ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία
Η Πολιορκια (1953) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Κοτζιά· η υπόθεσή του ξετυλίγεται σε μια αθηναϊκή γειτονιά στα τελευταία σκοτεινά χρόνια της Κατοχής και σε ατμόσφαιρα όπου κυριαρχεί η σκληρότητα, η σύγχυση και το φάσμα του θανάτου.
Πολιορκια
(απόσπασμα)
Τη Μαργαρίτα θα 'ναι τώρα παραπάνω από δυο χρόνια που την έχουν στο σπίτι. Ήτανε αλήθεια τραγικά τα περιστατικά που τη φέραν κοντά τους, τότε, τον καιρό της μαύρης πείνας, την πρώτη χρονιά που φτάσανε στον τόπο οι ξένοι* και μας ληστέψανε και τη στερνή μπουκιά από το στόμα.
Κάποιο παγερό πρωινό, τον απαίσιο εκείνο χειμώνα, μια σύναξη σταμάτησε τη Χριστίνα και το Μηνά, καθώς γυρνούσαν στο σπίτι από το γιατρό. Κάμποσοι διαβάτες είχανε σταθεί σιωπηλοί γύρω από μια κουρελιάρα μικρούλα, καθισμένη καταγής, πλάι στο ξυλιασμένο κορμί της μάνας της. Ούτε μιλούσε ούτε έκλαιε. Μόνο με το χεράκι έσφιγγε τα κουρέλια που τυλίγανε το κουφάρι, για να τ' ασφαλίσει λες, μην της το πάρουν.
Η Χριστίνα έσκυψε και της άφησε λίγα χρήματα στην ποδιά. Η μικρούλα σήκωσε τα μάτια και τα στύλωσε πάνω της. Εκείνο το βλέμμα κατατάραξε τη Χριστίνα. Ο σφάχτης στη μέση της την έκαμε να νιώθει πιο βαθιά τη δυστυχία του ορφανού.
Οι περαστικοί χασομερούσανε κάμποσο, αλλάζαν δυο κουβέντες και σκορπίζανε αδιάφοροι — ήμασταν τόσο μαθημένοι από τέτοια εκείνες τις μέρες.
— Μαρτύριο! Είναι έτσι δωχάμω από χτες το βράδυ... Μα γιατί δεν ειδοποιούν κανένα: Θα πεθάνει μ' αυτό το κρύο! ακούστηκε αγαναχτισμένη μια φωνή από 'να παράθυρο.
Κάποιος κύριος σοβαρός έσκυψε και τη ρώταγε πολλά και διάφορα. 264Δεν πήρε απόκριση. Κάμποσοι αργοσαλέψαν τα κεφάλια περίλυπα. Μόνο μια γριούλα ζύγωσε κούτσα κούτσα και της έβαλε στο χέρι ένα κομματάκι κόρα κατάξερο — ένα θησαυρό.
Φεύγανε πια και κείνοι, σαν τους σταμάτησε κάτι σπαραχτικό. Η Χριστίνα ακούμπησε βαριά στο μπράτσο του αντρός της.
Είχε φτάσει ένα σαραβαλιασμένο καμιόνι και κάποιοι πήδηξαν σβέλτα. Η Δημαρχία είχε ορίσει αμάξια να μαζώνουν όσους ξεψυχούσαν στους δρόμους, κι ακόμα όσους τους παραπετούσαν νύχτα οι δικοί τους λαθραία, για να γλιτώσουνε τα έξοδα της ταφής, να 'χουν και τα δελτία* του πεθαμένου διάφορο*. Έτσι παραριγμένοι απομέναν —κάποτε και μέρες— όσο να περάσει ο σκουπιδιάρης και να τους μάσει. Τους σηκώναν τότε και τους παραχώνανε σε μεγάλους λάκκους ομαδικά, δίχως πομπές και λοιπές ιστορίες, ξον* μια σκέτη ευχή που διάβαζε τρεμουλιάρικα κάποιος αγγαρεμένος παπάς.
Οι σκουπιδιαραίοι αρπάξανε το κουφάρι με βιάση και το 'παιρναν. Και τότε η μικρή, που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε σαλέψει, τινάχτηκε όρθια, ξεχύνοντας μια σπαραχτική τσιριξιά. Χίμηξε το κατόπι. Τη σπρώξανε. Μα προτού παραπετάξουν στην καρότσα την πεθαμένη, τους γλίστρησε κι έπεσε πάλι πάνω της. Έψαξε μάνι μάνι και κάτι ξετρύπωσε από την τσέπη της. Το 'κρυψε στη χούφτα σφιχτά. Έπειτα, γύρισε αργά και σωριάστηκε στη ρίζα του τοίχου. Ο σκουπιδιάρης της έριξε στα πόδια ένα μαντιλάκι κομποδεμένο, που 'κλεινε ακόμα στα δάχτυλα η νεκρή.
— Άιντε και τη ρέστη κληρονομιά, χωράτεψε από ψηλά.
Το καμιόνι μουγκάνισε και κίνησε χοροπηδώντας στις λακκούβες του δρόμου. Χάθηκε γρήγορα στη γωνιά, μέσα στο σταχτί νερόχιονο που τους έδερνε καταπρόσωπο όλους. Η μικρή απόμεινε μόνη...
Τη Χριστίνα την είχαν πνίξει τα δάκρυα.
— Το φτωχό, τ' ορφανό! θα ξυλιάσει σε τούτη την παγωνιά, ψιθύρισε στο Μηνά. Mα και δεν τολμούσε να του πει τίποτε άλλο. — Τ' ορφανό, το φτωχούλι... το δυστυχισμένο μου το πουλάκι.
Ο Μηνάς στεκόταν ακόμα και δεν την τραβούσε να φύγουν. Έπειτα σίμωσε κι έγειρε πάνω από το μισόγυμνο πλατάκι που αναρριγούσε.
— Έλα μαζί μου στο σπίτι. Θα σου δώσω να φας.
265Δεν έβγαλε μιλιά, μήτε ανασήκωσε το κεφάλι. Την τράβηξε από το χέρι. Δεν του 'φερε αντίσταση. Μόνο, όσο να στρίψουνε τη γωνιά, κρατούσε καρφωμένα τα μάτια κατά κει που 'χε χαθεί τ' αυτοκίνητο.
Καθώς την έμπαζε στο σπίτι η Χριστίνα τη ρώτησε πώς τη λένε. Και τότε αναλογίστηκε ότι περπατούσε ξιπόλητη. Δυο μεγάλα μάτια, ζωηρά, κατασκότεινα, λάμπανε παράξενα στο μαντιλοδεμένο μουτράκι.
Αλλά, δυστυχώς, απ' την πρώτη κιόλας μέρα η Μαργαρίτα τούς απογοήτεψε με το δύστροπο χαρακτήρα της. Όλο κείνο τ' απόγεμα δεν άνοιξε το στόμα. Καθότανε σκυφτή σιμά στο πυρωμένο μαγκάλι, με τα χέρια διπλωμένα στις αμασκάλες. Προσέξανε με τι πείσμα βαστούσε σφαλιχτή τη μια χούφτα. Ο Παπαθανάσης τη ρώτησε τι κρατούσε, μα πάλι εκείνη δεν καταδέχτηκε να τ' αποκριθεί. Σφίχτηκε και ζάρωσε πιο πολύ. Τότε της έστριψε το χέρι και της το πήρε. Δεν έβγαλε μιλιά. Ήτανε μια τρύπια μπακιρένια πεντάρα, μαυρισμένη από το χρόνο. Σαν της την έδωσε πίσω, τη χούφτιασε πάλι άλαλη και με την αύριο την πέρασε σ' ένα σπάγγο και την κρέμασε στο λαιμό της για φυλαχτό.
Μόνο κατά τα μεσάνυχτα η Χριστίνα είχε ξυπνήσει από 'να σιγανό, επίμονο κλάμα. Σηκώθηκε κι ανέβηκε στα νύχια ως το πατάρι, πάνω από την κουζίνα, που της είχαν φτιάξει γιατάκι. Τη βρήκε ανακαθισμένη στο στρώμα, να δαγκάνει τη μπατανία. Η Χριστίνα κάθισε αμίλητη πλάι της και τη χάιδεψε. Και τότε η μικρούλα χύθηκε στο λαιμό της και την αγκάλιασε. Ζάρωσε πάνω της μια γροθίτσα και σφιγγόταν στο στήθος της σ' έναν παροξυσμό. Εκεί έκλαψε ώρα πολλή, μ' αναφιλητά, ώσπου λίγο λίγο ξεθύμανε, καταλάγιασε. Η Χριστίνα τής χάιδεψε τα μαλλιά.
— Φτωχό μου παιδάκι, λοιπόν! Φτωχό μου πουλάκι!
Σύχασε τέλος κι αποκοιμήθηκε, βαστώντας της το χέρι σφιχτά.
Το πρωί, τη βρήκανε στην κουζίνα να παλεύει τη λάτρα, ανασκουμπωμένη από τα χαράματα, για «να τους ξεπλερώσει το ψυχικό». Δε δέχτηκε χάδι από τη Χριστίνα, αποτραβιότανε με κακία. Μάλιστα, μια στιγμή, στάθηκε μπροστά της και την κάρφωσε ίσια κατάματα.
— Εχτές το βράδυ έφαγα πολύ και με πείραξε. Ίσα ίσα, εμένα με πονούσε και η κοιλιά μου! της είπε άγρια. Και χάθηκε.
Σύχασε μοναχά σαν ανεγνωρίστηκε η θέση της εκεί μέσα. Πως αυτή θε να την κρατήσουνε στο σπίτι να τους είναι η «δούλα». Άλλωστε, στον κόσμο ήτανε παντέρημη πια. Ψυχή δεν είχε να τη νοιαχτεί.
Απ' την πρώτη κιόλας μέρα αρχίσανε οι στραβοξυλιές. Τη Χριστίνα την έπιανε, ώρες ώρες, απόγνωση με το κακότροπο ετούτο πλάσμα. 266Της είχε φορέσει πεντακάθαρο φουστανάκι, αφού την έχωσε στη σκάφη και την έγδαρε. Σε λίγο, της παρουσιάστηκε μουντζαλωμένη, σα να 'χε τσαλαβουτήσει στο γουρουνοστάσι. Μαυρίλες σ' όλο το μπούστο, στην ποδιά, στα μανίκια. Τη μάλωσε, της έδωσε αλλαξιά και την έβαλε να τα πλύνει μονάχη. Την άλλη μέρα ξανά τα ίδια. Το φουστάνι κατάμαυρο, λες και κυλιόταν στην καρβουνόσκονη. Την τρίτη πια έχασε την υπομονή.
— Επίτηδες το κάνεις, παιδί μου;
Η Μαργαρίτα χαμήλωσε τα μάτια και κάτι μουρμούρισε. Η Χριστίνα έκαμε το σταυρό της.
— Τι λες! Είσαι με τα καλά σου;
— Πένθος! ψέλλισε και τα τραβούσε από πάνω της. Δεν τα θέλω αυτά!
Συμμορφώθηκε σαν της βρήκανε κάτι σκούρα αποφόρια.
Στο νοικοκυριό όμως βγήκε ξεφτέρι κι η Χριστίνα ξανάσανε. Τους δούλευε σκλάβα από τη μαύρη νύχτα και δεν άφηνε τίποτε ακάμωτο. Άνοιγε κιόλας μονάχη της ιστορίες, για να 'χει κάτι οληνώρα να τους παλεύει. Έτσι κι η κυρά της κατάπινε τ' άδικα και δε μίλαγε.
Αλήθεια, ωστόσο, πως στην αρρώστια της, τον ερχόμενο χειμώνα, η Μαργαρίτα της στάθηκε κερί αναμμένο. Δεν είναι κι εύκολο να λησμονηθεί τέτοια αφοσίωση, νύχτα μέρα, τρισήμισι μήνες. «Θησαυρός πολυτιμότερος κι από τη στοργικότερη θυγατέρα», καθώς το 'λεγε κι ο γιατρός, ο κύριος Δερβένης. Μέσα στους φοβερούς της πόνους την αντίκριζε η Χριστίνα σιμά της, βάλσαμο και παρηγοριά. Μα πάλι, αναλογιζόταν, όλη αυτή η προκοπή τι αξία είχε στο βάθος, έτσι παγερή και αγέλαστη; Μη δεν ήταν σαν ξεπλερωμή κάθε υποχρέωσης; — πάτσι να 'μαστε πια.
Όχι, στην καρδιά της η Μαργαρίτα δεν κρύβει αγάπη για κανένα.
Δημ. Χατζής, «Το παιδί» (απόσπασμα)
ξένοι: τα γερμανικά στρατεύματα της Κατοχής.
δελτίο: πρόκειται για τα κουπόνια με τα οποία οι κάτοικοι των πόλεων προμηθεύονταν από τους φούρνους το λιγοστό ψωμί.
διάφορο: κέρδος.
ξον: (εξόν): εκτός από.
Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995), Γερανός ή Άνθρωποι και μηχανές (1982)
1. Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926 και πέθανε το 1992. Έζησε άνετα παιδικά χρόνια, που τα διαδέχτηκαν, στην περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής, χρόνια ανέχειας και αντίξοων καταστάσεων. Τον Νοέμβριο του 1944 αρρώστησε από φυματίωση και στη διάρκεια των Δεκεμβριανών λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε το σπίτι της οικογένειάς του. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο διάστημα 1948-1952.
Ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με τη δημοσιογραφία, συνεχίζοντας να την υπηρετεί ως το 1982. Από το 1961 ως το 1967 ήταν υπεύθυνος της φιλολογικής σελίδας της εφημερίδας "Μεσημβρινή ", στο διάστημα 1971-1972 ήταν βιβλιοκριτικός στην εφημερίδα "Το Βήμα" και από το 1975 ως το 1982 είχε την επιμέλεια του ένθετου "Φιλολογική Καθημερινή". Το 1968 συνυπέγραψε τη δήλωση των δεκαοχτώ συγγραφέων κατά του δικτατορικού καθεστώτος και υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας που παρουσίασε τα Δεκαοχτώ κείμενα (1970), τα Νέα Κείμενα I (1970) και τα Νέα Κείμενα II (1971) και διατέλεσε μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Εργάστηκε στο γραφείο τύπου της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο και στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών (1974-1981).
Πρωτοδημοσίευσε σε νεαρή ηλικία ένα διήγημα στο περιοδικό Μαθητικά Γράμματα (1943) και δέκα χρόνια αργότερα το πρώτο του μυθιστόρημα, Η πολιορκία. Παράλληλα άρχισε να μεταφράζει λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως έργα κλασικά. Το έργο του περιλαμβάνει μυθιστορήματα, θεατρικά κείμενα, κριτικά δοκίμια, ιστορικά αφηγήματα και μεταφράσεις. Μυθιστορήματα: Πολιορκία (1953), Μια σκοτεινή υπόθεση (1954), Ο Εωσφόρος (1959), Η απόπειρα (1964), Ο Γενναίος Τηλέμαχος (1972), Αντιποίησις αρχής (α' 1979), Φανταστική περιπέτεια (α' 1985), Ιαγουάρος (1987). Θεατρικά: Ενοικιάζεται δωμάτιον μετ' επίπλων (1962). Κριτικά δοκίμια: Μεταπολεμικοί πεζογράφοι (1982), Αφηγηματικά (1984), Δοκιμιακά και άλλα (1986). Ιστορικά αφηγήματα: Ο Εθνικός διχασμός (1984), Η δίκη των έξι (1975), Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών (1975). Μεταφράσεις: Φ. Ντοστογιέφσκι, Οι φτωχοί (1954), Μια αξιοθρήνητη ιστορία (1954), Άρθουρ Κέσλερ, Το μηδέν και το άπειρον (1960), Ο κομισάριος και ο γιόγκι (1962), Φραντς Κάφκα, Η δίκη (1961), Ο πύργος (1964), Τσέζαρε Παβέζε, Ο διάβολος στους λόφους (1969), Ν. Γκατζογιάννης, Ελένη (1983) κ.ά.
2. Η κριτική για το έργο του
«Τα έξι πρώτα μυθιστορήματα του Αλ. Κοτζιά αντλούν τη θεματική τους από τη νεοελληνική ιστορία της περιόδου 1943-1973. Αυτό και μόνο το γεγονός είναι αρκετό για να χαρακτηριστεί ο Αλ. Κοτζιάς ως πολιτικός μυθιστοριογράφος. Στόχος του δεν είναι απλά και μόνο η αντικειμενική αναπαράσταση ενός γεγονότος, αλλά κυρίως ο αντίκτυπός του σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, καθώς επίσης και η ανίχνευση των χώρων όπου δρουν οι ποικιλώνυμες δυνάμεις που στηρίζουν την εκάστοτε εξουσία. Ό,τι θεωρείται άηθες και ηθικά απαράδεκτο, αποκαλύπτεται πίσω από τις πιο αθώες φαινομενικά αποφάσεις. Αυτός ο κόσμος που κινείται μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε οποιοδήποτε καθεστώς, είναι στερημένος από ό,τι μάταια θα αναζητούσε ο αναγνώστης ως πολιτική συνείδηση [...]. Η έννοια του 'κακού' παρουσιάζεται στην πιο ακραία μορφή της, η βία επίσης συντελείται όχι ως ενέργεια ηθικά δικαιολογημένη αλλά ως κίνηση τυφλή, ενστικτώδης που καταστρέφει για να μην καταστραφεί η ίδια».
(Αλ. Ζήρας, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,
Εκδοτική Αθηνών, λ. Κοτζιάς Αλέξανδρος, τ. 5, σελ. 46)
«Συχνά μάλιστα, πλησιάζοντας περιοχές που είχαν παραμείνει ανεξερεύνητες [...], ορισμένα μυθιστορήματα του Κοτζιά οδήγησαν σε κάποιες (αναπόφευκτες ίσως τότε αλλά ανεπίτρεπτες τώρα πια) παρανοήσεις».
(Π. Ζάννας, «Αλέξανδρος Κοτζιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία,
Σοκόλης, Αθήνα, 1992, τ. Δ', σελ. 146)
«Ο κ. Κοτζιάς πριν καταπιασθεί με το μυθιστόρημά του θα έπρεπε πολλά να είχε διδαχθεί, θα έπρεπε πρώτα απ' όλα να έχει φροντίσει να πληροφορηθεί τι είναι λογοτεχνικό γράψιμο. Ο τρόπος γραφής της Πολιορκίας καθιστά την ανάγνωση τόσο επίπονη κι ανιαρή, είναι τόσο απωθητικό, ώστε κατηγορηματικά εμποδίζει ν' ανακαλύψουμε τις αρετές του βιβλίου - εάν υπάρχουν»
.
(Άλκης Θρύλος, «Το λογοτεχνικό 1953», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τ. 11, 1954, σελ. 313)
«Τα μυθιστορήματα του Κοτζιά δεν έχουν ήρωες με τη συνηθισμένη έννοια. Έχουν μορφές αντιηρωικές, αρνητικές (δεν υπάρχει κανένας "θετικός" ήρωας - κι αυτό είναι ένα από τα πολλά δεδομένα που τα διαφοροποιούν από τα μυθιστορήματα του "σοσιαλιστικού ρεαλισμού"), μορφές που συνήθως προκαλούν αποστροφή, απέχθεια, πρόσωπα με τα οποία αποκλείεται η ταύτιση του αναγνώστη (αλλά και του συγγραφέα). Όταν το μυθιστόρημα τελειώνει, ο αναγνώστης μπορεί να νιώσει μόνο οίκτο, διατηρώντας στάση κριτική (και μάλλον επικριτική) όχι μόνο απέναντι στα πρόσωπα, αλλά και απέναντι στα ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία που επισημάνθηκαν και πάνω στα οποία προβλήθηκαν οι μυθιστορηματικές μορφές. Αλλά και αυτά ακόμη τα στοιχεία δεν προσπαθούν να εξηγήσουν τα πρόσωπα. Είναι στοιχεία που συνθέτουν (μαζί με όσα μας προσφέρει η περιγραφή συμπεριφορών και νοοτροπιών) τους μηχανισμούς που ορίζουν, καθοδηγούν και τελικά καταρρακώνουν τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, πρόσωπα τραγικά». Και υποσημειώνει ο Π. Ζάννας ότι ο Τίτος Πατρίκιος επισήμανε πρώτος αυτό το στοιχείο μιλώντας για την Πολιορκία [στο Διαβάζω, 7, 1977, σελ. 65]: "μπόρεσε ν' αναδείξει τους ιδεολογικο - πρακτικούς μηχανισμούς που για να συντηρηθούν πρέπει να εξοντώσουν όσους τους αντιστέκονται και που λειτουργώντας αναγκάζουν τους φορείς τους να καταστρέψουν κι όποιον θα μπορούσαν ν' αγαπούν, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους"».
(Π. Ζάννας, Η μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλης, ό.π. , σελ. 155)
Ο Π. Ζάννας σημειώνει ότι Η Πολιορκία κοιτάχτηκε με πιο καθαρό μάτι και από την κριτική της αριστεράς όταν, το 1976, κυκλοφόρησε σε τρίτη έκδοση.
«Η γραφή των μυθιστορημάτων του Κοτζιά βασίζεται σε μια όλο και πιο συστηματική επεξεργασία της αφηγηματικής τεχνικής. Αβέβαιη στα τρία πρώτα μυθιστορήματα, κυριαρχείται και κυριαρχεί στα επόμενα. Υποτάσσεται στη λογική της οπτικής γωνίας ή της αφηγηματικής φωνής, επιβάλλει (συχνά εναλλακτικά) το πρώτο, το δεύτερο ή το τρίτο ρηματικό πρόσωπο στο μυθιστορηματικό λόγο. Διασκορπίζει σε όλο το κείμενο τα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία, τις νύξεις, τις υπομνήσεις, κάποιες πινελιές στα δευτερεύοντα πρόσωπα, κάποιες αναφορές στην ιστορική πραγματικότητα, που τελικά δένονται μεταξύ τους και συνθέτουν το πλέγμα του μύθου (της επινόησης) και της ιστορίας».
(Π. Ζάννας, ό.π., σελ. 156)
«Βασικό συστατικό της γραφής του Κοτζιά η γλώσσα. Από την πρώτη στιγμή έδειξε μια ξεχωριστή φροντίδα στην επεξεργασία της, γεγονός που ίσως να μην επισημάνθηκε από την παλαιότερη κριτική, που μάλλον ξαφνιάστηκε από την έλλειψη κάθε καλλιέπειας. Ο Κοτζιάς αντίθετα, και κυρίως στα μεταγενέστερα μυθιστορήματα, υιοθέτησε μια ιδιωματική γλώσσα [...], προσαρμοσμένη στον κοινωνικό χώρο που περιγράφει. Γλώσσα που επιτείνει (σε ορισμένους τουλάχιστον αναγνώστες) την αποστροφή, αλλά και που δημιουργεί, με τη σπάνια αίσθηση του γλωσσικού ρυθμού και της λεκτικής ακρίβειας που διαθέτει ο συγγραφέας, ένα αξιοθαύμαστο πολυγλωσσικό και πολυφωνικό αποτέλεσμα.
Ο γλωσσικός οίστρος γίνεται ιδιαίτερα αισθητός στους εσωτερικούς, συνειρμικούς μονολόγους και —με διαφορετικό τρόπο στα διαλογικά μέρη των μυθιστορημάτων. Οι διάλογοι επεκτείνονται (κάποτε και υπερβολικά) με τρόπο που δεν αποβλέπει σε περισσότερο ρεαλισμό, αλλά στη δημιουργία μιας πιο μεγάλης έντασης, με εξπρεσιονιστικούς χρωματισμούς που φωτίζουν τα πρόσωπα. Δεν λείπει ο σαρκασμός, η λοιδορία, η γελοιογράφηση με μια παράξενη αίσθηση του παράλογου και του κωμικού».
(Π. Ζάννας, ό.π., σελ. 156)
«Γενικά κεντρικό θέμα της πεζογραφίας του Κοτζιά αποτελεί η μεταφυσική του κακού. Παρόμοια με κάποιους άλλους χριστιανούς συγγραφείς, βλέπει κι αυτός το κακό σαν κυριαρχικό γνώρισμα της ζωής, και για τούτο η παρουσία του βαραίνει εφιαλτικά και στα τρία του μυθιστορήματα. Το ανθρώπινο, το θεϊκό στοιχείο είναι τόσο λίγο, ίσα ίσα όσο χρειάζεται για να εκμηδενίζεται, και με τη συντριβή του να 'ρχεται η κάθαρση. Υπάρχει πάντα ένα εξιλαστήριο θύμα στα βιβλία του, το πιο αδύναμο και το πιο ανυπεράσπιστο πλάσμα συνήθως, όπως η Χριστίνα στην Πολιορκία κι η μικρή μαθήτρια στο Μια σκοτεινή υπόθεση, που σηκώνει στις πλάτες του όλο το βάρος και τελικά συντρίβεται κάτω από την πίεση μεγαλύτερων δυνάμεων. Είναι και η μόνη φωτεινή ακτίνα, μέσα στο ζοφερό κατά τ' άλλα κόσμο του συγγραφέα».
(Κ. Στεργιόπουλος, εφ. Βραδυνή, 14 Ιανουαρίου 1963)
«Ειδολογικά ο Α.Κ. κινείται μέσα στο χώρο του κλασικού μυθιστορήματος. Ήδη με το πρώτο από τα έργα του, την Πολιορκία, έδειξε ότι κατέχει αυτό τον χώρο. Με το τελευταίο, την Απόπειρα, φτάνει σε μια τελειότητα μορφής [...]».
(Τ. Κουφόπουλος, εφ. Μεσημβρινή, 1965, από την ανθολόγηση του Π. Ζάννα, ό.π., σελ. 162-163)
«Η Πολιορκία μπόρεσε ν' αναδείξει τους ιδεολογικοπρακτικούς μηχανισμούς που για να συντηρηθούν πρέπει να εξοντώσουν όσους τους αντιστέκονται και που λειτουργώντας αναγκάζουν τους φορείς τους να καταστρέψουν κι όποιον θα μπορούσαν ν' αγαπούν, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους. Μέσα στη διάπλεξη των κατοχικών συγκρούσεων η πολιορκία δείχνει τους μηχανισμούς αυτούς σ' έναν τερατώδη παροξυσμό. Αλλά δεν τους κλείνει μόνο σ' αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο. Υποδηλώνει τη λειτουργία τους σε άλλα επίπεδα και μ' άλλες μορφές, που έχουν προϋπάρξει. Έτσι π.χ. ο Παπαθανάσης, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, την πρακτική της μεταβολής του ανθρώπου σε ' άλλον', της αναγωγής του σε αντικείμενο που είναι για να χρησιμοποιείται ή να καταστρέφεται, την έχει ήδη ασκήσει πάνω στους μαύρους της Αφρικής».
(Τίτος Πατρίκιος, Διαβάζω, 1977, σελ. 164)
«Ο Αλ. Κοτζιάς δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, και φαντάζομαι πως μήτε ποτέ θα γίνει ένας συγγραφέας κεραυνοβόλος. Βαρύς και αργός, αργότατος, επαναληπτικός, συσσωρευτικός, μακροσκελής, σχολιαστικός σαν ψυχαναλυτής, αναλυτικός εξηγητής και όχι τόσο εφευρετικός σε ευφάνταστους μύθους και επεισόδια, σφυρηλατεί μέσα σε πλήθος σελίδων την ίδια λεπτομέρεια, για να ξαναγυρίσει σ' αυτήν αφού στο μεταξύ θα σφυρηλατήσει πολλές άλλες παρόμοιες λεπτομέρειες. Αργεί πολύ και δυσκολεύεται ν' αρπάξει το κύριο θέμα του, σα να το γυρεύει από φράση σε φράση, ενώ θα πρέπει να πιστεύουμε πως ήδη το ξέρει και το έχει στοχαστεί, πριν ακόμη αρχίσει να το πραγματοποιεί σε μυθιστόρημα. Τον Κοτζιά σα μυθιστοριογράφο πρέπει κανείς να τον συγχρωτιστεί πολύ για να τον ανακαλύψει».
(Αντρέας Καραντώνης, 24 σύγχρονοι πεζογράφοι, 1978, Νικόδημος, Αθήνα,, 1978, σελ. 264)
«Με ήρωες άτομα λαϊκής καταγωγής και στοιχειώδους αντίληψης (ευάλωτα συνεπώς στις πιέσεις της εξουσίας) ή άτομα μικροαστικής τάξης (και επιρρεπή συνεπώς σε συναλλαγή με την εξουσία), ο κόσμος του Αλ. Κοτζιά και η "μυθολογία" του απαρτίζουν ένα σύστημα σημείων, όπου οι δόσεις του καλού και του κακού παρουσιάζονται σε έσχατη ανάλυση ισοδύναμες. Όμως, πριν από το έσχατο αυτό στάδιο, επικρατεί η ζοφερή εικόνα των καταστάσεων και τα αποπνικτικά στοιχεία που τη συγκροτούν. Ωστόσο, αυτή η ροπή του συγγραφέα προς την υπογράμμιση σκοτεινών όψεων της ζωής δεν είναι δίκαιο να εκληφθεί ως μονομέρειά του, μα ως έγνοια του για την υπέρβαση των αρνητικών φαινομένων μιας υπαρκτής κατάστασης, δίχως να ολισθαίνει στην ηθικολογία, η οποία μάλλον υπονομεύεται, διότι υποβαθμίζει τη βαθύτερη υπαρξιακή αντιμετώπιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο Αλ. Κοτζιάς είναι "πολιτικός" συγγραφέας υπό την έννοια ότι οι ήρωές του και οι πράξεις τους τοποθετούνται μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ταυτόχρονα όμως αντιμετωπίζονται και ως υπαρξιακές οντότητες με ό,τι ο συνδυασμός αυτός συνεπάγεται. Ξεκινώντας με συγκρατημένα ελλειπτική γραφή και με οργάνωση της ύλης σύμφωνα με την παράδοση της κλασικής πεζογραφίας, ιδωμένης κριτικά, εξελίχθηκε από τον Γενναίο Τηλέμαχο και ύστερα σε απολύτως νεωτερικό πεζογράφο, του οποίου ο μαιανδρικός λόγος ενεργεί και ως φορέας γεγονότων και σημασιών και παράλληλα ως φορέας της λειτουργίας και ροής της συνείδησης. Γραφή πλούσια και τελικά δύσκολη, που δεν αποβλέπει στη συγκίνηση του αναγνώστη, αλλά στην ενεργητική συμμετοχή και την εγρήγορσή του».
(Αλεξ. Αργυρίου, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα, λ. Κοτζιάς Αλέξανδρος, τ. 35, σελ. 287)
«Θεματολογικά, το χαρακτηριστικότερο αναγνωριστικό στοιχείο των βιβλίων του Κοτζιά είναι η εξουθενωτική ασχήμια των χαρακτήρων του —στα κίνητρα, στη γλώσσα, στη συμπεριφορά, στην εμφάνιση. Είναι πιθανό ότι ο συγγραφέας θέλησε με αυτό τον τρόπο να επιστήσει, μέσω ενός σοκ, την προσοχή του αναγνώστη στους θλιβερούς ανθρώπινους χαρακτήρες που παρήγαγε η μεταπολεμική πραγματικότητα. Έτσι, ωστόσο, εξέθεσε τον εαυτό του στον κίνδυνο της μονομέρειας κι ενός κάπως μονολιθικού αρνητισμού [.....].
»Αν και η αντίληψη του Κοτζιά για τη μεταπολεμική Ελλάδα φαίνεται σήμερα περισσότερο δικαιολογημένη από εκείνη άλλων συγγραφέων της γενιάς του, η κύρια και πιο ενδιαφέρουσα συμβολή του στην ελληνική πεζογραφία βρίσκεται αλλού. Είναι η εντελώς ιδιότυπη γραφή, ένα είδος ρεαλιστικού εσωτερικού μονόλογου, που αναφέρεται περισσότερο σε εξωτερικές πράξεις παρά σε διεργασίες της συνείδησης και συνθέτει σταδιακά μια εικόνα του κεντρικού προσώπου διαφορετική από εκείνη που το ίδιο θέλει να παρουσιάσει».
(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα,, 1999, σελ. 130)
«Ο Αλ. Κοτζιάς, ο αυτοαποκαλούμενος ωσεί ρεαλιστής ή ψευδορεαλιστής πεζογράφος, σέβεται την πιθανοφάνεια και τηρεί απαρέγκλιτα τις συμβάσεις του χώρου, του χρόνου και γενικά την ατμόσφαιρα της εποχής στην οποία τοποθετεί τις ιστορίες του. Εντάσσει δηλαδή τις ιστορίες του σ' αυτό που ονομάζουμε νεοελληνική πραγματικότητα. Όμως υπερβαίνει αυτό τον εξωτερικό ρεαλισμό καθώς εισβάλλει στη συνείδηση των ηρώων του, συνήθως περιθωριακών, και στα χαοτικά σκιρτήματα του ψυχισμού τους, για να συλλάβει τη μυστική ρίζα του κακού [...]».
(Γ.Δ. Παγανός, Μοντερνισμός και πρωτοπορίες, Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σελ. 158-159)
3. Διδακτικές επισημάνσεις
Το κείμενο είναι απόσπασμα από το πρώτο μυθιστόρημα του Αλ. Κοτζιά (1953), που η υπόθεσή του διαδραματίζεται στην τελευταία περίοδο της γερμανικής Κατοχής —συγκεκριμένα το 1943— και έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Μηνά Παπαθανάση, έναν παραστρατιωτικό συνεργάτη των Γερμανών και αρχηγό ένοπλης ομάδας που συγκρούεται με τις αντιστασιακές ομάδες της Αριστεράς. «Ο αμοραλισμός και η θηριωδία δεν περιορίζονται ωστόσο στην εξόντωση του αντιπάλου και στην αδίστακτη συνεργασία με τον κατακτητή. Ζώντας αδιάκοπα την αβάσταχτη αγωνία του θανάτου, οι παγιδευμένοι άντρες μετατρέπουν τη μικρή κατοικία μέσα στην οποία βρίσκονται ταμπουρωμένοι σε μια κόλαση βίας κατ' εικόνα και ομοίωσιν του ανεξέλεγκτου μηχανισμού του οποίου αποτελούν ασήμαντα εξαρτήματα». (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, Κέδρος). Παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας σκιαγραφεί έναν κόσμο σκοτεινό και αδυσώπητο, εντούτοις καταγράφει, με τη γεμάτη ευαισθησία οπτική του, στιγμιότυπα γεμάτα ανθρωπιά, περιγράφοντας μικρά συγκινητικά συμβάντα και αποδίδοντας αισθήματα ευσπλαχνίας στον ίδιο τον «αρνητικό ήρωά» του και στη γυναίκα του, τη Χριστίνα. Ένα τέτοιο συμβάν αφηγείται στο απόσπασμα που έχει ανθολογηθεί στο σχολικό εγχειρίδιο. Σ' αυτό η μικρή Μαργαρίτα, τυλιγμένη στα κουρέλια της, κάθεται κατάχαμα «κάποιο παγερό πρωινό, τον απαίσιο εκείνο χειμώνα» [του 1941] δίπλα στο ξυλιασμένο κουφάρι της μάνας της, ενώ οι περαστικοί κοντοστέκονται και σκορπίζουν έπειτα αδιάφοροι, ώσπου ένα καμιόνι φτάνει και οι σκουπιδιαραίοι μαζεύουν το άψυχο κορμί. Η μικρή τρέχει από πίσω τσιρίζοντας, η Χριστίνα συγκινείται και μαζί με τον Μηνά βρίσκονται να περιμαζεύουν τη Μαργαρίτα και να την οδηγούν στο σπίτι τους, όπου της προσφέρουν φαγητό και στέγη. Ακολούθως σκιαγραφείται η συμπεριφορά και αναλύεται ο χαρακτήρας της μικρής Μαργαρίτας και το απόσπασμα κλείνει με μιαν αφοριστική διαπίστωση του αφηγητή: «Όχι, στην καρδιά της η Μαργαρίτα δεν κρύβει αγάπη για κανένα».
• Αφού παρουσιαστεί σε γενικές γραμμές ο μύθος, οι μαθητές καλούνται να γνωρίσουν το έργο ενός ακόμη πεζογράφου της μεταπολεμικής γενιάς, που η φωνή του ηχεί εντελώς διαφορετικά από πολλούς σύγχρονους ομότεχνούς του.
• Να προβληματιστούν γύρω από την επίδραση που ασκούν στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και συμπεριφορά οι σκληρές και αντίξοες εξωτερικές συνθήκες.
• Να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο ο αφηγητής παρακολουθεί από κοντά το κεντρικό πρόσωπο (τη Μαργαρίτα στο συγκεκριμένο απόσπασμα) αναλύοντας τις διαδοχικές πράξεις και συμπεριφορές του.
• Να σχολιαστεί τ' ότι ο αφηγητής φωτίζει, εκτός από το κεντρικό πρόσωπο, την ομάδα των περαστικών και ο λόγος που η αφήγηση από τριτοπρόσωπη - απρόσωπη - γίνεται πρωτοπρόσωπη.
• Να προσεχθεί η δύναμη με την οποία περιγράφονται οι συνθήκες ζωής και θανάτου στους δρόμους της Αθήνας στην περίοδο της Κατοχής (ειδικά το χειμώνα του 1941). (Πιθανόν να μπορεί να γίνει και παραλληλισμός με την περιγραφή του λοιμού από τον Θουκυδίδη).
• Ν' αναλυθεί η τελική αποφθεγματική διαπίστωση του αφηγητή σχετικά με τη Μαργαρίτα («στην καρδιά της η Μαργαρίτα δεν κρύβει αγάπη για κανέναν») και να συζητηθεί αν κάτι τέτοιο μπορεί να ευσταθεί ή αν είναι αυθαίρετο συμπέρασμα.
• Να προσεχθεί με ποιο τρόπο τέμνεται ο χρόνος της ιστορίας με το χρόνο της αφήγησης, πώς αισθητοποιείται η αναδρομή στο παρελθόν, καθώς και οι αφηγηματικοί τρόποι (διάλογος, περιγραφή, ελεύθερος πλάγιος λόγος) με τους οποίους διανθίζεται η αφήγηση.
Παράλληλο κείμενο
Μπορεί να δοθεί ως παράλληλο κείμενο ένα απόσπασμα από το διήγημα του Δημ. Χατζή, Το παιδί (Η λέξη, 61, 1987, σελ. 3-17) και να εξεταστεί ποια είναι η θεματική του συνάφεια ή σύνδεση με το απόσπασμα της Πολιορκίας, καθώς και ορισμένες από τις αφηγηματικές τεχνικές του συγγραφέα (αφηγητής, οπτική γωνία, αφηγηματικοί τρόποι):
«Το πρωί έφεραν πραγματικά το παιδί στην πολυκατοικία της Κυψέλης. Ήταν ένα γλυκό κοριτσάκι, με μεγάλα μάτια - καχεκτικό στο σώμα, με φοβισμένη φωνούλα. Συμπεριφερόταν ήσυχα και έτρωγε πολύ λίγο. Αυτά τα δυο προτερήματα καθησύχασαν πολύ τη γυναίκα. Στους συγκάτοικους είπαν ότι φιλοξενούσαν μια μικρή τους ανεψούλα. Όλοι το πίστεψαν... Ως το βράδυ, είχαν συνηθίσει κιόλας την παρουσία της. Της έστρωσαν να κοιμηθεί στο σαλόνι. Όταν το έβαλαν να κοιμηθεί, το κοριτσάκι άπλωσε τα καχεκτικά του χεράκια, τους αγκάλιασε και τους δυο, τους φίλησε και αμέσως αποκοιμήθηκε.
— Καλό κοριτσάκι είναι το φουκαριάρικο, είπε η γυναίκα. Αισθάνομαι ότι το αγάπησα κιόλας... Καλά καλά, ούτε πρόσεξα πως όλη τη μέρα ήταν εδώ.
— Τα βλέπεις της είπε ο άνδρας σα φουσκωμένος διάνος [...]. Ακριβώς στη μία η ώρα τους ξύπνησε το κλάμα του παιδιού. Στη φωνή του
υπήρχε κάτι το φοβερό και τ' αναφυλλητά του σου ράγιζαν την καρδιά. Το άκουσαν που σηκώθηκε απ' το κρεβάτι του διπλανού δωματίου, έτρεξε στο παράθυρο, ύστερα πίσω στο κρεβάτι και ξανά στο παράθυρο. Για λίγο σταμάτησε, ύστερα όμως άρχισε πάλι τα ίδια.
— Τι να κάνουμε; ρώτησε η γυναίκα. Ο άνδρας τής έπιασε το χέρι.
— Μη φοβάσαι, σίγουρα είδε κανένα άσχημο όνειρο. Παιδί είναι, θα ξανακοιμηθεί.
— Κι αν αρχίσει να φωνάζει;
Αλλά δε φώναξε. Το αντρόγυνο, με κομμένη την ανάσα, ξημερώθηκε στο κρεβάτι. Τότε μόνο μπόρεσε να κοιμηθεί η γυναίκα. Ο άντρας της όμως ήταν ξύπνιος, κρατώντας με τα δυο του χέρια το κεφάλι, αλλά του κάκου. Σε κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε κι αυτός, αλλά κάτι παράξενα, εφιαλτικά όνειρα τον βασάνιζαν: Γκεστάπο... παιχνίδι με το θάνατο... κορόνα-γράμματα... εγγλέζικες λίρες [...]».
4. Ενδεικτική βιβλιογραφία
ΑΡΓΥΡΙΟΥ Αλ., «Κοτζιάς Αλέξανδρος», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα.
ΖΑΝΝΑΣ Π., «Αλέξανδρος Κοτζιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία - Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67, τ. Δ', Σοκόλης, Αθήνα, 1992, σελ.142-223.
ΖΗΡΑΣ Αλ., «Κοτζιάς Αλέξανδρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 5, Εκδοτική Αθηνών.
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ Αν., 24 σύγχρονοι πεζογράφοι, Νικόδημος, Αθήνα, 1978.
ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ Δ., Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα, 1999.
ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Κ., Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003.
ΠΑΓΑΝΟΣ Γ., Μοντερνισμός και πρωτοπορίες, Σαββάλας, Αθήνα, 2003.
ΠΟΛΙΤΗΣ Λ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1980.
ΣΑΧΙΝΗΣ Απ., Νέοι πεζογράφοι 1945-1965, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1965
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Νέα Εστία, Αφιέρωμα, Δεκέμβριος 2002.
Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992)
Βιβλιοnet
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΠΟ.Θ.Ε.Γ.
Το πεζογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά. Του Μπάμπη Δερμιτζάκη
Εκπομπή ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ
Παρουσίαση της συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...