Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Σπύρος Πλασκοβίτης, Το φράγμα

Ε B

201 202 203 204 205 206 207 208

201

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Σπύρος Πλασκοβίτης, Το φράγμα

 

Εχει Διατυπωθει η άποψη ότι το μυθιστόρημα αυτό συμβολίζει το άγχος του σημερινού ανθρώπου από την απειλή τωv ανέλεγκτων δυνάμεων, που ο ίδιος νομίζει ότι έχει τιθασσεύσει κι ωστόσο ξεπερνούν τ' ανθρώπινα μέτρα του ελέγχου.

Το φράγμα είναι ένας τεράστιος υδατοφράχτης που εκτείνεται σε μερικά χιλιόμετρα σε μια περιοχή που δεν προσδιορίζεται γεωγραφικά. Είχε χτιστεί, για να συγκεντρώνει τα νερά σε μια πεδινή έκταση γεμάτη βάλτους, χειμάρρους και ποτάμια. Και χάρη σ' αυτό το τεχνικό έργο ο τόπος μεταμορφώθηκε γρήγορα σε μια εύφορη πεδιάδα. Στα κράσπεδα του φράγματος αναπτύχθηκε η Γκρίζα, μια βιομηχανική πόλη με έντονη οικονομική δραστηριότητα. Τίποτε δεν διατάραζε την πρόοδο και τον ρυθμό της ζωής στην περιοχή ως τη στιγμή που οι συντηρητές του φράγματος νόμισαν ότι παρατήρησαν κάποια ύποπτα φαινόμενα σχετικά με την αντοχή του, τα οποία όμως δεν ήξεραν να εξηγήσουν. Οι αόριστες φήμες που κυκλοφορούν αρχίζουν να κλονίζουν την πίστη για την ανθεκτικότητα του φράγματος χωρίς ωστόσο να υπάρχει συγκεκριμένη αιτία, που να δικαιολογεί τη γενική ανησυχία του πληθυσμού.

Η κυβέρνηση στέλνει εσπευσμένα τον διακεκριμένο υδρολόγο μηχανικό Αλέξη Βαλέρη με εντολή να εξετάσει το φράγμα και να της υποβάλει μια επιστημονική έκθεση που θα διαλύσει τον αόριστο φόβο. Τον μηχανικό φιλοξενεί στο αρχοντικό του ο Μπεναρδής Χαρίτος, ένας ογδοντάχρονος κτηματίας της περιοχής, ο οποίος στα νιάτα του είχε προφτάσει να δει το χτίσιμο του φράγματος.


 

Το φραγμα
(απόσπασμα)

 

...Πριν από μισόν αιώνα το φράγμα δεν υπήρχε, δεν είχε φτάσει ακόμα ως εδώ το χτίσιμό του. Ήταν μονάχα ένα μεγάλο πέτρινο γιοφύρι, που το νόμιζαν κιόλα στοιχειωμένο και γι' αυτό σπάνια το διάβαιναν με τ' άλογα ή τα καρότσια. Εκείνο λοιπόν τον καιρό ο Μπεναρδής Χαρίτος είχε έναν πλούσιο μπάρμπα, έμπορο γουναρά, στην κοντινή πολιτεία με τα εργαστήρια των γουναρικών. Μα, καθώς ο Μπεναρδής έδειχνε από νωρίς κακοκέφαλος, δεν έκανε για την πολιτεία. Ήταν ολόκερος ένα πηχτό κομμάτι σκοτάδι... Το κρέας του μονάχα θα 'ταν από μέσα κόκκινο, σα βουβαλίσιο. 202Το κεφάλι του έμοιαζε ίδια αγριαγκαθιά και μέσα κει τριγύριζαν ένα σωρό ζουζούνια που βούιζαν και τον κεντρούσαν.

Βρήκε έτσι δουλειά στο κυνήγι του καστοριού* και της βίδρας*, για λογαριασμό του μπάρμπα του. Δύσκολο κυνήγι. Μπροστά πήγαινε η πονηριά, πίσω η αντοχή στο περπάτημα, η υπομονή να λουφάζεις ώρες και να σε βρίσκουν τα χαράματα καταπίνοντας μεγάλες μπουκιές πάχνη, μασώντας την ίδια την αναπνοή σου σαν κομμάτια βρεγμένο μπαμπάκι. Έσκαζε καμιά φορά ο ήλιος στο ζερβί σου χέρι, πίσω απ' τη μαύρη φαλακριά κορφή, και τότε τούτα τα βουνά τριγύρω ξεχώριζαν στο μάτι δυο πιθαμές ψηλότερα απ' ό,τι σήμερα —δυο και τρεις πιθαμές ψηλότερα— γιατί το νερό δεν το σταματούσε τότε το φράγμα. Το νερό ήταν πιο χαμηλά κι απλωμένο εδώ όσο του χρειαζόταν, όσο ήθελε· μια τεράστια θέληση, απλωμένη σαν τα πλοκάμια του χταποδιού. Σκόρπιζε δεξιά κι αριστερά απ' το κορμί του μεγάλου ποταμού, κι έφτιαχνε αλλού λίμνες, αλλού βαθιές λακκούβες γιομάτες χέλια, αλλού καταρράχτες να τρίβουν τ' ασπρόχειλα της λίγης πέτρας που 'χε ο τόπος, κι αλλού απέραντες βαλτοτοπιές, όπου ανάμεσα στα καλάμια κατοικούσαν σκορπιοί και μαύρες καραβίδες.

Δυο κυνηγόσκυλα τα 'χασε έτσι ο Μπεναρδής, εκείνο δα τον καιρό, παραπλανημένα απ' τη μυρουδιά του κυνηγιού, που στάθηκε γι' αυτά δόκανο του θανάτου μέσα στις σιωπηλές τούτες ακίνητες χώρες των βάλτων. Τ' άκουγε μιαν ολάκερη νύχτα να σκούζουν απελπισμένα, αλυσοδεμένα στη λάσπη. Βούλιαζαν σιγά σιγά, κι ο Μπεναρδής λύσσαγε απ' το κακό του. Μα δεν ήταν τρόπος να τα βοηθήσει κανένας. Μόνο, δυο μέρες αργότερα, ξέσπασε πια η λύσσα του πάνου στ' αγρίμια, καθώς είχε πετύχει κάποιο κόλπο κι έπεσαν μαζωμένα κάμποσα από δαύτα στα δίχτυα του. Θυμάται τι γρήγορα που σκίζονταν οι κοιλιές τους κάτου απ' το γυριστό του μαχαίρι! Μερικά τους ακόμα σπαρταρούσαν στο σκίσιμο. Πετούσε όξω εκείνος τα βρώμικα άντερα, τα 'γδερνε ξεκολλώντας άσφαλτα το πετσί απ' τη λιγνή ματωμένη σάρκα, κι έπειτα κάρφωνε τη γούνα τους για ένα πρώτο στέγνωμα γύρω τριγύρω στα σανίδια της ξυλοκαλύβας, που την έπνιγε όλη νύχτα η κάπνα της φωτιάς.

203Σαν τέλειωνε κάποτε τούτη η εκδικητική δουλειά, ξάπλωνε το κορμί κατάχαμα στο βοϊδοτόμαρο. Το μυαλό έπιανε άξαφνα τότε να ρωτιέται: «Τάχα τι θα γινόσουν, Μπεναρδή, αν δεν χρειάζονταν για τίποτα τα κυνηγάρικά σου κι αν όλα τα καστόρια της γης, μα και καθετί που μοιάζει σ' αυτό τον κόσμο με τα καστόρια, δεν άξιζαν για κυνήγι; Αν ήταν άχρηστα, ναι, περιττά και ξένα... Δε θα 'χες τότε κι εσύ με τι ν' αγαπήσεις, δε θα 'χες που να τροχίσεις την έχθρα σου, Μπεναρδή!».

Α, τι τρομερή ιδέα! Εκείνη δα τη βραδιά, πάνου στο βοϊδοτόμαρο... Έτριβε τη ράχη του στο βοϊδοτόμαρο — ένα με το χώμα, ένα με το τρίχωμα του θανατωμένου ζωντανού— όταν το φαντάστηκε αυτό πρώτη του φορά. Έναν κόσμο, τάχα, όπου τίποτα δε θα 'ταν στον άλλον αναγκαίο. Ούτε για τη γούνα του, ούτε για την καρδιά, μήτε για το κορμί του! Ένα θαυμαστά άχρηστον κόσμο, όπου το καθετί θα περιπλανιόταν ξεμοναχιασμένο, όπως περιπλανιούνται τ' άστρα τη νύχτα. «Τι θα γινόμουν;» σκέφτηκε. «Α, πρέπει να κυνηγάς, να κυνηγάς όλο και περισσότερες βίδρες, όλο και περισσότερα όμορφα δέρματα! Να μη σε φτάνουν ποτέ τα δέρματα, για να 'σαι στ' αλήθεια ο Μπεναρδής!». Έτσι είπε.

Ξημέρωνε. Ίσα που ερχόταν η άνοιξη κι έλιωναν τα χιόνια. Όχι όλα μαζί, μόνο έλιωναν σιγά σιγά όπου τα χτυπούσε πιο πολύ ο ήλιος — ένας ήλιος κόκκινος, σα ματωμένο καλάθι. Σήκωσε τον ασημένιο κόκορα του σανσεπώ* κι έριξε δυο κατά τον ήλιο. Ξεκίνησε έπειτα χωρίς σκοπό. Ένας αέρας πάλευε πάνου απ' τη γη να ξεκαθαρίσει τις θολές ανασεμιές του νερού, κι η γη όλη ήταν, τόπους τόπους, πράσινα κι άσπρα κομμάτια. Κατά τ' απομεσήμερο βρισκόταν κιόλας ενάμισι χιλιόμετρο πέρα απ' το ψηλό γεφύρι. Ο ήλιος έπαιρνε πια την κάτου βόλτα. Τ' ανοιχτά σκέλια του γεφυριού ζωγραφίζονταν πελώρια μέσα στο βάλτο, κι ο Μπεναρδής ένιωθε, απ' τα χαμηλά εδώ, σα μπερδεμένος ανάμεσα στις χαρακιές του ίσκιου τους — όταν, άξαφνα, κάτι που δεν το 'χαν ξαναδεί τα μάτια του φανερώθηκε μπρος του... Μόλις έκλεινε ίσα ίσα τα φτερά κι αλαφροζυγιαζόταν στην άκρη του καλαμιώνα. Ένας ερωδιός*. Ήταν ένας σπάνιος ερωδιός, σωστή ξωτικιά πριγκίπισσα! Πρόλαβε έτσι να δει το φτερό πριν διπλώσει κι αμέσως το 'νιωσε: δεύτερο τέτοιο πουλί μήτε σε δέκα χρόνια δε θα το συναντούσες! Στάθηκε και το φερμάριζε* ολάκερο λεφτό, σα λαγωνίκα. 204Η καρδιά του βροντούσε. Το 'θελε δικό του το πουλί, τ' αγάπησε κιόλας φανατικά καταλαβαίνοντας πως πρώτη φορά τώρα θα ντουφεκούσε στα στραβά, μες στα όλα, δίχως πονηριά και δίχως σταθερότητα, μόνο τρυφερά στ' αλήθεια, μόνο απ' την ανάγκη να το σταματήσει εκεί το πέταγμά του, να το φέρει κοντύτερα, ν' αγγίξει το θαυμάσιο φτερό!

Χωρίς να το παρατά απ' τα μάτια του, έκαμε τότε κομμάτι λοξά, να του βρεθεί απ' το πλάι. Ήταν μια λουρίδα γης, εκεί ανάμεσα στον καλαμιώνα, στρωμένη ακόμα με σπειρωτό χιόνι, σα να σκόρπιζες φούχτες ρύζι. Για να βρίσκεται το χιόνι σ' αυτή την κατάσταση, θα πει ήταν το χώμα από κάτω στέρεο. Ωστόσο, σε μια διαφορετική περίσταση ο Μπεναρδής θα τ' απόφευγε. Μα είχε αρματώσει κιόλας το σανσεπώ. Το βαστούσε έτοιμο στο ζερβί του. Δεν είχε μετρήσει ούτε πέντε βήματα, ούτε σωστά πέντε βήματα... Έγινε ένας μικρός κρότος, ένα κούφιο χτύπημα, καθώς που πέφτει το σαγόνι του δόκανου, καλά σκεπασμένο μέσα στα χώματα και τα κλαριά. Την ίδια στιγμή η μια του μπότα αφανίστηκε κάτου απ' την ασπράδα του χιονιού παρασέρνοντας μαζί και το πόδι του πιο ψηλά απ' το γόνυ, ενώ ένα μανιτάρι νερό και βούρκος ξεχύθηκε απ' τα χείλια της λακκούβας, που του το κατάπιε. Έχασε αμέσως την ισορροπία του. Με την πρώτη προσπάθεια να την ξαναποχτήσει, αντίκρισε και τ' άλλο του πόδι βουλιαγμένο ως το γοφό. Τότε κατάλαβε... Έτσι λοιπόν: Ούτε οι βίδρες, ούτε τα κυνηγόσκυλα, μόνο ένας ερωδιός, ένας θαυμάσιος ερωδιός! Αυτό λοιπόν ήταν: Αυτός θα τον κολλούσε, θα τον έχτιζε για πάντα μέσα στη λάσπη; Η ομορφιά των φτερών του ήταν η ίδια η λάσπη, λάσπη και θάνατος.

 

Από δω και μπρος, ήξερε πια ο Μπεναρδής τι έπρεπε να περιμένει. Ο θαυμασμός του θα τέλειωνε σ' αυτή την αργή και βρωμερή αιχμαλωσία. Στάθηκε όσο γινόταν ασάλευτος, γιατί κι η πιο μικρή κίνηση θα 'ταν ικανή να τον βουλιάξει μιαν ώρα αρχύτερα. Και τότε ο ερωδιός ξεδίπλωσε τα φτερά του, τα 'δειξε μιαν ύστερη φορά κι απομακρύνθηκε. Το κορμί του Μπεναρδή άρχισε από κείνη τη στιγμή να κατεβαίνει δυο πόντους την ώρα. Δυο και τρεις πόντους την ώρα, η λάσπη ανέβαινε ολοένα γύρω του ψηλότερα. Μόνο αν θα περνούσε κανένας απ' το γιοφύρι μέσα σε δέκα ώρες είχε την ελπίδα να γλιτώσει. Όμως χρειαζόταν να στέκει ασάλευτος. Μπορεί έτσι να 'πηζε κάμποσο κι η λάσπη πάνου στο μάλλινο ρούχο του και να τον συγκρατούσε, τότε οι ώρες να γίνονταν πιο πολλές από δέκα. Μα οπωσδήποτε ο βούρκος θα 'φτανε με τις ώρες ως το πηγούνι...

 

205Στο σημείο αυτό ο γερο-Μπεναρδής έκοψε απότομα τη διήγησή του ρίχνοντας απελπισμένα βλέμματα πάνου στον υδρολόγο. Ο ιδρώτας φάνηκε μονομιάς να κομπαλιάζει στο μέτωπό του και μερικές σταγόνες είχαν πάρει την κατηφοριά απ' τα μενίγγια του και κυλούσαν σκαλώνοντας στο σγουρό γενάκι του.

 

«Περίεργο! σκέφτηκε ο μηχανικός. Είναι σαν ακόμα να μην το συνήθισε τούτο το παλιό περιστατικό... Σα να βρίσκεται ακόμα κολλημένος στο βάλτο...»

— Κι όμως, του λέει, η λάσπη, να, που δεν έφτασε βέβαια στο πηγούνι. Πολύ μ' ενδιαφέρει η ιστορία σου, άρχοντα Μπεναρδή!

 

Αλλά η απόκριση ήρθε το ίδιο απροσδόκητη κι ακατανόητη, όπως ακατανόητο ήταν και το πάθος, που καθώς προχωρούσε η μακριά τούτη αφήγηση φαινόταν ολοένα να πυρώνει τα χείλια και τα μάτια του Μπεναρδή Χαρίτου.

— Και ποιος σατανάς μπορεί τάχα να το μαντέψει! φώναξε έξαλλα, ενώ πεταγόταν όρθιος απ' το μιντέρι.* Με το συμπάθιο, δηλαδή... Μα πώς μπορείς ακόμα να το ξέρεις, ότι δε θα φτάσει;... Ε, καλά, πως δεν έφτασε δηλαδή η λάσπη... Όταν σκέφτομαι την αιτία! Φαντάσου, ήταν μονάχα για έναν ερωδιό!

«Δε θα βρίσκεται, σίγουρα, στα καλά του!» συλλογίστηκε ο υδρολόγος, ενώ ο γέρος, σέρνοντας τώρα απ' την τσέπη το μεγάλο χρωματιστό μαντίλι του, σκούπιζε φαρδιά πλατιά με δαύτο το πρόσωπό του.

— Το χειρότερο που ένιωθα, συνέχισε πάλι επίμονα, ήταν πως όλα γύρω μου έστηναν μάτια και παρακολουθούσανε, λες, το βούλιαγμά μου. Έμοιαζε σα να μουν γυμνός κι όλα τα καλάμια του βάλτου μουρμούριζαν μεταξύ τους παρατηρώντας τη γύμνια μου. Νύχτωνε. Κανένας δε φαινόταν στο γιοφύρι. Σφάλιξα τα μάτια. Ο βούρκος είχε χίλια στόματα, χίλιες βεντούζες χταποδιού. Βύζαινε με δαύτες όσο κομμάτι απ' το κορμί μου είχε καταπιεί κι εγώ κατέβαινα ετσιδά στητός στον πάτο. Δυο και τρεις πόντους την ώρα, κατέβαινα...

Όταν ξανάνοιξε τα βλέφαρα, το φεγγάρι έβγαινε στον ουρανό. Το φεγγάρι σιγά σιγά γιόμιζε λάμψη. Έδιωχνε το σκοτάδι της νύχτας απ' το στερέωμα, κι εκείνο σούρωνε, σαν πηχτό κατακάθι, στο βάλτο. Έπειτα από κάμποση ώρα, αντίκρισε ψηλά το γιοφύρι να χορταίνει φως. Η νύχτα 206θα περνούσε δω ανέλπιδα. Ήξερε πως θαρρούσαν το γιοφύρι στοιχειωμένο και γι' αυτό σπάνια το διάβαιναν μ' άλογα ή με καρότσια, ακόμα και την ημέρα. Στα πολύ παλιότερα χρόνια φαίνεται πως στη θέση του βρισκόταν κάποιο άλλο ξύλινο γιοφύρι με μερικά σιδεροδοκάρια για ενίσχυση. Ήταν βγαλμένο χαμηλά χαμηλά, στο πιο στενό πέρασμα του ποταμού, και κάθε τόσο, όπως φούσκωνε το ρέμα, τα νερά το παράσερναν. Αργότερα, σε χρόνια που κι αυτά δεν τα 'χε προλάβει ο Μπεναρδής, κάποιοι μαστόροι, άνθρωποι με μεράκι, έβαλαν μπρος να φτιάξουν γιοφύρι πέτρινο. Ένα ψηλό γιοφύρι, να μην το φτάνει τάχα το νερό, να 'χει δυνατές και καλοσχεδιασμένες καμάρες, να 'ναι μακρύ κι αλαφρό, σαν τούτο που 'βλεπαν απόψε τα μάτια του.

Ο Μπεναρδής, κολλημένος στο βάλτο, θαρρεί πως το βλέπει απόψε για πρώτη φορά. Ήταν φοβερό το νυχτερινό κρύο. Οι βδέλλες κατάτρωγαν τα αιχμάλωτα πόδια του. Το ποτάμι μούγκριζε από μακριά. Κι ο θάνατος πάντα — ο θάνατος του ανέβαινε ως το λαιμό, δυο πόντους την τώρα.

Κατά τα ξημερώματα φάνηκε ανέλπιστα μια καρότσα με διπλά άλογα.

 

Θα τραβούσε, ωστόσο, μακριά τούτη η ιστορία, αν καθόταν κανένας να καταγράψει όλα όσα ένας πολύξερος παραμυθάς, όπως αποδείχτηκε κείνο το βράδυ ο γερο-Μπεναρδής, μπόρεσε ν' αραδιάσει. Κάποια στιγμή αναστέναξε και, μονομιάς, ξαναγύρισε στο φράγμα.

— Σταθείτε, τον έκοψε τότε ο μηχανικός. Σταθείτε. Πρέπει να σημειώσω κιόλας από μέρους σας μια πρώτη παρασπονδία. Γιατί βιάζεστε να σηκώσετε το φράγμα μέσα στο κενό; Μου λείπει η μισή ζωή σας... Αν όχι χρονικά, λογαριάζω ουσιαστικά. Ουσιαστικά, φίλε Μπεναρδή, μου λείπετε τουλάχιστο ο άλλος μισός! Ποτέ μου δεν κατάλαβα, αλήθεια, για ποιο λόγο όλες οι ιστορίες που έτυχε ν' ακούσω πάσχουν από μιαν υποτονία του αισθήματος της συνέχειας. Πόσα χρόνια ζήσατε τάχα;

Εκείνος δεν αποκρίθηκε αμέσως. Ύστερ' απ' την ολονύχτια ένταση, μια απότομη εξάντληση ανακατεμένη με υποψία έδειχνε τώρα τ' αχνάρια της στo πρόσωπό του. Έσκυψε το κεφάλι.

— Τι θες να μάθεις, μηχανικέ; μουρμούρισε. Το πιο σπουδαίο ήταν που είδα πάνω στο χτίσιμο του το φράγμα. Δεν υπάρχουν άλλοι, εξόν δυο πατέρες του μοναστηριού κι εγώ... Όχι, δεν έσωσε κανένας άλλος να το προφτάσει, μα την πίστη μου!

Ο Βαλέρης αρκέστηκε να βάλει καινούρια φωτιά στην πίπα του.

— Ας τελειώνω, λοιπόν! συνέχισε. Κοντεύει να ξημερώσει. Το καλοκαίρι, αυτή την ώρα άρχιζαν ίσα ίσα... Γλίτωναν έτσι κομμάτι απ' το λιοπύρι. 207Έλα κοντά μου! φώναξε, κι ανασηκώθηκε τραβώντας τον απ' το χέρι ως το σημείο που κρέμονταν οι κιτρινισμένες χαλκογραφίες1 στον τοίχο. Πάλιωσαν πια, είπε δείχνοντάς τις με το δάχτυλο. Σίγουρα δε βγάζεις από δαύτες και πολλά πράματα. Μα παίρνει κανένας μια ιδέα... Εμ, τι να ξέρουν οι σημερινοί που βρίσκονται εδώ, πίσω απ' το φράγμα, για τη δουλειά των γονικών τους; Ανοίγουν το πρωί τα μάτια τους, κι έτσι καθώς αντικρίζουν τον ήλιο να σκοντάφτει πάνου στ' αψηλό στεφάνι του τοίχου, λογιάζουν πως το φράγμα είναι τάχα φτιαγμένο από σίδερο και τσιμέντο. Ένα βουνό σίδερο και τσιμέντο, θα σου πούνε... Δεν το μαντεύει, λογου-χάρη, κανένας πως μέσα στο φράγμα κλείσανε ολάκερο το στοιχειωμένο γιοφύρι! Μα, ναι, όπως σ' τα λέω, το χτίσανε! Χτίσανε τις καμάρες του με πέτρα και το 'κλεισαν μέσα. Κι όλο το πρώτο χτίσιμο και το θεμέλιο ήταν ατόφιο με πέτρα. Χιλιάδες κομμάτια πέτρα και πηλός και άμμος! Χρειάστηκαν κάπου δέκα χρόνια να τ' ανεβάσουν σε μάκρος δεκαπέντε χιλιόμετρα. Στο μεταξύ, η επιχείρηση έβγαζε χαρτιά και προσκαλούσε τον κόσμο να τ' αγοράσει. Ύστερ' άλλαξε τα χαρτιά με χωράφια, απ' αυτά τα καινούρια που φανερώθηκαν πίσω απ' το φράγμα, σα συμπληρώθηκαν τα έργα. Οι πιο πολλοί, τους θυμάμαι, φαίνονταν δισταχτικοί. Φοβόντουσαν ν' ακουμπήσουν τα λεφτά τους, πριν την ώρα που το νερό θα 'ρχόταν να χτυπήσει πάνου στο φράγμα για να 'μπει μια και καλή στη θέση του. Τι θα γινόταν τάχα εκείνη την ώρα; Θ' άντεχε ο τοίχος να το σηκώσει το νερό; Αν όχι, πήγαιναν όλα του χαμού. Μα γω είπα: Θ' αντέξει! Σκανταλίστηκα άσκημα, επειδή ίσα ίσα οι άλλοι δυσκολευόντουσαν να ρισκάρουν.* Μια και δυο τα μαζώνω που λες. Ένα σακούλι ναπολεόνια* και τέτοια, κλερονομιά του μακαρίτη του μπάρμπα μου... Τραβάω ίσα στο γκισέ* της εταιρείας και τ' ακουμπώ. Με κοίταζαν. Φορούσα κιόλας το κοντογούνι μου από μαλλί κατσικιού, κι ως φαίνεται ήμουν άγριος στην όψη, σα ληστής. Μετρούσαν τα λεφτά μου τρομαγμένοι, λες κι έπαιρναν λύτρα. Γέλασα. «— Μη φοβάστε», τους κάνω. «Εγώ λέω, θ' αντέξει! Τ' ακούτε;».

 

Ξανακάθισαν κι ο δυο εκεί στη γωνιά πάλι, δίπλα στο παράθυρο. Θαμποχάραζε. Τα φώτα έμοιαζαν όλο να πέφτουν, όλο και να γίνουνται πιο χλωμά μέσα σε τούτο το γυμνό, πέτρινο χώρο. Ο Μπεναρδής Χαρίτος άφησε για λίγο το κομπολόι βουβό στην παλάμη του.

208— Είμαι γέρος πια, μηχανικέ, κακά τα ψέματα! Έφτιαξα φαμίλια μεγάλη. Και τα χωράφια που πήρα τότε, μ' εκείνα τα χαρτιά, αβγάτισαν. Ογδόντα χρόνια ζωή, ε; Α δε βαριέσαι τις ιστορίες, έχουμε πολλά να ξαναπούμε... Μα δε θέλω τώρα να ρωτήσω τίποτα. Τάχα γιατί να ρωτήσω ποιος είν' ο λόγος που σ' έστειλαν; Όχι· καλύτερα δε ρωτώ! Το ξέρω ωστόσο. Κάτι μοιάζει ν' άλλαξε πάλι δωχάμου τα τελευταία χρόνια. Κάτι μου χτυπάει στη μυρουδιά. Είναι πάντα η δύναμη του νερού, που παραφυλάει πάνω απ' τα κεφάλια μας. Μα γω και τώρα το ξαναλέω: Δε γίνεται αλλιώς... Δεν το χωράει αλλιώς το μυαλό τ' ανθρώπου... Θ' αντέξει, μηχανικέ! Θ' αντέξει και τούτη τη φορά! Γιατί με κοιτάς έτσι αμίλητος κι εσύ, σαν τους άλλους; Τι έχω λοιπόν; Τι βλέπεις απάνου μου; Τη στολή μου κοιτάς έτσι; Τη... στο...λή... μου;

Και με τις ύστερες τούτες κουβέντες έγινε άξαφνα κάτι, που όχι μονάχα γιόμισε απορία το μηχανικό Βαλέρη, μα τον έκανε ξανά να υποψιαστεί πως ο γέρος δεν ήταν, αλήθεια, ολότελα στα συγκαλά του. Έτριξε η πόρτα της τραπεζαρίας και, την ίδια στιγμή, ο Μπεναρδής Χαρίτος χλιώμιασε σαν το φλουρί... Τίναξε απότομα τη ραχοκοκαλιά απ' την πλάτη του ντιβανιού που ακουμπούσε, ενώ τα μακριά αδύνατα χέρια του και το κατωσάγονό του τρεμόπαιζαν άσχημα, λες κι είχαν φύγει απ' τη θέση τους.

— Τι φανερώθηκες πάλι μπροστά μου; γρύλισε κατά τη μεριά της πόρτας, έτσι που έκαμε το μηχανικό να γυρίσει κι εκείνος κατά κείθε. Τι γυρεύεις εδώ τέτοιαν ώρα; ξαναρώτησε δίχως να πάρει απόκριση απ' το πρόσωπο που στεκόταν στ' άνοιγμα της πόρτας.

Ο Βαλέρης, στρέφοντας, αντίκρισε τότε το σώμα μιας νέας κοπέλας2, που φωτιζόταν λοξά, καθώς έκανε να μπει, απ' το λιγοστό φως της αίθουσας, ενώ τ' άλλο μισό κορμί της στεκόταν βυθισμένο στο σκοτάδι του διαδρόμου. Μια χοντρή πλεξούδα των μαλλιών της χυνόταν μπροστά στον ώμο.

— Φύγε, λοιπόν! Χάσου απ' τα μάτια μου! πρόφτασε ακόμα να φωνάξει μ' οργισμένο πάθος ο γέρος, πριν ξανακλείσει η πόρτα και, μαζί μ' αυτή, πριν αφαλήξει προσώρας τούτη η αρχοντική ιστορία της νύχτας.

 

Αλμπέρ Καμύ, «Η πανούκλα» (απόσπασμα)

 

 

καστόρι: κάστορας, είδος τρωκτικού θηλαστικού, που το δέρμα του χρησιμοποιείται για την κατασκευή εκλεκτών ειδών ρουχισμού και υπόδησης.

βίδρα: (ενυδρίς)·θηλαστικό που ζει στα ποτάμια, στις λίμνες και στις παραλίες. Έχει μαύρο πολύτιμο βελούδινο τρίχωμα.

σανσεπώ: είδος τουφεκιού.

ερωδιός: γένος πτηνών, ένα είδος του είναι ο λευκός ερωδιός ή ψαροφάγος.

φερμάρω: προσηλώνω κάπου το βλέμμα μου, παρατηρώ με προσοχή.

μιντέρι: είδος χαμηλού ανάκλιντρου, ντιβάνι.

ρισκάρω: διακινδυνεύω.

ναπολεόνι: γαλλικό χρυσό εικοσόφραγκο.

γκισές: ταμείο.

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ποια κενά παρουσιάζει η αφήγηση του Μπεναρδή Χαρίτου και ποιες σκέψεις κάνει ο μηχανικός γι' αυτόν ακούγοντας την ιστορία του;
  2. Ο μηχανικός βρίσκει παράλογη την αντίδραση του Μπεναρδή Χαρίτου στην παρατήρησή του ότι γλίτωσε και δεν βούλιαξε στον βάλτο: ποιος ενδόμυχος φόβος κρύβεται πίσω από τη βίαιη αντίδραση του άρχοντα;
  3. Ο συγγραφέας στο πρόσωπο του Μπεναρδή κατασκευάζει ένα λογοτεχνικό τύπο προσαρμοσμένο στην ατμόσφαιρα της διάχυτης ανησυχίας και απειλής. Το κατορθώνει; Να δικαιολογήσετε την άποψή σας.
  4. Να χαρακτηρίσετε τον Μπεναρδή Χαρίτο και τον μηχανικό Βαλέρη από τις πράξεις, τα λόγια, τις αντιδράσεις και τις σκέψεις τους: ποιες διαφορές παρουσιάζουν και τι προσπαθεί να εκμαιεύσει ο ένας από τον άλλο;

 


Πλασκοβίτης Σπύρος

Σπύρος Πλασκοβίτης (1917-2000)

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1917, σπούδασε νομικά και σταδιοδρόμησε στον δικαστικό κλάδο, όπου και διετέλεσε Πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ανέπτυξε αντιστασιακή δράση κατά της δικτατορίας της 21ης Απριλίου του 1967. Για τη δράση του εκείνη διώχτηκε από τη στρατιωτική χούντα, εξορίστηκε και φυλακίστηκε. Από το 1977 εκλεγόταν βουλευτής. Η πεζογραφία του, που τιμήθηκε με διάφορα βραβεία, εξελίχτηκε από μια πεζογραφία απλή και λυρική σε περισσότερο σύγχρονη και προβληματισμένη, για να καταλήξει με το μυθιστόρημα Το φράγμα στον πυκνό συμβολισμό. Στο έργο αυτό αφομοιώνονται επιδράσεις από τον Κάφκα και τον Καμύ. Έργα του: Το γυμνό δέντρο (1952), Η θύελλα και το φανάρι (1955), Οι γονατισμένοι (1955), Το φράγμα (1960), Το συρματόπλεγμα (1974), Η πόλη (1979), Η κυρία της βιτρίνας (1990), To πουκάμισο του καθηγητή (1993), Η άλλη καρδιά (1995).

Σπύρος Πλασκοβίτης [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Μονόγραμμα. Σπύρος Πλασκοβίτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 



 

Σπύρος Πλασκοβίτης

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Σπύρος Πλασκοβίτης (ή Πλασκασοβίτης, όπως ήταν τοπραγματικό του επώνυμο) γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1917 και πέθανε στην Αθήνα το 2000. Γιος του Ηλία Πλασκασοβίτη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού, και τη Αλεξάνδρας Καββαδία, ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα κα σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου πήρε το πτυχίο του το 1939. Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, από το 1935 ως το 1951 (στη διάρκεια της Κατοχής υποχρεώθηκε να παραιτηθεί, επανήλθε όμως στη θέση του μετά την απελευθέρωση). Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην περίοδο 1946-1948 και το 1951 διορίστηκε εισηγητής στο Συμβούλιο Επικρατείας. Το 1959 έγινε πάρεδρος, θέση που διατήρησε ως το 1968, οπότε απολύθηκε από το στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών. Το 1963 παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Παρισιού. Στη διάρκεια της δικτατορίας έλαβε μέρος στην αντιστασιακή οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα. Εξορίστηκε στην Κάσο (για εννέα μήνες) και καταδικάστηκε σε πενταετή κάθειρξη. Αμνηστεύθηκε τον Αύγουστο του 1973 και μετά τη μεταπολίτευση επανήλθε στο Συμβούλιο Επικρατείας, παίρνοντας προαγωγή στον βαθμό του συμβούλου, απ' όπου παραιτήθηκε το 1977. Προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ, με το οποίο εκλέχτηκε βουλευτής Επικρατείας (1977) και ευρωβουλευτής (1981, 1984).

Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1948 με το διήγημα «Τα σπερνά» (Νέα Εστία, τ. 503, 1948). Από τότε συνέχισε να δημοσιεύει κείμενα αφηγηματικά και δοκίμια και σ' άλλα περιοδικά (Νέα Πορεία, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Το Περιοδικό μας, Ευθύνη, Ταχυδρόμος, Η Συνέχεια, Η Λέξη, Εποχές). Επίσης συμμετείχε, στη διάρκεια της δικτατορίας, στην έκδοση των Δεκαοχτώ κειμένων. Έχει τιμηθεί κατά καιρούς για το έργο του με λογοτεχνικά βραβεία (με το Β' Κρατικό Διηγήματος το 1956, με το Βραβείο των Δώδεκα το 1961, με το Α' Κρατικό Μυθιστορήματος το 1980).

Το έργο του απαρτίζεται από συλλογές διηγημάτων, δοκιμίων και μυθιστορήματα: Το γυμνό δέντρο (νουβέλα και διηγήματα, α' έκδοση 1952), Η θύελλα και το φανάρι (νουβέλα και διηγήματα, 1955), Το φράγμα (μυθιστόρημα, 1960), Οι γονατισμένοι (διηγήματα, 1964), Το συρματόπλεγμα (διηγήματα, 1974), Η πόλη (μυθιστόρημα, 1979), Το τρελό επεισόδιο (διηγήματα, 1984), Η πεζογραφία του ήθους τόμος Α' (δοκίμια και μελετήματα, 1986), Η κυρία της βιτρίνας (μυθιστόρημα, 1990), Το πουκάμισο του καθηγητή (διηγήματα, 1993), Η άλλη καρδιά (μυθιστόρημα, 1995). Έργα του έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Στα έργα του συνδυάζει με αριστοτεχνικό τρόπο τον ρεαλισμό με τη φαντασία, το πραγματικό με το αλλόκοτο και εξωπραγματικό, τη ρεαλιστική έκφραση με την ποίηση και τον λυρισμό, κατορθώνοντας να γοητεύει τον αναγνώστη και να τον συγκινεί. Κορυφαίο έργο του θεωρείται Το φράγμα.

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Πράγματι, αν ο Πλασκοβίτης κατορθώνει να θέλγει και να μεταδίδει κάποια μορφή συγκίνησης, αυτή η τελευταία δημιουργείται λιγότερο από το δραματικό τονισμό μιας συναισθηματικής κατάστασης και περισσότερο από την έντεχνα καθοδηγημένη εισβολή του απροσδόκητου σε μια κοινά αναγνωρίσιμη τάξη πραγμάτων. Όμως η όσμωση απτού και ασύλληπτου, πραγματικού και ονειρικού, παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο στο αφηγηματικό έργο του - μυθιστορηματικό ή διηγηματικό - ώστε να κάνει πιθανοφανή και πειστική οποιαδήποτε έκβαση της πλοκής και της εξέλιξης του μύθου. Ακόμη και αυτή που με άλλα συμφραζόμενα θα τη θεωρούσαμε ως απογειωμένη».

 

(Αλεξ. Ζήρας, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,

Εκδοτική Αθηνών, λ. Πλασκοβίτης Σπύρος, τ. 8, σελ. 298)

 

«Ο Σπύρος Πλασκοβίτης είναι, μαζί με τον Δημήτρη Χατζή, ο κύριος εκπρόσωπος στην ελληνική λογοτεχνία αυτού που ο ίδιος ονόμασε 'πεζογραφία του ήθους'. Οι ήρωες και των δύο συγγραφέων δεσμεύονται από εσωτερικευμένες αρχές (από ένα ήθος) που τους φέρνουν σε σύγκρουση με τον περίγυρό τους και με τον ίδιο τον εαυτό τους. Στον Πλασκοβίτη, περισσότερο απ' όσο στον Χατζή, αυτά τα συζειδησιακά δράματα γίνονται σύμβολα της γενικότερης κρίσης αξιών του σημερινού κόσμου. Τα ηθικά διλήμματα, οι κοινωνικές μεταβολές, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι υπαρξιακές αγωνίες αποτελούν βασικά θέματα του κατ' εξοχήν συγγραφέα των μεγάλων μεγεθών».

 

(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς,

Πατάκης, Αθήνα, 1999, σελ. 196)

 

«Η αφηγηματική πεζογραφία του Πλασκοβίτη, όπως σωστά τη χαρακτήρισε κι ο Απόστολος Σαχίνης είναι πεζογραφία 'συμβολική - και όχι συμβολιστική' (Α. Σαχίνης, Νέοι πεζογράφοι, 1965, 151), αλλά συμβολική με την έννοια ότι τα σύμβολα της δίνουν τη δυνατότητα να γίνεται πολυεδρική και πολυδιάστατη, καθώς, από τη μια, στηρίζεται στο χειροπιαστό και στην εξωτερική πραγματικότητα, κι απ' την άλλη, ανοίγεται προς τον πνευματικό και τον ψυχολογικό χώρο, συνδυάζοντας τον ρεαλισμό με τα λυρικά και ποιητικά στοιχεία, τον προβληματισμό και το κοινωνικό περιεχόμενο με την ανησυχία την υπαρξιακή και μεταφυσική, την πνευματικότητα και τον ψυχολογικό χαρακτήρα με τον ερωτισμό και την έντονη αίσθηση του φυσικού και του ζωικού στοιχείου. Οι αντιθέσεις της, ωστόσο, εξισορροπούνται και λειτουργούν ταυτόχρονα, χωρίς ο συγγραφέας να χάνει την ισορροπία του, έστω κι αν κάποτε επικρατεί περιστασιακά η μία ή η άλλη της όψη. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλους συγγραφείς με τέτοιες αντιθέσεις, στον Πλασκοβίτη υπάρχει μια ενοποιημένη δισυποστασία, που του επιτρέπει να φτάνει ως τη συγκροτημένη σύνθεση, ενορχηστρώνοντας τις αντιθέσεις του σε ενιαίο σύνολο. Και τούτο γιατί η πεζογραφία του, παρ' όλες τις λυρικές της τάσεις και παρ' όλους τους προβληματισμούς της, διαθέτει ευδιάκριτο μύθο, συνηθέστερα με πλοκή, και πατάει σε μια μόνιμη και σταθερή βάση: στην εξωτερική πραγματικότητα και στα πράγματα».

 

(Κ. Στεργιόπουλος, «Σπύρος Πλασκοβίτης», Η μεταπολεμική πεζογραφία,

Σοκόλης, τ. Στ', σελ. 261-262)

 

«Τα σύμβολα ανοίγουν μια βαθύτερη διάσταση στο έργο του, κι ό,τι ουσιαστικότερο έχει να μας πει περνά έτσι στο υπόστρωμα. Αποτελούν το κλειδί για να εισχωρήσουμε στην πεζογραφία του και να δούμε το μηχανισμό της: πώς λειτουργεί από την άποψη της μορφής της και, προπάντων, από την άποψη της ουσίας. [...] Γιατί εκείνο που προέχει για τον Πλασκοβίτη κι εξασφαλίζει την υπόσταση σ' ένα συγκροτημένο έργο είναι το πνευματικό περιεχόμενο, το στοιχείο της ανησυχίας, η παρουσία του συγγραφέα και η στάση του απέναντι στο αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου κι απέναντι στα κοινωνικά και τα άλλα προβλήματα του καιρού του, μολονότι και «το αισθητικό αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση δεν παύει να παίζει γι' αυτόν κυρίαρχο ρόλο» (Σπ. Πλασκοβίτης, Η πεζογραφία του ήθους, 164). Η πεζογραφία του [...] είναι μια πεζογραφία που προβληματίζεται και θέτει ερωτήματα, χωρίς να δίνει τελικές απαντήσεις».

 

(Κ. Στεργιόπουλος, ό.π., σελ. 264-265)

 

«Ο Πλασκοβίτης έχει την ικανότητα να συλλαμβάνει πυρήνες, ιδεολογικούς μαζί κι αφηγηματικούς, και να εμπνέεται απ' αυτούς σε βαθμό που να μπορεί να τους ενσαρκώνει και να τους μετατρέπει σε ολοκληρωμένα έργα, αλλά, είναι η αλήθεια, κάποτε σχηματοποιείται και γίνεται ψυχρότερα διανοητικός. Η αστάθμητη εσωτερική του πνοή δεν υπερβαίνει πάντα το προκαθορισμένο σχέδιο, με αποτέλεσμα να διακρίνεται ο προγραμματισμός, καθώς οι συλλήψεις του δεν συμπαρακολουθούνται κι απ' το σκοτεινό εκείνο ρεύμα, που τον σπρώχνει αλλού επιτακτικά να τις μορφοποιήσει. Μα τούτο δε συμβαίνει ούτε παντού ούτε και τόσο συχνά».

 

(Κ.. Στεργιόπουλος, ό.π., σελ. 267)

 

«Πρωτόγονες ζωικές παρορμήσεις έχουν και μερικοί απ' τους ήρωές του [...]. Το ζωικό ένστικτο στον Πλασκοβίτη διαφοροποιείται κάθε τόσο και, μαζί με τα άλογα στοιχεία και τις υποσυνείδητες παρορμήσεις, γίνεται η κινητήρια δύναμη, για να ενσαρκώνει, παράλληλα με τις ιδέες, και τα ισχυρά πάθη. Το ερωτικό ιδίως πάθος, και γενικότερα ο ερωτισμός, αποτελεί από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του έργου του —και μάλιστα μ' έναν εντελώς προσωπικό και ιδιάζοντα τρόπο, καθώς άλλοτε υφέρπει και υποφώσκει κι άλλοτε προβάλλει κυριαρχικά κι απροκάλυπτα. [...]. Οπωσδήποτε, στις περισσότερες περιπτώσεις, λίγο ως πολύ, επικρατεί ο αισθησιασμός, μόνος του ή με διάφορους συνδυασμούς. Αντίθετα, ο καθαρά συναισθηματικός έρωτας σχεδόν απουσιάζει. [...]. Κάποτε όμως, αντί για τον γνήσιο συναισθηματισμό, υπάρχει ο μελοδραματισμός, [... ] μ' ευδιάκριτα τα ίχνη του στις εκφράσεις, στον τόνο και στη συμπεριφορά των ηρώων».

 

(Κ. Στεργιόπουλος, ό.π., σελ. 268-271)

 

«Ασφαλώς το κατ' εξοχήν πράγμα που μας έχει χαρίσει ως τα τώρα η τέχνη του Πλασκοβίτη, είναι το Φράγμα. Το θεμελίωσε και το ύψωσε με μαεστρία αυθεντικού οικοδόμου του έντεχνου λόγου, για να ρίξει στη συνείδησή μας τη βαριά του σκιά - ένα εφιαλτικό και αναπάντητο ερωτηματικό. Και είναι αυτό το φράγμα μια τερατώδης κατασκευή, δόξα και ύβρις αυτού του κυρίου και συνάμα δούλου της ύλης αιώνα [...]. Και αίφνης, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, η ανησυχία εγκαθίσταται στις ψυχές, ανακύπτει σχεδόν αυτόματα. Ύποπτα σημάδια στο φράγμα, λένε. Ποια; Κανένας δεν ξέρει [...]. Λύσεις και παραμυθία δεν θα βρει ο αναγνώστης του έργου του [Πλασκοβίτη]. Ούτε εύκολες υποδείξεις και επιπόλαιες ελπίδες. Μόνο καυτά ερωτήματα, που ουσιαστικά είναι από τη φύση τους αναπάντητα. Και στην καλύτερη περίπτωση μια ευχή [...].

Αναμφίβολα, ως καλλιτεχνικό επίτευγμα, Το φράγμα στέκεται πολύ πιο ψηλά από τους δύο πρώτους τόμους διηγημάτων του Πλασκοβίτη [...]. Μπροστά στον πακτωλό των ιδεών και στο πολύπλοκο πλέγμα των συμβόλων του μυθιστορήματος, τα μεταγενέστερα διηγήματά του μοιάζουν με απλές ιστορίες. Όμως, ιστορίες που τις έχει αγγίξει με το μαγικό ραβδί της η ποίηση».

 

(Αλ. Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι,

Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ.115, 117, 122)

 

«Το φράγμα είναι ένα έργο με σπάνια ενιαία πνευματική διάθεση, που μπόρεσε να βρει και να κρατήσει το ύφος της αρχικής σύλληψης. Η ενορχήστρωση των λεπτομερειών, ώστε να συγκλίνουν με ιδιαίτερο καθεμιά βάρος στο στόχο του συγγραφέα, είναι τέλεια σχεδόν. Οι καταστάσεις και οι τύποι διαγράφονται ελλειπτικά με μια αφαίρεση που ξέρει να αναδείχνει το ουσιαστικό. Υπάρχει βέβαια μια φανερή επιδίωξη της υποβολής και μια ψυχολογική μονομέρεια, αλλά παρουσιασμένη έτσι που δεν αρνείται τον εαυτό της, απεναντίας τον προβάλλει. Γενικά πρέπει ν' αναγνωρίσουμε στο συγγραφέα σπάνιες πεζογραφικές ικανότητες. Υπάρχουν πολλές σελίδες σφραγισμένες από ένα απροσδόκητα δυναμικό ταλέντο[...]. Αλλά τι κερδίζει το βιβλίο με όλ' αυτά τα προσόντα, που δεν είναι παρά οι μαρτυρίες ενός μόνο ταλέντου; Αντί να γίνει μ' αυτά ένα στέρεο έργο απέναντι στην οποιαδήποτε διάλυση που θέλει να επισημάνει, γίνεται ένα μέρος απ' αυτή τη διάλυση. Κανείς δεν μπορεί να στηρίξει μια πίστη ή μια ελπίδα πάνω σ' αυτό, κανείς δεν μπορεί να ζεστάνει μ' αυτό την καρδιά του. Αντί να μας οδηγήσει σ' ένα ξέφωτο, μας πάει σ' ένα πυκνότερο σκοτάδι. Ο απλός αναγνώστης θα ζήσει μαζί του ένα κακό εφιάλτη που δεν κάνει καλύτερο το ξύπνημα. Αν το πάρει σα μια προειδοποίηση για το μοιραίο τέλος ενός κόσμου που δεν θέλει ν' αντικρύσει την αλήθεια, δεν βλέπει καμιά διέξοδο άλλη από τη μεταφυσική μετουσίωση της αγωνίας σε μια εσωτερική εξέγερση του ατόμου. Η μοίρα και η μόνη αλήθεια τάχα του ατόμου είναι παρούσα σε κάθε στιγμή. Η συνάφεια, οι ανθρώπινες σχέσεις, είναι μια αμοιβαία άρνηση και μια ασυμφιλίωτη εχθρότητα».

 

(Δ. Ραυτόπουλος, κριτική για Το φράγμα,

Επιθεώρηση Τέχνης, 1961, σελ. 629)

 

«Δεν λάμπει ο λόγος του κ. Πλασκοβίτη, θέλω να πω δεν έχει τα πυροτεχνήματα εκείνα που θαμπώνουν, αλλά σκορπίζουν για λίγα λεπτά μόνο φως. Η αφήγησή του έχει στερεότητα, δίνει στον αναγνώστη καθαρές καταστάσεις, δεν του αφήνει αμφιβολίες και δεν του προκαλεί απορίες. Όμως θα εκάναμε λάθος, αν κατατάσσαμε τον κ. Πλασκοβίτη στους ρεαλιστές πεζογράφους. Ενώ θέλει να στήνει καλά σχεδιασμένες μορφές, να αφηγείται ολόκληρα τα γεγονότα και να απλώνει το μύθο του σε σταθερό έδαφος, δεν επιμένει στις λεπτομέρειες που γυμνώνουν τον άνθρωπο ή δυνατά φωτίζουν τις ασκήμιες της ζωής [...]. Στο Φράγμα μάλιστα όλο τον μύθο του τον βασίζει σ' ένα σύμβολο, που δεν τον ξεκόβει από την πραγματικότητα, μα και τον ανεβάζει απάνω από τα μικρά και ατομικά επεισόδια, σε ό,τι λέμε ομαδικό και σ' ό,τι κλείνει τις ελπίδες ή τις πλάνες μιας μικρής ή μεγάλης κοινωνίας».

 

(Πέτρος Χάρης, κριτική για Το φράγμα, εφ. Ελευθερία, 12.3.1961,

από την ανθολόγηση του Κ. Στεργιόπουλου, στο Η μεταπολεμική πεζογραφία, ό.π., τ. ΣΤ', σελ. 289)

 

«...Καθώς το σημείωσα ήδη, ήθελα περισσότερο να διαπιστώσω την ενδιάμεση πορεία [του συγγραφέα] προς το επίτευγμα του Φράγματος. Γιατί το θεωρώ σαν ένα σπουδαίο πράγματι ορόσημο στη νεοελληνική πεζογραφία. Ο κ. Πλασκοβίτης [...] αντιπροσωπεύει με το Φράγμα του μια από τις πρώτες δυνάμεις της μεταπολεμικής λογοτεχνίας - κλίμακα όχι περιορισμένα ελληνική. [...]. Αναντίρρητα οι προθέσεις του συγγραφέως εκινήθηκαν περισσότερο επάνω στη γραμμή του συμβόλου, χωρίς όμως με τούτο να παραμεληθεί η πειστικότης των καταστάσεων. Οι άνθρωποι δεν είναι μόνον φορείς ιδεών ή συμβατικές μορφές για να υπηρετήσουν τις αξιώσεις της συμβολικής δομής του μύθου. Είναι, αντιθέτως [...] άνθρωποι ζωντανοί, με αντιδράσεις απολύτως προσαρμοσμένες στις εκάστοτε αξιώσεις της ρεαλιστικής περιγραφής, και από την πλευρά της ιθαγένειάς των δεν δυσκολευόμαστε να τους αναγνωρίσουμε για δικούς μας. Ο τρόπος που μιλούν, ο τρόπος που σκέπτονται, οι αντιδράσεις των μαρτυρούν τον ελληνικό χαρακτήρα, χωρίς με τούτο να σημαίνει πως η ψυχολογία άλλων ανθρώπων, που ανήκουν σ' άλλα περιβάλλοντα, θα ήταν αισθητά διαφορετική. Και αυτό ακριβώς χαρακτηρίζει την ψυχολογική καθολικότητα του μυθιστορήματος. Η εθνική ιδιομορφία δεν ματαιώνει την ιδιότητά των ως καθολικών αντιπροσωπευτικών μονάδων μέσα στον σύγχρονο κόσμο, αλλά και δεν αποπνίγεται σε τρόπο που ν' αφήνει την ιθαγένεια του μυθιστορήματος έκθετη».

 

(Αιμ. Χουρμούζιος, «Η πεζογραφία του κ. Πλασκοβίτη», εφ. Η Καθημερινή, 6 και 13.4.1961,

και στην ανθολόγηση του Κ. Στεργιόπουλου στο Η μεταπολεμική πεζογραφία, ό.π., σελ. 290)

 

«Το Φράγμα είναι ένα από τα πιο πρωτότυπα νεοελληνικά μυθιστορήματα, που ξεφεύγει από τα στενά τοπικά όρια και αγγίζει προβλήματα που ενδιαφέρουν το σύγχρονο μεταπολεμικό άνθρωπο, προβλήματα πανανθρώπινα. Ο μύθος του είναι συμβολικός και προχωρεί ως τις ρίζες του συλλογικού υποσυνειδήτου, από όπου αναδύεται ο σκοτεινός φόβος του ανυπεράσπιστου ανθρώπου μπροστά στην ανεξήγητη, αλλά πανταχού παρούσα, απειλή του αφανισμού του».

 

(Γ. Παγανός, Η νεοελληνική πεζογραφία,

Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 2002 [επανέκδοση], α' τ., σελ. 272)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

• Να συζητηθεί η σχέση του κεντρικού ήρωα (του άρχοντα Μπεναρδή) με τον βάλτο και με το φράγμα και ν' ανιχνευθεί με κειμενικές αναφορές ο συμβολισμός του μυθιστορήματος - ο σκοτεινός και ανεξέλεγκτος φόβος του ανθρώπου μπροστά στην απειλή του αφανισμού του.

• Να προσεχθεί η αναφορά, στην αρχή του αποσπάσματος, του στοιχειωμένου γιοφυριού, που παραπέμπει στο ανάλογο του δημοτικού τραγουδιού.

• Να σκιαγραφηθεί ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία του Μπεναρδή και να σχολιαστεί η κοσμοθεωρία του.

• Να γίνει αναφορά στη συμβολική διάσταση του ερωδιού (σύμβολο θανάτου, σύμβολο κάθε μορφής αφανισμού).

• Να συζητηθεί η εξιστόρηση της αγωνιώδους νύχτας που πέρασε ο κεντρικός ήρωας και να επισημανθεί η παραστατική έκφραση του φόβου, της ανημπόριας και της γύμνιας του ανθρώπου μπροστά σ' ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης.

• Να επισημανθούν τα κενά της αφήγησης και να διερευνηθούν οι εκφραστικοί τρόποι που συμβάλλουν στην έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας των προσώπων και στο κλίμα αβεβαιότητας και σκόπιμης αοριστίας που καλλιεργεί ο συγγραφέας.

• Να διαφανεί η αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των δύο ανδρών, που καταλήγει να είναι αντιπαράθεση μεταξύ δύο κόσμων και δύο αντιτιθέμενων δυνάμεων: της λογικής και του παραλόγου.

• Να προσεχθεί ο τρόπος με τον οποίο η εισαγωγή ενός τρίτου προσώπου στο τέλος του αποσπάσματος επιτείνει την ατμόσφαιρα μυστηρίου.

• Να σχολιαστεί το αισθητικό αποτέλεσμα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, που διακόπτεται από εσωτερικούς μονολόγους και διαλόγους.

 

Παράλληλο κείμενο

Μπορεί να δοθεί για παράλληλη μελέτη το απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμύ Η πανούκλα, το οποίο να εξεταστεί: α) ως προς τη θεματική του συνάφεια με το απόσπασμα του σχολικού εγχειριδίου και β) ως προς τους τρόπους και τις εικόνες που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να αισθητοποιήσει την απειλή του αφανισμού.

«Έτσι οι αιχμάλωτοι της πανούκλας πάλεψαν όλη τη βδομάδα μ' όποιον τρόπο μπορούσαν. Και μερικοί ανάμεσά τους όπως ο Ραμπέρ, έφθασαν, όπως βλέπουμε, να φανταστούν ότι ενεργούσαν ακόμα σαν ελεύθεροι άνθρωποι, ότι μπορούσαν να διαλέξουν. Όμως μπορούμε πράγματι να πούμε ότι αυτή τη στιγμή, στα μέσα του Αυγούστου, η πανούκλα είχε καλύψει τα πάντα. Δεν υπήρχαν πια τότε προσωπικά πεπρωμένα, αλλά μια συλλογική υπόθεση που ήταν η πανούκλα και αισθήματα που τα μοιράζονταν όλοι. Το σημαντικότερο ήταν ο χωρισμός και η εξορία, μ' όλο το φόβο και την εξέγερση που περιέκλειαν. Να γιατί ο αφηγητής πιστεύει ότι ταιριάζει στο αποκορύφωμα της ζέστης και της αρρώστιας να περιγράψει τις βιαιότητες των επιζώντων συμπολιτών μας, την ταφή των νεκρών και την οδύνη των χωρισμένων εραστών.

Στα μέσα εκείνης της χρονιάς ήταν που έπιασε ένας δυνατός άνεμος, που φυσούσε για πολλές μέρες μέσα στη χτυπημένη από την πανούκλα πόλη. Τον άνεμο τον φοβούνται ιδιαίτερα οι κάτοικοι του Οράν, γιατί δε συναντά κανένα φυσικό εμπόδιο πάνω στο οροπέδιο που είναι χτισμένη η πόλη, κι έτσι χιμάει μ' όλη του τη μανία μέσα στους δρόμους. Μετά απ' αυτούς τους ατέλειωτους μήνες, που ούτε μια σταγόνα νερό δεν είχε δροσίσει την πόλη, το Οράν ήταν σκεπασμένο με μια γκρίζα σκόνη που ξεφλούδιζε στο φύσημα του ανέμου. Κι ο άνεμος σήκωνε κύματα σκόνης και χαρτιών που τυλίγονταν στα πόδια των σπάνιων πια περαστικών. Τους έβλεπες πια να διασχίζουν βιαστικοί τους δρόμους, γερμένοι μπροστά, φράζοντας μ' ένα μαντίλι ή με το χέρι τους το στόμα. Το βράδυ, αντί οι άνθρωποι να μαζεύονται πολλοί μαζί προσπαθώντας να παρατείνουν τη διάρκεια αυτών των ημερών που καθεμιά τους μπορούσε να είναι κι τελευταία γι' αυτούς, συναντούσες μικρές ομάδες ατόμων που βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους ή να χωθούν στα καφενεία. Έτσι, για μερικές μέρες, την ώρα του σούρουπου, που έπεφτε γρηγορότερα αυτή την εποχή, οι δρόμοι ήταν έρημοι και μόνος ο άνεμος θρηνολο-γούσε ανάμεσά τους ασταμάτητα. Μια μυρωδιά από φύκια και αρμύρα αναδινόταν από την ταραγμένη και πάντα αόρατη θάλασσα. Και τότε τούτη η έρημη πόλη, ασπρισμένη από τη σκόνη, πλημμυρισμένη από μυρωδιές θαλασσινές, αντηχούσε από το ουρλιαχτό του ανέμου και βογκούσε σαν ένα νησί που το χτύπησε η συμφορά».

(Αλμπέρ Καμύ, Η πανούκλα, Εξάντας, Αθήνα, 1996)

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - Δραστηριότητες

• Να περιγράφουν, με συγκεκριμένα παραδείγματα από το κείμενο, οι αφηγηματικές τεχνικές και οι αφηγηματικοί τρόποι που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και να σχολιαστεί το τι πετυχαίνει κάθε φορά.

• Ν' απαντηθούν με αναφορές στο κείμενο τα ερωτήματα: α) Τι συμβολίζει ο ερωδιός; β) Ποιος ο συμβολισμός του φράγματος; γ) Ποιες δυνάμεις αντιπαρατίθενται μέσα από την αντιπαράθεση του άρχοντα Μπεναρδή με το μηχανικό Βαλέρη; (Είναι χρήσιμο να δοθούν στους μαθητές για μελέτη αποσπάσματα από κριτικές, αν το κρίνει σκόπιμο ο εκπαιδευτικός).

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΖΗΡΑΣ Αλ., «Πλασκοβίτης Σπύρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 8, Εκδοτική Αθηνών.

ΚΟΤΖΙΑΣ Αλ., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κέδρος, Αθήνα, 1982. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ Δ., Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα, 1999.

ΠΑΓΑΝΟΣ Γ., Η νεοελληνική πεζογραφία, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 2002 [επανέκδοση], α' τ.

ΠΟΛΙΤΗΣ Λ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1980. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ Κ., «Σπύρος Πλασκοβίτης», Η μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλης, τ. Στ', σελ. 258-333.

VITTI M., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα, 1978.

 

pano

 


 

Σπύρος Πλασκοβίτης (1917-2000)
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΠΟ.Θ.Ε.Γ.
Εκπομπή ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΤ

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του κειμένου στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano