκε στο Ιερό, περιμένοντας να αδειάσει ολότελα η εκκλησιά. Και σαν ξαναβγήκε, είδε το παιδί, που στεκότανε πάντα στην ίδια θέση, έρημο και θλιβερό, με γουρλωμένα τα μάτια κι ανοιχτό το στόμα, σαν αποβλακωμένο.
Ο Παπασίδερος βάδισε μονομιάς καταπάνω του. Το βλέμμα του γυάλιζε μες στο ημίφως. Ήτανε πολύ νευριασμένος κι έμοιαζε απειλητικός.
— Τι θες εδώ; ρώτησε βίαια.
— Θέλω γράμματα! αποκρίθηκε ο μικρός αυθόρμητα, μηχανικά, χωρίς να σκεφτεί τι έλεγε, με το ίδιο πάντα αφαιρεμένο και παράξενο ύφος.
— Γιατί έφυγες, μωρέ, από το σπίτι σου;
— Θέλω γράμματα! ξανά 'πε το παιδί.
— Πήγαινε να με περιμένεις στο προαύλιο! πρόσταξε ο παπάς.
341Κι ενώ ο μικρός στεκότανε απολιθωμένος και τον κοίταζε κατάματα δίχως να καταλαβαίνει τα λόγια του, ο παπάς του φώναξε ακόμα πιο βίαια, σηκώνοντας κιόλας την κοκαλιάρικη χερούκλα του:
— Πήγαινε έξω αμέσως, να μη σε σπάσω στο ξύλο!
Ο μικρός, σαν να ξύπνησε από τη νάρκη του μπροστά στην απειλή του ξύλου, τινάχτηκε μονομιάς προφυλάγοντας το κεφάλι του με τα χεράκια του κι έτρεξε έξω. Ο Παπασίδερος στάθηκε μια στιγμή στη μέση της εκκλησίας, έβγαλε το καλυμμαύκι του, σφούγγισε τον ιδρώτα του προσώπου του με το ρασομάνικό του κι αναστέναξε βαθιά. Ύστερα βάδισε αργά προς την Ιερή Πύλη, σταμάτησε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και σωριάστηκε χάμω γονατιστός κρατώντας το κεφάλι του μες στις παλάμες του. Έμεινε έτσι λίγες στιγμές, τρέμοντας σύγκορμος. Σαν συνήρθε κάπως, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε την εικόνα.
— Παναγιά Μαρία, είπε, βοήθησε αυτό το έρημο πλάσμα του θεού. Προστάτεψέ το από τα χτυπήματα της μοίρας κι από τους πειρασμούς του Σατανά. Βοήθησε να γίνει άνθρωπος ενάρετος και περισπούδαστος και να δουλέψει για την πίστη του Χριστού και για τη δόξα του γένους. Σε υπηρέτησα πιστά όλην τη ζωή μου, Παναγιά μου, ας είναι αυτή η αμοιβή μου.
Σταντάλ, «Πατέρας και γιος» (απόσπασμα από «Το κόκκινο και το μαύρο») [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου]
Ιω. Κονδυλάκης, «Ο Πατούχας» (απόσπασμα) [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου]
Ελ. Μουτζάν-Μαρτινέγκου, «Αυτοβιογραφία» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου]
Ρ. Γαλανάκη, «Ελένη ή ο Κανένας» (απόσπασμα)
τρίτη τάξη του ελληνικού: αντίστοιχη τάξη με τη σημερινή Α' Γυμνασίου. Σύμφωνα με το Εκπαιδευτικό σύστημα προ του 1929 οι τρεις βαθμίδες των σχολείων γενικής εκπαίδευσης είχαν το ακόλουθο σχήμα: τετραετές δημοτικό — τριετές ελληνικό σχολείο — τετραετές γυμνάσιο.
Παπασίδερος: ο ιερέας Ισίδωρος Φραντζής, θείος του Δαμιανού.
ντοβλέτι: (λ. τουρκ.) κυβέρνηση, κράτος.
Εργασία για το σπίτι
Το εξώφυλο της οριστικής έκδοσης
1. Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας από τους πιο σημαντικούς της γενιάς του '30, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1905 και πέθανε στην Αθήνα το 1966. Πατέρας του ήταν ο νομικός Μιχαήλ Θεοτοκάς, συνεργάτης του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Γιώργος Θεοτοκάς φοίτησε αρχικά σε σχολεία της Κωνσταντινούπολης και ακολούθως σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνέχισε για τρία χρόνια την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση στο Παρίσι και στο Λονδίνο και επιστρέφοντας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Το 1940 πήρε μέρος ως εθελοντής στον πόλεμο της Αλβανίας. Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό, ασχολήθηκε με τα πολιτικά, κοινωνικά και πνευματικά ζητήματα της εποχής του, αρθρογραφώντας σε εφημερίδες και περιοδικά και αναπτύσσοντας πολυεπίπεδη δραστηριότητα. Συγκεκριμένα διετέλεσε γραμματέας της «Φοιτητικής Συντροφιάς», γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1945-1946 και 1950-1952), πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του ΚΘΒΕ (1961-1964), μέλος της «Ομάδας των 12» και του «Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων». Το 1939 του απονεμήθηκε το Βραβείο Πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, το 1957 το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου και το 1965 το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Σύζυγός του υπήρξε η φιλόλογος Ναυσικά Στεργίου (πέθανε το 1959) και λίγο πριν το θάνατό του η ποιήτρια Κοραλία Ανδρειάδη.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1928, με άρθρο του στο περιοδικό Αναγέννηση του Δ. Γληνού, ενώ την επόμενη χρονιά εξέδωσε, με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής, το βιβλίο Ελεύθερο πνεύμα, που χαρακτηρίστηκε ως το «μανιφέστο της γενιάς του '30» και με το οποίο προσπάθησε να αποτιμήσει τη λογοτεχνική παραγωγή, διακηρύσσοντας την ανάγκη μιας αναγέννησης μέσα από τη στροφή προς τους ευρωπαϊκούς φιλελεύθερους ορίζοντες. Αργότερα, και ο ίδιος ο Θεοτοκάς αναθεώρησε πολλές από τις διακηρύξεις του, διαπιστώνοντας ότι οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς χάραξαν δρόμους πολύ διαφορετικούς.
Ακολούθησε μια πλούσια και σημαντική λογοτεχνική παραγωγή που περιλαμβάνει τα: Ώρες αργίας (1931, συλλογή ψυχογραφικών δοκιμίων), Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα (1932, πολιτικό δοκίμιο με το οποίο υπερασπίζεται τη φιλελεύθερη αστική αντίληψη), Αργώ (μυθιστόρημα σε δύο μέρη, 1933 και 1936), Ευριπίδης Πεντοζάλης (συλλογή διηγημάτων, 1937), Το Δαιμόνιο (μυθιστόρημα, 1938), Λεωνής (μυθιστόρημα, 1940), Θέατρο Α (συλλογή θεατρικών μονόπρακτων, 1944), Ποιήματα του Μεσοπολέμου (1944), Στο κατώφλι των νέων καιρών (δοκίμια, 1945), Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας (θεατρικό, 1947), Ιερά οδός (μυθιστόρημα, 1950) που συμπληρώθηκε με το δεύτερο μέρος και πήρε τον τίτλο Ασθενείς και οδοιπόροι (1964), Το τίμημα της λευτεριάς (Κατσαντώνης, ιστορικό δράμα, 1952), Προβλήματα του καιρού μας (δοκίμια, 1956), Συναπάντημα στην Πεντέλη (θεατρικό, 1958), Αλκιβιάδης (ιστορικό δράμα, 1959), Πνευματική πορεία (δοκίμια, 1961), Η εθνική κρίση (δοκίμια, 1966), Καμπάνες (μυθιστόρημα, 1966). (Τα θεατρικά του έργα έχουν εκδοθεί σε δύο τόμους, Θεατρικά Α', 1965 και Θεατρικά Β', 1966).
Ο Θεοτοκάς, όπως επισημαίνει ο M. Vitti, «στάθηκε ένας επίπονος οικοδόμος του μυθιστορήματος. Ένθερμος υποστηρικτής του "είδους", πίστεψε ότι η τέχνη του μυθιστορήματος είναι "τέχνη κατ' εξοχήν συνθετική, που τείνει ν' αγκαλιάσει όλες τις εκδηλώσεις και τις διακυμάνσεις της κοινωνικής και της ψυχικής ζωής". Όσο για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί στα έργα του, αυτή διακρίνεται για τη φυσικότητα, την ακρίβεια και προπάντων τη σαφήνεια».
2. Η κριτική για το έργο του
Η αμερόληπτη στάση του Γ. Θεοτοκά απέναντι στους ήρωές του
«Με την αποκέντρωση των ηρώων, ο Θεοτοκάς καταλήγει σε μια πολυεδρική αναπαράσταση της κοινωνίας της νεότητάς του, δίχως όμως να κάνει, ας το πούμε προς αποφυγή παρεξηγήσεων, εκείνο που οι παλιότεροι αποκαλούσαν "κοινωνικό μυθιστόρημα". Διασταυρώνοντας διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης της πραγματικότητας, ο Θεοτοκάς καταβάλλει κάθε προσπάθεια να δώσει μια αίσθηση της κατάστασης στο σύνολό της.
Ο Θεοτοκάς πιστεύει [...] ότι ο μυθιστοριογράφος μπορεί να κοιτάξει τα πρόσωπά του από μια τέτοια απόσταση, ώστε να είναι σε θέση να αναφέρει τις σκέψεις τους και τις πεποιθήσεις τους δίχως να μεροληπτεί. Αυτήν την αμεροληψία, οι σύγχρονοι μελετητές της θεωρίας της λογοτεχνίας την αποκάλεσαν ειρωνεία ή ειρωνική αποστασιοποίηση. Χάρη σε αυτή την αποστασιοποίηση, που στον κάθε συγγραφέα δεν πραγματοποιείται με τον ίδιο τρόπο, και που στην περίπτωση του Θεοτοκά γίνεται με ερεθίσματα προερχόμενα από την ιδιοσυγκρασία του και την ιδεολογία του, ο Θεοτοκάς είναι σε θέση να εξιστορήσει περιπτώσεις και σκέψεις που δεν είναι δικές του δίχως να τις υπονομεύει φανερά. Είναι "αμέτοχος", υπεράνω κάθε μεροληψίας, "au dessus de la melee"».
(Μ. Vitti, 1982, Η γενιά του τριάντα. Ιδεολογία και μορφή,
Αθήνα, Ερμής, σελ. 312-313)
Η απουσία εσωτερικής πνοής στους ήρωες της Αργώς του Γ. Θεοτοκά
«Το έργο τούτο είναι μια πλατιά σύλληψη. Μοιάζει μ' έναν ζωγραφικό πίνακα που για κάποιο λόγο αφέθηκε μισοτελειωμένος, μα που αφήνει να διακρίνονται μολοντούτο οι γενναίες γραμμές και οι περήφανες προθέσεις. Από το έργο τούτο, σχηματίζω την ιδέα πως ο κ. Θεοτοκάς είναι ένας αποφασιστικός άνθρωπος, που ζητάει να παίξει στα μεγάλα, αδιαφορώντας αν χάσει. Και μια πνοή αρρενωπή περνάει από το βιβλίο τούτο που το φιλεί η φαντασία, μα το προδίνει η τέχνη. "Των μεγάλων απολισθαίνειν όμως ευγενές αμάρτημα". Στην επιδίωξη των μεγάλων και η αποτυχία αποτελεί τιμή».
(Π. Σπανδωνίδης, 1934, Η πεζογραφία των νέων, 1929-1933,
αναδημοσιευμένο στο Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία, ό.π., σελ. 33-34)
Σύγχρονες λογοτεχνικές τάσεις στην Αργώ του Γ. Θεοτοκά
«Είπαμε ότι η Αργώ είναι κυρίως μυθιστόρημα ιδεών χωρίς να του λείπει βέβαια η δράση ή η διαγραφή χαρακτήρων και η περιγραφή καταστάσεων. Η ανανέωση που επιχειρεί με το μυθιστόρημά του ο Θεοτοκάς δεν είναι επαναστατική ούτε στο περιεχόμενο ούτε στη γραφή. Οπωσδήποτε, όμως, είναι ανανέωση, διότι κομίζει μια αποκεντρωμένη όραση στη θεώρηση των πραγμάτων, μια νέα θεματική και μια άλλη γραφή, που αφήνει οριστικά πίσω τη νατουραλιστική ηθογραφία και τον "παλαιοδημοτικισμό", αναδεικνύει τις νέες πραγματικότητες και εισάγει τους σύγχρονους τρόπους μυθιστορηματικής σύνθεσης και γραφής. Τοποθετεί κάθε φορά τον αφηγητή στην προοπτική των ηρώων του και προσπαθεί να αποδώσει, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία, τις γύρω του ρευστές και μεταβαλλόμενες καταστάσεις».
(Κ. Μπαλάσκας, 2004, Ξενάγηση στη Νεοελληνική Πεζογραφία,
Αθήνα, Μεταίχμιο, σελ. 158)
Η Αργώ του Γ. Θεοτοκά ως το πανόραμα μιας διαλυμένης ανθρωπότητας
«Στην Αργώ δεν υπάρχει ένας μπούσουλας που να κατευθύνει τις πράξεις των ανθρώπων σε έναν προορισμό, οι ήρωές της δεν έχουν ιδανικά και οράματα. Απουσιάζει ένα ιδεολογικό ή θεωρητικό κέντρο, με συνέπεια η δράση να είναι αποσπασματική. Όλα αυτά δεν μπορεί να οφείλονται στην απειρία ή την αδυναμία του συγγραφέα να συνθέσει το πλούσιο υλικό του. Ας θυμηθούμε ότι τα περισσότερα πρόσωπα του μυθιστορήματος οδεύουν προς το θάνατο και τη διάλυση. [...] Ποιο είναι όμως το βαθύτερο νόημα αυτής της κατάρρευσης; Αυτό το κομμάτιασμα του μύθου επιδέχεται, πέρα από τις προδιαγραφές του συγγραφέα και τις απόψεις της κριτικής, και άλλες εξηγήσεις. Ο κόσμος της Αργώς βγαίνει μέσα από την τραυματική εμπειρία της Μικρασιατικής Καταστροφής και των απογοητεύσεων που ακολούθησαν. Αντανακλά τις μεγάλες ιδεολογικές ζυμώσεις και ανακατατάξεις του μεσοπολέμου. Είναι ένας κόσμος σακατεμένος που σπαράζεται από τις εσωτερικές του αντιφάσεις, την έλλειψη πίστης. Δεν βλέπει στον ορίζοντα καμιά φωτεινή προοπτική. Ασυνείδητα ο συγγραφέας δίνει πίσω από τις συμβάσεις του μύθου του, την αστική κοινωνία του μεσοπολέμου που ακούει τους απειλητικούς τριγμούς του οικοδομήματος και δεν έχει δύναμη εσωτερικής αντίστασης».
(Γ. Παγανός, 2002, Η νεοελληνική πεζογραφία,
Θεσσαλονίκη, Κώδικας, τόμ. α', σελ. 212-213)
3. Τα κείμενα
α. Αργώ [Θέλω γράμματα
Διδακτικές επισημάνσεις
• Να ενταχθεί το απόσπασμα (που προέρχεται από το τέταρτο κεφάλαιο της Αργώς και αναφέρεται στην παιδική ηλικία του Δαμιανού Φραντζή, ηγετικής φυσιογνωμίας της κομμουνιστικής νεολαίας), στο συνολικό έργο και στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου (με αξιοποίηση της εισαγωγής και του εισαγωγικού σημειώματος του σχολικού εγχειριδίου).
• Να εντοπιστούν ο χώρος (η Κωνσταντινούπολη, ο Βόσπορος, οι κήποι, οι εκκλησίες της) και ο χρόνος (δεκαετία του 1920-30, πριν από το 1929, οπότε καταργήθηκε με τη μεταρρύθμιση Βενιζέλου η διάκριση σε τετραετές δημοτικό, τριετές ελληνικό σχολείο και τετραετές γυμνάσιο) καθώς και η χρονική διάρκεια της δράσης.
• Να επισημανθεί το πάθος του παιδιού (Δαμιανού) για τα γράμματα, που αποτελεί το βασικό κίνητρο των πράξεών του και της συμπεριφοράς του.
• Να σχολιαστούν οι αξίες στις οποίες πιστεύουν τα τρία βασικά πρόσωπα (πατέρας, Δαμιανός, Παπασίδερος) και η ισχυρή ανυποχώρητη βούλησή τους, στοιχεία που οδηγούν στις μεταξύ τους συγκρούσεις και προωθούν την εξέλιξη της ιστορίας και την πλοκή.
• Να συζητηθούν η δομή της οικογένειας, όπως διαγράφεται στο απόσπασμα, η θέση και ο ρόλος των γυναικών σ' αυτήν.
• Να προσεχθεί και να σχολιαστεί η τριτοπρόσωπη αναδρομική αφήγηση (παρελθοντικοί χρόνοι) από έναν παντογνώστη αφηγητή και η στάση ουδετερότητας και συνειδητής αποστασιοποίησης στην παρουσίαση των γεγονότων και των καταστάσεων.
• Να συζητηθούν οι αφηγηματικοί τρόποι που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, όπως ο διάλογος που προσδίδει θεατρικότητα και παραστατικότητα, η αφήγηση, η περιγραφή, ο ελεύθερος πλάγιος λόγος που αποδίδει τις ενδότερες σκέψεις και τα συναισθήματα των προσώπων.
Συμπληρωματικές ερωτήσεις - δραστηριότητες
• Να περιγραφεί με βάση στοιχεία του κειμένου η δομή της οικογένειας και η θέση των γυναικών και των παιδιών σ' αυτήν.
• Πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να δείξει ότι παραμένει αμερόληπτος απέναντι στα πρόσωπα του μυθιστορήματος;
Παράλληλο κείμενο
Μπορεί να δοθεί ως παράλληλο κείμενο το πρώτο απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Σταντάλ Το κόκκινο και το μαύρο, που περιλαμβάνεται στο σχολικό εγχειρίδιο, με τίτλο «Πατέρας και γιος» και να ζητηθεί από τους μαθητές: 1. Να συγκρίνουν τον Ζυλιέν με τον Δαμιανό ως προς τον χαρακτήρα και ως προς την αγάπη για τα βιβλία και τα γράμματα. 2. Να συγκρίνουν τον γερο-Φραντζή με τον ξυλουργό Σορέλ α) ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τους γιους τους και β) ως προς τις επιδιώξεις τους για την επαγγελματική αποκατάστασή τους. 3. Να συγκρίνουν τα δύο αποσπάσματα ως προς τους αφηγηματικούς τρόπους που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς τους.
4. Ενδεικτική βιβλιογραφία
Beaton R., 1996, μτφρ. Ευ. Ζουγρού - Μ. Σπανάκη Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα, Νεφέλη.
Καραντώνης Α., 1962, Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του '30, Αθήνα, Γ. Φέξης.
Καστρινάκη Α., 1995, Οι περιπέτειες της νεότητας. Η αντίθεση των γενεών στην Ελληνική Πεζογραφία (1890-1945), Αθήνα, Καστανιώτης.
Μπαλάσκας K., 2004, Ξενάγηση στη Νεοελληνική Πεζογραφία, Αθήνα, Μεταίχμιο.
Παγανός Γ., 2002, Η νεοελληνική πεζογραφία, Θεσσαλονίκη, Κώδικας.
Πολίτης Λ., 1980, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, ΜΙΕΤ.
Vitti Μ., 1982, Η γενιά τοy τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα, Ερμής.
Αφιερώματα
Περ. Νέα Εστία, τεύχος 1114, 1.12.73.
Περ. Διαβάζω, τεύχος 137, 12.12.1986.
Περ. Τετράδια Ευθύνης, τόμος 26, 1986.
Γιώργος Θεοτοκάς
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας
στο ΕΚΕΒΙ
στο Βιβλιοnet
στη Βικιπαίδεια
ΤΑΙΝΙΕΣ
εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ, Το διαχρονικά ελεύθερο πνεύμα του Γιώργου Θεοτοκά
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...