Κ ατεξοχήν διηγηματογράφος ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος 1851-1911) μας έδωσε, ανάμεσα στις πολλές σελίδες που αφιέρωσε στην παρακολούθηση χαρακτηριστικών τύπων της ιδιαίτερης πατρίδας του και της παλιάς Αθήνας, μια σειρά, όχι μεγάλη, γραπτών με προσωπικότερες αναμνήσεις: η πλούσια πηγή των παιδικών του χρόνων προσπορίζει και το θέμα του «Ονείρου στο Κύμα», διηγήματος που δημοσιεύτηκε στα Παναθήναια το 1900. Πρόκειται για ένα κείμενο ερωτικό, γενικώς στα «αυτοβιογραφικά» καταχωριζόμενο, και της «εφηβικής ηλικίας» μάλιστα, που η κριτική ξεχωρίζει συστηματικά στο έργο του. «Σε τι ποσοστό μεταφέρονται εδώ πραγματικά βιώματα του Παπαδιαμάντη, θα ήταν δύσκολο να καθορίσουμε με ακρίβεια» (Π. ΜΟΥΛΛΑΣ, Εισαγωγή στο Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος, Αθ.: Ερμής, 1974, σ. νβ ')· ο συγγραφέας άλλωστε υπογράφοντας αποποιείται κάθε ταύτισή του με τον αφηγητή. Πάντως η δυναμική αντιπαράθεση παρελθόντος-παρόντος στο διήγημα υπερβαίνει τα όρια της κατάθεσης ενός προσωπικού βιώματος και προσδίδει στο διήγημα την αίσθηση της γενικευμένης εμπειρίας. Ο αδιαπραγμάτευτος ιδανισμός θρησκευτικής προέλευσης από τη μια, που κρατάει τον ήρωα σε απόσταση από το αντικείμενο του ερωτικού θαυμασμού του, κι από την άλλη το εγκώμιο της φυσικής ομορφιάς, που συνιστά μια φλογερή κατάφαση στη ζωή, δίνουν εσωτερική ένταση και συνοχή στο κείμενο - ένα κείμενο επιδεκτικό πολλαπλών αναγνώσεων και ερμηνειών εξαιρετικού ενδιαφέροντος.
«Ο Θάνος Βροντόλαλος», έργο του Φώτη Κόντογλου.
Ἤμην πτωχόν βοσκόπουλον εἰς τά ὄρη. Δεκαοκτώ ἐτῶν, καί δέν ἤξευρα ἀκόμη ἄλφα. Χωρίς νά τό ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής. Τήν τελευταίαν φοράν ὁπού ἐγεύθην τήν εὐτυχίαν ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187... Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, κ' ἔβλεπα τό πρωίμως στρυφνόν,1 ἡλιοκαές πρόσωπόν μου νά γυαλίζεται εἰς τά ρυάκια καί τάς βρύσεις, κ' ἐγύμναζα τό εὐλύγιστον, ὑψηλόν ἀνάστημά μου ἀνά τούς βράχους καί τά βουνά.
Τόν χειμῶνα πού ἤρχισ' εὐθύς κατόπιν μ' ἐπῆρε πλησίον του ὁ γηραιός πάτερ Σισώης, ἤ Σισώνης, καθώς τόν ὠνόμαζον οἱ χωρικοί μας, καί μ' ἔμαθε γράμματα. Ἦτον πρῴην διδάσκαλος, καί μέχρι τέλους τόν προσηγόρευον ὅλοι εἰς τήν κλητικήν «δάσκαλε». Εἰς τούς χρόνους τῆς Ἐπαναστάσεως ἦτον μοναχός καί διάκονος. Εἶτα2 ἠγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς ἔλεγαν, τήν ἔκλεψεν, ἀπό ἕνα χαρέμι τῆς Σμύρνης, τήν ἐβάπτισε καί τήν ἐνυμφεύθη.
Εὐθύς μετά τήν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων, ἐπί Καποδίστρια κυβερνήτου3, ἐδίδασκεν εἰς διάφορα σχολεῖα ἀνά τήν Ἑλλάδα, καί εἶχεν οὐ μικράν φήμην, ὑπό τό ὄνομα «ὁ Σωτηράκης ὁ δάσκαλος». Ἀργότερα ἀφοῦ ἐξησφάλισε τήν οἰκογένειάν του, ἐνθυμήθη τήν παλαιάν ὑποχρέωσίν του, ἐφόρεσε καί πάλιν τά ράσα, ὡς ἁπλοῦς μοναχός τήν φοράν ταύτην, κωλυόμενος νά ἱερατεύῃ,4 κ' ἐγκαταβίωσεν5 ἐν μετανοίᾳ, εἰς τό Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.6 Ἐκεῖ ἔκλαυσε τό ἁμάρτημά του, τό ἔχον γενναίαν ἀγαθοεργίαν ὡς ἐξόχως ἐλαφρυντικήν περίστασιν,7 καί λέγουν ὅτι ἐσώθη.
Ἀφοῦ ἔμαθα τά πρῶτα γράμματα πλησίον τοῦ γηραιοῦ Σισώη, ἐστάλην ὡς ὑπότροφος τῆς μονῆς εἴς τινα κατ' ἐπαρχίαν ἱερατικήν σχολήν, ὅπου κατετάχθην ἀμέσως εἰς τήν ἀνωτέραν τάξιν, εἶτα εἰς τήν ἐν Ἀθήναις Ριζάρειον.8 Τέλος, ἀρχίσας τάς σπουδάς μου σχεδόν εἰκοσαέτης, ἐξῆλθα τριακοντούτης ἀπό τό Πανεπιστήμιον· ἐξῆλθα δικηγόρος μέ δίπλωμα προλύτου9...
Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δέν ἔκαμα. Σήμερον ἐξακολουθῶ νά ἐργάζωμαι ὡς βοηθός ἀκόμη εἰς τό γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινος δικηγόρου καί πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τόν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλά πιθανῶς ἐπειδή τόν ἔχω προστάτην καί εὐεργέτην. Καί εἶμαι περιωρισμένος καί ἀνεπιτήδειος10 οὐδέ δύναμαι νά ὠφεληθῶ ἀπό τήν θέσιν τήν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ δικηγόρου μου, θέσιν οἱονεί11 αὐλικοῦ.
Καθώς ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μέ πολύ κοντόν σχοινίον εἰς τήν αὐλήν τοῦ αὐθέντου του, δέν ἠμπορεῖ νά γαυγίζῃ οὔτε νά δαγκάσῃ ἔξω ἀπό τήν ἀκτῖνα καί τό τόξον τά ὁποῖα διαγράφει τό κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' ἐγώ δέν δύναμαι οὔτε νά εἴπω, οὔτε νά πράξω τίποτε περισσότερον παρ' ὅσον μοῦ ἐπιτρέπει ἡ στενή δικαιοδοσία τήν ὁποίαν ἔχω εἰς τό γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου.
* * *
Ἡ τελευταία χρονιά πού ἤμην ἀκόμη φυσικός ἄνθρωπος12 ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187... Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' ἔβοσκα τάς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τά ὄρη τά παραθαλάσσια, τ' ἀνερχόμενα ἀποτόμως διά κρημνώδους ἀκτῆς, ὕπερθεν13 τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καί τοῦ πελάγους. Ὅλον τό κατάμερον14 ἐκεῖνο, τό καλούμενον Ξάρμενο15, ἀπό τά πλοῖα τά ὁποῖα κατέπλεον ξάρμενα ἤ ξυλάρμενα16, ἐξωθούμενα ἀπό τάς τρικυμίας, ἦτον ἰδικόν μου.
Ἡ πετρώδης, ἀπότομος ἀκτή του, ἡ Πλατάνα, ὁ Μέγας Γιαλός, τό Κλῆμα, ἔβλεπε πρός τόν Καικίαν,17 καί ἦτον ἀναπεπταμένη18 πρός τόν Βορρᾶν. Ἐφαινόμην κ' ἐγώ ὡς νά εἶχα μεγάλην συγγένειαν μέ τούς δύο τούτους ἀνέμους, οἱ ὁποῖοι ἀνέμιζαν τά μαλλιά μου, καί τά ἔκαμναν νά εἶναι σγουρά ὅπως οἱ θάμνοι κ' αἱ ἀγριελαῖαι, τάς ὁποίας ἐκύρτωναν μέ τό ἀκούραστον φύσημά των, μέ τό αἰώνιον τῆς πνοῆς των φραγγέλιον.19
Ὅλα ἐκεῖνα ἦσαν ἰδικά μου. Οἱ λόγγοι, αἱ φάραγγες, αἱ κοιλάδες, ὅλος ὁ αἰγιαλός, καί τά βουνά. Τό χωράφι ἦτον τοῦ γεωργοῦ μόνον εἰς τάς ἡμέρας πού ἤρχετο νά ὀργώσῃ ἤ νά σπείρῃ, κ' ἔκαμνε τρίς τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ' ἔλεγεν: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 20 σπέρνω αὐτό τό χωράφι, γιά νά φᾶνε ὅλ’ οἱ ξένοι κ’ οἱ διαβάτες, καί τά πετεινά τ’ οὐρανοῦ, καί νά πάρω κ' ἐγώ τόν κόπο μου!»
Ἐγώ, χωρίς ποτέ νά ὀργώσω ἤ νά σπείρω, τό ἐθέριζα ἐν μέρει. Ἐμιμούμην τούς πεινασμένους μαθητάς τοῦ Σωτῆρος, κ' ἔβαλλα εἰς ἐφαρμογήν τάς διατάξεις τοῦ Δευτερονομίου21 χωρίς νά τάς γνωρίζω.
Τῆς πτωχῆς χήρας ἦτον ἡ ἄμπελος μόνον εἰς τάς ὥρας πού ἤρχετο ἡ ἰδία διά νά θειαφίσῃ, ν' ἀργολογήσῃ,22 νά γεμίσῃ ἕνα καλάθι σταφύλια, ἤ νά τρυγήσῃ, ἄν ἔμενε τίποτε διά τρύγημα. Ὅλον τόν ἄλλον καιρόν ἦτον κτῆμα ἰδικόν μου.
Μόνους ἀντιζήλους εἰς τήν νομήν23 καί τήν κάρπωσιν ταύτην εἶχα τούς μισθωτούς τῆς δημαρχίας, τούς ἀγροφύλακας, οἱ ὁποῖοι ἐπί τῇ προφάσει, ὅτι ἐφύλαγαν τά περιβόλια τοῦ κόσμου, ἐννοοῦσαν νά ἐκλέγουν αὐτοί τάς καλυτέρας ὀπώρας. Αὐτοί πράγματι δέν μοῦ ἤθελαν τό καλόν μου. Ἦσαν τρομεροί ἀνταγωνισταί δι' ἐμέ.
Τό κυρίως κατάμερόν μου ἦτο ὑψηλότερα, ἔξω τῆς ἀκτῖνος τῶν ἐλαιώνων καί ἀμπέλων, ἐγώ ὅμως συχνά ἐπατοῦσα24 τά σύνορα. Ἐκεῖ παραπάνω, ἀνάμεσα εἰς δύο φάραγγας καί τρεῖς κορυφάς, πλήρεις ἀγρίων θάμνων, χόρτου καί χαμωκλάδων, ἔβοσκα τά γίδια τοῦ Μοναστηρίου. Ἤμην «παραγυιός», ἀντί μισθοῦ πέντε δραχμῶν τόν μῆνα, τάς ὁποίας ἀκολούθως μοῦ ηὔξησαν εἰς ἕξ. Σιμά εἰς τόν μισθόν τοῦτον, τό Μοναστήρι μοῦ ἔδιδε καί φασκιές25 διά τσαρούχια, καί ἄφθονα μαῦρα ψωμία ἤ πίττες, καθώς τά ὠνόμαζαν οἱ καλόγηροι.
Μόνον διαρκῆ γείτονα, ὅταν κατηρχόμην κάτω, εἰς τήν ἄκρην τῆς περιοχῆς μου, εἶχα τόν κύρ Μόσχον, ἕνα μικρόν ἄρχοντα λίαν ἰδιότροπον. Ὁ κυρ Μόσχος ἐκατοίκει εἰς τήν ἐξοχήν, εἰς ἕνα ὡραῖον μικρόν πύργον μαζί μέ τήν ἀνεψιάν του τήν Μοσχούλαν, τήν ὁποίαν εἶχεν υἱοθετήσει, ἐπειδή ἦτον χηρευμένος καί ἄτεκνος. Τήν εἶχε προσλάβει πλησίον του, μονογενῆ,26 ὀρφανήνἐκ κοιλίας μητρός, καί τήν ἠγάπα ὡς νά ἦτο θυγάτηρ του.
Ὁ κύρ Μόσχος εἶχεν ἀποκτήσει περιουσίαν εἰς ἐπιχειρήσεις καί ταξίδια. Ἔχων ἐκτεταμένον κτῆμα εἰς τήν θέσιν ἐκείνην, ἔπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας νά τοῦ πωλήσουν τούς ἀγρούς των, ἠγόρασεν οὕτως ὀκτώ ἤ δέκα συνεχόμενα χωράφια, τά περιετοίχισεν ὅλα ὁμοῦ, καί ἀπετέλεσεν ἕν μέγα διά τόν τόπον μας κτῆμα, μέ πολλῶν ἑκατοντάδων στρεμμάτων ἔκτασιν. Ὁ περίβολος διά νά κτισθῇ ἐστοίχισε πολλά, ἴσως περισσότερα ἤ ὅσα ἤξιζε τό κτῆμα· ἀλλά δέν τόν ἔμελλε δι' αὐτά τόν κύρ Μόσχον θέλοντα νά ἔχῃ χωριστόν οἱονεί βασίλειον δι' ἑαυτόν καί διά τήν ἀνεψιάν του.
Ἔκτισεν εἰς τήν ἄκρην πυργοειδῆ ὑψηλόν οἰκίσκον, μέ δύο πατώματα, ἐκαθάρισε καί περιεμάζευσε τούς ἐσκορπισμένους κρουνούς τοῦ νεροῦ, ἤνοιξε καί πηγάδι πρός κατασκευήν μαγγάνου διά τό πότισμα. Διήρεσε τό κτῆμα εἰς τέσσαρα μέρη· εἰς ἄμπελον, ἐλαιῶνα, ἀγροκήπιον μέ πλῆθος ὀπωροφόρων δένδρων καί κήπους μέ αἱμασιάς27 ἤ μποστάνια. Ἐγκατεστάθη ἐκεῖ, κ' ἔζη διαρκῶς εἰς τήν ἐξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εἰς τήν πολίχνην.28 Τό κτῆμα ἦτον παρά τό χεῖλος τῆς θαλάσσης, κ' ἐνῷ ὁ ἐπάνω τοῖχος ἔφθανεν ὥς τήν κορυφήν τοῦ μικροῦ βουνοῦ, ὁ κάτω τοῖχος, μέ σφοδρόν βορρᾶν πνέοντα, σχεδόν ἐβρέχετο ἀπό τό κῦμα.
Ὁ κύρ Μόσχος εἶχεν ὡς συντροφιάν τό τσιμπούκι του, τό κομβολόγι του, τό σκαλιστήρι του καί τήν ἀνεψιάν του τήν Μοσχούλαν. Ἡ παιδίσκη θά ἦτον ὥς δύο ἔτη νεωτέρα ἐμοῦ. Μικρή ἐπήδα ἀπό βράχον εἰς βράχον, ἔτρεχεν ἀπό κολπίσκον εἰς κολπίσκον, κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἔβγαζε κοχύλια, κ' ἐκυνηγοῦσε τά καβούρια. Ἦτον θερμόαιμος29 καί ἀνήσυχος ὡς πτηνόν τοῦ αιγιαλού. Ἦτον ὡραία μελαχροινή, κ' ἐνθύμιζε τήν νύμφην τοῦ ᾌσματος30 τήν ἡλιοκαυμένην, τήν ὁποίαν οἱ υἱοί τῆς μητρός της εἶχαν βάλει νά φυλάῃ τ' ἀμπέλια· «Ἰδού εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδού εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί...» Ὁ λαιμός της, καθώς ἔφεγγε καί ὑπέφωσκεν31 ὑπό τήν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπό τόν χρῶτα32 τοῦ προσώπου της.
Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα33 καί μοῦ ἐφαίνετο νά ὁμοιάζῃ μέ τήν μικρήν στέρφαν34 αἶγα, τήν μικρόσωμον καί λεπτοφυῆ,35 μέ κατάστιλπνον τρίχωμα, τήν ὁποίαν ἐγώ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν. Τό παράθυρον τοῦ πύργου τό δυτικόν ἠνοίγετο πρός τόν λόγγον, ὁ ὁποῖος ἤρχιζε νά βαθύνεται πέραν τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἦσαν χαμόκλαδα, εὐώδεις θάμνοι, καί ἀργιλλώδης γῆ τραχεία. Ἐκεῖ ἤρχιζεν ἡ περιοχή μου. Ἕως ἐκεῖ κατηρχόμην συχνά, κ' ἔβοσκα τάς αἶγας τῶν καλογήρων, τῶν πνευματικῶν πατέρων μου.
Μίαν ἡμέραν, δέν ἠξεύρω πῶς, ἐνῷ ἐμέτρουν καθώς ἐσυνήθιζα τάς αἶγάς μου (ἦσαν ὅλαι πενηνταέξ κατ' ἐκεῖνον τόν χρόνον· ἄλλοτε ἀνεβοκατέβαινεν ὁ ἀριθμός των μεταξύ ἑξῆντα καί σαρανταπέντε), ἡ Μοσχούλα, ἡ εὐνοουμένη μου κατσίκα, εἶχε μείνει ὀπίσω, καί δέν εὑρέθη εἰς τό μέτρημα. Τάς εὕρισκα ὅλας 55. Ἐάν ἔλειπεν ἄλλη κατσίκα, δέν θά παρετήρουν ἀμέσως τήν ταυτότητα, ἀλλά μόνον τήν μονάδα πού ἔλειπεν ἀλλ' ἡ ἀπουσία τῆς Μοσχούλας ἦτον ἐπαισθητή.36 Ἐτρόμαξα. Τάχα ὁ ἀετός μοῦ τήν ἐπῆρε;
Εἰς τά μέρη ἐκεῖνα, τά κάπως χαμηλότερα, οἱ ἀετοί δέν κατεδέχοντο νά μᾶς ἐπισκέπτωνται συχνά. Τό μέγα ὁρμητήριόν των ἦτον ὑψηλά πρός δυσμάς, εἰς τό κατάλευκον πετρῶδες βουνόν, τό καλούμενον Ἀετοφωλιά φερωνύμως.37 Ἀλλά δέν μοῦ ἐφαίνετο ὅλως παράδοξον ἤ ἀνήκουστον πρᾶγμα ὁ ἀετός νά κατῆλθεν ἐκτάκτως, τρωθείς38 ἀπό τά κάλλη τῆς Μοσχούλας, τῆς μικρᾶς κατσίκας μου.
Ἐφώναζα ὡς τρελός:
— Μοσχούλα!... ποῦ εἶν' ἡ Μοσχούλα;39
Οὔτε εἶχα παρατηρήσει τήν παρουσίαν τῆς Μοσχούλας, τῆς ἀνεψιᾶς τοῦ κύρ Μόσχου ἐκεῖ σιμά. Αὐτή ἔτυχε νά ἔχῃ ἀνοικτόν τό παράθυρον. Ὁ τοῖχος τοῦ περιβόλου τοῦ κτήματος, καί ἡ οἰκία ἡ ἀκουμβῶσα ἐπάνω εἰς αὐτόν, ἀπεῖχον περί τά πεντακόσια βήματα ἀπό τήν θέσιν ὅπου εὑρισκόμην ἐγώ μέ τάς αἶγάς μου. Καθώς ἤκουσε τάς φωνάς μου, ἡ παιδίσκη ἀνωρθώθη, προέκυψεν εἰς τό παράθυρον καί ἔκραξε:
— Τί ἔχεις καί φωνάζεις;
Ἐγώ δέν ἤξευρα τί νά εἴπω· ἐν τοσούτῳ ἀπήντησα:
— Φωνάζω ἐγώ τήν κατσίκα μου, τή Μοσχούλα!... Μέ σένα δέν ἔχω νά κάμω.
Καθώς ἤκουσε τήν φωνήν μου, ἔκλεισε τό παράθυρον κ' ἔγινεν ἄφαντη.
Μίαν ἄλλην ἡμέραν μέ εἶδε πάλιν ἀπό τό παράθυρόν της εἰς ἐκείνην τήν ἰδίαν θέσιν. Ἤμην πλαγιασμένος εἰς ἕνα ἴσκιον, ἄφηνα τάς αἶγάς μου νά βόσκουν κ’ ἐσφύριζα ἕνα ἦχον, ἕν ᾆσμα τοῦ βουνοῦ αἰπολικόν.40
Δέν ἠξεύρω πῶς τῆς ἦλθε νά μοῦ φωνάξῃ:
— Ἔτσι ὅλο τραγουδεῖς!... Δέ σ' ἄκουσα ποτέ μου νά παίζῃς τό σουραύλι!.... Βοσκός καί νά μήν ἔχῃ σουραύλι, σάν παράξενο μοῦ φαίνεται41!...
Εἶχα ἐγώ σουραύλι (ἤτοι φλογέραν), ἀλλά δέν εἶχα ἀρκετόν θράσος ὥστε νά παίζω ἐν γνώσει ὅτι θά μέ ἤκουεν αὐτή... Τήν φοράν ταύτην ἐφιλοτιμήθην νά παίξω πρός χάριν της, ἀλλά δέν ἠξεύρω πῶς τῆς ἐφάνη ἡ τέχνη μου ἡ αὐλητική. Μόνον ἠξεύρω ὅτι μοῦ ἔστειλε δι' ἀμοιβήν ὀλίγα ξηρά σῦκα, κ' ἕνα τάσι γεμᾶτο πετμέζι.42
* * *
Μίαν ἑσπέραν, καθώς εἶχα κατεβάσει τά γίδια μου κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τούς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς43 κολπίσκους καί ἀγκαλίτσες τό κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καί ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καί ἀνάμεσα εἰς τούς τόσους ἑλιγμούς καί δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τό ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον44, χορεῦον μέ ἀτάκτους φλοίσβους καί ἀφρούς, ὅμοιον μέ τό βρέφος τό ψελλίζον, πού ἀναπηδᾷ εἰς τό λῖκνόν του καί λαχταρεῖ νά σηκωθῇ καί νά χορεύσῃ εἰς τήν χεῖρα τῆς μητρός πού τό ἔψαυσε — καθώς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια μου διά ν' «ἁρμυρίσουν»45 εἰς τήν θάλασσαν, ὅπως συχνά ἐσυνήθιζα, εἶδα τήν ἀκρογιαλιάν πού ἦτον μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «ἐλιμπίστηκα»46, κ' ἐλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω. Ἦτον τόν Αὔγουστον μῆνα.
Ἀνέβασα τό κοπάδι μου ὀλίγον παραπάνω ἀπό τόν βράχον, ἀνάμεσα εἰς δύο κρημνούς καί εἰς ἕνα μονοπάτι τό ὁποῖον ἐχαράσσετο ἐπάνω εἰς τήν ράχιν. Δι' αὐτοῦ εἶχα κατέλθει, καί δι' αὐτοῦ ἔμελλα πάλιν νά ἐπιστρέψω εἰς τό βουνόν τήν νύκτα εἰς τήν στάνην μου. Ἄφησα ἐκεῖ τά γίδια μου διά νά βοσκήσουν εἰς τά κρίταμα47 καί τάς ἁρμυρήθρας, ἄν καί δέν ἐπεινοῦσαν πλέον. Τά ἐσφύριξα σιγά διά νά καθίσουν νά ἡσυχάσουν καί νά μέ περιμένουν. Μέ ἄκουσαν κ' ἐκάθισαν ἥσυχα. Ἑπτά ἤ ὀκτώ ἐξ αὐτῶν τράγοι ἦσαν κωδωνοφόροι καί θά ἤκουον μακρόθεν τούς κωδωνισμούς των, ἄν τυχόν ἐδείκνυον συμπτώματα ἀνησυχίας.
Ἐγύρισα ὀπίσω, κατέβην πάλιν τόν κρημνόν, κ' ἔφθασα κάτω εἰς τήν θάλασσαν. Τήν ὥραν ἐκείνην εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλιος, καί τό φεγγάρι σχεδόν ὁλόγεμον ἤρχισε νά λάμπῃ χαμηλά, ὥς δύο καλαμιές ὑψηλότερα ἀπό τά βουνά τῆς ἀντικρινῆς νήσου. Ὁ βράχος ὁ δικός μου ἔτεινε πρός βορρᾶν, καί πέραν ἀπό τόν ἄλλον κάβον πρός δυσμάς, ἀριστερά μου, ἔβλεπα μίαν πτυχήν ἀπό τήν πορφύραν τοῦ ἡλίου, πού εῖχε βασιλέψει ἐκείνην τήν στιγμήν.
Ἦτον ἡ οὐρά τῆς λαμπρᾶς ἁλουργίδος48 πού σύρεται ὀπίσω, ἤ ἦτον ὁ τάπης, πού τοῦ ἔστρωνε, καθώς λέγουν,49 ἡ μάννα του, διά νά καθίσῃ νά δειπνήσῃ.
Δεξιά ἀπό τόν μέγαν κυρτόν βράχον μου, ἐσχηματίζετο μικρόν ἄντρον θαλάσσιον, στρωμένο μέ ἄσπρα κρυσταλλοειδῆ κοχύλια καί λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, πού ἐφαίνετο πώς τό εἶχον εὐτρεπίσει καί στολίσει αἱ νύμφαι τῶν θαλασσῶν.50 Ἀπό τό ἄντρον ἐκεῖνο ἤρχιζεν ἕνα μονοπάτι, διά τοῦ ὁποίου ἀνέβαινέ τις πλαγίως τήν ἀπότομον ἀκρογιαλιάν, κ' ἔφθανεν εἰς τήν κάτω πόρταν τοῦ τοιχογυρίσματος τοῦ κύρ Μόσχου, τοῦ ὁποίου ὁ ἕνας τοῖχος ἔζωνεν εἰς μῆκος ἑκατοντάδων μέτρων ὅλον τόν αἰγιαλόν.
Ἐπέταξα ἀμέσως τό ὑποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα51 μου, κ' ἔπεσα εἰς τήν θάλασσαν. Ἐπλύθην, ἐλούσθην, ἐκολύμβησα ἐπ' ὀλίγα λεπτά τῆς ὥρας. ᾘσθανόμην γλύκαν, μαγείαν ἄφατον,52 ἐφανταζόμην τόν ἑαυτόν μου ὡς νά ἤμην ἕν μέ τό κῦμα, ὡς νά μετεῖχον τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καί ἁλμυρᾶς καί δροσώδους. Δέν θά μοῦ ἔκανε ποτέ καρδιά νά ἔβγω ἀπό τήν θάλασσαν, δέν θά ἐχόρταινα ποτέ τό κολύμβημα, ἄν δέν εἶχα τήν ἔννοιαν τοῦ κοπαδιοῦ μου. Ὅσην ὑπακοήν καί ἄν εἶχαν πρός ἐμέ τά ἐρίφια53 καί ἄν ἤκουον τήν φωνήν μου διά νά καθίσουν ἥσυχα, ἐρίφια ἦσαν, δυσάγωγα καί ἄπιστα54 ὅσον καί τά μικρά παιδία. Ἐφοβούμην μήπως τινά ἀποσκιρτήσουν καί μοῦ φύγουν, καί τότε ἔπρεπε νά τρέχω νά τά ζητῶ τήν νύκτα εἰς τούς λόγγους καί τά βουνά ὁδηγούμενος μόνον ἀπό τόν ἦχον τῶν κωδωνίσκων τῶν τράγων! Ὅσον ἀφορᾷ τήν Μοσχούλαν, διά νά εἶμαι βέβαιος, ὅτι δέν θά μοῦ φύγῃ πάλιν, καθώς μοῦ εἶχε φύγει τήν ἄλλην φοράν, ὁπότε ὁ ἄγνωστος κλέπτης (ὤ νά τόν ἔπιανα) τῆς εἶχε κλέψει, ὁ ἀνόητος, τόν ἐπίχρυσον κωδωνίσκον μέ τό κόκκινον περιδέραιον ἀπό τόν λαιμόν, ἐφρόντισα νά τήν δέσω μ' ἕνα σχοινάκι εἰς τήν ρίζαν ἑνός θάμνου ὀλίγον παραπάνω ἀπό τόν βράχον εἰς τήν βάσιν τοῦ ὁποίου εἶχα ἀφήσει τά ροῦχά μου πρίν ριφθῶ εἰς τήν θάλασσαν.
Ἐπήδησα ταχέως ἔξω, ἐφόρεσα τό ὑποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα μου, ἔκαμα ἕνα βῆμα διά νά ἀναβῶ. Ἄνω τῆς κορυφῆς τοῦ βράχου, τοῦ ὁποίου ἡ βάσις ἐβρέχετο ἀπό τήν θάλασσαν, θά ἔλυα τήν Μοσχούλαν, τήν μικρήν αἶγά μου, καί μέ διακόσια ἤ περισσότερα βήματα θά ἐπέστρεφα πλησίον εἰς τό κοπάδι μου. Ὁ μικρός ἐκεῖνος ἀνήφορος, ὁ ὀλισθηρός κρημνός ἦτον δι' ἐμέ ἄθυρμα,55 ὅσον ἕνα σκαλοπάτι μαρμαρίνης σκάλας, τό ὁποῖον φιλοτιμοῦνται56 νά πηδήσουν ἐκ τῶν κάτω πρός τά ἄνω ἁμιλλώμενα τά παιδιά τῆς γειτονιᾶς.
Τήν στιγμήν ἐκείνην, ἐνῷ ἔκαμα τό πρῶτον βῆμα, ἀκούω σφοδρόν πλατάγισμα εἰς τήν θάλασσαν, ὡς σώματος πίπτοντος εἰς τό κῦμα. Ὁ κρότος ἤρχετο δεξιόθεν, ἀπό τό μέρος τοῦ ἄντρου τοῦ κογκυλοστρώτου καί νυμφοστολίστου, ὅπου ἤξευρα, ὅτι ἐνίοτε κατήρχετο ἡ Μοσχούλα, ἡ ἀνεψιά τοῦ κύρ Μόσχου, κ' ἐλούετο εἰς τήν θάλασσαν. Δέν θά ἐρριψοκινδύνευα νά ἔλθω τόσον σιμά εἰς τά σύνορά της, ἐγώ ὁ σατυρίσκος τοῦ βουνοῦ,57 νά λουσθῶ, ἐάν ἤξευρα ὅτι ἐσυνήθιζε νά λούεται καί τήν νύκτα μέ τό φῶς τῆς σελήνης. Ἐγνώριζα, ὅτι τό πρωί, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου συνήθως ἐλούετο.
Ἔκαμα δύο τρία βήματα χωρίς τόν ἐλάχιστον θόρυβον, ἀνερριχήθην εἰς τά ἄνω, ἔκυψα μέ ἄκραν προφύλαξιν πρός τό μέρος τοῦ ἄντρου, καλυπτόμενος ὄπισθεν ἑνός σχοίνου καί σκεπόμενος ἀπό τήν κορυφήν τοῦ βράχου, καί εἶδα πράγματι ὅτι ἡ Μοσχούλα εἶχε πέσει ἀρτίως58 εἰς τό κῦμα γυμνή, κ' ἐλούετο...
* * *
Τήν ἀνεγνώρισα πάραυτα εἰς τό φῶς τῆς σελήνης τό μελιχρόν,59 τό περιαργυροῦν60 ὅλην τήν ἄπειρον ὀθόνην τοῦ γαληνιῶντος πελάγους, καί κάμνον νά χορεύουν φωσφορίζοντα τά κύματα. Εἶχε βυθισθῆ ἅπαξ καθώς ἐρρίφθη εἰς τήν θάλασσαν, εἶχε βρέξει τήν κόμην της, ἀπό τούς βοστρύχους61 τῆς ὁποίας ὡς ποταμός ἀπό μαργαρίτας ἔρρεε τό νερόν, καί εἶχεν ἀναδύσει· ἔβλεπε κατά τύχην πρός τό μέρος ὅπου ἤμην ἐγώ, κ' ἐκινεῖτο ἐδῶ κ' ἐκεῖ προσπαίζουσα62 καί πλέουσα. Ἤξευρε καλῶς νά κολυμβᾷ.
Διά νά φύγω ἔπρεπεν ἐξ ἅπαντος νά πατήσω ἐπί μίαν στιγμήν ὀρθός εἰς τήν κορυφήν τοῦ βράχου, εἶτα νά κύψω ὄπισθεν θάμνων, νά λύσω τήν αἶγά μου, καί νά γίνω ἄφαντος κρατῶν τήν πνοήν μου, χωρίς τόν ἐλάχιστον κρότον ἤ θροῦν.63 Ἀλλ' ἡ στιγμή καθ' ἧν θά διηρχόμην διά τῆς κορυφῆς τοῦ βράχου ἤρκει διά νά μέ ἴδῃ ἡ Μοσχούλα. Ἦτον ἀδύνατον, καθώς ἐκείνη ἔβλεπε πρός τό μέρος μου, νά φύγω ἀόρατος.
Τό ἀνάστημά μου θά διεγράφετο διά μίαν στιγμήν ὑψηλόν καί δεχόμενον δαψιλῶς64 τό φῶς τῆς σελήνης, ἐπάνω τοῦ βράχου. Ἐκεῖ ἡ κόρη θά μέ ἔβλεπε, καθώς ἦτον ἐστραμμένη πρός τά ἐδῶ. Ὤ! πῶς θά ἐξαφνίζετο. Θά ἐτρόμαζεν εὐλόγως, θά ἐφώναζεν, εἶτα θά μέ κατηγόρει διά σκοπούς ἀθεμίτους, καί τότε ἀλλίμονον εἰς τόν μικρόν βοσκόν!
Ἡ πρώτη ἰδέα μου ἦτον νά βήξω, νά τῆς δώσω ἀμέσως εἴδησιν, καί νά κράξω: «— Βρέθηκα ἐδῶ, χωρίς νά ξέρω... Μήν τρομάζῃς!... φεύγω ἀμέσως, κοπέλα μου!»
Πλήν, δέν ἠξεύρω πῶς, ὑπῆρξα σκαιός65 καί ἄτολμος. Κανείς δέν μέ εἶχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εἰς τά βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εἰς τήν ρίζαν τοῦ βράχου κ' ἐπερίμενα.
«Αὐτή δέν θ' ἀργήσῃ, ἔλεγα μέσα μου· τώρα θά κολυμπήσῃ, θά ντυθῇ καί θά φύγῃ... Θά τραβήξῃ αὐτή τό μονοπάτι της κ' ἐγώ τόν κρημνό μου!...»66
Κ' ἐνθυμήθην τότε τόν Σισώην, καί τόν πνευματικόν τοῦ μοναστηρίου, τόν παπα-Γρηγόριον, οἵτινες πολλάκις μέ εἶχον συμβουλεύσει νά φεύγω, πάντοτε, τόν γυναικεῖον πειρασμόν!
Ἐκ τῆς ἰδέας τοῦ νά περιμένω δέν ὑπῆρχε ἄλλον μέσον ἤ προσφυγή, εἰμή ν' ἀποφασίσω νά ριφθῶ εἰς τήν θάλασσαν, μέ τά ροῦχα, ὅπως ἤμην, νά κολυμβήσω εἰς τά βαθέα, ἄπατα νερά, ὅλον τό πρός δυσμάς διάστημα, τό ἀπό τῆς ἀκτῆς ὅπου εὑρισκόμην, ἐντεῦθεν τοῦ μέρους ὅπου ἐλούετο ἡ νεᾶνις, μέχρι τοῦ κυρίως ὅρμου καί τῆς ἄμμου, ἐπειδή εἰς ὅλον ἐκεῖνο τό διάστημα ὡς ἡμίσεος μιλίου, ἡ ἀκρογιαλιά ἦτον ἄβατος, ἀπάτητος, ὅλη βράχος καί κρημνός. Μόνον εἰς τό μέρος ὅπου ἤμην ἐσχηματίζετο τό λῖκνον ἐκεῖνο τοῦ θαλασσίου νεροῦ, μεταξύ σπηλαίων καί βράχων.
Θ' ἄφηνα τήν Μοσχούλαν μου, τήν αἶγα, εἰς τήν τύχην της, δεμένην ἐκεῖ ἐπάνω, ἄνωθεν τοῦ βράχου, καί ἅμα ἔφθανα εἰς τήν ἄμμον μέ διάβροχα67 τά ροῦχά μου (διότι ἦτον ἀνάγκη νά πλεύσω μέ τά ροῦχα), στάζων ἅλμην καί ἀφρόν, θά ἐβάδιζα δισχίλια βήματα διά νά ἐπιστρέψω ἀπό ἄλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον τοῦ κοπαδιοῦ μου, θά κατέβαινα τόν κρημνόν παρακάτω διά νά λύσω τήν Μοσχούλαν τήν αἶγά μου, ὁπότε ἡ ἀνεψιά τοῦ κύρ Μόσχου θά εἶχε φύγει χωρίς ν' ἀφήσῃ βεβαίως κανέν ἴχνος εἰς τόν αἰγιαλόν. Τό σχέδιον τοῦτο ἄν τό ἐξετέλουν, θά ἦτον μέγας κόπος, ἀληθής ἆθλος. Θά ἐχρειάζετο δέ καί μίαν ὥραν καί πλέον. Οὐδέ θά ἤμην πλέον βέβαιος περί τῆς ἀσφαλείας τοῦ κοπαδιοῦ μου.
Δέν ὑπῆρχεν ἄλλη αἵρεσις,68 εἰμή νά περιμένω. Θά ἐκράτουν τήν ἀναπνοήν μου. Ἡ κόρη ἐκείνη δέν θά ὑπώπτευε τήν παρουσίαν μου. Ἄλλως69 ἤμην ἐν συνειδήσει ἀθῷος.
Ἐντοσούτῳ ὅσον ἀθῷος καί ἄν ἤμην, ἡ περιέργεια δέν μοῦ ἔλειπε. Καί ἀνερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά πρός τά ἐπάνω καί εἰς τήν κορυφήν τοῦ βράχου, καλυπτόμενος ὄπισθεν τῶν θάμνων· ἔκυψα νά ἴδω τήν κολυμβῶσαν νεάνιδα.
Ἦτον ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦμα. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ὥς πέντε ὀργυιάς70 ἀπό τό ἄντρον, καί ἔπλεε, κ' ἔβλεπε τώρα πρός ἀνατολάς, στρέφουσα τά νῶτα πρός τό μέρος μου. Ἔβλεπα τήν ἀμαυράν καί ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τόν τράχηλόν της τόν εὔγραμμον, τάς λευκάς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τούς βραχίονας τούς τορνευτούς,71 ὅλα συγχεόμενα, μελιχρά καί ὀνειρώδη εἰς τό φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τήν ὀσφύν72 της τήν εὐλύγιστον, τά ἰσχία της, τάς κνήμας, τούς πόδας της, μεταξύ σκιᾶς καί φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τό κῦμα. Ἐμάντευα τό στέρνον της, τούς κόλπους73 της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τάς ριπάς καί τῆς θαλάσσης τό θεῖον ἄρωμα. Ἦτον πνοή, ἴνδαλμα74 ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τό κῦμα· ἦτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν,75 πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων...
Οὔτε μοῦ ἦλθε τότε ἡ ἰδέα ὅτι, ἄν ἐπάτουν ἐπάνω εἰς τόν βράχον, ὄρθιος ἤ κυρτός, μέ σκοπόν νά φύγω, ἦτον σχεδόν βέβαιον, ὅτι ἡ νέα δέν θά μ' ἔβλεπε, καί θά ἠμποροῦσα ν' ἀποχωρήσω ἐν τάξει. Ἐκείνη ἔβλεπε πρός ἀνατολάς, ἐγώ εὑρισκόμην πρός δυσμάς ὄπισθέν της. Οὔτε ἡ σκιά μου δέν θά τήν ἐτάραττεν. Αὕτη, ἐπειδή ἡ σελήνη ἦτον εἰς τ' ἀνατολικά, θά ἔπιπτε πρός τό δυτικόν μέρος, ὄπισθεν τοῦ βράχου μου, κ' ἐντεῦθεν τοῦ ἄντρου.
Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καί δέν ἐσκεπτόμην πλέον τά ἐπίγεια.
* * *
Δέν δύναμαι νά εἴπω ἄν μοῦ ἦλθον πονηροί, καί συνάμα παιδικοί ἀνόητοι λογισμοί, ἐν εἴδει εὐχῶν κατάραι. «Νά ἐκινδύνευεν ἔξαφνα! νά ἔβαζε μιά φωνή! νά ἔβλεπε κανένα ροφόν εἰς τόν πυθμένα, τόν ὁποῖον νά ἐκλάβῃ διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, καί νά ἐφώναζε βοήθειαν!...»
Εἶναι ἀληθές, ὅτι δέν ἐχόρταινα νά βλέπω τό ὄνειρον, τό πλέον εἰς τό κῦμα. Ἀλλά τήν τελευταίαν στιγμήν, ἀλλοκότως, μοῦ ἐπανῆλθε πάλιν ἡ πρώτη ἰδέα... Νά ριφθῶ εἰς τά κύματα, πρός τό ἀντίθετον μέρος, εἰς τά ὄπισθεν, νά κολυμβήσω ὅλον ἐκεῖνο τό διάστημα ἕως τήν ἄμμον, καί νά φύγω, νά φύγω τόν πειρασμόν!...
Καί πάλιν δέν ἐχόρταινα νά βλέπω τό ὄνειρον... Αἴφνης εἰς τάς ἀνάγκας τοῦ πραγματικοῦ κόσμου μ' ἐπανέφερεν ἡ φωνή τῆς κατσίκας μου. Ἡ μικρή Μοσχούλα ἤρχισεν αἴφνης νά βελάζῃ!...
Ὤ, αὐτό δέν τό εἶχα προβλέψει. Ἠμποροῦσα νά σιωπῶ ἐγώ, ἀλλά δυστυχῶς δέν ἦτον εὔκολον νά ἐπιβάλω σιωπήν εἰς τήν αἶγά μου. Δέν ἤξευρα καλά ἄν ὑπῆρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τά θρέμματα,76 ἐπειδή δέν εἶχα μάθει ἀκόμη νά κλέπτω ζωντανά πράγματα,77 καθώς ὁ ἄγνωστος ἐχθρός, ὁ ὁποῖος τῆς εἶχε κλέψει τόν κωδωνίσκον· ἀλλά δέν τῆς εἶχε κόψει καί τήν γλῶσσαν διά νά μή βελάζῃ. — Μέ ράμνον78 πολύκλαδον εἰς τό στόμα, ἤ μέ σπαρτίον περί τό ρύγχος, ἤ ὅπως ἄλλως· ἀλλά καί ἄν τό ἤξευρα ποῦ νά τό συλλογισθῶ!
Ἔτρεξα τότε παράφορος νά σφίγξω τό ρύγχος της μέ τήν παλάμην, νά μή βελάζῃ... Τήν στιγμήν ἐκείνην ἐλησμόνησα τήν κόρην τήν κολυμβῶσαν χάριν αὐτῆς ταύτης τῆς κόρης. Δέν ἐσκέφθην ἄν ἦτον φόβος νά μέ ἰδῇ, καί ἡμιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ' ἐπάτησα ἐπί τοῦ βράχου, διά νά προλάβω καί φθάσω πλησίον τῆς κατσίκας.
Συγχρόνως μ' ἐκυρίευσε καί ὁ φόβος ἀπό τήν φιλοστοργίαν τήν ὁποίαν ἔτρεφα πρός τήν πτωχήν79 αἶγά μου. Τό σχοινίον μέ τό ὁποῖον τήν εἶχα δέσει εἰς τήν ρίζαν τοῦ θάμνου ἦτον πολύ κοντόν. Τάχα μήν «ἐσχοινιάσθη»,80 μήν ἐμπερδεύθη καί περιεπλάκη ὁ τράχηλός της, μήν ἦτον κίνδυνος νά πνιγῇ τό ταλαίπωρον ζῷον;
* * *
Δέν ἠξεύρω ἄν ἡ κόρη λουομένη εἰς τήν θάλασσαν ἤκουσε τήν φωνήν τῆς γίδας μου. Ἀλλά καί ἄν τήν εἶχεν ἀκούσει, τί τό παράδοξον; Ποῖος φόβος ἦτον; Τό ν' ἀκούῃ τις φωνήν ζῴου ἐκεῖ πού κολυμβᾷ, ἀφοῦ δέν ἀπέχει εἰμή ὀλίγας ὀργυιάς ἀπό τήν ξηράν, δέν εἶναι τίποτε ἔκτακτον.
Ἀλλ' ὅμως, ἡ στιγμή ἐκείνη, πού εἶχα πατήσει εἰς τήν κορυφήν τοῦ βράχου, ἤρκεσεν. Ἡ νεαρά κόρη, εἴτε ἤκουσεν εἴτε ὄχι τήν φωνήν τῆς κατσίκας —μᾶλλον φαίνεται ὅτι τήν ἤκουσε, διότι ἔστρεψε τήν κεφαλήν πρός τό μέρος τῆς ξηρᾶς...— εἶδε τόν μαῦρον ἴσκιον μου, τόν διακαμόν81 μου, ἐπάνω εἰς τόν βράχον, ἀνάμεσα εἰς τούς θάμνους, καί ἀφῆκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...
Τότε μέ κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη ἀπερίγραπτος. Τά γόνατά μου ἐκάμφθησαν. Ἔξαλλος ἐκ τρόμου, ἠδυνήθην ν' ἀρθρώσω φωνήν, κ' ἔκραξα:
— Μή φοβᾶσαι!... δέν εἶναι τίποτε... δέν σοῦ θέλω κακόν!
Καί ἐσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος ἄν ἔπρεπε νά ριφθῶ εἰς τήν θάλασσαν, μᾶλλον, διά νά ἔλθω εἰς βοήθειαν τῆς κόρης, ἤ νά τρέξω καί νά φύγω... Ἤρκει ἡ φωνή μου νά τῆς ἔδιδε μεγαλύτερον θάρρος ἤ ὅσον ἡ παραμονή μου καί τό τρέξιμόν μου εἰς βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν ὄχι παράδοξον, καθότι ὅλοι οἱ αἰγιαλοί καί αἱ θάλασσαι ἐκεῖναι ἐσυχνάζοντο ἀπό τούς ἁλιεῖς, μία βάρκα ἐφάνη νά προβάλλῃ ἀντικρύ, πρός τό ἀνατολικομεσημβρινόν μέρος, ἀπό τόν πέρα κάβον, τόν σχηματίζοντα τό δεξιόν οἱονεί κέρας82 τοῦ κολπίσκου. Ἐφάνη πλέουσα ἀργά, ἐρχομένη πρός τά ἐδῶ, μέ τάς κώπας· πλήν ἡ ἐμφάνισίς της, ἀντί νά δώσῃ θάρρος εἰς τήν κόρην, ἐπέτεινε τόν τρόμον της.
Ἀφῆκε δευτέραν κραυγήν μεγαλυτέρας ἀγωνίας. Ἐν ἀκαρεῖ83 τήν εἶδα νά γίνεται ἄφαντη εἰς τό κῦμα.
Δέν ἔπρεπε τότε νά διστάσω. Ἡ βάρκα ἐκείνη ἀπεῖχεν ὑπέρ τάς εἴκοσιν ὀργυιάς, ἀπό τό μέρος ὅπου ἠγωνία ἡ κόρη, ἐγώ ἀπεῖχα μόνον πέντε ἤ ἕξ ὀργυιάς. Πάραυτα, ὅπως ἤμην, ἐρρίφθην εἰς τήν θάλασσαν, πηδήσας μέ τήν κεφαλήν κάτω, ἀπό τό ὕψος τοῦ βράχου.84
Τό βύθος τοῦ νεροῦ ἦτον ὑπέρ τά δύο ἀναστήματα. Ἔφθασα σχεδόν εἰς τόν πυθμένα, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀμμόστρωτος, ἐλεύθερος βράχων καί πετρῶν, καί δέν ἦτο φόβος νά κτυπήσω. Πάραυτα ἀνέδυν καί ἀνῆλθον εἰς τόν ἀφρόν τοῦ κύματος.
Ἀπεῖχον τώρα ὀλιγότερον ἤ πέντε ὀργυιάς ἀπό τό μέρος τοῦ πόντου, ὅπου ἐσχηματίζοντο δῖναι καί κύκλοι συστρεφόμενοι εἰς τόν ἀφρόν τῆς θαλάσσης, οἱ ὁποῖοι θά ἦσαν ὡς μνῆμα ὑγρόν καί ἀκαριαῖον διά τήν ἀτυχῆ παιδίσκην τά μόνα ἴχνη τά ὁποῖα ἀφήνει ποτέ εἰς τήν θάλασσαν ἀγωνιῶν ἀνθρώπινον πλάσμα!... Μέ τρία στιβαρά πηδήματα καί πλευσίματα, ἐντός ὀλίγων στιγμῶν, ἔφθασα πλησίον της...
Εἶδα τό εὔμορφον σῶμα νά παραδέρνῃ κάτω, πλησιέστερον εἰς τόν βυθόν τοῦ πόντου ἤ εἰς τόν ἀφρόν τοῦ κύματος, ἐγγύτερον τοῦ θανάτου ἤ τῆς ζωῆς· ἐβυθίσθην, ἥρπασα τήν κόρην εἰς τάς ἀγκάλας μου, καί ἀνῆλθον.
Καθώς τήν εἶχα περιβάλει μέ τόν ἀριστερόν βραχίονα, μοῦ ἐφάνη ὅτι ᾐσθάνθην ἀσθενῆ τήν χλιαράν πνοήν της εἰς τήν παρειάν85 μου. Εἶχα φθάσει ἐγκαίρως, δόξα τῷ Θεῷ!... Ἐντούτοις δέν παρεῖχε σημεῖα ζωῆς ὁλοφάνερα... Τήν ἐτίναξα μέ σφοδρόν κίνημα, αὐθορμήτως, διά νά δυνηθῇ ν' ἀναπνεύσῃ, τήν ἔκαμα νά στηριχθῇ ἐπί τῆς πλάτης μου, καί ἔπλευσα, μέ τήν χεῖρα τήν δεξιάν καί μέ τούς πόδας, ἔπλευσα ἰσχυρῶς πρός τήν ξηράν. Αἱ δυνάμεις μου ἐπολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
ᾘσθάνθην ὅτι προσεκολλᾶτο τό πλάσμα ἐπάνω μου· ἤθελε τήν ζωήν της· ὤ! ἄς ἔζῃ, καί ἄς ἦτον εὐτυχής. Κανείς ἰδιοτελής λογισμός δέν ὑπήρχε τήν στιγμήν ἐκείνην εἰς τό πνεῦμά μου. Ἡ καρδία μου ἦτο πλήρης αὐτοθυσίας καί ἀφιλοκερδείας. Ποτέ δέν θά ἐζήτουν ἀμοιβήν!
Ἐπί πόσον ἀκόμη θά τό ἐνθυμοῦμαι ἐκεῖνο τό ἁβρόν, τό ἁπαλόν σῶμα τῆς ἁγνῆς κόρης, τό ὁποῖον ᾐσθάνθην ποτέ86 ἐπάνω μου ἐπ' ὀλίγα λεπτά τῆς ἄλλως ἀνωφελοῦς ζωῆς μου! Ἦτον ὄνειρον, πλάνη, γοητεία.87 Καί ὁπόσον διέφερεν ἀπό ὅλας τάς ἰδιοτελεῖς περιπτύξεις, ἀπό ὅλας τάς λυκοφιλίας καί τούς κυνέρωτας88 τοῦ κόσμου ἡ ἐκλεκτή, ἡ αἰθέριος ἐκείνη ἐπαφή! Δέν ἦτο βάρος ἐκεῖνο, τό φορτίον τό εὐάγκαλον,89 ἀλλ' ἦτο ἀνακούφισις καί ἀναψυχή. Ποτέ δέν ᾐσθάνθην τόν ἑαυτόν μου ἐλαφρότερον ἤ ἐφ' ὅσον ἐβάσταζον τό βάρος ἐκεῖνο... Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νά συλλάβῃ μέ τάς χεῖράς του πρός στιγμήν ἕν ὄνειρον, τό ἴδιον ὄνειρόν του...
* * *
Ἡ Μοσχούλα ἔζησε, δέν ἀπέθανε. Σπανίως τήν εἶδα ἔκτοτε, καί δέν ἠξεύρω τί γίνεται τώρα, ὁπότε εἶναι ἁπλῆ θυγάτηρ τῆς Εὔας,90 ὅπως ὅλαι.
Ἀλλ' ἐγώ ἐπλήρωσα τά λύτρα διά τήν ζωήν της. Ἡ ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, τήν ὁποίαν εἶχα λησμονήσει πρός χάριν της, πράγματι «ἐσχοινιάσθη»· περιεπλάκη κακά εἰς τό σχοινίον, μέ τό ὁποῖον τήν εἶχα δεμένην, καί ἐπνίγη!... Μετρίως ἐλυπήθην, καί τήν ἔκαμα θυσίαν πρός χάριν της.
Κ' ἐγώ ἔμαθα γράμματα, ἐξ εὐνοιας καί ἐλέους τῶν καλογήρων, κ' ἔγινα δικηγόρος... Ἀφοῦ ἐπέρασα ἀπό δύο ἱερατικάς σχολάς, ἦτον ἑπόμενον!
Τάχα ἡ μοναδική ἐκείνη περίστασις, ἡ ὀνειρώδης ἐκείνη ἀνάμνησις τῆς λουομένης κόρης, μ' ἔκαμε νά μή γίνω κληρικός; Φεῦ! ἀκριβῶς ἡ ἀνάμνησις ἐκείνη ἔπρεπε νά μέ κάμῃ νά γίνω μοναχός.
Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ γηραιός Σισώης ὅτι «ἄν ἤθελαν νά μέ κάμουν καλόγερον, δέν ἔπρεπε νά μέ στείλουν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι...». Διά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν τά ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τά ὁποία αὐτός μέ εἶχε διδάξει, καί μάλιστα ἦσαν καί πολλά!...
Καί τώρα, ὅταν ἐνθυμοῦμαι τό κοντόν ἐκεῖνο σχοινίον, ἀπό τό ὁποῖον ἐσχοινιάσθη κ' ἐπνίγη ἡ Μοσχούλα, ἡ κατσίκα μου, καί ἀναλογίζομαι τό ἄλλο σχοινίον τῆς παραβολῆς,91 μέ τό ὁποῖον εἶναι δεμένος ὁ σκύλος εἰς τήν αὐλήν τοῦ ἀφέντη του, διαπορῶ μέσα μου ἄν τά δύο δέν εἶχαν μεγάλην συγγένειαν, καί ἄν δέν ἦσαν ὡς «σχοίνισμα κληρονομίας»92 δι' ἐμέ, ὅπως ἡ Γραφή λέγει.
Ὤ! ἄς ἤμην ἀκόμη βοσκός εἰς τά ὄρη!..."
(Διά τήν ἀντιγραφήν)
Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Ηθογραφία, Φωτόδεντρο
Εκφράσεις γυναικείου κάλλους σε διηγήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη, Φωτόδεντρο
* Το κείμενο παρατίθεται όπως στην έκδοση των Απάντων του Παπαδιαμάντη από τον Ν .Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟ, τ. 3, Αθ.: εκδ. Δόμος, 1989, σσ. 261-273.
Πήγαινε στα Παράλληλα Κείμενα
Για τη Ζωή και το Έργο του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
Μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος, αρθρογράφος, μελετητής, μεταφραστής, θεωρείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ως ο μεγαλύτερος νεοέλληνας διηγηματογράφος. Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 στη Σκιάθο. Από μικρός, αντιμετώπισε μεγάλες βιοτικές δυσκολίες γιατί ανήκε σε φτωχή και πολυμελή οικογένεια, αποτελούμενη από δυο αγόρια και τέσσερα κορίτσια — τ' αδέλφια του. Με κόπο τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές στη Σκιάθο. Πιστός της Ορθοδοξίας, στα 1872 ακολουθώντας τον φίλο του μοναχό Νήφωνα, πήγε στο Αγιο Όρος για να καλογερέψει, μα ύστερ' από λίγους μήνες το εγκατέλειψε γιατί έκρινε πως δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Εγγράφεται μετά στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, μα δεν παίρνει το δίπλωμά του. Για να ζήσει, δίνει μαθήματα σε νέους, μαθαίνει μόνος του τέλεια την αγγλική και τη γαλλική, γνωρίζεται με τους λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, χάρη στις σχέσεις που είχε μ' αυτούς ο εξάδελφος του Αλ. Μωραϊτίδης και αρχίζει να δημοσιεύει έργα του στα περιοδικά «Ραμπαγάς», «Νεολόγος Κων/πόλεως», «Μη Χάνεσαι» και στις εφημερίδες «Ακρόπολις» και «Εφημερίς». Αναγνωρίζεται αμέσως το δυνατό του ταλέντο και η συνεργασία του γίνεται περιζήτητη. Ωστόσο, για να εξασφαλίσει διαρκέστερους πόρους, αναγκάζεται να δημοσιογραφήσει και να επιδοθεί σε μεταφράσεις. Πρώτος ο Παπαδιαμάντης μετέφρασε ελληνικά το αριστούργημα του Ντοστογιέφσκυ, «Έγκλημα και Τιμωρία». Ωστόσο, εκείνο που απασχολεί περισσότερο τον εσωτερικό του κόσμο, είναι η μεγάλη του νοσταλγία για την πατρίδα του, τη Σκιάθο, η οποία και χρησίμεψε για λυρικό και ηθογραφικό πλαίσιο του καλύτερου και του μεγαλύτερου μέρους του έργου του. Κάθε τόσο, αφήνει την Αθήνα και γυρίζει στο νησί του, αποφεύγοντας την κοινωνική ζωή, και κάνοντας συντροφιά τους απλούς νησιώτες, ψαράδες, γεωργούς, μαραγκούς, παπάδες, γριούλες. Ξαναγυρίζει στην Αθήνα, μα δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. Δοσμένος από μικρός στη λατρεία της Εκκλησίας, γίνεται δεξιός ψάλτης στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι, έχοντας αριστερό ψάλτη τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Είναι φανατικός τηρητής της βυζαντινής μουσικής. Αλλά αγαπά και τη ζωή, στις πιο απλές λαϊκές της εκδοχές και μορφές. Έτσι, τα βράδια τα περνάει στις ταβέρνες, με συντροφιά τους απλούς ανθρώπους του λαού. Είναι ντυμένος πάντα φτωχικά, αποφεύγει τον κόσμο. Περήφανος και αξιοπρεπής, υποφέρει τη φτώχεια του και βρίσκει παρηγοριά στο ψάλσιμο, στη νοσταλγία της Σκιάθου, στη συγγραφή πλήθους διηγημάτων και στο οινόπνευμα. Με τα χρόνια, παθαίνει ρευματισμούς στα χέρια του, κι αυτό, τον δυσκολεύει στη συγγραφική του απασχόληση. Πάντα φτωχός και υποφέροντας, αναγκάζεται στα 1911 να γυρίσει στην πατρίδα του. Εκεί, στο αγαπημένο του νησί, θα τον βρει ο θάνατος, στις 3 Ιανουαρίου 1911.
Το διάσπαρτο εδώ κι εκεί έργο του Παπαδιαμάντη, άρχισε να εκδίδεται συστηματικά, συγκεντρωμένο σε τόμους, μόλις έκλεισαν πενήντα χρόνια από το θάνατό του. Από τότε, γνώρισε πολλές εκδόσεις, με τη μορφή των «Απάντων».
Αντρέας Καραντώνης, Νεοελληνική Λογοτεχνία: Φυσιογνωμίες, τ. 1., Αθ.: εκδ. Παπαδήμα,31977,
σσ. 411-412.
Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχ. [ολείον] εις τα 1863, αλλά μόνον το 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α' και την Β' τάξιν. Την Γ' εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου, κι έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τῳ 1873 ήλθα εις Αθήνας κι εφοίτησα εις την Δ' του Βαρβακείου. Τῳ 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.
Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, κι εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τῳ 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη η «Μετανάστις», έργον μου, εις τον Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως. Τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν Σωτήρα. Τῳ 1882 εδημοσιεύθη[σαν] «Οι Έμποροι των Εθνών» εις το Μη Χάνεσαι. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.
Α.Π.[απαδιαμάντης], Αυτοβιογραφικό Σημείωμα
Τι κείμενα αρχαία και τι κείμενα ξένα, τι κείμενα βυζαντινά, εκκλησιαστικά συναξάρια, τροπάρια, ψαλμούς δεν ξέρει αυτός ο άνθρωπος! Τι «χωρία» της Γραφής, της Παλαιάς και της Νέας! Αλλ' οι άμεσες γνώσεις του απ' τη ζωή, οι ζωντανές, κ' εκείνες μήπως ολιγότερες είναι; Ξέρει γαλλικά, αγγλικά, τούρκικα, αρβανίτικα, ρουμελιώτικα... Ο ψαράς, ο καϊκτσής, ο βοσκός, ο γεωργός τού έχουν μάθει ό,τι έμαθαν κ' εκείνοι. Ξέρει έθιμα και συνήθειες, την Ιερά παράδοση και τα μάγια, τα ξόρκια και τις δεισιδαιμονίες, τις προλήψεις... Ξέρει ανέκδοτα κ' ιστορίες, παραμύθια του νησιού κ' οικογενειακά — για να τα διηγείται ατέλειωτα μέσα στις πληχτικές ώρες του «καφενέ» του αθηναϊκού... Μα αν ο συνομιλητής του βαρεθεί και του ζητήσει να παίξουν έν' από τα πολλά τ' αλγεβρικά παιχνίδια του καφενέ, με τα χαρτιά, με τα ζάρια, ή με τα πιόνια, είναι πρόθυμος, γιατί τα ξέρει κ' εκείνα.
Ποιος απ' όσους έγραψαν έκτοτε πεζογραφία ξέρει τα μισά απ' όσα στη ζωή του είχε μάθει ο Παπαδιαμάντης!
Τέλλος Άγρας, «Πώς βλέπομε σήμερα τον Παπαδιαμάντη» [1936]: Κριτικά, επιμ. Κώστας
Στεργιόπουλος, τ. 3. Ερμής, 1984, σσ. 11-74: 45-46.
Τα Άπαντα, επιμ. Γ. Βαλέτας, 5+1 ττ., Αθ.: εκδ. Δ. Δημητράκου / εκδ. «Βίβλος», 1954-1956.
Άπαντα τα μέχρι του Θανάτου του Δημοσιευθέντα, πρόλ. Στράτης Μυριβήλης, επιμ. Ένη Βέη-Σεφερλή, 3 ττ., Αθ.: εκδ. «Σεφερλής», 1962.
Άπαντα, Κριτική Έκδοση, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, 5 τόμοι, Αθ.: Δόμος, 1981-1988· αυτοτελώς η Αλληλογραφία, Αθ.: Δόμος, 1992.
Οι Δυο Κύριες Περίοδοι της Δημιουργίας του
Η θητεία του Παπαδιαμάντη στο ιστορικό μυθιστόρημα ήταν σύντομη. Αφού έδωσε τα μυθιστορήματα Η μετανάστις (1879-80), Οι έμποροι των Εθνών (1882-83) και η Γυφτοπούλα (1884), στα οποία είναι φανερές οι υπερβολές και οι αδυναμίες του ρομαντισμού, στρέφεται σε σύγχρονα ελληνικά θέματα. Μεταβατικό έργο από το ιστορικό μυθιστόρημα στο ηθογραφικό διήγημα είναι η νουβέλα του Χρήστος Μηλιόνης, που δημοσιεύτηκε στην Εστία το 1885. Εδώ προσπάθησε να δώσει το κλίμα του ηρωισμού της κλέφτικης ζωής και να περιγράψει τα ήθη και τις συνήθειες των κλεφτών εμπνευσμένος από το δημοτικό τραγούδι. Επιχείρησε να συνδυάσει την ιστορία με την ηθογραφία σύμφωνα με τις τάσεις που επικράτησαν.
Κατόπιν θα αφοσιωθεί αποκλειστικά στο ηθογραφικό διήγημα που του έδωσε την πρώτη και μοναδική θέση στα γράμματά μας. Το διηγηματογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη είναι μεγάλο. Εκτός από τα τρία μυθιστορήματα, έγραψε πέντε νουβέλες και 170 διηγήματα. Σε λίγα χρόνια πλημμύρισε την Αθήνα με τους ταπεινούς ήρωες των σκιαθίτικων διηγημάτων του και τα γνήσια λαϊκά ήθη της πατρίδας του. Τα διηγήματά του δημοσιεύονται στον αθηναϊκό τύπο. Η πρωτεύουσα, που ζει έντονα την περίοδο της αστικοποίησης και είναι εκτεθειμένη σε ποικίλες ιδεολογικές και πολιτισμικές επιδράσεις και ρεύματα από την Ευρώπη, δέχεται την επίθεση της ελληνικότητας από την ηθογραφία του σκιαθίτη διηγηματογράφου.
Γιώργος Παγανός. «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης»: ΙΔ., Η Νεοελληνική Πεζογραφία: Θεωρία και
Πράξη [τ. 1], Θεσσαλονίκη: Κώδικας, 1983, σσ. 80-86: 80.
Ρεαλισμός, Ηθογραφία, Συμβολισμός κ.ά.
Το μεγαλύτερο κέρδος αυτής της πρώτης ηθογραφίας, χάρη στη στροφή της προσοχής προς την αγροτική και θαλασσινή Ελλάδα, είναι ότι πλησίασε τον απλό άνθρωπο της υπαίθρου και προσάρμοσε στη λιτότητά του το εκφραστικό της όργανο. Η αναπροσαρμογή της αφήγησης στη νέα θεματογραφία άνοιξε τρόπους γραφής που αποδείχτηκαν πολύ γόνιμοι για τη μετέπειτα εξέλιξη της ελληνικής πεζογραφίας. Η αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο κατά προτίμηση, μιας ζωής παλαιικής και απλής, ο διάλογος σχεδόν φωνογραφικά πιστός είναι λύσεις υφολογικές και τεχνικές μεγάλης σημασίας. Για μια νέα εμπειρία αφηγηματική, που τώρα αποκτά σταθερές βάσεις, βρισκόμαστε μπρος σε μια προνομιούχο αφετηρία.
Mario Vitti, Ιδεολογική Λειτουργία της Ελληνικής Ηθογραφίας, Κέδρος,
31991 [11974], σ. 75
Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη παρουσιάζουν έντονα τα κυριότερα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, καίτοι συνήθως θεωρείται ο ίδιος ηθογράφος-ρεαλιστής. Οι κατηγορίες αυτές του ηθογράφου-ρεαλιστή δεν ικανοποιούν πολλούς από τους σύγχρονους μελετητές του Παπαδιαμάντη, που τονίζουν την ποιητική πνοή του έργου του, τον έντονο συμβολισμό του, την μεταφυσική του διάσταση, την «κατάργηση της χρονικότητός» του. Δύο θέματα που παρουσιάζονται συχνά στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία είναι θεμελιώδη και στο πεζογραφικό και ποιητικό έργο της ευρωπαϊκής ρομαντικής εποχής είναι πρώτον ο προέχων ρόλος της φύσης και δεύτερον ο ανέφικτος έρωτας.
Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, «Ο Παπαδιαμάντης και η Παράδοση του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού»:
[Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών], Πρακτικά Α' Διεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαμάντη:
Σκιάθος, 20-24 Σεπτεμβρίου 1991, Αθ.: εκδ. Δόμος, 1996, 387-405: 387-388.
Η Σχέση του με τη Φύση
... Νομίζω πως η σχέση του Παπαδιαμάντη με τη φύση δεν είναι μονάχα αισθητική, αλλά κυρίως ηθική. Πρώτα πρώτα είναι ο συγγραφέας του ανοιχτού χώρου. Τοποθετεί τα δρώμενα μέσα σ' αυτόν τον ανοιχτό χώρο, τη φύση. Φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται. Η φύση καθορίζει εν πολλοίς τα δρώμενα, αλλά και τα δρώμενα επενεργούν στο ήθος της φύσης. Ο Παπαδιαμάντης δεν μένει σ' ένα λαϊκό ανιμισμό, σαν αυτό των δημοτικών μας τραγουδιών. Η φύση είναι άλλο κτίσμα· δεν είναι προέχταση του ανθρώπου. Όμως όχι κατώτερο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί, με το αζημίωτό του, να ξεκόψει από τη φύση. Αν το κάνει, ξεκόβει από τον θαυμάσιο «Κόσμο» και το επιτίμιο είναι η αλλοτρίωση και η φθορά. Όπως τόνισα στην αρχή, ο Παπαδιαμάντης νοσταλγεί το «κατά φύσιν», το αρχαίο κάλλος και την παρθενικότητα. Επομένως είναι και σημείον αναφοράς. Ο άνθρωπος, όσο μένει μέσα στη φύση κι όσο ανοίγει διάλογο μαζί της, μένει φυσικός, πιο νήπιος, πιο αθώος. Χωρίς αυτή την αθωότητα η επικοινωνία του με το Θεό γίνεται δρόμος μετ' εμποδίων. Έτσι η φύση γίνεται καταλύτης, που βοηθά τον άνθρωπο να συνδιαλαγεί με τον Κτίστη και της φύσης και του ανθρώπου.
Κυριάκος Πλησής, Προσεγγίσεις: Λογοτεχνικά Δοκίμια για 12 Νεοέλληνες Συγγραφείς,
«Αστήρ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, 1995, σσ. 77-86: 80, 84-85.
Η Σχέση του με την Παράδοση
Η τέχνη είναι μέσον· δεν είναι σκοπός. Ο Παπαδιαμάντης δε γοητεύτηκε από το μέσον, ώστε να λησμονήσει το σκοπό ή να κάνει σκοπό το μέσον. «Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου» (2.515). Ο λογοτεχνικός (o altra cosa) κόσμος της Αθήνας μπορεί να ρωτάει τι θα ήταν ο Παπαδιαμάντης χωρίς τα διηγήματα ή το λογοτεχνικό έργο. Δε βλέπω να ρωτάει τι θα ήταν τα διηγήματα χωρίς τον Παπαδιαμάντη. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα (η διηγηματογραφία) δίχως την αιτία του (ο Παπαδιαμάντης). Αυτή θα ήταν, ωστόσο, η κανονική σειρά. Γιατί έχομε στην ελληνική γλώσσα —και σε ξένες— και άλλα λογοτεχνικά έργα, αισθητικά «ωραία» ή πληρέστερα σε κατεργασία, αλλά δεν είναι Παπαδιαμάντης. Λείπει η προέχταση που μας μεταφέρει —κάθε λαό— στο ανεξήγητο εκείνο καθεστώς των πατέρων ή στο επίκεντρο της πνευματικότητάς μας, στη μεταφυσική ρίζα της ζωής. Και για να το έχει κανένας αυτό δε φτάνει οποιαδήποτε ποιητική φλέβα ή αισθητική πληρότητα. Αυτή μοναχή της μπορεί να γεννάει έργα (γεννάει πολλά), δε γεννάει τα έργα της παράδοσης. Από την άλλη μεριά, το να ανήκεις απλά και μόνο στην παράδοση, δίχως να έχεις τη χρειαζούμενη δεξιοσύνη στα χέρια, πάλι δε φτάνει να δώσει σε οποιοδήποτε έργο την προέχταση που αναφέραμε. Παράδειγμα ο Μωραϊτίδης. Είχε το ένα, δεν είχε το άλλο. Πρέπει να υπάρχουν και τα δυο (παράδοση και δεξιοσύνη) για να μεταφερόμαστε στη ρίζα της ζωής. Και αυτά τα δυο πρέπει να έχουν γίνει ένα. Παράδειγμα ο Παπαδιαμάντης.
Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [Α']: Πενήντα Χρόνια από τον
Θάνατό του», Μελετήματα, τ. 1., Δόμος, 1994, σσ. 235-258: 257-258.
Η Γλώσσα και το Ύφος του Παπαδιαμάντη
Αγαπούν λοιπόν όλοι κι όλοι σέβονται την καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη, αγαπούν και τα ρητά —τα ολίγα— των αρχαίων τραγικών και τα —πάμπολλα— της Γραφής, χωρία ολόκληρα από τους Ψαλμούς, από τους Προφήτας, (τ' αγαπά κι ο Παπαδιαμάντης όπως ο Καβάφης αγαπά τις αυτούσιες περικοπές από αρχαίους συγγραφείς, τι μνήμη απέραντη! πόσο παρόντα θα έπρεπε να είναι στο νου του αυτά όλα!), από τα οποία είναι οι σελίδες του κατάσπαρτες· αγαπούν ακόμη κ' εκείνο το περίεργο το ύφος, τον τρόπο του να βάζει το επίθετον ύστερ' απ' το ουσιαστικό («ο καταρράκτης ο βαθύς», «το μήκος το ανατολικόν», «τους σκοπέλους τους σπαρτούς», «χαράδρας χειμάρρων κατωφερείς») και που, τ' ομολογώ, μ' εξένιζε κ' εμένα, όταν ήμουν παιδί.
Αλλ' η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη πώς να μην κάνει θαύματα, όταν εμπρός της είχεν όλον τον πλούτο —δυόμισι χιλιάδων χρόνων— της τελειότερης γλώσσας του κόσμου, κι' όταν ημπορούσε ακόμη να δανείζεται και τις λέξεις της δημοτικής και να τις μεταχειρίζεται κ' εκείνες, είτε μέσα σε εισαγωγικά, στο κείμενο, είτε ελεύθερα, στους διάλογους και στις αφηγήσεις των προσώπων, κι' όταν, για τη σύνταξη, είχε πάλι για πρότυπον, είτε την ίδια την αρχαία, είτε την τελειότερην απ' τις σύγχρονες, τη γαλλική, κ' επορευόταν τότε στα μονοπάτια που του έστρωναν οι κλασικοί οι γάλλοι, όσο κ' οι μεταγενέστεροί τους.
Γιατί ο Παπαδιαμάντης είχεν αλάθητο και το αίσθημα του προφορικού, του δημοτικού λόγου. Σε κανένα συγγραφέα οι διάλογοι δεν είναι τόσο απολύτως φυσικοί, παντού και σ' οποιοδήποτε θέμα, όσον είναι σ' αυτόν. Δυο διηγήματά του ολόκληρα, το «θαύμα της Καισαριανής» κ' η «Χολεριασμένη», είναι γραμμένα, απ' την αρχήν ως το τέλος, ωσάν αφηγήματα άψογα γερόντισσας αθηναίας — στο πρώτο πρόσωπο.
Αλλ' είχε βαθύ και το αίσθημα της ακριβολογίας· κι' αυτό τον οδηγούσε στην καθαρεύουσα.
Άλλως τε ως τα 1905, κι' αργότερα ακόμα, η πεζογραφία μας μη δεν ήταν κατά μέγα μέρος καθαρεύουσα;
Τ. Άγρας, ό.π., σσ. 21, 25
Η Ατμόσφαιρα στο Έργο του
Περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα πεζογράφο, ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί ατμόσφαιρα. Σε όλα τα άλλα πολλοί δικοί μας τον ξεπερνούνε. Όχι μόνο στη γλώσσα και στη μορφή, μα και στην επαφή με τη φύση και στη δύναμη της δραματικής πλοκής και στη δύναμη της δημιουργίας ανθρώπινων τύπων, σε ό,τι χρειάζεται μιαν ανώτερη φαντασία. Και όμως ο Παπαδιαμάντης, με την καθαρεύουσά του, με τις ατασθαλίες του, τις αδεξιότητές του, τις αδιαφορίες του, πιο αδούλευτος, πιο άμαθος, πιο απειθάρχητος, κρατάει απαραμέριστος τη θέση του, μόνο με την κρυφή μαγεία της ατμόσφαιράς του. Όταν απομακρυνθούμε κάπως από το έργο του Παπαδιαμάντη, εκείνο που απομένει μέσα μας δεν είναι ούτε οι μεγάλες σκηνές, ούτε οι ξεχωριστές περιγραφές, ούτε οι ανθρώπινοι τύποι, ούτε οι μεγάλες εξάρσεις· είναι αυτό που προσπαθώ να εκφράσω με τη λέξη «ατμόσφαιρα», διάχυτη σε όλο του το έργο.
Κωνστ. Τσάτσος, Αισθητικά Μελετήματα, Αθ.: Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1977,
σσ. 58-62: 59-60.
Τύχη του Έργου του: Επιδράσεις, Αποτίμηση
Ας καθορίσουμε την προσφορά του Παπαδιαμάντη. Με τάξη, μάλιστα, και με καθαρότητα που σπανιότατα ανέχονται οι κόσμοι των λογοτεχνικών έργων.
α) Έδωσε τον Έλληνα στην πιο απροσποίητη έκφρασή του. Και από την πλευρά αυτή, το έργο του, ανεξάρτητ' από κάθε άλλο περιεχόμενό του, έχει την αξία ιστορικής μαρτυρίας. Διαβάζεις Παπαδιαμάντη και γνωρίζεις την Ελλάδα ως τους Βαλκανικούς πολέμους.
β) Έδειξε στον πεζό μας λόγο το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, που είναι η πορεία του λυρικού ανθρώπου. Και στην πορεία αυτή, που δεν την υποπτεύτηκε η Ελλάδα του τέλματος, γυρίζει τώρα ολόκληρη και καταφεύγει σ' αυτήν η Ελλάδα των αναζητήσεων, — μεγάλο μέρος της τελευταίας και προτελευταίας λογοτεχνικής γενεάς.
γ) Καλεί πενήντα τόσα χρόνια κάθε Έλληνα να του χαρίσει μιαν αισθητική χαρά. Οι πρακτικοί ας μην πουν το λόγο τους. Η προσφορά αυτή είναι το καλύτερο και το χρησιμότερο, που μπορεί να δώσει ένας πνευματικός άνθρωπος. Κι όπου πνευματική χαρά, εκεί και μεγάλη ζωή κι εθνική προκοπή.
Πέτρος Χάρης, Έλληνες Πεζογράφοι..., τ. 1., Αθ.: Βιβλ. της «Εστίας», 11953-31979,
σσ. 25-58: 61.
Είναι μια ειδική κατηγορία διηγημάτων του Παπαδιαμάντη. Ο ερωτισμός λειτουργεί μονόπλευρα και παρουσιάζεται σαν ένα ακοίμητο πάθος (Ολόγυρα στη λίμνη, Η νοσταλγός, Η βλαχοπούλα). Όπου όμως παρουσιάζεται περισσότερο πραγματιστής ο συγγραφέας, παρατηρεί την ερωτική συμπεριφορά του λαού. Ο Παπαδιαμάντης έχει βαθιές λαϊκές ρίζες, ζει κοντά στο λαό και γίνεται γνήσιος λαϊκός ηθογράφος. Σε πολλά διηγήματά του παρουσιάζει άντρες που έχουν παντρευτεί, σε δεύτερο γάμο, γυναίκες μικρότερες από τις κόρες τους (Η νοσταλγός, Ρόδινα ακρογιάλια κ.ά.). Στις συζητήσεις των ανθρώπων του λαού το ερωτικό σκάνδαλο, η περιέργεια και το κουτσομπολιό είναι κυρίαρχα θέματα (Η σπηλιά του δράκου, Η βλαχοπούλα, Η αποσώστρα). Άλλοτε πάλι ο ερωτισμός ρίχνει στη διήγηση τη βαριά σκιά του πειρασμού (Ο καλόγερος, Φαρμακολύτρια).
Πολλές φορές με το λυτρωτικό μηχανισμό της καλλιτεχνικής δημιουργίας (sublimation), εξιδανικευμένος ο ερωτικός καημός γίνεται πηγή ποιητικότατων αφηγήσεων (Υπό την βασιλικήν δρυν, Όνειρο στο κύμα, Ολόγυρα στη λίμνη, Τ' αστεράκι).
Γ. Παγανός, ό.π., σ. 84
Ερμηνευτικά για το «Όνειρο στο Κύμα»
Μια πρώτη ερμηνεία του διηγήματος, που θα ταίριαζε και στο πνεύμα ίσως της εποχής του αλλά και στην καθιερωμένη θεώρηση του Παπαδιαμάντη, είναι μια ερμηνεία από ηθικο-θρησκευτική σκοπιά. Η ιστορία μπορεί να διαβαστεί ως αλληγορία της έκπτωσης του ανθρώπου από μια αρχική ιδανική κατάσταση ευδαιμονίας (που περιγράφεται με αναφορές στο Άσμα Ασμάτων: ποίημα ερωτικό και ποιμενικό (σ. 264) σε μια δυστυχισμένη ανώφελη ζωή. [...]
Μια δεύτερη ερμηνεία που συνδέεται στενά με την προηγούμενη είναι να ιδωθεί το διήγημα ως μια εκδήλωση της αντίθεσης φύσης και πολιτισμού. Η φύση αντιπροσωπεύει την εφηβική ηλικία του αφηγητή, όταν είναι ωραίος και ευτυχισμένος έφηβος αλλά και «φυσικός άνθρωπος», ενώ ο πολιτισμός ταυτίζεται με την ώριμη ηλικία, όταν εργάζεται στο γραφείο ενός δικηγόρου και αισθάνεται δέσμιος και καταπιεσμένος. [...]
Μια τρίτη ερμηνεία είναι η αισθητική προσέγγιση που βλέπει στο διήγημα μια αμφιταλάντευση ανάμεσα στο υψηλό και το αισθησιακό, στην παραίσθηση και την υπερβατικότητα. [...] μια άλλη [τέταρτη] ερμηνεία του διηγήματος που έχει ως άξονα «την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας». Μπορεί δηλαδή να ερμηνευθεί ως μια ιστορία μετασχηματισμού του βοσκού σε δικηγόρο, που αντιστοιχεί σε ένα πέρασμα από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμότητα. Καθώς είναι φανερό μια τέτοια ερμηνεία επικαλύπτει κάπως τη δεύτερη.
Μια πέμπτη ερμηνεία θα ήταν ψυχαναλυτική. Το διήγημα αντιπροσωπεύει την καταστολή της επιθυμίας, το στραγγάλισμα μιας εφηβικής φαντασίωσης, την αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στη φυσική ζωή και στην τεχνητή, [...]
Δημήτρης Τζιόβας, Το Παλίμψηστο της Ελληνικής Αφήγησης: Από την Αφηγηματολογία στη Διαλογικότητα,
Οδυσσέας, 1993, σσ. 223-243: 231-237.
Μαθητεία στο «Όνειρο στο κύμα»*
(Απόσπασμα: Οι άμεσοι μαθητές)
Η σάρκα κρίνο σε θάλασσα φεγγάρι — άσωστος πόνος |
Συ τον γκρεμό σου κι αυτή το μονοπάτι — σωστά τραβάτε. |
Ο Παπαδιαμάντης κυμάτισε απαράμιλλα τη Μοσχούλα στο όνειρο. Δεν ξαναγεννιέται τέτοιο κύμα. Κι όμως, πολλά φεγγάρια αργότερα, στη φεγγαροφώτιστη θάλασσα ενός άλλου νησιού, ο Μυριβήλης λαβαίνει το θάρρος και δοκιμάζει να μπει στο ίδιο όνειρο.
Ανήκε στους πεζογράφους που αγάπησαν πολύ τον Παπαδιαμάντη και μαθήτεψε καλά κοντά του. Το μυθιστόρημα του Η Παναγιά η Γοργόνα πάντοτε μου έδινε την εντύπωση ότι, παρ' όλη τη διαφορά της φύσης —άρα και της γραφής— του Μυριβήλη, περπατάει ή, μάλλον, πλέει στα υγρά χνάρια του «Ονείρου στο κύμα». Εντύπωση πιθανότατα εντελώς προσωπική και δεν επιχειρώ να την υπερασπιστώ. Ωστόσο υπάρχει στο μυθιστόρημα ένα δεκασέλιδο κεφάλαιο, το 38ο, όπου ο Μυριβήλης, έξω από κάθε αμφιβολία πληρώνει τοις μετρητοίς στον Παπαδιαμάντη ένα μέρος των διδάκτρων. Στο μεγαλύτερο τμήμα του κεφαλαίου μεταγράφεται, με τους τρόπους φυσικά της μυριβηλικής γραφής, το «Όνειρο στο κύμα». Τι και αν η Σμαραγδή είναι ψαρού, όπως θα την έλεγε ο Σολωμός, τι κι αν ο Λάμπης είναι κι αυτός ψαράς; Το νυχτερινό κολύμπι της κόρης και η σωστική επέμβαση του αγοριού είναι —ή θέλει να είναι— ο αντίτυπος των λουτρών της Μοσχούλας και του μικρού βοσκού.
Περιορίζομαι στην αντιγραφή δύο μικρών αποσπασμάτων:
Προχωρούσε με απλωτές κ' ένιωθε ευτυχισμένη. Κολυμπούσε ήρεμα, ξεκούραστα, χωρίς να νιώθει πια το βάρος του κορμιού. Όλα ήταν τόσο ανάλαφρα και δροσερά, σα να πετούσε στον αέρα. Κάποτε σταματούσε, γύριζε στη ράχη, κι άφηνε την ανάσα της θάλασσας να την ανασηκώνει και να την κουναρίζει αβρά. Έδινε μια μικρή μπάτσα στο κύμα να δει τα φεγγαρόκρινα να πετιούνται από παντού. Κολυμπούσε με το πρόσωπο κοντά στο νερό, κ' η θάλασσα τής φιλούσε όλο το μάγουλο, της άγγιζε τ' αυτί. Και σαν έσκυβε να δει στα βαθιά, έβλεπε μεγάλες κουλούρες σα χρυσά σωσίβια να βγαίνουν από το σκοτεινό βυθό αμέτρητες, η μια ύστερ' από την άλλη, ατέλειωτη αλυσίδα. Ξεκινούσαν μικρές ίσαμε πιάτα, και σαν ανέβαιναν ως την απανωσιά, φάρδαιναν σαν πανέρια. Εκεί παίζαν ελαστικά τον κύκλο τους, λύγιζαν με χίλια μαλακά σχήματα. Από τον ένα μεγάλο κύκλο, ξεχώριζαν ένα, δύο, τρεις, δέκα δίσκοι ολόχρυσοι, μακρουλοί, στρογγυλοί [...]
Και κει που τ' ανάδευε ο νους της όλ' αυτά με τόσο κέφι, πάνω στ' ανεγάλλιασμα που τη γιόμιζε σύγκορμη, ήρθε το ξαφνικό και τ' αναπάντεχο.
Αυτά με την ανέγνοιαστη Σμαραγδή που όμως ξαφνικά τρομάζει. Ύστερα:
Της φάνηκε πως βούλιαζε ο νους της, πως ένα φωσάκι έλιωνε σιγά, πως έχανε τον κόσμο για πάντα.
Την ίδια στιγμή ο διακαμός ενός ανθρώπου τινάχτηκε από ψηλά μες από τα σκίνα της ράχης κι έπεσε με χλαπαταγή στα νερά. Χάθηκε με τη βουτιά, και σαν ξενέρισε, κολυμπούσε με μεγάλες απλωτές προς τη Σμαραγδή. Την πρόφτασε να χτυπιέται ζαλισμένη και να καταπίνει θάλασσες. Την άρπαξε απ' τα μαλλιά, και πλέβοντας με τα πόδια και με το 'να χέρι, την έσυρε στα ρηχά κατά τη βάρκα. Τότες, λαχανιασμένος από τον αγώνα, στάθηκε όρθιος στη ραχοπατιά. Έσκυψε και πήρε στην αγκαλιά τη γυμνή κοπέλα να την αποθέσει στη βάρκα.
Αυτά με τον Λάμπη, που η βουτιά του θα ορίσει τελεσίδικα τη μοίρα του, θα σφραγίσει τη ζωή της Σμαραγδής και θα προοικονομήσει την έξοδο του μυθιστορήματος.
*
Από τα νερά της Σκιάθου του 1900 το όνειρο, πάντα στο κύμα, έφτασε στα νερά της Λέσβου το 1948 — μισόν αιώνα ταξίδι. Κι από κει κατηφόρισε θαλασσοπορώντας στην Κάλυμνο και την Τέλεντο:
Κι ακροζυγιάστηκε πάνω από τα κρύσταλλα νερά κι ως έπεσε, ένοιωθε μια αγαλλίαση, σα ν' αναγεννιόταν όλη του η αίσθηση μέσα στο φως και τη δροσιά της θάλασσας, π' όλοι αποσβύνανε της ζωής οι φόβοι, αχνά, λιβανισμένα φαντάσματα.
Μα την ίδια στιγμή ένα πλατάγιασμα από πλάι στ' ακρογιαλάκι που χώριζε ο κουφαρωτός βράχος από τη δικιά του ακρογιαλιά, τον ξάφνιασε και πριχού καλά-καλά το λογισθεί, είδε να ξεπερνάει τ' όριο το δικό του, προς το πέλαο, φανερωμένο σαν δέλφινας με το πλέξιμο, μέσ' τον αφρογάλανο ωραιώνα, που κύκλωνε, το λιγερόλαμνο κορμί της Ζωγραφούλας, με το ολόασπρο πουκαμισάκι ως μόνο έντυμα. Κι ως έπλεχε κι ανάριχνε κεφάλι, μπράτσα, στου ήλιου μέσα τη νερολαμπή, που παίζανε, σε ασήμιο αφρό, πόδια και σκέλη, φάνταζε σε ολόσωμη γύμνια [...]
Κι ως την είδε πάλι, κάνοντας στροφή, να κράξει τ' όνομά του και να 'ρχεται επάνω του, τον πήρε η δείλια του θνητού, να βγει, τάχα να κρύψει την ασκήμια του δικού του κορμιού. Και μόλις που πρόφταξε με ντυμένη μόνο την αιδώ να ριχτεί πίσω στη θάλασσα. Πρόκανε τότε κείνη με γλήγορη πλεξησιμά του, σήκωσε τα μπράτσα στο λαιμό του κι αγκαλιάστηκαν.
Έτσι ιστορεί, το 1956, ο Γιάννης Κλ. Ζερβός, Καλύμνιος ποιητής και πεζογράφος, το θαλασσινό όνειρο και το περιλάμπασμα1 του Δαμιανού και της Ζωγραφούλας. Μπορεί εδώ το όνειρο να κολυμπάει στο φως του ήλιου κι όχι του φεγγαριού, και μπορεί ακόμη να είναι η γυναίκα που πηγαίνει προς τον άντρα και να 'ναι αυτός που ξαφνιάζεται. Ο Ζερβός όμως, παρ' όλες τις αλλαγές φωτισμού και συμπεριφοράς των προσώπων (κι όσες άλλες ακόμα), με το εκτενές διήγημά του «Πίπτοντες και Ανιστάμενοι» της συλλογής Αγωνισμένοι και Λυτρωμένοι2, εξοφλεί, όπως ο Μυριβήλης, μέρος της οφειλής του στη διδαχή του «Ονείρου στο κύμα». Και για να μην του αμφισβητηθεί η μαθητεία, σπεύδει να την εξαγγείλει με το πρώτο από τα τρία μότο του διηγήματος:
«Είχε πέσει εις το κύμα γυμνή· ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα».
*
Θα ήταν λάθος αν μιλούσαμε μια παραλληλία των κειμένων του Μυριβήλη και του Ζερβού προς το παπαδιαμαντικό3. Το 38ο κεφ. της Παναγιάς της Γοργόνας —αν όχι όλο το μυθιστόρημα— και οι «Πίπτοντες και Ανιστάμενοι» του Ζερβού —ή, μάλλον, όλη η συλλογή— εκπορεύονται από το «Όνειρο στο κύμα». Οι διαφορές κάποτε ίσως είναι —ή φαίνονται— σημαντικές, ο γενετικός όμως κώδικας των τριών κειμένων μαρτυρεί ότι η συγγένειά τους είναι στενή.
Δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος για να επισημάνουμε τις αποκλίσεις. Περιορίζομαι σε σύντομη υπογράμμιση ορισμένων κοινών στοιχείων, χωρίς σχόλια. Το πρώτο: παρότι εξαίρεται το γυμνό κάλλος της γυναίκας —δε θα έλεγα ανενδοίαστα: «παρά τον αισθησιασμό των κειμένων»— τα τρία κείμενα και οι ήρωές τους και οι πράξεις τους βρίσκονται κάτω από το βλέμμα της Παναγίας. Στον Παπαδιαμάντη η Μονή του Ευαγγελισμού σκιάζει το όνειρο. Στον Μυριβήλη όλο το ψαραδοχώρι εποπτεύεται από την Παναγιά τη Γοργόνα. Ο Δαμιανός του Ζερβού είναι ψάλτης και η θαλασσινή περίπτυξη συμβαίνει όταν πανηγυρίζεται η Χαριτωμένη του νησιού. Δεύτερο: η επαφή των σωμάτων δεν οδηγεί σε σαρκική μείξη, ακόμα και στον Ζερβό όπου υπάρχει αμοιβαία έλξη. Τρίτο: κανείς από τους τρεις ονειρικούς έρωτες, μονόπλευρος ή αμφίπλευρος, δεν καταλήγει σε γάμο. Απεναντίας, στον Μυριβήλη ο άντρας και στον Ζερβό η γυναίκα αυτοκτονούν. Τέταρτο: ο Παπαδιαμάντης και οι μαθητές τους, στα κείμενα που εδώ εξετάζουμε, δεν εκδέχονται τον έρωτα ως ερωτοτροπία αλλά ως κ ρ η μ ν ο β α σ ί α.
Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος
* Το κείμενο παραχωρήθηκε ειδικά για το βιβλίο από τον φιλόλογο, εκδότη του Παπαδιαμάντη, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, τον οποίο και ευχαριστούμε.
«Η Παναγιά η Γοργόνα»
(απόσπασμα)
Το φεγγαρόφωτο πλημμύριζε το μικρό λιμάνι, έτρεχε ρυάκι από τα ράχτα. Έκανε τα ξέσκεπα πρόσωπα των κοιμισμένων ψαράδων σαν τα πρόσωπα των νεκρών βασιλιάδων της Μυκήνας, σκεπασμένα με μάσκες από ψιλό φύλλο χρυσαφιού.
Έστριψε την αγριοβραχιά της Βίγλας και πήρε γιαλό-γιαλό τον άμμο της Κάγιας, ανάμεσα Βίγλα και κάβο-Κόρακα. Εκεί είναι μια ρηχή αγκαλίτσα ανάμεσα στις πέτρες και τα φουντωμένα χαμόδεντρα, που απλώνουν τις σγουρές τούφες ως το γιαλό. Άραξε μέσα στον ίσκιο που κάνουν οι βράχοι, πέταξε το ρούχο και τινάχτηκε στο νερό κατακέφαλα.
Η αψιά ευτυχία του δροσερού νερού τίναξε, ηδονικός σπασμός, τα σπλάχνα της. Ήταν μια αίσθηση βίαιης χαράς και λευτεριάς, μια δροσιά που έφτανε ως την ψυχή της, σα να φόραγε κατάσαρκα ολάκερη τη θάλασσα, από την κορφή ως τα νύχια. Μια φορεσιά ρευστή και αγέρινη σαν αυτές τις μακριές διάφεγγες φούστες με τα γλαυκά και τριανταφυλλιά χρώματα, που φορούσαν μέσα στ' αμερικάνικα περιοδικά του Φόρτη κάτι κυρίες με κορμιά ανάλαφρα σαν τα σύννεφα. Την ένιωθε να σέρνεται πίσω της η ουρά, ατελείωτη, ως πέρα στις μακρινές ακρογιαλιές, όπου οι φραμπαλάδες φουρφουρίζουν μικρά αναδιπλωτά κύματα από αφρό.
Το κορμί της άστραψε μια στιγμή στο φεγγάρι σαν ένα μεγάλο χρυσόψαρο, κατόπι χάθηκε. Στον τόπο που βούτηξε, το φεγγάρι έριξε μια χεριά μεγάλες ασημένιες μονέδες. Ξενέρισε πέρα, καμιά δεκαριά οργιές. Το κεφάλι βγήκε ήρεμα σα λουλούδι μες από το κύμα, κατόπι τα λαιμά, οι λαμπεροί ώμοι. Τίναξε πίσω τη βαριά χήτη, σαν το νιο αγρίμι που φρουμάζει από τη χαρά της ζωής. Κατόπι, μεμιάς τράβηξε στα βαθιά με ανοιχτές πλεψιές.
Εκεί ξαφνικά είδε πως βρέθηκε πάλι να κολυμπά μέσα στη φεγγαρόστρατα. Ένας φαρδύς έρημος δρόμος από ρευστό φως, που τραβούσε πέρα, έφτανε ως τ' ακροούρανα. Ήταν ένα γεφύρι από χρυσή ψάθα, που σάλευε και άστραφτε.
...............
Προχωρούσε με απλωτές κι ένιωθε ευτυχισμένη. Κολυμπούσε ήρεμα, ξεκούραστα, χωρίς να νιώθει πια το βάρος του κορμιού. Όλα ήταν τόσο ανάλαφρα και δροσερά, σα να πετούσε στον αέρα. Κάποτε σταματούσε, γύριζε στη ράχη, κι άφηνε την ανάσα της θάλασσας να την ανασηκώνει και να την κουναρίζει αβρά. Έδινε μια μικρή μπάτσα στο κύμα να δει τα φεγγαρόκρινα να πετιούνται από παντού. Κολυμπούσε με το πρόσωπο κοντά στο νερό, κ' η θάλασσα τής φιλούσε όλο το μάγουλο, της άγγιζε τ' αυτί. Και σαν έσκυβε να δει στα βαθιά, έβλεπε μεγάλες κουλούρες σα χρυσά σωσίβια να βγαίνουν από το σκοτεινό βυθό αμέτρητες, η μια ύστερ' από την άλλη, ατελείωτη αλυσίδα. Ξεκινούσαν μικρές ίσαμε πιάτα, και σαν ανέβαιναν ως την απανωσιά, φάρδαιναν σαν πανέρια. Εκεί παίζαν ελαστικά τον κύκλο τους, λύγιζαν με χίλια μαλακά σχήματα. Από τον ένα μεγάλο κύκλο, ξεχώριζαν ένα, δύο, τρεις, δέκα δίσκοι ολόχρυσοι, μακρουλοί, στρογγυλοί. Ύστερα έλυναν τη χρυσή κορδέλα τους και σάλευαν να σκεδιάσουν φανταστικά κεφαλαία, ρευστά και σερπετά, μιας άγνωστης γλώσσας. Εκεί, προς τη μεριά των βράχων ήταν τόσο πολλά... Ένα πλήθος χρυσά πελώρια μάτια γιόμισε η θάλασσα. Ήταν του φεγγαριού τα μάτια, και τα κατρέφτιζε η θάλασσα, ή μήπως ήταν της θάλασσας τα μάτια, που άνοιγαν μονάχα τη νύχτα;
Της ερχόταν να ξεφωνίσει από χαρά, να πάει η φωνή της ως το φεγγάρι, να πάει ακόμα πιο μακριά, ως το Χριστό, εκεί που κάθεται ο καημένος και περιμένει να ξαναγίνουν καλοί οι ψαράδες της Σκάλας, να πάρει πάλι την άγια στράτα του, να πάει να τους έβρει στ' ανοιχτά την ώρα που καλάρουν. Να βλογήσει τα δίχτυα τους, να πέσει πολύ ψάρι. Να φάει ο φτωχόκοσμος, να περσέψει και για το ρακί τους, να περσέψει και για το σπίτι, να μη γρινιάζουν οι γυναίκες τους, και να πάψουν να τις χτυπάνε κλωτσιές μέσα στα λαγόνια.
Και κει που τ' ανάδευε ο νους της όλ' αυτά με τόσο κέφι, πάνω στ' ανεγάλλιασμα που τη γιόμιζε σύγκορμη, ήρθε το ξαφνικό και τ' αναπάντεχο.
Κοιτώντας τα παιχνίδια που 'κανε το φως μέσα στο νερό, της φάνηκε πως είδε από κάτω της, καμιάν οργιά μόλις βαθιά, ένα μεγάλο σκοτεινόν ίσκιο, μακρύ και γρήγορο, που έφευγε με ορμή κάτω από το κορμί της.
Πάγωσε η καρδιά της, μεμιάς της ήρθε στο νου η χηνόγατα που χάλασε τα δίχτυα του Λαθιού, μαζί και το θεριόψαρο που κατάπιε τον Αντώνη το Ψαροξέρασμα. Η τρομάρα χύθηκε μέσα της υγρό και κρύο φίδι. Έκανε μια κίνηση, να γυρίσει τα πίσω μπρος, κατά την ακρογιαλιά. Δε μπορούσε, ένιωθε τα μέλη να μην την ακούν, όπως μέσα σε βραχνά. Οι κίνησές της έγιναν άταχτες, χτυπούσε σαν τρελή τα νερά.
Πάσχισε να βγάλει μια φωνή, να πατήσει μια τσιριξιά. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαρύγγι και δεν μπόρεσε. Άρχισε να παλεύει με τα νερά χωρίς να βλέπει, απελπισμένη. Γεμάτη φρίκη, σπάραζε με τα χέρια και με τα πόδια. Κείνη τη στιγμή ένιωσε κάτουθέ της κάτι σκληρό και παγωμένο να περνά κατάσαρκα, ν' αγγίζει την κοιλιά της ξυστά.
Τότες τινάχτηκε, έβαλε τα δυνατά της και πάτησε μια τσιριξιά, τρελή από φρίκη:
— Φτάξτε! Γλυτώστε με!
Της φάνηκε πως βούλιαζε ο νους της, πως ένα φωσάκι έλιωνε σιγά, πως έχανε τον κόσμο για πάντα.
Την ίδια στιγμή ο διακαμός ενός ανθρώπου τινάχτηκε από ψηλά μες από τα σκίνα της ράχης κι έπεσε με χλαπαταγή στα νερά. Χάθηκε με τη βουτιά, και σαν ξενέρισε, κολυμπούσε με μεγάλες απλωτές προς τη Σμαραγδή. Την πρόφτασε να χτυπιέται ζαλισμένη και να καταπίνει θάλασσες. Την άρπαξε από τα μαλλιά, και πλέβοντας με τα πόδια και με το 'να χέρι, την έσυρε στα ρηχά, κατά τη βάρκα. Τότες, λαχανιασμένος από τον αγώνα, στάθηκε όρθιος στη ρηχοπατιά. Έσκυψε και πήρε στην αγκαλιά τη γυμνή κοπέλα να την αποθέσει στη βάρκα. Δε φορούσε άλλο από ένα πανταλόνι δεμένο με λουρί.
Αυτό το σφιχτό άγγιγμα της γύμνιας της πάνω στην ξένη σάρκα την έφερε στα συγκαλά της με τον πιο άσκημο τρόπο. Ήταν κάτι τόσο σιχαμερό, ολότελα το ίδιο σαν το ξύπνημα που έκανε μιαν άλλη φεγγαροβραδιά μέσα στην αγκαλιά του Βαρούχου. Σε μια στιγμή ξανάζησε όλη τη νύχτα της ντροπής.
Μεμιάς της πέρασε η λιγοψυχιά. Τινάχτηκε πίσω, και τράβηξε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο του ανθρώπου που τη γλύτωσε. Όλ' αυτά έγιναν ξαφνικά, μ' ένα ακαταδάμαστο ψυχόρμητο που τη ζωντάνεψε και κυβέρνησε τις κίνησές της. Πιάστηκε από το σκοινί της βάρκας, χώθηκε στο νερό, πολεμούσε να κρύψει πίσ' από το τιμόνι τους κόρφους της που γυάλιζαν στο φως. Φούχτιασε ένα στρογγυλό βότσαλο για όπλο.
— Φύγε! είπε πνιχτά στον άνθρωπο που στεκόταν εκεί και δεν ήξερε τι να κάνει. Φύγε να μη σε σκοτώσω.
Το φεγγάρι τον φώτιζε από τη ράχη, οι ώμοι και τα μπράτσα του γυάλιζαν. Έβλεπε το στήθος του ν' ανεβοκατεβαίνει γρήγορα. Σαν έκανε να γυρίσει, το φως του ήρθε καταπρόσωπο. Τόνε γνώρισε, και σιγά-σιγά της περνούσε ο φόβος. Ήταν ο Λάμπης, του Φόρτη ο γιος.
— Εσύ 'σαι;! είπε σαστισμένη, με άγρια φωνή.
Έκανε «ναι» και στάθηκε δίβουλος, πίσω να πάει ή μπρος. Στέκονταν δυνατός και ψηλός, γυμνός ως τη μέση, με τα μαλλιά βρεγμένα στο κούτελο. Χαμογελούσε χαζά και περίμενε, χωρίς να τολμά να γυρίσει τα μάτια.
— Έμπα στη βάρκα και δώσε μου το ρούχο μου! του λέει και νιώθει το κατωσάγονο να τρεμοπετά ακόμα από τη λαχτάρα.
Τ' αγόρι πιάστηκε από την κουπαστή, έδωσε μια και βρέθηκε μέσα. Πήρε το ρούχο της Σμαραγδής που άσπριζε στην πρύμη. Της το 'δωσε με τα μάτια αλλού.
Κείνη τ' άρπαξε, το πέρασε γρήγορα απάνω της και βγήκε έξω.
Ο Λάμπης έκανε να φύγει, με το κεφάλι σκυμμένο, ντροπιασμένος.
— θέλεις να κάνω τίποτα; ρώτησε κοιτάζοντας χάμου. Να τραβήξω το σίδερο;
Αυτή είχε καθίσει χάμου στον άμμο, με τα δάχτυλα των ποδιών στο νερό, με τα χέρια δεμένα στα γόνατα. Ανάσαινε βαθιά και γρήγορα. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της χωρίς αναφυλλητό.
— Στα κομμάτια να τραβήξεις! του 'πε. Δε ντράπηκες να το κάνεις αυτό, βρωμόπαιδο;
Τ' αγόρι πήγε να δικαιολογηθεί:
— Θα πνιγόσουνα, Σμαραγδή!
Άρπαξε μια χεριά βότσαλα, τα χτύπησε στο νερό με άγριο πείσμα.
— Να πνιγόμουνα! Σ' ενδιαφέρει σένα; Αδερφή σου δεν είμαι, συγγένισσά σου δεν είμαι!
Σώπασε, ένας λυγμός την έκοψε.
— Να πνιγόμουν μακάρι, να γλύτωνα απ' την προστυχιά σας! Κάλλιο αυτό παρά κείνο που 'καμες... Δε ντράπηκες, μωρέ; Τι θα 'λεγε ο νονός μου ο καημένος;
Ο Λάμπης σήκωσε το κεφάλι τρομαγμένος. Είπε γρήγορα:
— Κανένας δεν το ξέρει. Ο πατέρας με θαρρεί στο γιατάκι. Αν το μάθει ο πατέρας, εγώ...
— Τι θα κάνεις «εσύ»! γύρισε οργισμένη και τον μέτρησε με το μάτι.
Ο Λάμπης απόσωσε με σιγανή αποφασιστική φωνή:
— Εγώ θα σκοτωθώ...
(Στρατής Μυριβήλης, Η Παναγιά η Γοργόνα, Εστία, 1948)
Πίπτοντες και Ανιστάμενοι
(απόσπασμα)
Κι ως την είδε πάλι, κάνοντας στροφή, να κράξει τ' όνομά του και να 'ρχεται επάνω του, τον πήρε η δείλια του θνητού, να βγει, τάχα να κρύψει την ασκήμια του δικού του κορμιού. Και μόλις που πρόφταξε με ντυμένη μόνο την αιδώ να ριχτεί πάλι πίσω στη θάλασσα. Πρόκανε τότε κείνη με γλήγορη πλεξιά σιμά του, σήκωσε τα μπράτσα στο λαιμό του κι αγκαλιάστηκαν.
Την πήρε τότε με τα δυνατά του χέρια, απόγυρε στο αμμουδογυάλι της κρυφής ακρογιαλιάς, απ' όπου τον είχε παραμονέψει στον ύπνο του όλη ώρα, κι ως να 'τανε παραδομένη από τον κάματο, ξάπλωσε σε ειρήνη το κορμί, με το πουκαμισάκι σουφρωμένο επάνω, ξέγυμνο, γάστρα και στήθια, κι ως τρεμούλιασε σ' ένα λιγοθυμισμένο ακρόγελο, που φώτισε ως μέσα τα ογρογάλανα μάτια, του άπλωσε τα χέρια, χάδεψε την όψη του, ως έγειρε εκείνος επάνω στα στήθια και ξεθαρεύοντας κινήθηκε με πάθος και της ασπάστηκε όλο τ' ογρόλαμπρο κορμί από τα μηλίγγια ως το δροσισμένο ποδοστράγαλο.
Μα ιδιοστιγμίς σηκώθηκε εκείνη, πήε πιο επάνω στην ακρογιαλιά, γονάτισε, ξεντύθηκε το μοσκεμένο πουκαμισάκι, τ' άφησε τον ήλιο να στεγνώσει κι έμεινε εκεί στητό όλο το επάνω κορμί, γυμνό, π' ανάλαμψε στο φως του όλος εκεί ο κρυψώνας της ακρογιαλιάς.
Σύρθηκε εκείνος στο γιαλό, έκρυψε ως τη μέση το κορμί στη θάλασσα και όσο κι αν ένιωθε το πάθος του να ζει, να καίει ακόμα, κύτταε, στιγμή ως στιγμή, ως σ' έκσταση, σαν απρόσωπο ένα φως σε όλο το γυμνό της. Κι όσο ξαστοχούσε, ξύπναε τώρα ένα δέος στην εκστατική λαχτάρα του επάνω στο θάμα αυτό σε όψιμες ημέρες της ζωής του.
Και όλο ετούτο —λες— μέσα σε μια μόνο αστραπή του χρόνου. Γιατί ως ν' αγρύπναε στ' απόκρυφα της βάθη η παρθενική έγνοια κι έκλινε το κορμί πλάι στον άλλο ρουχισμό της κι άπλωσε να κρύψει την αιδώ. Σκιάχτηκε κι ο ίδιος κι απόστρεψε στη θάλασσα, οπού βγήκε στη σπηλιά σαν χτυπημένος, σε μια τρέμουλη συνείδηση, κι ας έκαιε η λαχτάρα του και στοίχειωνε ακόμα ομπρός στην όψη του τ' απάρθενο γυμνό φως.
…
Σηκώθηκε κι ως να το είχε μελετημένο, ξεντύθηκε κι ως στάθηκε στο βράχο το γυμναστικό κορμί, στον ήλιο έδειξε ωσάν με όλο τ' άνθι ακόμα. Κι ακροζυγιάστηκε πάνω από τα κρύσταλλα νερά κι ως έπεσε, ένιωθε μια αγαλλίαση, σα να αναγεννιόταν όλη του η αίσθηση μέσα στο φως και τη δροσιά της θάλασσας, π' όλοι αποσβύνανε της ζωής οι φόβοι, αχνά, λιβανισμένα φαντάσματα.
Μα την ίδια στιγμή ένα πλατάγιασμα από πλάι στ' ακρογιαλάκι που χώριζε ο κουφαρωτός βράχος από τη δικιά του ακρογιαλιά, τον ξάφνιασε και πριχού καλά-καλά το λογισθεί, είδε να ξεπερνάει τ' όριο το δικό του, προς το πέλαο, φανερωμένο σαν δέλφινας με το πλέξιμο, μέσ' τον αφρογάλανο ωραιώνα, που κύκλωνε το λιγερόλαμνο κορμί της Ζωγραφούλας, με το ολόασπρο πουκαμισάκι ως μόνο έντυμα. Κι ως έπλεχε κι ανάριχνε κεφάλι, μπράτσα, στου ήλιου μέσα τη νερολαμπή, που παίζανε, σε ασήμιο αφρό, πόδια και σκέλη, φάνταζε σε ολόσωμη γύμνια.
Του ήρθε ανέλπιδα και πήε να τον κλονίσει η τόλμη της, μα σα να 'στραψε, αρματωμένο με το φως του πόθου, τ' όνειρο του, κύτταε κι όλο να 'τρεμε μέσα του κρυφή λαχτάρα κι ανάπαλε κι αγάλλιασε η ζωή.
Κι η Ζωγραφούλα, π' άργησε ως να στεγνώσει, σαν μπήκε στο στρατί, λαχτάρισε να τον γνωρίσει, όρθιο εκεί στην πρύμνα. Της ήρθε σαν λιγοψυχιά, τρεμούλιασε και κόπηκε η φωνή, π' έκανε να τον κράξει. Κι όσο αλάργευε η βάρκα, σπάραζε η απλή καρδιά, ως ότου θάμπωσε το φως της να θωρεί κι έπεσε στα γόνατα με τον σφιχτό πόνο.
…
Και στη δικιά του ψυχή στέρφωνε το βρυσικό. Το άγγιξε η πυρά του πάθους και ζαφλόγισε. Δεν ήτανε φαντασία του εκείνο που τον έδερνε. Κι ούτε μια απλή ακρασία στιγμής κι ας μην το πείραξε, ουδέ μόλυνε το παρθενικό κορμί. Μα την έσπρωχνε εγκληματικά. Της ξεπόρνευε ζωή, ψυχή. Και γρήγορα — αργά θ' αποθέριζε εκείνη την πρώτη φλόγα, που της μετάγγισε το ακράτο πάθος του, καλουργώντας στ' απάρθενο σώμα τη φθορά.
Γιάννης Ζερβός, Αγωνισμένοι και Λυτρωμένοι 1956· β' έκδοση, Δόμος, 1990
Εικόνα του Γιώργου Κόρδη για το βιβλίο Α. Παπαδιαμάντη
«Διηγήματα της αγάπης», Αρμός, 1998.
Με τη διδασκαλία της ενότητας αυτής επιδιώκεται οι μαθητές:
• Να κατατοπιστούν καλύτερα για τον κόσμο ενός συγγραφέα μείζονος και ιδιότυπου σαν τον Παπαδιαμάντη: τη σχέση του με την ηθογραφία και τις επιμέρους εκφάνσεις της, τους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς, τις γλωσσικές και θεματικές του προτιμήσεις, τη σταθερή προς τα πάντα σκοπιά της θρησκευτικότητας, του χριστιανικού ανθρωπισμού και της φυσιολατρίας του.
• Να σχολιάσουν, με πιο πολλές (απ' ό,τι σε προηγούμενες τάξεις) απαιτήσεις, ζητήματα της αφήγησης και της λογοτεχνικής γραφής γενικότερα που έχουν σχέση με το διηγηματικό είδος και την τεχνική του.
• Να γνωρίσουν τον κύκλο των λεγόμενων «αυτοβιογραφικών» διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, και ειδικότερα των «ερωτικών», που συνδέονται με μνήμες της εφηβικής ηλικίας.
• Να παρακολουθήσουν με αίσθημα και πνεύμα ερευνητικό την ανέλιξη του μύθου σε αυτό το διήγημα που είναι από τα αρτιότερα και πλέον γοητευτικά του Παπαδιαμάντη, έτσι ώστε να είναι σε θέση να επιχειρηματολογήσουν αναφορικά με ζητήματα ερμηνείας και αξιολόγησής του, εξοπλισμένοι με εποπτεία ευρύτερη και διάθεση δημιουργική.
1. Κατά ταύτα δεν πρόκειται περί απλής ηθογραφίας, λαογραφικών διαπιστώσεων περί των ηθών, εθίμων, ενδυμάτων, κατοικιών, τραγουδιών και παραμυθιών των νησιωτών, ανάμεσα εις τους οποίους έζησε. Διότι κάλλιστα είναι δυνατόν να περιγραφούν ούτοι λεπτομερέστατα και να διαφύγη η ψυχή των. H Λαογραφία πολλάκις υπό τα ειδυλλιακά φορέματα των χωρικών δεν διείδε τα δράματα της ψυχής των. O Παπαδιαμάντης δεν είναι φωτογράφος, είναι ψυχογράφος. Δεν μένει εις όσα ακούει και βλέπει, εις το περίγραμμα, προχωρεί εις όσα διαισθάνεται, έτσι δε δεν ζωγραφίζει απλώς, αλλά δημιουργεί ανθρώπους, κοινωνίας, χώρους.
Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), ο Χριστιανός Συγγραφεύς [ομιλία], Αθ. 1961: ΙΔ., Απανθίσματα: Γραμματολογικά και Βιογραφικά της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας (Μελέται και Άρθρα), Αθ: εκδ. Γ. Φέξη <Νέα Βιβλιοθηκη>, 1962, σσ. 177-190: 186-187.
2. [...] Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι ρομαντικός ονειροπόλος πραγμάτων φανταστικών ή εκφραστής συναισθημάτων επιθυμητών χωρίς αντίκρισμα. Είναι ένας ρεαλιστής συγγραφέας. Ερωτεύεται το συγκεκριμένο κι όχι το αφηρημένο. Κάθε ήρωάς του έχει το όνομα και το επώνυμό του, κάθε τοποθεσία την ονομασίαν της. Η επιμονή του να αραδιάζει ένα σωρό ονόματα δεν είναι λογοτεχνική μανιέρα. Στον Παπαδιαμάντη δεν υπάρχουν ήρωες πρώτης και δευτέρας κατηγορίας. Όλοι είναι καταξιωμένοι: πρωταγωνιστές και κομπάρσοι. [... ]
Όλοι αυτοί βαραίνουν το ίδιο στη ζυγαριά, γιατί όλοι, με τα ντέρτια και τα μεράκια τους, με τις μεγαλοσύνες και τις μικρότητές τους, είναι τέκνα Θεού, καταξιωμένα και καθαγιασμένα απ' Αυτόν.
Κυριάκος Πλησής, «Ο Παπαδιαμάντης και ο Κόσμος του» ΑΑ.VV., Τετράδια «Ευθύνης», αρ. 15 [Μνημόσυνο τον Αλεξ. Παπαδιαμάντη: Εβδομήντα Χρόνια από την Κοίμησή του] (Αθ. 1981), σσ. 148-155 ~ ΙΔ., Προσεγγίσεις: Λογοτεχνικά Δοκίμια για 12 Νεοέλληνες Συγγραφείς, Αθ.: εκδ. «Αστήρ» Αλ.και Ε. Παπαδημητρίου, 1995, σσ. 77-86: 78-79.
3. Ο Παπαδιαμάντης [...] προς απελπισίαν των κριτικών και ευφροσύνην των αναγνωστών του, αποτυγχάνει ως (ρεαλιστής) πεζογράφος, όχι γιατί δεν είχε τις οικείες λογοτεχνικές ικανότητες, αλλά γιατί είχε, ως άνθρωπος,το θείο χάρισμα να θεάται τον κόσμο σαν ποιητής και κατόρθωσε, ως δημιουργός, να ενοφθαλμίσει στην (ρεαλιστική και νατουραλιστική!) πεζογραφία του τους τρόπους και τις δυνατότητες της ποίησης. [...]
[... ] με μεγαλύτερη ποιητική ένταση και αντίστοιχη υποχώρηση του ρεαλιστικού στοιχείου, είναι και τα διηγήματα «Όνειρο στο κύμα», «Υπό την Βασιλικήν δρυν», «Αμαρτίας φάντασμα», «Τα Δαιμόνια στο ρέμα», «Η Φαρμακολύτρια», όπου ο ήρωας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του. Όλα κινούνται στον χώρο του Συμβολισμού, τόσο του προσωπικού, όσο και του υπερβατικού, σύμφωνα με τον οποίον αντικείμενα, εικόνες ή καταστάσεις του υπαρκτού κόσμου ανάγονται σε σύμβολα ενός κόσμου άχρονου, τέλειου και θείου. Στο πλαίσιο αυτό η αντίθεση ανάμεσα στο θλιβερό παρόν του ήρωα - αφηγητή και το ευτυχισμένο —παιδικό ή νεανικό— παρελθόν του, αποτέλεσμα της φθαρτικής επίδρασης του χρόνου, συμβολοποιείται, σε προσωπικό επίπεδο, με την τότε παρουσία τον περικαλλούς δέντρου, της ανάσσης του δρυμού και την τωρινή εξαφάνισή της («Η Βασιλική δρυς«) ή με το τότε «Όνειρο στο κύμα», από το οποίο τώρα δεν μένει παρά η ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης κόρης. Σε επίπεδο όμως υπερβατικού συμβολισμού, αυτή η έκπτωση από μια προηγούμενη, ανώτερη και ευτυχέστερη κατάσταση σε ένα ατελές και θλιβερό παρόν, συμβολίζει της Πτώση του Ανθρώπου από τον παράδεισο της Εδέμ.
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» [παρουσίαση - ανθολόγηση]: ΑΑ.VV., H Παλαιότερη Πεζογραφία μας: Από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τ. 5. [1880-1900], επιμ.-εισαγ. Κώστας Στεργιόπουλος, Αθ. Εκδ. Σοκόλη,1996, σσ. 114-209: 140,146.
4. [...] τον όρο «ειδύλλιο» και την «ειδυλλιακή διάσταση» προκειμένου για τον Παπαδιαμάντη δεν πρέπει να τα δούμε στενά, απλώς ως απόδοση της ζωής της αγροτικής κοινωνίας της Σκιάθου με εξιδανικευμένη πιστότητα. Πρέπει μάλλον να τα δούμε ως εξεικονίσεις του θέματος της «επιστροφής» (στο χωριό, στην αθωότητα, στην παράδοση κ.τ.λ.). Με άλλα λόγια ο Παπαδιαμάντης δεν είναι απλώς ένας «ρεγιοναλιστής» συγγραφέας που «σπουδάζει εκ του σύνεγγυς» και συγχρονικά το ελληνικό χωριό, αλλά ένας συγγραφέας ο οποίος από την πρωτεύουσα που εξευρωπαΐζεται και εκμοντερνίζεται εστιάζει τη ματιά του σε μια συγκεκριμένη περιοχή, τοπικά (εγγύς αγροτοποιμενικό παρελθόν της Σκιάθου) και αργότερα και χρονικά απομακρυσμένη (παιδική ηλικία), προκειμένου να αναδημιουργήσει έναν «μικρόκοσμο«, μέσω του οποίου συλλαμβάνει ό,τι θεωρείται κάθε φορά γι' αυτόν πρόσφατη εκδοχή του Παραδείσου ή της Χρυσής Εποχής. Με αυτόν τον τρόπο το παπαδιαμαντικό κείμενο γίνεται ένα ταξίδι μέσω της μνήμης για την ανα-απο-κάλυψη της χαμένης ενότητας του ανθρώπινου προσώπου και του φυσικού κόσμου.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, η μνεία αυτοβιογραφικών στοιχείων ή αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας δεν εξαντλείται αν διαβαστεί ως συγκεκριμένη πληροφορία. Μάλλον κερδίζει, όταν λειτουργεί ως εξιδανικευμένη απεικόνιση ενός απομακρυσμένου τρόπου ζωής που ανταποκρίνεται στην κοινή ανθρώπινη (και εθνική) εμπειρία, όπως και πάλι πρώτος παρατήρησε ο Παλαμάς.
Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Η Ειδυλλιακή Διάσταση της Δραματογραφίας του Παπαδιαμάντη: Μερικές Παρατηρήσεις και Προτάσεις«: ΑΑ.VV., H Αδιάπτωτη Μαγεία: Παπαδιαμάντης, 1991 - Ένα Αφιέρωμα, Αθ.: Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, 1992, σσ. 39-90: 48-49, 77-79.
5. Μέσα στο ηθογραφικό πλαίσιο ο Παπαδιαμάντης ζωντανεύει τον κόσμο του με τη γραφή του, τον τρόπο της ομιλίας του, που συνιστά τη μοναδικότητά του· σε ένα γλωσσικό αμάγαλμα καθαρεύουσας, εκκλησιαστικής, δημοτικής και ιδιωματισμών ξεδιπλώνει την αφηγηματική του άνεση, διαποτισμένη αφενός από γνήσια ποιητική πνοή [...] η οποία όμως «δένει» αρμονικά με τον ρεαλισμό στην απόδοση των καταστάσεων και τη διαγραφή των απλών και ταπεινών «ηρώων» του της Σκιάθου ή της Αθήνας. Αυτός ακριβώς ο «μαγικός ρεαλισμός» συνιστά ίσως την ιδιαίτερη γοητεία και τη μοναδικότητα του Παπαδιαμάντη.
Κώστας Μπαλάσκας. Εισαγωγή στο τευχίδιο: Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης, Έρως - Ήρως, Όνειρο στο Κύμα,
Αθ.: Επικαιρότητα
<Νεοελληνική Ανθολογία, 4>, 1996, σσ. 7-10: 8-9.
1. Όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα προέρχονται από την αντικειμενική πραγματικότητα, —καθώς αυτή έχει περάσει στην ανάμνηση— από την οποία κρατούν μια έκτακτη ζωντάνια και μία σχεδόν φυσική παρουσία. Συχνά δίνουν την εντύπωση, ότι προκύπτουν μες από τη ζωή σαν έξω από την τέχνη ή πριν απ' αυτήν, σαν να συνεχίζουν τον εαυτό τους περνώντας από τη γήινή τους κίνηση και υπόσταση έξαφνα μέσα στον χώρο της τέχνης.
Ήρθαν μέσα στην τέχνη από τη ζωή και επιστρέφουν σ' αυτή. Η τέχνη δείχνεται σαν προέκταση της ζωής.
Παρά ταύτα μέσα στην αντικειμενικότητα τούτη περνά η προσωπική αίσθηση και συγκίνηση του συγγραφέα. Υπάρχει κατά βάθος μέσα στο αντικείμενο η έκφραση του υποκειμένου, η διάχυση της ατομικής του ψυχής. Τα πρόσωπα, ενώ έχουν δικιά τους, ρεαλιστικά δοσμένη, υπόσταση και ανεξαρτησία, είναι συνάμα και κατά κάποιο τρόπο «σύμβολα» του υποκειμένου. Υπάρχει μια βαθύτερη σύμπτωση ή συμφωνία, με την ψυχική ή μουσική σημασία του όρου, ανάμεσα στον συγγραφέα και στα πλάσματά του, μέσα σε μια λυρική θεώρηση των ανθρώπων και των πραγμάτων. Έχουν τις ιδέες του, τις αντιλήψεις του, τη νοοτροπία του, το πάθος του, την πίστη, την μελαγχολία, την αδράνεια, όλο τον ιδιότυπο ψυχικό πλούτο του, σα να ‘ναι άλλες τόσες περιπτώσεις αποχρώσεων του προσώπου του. Ο αυστηρά καθορισμένος χώρος, όπου κινείται, και η υποκειμενική θεώρηση μέσα στην αντικειμενική ανάπλαση, χαράζουν κάποια όρια και δίνουν και κάποια μονομέρεια στον ορίζοντά του.
Μα κι εδώ υπάρχει μια ανάλογη σύνθεση αντιθέσεων. Μέσα στον στενό χώρο τοπίου και ζωής ο συγγραφέας κατορθώνει και δίνει έκταση και πλάτος εποπτείας ψυχικών καταστάσεων και ανθρωπίνων φυσιογνωμιών.
Γιώργος Θέμελης, «Ο Παπαδιαμάντης και ο Κόσμος του»: Χρονικά του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τ. 15., αρ. 58 (Απρίλιος - Ιούνιος 1961) - και ανάτ. αυτοτελώς, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθ.: Διάττων, 1991, σσ. 66-67.
2. Πολλοί αποθαυμάζουν [...] τον αισθησιασμό που φανερώνουν ορισμένα κομμάτια, όπως το «Όνειρο στο κύμα» ή άλλα και τονίζουν αυτή την πλευρά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Αυτό δείχνει πώς και εκείνος ήταν άνθρωπος με αισθήσεις και εξερευνούσε κάποτε την περιοχή τους. Μόνο που ο Παπαδιαμάντης (ή ο άνθρωπος της παράδοσης) δεν σταματούσε εκεί. Δεν ζητούσε να κάνει τις αισθήσεις του κοσμοθεωρία ή τρόπο ζωής, και προπαντός ήξερε από την παράδοση πώς πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν.
Ο Παπαδιαμάντης βρισκόταν στους αντίποδες όσων πέφτουν με το κεφάλι μέσα στη δίνη των παλατιών της Κίρκης ή των λεγόμενων «ανδρείων της ηδονής» (Καβάφης). Έτσι όπως παρουσιάζεται σαν καταξίωση, η ανδρεία της ηδονής είναι δειλία του πνεύματος, αδυναμία να αναγνωρίσομε το αόρατο πίσω από το φαινόμενο, το υπερφυσικό πίσω από τη φύση, εγκλωβισμός στο φυσικό. Η ανδρεία του Παπαδιαμάντη κρατούσε από άλλη ρίζα πνευματική. Δεν σταματούσε στις φυσικές αισθήσεις που μοιραζόμαστε με τα ζωντανά, αλλά ήξερε να παίρνει από τις άλλες (αυτές που θεωρούμε ανύπαρχτες σήμερα), από εκείνες που όποιος πιει μια φορά οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰώνα.
Ο κόσμος του ολόκληρος, φύση και άνθρωποι, φωτίζεται χαρακτηριστικά από το παράξενο εκείνο μοναδικό φως και λαβαίνει την ύπαρξή του μοναχά επειδή έχει πίσω του τη βαθιά ρίζα, fons vitae την πλαστουργική αιτία ή τον κόσμο του πνεύματος. Και ο κόσμος αυτός ξεπερνάει τα όρια της ανθρώπινης διανόησης ή των αισθήσεων. Το πνεύμα δεν το έχεις, το καταχτάς ή βιάζεις τη βασιλεία του. Τη διανόηση ή τις αισθήσεις τα έχεις (και, αν θέλεις, τα καλλιεργείς). Ο Παπαδιαμάντης ποτέ δεν λάτρεψε, όπως λέει η παράδοση, τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα. Η Σκιάθος που πλέει στο κύμα, μαζί με τη φύση και τους ανθρώπους της, υπάρχει μόνο επειδή αυτός την έχει αποθέσει σα μικρή χιβάδα μέσα στο χέρι του παντοδύναμου ἐν χειρὶ Θεοῦ.
Ζήσιμος Λορεντζάτος,
«Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [Α»]: Πενήντα Χρόνια από τον Θάνατό του» [1961]:
ΙΔ., Μελετήματα, τ. ι,. Αθ.:Δόμος, 1994, σσ. 235-258: 244-245.
1. Ότι ο Παπαδιαμάντης έκλεισε μες στις «αναμνήσεις» του ένα υπολογίσιμο τμήμα της ζωής του, δεν χωρεί αμφιβολία. Αρκεί μια πρώτη, θα ‘λεγα οριζόντια, ανάγνωση για να δείξει πώς τα «διηγήματα» αυτά αποτελούν, ανάμεσα στα άλλα, και μιαν αναντικατάστατη βιογραφική πηγή. Έχουμε να κάνουμε μ' ένα χρονικό, όπου όχι μόνο τα παιδικά χρόνια στη Σκιάθο, αλλά και η Αθηναϊκή περίοδος του συγγραφέα μας, και τα βιώματα και τα οράματα και τα αδιέξοδά του, μας προσφέρονται πλουσιοπάροχα.
Κάποτε, η εντύπωση πως στο διήγημα ενσωματώνονται σελίδες από ένα προσωπικό ημερολόγιο είναι κυριαρχική. Ο αφηγητής εμφανίζεται με την πραγματική ταυτότητά του ή κρύβεται πίσω από ψευδώνυμα.
Π. Μουλλάς, «Το Διήγημα, Αυτοβιογραφία του Παπαδιαμάντη» [Εισαγωγή]: ΙΔ. [επιμ.], ό.π., σσ. λδ' -λε' .
2. Είναι αληθινό αυτό, ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφείται. Εξίσου αληθινό όμως είναι ότι όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς, λίγο ως πολύ αυτοβιογραφούνται. Εγώ θα ήθελα κάτι άλλο να μου πουν: Ποιος γνήσιος συγγραφέας δεν είναι κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικός στα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα. Και λέγω «αντιπροσωπευτικά», γιατί και ο Παπαδιαμάντης έχει ορισμένα έργα όπου δεν βάζει τίποτε από τον εαυτό του και είναι τα ιστορικά μυθιστορήματά του, μα αυτά δεν βρίσκονται σε κανένα ύψος.
Με αυτά, δεν συνηγορούμε για την αυτοβιογράφηση στη λογοτεχνία, ούτε και καταδικάζουμε —κάθε άλλο— το πλάσιμο μιας κατάστασης ολότελα νέας μέσα στα έργα. Μακάρι... Απλώς προϊόντος του χρόνου, κάνουμε τη διαπίστωση ότι κανένας συγγραφέας δεν πέφτει στο έργο του έξω από τα βιώματά του.
Από τα παρακάτω θα έγινε ίσως αντιληπτό τι ακριβώς νομίζουμε όταν λέμε, ότι κάθε συγγραφέας —και ο Παπαδιαμάντης— «αυτοβιογραφείται». Εννοούμε ότι κάθε άξιος συγγραφέας αντλεί τη γλώσσα του, τη φρασεολογία του, τις εμπειρίες του, τις εμπνεύσεις του, ιδίως την επένδυση των εμπνεύσεών του, από μέσα του, από την τεράστια παρακαταθήκη βιωμένων πραγμάτων, καταστάσεων και γεγονότων, μεταμορφωμένων πια σε λέξεις και φράσεις, που ο κάθε συγγραφέας —και ο κάθε άνθρωπος— διαθέτει. Δεν εννοούμε ότι ο συγγραφέας αναπαριστάνει τη ζωή του, αν και δεν είναι εκ των προτέρων καταδικάσιμο, ούτε και αυτό. Εξαρτάται από την τομή και το δόσιμο που θα γίνει [...].
Ο Παπαδιαμάντης μπορεί, νομίζω να ονομασθεί πιο πολύ βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός συγγραφέας. Ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί την ίδια εντύπωση με όλους εκείνους τους συγγραφείς που είναι παραστατικοί και μερακλήδες σκηνογράφοι. Δημιουργεί δηλαδή την εντύπωση ότι τα έζησε όλα αυτά για τα οποία γράφει, ενώ ακόμη και δια της κοινής λογικής μπορούμε να βρούμε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Υπάρχει στο έργο του ένα πλήθος ιστοριών τις οποίες για λόγους απλούς δεν μπορεί να τις έζησε ο ίδιος, αλλά πρέπει να τις άκουσε, να τις είδε ίσως εκ του μακρόθεν και προπαντός να τις έμαθε από άλλους ή παλαιότερους.
Οι ιστορίες αυτές είναι πλασμένες ή ξαναπλασμένες από τον συγγραφέα με τα υλικά του χώρου τους, που τα παρέχει η μετά αγάπης αναστροφή του μέσα σ' αυτό το περιβάλλον. Και έτσι οι αλλότριες ιστορίες του γίνονται αφορμή για την πιο μεγάλη απόλαυσή του. Να βγάλει και να ξαναβγάλει από μέσα του τα αγαπητά του πράγματα, τις φορτωμένες ξεχωριστή αχλύ και περιεχόμενο λέξεις και να τις αραδιάσει για μια ακόμα φορά μέσα σ' ένα κομμάτι του χώρου του. Θέλει να κλείνεται μέσα στον αγαπημένο χώρο του και να βγάζει από μέσα του.
Και προκύπτει έτσι ένα κράμα ζεστής ζωής, με όλα τα συμπαρομαρτούντα της επαρχιακής ζωής του καιρού του. Φτώχειες, θαλασσοπνιγμούς, μαρασμούς, συνοικέσια, μικρότητες, γάμους, βαφτίσια, γιορτές και γλέντια, έθιμα, κουτσομπολιά, λόγια πικρά, μίση, νεράιδες και αερικά, θρησκευτικές αναβάσεις, χειμερινές περιπέτειες, αθώες ψυχές ποιμένων.
Λοιπόν, οι απόμακρες αυτές ιστορίες δεν είναι αυτοβιογραφικές, αλλά αποτελούν αφορμές για ανάπλαση ζωής.
Γιώργος Ιωάννου, «Ο της Φύσεως Έρως«: Τετράδια «Ευθύνης», αρ. 15 [Μνημόσυνο τον Αλεξ. Παπαδιαμάντη: Εβδομήντα χρόνια από την Κοίμησή του] (Αθ. 1981), σσ. 55-63: 58-59 ~ ΙΔ., Ο της Φύσεως Έρως: Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης, Αθ.: Κέδρος, 1985.
3. Όλες οι ιστορίες στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη διαδραματίζονται στη σύγχρονη με τον συγγραφέα πραγματικότητα που ταυτίζεται με τη διάρκεια της ζωής του. Η σύνδεση του χρόνου των ιστοριών με τον χρόνο μιας αντικειμενικής, εξωτερικής πραγματικότητας γίνεται φανερή απο το πρώτο κιόλας διήγημα με την παράθεση συγκεκριμένης, σχεδόν, χρονολογίας [...].
Ιδιαίτερη και από πολλές απόψεις σημαντική κατηγορία συγκροτούν τα διηγήματα, στα οποία ο αφηγητής παρουσιάζει σε πρώτο πρόσωπο τη δική του ιστορία ή μια ιστορία όπου ο ίδιος είναι ένας από τους κεντρικούς ήρωες [...].
Όσα συγκροτούν την αφήγηση στα «πρωτοπρόσωπα» αυτά διηγήματα δεν διαδραματίζονται πια απλά και μόνο στην εποχή του συγγραφέα, αλλά φαίνεται να αποτελούν κομμάτι της ζωής του. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο το ότι τα διηγήματα αυτά έχουν χαρακτηριστεί από την κριτική «αυτοβιογραφικά» και έχουν χρησιμοποιηθεί για την άντληση πληροφοριών ή την εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν τη ζωή του συγγραφέα τους, ερωτική και μη, την προσωπικότητα, τον ψυχισμό ή τη δοκιμασία του ηθικού του κόσμου. [...].
Ο τόπος όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη, με άλλα λόγια το σκηνικό μέσα στο οποίο ξετυλίγεται η δράση των διηγημάτων του, είναι κατά πρώτο, βέβαια, λόγο ο τόπος της γεννήσεώς του, η Σκιάθος, «νησί ελληνικό«, αλλά και η Αθήνα, δεύτερη του πατρίδα, όπου έζησε «υπέρ το ήμισυ της ζωής του» [...]. Οι δύο λοιπόν αυτοί τόποι της διηγηματογραφίας του συνθέτουν μαζί με τον χρόνο της, τον βιωμένο χωρόχρονο, απ' όπου ο συγγραφέας αντλεί διαρκώς το προκειμενικό υλικό του.
Τη Σκιάθο ο Παπαδιαμάντης περιγράφει από κάθε δυνατή πλευρά και με τόσο πιστό και αναπαραστατικό τρόπο, ώστε ο αναγνώστης του είναι σχετικά εύκολο να ταυτίσει το σκηνικό πολλών διηγημάτων με τα πραγματικά σκιαθίτικα τοπία. Τα τελευταία παρουσιάζονται στο κείμενο άλλοτε πανοραμικά, από έναν υψηλότερο ή μακρύτερο σημείο θέασης. [...] και άλλοτε με μεγεθυντική και σχεδόν φωτογραφική εστίαση σε χαρακτηριστικές λεπτομέρειες [...].
Κάθε τι από τους εξωτερικούς αλλά και τους εσωτερικούς σκιαθίτικους τόπους και χώρους αξιοποιείται από τον συγγραφέα για τις διαφορετικές κάθε φορά σκηνογραφικές ανάγκες του διηγήματος και όλα τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα και τα ονόματά τους: Το λιμάνι και το χωριό, τα νησάκια και οι όρμοι, οι αμμουδιές και οι βράχοι, τα βουνά και οι ρεματιές, τα μοναστήρια και τα ξωκλήσια, τα σπίτια, τα μαγαζιά του λιμανιού και οι ταβέρνες, τα κοιμητήρια και οι καλύβες των βοσκών, οι κήποι και οι σπηλιές. Ειδικά η θάλασσα, στοιχείο αναπόσπαστο του νησιού και της ζωής των κατοίκων του, είναι επίμονα και με ποικίλους τρόπους παρούσα [...]
Παράλληλα με την ακινητοποίηση του χρόνου βαίνει, στο τυπικό παπα-διαμαντικό διήγημα, και η έλλειψη έντονης και φανερής δράσης. Αυτό οφείλεται είτε στον ασήμαντο ή και ανύπαρκτο μύθο [.... ]
Είτε στην εσωτερίκευση της δράσης και την αντικατάσταση της με «γεγονότα» του ψυχικού βίου προς όφελος των χαρακτήρων [...].
Οι ήρωες και οι ηρωίδες του Παπαδιαμάντη, πράγματι, αντί να δρουν, παραδίδονται συχνά στις σκέψεις και τις αναμνήσεις τους, στοχάζονται για το παρόν και το παρελθόν τους, αποκαλύπτοντας αόρατες ψυχικές διεργασίες που διαγράφουν μιαν εσωτερική αλλαγή, αποτέλεσμα της σταδιακής τους συνειδητοποίησης και αυτογνωσίας [...]. Με την τεχνική αυτή το παπα-διαμαντικό διήγημα διαψεύδει τις προσδοκίες για κίνηση μέσα στον χρόνο που δημιουργεί το ρεαλιστικό πεζογράφημα, υποχρεωμένο να «αφηγηθεί μια ιστορία«, και δίνει αντίθετα στον αναγνώστη την εντύπωση μιας στοχαστικής στάσης, μέσα στον χρόνο, με την οποία, όπως ακριβώς και στο λυρικό ποίημα, αποτυπώνεται ένα βίωμα ή αποκαλύπτεται μια ψυχική κατάσταση.
Τη στατικότητα του διηγήματος ενισχύει και ο τρόπος παρουσίασης του σκηνικού με τις χαρακτηριστικές εκτενείς παπαδιαμαντικές περιγραφές που αναστέλλουν τη δράση. Η λειτουργία των περιγραφών αυτών, στις οποίες εκδηλώνεται με όλη της την ένταση η ποιητικότητα της παπαδιαμαντικής γλώσσας, δεν περιορίζεται στη μετάδοση των αναγκαίων ρεαλιστικών πληροφοριών για το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν, κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες. Οι περιγραφές επιτελούν και μια λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του διηγήματος. Αυτό γίνεται δυνατό κάθε φορά που τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες, επειδή περιγράφονται με τρόπο αφαιρετικό ή μεταφορικό που υπογραμμίζει την αναλογία τους με κάτι άλλο, ανάγονται τελικά σε σύμβολα ποιητικά [...].
[...] Σε άλλες περιπτώσεις πάλι μια εξωτερική εικόνα της φύσης περιγράφεται ρητά ή υπαινικτικά με βάση την αναλογία προς την ψυχική κατάσταση του ήρωα, αποκτά δηλαδή τη λειτουργία «αντικειμενικής συστοιχίας» που έδωσε στην εικονοποιία του ο Συμβολισμός:
Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού, ό.π., σσ 130-133, 144-145.
5. Τρόποι και Σημασία των «Πρωτοπρόσωπων» Αφηγήσεων στον Παπαδιαμάντη.
<Για μια ομάδα πέντε παπαδιαμαντικών αφηγημάτων του είδους (ανάμεσα τους και το «Όνειρο στο Κύμα«>.
Ο όρος «πρωτοπρόσωπη» αφήγηση είναι πλεοναστικός όταν αναφέρεται στο αφηγείσθαι, επειδή το υποκείμενο της αφηγηματικής πράξης είναι πάντα στο πρώτο πρόσωπο. Συνηθέστερα όμως ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η ταυτότητα του αφηγητή μ' έναν από τους ήρωες της ιστορίας. Για να αποφύγουμε κάποια ενδεχόμενη ανακρίβεια, υιοθετήσαμε, ήδη στην Εισαγωγή, τους όρους του Genette ομοδιηγητική και ετεροδιηγητική αφήγηση σε αντικατάσταση των όρων πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση αντίστοιχα.
Τα πέντε διηγήματα [...] ανήκουν στον ισχυρό τύπο ομοδιηγητικής αφήγησης, όπου ο αφηγητής δεν παρουσιάζεται με δευτερεύοντα ρόλο, ως περαστικός, στην ιστορία που αφηγείται, αλλά είναι ο κεντρικός ήρωας της δικής του ιστορίας, ο πρωταγωνιστής. Στον τύπο αυτό δόθηκε η ονομασία αυτοδιηγητική αφήγηση.
Τα πέντε αυτά διηγήματα [... ] παρουσιάζονται ως ήδη γραμμένα κείμενα (πβ. το «Διά την Αντιγραφήν» ή το «Εξ Αντιγραφής». Σύμφωνα με τον Romberg [...] και τουλάχιστον αναφορικά με τις κλασικές μορφές της ομοδιηγητικής αφήγησης είναι τα πλασματικά απομνημονεύματα, τα ημερολόγια και το επιστολικό μυθιστόρημα. Τα πέντε διηγήματα θα μπορούσαμε δοκιμαστικά να τα κατατάξουμε στις αναμνήσεις που μοιάζουν με απομνημονεύματα και περιορίζονται σε κάποιες στιγμές της προσωπικής ιστορίας του αφηγητή.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι, ενώ τα απομνημονεύματα αναφέρονται σε αναδρομική εξιστόρηση εξωτερικών επί το πλείστον γεγονότων, που δικαιώνουν την παρελθούσα ζωή, ο Παπαδιαμάντης υιοθετεί το ακόλουθο σχήμα: Προκρίνει δυο στιγμές, που είναι συνήθως χρονικά απομακρυσμένες η μία από την άλλη. Κατά κανόνα η πρώτη αναφέρεται στην παιδική ηλικία του ήρωα, ενώ η δεύτερη δηλώνει το πέρασμα προς την ωριμότητα. Αυτό λοιπόν που υπογραμμίζεται είναι κάποιο γεγονός που σχετίζεται από τον αφηγητή με την ιδιωτική πλευρά της ύπαρξής του, αυτό προβάλλει την τάση μετάβασης από τα εξωτερικά γεγονότα στον έσω άνθρωπο, κοντολογίς μια εξομολογητική τάση. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οι παπαδιαμαντικές αυτοδιηγητικές αφηγήσεις βρίσκονται ανάμεσα στο απομνημόνευμα και στην εξομολόγηση.
1. Και στις περιπτώσεις αυτές ο αφηγητής - πρωταγωνιστής κοιτάζει πίσω στον χρόνο και βλέπει τα γεγονότα της προηγούμενης ζωής του αναδρομικά. Από τη χρονική διαφορά προκύπτει η διφυΐα της αυτοδιηγητικής αφήγησης, που αγνοήθηκε όμως, γενικά, από τους μελετητές της οπτικής γωνίας.
Το Εγώ αυτών των αφηγήσεων έχει διπλή υπόσταση: είναι το Εγώ της ιστορίας και το Εγώ της αφήγησης που συνήθως αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τον εαυτό που βιώνει και τον εαυτό που αφηγείται. Οι δυο αυτές πλευρές του Εγώ χωρίζονται μεταξύ τους από ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα χρόνου (την αφηγηματική απόσταση).
Αυτό το διάστημα και η ίδια η πράξη της αφήγησης είναι δυο παράγοντες που θέτουν σε αμφισβήτηση την ταυτότητα που η προσωπική αντωνυμία δημιουργεί μεταξύ του Εγώ που βιώνει και του Εγώ που αφηγείται. Αυτός που έζησε το παρελθόν και αυτός που το διηγείται είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτός που έζησε «είδε» τα γεγονότα (αντιληπτική οπτική γωνία), ενώ αυτός που τα διηγείται δεν περιορίζεται στην απλή αναμετάδοση της όρασης, αλλά επενδύει κάθε περιστατικό με κάποια ιδεολογία (εννοιολογική οπτική γωνία).
Έτσι στην αυτοδιηγητική αφήγηση η φωνή μπορεί να είναι μία (αφού δεν υπάρχει διαφορά στην προσωπική αντωνυμία), αλλά υπάρχει ενδεχομένως διαφορά στην προοπτική ανάμεσα στο Εγώ που αφηγείται, ιδιαίτερα όταν η αφηγηματική απόσταση είναι μεγάλη. Στο σημείο αυτό μπορεί να εκτιμήσει κανείς τη χρησιμότητα του διαχωρισμού της προοπτικής από τη φωνή, που αναφέραμε στην Εισαγωγή.
Δεδομένου ότι ο λόγος ανήκει στο Εγώ που αφηγείται (εκτός από τις λίγες περιπτώσεις που παραχωρεί τον λόγο στον εαυτό του ως ήρωα) το ερώτημα είναι ποιου την προοπτική υιοθετεί η αφήγηση. Ο Genette υποστηρίζει ότι ο αυτοδιηγητικός αφηγητής «πρέπει να σεβαστεί την εστίαση που καθορίζεται σε σχέση με την πληροφορία του ως αφηγητή κι όχι σε σχέση με την παρελθοντική πληροφορία του ως ήρωα» [...].
Αυτό σημαίνει ότι η αυτοδιηγητική αφήγηση είναι η περιοχή της εσωτερικής εστίασης μέσω του αφηγητή. Τυχόν εναλλαγές στην εστίαση, που μπορεί να μη μείνει αμετάβλητη σ' όλο το μήκος του κειμένου, συνιστούν παραλήψεις (paralepsis), και παραλείψεις (paralipsis) αντίστοιχα [...].
Στην παράληψη εφοδιαζόμαστε με περισσότερες πληροφορίες «απ' ό,τι επιτρέπεται κανονικά στον κώδικα της εστίασης που κυβερνά το σύνολο», ενώ στην παράλειψη με λιγότερες. Στην περίπτωση των διηγημάτων που μας απασχολούν η παράληψη έγκειται στον έμμεσο εφοδιασμό μας με περισσότερες πληροφορίες, απ' όσες αρχικά υποπτευόμαστε, ενώ η παράλειψη στον περιορισμό του αφηγητή στα όρια του εαυτού του ως ήρωα. Οι παραλείψεις εγείρουν αγωνία, δημιουργούν μυστήριο, και από τη γενικότερη άποψη της αναγνωστικής διαδικασίας ειρωνεία, αυτό οφείλεται αφ' ενός στην ανισότητα ήρωα - αφηγητή (οπότε φαίνεται ότι το Εγώ δεν είναι ενιαίο) και αφ' ετέρου στην ανισότητα μεταξύ της πληροφορίας που δίνεται από τον ήρωα και της ερμηνείας που προσφέρει ο αναγνώστης. Έτσι, οι μεταβολές στην εστίαση διασπούν κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητα που δημιουργεί η πρωτοπρόσωπη αντωνυμία [...].
Τα διηγήματα αυτά παρουσιάζονται κάπως αργά στη διηγηματογραφική παραγωγή του συγγραφέα, γύρω στο 1900, γράφτηκαν σε διάστημα μικρότερο της διετίας (1899-1901) [...].
Σχεδόν κατά γενική ομολογία τα διηγήματα αυτά θεωρούνται «αυτοβιογραφικά«, «αυτοψυχογραφικά«, «ντοκουμέντα για το πλησίασμα της προσωπικότητας και του έργου του συγγραφέα» που μαρτυρούν ότι «ο ηθικός κόσμος του Παπαδιαμάντη δοκιμάζεται από τον κρυφό κι ανικανοποίητο ερωτισμό του, από τα πάθη του, από τις εισβολές του πονηρού» [...].
Υπάρχουν όμως και αντίθετες απόψεις [...].
Με δυο λόγια, η μέχρι σήμερα κριτική κυμαίνεται ανάμεσα στη σημασία και στην αξία των έργων αυτών. Και όσον αφορά στη σημασία τα εξηγεί —πράγμα όχι και τόσο δύσκολο— σύμφωνα με μια βιογραφική προοπτική την οποία όμως ασκεί με απλουστευτικό τρόπο. Οι κριτικοί, δηλαδή, δεν αρκούνται να δείξουν ότι το κείμενο «βρίσκεται σε μια ορισμένη σχέση με τον συγγραφέα του και ότι μπορεί γι' αυτό να γίνει κατανοητό, εάν τα στοιχεία του συσχετιστούν με μια ψυχολογική αληθοφάνεια» [...] αλλά θεωρούν τα έργα αυτοβιογραφικά με την περιορισμένη και περιοριστική μάλλον έννοια της συμπερίληψης συμπαγών κομματιών της ζωής του συγγραφέα στο κείμενο. Έτσι, καταλήγουν στην απομόνωση στοιχείων που θεωρούνται ενδεικτικά είτε των ψυχολογικών τραυμάτων του συγγραφέα, που προέρχονται από την κοινωνική του μειονεξία, είτε εκφράσεις του απωθημένου και ανολοκλήρωτου ερωτισμού του.
Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, 1887-1910, Αθ.: Κέδρος, 1987, σσ. 243-249.
1. Η περιγραφή του! Γίνεται πάντα με τόση λεπτολογία! Θα ‘λεγε κανείς, αληθινά, με τόση θρησκευτική τυπικότητα! Ας θυμηθούμε, τουλάχιστον, τις «Μάγισσες», με το παλιό σπιτάκι του γέρου και το άλλο το γειτονικό, το ακατοίκητο ερείπιο....
Πώς αγαπά, αλήθεια, να ενδιατρίβει στις περιγραφές τούτου του νησιού, έστω και μόνος του, έστω κι αφού ο αναγνώστης κάποτε κουρασθεί να τον παρακολουθεί, και τον αφήνει στη μέση, και πηδά από πίσω του —ο αναγνώστης— φράσεις και φράσεις, τρυγώντας μόνο, εδώ κάπου, κάποιο εξαίσιο κοσμητικό επίθετο, εκεί κάποια παρομοίωση που μοσχοβολά από αίσθημα! Ω, ζυμωμένος με την παράδοση ο Παπαδιαμάντης, πώς να μην αγαπά την πρώτη και την πιο αισθητή της Παραδόσεως ρίζα —την πατρίδα, την πατρίδα του! Την αγαπά και την κατοικεί— και γι' αυτό την χιλιοπλασιάζει με τις απέραντες περιγραφές που η μια δεν συμπίπτει ποτέ με μιαν άλλη. Μέσα απ' την ελάχιστη Σκίαθο, με τους δυο - τρεις όρμους και τα δύο μικρά ακρωτήρια, έβγαλε εκατό τουλάχιστον διηγήματά του, όπως ένας ταχυδακτυλουργός μέσα από ένα μικρό, ελάχιστο κουτί, τραβά κορδέλες, αυγά, νομίσματα, σπαθιά, τραπουλόχαρτα, σπίρτα, πουλιά.
Από δω αρχίζει η τέχνη του Παπαδιαμάντη κι εδώ περιορίζεται σχεδόν ο ρομαντισμός του.
Η περιγραφή είναι, αληθινά, το πρώτο απ' τα στοιχεία τα ρομαντικά του Παπαδιαμάντη. Αλλ' όταν λέγω ρομαντικά, δεν παίρνω, φυσικά, τον όρο με την ηθική, μα —να προσέξομε σε τούτο— με τη φιλολογική του σημασία, ειδικότερα, με την ιστορικο - φιλολογική. Ο Παπαδιαμάντης γίνεται ρομαντικός, για να γίνει πραγματικός. Περνά, μαζί στην πραγματικότητα και στον ρομαντισμό. Και μόνον έτσι, και μόνο σε τούτο θα ημπορούσε βέβαια να γίνει εκείνος ρομαντικός. Γίνεται, άλλως τε, θέλει και δεν θέλει - τι σημαίνει! Γιατί μόνο ο ρομαντισμός περιγράφει, κι όποιος περιγράφει, είναι ρομαντικός, κι όλ' αυτά δεν έχουν σημασία ούτε πολεμικής, ούτε άμυνας, εννοείται, απλώς σημασία κατατάξεως, ακαδημαϊκή. [... ]
Στην περιγραφή υπάγεται —και φιλολογικός ρομαντισμός είναι και τούτο— κι η πιστότητα των διαλόγων του Παπαδιαμάντη. Κι όχι μόνο τη φυσικότητα, όχι μόνο τη δύναμη, όχι μόνο το τυπικό, μα ακόμα και το φωνητικό μέρος το διασώζει ακέραιο —και τούτο μαζί μ' όλους τους ξενισμούς, ή με τους παιδισμούς, ή μ' ό,τι το ιδιότροπο, το ανώμαλο, το πρωτότυπο— φθάνει να είναι πραγματικό.
Τέλλος Άγρας, «Πώς βλέπομε σήμερα τον Παπαδιαμάντη» [1936]: Κριτικά, επιμ. Κώστας Στεργιόπουλος, τ. 3. [Μορφές και Κείμενα της Πεζογραφίας], Αθ.: Ερμής, <Φιλολογική Βιβλιοθήκη, 4>, 1984, σσ. 11-74: 42-43.
2. Ο Παπαδιαμάντης δεν έκαμε ποτέ στη γλώσσα το αποφασιστικό βήμα από την καθαρεύουσα προς τη δημοτική όπως πολλοί άλλοι της γενιάς του ( ο Καρκαβίτσας π.χ. ή ο Ξενόπουλος). Η καθαρεύουσά του είναι όμως εντελώς προσωπική και ιδιότυπη, ακόμα και ανόμοια. Συχνά λέγεται πως η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι επηρεασμένη από τη βυζαντινή ή την εκκλησιαστική γλώσσα. Πρώτος, θαρρώ, ο Παλαμάς (σ' ένα κριτικότατο άρθρο στην «Τέχνη», το 1899), επιφυλακτικά όμως και όχι αποκλειστικά, πρόβαλε μια τέτοια άποψη. Διατυπωμένη απόλυτα η άποψη αυτή μένει ωστόσο ανεύθυνη και ατεκμηρίωτη, και μια επιστημονική «ανάλυση» της γλώσσας του (που δεν έχει επιχειρηθεί ως τώρα) θα την αποδείκνυε, νομίζω, λαθεμένη.
Θα έλεγα μάλλον πως υπάρχουν στη γλώσσα του τρείς (ή τέσσερις) αναβαθμοί: Στους διαλόγους του χρησιμοποιεί, σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη, την ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές και με τους σκιαθίτικους ιδιωματισμούς. Υπάρχει και μια άλλη γλώσσα για την αφήγηση, με βάση βέβαια την καθαρεύουσα, μια καθαρεύουσα όμως αρκετά χαλαρή και καθόλου ψυχρή, και με πρόσμειξη (όχι μόνο στο λεξιλόγιο, αλλά και στο τυπικό και στη σύνταξη) πολλών στοιχείων της δημοτικής, αυτό είναι ίσως το πιο προσωπικό του ύφος. Και τέλος υπάρχει και μια προσεγμένη και αμιγής καθαρεύουσα, η κληρονομημένη, θα έλεγα, από την παλαιότερη πεζογραφία του Π. Καλλιγά η του Α.Ρ. Ραγκαβή, που ο Παπαδιαμάντης την επιφυλάσσει στις περιγραφές, καθώς και στις λυρικές του παρεκβάσεις.
Λίνος Πολίτης, «Εισαγωγή στο "Βαρδιάνο στα Σπόρκα"» [Αθ. Γαλαξίας]: ΑΑ.VV., Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Είκοσι Κείμενα για τη Ζωή και το Έργο του, πρόλ. επιλ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθ.: Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1979, σσ. 237-244: 243-244.
3. Τον Παπαδιαμάντη πρέπει να τον καθιερώσουμε πατέρα του ελληνικού ύφους στην γενικότητά του, να τον κρατήσουμε «μεταποιημένο» στη δημοτική διανοητικά, και να τον κοιτάξουμε όχι ευθέως σαν τάχατες καθαρευουσιάνικο ιδίωμα, αλλά σαν γεγονός που παρήγαγε ο κρύφιος δημοτικός λόγος. Κάτω από μια «απερχόμενη» γλώσσα που δεν ήταν ποτέ του λαού ξεκινούσε τώρα στην εποχή του με νέες δυνάμεις μετά από λανθάνουσα υπνηλία, βασισμένη στην διορατικότητα της προφητικής μορφής του, η νέα γλώσσα (η παλιά γλώσσα) που έχει τώρα καταχτήσει την ελληνική έκφραση.
Νίκος Αθανασιάδης, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ....» ΑΑ.VV., Τετράδια «Ευθύνης», αρ. 15, ο.π. σσ. 34-46:46.
4. Η λιτότητα δεν είναι ζήτημα αριθμού χρωμάτων, σχημάτων ή λέξεων, είναι ζήτημα κατάλληλου χειρισμού, έτσι ώστε να δραστηριοποιείται ολόκληρο το δυναμικό της εκφραστικής και να μπαίνει στην υπηρεσία του τεχνίτη χωρίς να δείχνει ότι ξεχειλίζει, ότι περισσεύει, ότι αποτελεί ένα βάρος που θα μπορούσε ο τελευταίος να το αποφύγει, κατά συνέπεια και ο δέκτης —ο θεατής η αναγνώστης— να μην το υποστεί.
Το πιο πλούσιο υλικό, η πιο μεγάλη χλιδή, αν υποταχθούν στην τάξη του πνεύματος αυτοεξουδετερώνονται σαν ποσότητες και αυτοαξιοποιούνται σαν ποιότητες — κάτι που βρίσκουμε να συμβαίνει κατ' εξοχήν στα αρχαία κείμενα.
Οδ. Ελύτης, ό.π., σσ. 99-100.
5. Διαβάζεις τον Παπαδιαμάντη και νιώθεις την ελληνική γλώσσα να σαλεύει και να φουσκώνει, όπως η θάλασσα, και να σου τραγουδάει τα άρρητα, να σου μολογάει τα αμολόγητα, να σου ξεσκεπάζει τα αμπαρωμένα. Ως το σημείο, φυσικά, που η έκφραση μπορεί ακόμα και λειτουργεί, προτού να φτάσομε στο ανέκφραστο, μπροστά στο οποίο όλοι απαρατάμε ανήμποροι και τα μολύβια και τα χαρτιά και, από εκεί και πέρα, ο λόγος μηδέ που λέγεται μηδέ που γράφεται και ο άνθρωπος σωπαίνει. Και όμως ο Παπαδιαμάντης (όπως κάθε παρόμοιος άνθρωπος) καμιά φορά βρίσκει λόγια και για εκείνο που βρίσκεται πέρα από τα λόγια. Όταν κάποτε καταγραφτούν όλες οι λέξεις από το έργο του θα απορήσομε δίκαια για το αποθησαύρισμα της γλωσσικής παρακαταθήκης του. Δεν υπάρχει άλλος Έλληνας συγγραφέας με τέτοια εξουσία απάνω στη χρήση της γλώσσας της ελληνικής, που να ξέρει όλα τα πράματα με τα ονόματά τους (ακόμα και για περιπτώσεις ή λεπτομέρειες που δεν θα φανταζόταν κανένας πώς πλάστηκαν τα αντίστοιχα ονόματα) [...].
Η γλώσσα μας πριν από αυτόν δεν ήταν ίδια με τη γλώσσα μας ύστερα από αυτόν. Κάθε μεγάλος ποιητής ή πεζογράφος αυτό κάνει στη γλώσσα του, την πλουταίνει με τη μεσολάβηση του. Από εκεί παίρνει καθένας και το όνομά του και λογιέται μεγάλος ή όχι μεγάλος. Χαράζει άσβηστα το αχνάρι του απάνω στη γλώσσα μας, ανεπανάληπτο και παντοτινό. Προτού τη γράψει εκείνος η γλώσσα μας δεν είχε τα όσα έχει τώρα που εκείνος την έγραψε. Και δεν είχαμε και εμείς, μέσα στο μακρόκοσμο της γλώσσας μας, το μικρόκοσμο της γλώσσας του Παπαδιαμάντη. Αβγάτισε τη λαλιά μας.
Ζήσιμος Λορεντζάτος, Δίπτυχο, Αθ.: Δόμος, 1986, σσ. 11-18: 12-18 ~ [με τίτλο: «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» - B’»] ΙΔ. Μελετήματα, τ.ι. Αθ.: Δόμος, 1994, σσ. 259-265: 261-265.
ΣΗΜ. ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Οι εκδόσεις του κειμένου δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες μεταξύ τους διαφορές. Μνημονευταίες μεταξύ των πρόσφατων, εκτός από την εγκυρότερη που χρησιμοποιήθηκε στο ανθολόγιο (του Δ. Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ), εκείνη της ατομικής θεματικής ανθολογίας Διηγήματα της Αγάπης (Αθ.: Αρμός, 1993) και η δίγλωσση (ελληνογερμανική) Ο Αλιβάνιστος, Όνειρο στο Κύμα, επιμ. ΦΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ (Αθ.: εκδ. Καστανιώτη, 1997). Αρκετές άλλες σε μικρότερες ή μεγαλύτερες συλλογές, «Βιβλία τσέπης» κ.λ.π. Σημειωτέα η αντίστροφη διάταξη των εισαγωγικών στο κείμενο (της εκδ. Τριανταφυλλόπουλου): στην αρχή και το τέλος του κειμένου τίθενται «ανωφερή» (« »), ενώ τα περικλειόμενα όλα είναι κανονικά («γαλλικού τύπου»), εικάζει κανείς την προέκταση του «συγγραφικού δόλου» (της πλαστοπροσωπίας του Παπαδιαμάντη): ότι δηλαδή αποβλέπει στη λήθη του αναγνώστη, μόλις απομακρυνθεί από την αρχή του κειμένου, και στη διατήρηση της πλάνης αυτής (μιας πλάνης της αυτοβιογραφικότητας) μέχρι το τέλος, οπότε το κλείσιμο των αρχικών εισαγωγικών και η υπογραφή «(Διά την αντιγραφήν) Α. Παπαδιαμάντης» να καταργήσουν κάθε υπόνοια.
1. Μέσα του παλαίουν, μα και συμβιβάζονται ο πόθος με την αγνότητα, ο έρωτας με την έκσταση, η γήινη ομορφιά με την αγιοσύνη. Όλος ο ιδιότυπος συμφυρμός των αντιφάσεων της ελληνικής ψυχής. Ταράζεται βαθιά, μα δεν διχάζεται, νικάει μέσα του ο αγγελισμός.
[...] ο βοσκός στο διήγημα «Όνειρο στο Κύμα«, που έσωσε την ωραία Μοσχούλα από τον πνιγμό, κι έμεινε πάνω του για πάντα η αίσθηση της επαφής, αργότερα ηλικιωμένος διαλογίζεται: «Τάχα η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουόμενης κόρης μ' έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! Ακριβώς, η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός«. «Ω, ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη«! Μέσα από τον βοσκό μιλάει ο Παπαδιαμάντης, εξομολογείται. Μας λέει πώς στέκει στο μεταίχμιο: ανάμεσα στον πόθο και στην αγνότητα.
Γ. Θέμελης, ό.π., σ. 20
2. Ό,τι μπορούμε να ξέρουμε λοιπόν με βεβαιότητα δεν είναι οι έρωτες του Παπαδιαμάντη, αλλά ο ερωτισμός του: αυτό το φουσκωμένο ποτάμι που, μολονότι ξεστρατισμένο από την κοίτη του, ξεχύνεται ακράτητο και, ταυτόχρονα, υποδεικνύει τις ρωγμές ενός ακρωτηριασμένου ανθρώπου. Γιατί εδώ η συνεργασία των αισθήσεων, απόδειξη ερωτικής πληρότητας κι ανταπόκρισης, είναι σχεδόν αδιανόητη. Η όραση, αυτόνομη, γίνεται τις περισσότερες φορές το κύριο μέσο διαφυγής για την ανεκπλήρωτη επιθυμία. Η θέα του γυμνού γυναικείου σώματος, κυρίαρχή φαντασίωση του Παπαδιαμάντη [...] είναι η μόνη δυνατή προσέγγιση του απαγορευμένου καρπού, κάτι σαν υποκλοπή του από έναν ένοχο επιδρομέα.
[...] ο αφηγητής του «Όνειρο στο κύμα» θ' αγγίξει το σώμα της γυμνής κόρης μόνο μισοπνιγμένο κι αναίσθητο.
Πολλές φορές, ο ερωτισμός του συγγραφέα μας μεταφέρεται στη φύση και αγκαλιάζει τα άψυχα αντικείμενα σαν ανθρωπόμορφα υποκατάστατα του γυναικείου κορμιού. Θα ήταν εύκολο, στις περιπτώσεις αυτές, να μιλάμε για απλή φυσιολατρία ή για παγανιστική αίσθηση του ελληνικού τοπίου, αφού, πραγματικά, ο «ειδωλολάτρης» Παπαδιαμάντης δεν είναι λιγότερο υπαρκτός από τον χριστιανό. Ωστόσο, αυτό που δεν προσέχτηκε εδώ, είναι νομίζω, το επίμονο μοτίβο της μεταμόρφωσης [...]
Άλλες φορές η μεταμόρφωση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο, σαν αλλαγή ταυτότητας και σαν υπόδυση ενός ξένου ρόλου, έτσι λ.χ. ο άνθρωπος που μιλά στο «Όνειρο στο κύμα» υπήρξε ένας ωραίος δεκαοχτάχρονος έφηβος, βοσκός και «σατυρίσκος του βουνού» [...]. Ο «αληθινός» Παπαδιαμάντης δεν είναι καλός ή κακός, υποκριτής ή άγιος, εγκρατής ή λάγνος, άγγελος ή δαίμονας, αλλά, πριν απ' όλα, ένας άνθρωπος με συγκεκριμένους τραυματισμούς και με ακόμα πιο συγκεκριμένες ανάγκες, ακρωτηριασμένος κι ωστόσο ενιαίος, ένας άνθρωπος που αγωνίζεται να ισοσκελίσει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του, να επιζήσει ή και να αυτοκαταστραφεί με τον τρόπο του, σύμφωνα με τις δυνατότητές του.
Έτσι κοιταγμένες, οι συμπεριφορές του δεν παρουσιάζουν καμιάν ουσιαστική αντίφαση. Ο χριστιανός και ο παγανιστής Παπαδιαμάντης είναι το ίδιο πρόσωπο, και ο πρώτος και ο δεύτερος επισημαίνουν την πίεση των ίδιων απαγορεύσεων, των ίδιων ακρωτηριασμών και των ίδιων αναγκών, μόνο που ό, τι δαμάζεται συνειδητά στη μια περίπτωση διαφεύγει ασυνείδητα στην άλλη. Ο άνθρωπος της εκκλησίας, ο νοσταλγός διηγηματογράφος και ο άνθρωπος της ταβέρνας υπακούουν στην ίδια λογική: παντού εκφράζεται η ίδια ανάγκη της φυγής και της αναχώρησης.
Π. Μουλλάς, ό.π., σσ. νβ' -νε' .
1. Συνεχώς η δυσπιστία προς την ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει το έδαφος των ανθρωπίνων είναι —και με πολύ έντονο τρόπο— αναπτυγμένη στον Παπαδιαμάντη, αλλά και το πάτημα του άλλου του ποδιού στα πέραν του κόσμου τούτου, πολύ σταθερό. Η επί γης ευτυχία είναι μια στιγμούλα και η στιγμούλα αυτή ένα σκαλοπάτι για να περάσεις από το άλλο μέρος του θανάτου.
Έτσι του δόθηκε του υποθετικού βοσκού, στην ιστορία της Μοσχούλας, της γυμνής εκείνης κολυμβήτριας που κινδύνεψε να πνιγεί μια νύχτα στο φέγγος της σελήνης, έτσι του δόθηκε η χάρη...[...]
[... ] Είναι χαρακτηριστικά τα διαδοχικά στάδια κι έχουν σημασία επειδή επαναλαμβάνονται με μικρές παραλλαγές, πολύ συχνά: η καθαρή αίσθηση που γίνεται πρώτα μια στιγμή ευτυχίας, ύστερα γίνεται ιδανικό υψηλό, τέλος χάνεται για να προβληθεί στο επίπεδο το πέραν του θανάτου. Κι αν στην περίπτωση που αναφέραμε η γυμνή κολυμβητήρια σώζεται, την ίδια στιγμή, συμβολικά, χάνεται το αγαπημένο του ζωάκι, η ευνοούμενή του κατσίκα που —άλλος ένας συνειρμός ηθελημένος αυτή τη φορά— έχει το ίδιο όνομα με την κοπέλα, τη λένε κι αυτήν Μοσχούλα.
Στα παρασκήνια της μυστικόπαθης ψυχής του, η μία αγάπη πληρώνει για την άλλη, η μία Μοσχούλα «που εσχοινάσθη κι επνίγη» για την άλλη Μοσχούλα που εξακολουθεί να ζει ώσπου να μεταβληθεί, μαζί με όλες τις άλλες, σε μια γυναίκα συμβατική απ' αυτές που δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου.
Είναι μια διαρκής μετατόπιση παλινδρομική ανάμεσα στην αίσθηση και στην καθαρότητα της αίσθησης, ένα είδος αντικατοπτρισμού στο ηθικό επίπεδο, που του είναι ήδη στο αισθητικό, προσφιλής.
Οδ. Ελύτης, ό.π., σσ.80-81.
2. ...οι νεαρές ηρωίδες απολαμβάνουν μια πλούσια ζωή, απαραίτητη, εξάλλου, για να προφυλάξει την καλλονή τους από τους κινδύνους και τα βάσανα του μόχθου. Σε αντίθεση με τους δύο νέους, έχουμε εδώ άφθονες πληροφορίες για την οικογενειακή τους κατάσταση. Τα στοιχεία που μας δίνονται είναι τυπικά δείγματα μιας παραμυθικής παράδοσης γύρω από την πριγκηποπούλα ή τη χαϊδεμένη μοναχοκόρη [...].
[...] υπάρχει ένας στοργικός και αφοσιωμένος πατέρας (ο κυρ Μόσχος, ο καπετάν Λιμπέριος) που φροντίζει να τις αναθρέψει μέσα σε μιαν άνετη ατμόσφαιρα, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη μιας λεπτής και εύθραυστης γυναικείας ομορφιάς. Ακόμα πιο τυπικό στοιχείο του αρκαδικού τοπίου είναι ο hortus conclusus, το κλειστό περιβόλι, μια μικρή Εδέμ, μακριά από τον πολύβουο κόσμο, όπου σε διαρκή αιθρία καλλιεργούνται τα πιο λεπτά και ευγενικά αισθήματα. Και οι δυο ηρωίδες του Παπαδιαμάντη διαθέτουν ένα τέτοιο περιβόλι. [...]
Ο αρκαδικός κόσμος εκδιπλώνεται σαν ένας λαμπρός πίνακας χωρίς προοπτική βάθους, τα ψυχικά χαρακτηριστικά των ηρώων τυποποιούνται και υποτονίζονται. Ο πολύπλοκος ψυχικός κόσμος ανήκει σε όσους, σαν την Φωτεινή και τον ώριμο δικηγόρο, έχουν γευτεί τη φθορά και την απογοήτευση. Οι νεαροί ήρωες είναι ωραίοι μόνον όπως οι εικόνες της φαντασίας μπορεί να είναι. Πράγματι, σε ολόκληρη της παράδοση του ποιμενικού ειδυλλίου ισχύει ένας ευδαιμονισμός με κέντρο της ερωτική ζωή.
Ο έρωτας είναι παρθενικός, αγνός και ειλικρινής, αλλά ταυτόχρονα ελεύθερος από ηθικούς και κοινωνικούς περιορισμούς. Τα πρόσωπα είναι ερωτικά. Και στα δύο κείμενα τα ερωτικά χαρακτηριστικά των νεαρών ανδρών και γυναικών περιγράφονται λεπτομερώς. Η ερωτική τους ακμή ακτινοβολεί στο γύρω τοπίο, και η απαλλαγή από τις βιοτικές μέριμνες είναι η απαραίτητη σύμβαση για να καλλιεργηθούν τα ερωτικά αισθήματα.
Ιωακείμ Κίμων Κολυβάς, «Αρκαδικά Θέματα και Ποιητική σε Δύο Διηγήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη»: Παπαδιαμαντικά Τετράδια, αρ.1 (Πρωτοχρονιά 1992), σσ. 14-31: 25-26.
1. Το «Όνειρο στο Κύμα» [... ] αποτελεί χωρίς αμφιβολία το χαρακτηριστικότερο διήγημα με θέμα την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας.
Η αντίθεση γίνεται καθαρότερη στο διήγημα αυτό, επειδή ο αυτοδιηγητικός αφηγητής δεν παρουσιάζεται ως απλή φωνή, αλλά ως πλήρης βιολογική ύπαρξη που διαφοροποιείται σε τέτοιο βαθμό από τον συγγραφέα, ώστε είναι δύσκολο να τους ταυτίσουμε. Έτσι, μυθοποιώντας τα απαραίτητα στοιχεία, ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί αυτόν τον τύπο του εξομολογούμενου αφηγητή που αποφασίζει να καταγράψει τον μετασχηματισμό του από «βοσκού εις τα όρη» σε δικηγόρο με «δίπλωμα προλύτου» [...], που αντιστοιχεί με το πέρασμα του από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμότητα και από την παραδεισιακή ελευθερία στην όλο μέριμνες δουλεία αυτού του κόσμου (μ' έμφαση στο κοινωνικό στοιχείο).
Ο πρόλογος στον τύπο της εσωτερικής ομοδιηγητικής πρόληψης μας παρέχει τον μετασχηματισμό «ιστορικά», δηλαδή ως πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη. Η μεταβολή είναι το αποτέλεσμα του οποίου αγνοούμε το αίτιο. Πληροφορούμαστε ακόμη την κυκλική ιστορία του μοναχού Σισώη: μια πορεία από τη σωτηρία στην απώλεια και πάλι στη σωτηρία. Η κύρια αφήγηση, που ακολουθεί, περιέχει μ' έναν πρωθύστερο τρόπο και την αιτία της ευτυχίας και το αίτιο της μεταβολής στο χειρότερο.
Η ιστορία που μας μεταδίδεται έχει μια εξαιρετικά απλή υπόθεση που θα μπορούσε να σκιαγραφηθεί ως εξής: Ο νεαρός βοσκός είναι ευτυχισμένος (κατάσταση ισορροπίας). Η εμφάνιση της Μοσχούλας και της ομώνυμης κατσίκας προοιωνίζεται μια κατάσταση ανατροπής. Για να κατοχυρωθεί η ισορροπία πρέπει ο βοσκός να διαλέξει μια από τις δυο. Η επιλογή γίνεται αρχικά προς την πλευρά της κατσίκας (επιστροφή στην αρχική κατάσταση), αλλά τελικά ευνοεί την κοπέλα, πράγμα που οδηγεί σε μια κατάσταση μεταμφιεσμένης ισορροπίας, ουσιαστικά όμως ανισορροπίας. Περαιτέρω το δίλημμα —παραμονή σε μοναστήρι ή απόκτηση γνώσης— λύνεται υπέρ του δεύτερου σκέλους, πράγμα που οδηγεί στην τελεσίδικη δυστυχία του ήρωα - αφηγητή.
Η νοσταλγία για την αρχική κατάσταση περιπλέκει τα πράγματα σ' ένα φαύλο κύκλο, πβ. αρχή και τέλος του διηγήματος [...]. Το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί, εάν ο αφηγητής ακολουθούσε την πορεία του Σισώη, του οποίου η ιστορία έχει θεματική σχέση με την κυρίως αφήγηση. Η μόνη δυνατότητα —που πάντως δεν επιχειρείται— είναι η αντικατάσταση του χαμένου παραδείσου μ' έναν εσωτερικό παράδεισο.
Η απλή υπόθεση που αναφέραμε περιπλέκεται από την ευφυή ομωνυμία στην οποία δυο διαφορετικά νοσήματα (της κόρης και της κατσίκας) αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα. Επειδή όμως η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα και βασίζεται στην κατά γνώμη του εξωτερική ομοιότητα των δυο αντικειμένων αναφοράς, με τη σειρά της κατοχυρώνει τη μερική συνωνυμία. Αυτό σημαίνει πως τα δυο παραδείγματα (Μοσχούλα - κόρη και Μοσχούλα - κατσίκα) συμφύρονται με τέτοιον τρόπο στη συνείδηση του βοσκού, ώστε το ένα μπορεί να υποκαθιστά το άλλο. Η υποκατάσταση όμως είναι σχεδόν αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη υποκατάσταση προχωρεί εκ των πραγμάτων σε αντικατάσταση που γίνεται ολοένα και περισσότερο το αποτέλεσμα μιας επίμονης επιλογής.
Το κείμενο υποβάλλει, όπως ήδη θίξαμε, τέσσερις τέτοιες περιπτώσεις επιλογής: Η κατσίκα επιλέγεται αντί για την κοπέλα χωρίς προβληματισμό [...], η κοπέλα επιλέγεται αντί για την κατσίκα, όταν πολύ ειρωνικά η τεχνική του διλήμματος ευνοεί την τελευταία [...]. Η κατσίκα επιλέγεται σε σχέση με την κοπέλα, πράγμα που αντιστρέφεται, πριν καν πραγματοποιηθεί, οριστικά και τελεσίδικα υπέρ της κοπέλας που σώζεται [...]. Επομένως η σωτηρία της μιας συνεπάγεται τη θυσία της άλλης. Η αγάπη και η φιλοστοργία για τη μια δεν συμβιβάζεται με την αγάπη προς την άλλη. Ό,τι με την ομωνυμία σήμαινε πιθανόν προσπάθεια ασύνειδης ταύτισης σ' έναν ενιαίο κόσμο αποδεικνύεται ανεπίτευκτο. Ο κόσμος φανερώνει τη θραυσματικότητά του.
Την ιστορία την αφηγείται, ο ώριμος δικηγόρος. (Άλλωστε η επικοινωνία του ήρωα - βοσκού με τον κόσμο είναι σχεδόν αλεκτική). Ο αφηγητής χωρίζεται από τον εαυτό του ως ήρωα με μια σεβαστή χρονική διαφορά. Αυτό εκτός από ωρίμανση σημαίνει και γνώση, που επιτρέπει στον αφηγητή ν' ανασυλλάβει με τον λόγο τα στοιχεία που μορφοποιούσαν το παρελθόν του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, βέβαια, ο αφηγητής κρίνει τις σκέψεις και τις πράξεις του εαυτού του ως ήρωα. Επειδή όμως ο αναγνώστης είναι υποκείμενο που κρίνει το αντικείμενο, ο αναγνώστης είναι σε θέση να εκτιμήσει την ύπαρξη ή μη, την ορθότητα ή μη της κρίσης του αφηγητή και συνακόλουθα να φτάσει σε συμπεράσματα για τον αφηγητή ως αφηγητή.
Προκαταρκτικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται το αίτιο της ευτυχίας και το αίτιο της μεταστροφής δεν είναι ο ίδιος. Και επειδή και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει κοινότητα φωνής, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το Εγώ - αφηγητής χρησιμοποιεί κάποιο δοκίμιο ή υφολογικό σχήμα για να επενδύσει διαφορετική κάθε φορά προοπτική. Επιπρόσθετα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έννοια «κρίνω» για τον αφηγητή δεν σημαίνει αναγκαστικά μεγαλύτερη πληροφόρηση. Σημαίνει συνήθως διαφορετική εκτίμηση του μηνύματος.
Τρία στοιχεία κυριαρχούν στην αφήγηση της ευτυχισμένης ζωής, της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, του ήρωα: α) η χρήση της θαμιστικής αφήγησης [συνόψιση επαναλαμβανόμενων καταστάσεων], β) οι παρομοιώσεις που δηλώνουν την σχέση του ανθρώπου με τα φυσικά φαινόμενα και γ) η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας προκειμένου να περιγραφεί η σχέση του ήρωα με τα πράγματα του κόσμου. Και τα τρία μπορούν ν' αποδοθούν στην εστίαση του ήρωα. Αυτός είναι ο τρόπος που αισθάνεται τη φύση, τον χρόνο και τον εαυτό του. Το γεγονός ότι η προοπτική του Εγώ - ήρωα υιοθετείται από την αφηγηματική φωνή σημαίνει ότι τα παραπάνω στοιχεία διευρύνονται μέσω της συνειδητοποίησης του Εγώ - αφηγητή που συνέβη στο μεταξύ. Αυτό σημαίνει ότι τα τρία στοιχεία δεν δηλώνουν απλώς τη σχέση του πρωτόγονου («φυσικού» [...]) ανθρώπου με τη φύση, αλλά παρουσιάζονται ως συστατικά της ευτυχίας («Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής» [...]) και νοηματοδοτούνται, επειδή διαφέρουν από την κατάσταση του ώριμου ήρωα κατά τη διάρκεια της αφήγησης.
Πιο συγκεκριμένα: η «φυσική ζωή» είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς πράξεων ή καλύτερα καταστάσεων που γίνονται σ' έναν καθορισμένο τόπο και σ' έναν απροσδιόριστο χρόνο. Ο τόπος αυτός, μια ποικιλία απ' όλα τα στοιχεία της φύσης (λόγγοι, φάραγγες, κοιλάδες, αιγιαλοί, βουνά), βρίσκεται μακριά από την πόλη κι έχει απεριόριστες δυνατότητες για να τραφεί ο ήρωας, που πάντως περιορίζεται στα αναγκαία. Ο τόπος αυτός έχει όνομα: Ξάρμενο [...]. Έτσι, ως προς την ονοματολογία και τα κατηγορήματα βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα «Αρκαδικό» τοπίο, το οποίο, εξαιτίας του περιορισμού και του προσδιορισμού από το όνομα αποτελεί την εξιδανίκευση του πραγματικού χώρου.
Αντίστοιχα ο χρόνος υποδηλώνεται μέσω της απουσίας κάθε συγκεκριμένου στοιχείου χρονολόγησης. Ορίζεται μόνον από την επανάληψη ορισμένων γεωργικών εργασιών (στις οποίες δεν συμμετέχει ο ήρωας) με συγκεκριμένο καθορισμό (σπορά, θερισμός) και ειδίκευση (μια φορά τον χρόνο). Ο χρόνος, με άλλα λόγια, υπολογίζεται σε σχέση με την επαναδρομή συγκεκριμένων εθιμικών εργασιών στον χώρο και επομένως συναρτάται στον χώρο.
Μέσα σ' αυτόν τον χωρόχρονο ο ήρωας βιώνει τη σχέση του με τη φύση, πράγμα που γίνεται αφηγηματικά αντιληπτό μέσω της παρομοίωσης. Η παρομοίωση που δηλώνει μια σχέση ομοιότητας μεταξύ πραγμάτων κατά τ' άλλα ανόμοιων, δεν προχωρεί στην ταύτιση του ανθρώπου με τα πράγματα, όσο σε μια αντιστρέψιμη σχέση, όπου ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο έχοντας ως κέντρο τον εαυτό του και τον εαυτό του έχοντας ως κέντρο τον κόσμο.
Γι' αυτό και η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («το κατάμερον... ήτο ιδικόν μου... η ακτή μου... Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου...» [...]κ.λ.) δεν δηλώνει κτήση (ο αφηγητής είναι δικηγόρος!), αλλά επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ανθρώπου με τον κόσμο, όχι μέσω νομικών διαδικασιών, αλλά μέσω του συναισθήματος.
Η συναισθηματική σχέση μεταξύ νέου ανθρώπου και φύσης σ' έναν ενιαίο κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, συνδηλώνει την αλλοτινή χωρίς όρια ελευθερία, την κυριαρχικότητα και την ανένδεια ακόμη και για την ανθρώπινη γνώση. Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της ευτυχίας και η συνάφεια ανθρώπου - φύσης ως σύμβολο της προπτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Κοντολογίς βρισκόμαστε σ' ένα παραδεισιακό περιβάλλον που γίνεται ρεαλιστικό, επειδή αντιπαρατίθεται πρώτα με τον νόμο κι ύστερα με την ιδιοκτησία.
Ο παρείσακτος νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από τον δικηγόρο -αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυρότερου. Εξάλλου η περίπτωση του Κυρ Μόσχου [...] εύκολα συμβολοποιεί τη διαφορά ανάμεσα στην προπτωτική κυριαρχία και τη μεταπτωτική ιδιοκτησία. Η πρώτη προϋποθέτει ελευθερία, αυτάρκεια και ποιμενική ησυχία. Η δεύτερη υποσημαίνει περιουσία, περίφραξη, «χωριστόν... βασίλειον» [...].
Η αφηγηματική έκθεση της παιδικής ηλικίας, όπως την περιγράψαμε, αξιολογεί την εφηβική προοπτική στο πλαίσιο της παροντικής στέρησης. Ένας ενδεχόμενος περιορισμός στην προοπτική του ήρωα και μόνο, θα αφαιρούσε από το ειδύλλιο τη σκιά του παρόντος και θα το μετέδιδε μονοδιάστατα.
Η παρουσίαση της μεταστροφής είναι, όπως είπαμε παραπάνω, διαφορετική. Ο αφηγητής ξέρει όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας που περιγράφει. Δεν την παρουσιάζει όμως από την προοπτική του μέλλοντος. Αυτή η προοπτική μόνο θ' αφαιρούσε όλη την αγωνία της επιλογής που καταλήγει στην υποκατάσταση και υποδηλώνει την εισαγωγή στην ωριμότητα. Μιας και ξέρουμε το αποτέλεσμα εκ των προτέρων, η αφήγηση δεν εξυπηρετεί την αγωνία, όσο κατοχυρώνει τις συνθήκες που θα ωθήσουν αφ' ενός στην αντικατάσταση και αφ' ετέρου στην ίδια τη βασανιστική στιγμή της επιλογής.
Τα δύο αυτά στοιχεία επιτυγχάνονται με δυο εναλλαγές της εστίασης μέσω του αφηγητή, δηλαδή με παράληψη και παράλειψη. Τον όρο παράληψη τον χρησιμοποιούμε εδώ κάπως καταχρηστικά, για να χαρακτηρίσουμε την περιγραφή της Μοσχούλας [...]. Η περιγραφή αυτή, που αποτελεί μερική απόκλιση από τους κώδικες ομορφιάς της κόρης, αποκτά πλήρες νόημα από τη σημασιολογική της αναλογία με το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει άμεσα και έμμεσα.[...] Η άμεση παράθεση ενός αποσπάσματος από το ίδιο βιβλίο [το Άσμα Ασμάτων], που ακολουθεί, αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο παλαιοδιαθηκικό ποίημα και παίζει σπουδαίο ρόλο στην αρχή της εκτεταμένης περιγραφής της Νύφης από το Νυμφίο. Η περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται στο «Όνειρο στο Κύμα«, αλλά υποδηλώνεται με αποσιωπητικά. Έτσι η σημασία της περιγραφής της κοπέλας δεν αποκομίζεται από την αναφορά στον εξωτερικό κόσμο, αλλά υπονοείται από ένα άλλο κείμενο. Η περιγραφή της Μοσχούλας μπορεί αρχικά να διαβαστεί ως παραπομπή σ' ένα στερεότυπο ομορφιάς, πράγμα που φαίνεται να είναι και η πρόθεση του περιγράφοντος. Εάν λάβουμε όμως υπόψη μας τις συνδηλώσεις του Άσματος, «ποίημα ερωτικό, ποιμενικό», τότε είναι πολύ πιθανόν να τις προσθέσουμε στην περιγραφή της Μοσχούλας και να την ερμηνεύσουμε κατά διαφορετικό τρόπο.
Η περιγραφή αυτή, μαζί με την περιγραφή της θάλασσας που ακολουθεί, ανήκει στην προοπτική του Εγώ - αφηγητή. Από τις περιγραφές, ο αφηγητής μπορεί να θεωρηθεί θύμα της αφέλειάς του, εξαιτίας της οποίας του ξεφεύγουν πληροφορίες. Μπορεί όμως και να θεωρηθεί ως πληροφοριοδότης που με βάση την αφηγηματική απόσταση παρουσιάζει συγκαλυμμένα αυτό που ξέρει και αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του. Ταυτόχρονα όμως η αφήγηση κατοχυρώνει την αθωότητα που θα δοκιμαστεί από την αντιμετώπιση των διλημμάτων. [...].
Είναι κοινός τόπος ότι οι αναδρομικές αφηγήσεις που παρουσιάζονται από την προοπτική του Εγώ-αφηγητή —ιδιαίτερα όταν υπάρχει μεγάλη αφηγηματική απόσταση— αφαιρούν από την εμπειρία του παρελθόντος αυτή τη σταθερή ένταση, το βάρος του αγνώστου, που αντιστοιχεί στο τόξο του βιωμένου χρόνου, επειδή ο αφηγούμενος ξέρει το τέλος της ιστορίας. Μια τέτοια παρουσίαση θα κατέστρεφε την ουσία του διλήμματος. Στο «Όνειρο στο Κύμα» το δίλημμα διατηρείται, επειδή ο αφηγητής υιοθετεί, εκτός από την απλή αφήγηση της εξέλιξης και της έκβασης των γεγονότων, και την αρχική πρόθεση του εαυτού του ως ήρωα που μένει τελικά ανεκτέλεστη. Ο αναγνώστης δεν πληροφορείται μόνο τι έγινε, αλλά κι αυτό που επρόκειτο να γίνει και δεν έγινε. Η σύγκρουση ανάμεσα στην πρόθεση και στην έκβαση υπογραμμίζει την τραγωδία και η παράθεση του (ανενεργού) μέλλοντος του παρελθόντος από την προοπτική του μέλλοντος συνιστά δραματική ειρωνεία.
Η άλλη τεχνική για τη διατήρηση της έντασης είναι η μετάδοση όλων των συλλογισμών του Εγώ - ήρωα χωρίς καμιά, έστω και στοιχειώδη, διευθέτηση τους. Απ' αυτή την τακτική της αφηγηματικής φωνής, να υιοθετεί κάθε προοπτική του ήρωα, προέρχονται οι διάφορες αντιφάσεις. Έτσι, στην απόφαση του ήρωα να παραμείνει κρυμμένος φαινομενικά προς χάρη της κατσίκας, στην ουσία προς χάρη της Μοσχούλας, αντιτίθεται η διδασκαλία του μοναχού για την αποφυγή του γυναικείου πειρασμού [...]. Η αθωότητα της συνείδησης αντιφάσκει με την περιέργεια [...]. Το ονειρώδες σώμα της Μοσχούλας (που καθεαυτό περιγράφεται μάλλον στερεότυπα) αντιπαρατίθεται στην ένταση της όρασης («έβλεπα...διέβλεπα...εμάντευα» [...]»). Τέλος, η μεταρσίωση από τα επίγεια εξαιτίας του γυμνού κοριτσίστικου σώματος συνυπάρχει με τους πονηρούς λογισμούς [... ] και η αναγωγή του κοριτσιού σε ίνδαλμα με την αποφυγή του πειρασμού [...].
Αν θέλαμε να «εξηγήσουμε» το διήγημα σ' ένα θεματικό επίπεδο, θα μπορούσαμε να πούμε πως εξεικονίζει την ουσία του πειρασμού: ο πειρασμός δεν είναι επιλογή ανάμεσα σε πράγματα θετικά ή αρνητικά, αλλά η επιλογή αποδοχής ή απόρριψης πραγμάτων που είναι ταυτόχρονα και γοητευτικά και αποκρουστικά. Αν θέλαμε να «εξηγήσουμε» το διήγημα στο επίπεδο του αφηγείσθαι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαίνει μια προσπάθεια της γλώσσας να διατηρήσει την αμφισημία μέσω της πολλαπλότητας των στοιχείων που δεν μπορούν να μπουν σε αντιθετικά ζεύγη και να μεταδώσουν κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Μ' αυτόν τον τρόπο η ακριβής αιτία της μεταστροφής, δηλαδή το πέρασμα από τον «φυσικό» στον δυστυχισμένο άνθρωπο παραμένει απροσδιόριστο και φευγαλέο. (Ο τίτλος του διηγήματος είναι ενδεικτικός: «Όνειρο στο Κύμα»).
Και τα δυο διλήμματα λύνονται τελικά απέξω (το βέλασμα της Μοσχούλας / η εμφάνιση της βάρκας). Μπορούμε να πούμε πως ο ήρωας δεν αποφασίζει, αλλ' αποφασίζεται. Η μετάδοση της διάσωσης της κόρης περιέχει συγκινησιακά στοιχεία, που θα μπορούσαν να είναι αυτά του ήρωα κατά τον χρόνο της εμπειρίας. Περαιτέρω αξιολογεί την εμπειρία από την προοπτική του αφηγητή με το να τη συγκρίνει με τις εμπειρίες και τη γνώση που αποκτήθηκε στο μεταξύ.
Η αφηγηματική παρουσίαση της αγωνίας του ήρωα, που προέρχεται από την αυθόρμητη συμπαράθεση αντιδράσεων που είναι ασύμβατες η μια με την άλλη, μπορεί να θεωρηθεί όχι μόνο ως παρουσίαση της αμηχανίας του ήρωα, αλλά και ως προσπάθεια απόδειξης ότι δεν ζούμε σ' ένα λογικό και ηθικό κόσμο. Ακόμη και σ' αυτό που με τις τεχνικές της επανάληψης, της παρομοίωσης και της θαμιστικής αφήγησης περιγράφτηκε ως επίγειος παράδεισος, οι ηθικές επιλογές μεταξύ εξίσου αγαπητών πραγμάτων είναι τόσο περίπλοκες, ώστε κάθε επιλογή εξαφανίζει κάτι, κάτι που δεν θα θέλαμε να χάσουμε.
Η δυστυχία βρίσκεται στη μεταπτωτική αβεβαιότητα, όπου δεν είναι απαραίτητο δυο πράγματα που έχουν την ίδια μορφή (σημαίνον) να έχουν και το ίδιο περιεχόμενο (σημαινόμενο). Από την άλλη μεριά όμως, αυτό στο οποίο αποτυγχάνει η μετωνυμία της αθωότητας (ονομασία μέσω της τοπικής συνάφειας), το κατορθώνει η γνώση και το εκφράζει η γλώσσα. Τα «γράμματα» [...] μπορούν να συνδέουν φαινομενικά άσχετα σημαινόμενα και ν' ανακαλύπτουν αντωνυμίες (ομοιότητες), ακόμη και μεταξύ τυχαίων ομωνύμων (σχοινίον, σχοίνισμα, σχοινιάζομαι) [...].
Η ταυτότητα των σημαινόντων (ομωνυμία) που καταλήγει στην αμφισημία (Μοσχούλα - κατσίκα, Μοσχούλα - κοπέλα) οδηγεί σε σύγκρουση και χαρακτηρίζει την παιδική ηλικία. Η ανακάλυψη ενός περιβάλλοντος αναφοράς στο οποίο η κατάσταση του θύτη (ήρωας - αφηγητής) και του θύματος (κατσίκα) αποκτούν την ίδια σημασία (συνωνυμία) χαρακτηρίζουν την ωριμότητα.
Το «Όνειρο στο Κύμα» είναι το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη.
Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές..., ό.π., σσ. 265-274.
2. Είναι γνωστό ότι πρωταγωνιστής του ποιμενικού ειδυλλίου είναι ο βοσκός που ζει ανέμελος με το κοπάδι του, δεν αγωνιά ιδιαίτερα για τη διαβίωση ή επιβίωσή του, και κοπιάζει τόσο, όσο για να έχει τον απαραίτητο χρόνο να χαρεί τις βασικές αρχές της ζωής. Ο βοσκός του Παπαδιαμάντη ζει, βέβαια, σε ορισμένο χωρόχρονο, στη Σκιάθο του 19ου κυρίως αιώνα, άρα δεν παρουσιάζεται ως άχρονη εξιδανικευμένη παρουσία, αλλά ως συγκεκριμένος τύπος. [...].
Το δίλημμα του βοσκού να επιλέξει ανάμεσα στη σωτηρία του ποιμνίου του και στη σωτηρία του συνανθρώπου επανέρχεται με ειρωνικό τρόπο στο διήγημα «Όνειρο στο Κύμα» (1900). Το διήγημα αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι παρέχει δυο σειρές αντιθέσεων. Η μια είναι συγχρονική: ο νέος βοσκός με την ελευθερία του, την απλότητα, την αυτάρκεια, την απραγματοσύνη και την έλλειψη φιλοδοξίας αντιπαρατίθεται στον ιδιότροπο κυρ-Μόσχο που ζει στην εξοχή, μετά από «επιχειρήσεις και ταξίδια» [...] αλλά αφού πρώτα μεταφέρει στο παραδεισένιο τοπίο τον νόμο και τις συνήθειες της πόλης (ιδιοκτησία, περιτειχισμός, «χωριστόν [...] βασίλειον [...]).
Η άλλη αντίθεση είναι διαχρονική και αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ του νεαρού βοσκού και του εαυτού του ως ώριμου δικηγόρου. Ο νεαρός βοσκός είναι «φυσικός άνθρωπος«, χαίρεται την ελευθερία του στην πανέμορφη φύση και την ησυχία του, ζει με αυτάρκεια από το μικρό επιμίσθιο που του δίνει το μοναστήρι για τη φύλαξη του κοπαδιού και από το κορφολόγημα του γεωργικού μόχθου των άλλων. Ο ίδιος, ως δικηγόρος, υπηρετεί τον νόμο, προφανώς αναγκάζεται να ψευδολογεί, αισθάνεται έγκλειστος και παγιδευμένος στο γραφείο του με «θέσιν οιονεί αυλικού» [...], έχει το αίσθημα του ανικανοποίητου και αντιπαθεί τον εργοδότη του. Κατά συνέπεια το «Όνειρο στο Κύμα» τοποθετεί την Χρυσή Εποχή σε κάποια πρώιμη εποχή του ανθρώπινου γένους (Αρκαδία), όσο και στην αρχή της ζωής κάθε ανθρώπου (Εδέμ). Από τη μια πλευρά ο βοσκός (ο άνθρωπος ως τύπος) και από την άλλη το παιδί (ο άνθρωπος ως άτομο). Στο διήγημα αυτό οι δύο αυτές εκδοχές του ειδυλλιακού / ποιμενικού δένονται αξεδιάλυτα.
Ο συνδυασμός των δύο ειδυλλίων που μοιάζει να ισχυροποιεί την έννοια του ποιμενικού (όχι μόνο αμέριμνος βοσκός, αλλά και αθώος νέος), στην πραγματικότητα προξενεί προβλήματα που οφείλονται αρχικά στη διαφορετική προοπτική από την οποία προσεγγίζεται η έννοια του ποιμενικού. Και αυτό φαίνεται από την αμφισημία ορισμένων λέξεων: Τι σημαίνει π.χ. «φυσικός άνθρωπος» [...]; Στο κλασικό ειδύλλιο σημαίνει αυτός που ζει σ' ένα παραδεισένιο περιβάλλον σε οργανική και αρμονική σχέση με τη φύση, άρα με «ησυχία» που είναι και αποτέλεσμα μετριοπάθειας και έλλειψης φιλοδοξιών. «Κατά φύσιν άνθρωπος» στην χριστιανική ορολογία σημαίνει προπτωτικός άνθρωπος, με κύρια χαρακτηριστικά τη δυναμική ενότητα ανάμεσα στον υλικό κόσμο και το σώμα του, το σώμα του και την ψυχή του, την ψυχή του και τον Θεό. Ο έρωτας, φυσικό και απαραίτητο συστατικό του κλασικού ειδυλλίου, που προκαλεί κάποια ένταση στην «ησυχία» χωρίς ποτέ να οδηγεί στο πάθος, γίνεται στον χριστιανισμό το αίτιο της διάλυσης της δυναμικής αυτής ενότητας που περιγράψαμε παραπάνω. Στο «Όνειρο στο Κύμα» το Αρκαδικό και το Εδεμικό που αρχικά συνυπάρχουν, γρήγορα αποδεικνύονται ασύμβατα.
Η Πτώση είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να την παραβλέψει κανείς, ακόμη κι όταν ισχυρίζεται ότι είναι «ευτυχής [...] βοσκός εις τα όρη». Η αγάπη προς το ποίμνιο (Μοσχούλα - κατσίκα) αποδεικνύεται ατελέσφορη μπροστά στην αθωότητα με την οποία προσεγγίζεται το μυστήριο του έρωτα (Μοσχούλα - κοπέλα). Ο λόγος υποβιβάζεται σε σχέση με το πάθος. Η αγάπη που χαρακτηρίζει τον τυπικό ποιμένα και το ποίμνιό του αντικαθίσταται εντελώς ειρωνικά από την ερωτική θέαση του γυμνού σώματος της Μοσχούλας. Υπ' αυτή την έννοια, αντί ο νεαρός βοσκός να θυσιάσει την ψυχή του «υπέρ των προβάτων», θυσιάζει το ζώο του προς χάριν της κοπέλας και χάνει την ψυχή του (δηλ. την αθωότητά του).
Ακόμη περισσότερο, η «ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης κόρης» [...] που τον ακολουθεί γίνεται το αίτιο της οριστικής απώλειας του εδεμικού παραδείσου. Γι' αυτό ο αφηγητής δεν δοκιμάζει καν τη δυνατότητα του ειδυλλίου της αθωότητας, δηλαδή την ένταξη του στον μοναχισμό ως παραίτηση από τη φύση με σκοπό να αντλήσει ζωή από την κλήση της αγάπης του Χριστού στον άνθρωπο. Ο πρώην βοσκός και νυν δικηγόρος μπορεί να μην υποκαθιστά τον απολεσθέντα παράδεισο με κάποιον εσωτερικό παράδεισο, μαθαίνει όμως γράμματα και μέσω της τέχνης, δηλαδή των απείρων δυνατοτήτων της γλώσσας, κατορθώνει να ενοποιεί σε ποιητικό σύνολο τα θραύσματα της ατομικής του εμπειρίας.
Μετά το «Όνειρο στο κύμα» η ειδυλλιακή εικόνα του βοσκού σχεδόν εξαφανίζεται από το έργο του Παπαδιαμάντη, είτε με την εισβολή του θανάτου στην ποιμενική κοινότητα, είτε με μια πιο «ρεαλιστική» εικόνα του βοσκού.
Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Η Ειδυλλιακή Διάσταση...», ό.π. σσ. 50-51, 56-59.
3. Φυσικά, ο ήρωας του διηγήματος, όπως μας λέγει ο ίδιος ο συγγραφέας, ήταν κάποτε τσοπάνος κ- έπειτα —τα χρόνια που γραφόταν το διήγημα—δικηγόρος και βοηθός κοντά σ' ένα μεγάλο δικηγόρο και πολιτευτή στην Αθήνα. Ωστόσο, ακούσια σχεδόν, επειδή το διήγημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, πάει ο νους μας στον κυρ - Αλέξανδρο. Αλλά, κι αν ακόμα ήταν ήρως και πρωταγωνιστής αυτός ο ίδιος, τίποτε δεν βρίσκεται μέσα στο λυρικότατο αυτό κείμενο, που να μπορεί να σπιλώσει ή ν' αλλοιώσει την οσιακήν εικόνα που έχουμε για τον άγιο της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Σπάνια συναντά κανείς στην ερωτική μας φιλολογία τόσο δυνατές μα και τόσο αιθέριες σελίδες, όπως αυτή που κλείνει τ' «Όνειρο στο Κύμα» [...].
Τέτοιες στιγμές έχει κανείς πιο βέβαιη την εντύπωση, πως η ποίηση δεν είναι θέμα στίχων και τόνων μετρικών, αλλά θέμα εσωτερικών τόνων και κραδασμών, και ότι πολλά στιχουργήματα είναι πεζολογίες έμμετρες, ενώ τέτοια λυρικά πεζογραφήματα είναι γεμάτα ποιητικόν άρωμα και ουσία καμωμένη από τη μουσική του ονείρου, κατά τον Σαίξπηρ.
Π. B. Πάσχος, Παπαδιαμάντης: Μνήμη Δικαίου μετ' Εγκωμίων, Αθ.: εκδ. «Αρμός«, 1991, σσ. 64-66.
4.....ο αφηγητής [...] αναθυμάται τον καιρόν όπου ήτο «φυσικός άνθρωπος», κι είχε όλα τα βουνά και τις θάλασσες και τις ομορφιές δικές του, πέρα στη Σκιάθο, τότε που έδεσε την κατσίκα του, έδεσε τις βιοτικές του μέριμνες, και την άφησε να πνιγεί για να πάει να σώσει την ομορφιά της νιας, που κλεφτά και στιγμιαία την απολάμβανε, λαθροθεατής της ομορφιάς της και λαθροβαστάζος της καλλονής της, κατ' ευτυχή συγκυρία ναυαγοσώστης της ωραιότητας.
Όλοι μας στη ζωή μας χρησιμοποιούμε τα ίδια «υλικά». Οι περισσότεροι από μας τα εξευτελίζουμε, τα εκχυδαΐζουμε, τα εκφυλίζουμε, τα εκμαυλίζουμε, τα εκπορνεύουμε. Υπάρχουν όμως ελάχιστοι που τα εξαγιάζουν, και τα εξαυγάζουν. Άλλοι τα εξαγιάζουν και άλλοι τα «εξαγυιάζουν», τα πετούν, τα ρίχνουν στον δρόμο. Το γυναικείο κάλλος είναι το μέγιστον κάλλος της φυσικής ωραιότητας, την οποία παρατηρεί και μετ' έρωτος περιγράφει ο Παπαδιαμάντης. Φυσικά και δεν έχει αυτή τη θέαση, ενατένιση και περιγραφή, καμιά σχέση με πορνογραφία. Μια Γερμανίδα γνωστή μου παρατήρησε ότι τη νέα δεν τη γδύνει ο Παπαδιαμάντης. Βεβαίως, παρατήρησα εγώ, αφού από μόνη της κολυμπούσε θεόγυμνη. Θεόγυμνη! Ίσως αυτά που βλέπουμε ως αισχρά, πονηρά, άσεμνα και ανήθικα, να προβάλλουν απλώς αυτά που κρύβουμε μέσα μας, ίσως οι αγνοί άνθρωποι ακόμα και μέσα απ' τα κοινωνικώς ανεπίτρεπτα να βλέπουν μόνο την Ωραία τους Όψη, να αναγνωρίζουν μόνο την Εικόνα του Όντως Ωραίου και της Όντως Ωραίας.
Φώτης Δημητρακόπουλος, «Επισημείωση»: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, O Αλιβάνιστος, Όνειρο στο Κύμα, επιμ. Φ. Δημητρακόπουλος, Αθ.: εκδ. Καστανιώτη, 1997, σσ. 81-95:86.
5. Τα σύνθετά του, άλλοτε διαλεγμένα για ν' αρμόσουν στην ανάγκη της στιγμής (μυριοπτέρυγος, λιναρόξανθοι, χρυσαυγίζουσα) και άλλοτε για την σπανιότητά τους προτιμημένα, (νεοδρεπή, κυνέρωτες) πού και πού ένας υπερθετικός αυθαίρετος αλλά γοητευτικός (πελαγιώτερα) τέλος κάτι συζεύξεις νεόκοπες, με κριτήρια καθαρά ποιητικά (χνοώδη πάλλευκον χρώτα) συναποτελούν το ένα, το γλωσσικό, από τα πολλά στρώματα της ιδιάζουσας του ύφους της μαγείας. [...].
Κι ύστερα τι είναι αυτά τα παιχνίδια με τις προσωνυμίες; Μια απλή σύμπτωση; Δεν το πιστεύω. Ας ξαναθυμηθούμε όσα είπαμε πιο πάνω: Μοσχούλα δεν λένε την κοπέλα που βλέπει ένα βράδυ ολόγυμνη, Μοσχούλα και την αγαπημένη του κατσίκα. Σώζει την πρώτη από πνιγμό και την ίδια στιγμή πνίγεται η δεύτερη.
[...] Αν δεν εφευρίσκει, διαλέγει. Και διαλέγει έξυπνα, με το ένστικτο που μόνον ο ποιητής διαθέτει: συνδυάζοντας τα πρόσωπα ή τους τόπους με ονόματα που το συμβολικό τους νόημα εντείνει τον υπαινιγμό σε μια κατάσταση, όπως θα λέγαμε, υπερβατική.
Οδ. Ελύτης, ό.π., σ.102.
• Ο Παπαδιαμάντης πρέπει να ενταχθεί στο περιβάλλον της ηθογραφίας (θεματολογικά και γραμματολογικά), με τονισμό των πολλών ιδιαιτεροτήτων του (ψυχογράφηση των ηρώων, θρησκευτική αφετηρία ποιητική, γλωσσική ιδιοτυπία κλπ.).
• Το είδος που κυρίως καλλιέργησε ο Παπαδιαμάντης (διήγημα: γενικά γνωρίσματα και ειδικότερη μορφή του), καλό θα ήταν να σχολιαστεί με βάση και τις προηγούμενες αναγνωστικές εμπειρίες των μαθητών.
• Παρά το πλήθος των ερμηνειών, στο συγκεκριμένο διήγημα η προσέγγιση κρίνεται σκόπιμο να αφορμάται και από αφηγηματολογικές παρατηρήσεις. Η παρακολούθηση των φωνών και των οπτικών γωνιών θα διευκολύνει αποφασιστικά την εργασία μέσα στην τάξη.
• Αναγκαία είναι η αναφορά στον τόπο, στον χρόνο, και στα αφηγηματικά επίπεδα, στις ηλικίες, στα ταξικά και εμφανισιακά χαρακτηριστικά των ηρώων, στις ονοματολογικές συμπτώσεις, στις αμφισημίες, και στις εναλλαγές στον συναισθηματικό κόσμο του πρωταγωνιστή.
• Κατά τη διδασκαλία πρέπει να διερευνηθεί η σχέση συγγραφέα - αφηγητή.
• Το κείμενο προσφέρεται σε ποικίλες αναγνώσεις (αισθητικές, ψυχοβιογραφικές, αλληγορικές, ηθικοθρησκευτικές, κοινωνιολογικές κλπ.).
• Αξιοσημείωτες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν από τη διερεύνηση της σκοπιάς του εφήβου, μέσα στην αφήγηση του ασκούμενου δικηγόρου, και από την εξέταση των διλημματικών καταστάσεων που συναρτώνται με τις θρησκευτικές αρχές του ήρωα. Χρήσιμο θα ήταν να αναρωτηθεί η τάξη κατά πόσο οι ιδέες του αφηγητή ανταποκρίνονται και σε θεμελιώδεις απόψεις του πραγματικού συγγραφέα.
• Σημαντική βοήθεια θα μας δώσουν και τα τεχνάσματα: ο συγγραφικός δόλος (πλαστοπροσωπία), ο εγκιβωτισμός της ιστορίας του π. Σισώη, οι συνειρμοί από τη λέξη «σχοινί», η χρήση των κτητικών, ο τρόπος αποτύπωσης του θέματος στον τίτλο, η αξιοποίηση εικονιστικών στοιχείων με περιεχόμενο συμβολοποιημένο από τη χρήση (όπως η θάλασσα, ο οχυρός κήπος, το αγοροκόριτσο...) κλπ.
• Θα πρέπει επίσης να αξιολογηθεί και η ίδια η ατμόσφαιρα του διηγήματος και η ποιητική λειτουργία του.
• Χρήσιμες είναι οι αναφορές σε παράλληλα κείμενα (Ο Κρητικός του Σολωμού, Η Παναγιά η Γοργόνα του Μυριβήλη) ή σε άλλα διηγήματα του συγγραφέα (όπως π.χ. το «Θέρος-Έρως»).
Το κείμενο αυτό του Παπαδιαμάντη, όχι μόνο λόγω της σπουδαιότητάς του για τη νεοελληνική γραμματεία και της ερμηνευτικής του πολυπλοκότητας, αλλά κι εξαιτίας δυσχερειών που μπορεί να προκύψουν από την έκταση και τη γλώσσα του, δεν θα πρέπει να μας απασχολήσει διδακτικά σε λιγότερες από έξι (6) ώρες (εκ των οποίων μία ολόκληρη θα καταλάβει η ανάγνωση του στην τάξη). Δίνονται στη συνέχεια δυο δυνατοί τρόποι οργάνωσης της διδασκαλίας του (ο δεύτερος πολύ συνοπτικά) σε έξι ώρες.
1. Διδασκαλία με διεξοδική παρακολούθηση τον κειμένου στις πέντε πρώτες διδακτικές ώρες:
1. Δ. ΩΡΑ: Μετά από σύντομη κατατοπιστική εισαγωγή (που μπορεί και ν' αντικατασταθεί από την ανάγνωση του εισαγωγικού σημειώματος εκ μέρους μαθητή), ο καθηγητής —κατά προτίμηση— διαβάζει το κείμενο ολόκληρο. Προκειμένου να απαλλάξει το ακροατήριό του από το άγχος προσφυγής στις υποσημειώσεις για λεξιλογικά, μπορεί σε καίρια σημεία να διακόπτει με βιαστικές σύντομες πληροφορίες (π.χ. «προλύτου: ασκήσιμου», «οιωνεί αυλικού: σάμπως αυλικού», «αιμασιάς: ξερολιθιές» κλπ.) σε τόνο ομιλίας, «παρενθετικά» ούτως ειπείν - διακριτό σε σχέση προς τη μετ' ήθους ανάγνωση του λογοτεχνήματος. Τα περιγραφικά μέρη και τα αφηγηματικά σχόλια επιβάλλουν ένα μάλλον αργό ρυθμό ανάγνωσης, με προσεχτικό τονισμό των γλωσσικών επιτηδεύσεων (λυρικές επιλογές) μιαν ανάγνωση που να καταδεικνύει ότι η ιστορία και η πλοκή δεν είναι πρωτεύοντα στοιχεία της συγκεκριμένης «ποιητικής». Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης, μπορούν να τεθούν ερωτήσεις για το σπίτι, που θα παραπέμψουν τους μαθητές για αναζήτηση πληροφοριών σε υποσημειώσεις ή στα Σχόλια- επίσης και ερωτήσεις επί της διάρθρωσης του διηγήματος (τιτλοφόρηση των ήδη χωρισμένων ενοτήτων, επισήμανση του κεντρικού επεισοδίου κλπ.: από τις 8 ενότητες του κειμένου το ίδιο εύρος χρόνου της ιστορίας καλύπτουν —ή ανήκουν σε κοινά αφηγηματικά επίπεδα— οι ενότητες 1. και 8., οι 2. και 3., και οι 4.-7., με σταδιακή εστίαση στο κεντρικό επεισόδιο).
2. Δ. ΩΡΑ: Αναφορά στην πρώτη και τη δεύτερη ενότητα. Επισημαίνονται οι ενδείξεις τόπου, χρόνου, ηλικίας κλπ., η εγκιβωτισμένη διήγηση για τον π. Σισώη και οι πλέον ευδιάκριτες αναλογίες με την ιστορία του πρωταγωνιστή. Σχόλια για τον αφηγητή με βάση τις αυτοαναφορές στο παρελθόν, κατά το ξεκίνημα και στις ενότητες 2.-7. (ευρύτητα προοπτικής ενός πρωτοπρόσωπου ομοδιηγητικού αφηγητή), και στο παρόν (εσωτερικότητα της οπτικής του γωνίας)· προετοιμασία για κριτική στάση απέναντι στις απόψεις του. Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη ως βίωμα. Η δεύτερη ενότητα δίνει επίσης την ευκαιρία ν' αναφερθούμε στην ηθογραφία· η ευδαιμονική παράσταση του παρελθόντος επιτρέπει την παραπομπή στο βουκολικό είδος: αναζητούνται πρώτες αναλογίες (το αμέριμνο βοσκόπουλο, το οχυρό κτήμα - καταφύγιο της ηρωίδας κλπ.) — και άλλες στις επόμενες διδακτικές ώρες. Σχολιάζεται η έννοια της πενίας και του πλούτου· διαγράφεται ένα κοινωνικό μήνυμα (βλ. εδώ 2.5. και υποσημειώσεις του ανθολογίου). Η περιγραφική δεινότητα, το χιούμορ, η υπαινικτικότητα ας μην περάσουν ασχολίαστα. Μπορούν να δοθούν για το σπίτι ασκήσεις ερευνητικού χαρακτήρα στο κείμενο και σε πηγές.
3. Δ. ΩΡΑ: Αναφορά στις ενότητες 3.-5. Σχολιάζονται αναλυτικά το εγκώμιο στην ομορφιά της κόρης, το πρότυπο που ενσαρκώνει, η πολυσημία των ομωνυμιών, οι συμβολισμοί, το διακειμενικό κύρος των περιγραφών, οι ενδείξεις έρωτα του ήρωα προς το πρόσωπο της, αλλά και η δική της διακριτική ανταπόκριση, οι παρασιωπήσεις (όπως εκείνη με την οποία κλείνει η 3. ενότητα - όπου άλλωστε κορυφώνεται η δυναμική της πλοκής· οι μαθητές μπορούν να εικάσουν άλλες δυνατές εξελίξεις της υπόθεσης)· ψυχολογικότερες οι παρατηρήσεις μας με την εμφάνιση της κατσίκας-Μοσχούλας. Η εκστασιακή σχέση με τη φύση κορυφώνει τις αναλογίες με το ποιμενικό είδος· η ψυχική διάθεση και η όλη πνευματική συγκρότηση του ήρωα έχει να κάνει με τη βαθύτερη αιτιότητα που συνέχει την εξέλιξη. Η παρακολούθηση του νεαρού ποιμένα στην εναλλαγή των συναισθημάτων του και στον απροσποίητο θαυμασμό του για την ερωτική φιγούρα της λουόμενης Μοσχούλας (κορυφαία στιγμή του «ποιητή» Παπαδιαμάντη), στην 5. ενότητα, μπορούν να προσφέρουν ποικιλία στοιχείων για τον διλημματικό κόσμο και τη βιοθεωρία που εκτίθενται μέσα στο διήγημα. Ευκαιρία για αναδρομή σε αλληγορικές, ηθικοθρησκευτικές και άλλες προσεγγίσεις. Καθώς οι αναφορές στο κείμενο συνολικά πληθαίνουν, μπορούν να δοθούν και θέματα για σύνθετες δημιουργικές εργασίες.
4. Δ. ΩΡΑ: Αναφορά στις ενότητες 6.-7. (πυρήνας του κεντρικού επεισοδίου). Οι αμφισημίες (σχοινί, Μοσχούλα) και τα αντιφατικά συναισθήματα που δεσπόζουν στην 6. ενότητα μπορούν ν' αναπτύξουν μέσα στην τάξη ένα λόγο πιο σύνθετο στο επίπεδο των συμβολισμών. Επισημαίνεται η διηγηματική δεινότητα (αφηγηματικός ρυθμός, επιβραδύνσεις εν ονόματι της αιτιολόγησης κ.ά.) καθώς ανεβαίνει η δράση, που θα προσφέρει στον ήρωα, εκτός από την οπτική, και μιαν απτική εμπειρία του «ονείρου του». Ευκαιρία αναφοράς σε παράλληλα κείμενα (σχετικές εργασίες). Επανεμφάνιση της τωρινής προοπτικής του αφηγητή προς το περιστατικό - γεφύρωση με τον επίλογο.
5. Δ. ΩΡΑ: Αναφορά στην τελευταία ενότητα. Συζητιέται το θέμα του ανολοκλήρωτου έρωτα και της ανάμνησής του, ως στοιχείο βίου. Εξετάζονται συνολικά πλέον μερικά σύμβολα (το «σχοινί», η ιστορία του π. Σισώη) και το αυτοσχόλιο του αφηγητή (οπτική γωνία)· αναζητούνται οι λόγοι της αναφώνησης του στο κλείσιμο του διηγήματος. Σχολιάζεται η γενικευτική του αποστροφή προς τις γυναίκες, προς τα γράμματα, προς τη μισθωτή εργασία του γραφείου, καθώς και η τελική του κρίση για την απώλεια της κατσίκας του. Η λειτουργία, τέλος, των εισαγωγικών και η πλαστοπροσωπία: ενίσχυση της εσωτερικής σκοπιάς του ήρωα - αφηγητή. Δίδονται, προαιρετικά πάντα, εργασίες για το σπίτι.
6. Δ. ΩΡΑ: Τίθεται, σε γενική θεώρηση του κειμένου, η θεμελιώδης ισοτοπία ευτυχία - δυστυχία = φύση-πολιτισμός (βλ. Επισημάνσεις, στο τέλος). Εξετάζεται σε συνάρτηση με τις πεποιθήσεις του συγγραφέα και με τις αναζητήσεις των χρόνων δημιουργίας του. Εκτιμάται, κατά το δυνατόν, η ευστοχία των επιλογών του σε παραπεμπτικό υλικό (αρκαδισμός, χωρία των γραφών κλπ.) και η δεξιότητά του στη λυρική αφήγηση και την ατμοσφαιρική περιγραφή (γλώσσα και τεχνική) και γίνεται μια προσπάθεια ένταξης του στο γραμματολογικό συγκείμενο του από τους ίδιους τους μαθητές. Διαβάζονται στην τάξη κάποιες από τις εργασίες (και σ.δ.ε.).
2. Διδασκαλία με διεξοδική παρακολούθηση του κεμένου στις τρεις πρώτες διδακτικές ώρες:
1. Δ. ΩΡΑ: Μετά από σύντομη κατατοπιστική εισαγωγή, ο καθηγητής διαβάζει το κείμενο ολόκληρο (όπως παραπάνω).
2. Δ. ΩΡΑ: Αναφορά στις ενότητες 1.-3. Οι βασικές ενδείξεις και οι επισημάνσεις που θα επιτρέψουν μια συνολικότερη θεώρηση κατά τις δυο τελευταίες διδακτικές ώρες: δεν επιχειρούνται δηλ. προεκτάσεις σε συγκεντρωτικές ερμηνείες (όπως στον προηγούμενο προγραμματισμό).
3. Δ. ΩΡΑ: Αναφορά στις ενότητες 4.-7 (με το ίδιο πνεύμα).
4. Δ. ΩΡΑ: Αναφορά στην τελευταία ενότητα - όπως παραπάνω, αλλά τη φορά αυτή με ενισχυμένη την προσοχή της τάξης σε ζητήματα κεντρικών ερμηνειών που δεν αναπτύχθηκαν επαρκώς στις προηγούμενες ώρες.
5. Δ. ΩΡΑ: Βασικές ερμηνείες· οι μαθητές καλούνται να συζητήσουν τις απόψεις που επιλέγονται και παραπάνω, με αφετηρία τις αντιθέσεις που διέπουν τις σκέψεις του ήρωα και την ανέλιξη του μύθου.
6. Δ. ΩΡΑ: Το αντικείμενο και οι τρόποι του κειμένου γίνονται κριτήρια αποτίμησης του καλλιτεχνικού αποτελέσματος, ενώ αναπτύσσονται εποπτικότερες θεωρήσεις για τον συγγραφέα, τον πνευματικό του περίγυρο, τη θέση του στην ιστορία των γραμμάτων μας.
1. Ηθογραφία: όρος με τον οποίο εννοούμε γενικά την αναπαράσταση, περιγραφή και απόδοση των ηθών, των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά διαμορφώνονται υπό την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η αναπαράσταση αυτή, που επιχειρείται ειδικότερα με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, προϋποθέτει μια περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστική αντίληψη για την τέχνη, αφού στηρίζεται στην παρατήρηση και στοχεύει στην αντικειμενική απεικόνιση. Ειδικότερα, ως όρος της Ιστορίας της λογοτεχνίας η ηθογραφία δηλώνει την τάση της πεζογραφίας να αντλεί τα θέματά της από κοινωνίες της υπαίθρου κι από την κοινωνία και το περιβάλλον της αστικής γειτονιάς. Η τάση αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και επομένως εντάσσεται στο ρεύμα του ρεαλισμού και αργότερα του νατουραλισμού, χωρίς να λείπουν —από την ελληνική ιδίως ηθογραφία— τα λυρικά και ποιητικά στοιχεία.
Ωστόσο, στην ευρωπαϊκή πεζογραφία της εποχής αυτής η ηθογραφία δεν αποτέλεσε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος [...].
Η αλήθεια είναι, ότι με αφετηρία το κοινό, βέβαια, μα και πολύ εξωτερικό στοιχείο σκηνικού, που τοποθετείται στον εξωαστικό χώρο, ομαδοποιήθηκαν έργα με πολλές, βαθιές και βασικές διαφορές στην πραγματικότητα μεταξύ τους. Γι' αυτό και πρέπει να γίνει βασική διάκριση ανάμεσα στα έργα εκείνα του 19ου αιώνα που τοποθετούν τη δράση τους στην ύπαιθρο, αλλά εντάσσονται στην παράδοση του ρομαντισμού, την οποία και συνεχίζουν, και στα έργα που ανήκουν στον ρεαλισμό ή, έστω, τον προετοιμάζουν.
Στα έργα της πρώτης κατηγορίας επιβιώνει, μπορεί να πει κανείς, κατά κάποιον τρόπο, η φιλοσοφία του Rousseau και, μέσα σε μια καλόβολη και ειδυλλιακά περιγραφόμενη φύση, εκτυλίσσονται απλές ερωτικές ιστορίες των ανθρώπων της υπαίθρου [...].
Αντίθετα, τα έργα της δεύτερης κατηγορίας έχουν ως θεωρητική τους αφετηρία τα δύο ρεύματα του ρεαλισμού και του νατουραλισμού με τις γενικότερες προϋποθέσεις τους [...]
Στην Ελλάδα η ηθογραφία εμφανίζεται γύρω στα 1880, εποχή δηλαδή που πραγματοποιείται αισθητή αλλαγή στον προσανατολισμό της λογοτεχνίας μας. Την εγκαινιάζει ο Δημήτριος Βικέλας [...].
Αλλά εισηγητής του διηγήματος με μεγαλύτερες αξιώσεις, μολονότι είχε προηγηθεί και μια προκαταρτική φάση του είδους, είναι ο Θρακιώτης Γεώργιος Βιζυηνός [...].
[...] είναι ανάγκη να διακρίνουμε την ηθογραφία —όχι τόσο χρονολογικά, όσο από την άποψη του τρόπου αναπαράστασης— σε δυο κατηγορίες: α) ηθογραφία έτσι όπως την προπαγάνδισε η Εστία και την πραγματοποίησαν οι πρώτοι διηγηματογράφοι, δηλαδή την ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή αναπαράσταση, με έντονο λαογραφικό χαρακτήρα, των ηθών της ελληνικής υπαίθρου, και β) ρεαλιστική ή νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια με τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τον τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές τους. [...].
Στη δεύτερη κατηγορία της ηθογραφίας κυριαρχούν τα ονόματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη [... ] και του Ανδρέα Καρκαβίτσα....
Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού, «Ηθογραφία«: ΑΑ.VV., Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς -Μπριτάννικα, τ. 26., Αθ.: Πάπυρος, 1984, σσ. 219-221.
2. Η περιγραφή αποτελεί ένα τμήμα της αφήγησης ή του αφηγηματικού λόγου, όπου όχι σπανίως αναστέλλεται η δράση για να διατυπωθούν πληροφορίες που αφορούν πρόσωπα ή πράγματα. Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει όταν ο αφηγητής ανήκει στην κατηγορία του παντογνώστη αφηγητή, η αληθοφάνεια που επιτυγχάνεται τότε αποβλέπει σε μια πληροφόρηση που πάει να αντικαταστήσει τη ζωγραφικη περιγραφή (ut pictura poesis). Αντίθετα, όταν η πληροφόρηση δεν προέρχεται από τον αφηγητή, αλλά αναφέρεται σαν βίωμα ενός προσώπου της δράσης ( ο αφηγητής βλέπει ό,τι βλέπει και ο ήρωας τίποτα παραπάνω), η αίσθηση αληθοφάνειας είναι ισχυρότερη, ιδίως επειδή χάρη σ' αυτή την επινόηση, εξορκίζεται το σφάλμα του νεκρού χρόνου για το προχώρημα της ιστορίας. Πρόκειται όμως για επινοήσεις που κατακτούν την ελληνική αφηγηματογραφία σε μια προχωρημένη φάση της ιστορίας της.
Μ. Vitti, ό.π. σ.174.
3. 1. Ο όρος ηθογραφία χρησιμοποιήθηκε από τους γραμματολόγους μας χωρίς να διασαφηνισθεί με επάρκεια το περιεχόμενό του..
2. Χρησιμοποιήθηκε σε διαπλοκή με τους όρους ρεαλισμός και νατουραλισμός χωρίς να προσδιορίζεται η ειδοποιός διαφορά, αν υπάρχει.
3. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τα αφηγηματικά έργα της περιόδου 1880-1900, αλλά και για έργα μεταγενέστερων συγγραφέων.
4. Χρησιμοποιήθηκε για συγγραφείς ανόμοιους, αλλά και εξαιρετικά άνισους ποιοτικά.
5. Χρησιμοποιήθηκε, και μάλιστα με έμφαση, ως αξιολογικός όρος με αρνητική, πάντοτε, σημασία.
6. Παρά τη ρευστότητά του, αλλά και την ποικίλη χρήση του, ο όρος επανεμφανίζεται είτε με την απλή μορφή του είτε ως «ανανεωμένη ηθογραφία» για σύγχρονους πεζογράφους, πράγμα που επιτείνει τη σύγχυση - και την επεκτείνει.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους προτείνω την απόρριψη του όρου ηθογραφία και των εκδόχων του (και εκδοχών του).
Χριστόφορος Μηλιώνης, «Παπαδιαμάντης και Ηθογραφία, η Ηθογραφίας Αναίρεσις»: Γράμματα και Τέχνες, αρ. 64-65(1992) ~ ΙΔ., Σημαδιακός κι Αταίριαστος, Αθ.: εκδ. Νεφέλη <Οι Νεότεροι για τον Παπαδιαμάντη, 4>, 1994, 47-72:71-72.
![]() |
Βιογραφικά και Εργογραφικά του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
1.1. Χρονολόγιο
1851, Μαρτ. 4: Γέννηση στη Σκιάθο. Γονείς: παπα-Αδαμάντιος Εμμανουήλ - Αγγελική (Γκιουλώ) Μωραΐτη.
1856-1860: Στο δημ. σχολείο Σκιάθου με τον εξάδελφο του Αλ. Μωραϊτίδη (γεν. 1850). ακολουθεί τον πατέρα του στις λειτουργίες. «Μικρός εζωγράφιζα αγίους» (Αυτοβ.)
1860, Αυγ. 14: Απολυτήριο δημοτικού («μέτριος«). - Σεπτ. 8: Εγγραφή στην α’ τάξη σχολαρχείου Σκιάθου.
1862, Ιουν. 28: Τελειώνει την β’ τάξη του σχολαρχείου Σκιάθου.
1865: Σκόπελος. Φοιτά στην γ’ τάξη του σχολαρχείου.
1866, Ιούλ. 4: Απολυτήριο σχολαρχείου Σκοπέλου («κάλλιστα»). - Γυρισμός στην Σκιάθο.
1867: Χαλκίδα. Φοιτά στην α’ τάξη του Γυμνασίου, «είτα έγραφα στίχους κ’ εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας» (Αυτοβ.)
1868: Γράφεται στη β’ τάξη του Γυμνασίου Χαλκίδας. Στη μέση της χρονιάς, τσακώνεται με καθηγητή του και γυρίζει στη Σκιάθο. - «επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα» (Αυτοβ.).
1869: Πειραιάς. Οκτ.18: Γράφεται στην γ’ τάξη του Γυμνασίου.
1870, Τέλη Ιαν.: Γυρισμός στην Σκιάθο, «... είτα διέκοψα τας σπουδάς μου κ' έμεινα εις την πατρίδα» (Αυτοβ.).
1872, Ιούλιος: Ταξίδι στο Άγιον Όρος «χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας«. (Αυτοβ.).
1873: Αθήνα. Φοιτά στη δ’ τάξη του Βαρβακείου. Συγκατοικεί με τον εξάδελφο του Σωτήρη Οικονόμου (1849-1909).
1874, Σεπτ. 9: Απολυτήριο γυμνασίου («καλώς«). Οκτ.: Γράφεται στη Φιλοσοφική] Σχολή του Παν/μίου Αθηνών, «όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα ξένας γλώσσας» (Αυτοβ.).
1875, Σεπτ. 25: Γράφεται στο β’ έτος της Φιλολογίας. Δεν θα πάρει ποτέ πτυχίο.
1876: Φτωχοζεί στην Αθήνα με προγυμνάσεις. - Σεπτ. 25: Τσακώνεται με τον Αλ. Μωραϊτίδη.
1877: Προφασίζεται τις «σπουδές» του και δεν γυρίζει στην Σκιάθο.
1879: H Μετανάστις.
1880: Στρατεύεται στο α’ Σύνταγμα Αθηνών. - Ο Μωραϊτίδης καθηγητής στην πρωτεύουσα.
1881: Ταξίδι στην Σκιάθο με αναρρωτική. - Ιούν.13: Απόλυση από τον στρατό. Ποιήματά του «Δέησις» και «Η Έκπωτος Ψυχή».
1882: Μεταφραστής στην Εφημερίδα του Κορομηλά (-1892). Σκοπεύει να δώσει εξετάσεις για καθηγητής των γαλλικών. - Οι Έμποροι των Εθνών.
1884: Συνεργάζεται στην Ακρόπολη του Γαβριηλίδη. Συγκατοικεί με τον Ν. Διανέλο (Νήφωνα) που πίνει. - H Γυφτοπούλα.
1885: Χρήστος Μηλιόνης [Το τελευταίο του μυθιστόρημα].
1887: Αρχίζει να συχνάζει στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι. - «Το Χριστόψωμο» (πρώτο διήγημά του). <Ακολουθεί μια μακρά σειρά διηγημάτων ως το έτος του θανάτου του> [...].
1890, Ιούν.-Οκτ.: Διαμονή στη Σκιάθο [...].
1891, Αυγ. 1: Τυπώνει αγγελία για Θαλασσινά Ειδύλλια [Συλλογή διηγημάτων που δεν κυκλοφόρησε ποτέ]. - Ποίημά του «Η Κοιμάμενη Βασιλοπούλα» [...].
1892: Δουλεύει στην Ακρόπολη [...].
1894, Απρ. 7: Πασχαλινό ταξίδι στη Σκιάθο. Υποφέρει από το στομάχι του. Αυτοχαρακτηρίζεται «αποκαμωμένος παλαιστης του βίου» [...].
1895, Ιούν. 2: Θάνατος του πατέρα του. - Ιούλ.-Σεπτ.: Διαμονή στη Σκιάθο [...].
1897: Μακρόχρονη [= παρατεταμένη] διαμονή στη Σκιάθο. 1899: Ταχτικός μεταφραστής στο Άστυ του Κακλαμάνου [...].
1902, Μάιος: Δημοσιεύει αγγελία για πεντάτομη έκδοση επιλογής διηγημάτων του. - Αύγουστος: Αποσύρεται στη Σκιάθο αποκαμωμένος (-1904). [...].
1904: O αδελφός του Γιώργος τρελαίνεται στον Βόλο. - Οκτ. 28: Επιστροφή στην Αθήνα (-1908). [...].
1905: Θάνατος του αδελφού του. - Υποφέρει από ρευματισμούς. [...].
1906: O Βλαχογιάννης τον φέρνει στη Δεξαμενή. - O Νιρβάνας τον φωτογραφίζει [...].
1907: Περιμένει, μάταια, να τυπωθούν τα έργα του στη Βιβλιοθήκη Μαρασλή. [...].
1908, Μαρτ. 13: Φιλολογική εσπερίδα για τα 25χρονά του στον «Παρνασσό». - Απρίλιος: Φεύγει για την Σκιάθο για πάντα. [...]. 1911, Ιαν. 3: Θάνατός του στη Σκιάθο.
Παν. Μουλλάς, «Ο Α. Παπαδιαμάντης και η Εποχή του» ΙΔ. [επιμ.], Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος, Αθ.: Ερμής <ΝΕΒ/ΔΠ, 29>, 1974, σσ. <δ’ -ιβ’>.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
στο ΕΚΕΒΙ (προσωρινά ανενεργό)
στο Βιβλιοnet
στη Βικιπαίδεια
σελίδα του Νεκτάριου Μαμαλούγκου για τον Αλ. Παπαδιαμάντη
ΤΑΙΝΙΕΣ
εκπομπή ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
εκπομπή ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΝΥΚΤΑ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ
εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
εκπομπή Η ΔΕ ΠΟΛΙΣ ΕΛΑΛΗΣΕΝ
• Ανάλυση του διηγήματος στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...