ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Κώστας Ταχτσής, Τα ρέστα
Απο τη Συλλογη Τα ρέστα (1972).
Τα ρεστα
— «Έφτυσα! Αλίμονό σου αν χαζέψεις πάλι στο δρόμο!»
Δεν έφτυνε ποτέ στ' αλήθεια, μόνο με λόγια, μα το νόημα της απειλής ήταν καθαρό: Έπρεπε νάχεις γυρίσει πίσω πριν στεγνώσει το σάλιο.
Το πόσο γρήγορα στεγνώνει το σάλιο το καθόριζε εκείνη σύμφωνα με τις περιστάσεις, σύμφωνα με το κέφι της. Καμιά φορά στέγνωνε ώσπου να πεις κρεμύδι, σαν πουλί πήγαινες και σαν πουλί γύριζες, μα το σάλιο είχε στεγνώσει κιόλας, κι εκείνη σε περίμενε στην πόρτα με το λουρί στο χέρι.
Άλλοτε, γύριζες απ' το θέλημα που σ' είχε στείλει να της κάνεις και, στ' αντίκρισμα του σπιτιού απ' τη γωνιά του δρόμου, σ' έπιανε τρεμούλα, κάτι έσπαγε μέσα σου, λυνόντουσαν τα γόνατά σου, αντί να πάν' μπροστά, τα πόδια σου πήγαιναν πλάγια, πίσω, μπροστά, πλάγια, πίσω... Αναρωτιόσουνα γεμάτος αγανάκτηση με τον εαυτό σου τι σ' είχε κάνει να ξεχαστείς τόσο πολύ, ποιος ζερζεβούλης σ' είχε βάλει να σταθείς και να χαζέψεις τα παιδιά πούσερναν την κάργια απ' το ποδάρι, αν άξιζε τον κόπο να φας τόσο ξύλο για μια διασκέδαση πούχε τύχει στο δρόμο σου, στην οποία δεν είχες λάβει καν μέρος, και που, το χειρότερο απ' όλα, ανήκε κιόλας στο παρελθόν, ενώ η ώρα της Κρίσεως, η στιγμή της πληρωμής του λογαριασμού πλησίαζε αμείλικτα με κάθε βήμα πούκανες προς την πόρτα.
Κι όμως, συχνά οι φόβοι σου ήταν αδικαιολόγητοι. Έμπαινες στο σπίτι τρέμοντας σαν κατάδικος που πάει για εκτέλεση και, ξαφνικά, από την έκφραση του προσώπου της καταλάβαινες πως το σάλιο δεν είχε στεγνώσει ακόμα και το στήθος σου φούσκωνε μ' ανακούφιση, και, γεμάτος αγάπη κι ευγνωμοσύνη, γεμάτος έκσταση μπροστά σ' αυτό το θαύμα, την κοιτούσες, θάθελες να τρέξεις να τη φιλήσεις, οι τύψεις σου για το χάζεμα γινόντουσαν καπνός, και ξαφνικά λυπόσουνα που δεν είχες χαζέψει λίγο περισσότερο, τολμούσες μάλιστα και της έλεγες πως τα παιδιά στον απάνω δρόμο είχαν πιάσει μια κάργια και την έσερναν απ' το ποδάρι μ' ένα σπάγγο και την κλοτσούσαν σαν τόπι, ήταν σα να ομολογούσες καθαρά πως είχες χαζέψει, σα να την προκαλούσες να σου δείξει τα χαρτιά της, 294αν είχε σκοπό να σε δείρει, να σε δείρει μια ώρ' αρχήτερα να τελειώνουμε. Μα εκείνη ή δε σούδινε καθόλου σημασία, ή σούλεγε κάτι εντελώς άσχετο με το χάζεμα και την κάργια, σούλεγε: — «Ασ' το μπουκάλι στην κουζίνα, και πετάξου απέναντι στην κυρά-Χρυσή να της πεις νάρθει δυο λεπτά που θέλω να της μιλήσω».
Καμιά φορά μάλιστα —αλλά σπάνια— όταν ήταν στα κέφια της, όταν είχε έρθει αποβραδίς ο κύριος που της είχε αγοράσει το μικροσκοπικό γραμμόφωνο από την Έκθεση, ή ο κύριος πούφερνε πάντα τα μύδια και το κόκκινο χαβιάρι, τότε ξεχνούσε ακόμα και να φτύσει, κι όταν γύριζες από το φούρνο αγκομαχώντας από το βάρος της φραντζόλας που σούχε πέσει τρεις φορές στο δρόμο, όχι μόνο δε σε μάλωνε, μα σ' έπαιρνε στην αγκαλιά της και σούλεγε: — «Αχ, να χαρώ εγώ παιδί, που μεγάλωσε και μου κάνει δουλειές, τ' αγοράκι μου το καλό, που όταν γεράσω, θα με παίρνει απ' τον ίσκιο και θα με βάζει στον ήλιο!», και γελούσε με την καρδιά της.
Τι ωραία που ήταν η ζωή τέτοιες μέρες! Το γραμμόφωνο έπαιζε συνεχώς, κι εκείνη τραγουδούσε μαζί του:
Σ' ένα ταγκό σφιχτήκαν
κι αγκαλιαστήκαν
μ' αυτή στον κάθε γύρο
κοιτάει τριγύρω...
Τα πρωινά ερχόταν η κυρά-Ρωξάνη απ' την Τούμπα κι έπλενε τα ρούχα γιατί εκείνη σιχαινόταν το πλύσιμο, ή σφουγγάριζε το πάτωμα, έκανε το σπίτι λαμπίκο, χαιρόσουνα να το βλέπεις, ή ερχόταν μόνο και μόνο για να σου κάνει παρέα, να σου πει παραμύθια, επειδή εκείνη έπρεπε να βγει έξω, να πάει πρώτα στο δικηγόρο για το διαζύγιο, και μετά στον οδοντογιατρό, κι από κει στου Μοδιάνου να ψωνίσει. Μ' αν έμενε στο σπίτι, έβγαινε τ' απόγεμα στο παράθυρο, και φώναζε τον παγωτατζή: — «Κυρ-Πρόδρομε, δος μου δυο παγωτά καϊμάκι, κι όχι κούφιο το χωνί από μέσα, τι έγινες βρε χριστιανέ μου, σε χάσαμε τόσες μέρες».
Έπαιρνε δυο παγωτά, ένα για την κυρά-Ρωξάνη κι ένα για σένα, εκείνη δεν έτρωγε παγωτό γιατί πήγαινε στον οδοντογιατρό, αν και καμιά φορά δεν άντεχε να σε βλέπει να το γλείφεις κι εκείνη να μην τρώει, και σούλεγε: — «Δε θα δώσεις λιγούτσ'κο της μαμάκας που στ' αγόρασε;» Κι έβαζε τις παλάμες μπροστά στο πρόσωπο κι έκλαιγε, «α, α, α!».
Κι αμέσως έτρεχες κοντά της, και σήκωνες ψηλά το χέρι με το χωνί, 295κι ας ήξερες πως έκλαιγε στα ψέματα, περήφανος που μπορούσες να κάνεις και συ κάτι για κείνην, αλλά, έλα, ομολόγησέ το, προσέχοντας με κομμένη ανάσα πόσο θα δαγκώσει, γιατί στο κάτω της γραφής το παγωτό ήταν δικό σου, να φάει κι εκείνη, αλλά να μην το φάει όλο.
Τα βράδια ήταν ακόμα πιο ωραία όταν ήταν στις καλές της. Ο τόπος μοσχοβολούσε απ' τις μυρωδιές πούφταναν απ' την αυλή του αντικρινού σπιτιού, γιασεμί κι αιγόκλημα, κι η ατμόσφαιρα είχε κάτι το εορταστικό, ήταν Πρωτομαγιά, σου φορούσε τη λουλουδένια σου ποδιά με το λάστιχο στα μπατζάκια και σ' έστελνε στο δρόμο να παίξεις όσο ήθελες αλλά να μη γυρίσεις πίσω μουτζούρης.
Ύστερα έβγαζε τις γλάστρες στην εξώπορτα, την μπιγκόνια, την ορτανσία και τους δύο φίκους, και τις πότιζε, κι έχυνε και κάνα-δυο κουβάδες νερό στο πεζοδρόμιο για να δροσίσει ο τόπος, κι ύστερα καθότανε κι εκείνη στο σκαλί, πλάι στις γλάστρες, κι έπιανε κουβέντα με την κυρά-Χρυσή, ή μάζευε τα μεγάλα κορίτσια και τα μεγάλ' αγόρια που πήγαιναν στην τρίτη Γυμνασίου, και τους μάθαινε τη μπερλίνα και την κολοκυθιά — πινακωτή, πινακωτή, από τ' άλλο μου τ' αφτί, έμαθα πως έχεις μια κολοκυθιά που κάνει δέκα κολοκύθια... Μια φορά μάλιστα σηκώθηκε κι έπαιξε σκοινάκι, για να δείξει στα κορίτσια πώς πηδάνε, και δε βγήκε απ' το παιχνίδι επειδή έχασε, μα μόνο όταν φούσκωσε, και την έπιασαν τα γέλια, κι είπε: «Άστε με ήσυχη, βρε σατανάδες, δεν είμ' εγώ πια για τέτοια πράματα, έχω κοτζάμ γιο!»
Μα ήταν άλλες μέρες, όλες χειμωνιάτικες, όλες γεμάτες σύννεφα, που είχε τα μπουρίνια της, που κάπνιζε συνεχώς σα φουγάρο, κι έτρωγε τα νύχια της, και τέτοιες μέρες, όχι μόνο δεν έπρεπε να χαζέψεις στο δρόμο, μα ούτε στο σπίτι να παίξεις με τα χρυσά απ' τα τσιγάρα, ούτε να μιλήσεις. Γιατί σούλεγε: — «Πρόσεξε καλά, μη βγάλεις άχνα σήμερ' απ' το στόμα σου, γιατί θα σε σκίσω σα σαρδέλα!»
Τέτοιες μέρες το καλύτερο ήταν να μη σε στείλει έξω για θέλημα, γιατί ήξερες πως, όσο γρήγορα κι αν γύριζες πίσω, το σάλιο είχε κιόλας στεγνώσει, κι αν δεν είχε στεγνώσει το σάλιο, είχες ξεχάσει να πάρεις αλάτι, «Τι άλλο σούπε η μαμά σου να πάρεις;» σούλεγ' ο μπακάλης, μα όσο κι αν βασάνιζες το μυαλό σου, ήταν αδύνατο να θυμηθείς, ή χάζευες στο δρόμο, ξεχνούσες εντελώς πως σήμερα είχε τα μπουρίνια της και στεκόσουνα και χάζευες τα παιδιά πούδιναν μια δεκάρα κι έβλεπαν το Πανόραμα, ή σ' έβλεπαν να κρατάς κάτι σφιχτά μέσα στη φούχτα σου, και σούλεγαν: — «Έλα να παλέψουμε και θα σ' αφήσω να με νικήσεις», και σούκλεβαν 296τα ρέστα χωρίς να πάρεις είδηση, κι εκείνη, αντί να βγει να δείρει τα παιδιά, έδερν' εσένα. — «Ήμαρτον μανούλα μου», φώναζες μέσα απ' τους λυγμούς σου, «ήμαρτον, δεν θα το ξανακάνω!», και προσπαθούσες να κρυφτείς πίσω απ' τη φούστα της, μα όσο της ξέφευγες, κι όσο περισσότερο έκλαιγες, τόσο περισσότερο σκύλιαζε, δεν της άρεσε να κλαις, ούτε να παρακαλάς, εννοούσε να δέχεσαι την τιμωρία σαν άντρας. — «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις», σούλεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου έβρισκε, «ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον προκομμένο τον πατέρα σου δεν χρειάζεται άλλους η κοινωνία — πες μου, θα γίνεις άντρας; Πες: «Θα γίνω άντρας! » Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ' τα χέρια μου, σήμερα θάν' το τέλος σου!» Κι έλεγες: — «Ναι μανούλα μου, θα γίνω». — «Και δε θα ξαναχαζέψω στο δρόμο». — «Και δε θα ξαναχαζέψω!» — «Ούτε θα με πιάνουν κορόιδο οι αλήτες να μου κλέβουν τα ρέστα μου!» — «Όχι μανούλα μου, όχι!...» — «Άντε τώρα, ξεκουμπίσου από μπροστά μου πριν μετανιώσω, τράβα να πλύνεις τα μούτρα σου, και να μην ακούσω τσιμουδιά! — που να μην έσωνα και να μην έφτανα να σ' είχα γεννήσει!...»
Τέτοιες μέρες το γραμμόφωνο ή δεν έπαιζε καθόλου ή έπαιζε συνεχώς την ίδια πλάκα...
Φτώχεια, μέσα στην πλάση ετούτη
έχεις τα πιο πολλά παιδιά...
Κι εκείνη έβγαινε το βράδυ έξω χωρίς να ειδοποιήσει την κυρά-Ρωξάνη νάρθει να σου κάνει παρέα, σ' έβαζε στο κρεβάτι κι έβγαινε, και γύριζε αργά, πόσο αργά δεν ήξερες, πολλές φορές δεν ήξερες καν ότι έλειπε, μα θάσουνα στον τρίτο ή στον τέταρτο ύπνο όταν άκουγες κουβέντες από πολύ μακριά, κι άνοιγες για μια μόνο στιγμή τα μάτια σου κι έβλεπες τον άγγελό σου ολόγυμνο, χωρίς φτερά, μπροστά στο κρεβάτι της, κι ύστερα έσβηνε η λάμπα του πετρελαίου, έσβηναν οι κουβέντες, και το σκοτάδι ήταν σα βαρειά κουβέρτα στα μάτια σου, κι έπεφτες σα μολύβι στον πέμπτο ύπνο...
Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει — πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία — που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα 297να σ' εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς;
Δε μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή όταν ξεχνούσα ν' αγοράσω τ' αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μούχαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξη ή εφτά δεκάρες!
Μιχ. Γκανάς, [Εσύ δεν θα πεθάνεις...]
Στρ. Τσίρκας, «Η Νυχτερίδα» (απόσπασμα)
To τρίτο στεφάνι. Εξώφυλλο της έκδοσης στα αγγλικά (σχέδιο Γιάννη Μόραλη)
1. Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1927. Σε ηλικία επτά ετών χωρίζουν οι γονείς του και ο ίδιος, ακολουθώντας την οικογένεια της μητέρας του, εγκαθίσταται στην Αθήνα. Τελειώνει το σχολείο και ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα να φοιτήσει στη σχολή εμποροπλοιάρχων, δίνει εξετάσεις και πετυχαίνει στη Νομική Αθηνών όπου φοιτά για δύο χρόνια. Στη δεκαετία 1954-1964 ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της δυτικής Ευρώπης, της Αφρικής, της Αυστραλίας και της Αμερικής, κάνοντας διάφορες δουλειές για βιοπορισμό. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έγινε μέλος της επιτροπής έκδοσης του περιοδικού Πάλι, ενώ εργάστηκε και σαν ξεναγός και μεταφραστής. Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε το 1951 με τη συλλογή Ποιήματα. Ακολούθησαν οι συλλογές Μικρά ποιήματα (1952), Περί ώραν δωδεκάτην (1953), Η συμφωνία του Μπραζίλιαν (1954), Καφενείον το Βυζάντιον και άλλα ποιήματα.(1956) Το 1962 εκδίδει ο ίδιος το πρώτο πεζό του έργο, το μυθιστόρημα Το τρίτο στεφάνι. Ακολουθούν η συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα (1972), Η γιαγιά μου η Αθήνα (1979), Το φοβερό βήμα (1989), Από τη χαμηλή σκοπιά (1992) και το Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κ. Ταχτσής; Το μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνει κωμωδίες του Αριστοφάνη και το θεατρικό έργο του Ντε Φίλιππο Φιλουμένα Μαρτουράνο. Ο Κ. Ταχτσής δολοφονήθηκε το 1988 στην Αθήνα.
Το πεζογραφικό έργο του Ταχτσή, αν και μικρό σε όγκο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα θέματά του αντλούνται από την καθημερινότητα, από μικρά, απλά και φαινομενικά ασήμαντα περιστατικά. Ο Ταχτσής κατέγραψε με αριστουργηματικό τρόπο «την καθημερινότητα του μικροαστού νεοέλληνα, τη μιζέρια της μικροαστικής συνοικίας, αφήνοντας πού και πού, εντέχνως, να αναδυθούν και κάποιες αναθυμιάσεις του υπόκοσμου, που όμως αντιμετωπίζει με συμπάθεια και, προπαντός, με κατανόηση». Βασικό γνώρισμα της πεζογραφίας του είναι η συνύφανση του ρεαλιστικού με το λυρικό στοιχείο.
2. Η κριτική για το έργο του
«Παρά το χιούμορ του συγγραφέα που εμφανίζεται σε ορισμένα από τα αφηγηματικά αυτά κομμάτια, τα Ρέστα δεν κατορθώνουν να μας συγκινήσουν και να μας κερδίσουν. Το ύφος βέβαια είναι στρωτό και ευθύγραμμο, ο πεζογράφος μάς τα ξεκαθαρίζει όλα και δε μας αφήνει να αμφιβάλλουμε για τίποτε. Ωστόσο η τάση του προς τη μικρολογία και την ασημαντολογία, που έχουν ατομικό και καθαρά ιδιωτικό χαρακτήρα, μας αφήνει αδιάφορους [...]. Μπορεί τα διηγήματα αυτά να έχουν κάποια αυτοβιογραφική και ψυχαναλυτική σημασία για τον Κώστα Ταχτσή τον ίδιο, αλλά ως αφηγηματικά κείμενα, ως έργα τέχνης, αυτοκαταστρέφονται όχι μόνο από την έλλειψη γενικότερου ενδιαφέροντος, αλλά και από την κλίση του συγγραφέα προς την αισχρολογία και προς το γυναικείο κουτσομπολιό».
(Απ. Σαχίνης,
Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι,
«Εστία», Αθήνα 1985, σελ. 200)
«Μπορεί, ωστόσο, να υποστηρίξει κανείς ότι τα διηγήματα που απαρτίζουν τον εν λόγω τόμο (Τα Ρέστα) συνδέονται μεταξύ τους τόσο θεματικά όσο και αναφορικά με τον προβληματισμό του συγγραφέα μπροστά στο πολύπλοκο και, οπωσδήποτε, επικίνδυνο ζήτημα της αυτοβιογραφίας. [... ] Στα Ρέστα, λοιπόν, ο Κώστας Ταχτσής αυτοβιογραφείται· υπάρχει μάλιστα στα διηγήματα που απαρτίζουν αυτό τον τόμο μια λογική - ηλικιακή μετάβαση, καθώς προχωρεί κανείς από το ένα διήγημα στο άλλο, έτσι ώστε να διακρίνεται, ανάμεσά τους, μια υποφώσκουσα μυθιστορηματική συνοχή - δομή».
(Κ. Παπαγεωργίου,
«Κώστας Ταχτσής Παρουσίαση-Ανθολόγηση» Η μεταπολεμική πεζογραφία,
τ. Ζ' Σοκόλης, Αθήνα, 1992, σελ. 257)
«Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα διηγήματα αυτά συνθέτουν ένα σύνολο, που η δομή του είναι βέβαια διαφορετική από τη δομή ενός μυθιστορήματος —πιο κρυφή πιο ασυμμετρική— αλλά πάντως είναι δομή. Δεν ξέρω αν ο ίδιος ο Ταχτσής τα θέλησε έτσι, αν συνειδητά έδωσε στα διηγήματα τη σειρά που έχουν στο βιβλίο. Έχουμε εδώ, όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον, ένα βιβλίο από διηγήματα μ' ένα συναρπαστικό κεντρικό θέμα ή σκοπό: παραλλαγές πάνω στο τεράστιο πρόβλημα της αυτοβιογραφίας, και πέρα απ' αυτό ίσως, της αυτογνωσίας [...]. Ο Ταχτσής το πιάνει κάπως αλλιώς το πρόβλημα. Μεταχειρίζεται κι αυτός, αλλεπάλληλα πρώτο και τρίτο πρόσωπο. Αμφιταλαντεύεται και κείνος ανάμεσα στην εξομολόγηση και στην αφήγηση. Το κύριο ερέθισμα σε όλα τα αφηγήματα είναι η οικογένεια· αυτό το θερμοκήπιο κόλαση και παράδεισος μαζί, που κύρια χαρακτηριστικά του έχει την παντοδυναμία της μητέρας και την απουσία του πατέρα, και που από μέσα της γεννιέται, εξελίσσεται και διαμορφώνεται η ομοφυλοφιλία του συγγραφέα.
Τα διηγήματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, ως προς τον χώρο: εκείνα που καταπιάνονται με αυστηρά ενδοοικογενειακές σχέσεις, και εκείνα που εξερευνούν τις σχέσεις με τον έξω κόσμο, αν και σχεδόν παντού εξακολουθεί να καταδυναστεύει τα πάντα η οικογένεια, έστω και σαν φόντο».
(Καίη Τσιτσέλη, Η μεταπολεμική πεζογραφία, ό.π., σελ.264, αναδημοσίευση από την εφ. το Βήμα 26.10.1974)
3. Διδακτικοί στόχοι
• Να γνωρίσουν οι μαθητές τον πεζογράφο Κώστα Ταχτσή, του οποίου η περίπτωση παρουσιάζει ενδιαφέρον στο χώρο της μεταπολεμικής πεζογραφίας, και ν' απολαύσουν τη ρέουσα και ζωντανή γραφή του.
• Να κατανοήσουν με ποιους αφηγηματικούς τρόπους και τεχνικές οι παιδικές μνήμες και τα βιώματα μετασχηματίζονται σε λογοτεχνική ύλη.
Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση
«Τα Ρέστα» είναι ένα από τα δώδεκα διηγήματα της ομότιτλης συλλογής που εξέδωσε ο συγγραφέας το 1972. Τα διηγήματα έχουν αυτοβιογραφική αφετηρία και συνδέονται μεταξύ τους θεματικά. Οι αφηγήσεις —εσωτερικοί μονόλογοι, μνήμες και σχόλια— φωτίζουν οικογενειακές σκηνές του αφηγητής στις διάφορες φάσεις της ζωής του, από την παιδική ηλικία ως την ωριμότητα. Η τοποθέτηση των διηγημάτων μέσα στον τόμο ακολουθεί τη φυσική ροή του χρόνου, έτσι ώστε όλα μαζί τα κείμενα να αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, μια ιστορία, τη διαδρομή ζωής του αφηγητή - συγγραφέα. «Έτσι το ένα διήγημα επεξηγεί και εμπλουτίζει το άλλο, και συγχρόνως είναι μια συνέχεια κι' ένα σχόλιο πάνω στο προγενέστερο Τρίτο στεφάνι. Συνέχεια, όχι συμπλήρωμα» (Καίη Τσιτσέλη, εφ. Το Βήμα, 26-10-194).
Θέμα του διηγήματος είναι το πλέγμα των σχέσεων ανάμεσα σε ένα παιδί και τη μητέρα του. Μέσα από τις ρεαλιστικές σκηνές της καθημερινότητας προβάλλουν ανάγλυφα οι δύσκολες συνθήκες ζωής της μονογονεϊκής αυτής οικογένειας, αλλά και η αγάπη και η αλληλεξάρτηση των μελών της. Ο χρόνος είναι απροσδιόριστος (αλλά η ατμόσφαιρα παραπέμπει στο μεσοπόλεμο) και ο χώρος είναι μια φτωχογειτονιά της Θεσσαλονίκης.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουν οι μαθητές ότι ο λογοτεχνικός μύθος δομείται πάνω σε δυο ευδιάκριτες ενότητες. α) «Έφτυσα....στον πέμπτο ύπνο» και β) «Αχ, βρε μάνα....ή εφτά δεκάρες». Το αίνιγμα που βάζει η πλοκή στην την αρχή είναι μεταξύ ποιων γίνεται η επικοινωνία. Το διήγημα αυτό προσφέρεται ως κατασκευή για να κατανοήσουν οι μαθητές τα αφηγηματολογικά ζητήματα του «ποιος μιλάει» και «πώς μιλάει».
Στην πρώτη ενότητα η αφήγηση γίνεται σε δεύτερο πρόσωπο: («έπρεπε να ‘χεις γυρίσει πίσω»). Ένας αφηγητής (πρόσωπο;) αφηγείται σ' ένα άλλο πρόσωπο αυτά που του συνέβαιναν όταν το τελευταίο, ο αποδέκτης της αφήγησης, ήταν παιδί. Το πρόσωπο που αφηγείται δίνει τις πληροφορίες σαν να ήταν αυτόπτης μάρτυρας, σαν να είχε μια εμπλοκή ο ίδιος στη ζωή της μητέρας και του παιδιού. Έχουμε επομένως στην πρώτη ενότητα μια ομοδιήγηση και ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός (γνωρίζει από μέσα την ιστορία), αλλοδιηγητικός (η ιστορία αφορά άλλον) και η οπτική γωνία είναι ενός παρατηρητή ο οποίος αφηγείται όσα γνώριζε τότε ο αποδέκτης της αφήγησής του, δηλαδή το μικρό παιδί. Υιοθετεί δηλαδή την οπτική γωνία του παιδιού και επομένως την περιορισμένη γνώση του. Σε ορισμένες ωστόσο περιπτώσεις η οπτική γωνία μετατοπίζεται προς την πλευρά του ώριμου αφηγητή που τώρα γνωρίζει περισσότερα πράγματα (π.χ., « Κι αμέσως έτρεχες κοντά της, και σήκωνε ψηλά το χέρι με το χωνί, κι ας ήξερες πως έκλαιγες στα ψέματα… αλλά, έλα, ομολόγησέ το, προσέχοντας με κομμένη την ανάσα.»).
Στη δεύτερη ενότητα η αφήγηση μετατρέπεται σε αφήγηση πρώτου προσώπου («τριάντα χρόνια κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου»). Έχουμε και πάλι μια ομοδιηγητική, αλλά πια αυτοδιηγητική αφήγηση. Η οπτική γωνία είναι του ενήλικου που θυμάται και σχολιάζει τα παιδικά του χρόνια μέσα από την προοπτική του τώρα. Είναι φανερό ότι ο αφηγητής αυτός είναι ο αποδέκτης της αφήγησης του πρώτου αφηγητή. Το παιδί που μεγάλωσε.
Με αυτές τις επισημάνσεις οι μαθητές θα αντιληφθούν ότι μέσα στο διήγημα διακρίνονται δύο φωνές, η φωνή του πρώτου - αλλοδιηγητικού - αφηγητή και η φωνή του αυτοδιηγητικού αφηγητή, οι οποίοι όμως έχουν την ίδια εστίαση και βλέπουν τα ίδια πράγματα. Στο σημείο αυτό οι μαθητές θα προσέξουν ότι αφού οι δύο αφηγητές βλέπουν τα ίδια και βιώνουν τα ίδια, άρα ταυτίζονται. Το μεγάλο αφηγηματικό εύρημα επομένως είναι η ταύτιση δύο φωνών σ' ένα πρόσωπο. Δεν πρόκειται για δύο αφηγητές, αλλά για έναν, ο οποίος είναι ταυτόχρονα αφηγητής και αποδέκτης της αφήγησης. Γίνεται φανερό στη δεύτερη ενότητα πως ολόκληρη η αφήγηση αποτελεί ένα εσωτερικό διάλογο του αφηγητή- ήρωα με τον εαυτό του. Ο διάλογος γίνεται ανάμεσα στη ρέουσα (τωρινή) συνείδηση και στην ιστορούσα μνήμη. Το υποκείμενο και το αντικείμενο της αφήγησης ταυτίζονται.
Σε μια όμως περίπτωση εμφανίζεται και μια τρίτη φωνή. Είναι η φράση «Τι ωραία που ήταν η ζωή τέτοιες μέρες!» Αυτή η φράση δεν είναι βίωμα ώστε να ενταχθεί στην εσωτερική εστίαση, αποτελεί συγγραφικό σχόλιο και ανήκει στη συγγραφική εξωτερική προοπτική.
Ως προς το ερώτημα «πώς μιλάει;», αξίζει να προσέξουν οι μαθητές τους δύο βασικούς αφηγηματικούς τρόπους, την αφήγηση γεγονότων (πλατωνική διήγησις) και την αφήγηση λόγων (μίμησις). Να παρατηρήσουν ότι στην πρώτη ενότητα το δεύτερο πρόσωπο της αφήγησης προϋποθέτει την ύπαρξη ενός δέκτη - συνομιλητή ο οποίος όμως παραμένει μέχρι τέλους σιωπηλός. Αυτή η ιδιομορφία κάνει το διάλογο να συνορεύει τυπολογικά με το μονόλογο, έχουμε «μονολογοποίηση» του διαλόγου. Μέσα σε αυτό το μονόλογο ενσωματώνονται όλες οι μορφές του διαλόγου (τυπικός διάλογος μάνας γιου, π.χ., «θα γίνεις άντρας;» «ναι θα γίνω» , προσωπικός διάλογος της μάνας «κυρ Πρόδρομε δος μου δυο παγωτά καϊμάκι», εσωτερικός μονόλογος).
Ενδιαφέρον τέλος έχει και η μετάδοση των λόγων του ήρωα - μητέρας από τον αφηγητή (μετατιθέμενος λόγος) ο οποίος συμπυκνώνει και ενσωματώνει τους λόγους του ήρωα στο δικό του ύφος. (Π.χ. «και τους μάθαινε την μπερλίνα και τη κολοκυθιά-πινακωτή πινακωτή, από τ' άλλο μου τ' αυτί, έμαθα πως έχεις μια κολοκυθιά που κάνει δέκα κολοκύθια.»).
Ο φιλόλογος μπορεί να επισημάνει ότι το διήγημα εντάσσεται ευρύτερα στην ποιητική της αυτοβιογραφίας. Η εξομολογητική διάθεση και η συγγραφική πρόθεση είναι αξεχώριστα δεμένα μέσα στο κειμενικό σώμα. Ο συγγραφέας αξιοποιεί τα βιώματα και τις εμπειρίες του μέσα από την τεχνική του διαλόγου αφηγητή-ήρωα, που ουσιαστικά είναι ένας διάλογος ανάμεσα στην ιστορούσα μνήμη και στη ρέουσα συνείδηση ενός και του αυτού προσώπου.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουν οι μαθητές, με αφορμή το διήγημα αυτό, ότι οι αυτοβιογραφικές αφηγήσεις είναι κατά βάση μυθοπλασίες και δεν αναπαριστούν πιστά την πραγματικότητα, όπως π.χ. κάνουν οι αυτοβιογραφίες και τα απομνημονεύματα. Ο ίδιος ο Ταχτσής, άλλωστε, μιλώντας για τις αυτοβιογραφικές αναφορές στο έργο του υπογράμμισε: «Κάθε φορά που, για να γράψω κάτι, αντλώ από προσωπικές εμπειρίες, δε λέω ποτέ ολόκληρη την αλήθεια. Όχι, φυσικά, από έλλειψη ειλικρίνειας, αλλ' επειδή το υπαγορεύουν καθαρά ψυχολογικές και αισθητικές ανάγκες.».
Παράλληλο κείμενο
Μια επίσκεψη
«Δυο χρόνια μέναμε σ' εκείνο το σπίτι, και εκτός από μια καλημέρα, δεν είχαμε σχέσεις με τους γείτονες. Το πρώτο πράγμα που σε ρωτούσε μια γειτόνισσα, αν της έδινες λίγο θάρρος, ήταν: τι καλά μαγειρεύετε σήμερα. Κι η γιαγιά είχε κάθε λόγο να μη θέλει να δίνει λογαριασμό στον κόσμο τι μαγειρεύουμε. Ήταν μέρες που δε μαγειρεύαμε τίποτα.
Μα ξαφνικά έπιασε φιλίες με τη γειτόνισσα που 'μενε ακριβώς απέναντί μας. Κι ένα κυριακάτικο δειλινό —καλοκαίρι ήταν— που καθόμαστε μόνοι μας στον κήπο κι είχα εξαντλήσει και το τελευταίο φως της μέρας διαβάζοντάς της Το σπίτι των Αηδονιών, κι είχ' αρχίσει να μην ξεχωρίζω τα γράμματα, μου είπε: «Θέλεις να πάμ' απέναντι στη γειτόνισσα, να πούμε καμιά κουβέντα να περάσ' η ώρα μας; Η μάνα σου μπορεί ν' αργήσει απόψε, τι θα κάνουμε ολομόναχα τα δυο μας; Αν είχαμε λεφτά, θα σε πήγαινα στον Καραγκιόζη να γελάσουμε μια στάλα».
(διήγημα από τα Ρέστα, απόσπασμα)
* Ποιες ομοιότητες -στο περιεχόμενο και τη μορφή- εντοπίζετε ανάμεσα στο διήγημα «Τα ρέστα» και το παραπάνω απόσπασμα;
Συμπληρωματικές ερωτήσεις
• Να εντοπίσετε μέσα στο κείμενο τους διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους (τι προσφέρουν στην αφήγηση).
• Ποια στοιχεία από το περιεχόμενο αποτελούν χρονικές ενδείξεις (εντάσσουν το έργο σε μια συγκεκριμένη χρονική εποχή, π.χ. γραμμόφωνο, δεκάρες, κ.λ.π.)
4. Ενδεικτική βιβλιογραφία
ΒΑΡΙΚΑΣ Β., Συγγραφείς και Κείμενα, Α' 1961-1965, Ερμής, Αθήνα 1975.
ΚΟΤΖΙΑΣ Α., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κριτικά κείμενα, Κέδρος, Αθήνα 1982.
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ., «Κ. Ταχτσής, Παρουσίαση-Ανθολόγηση», Η μεταπολεμική πεζογραφία, τ. Ζ', Σοκόλης, Αθήνα 1992.
Κώστας Ταχτσής (1927-1988)
στο ΕΚΕΒΙ
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας
στη Βικιπαίδεια
ΤΑΙΝΙΕΣ
εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
εκπομπή ΔΙΑΛΟΓΟΙ
Παρουσίαση του κειμένου στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...