Έ να από τα πλέον αξιόλογα έργα της πεζογραφίας μας είναι η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα. Το βιβλίο αμέσως με τη δημοσίευσή του (1929 - Κέδρος, 29η έκδοση, 1998) απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές για τις αρετές που το διακρίνουν —τόσο σε επίπεδο περιεχομένου, όσο και μορφής— και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς. Η υπόθεση του έργου αναφέρεται στην αιχμαλωσία, τις περιπέτειες και την τελική διάσωση ενός Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος κατά την καταστροφή της Σμύρνης (1922) συνελήφθη και οδηγήθηκε στο εσωτερικό της Τουρκίας. Με τρόπο παραστατικό και ύφος γλαφυρό εξιστορούνται οι κακουχίες, τα δεινά, η φυσική και ηθική ταλαιπωρία του βασικού προσώπου, και αναδεικνύεται το ψυχικό του σθένος, καθώς, στην προσπάθεια για επιβίωση, αναγκάζεται να υποδυθεί τον Τούρκο και, εργαζόμενος για μεγάλο διάστημα σε κάποιο υποστατικό της Μ. Ασίας, καταφέρνει τελικά να δραπετεύσει και να σωθεί. Όπως ομολογεί ο συγγραφέας στο «Ιστορικό της» —ένα είδος παραρτήματος του κύριου έργου—, το περιστατικό το πληροφορήθηκε ο ίδιος από κάποιον πρόσφυγα σ' ένα χωριό της Πιερίας, γι' αυτό και η αφήγηση τελειώνει με το όνομα του αληθινού πρωταγωνιστή και αφηγητή, του Νικόλα Κοζάκογλου.
Έργο φιλειρηνικό και βαθιά αντιπολεμικό, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου αντιμετωπίζει —σχεδόν ταυτόχρονα με τη Ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη και Το νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη— τον πόλεμο όχι στην επική, ηρωική του διάσταση, αλλά ως βασικό υπεύθυνο της απώλειας χιλιάδων ατόμων και του εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Παράλληλα, αναδεικνύει κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό, την παγκόσμια συναδέλφωση, πρόθεση την οποία άλλωστε ο συγγραφέας δηλώνει στην προμετωπίδα: «Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια των λαών».
Το χαρακτηριστικότερο ωστόσο γνώρισμα του βιβλίου, που το έχει καταξιώσει διαχρονικά στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού και το τοποθετεί ανάμεσα στα κλασικά έργα της αντιπολεμικής πεζογραφίας μας, είναι το ύφος του. Η λιτότητα και η εκφραστική καθαρότητα, ο δωρικός χαρακτήρας της αφήγησης και η παντελής απουσία σχημάτων λόγου ή ωραιοποιημένων εκφράσεων, ο περιεκτικός και εν πολλοίς αφαιρετικός λόγος, είναι μερικά από τα στοιχεία που καταδεικνύουν τη λαϊκή καταγωγή του έργου και τη γνησιότητά του. Η γλώσσα διανθίζεται με πολλές ιδιωματικές φράσεις και τούρκικες λέξεις, ο μακροπερίοδος λόγος αποφεύγεται και προτιμάται η φυσική ροή της ομιλίας — βασικά γνωρίσματα που συντελούν στο να διατηρηθεί η αμεσότητα και η ζωντάνια του αφηγηματικού προφορικού λόγου. Στο τελευταίο συμβάλλουν η παρατακτική σύνδεση, καθώς και η λειτουργική θέση του διαλόγου, ο οποίος με τη διαβάθμιση των ερωτοαπαντήσεων προσδίδει δραματικότητα, επαυξάνει τη ζωντάνια των περιγραφικών μερών, εμπλουτίζει τη δράση και συνεργεί στη γενικότερη συνοχή του κειμένου.
Η αφήγηση γίνεται πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο (ενικού ή πληθυντικού), με τρόπο αβίαστο και πειστικό, από έναν αφηγητή που όχι μόνο συμμετέχει στα δρώμενα, αλλά αποτελεί τον κεντρικό τους άξονα (ομοδιηγητικός αφηγητής). Ελάχιστα είναι τα περιγραφικά μέρη του κειμένου, ενώ παράλληλα η αφήγηση πολλές φορές επιταχύνεται και αρκετά συμβάντα παραλείπονται όταν δεν θεωρούνται αναγκαία για τη γενικότερη οικονομία. Χάρη σε αυτές τις αφηγηματικές τεχνικές το έργο αποκτά έντονη δραματικότητα και έξοχη πλοκή. Η αλυσιδωτή κειμενική δράση και η ισορροπία των αφηγηματικών μερών με τα αντίστοιχα διαλογικά, είναι επίσης μερικά από τα χαρακτηριστικά που προκαλούν στον αναγνώστη περιέργεια, αγωνία και, εντέλει, το λυτρωτικό αίσθημα της αριστοτελικής κάθαρσης.
Σε γενικές γραμμές, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου πληροί απόλυτα τις ανάγκες μιας ουσιαστικής αναγνωστικής πρόσληψης, καθώς πετυχαίνει να προβιβάσει τον φιλοπερίεργο αναγνώστη σε κριτικό μελετητή, εξισορροπώντας την αυθεντικότητα του λαϊκού λόγου με την ορθά δομημένη αφήγηση και την προσωπική μαρτυρία με τη μέθεξη στον πόνο του Άλλου.
Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι το κορυφαίο δημιούργημα του μικρασιάτη συγγραφέα Στρατή Δούκα (Μοσχονήσια 1895 - Αθήνα 1983). Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργός με ποικίλα ενδιαφέροντα, ο Στρατής Δούκας διέκοψε τις νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συμμετείχε ενεργά στις επιχειρήσεις του Α' παγκόσμιου πολέμου και αργότερα του μικρασιατικού μετώπου, όπου και τραυματίστηκε. Η φιλία του με πολλούς ζωγράφους και συγγραφείς της εποχής (Φώτης Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς κ.ά.), του έδωσε τη δυνατότητα να επεκτείνει τις αναζητήσεις του σε τομείς της λαϊκής τέχνης (μελέτη της τέχνης του Αγίου Όρους, διοργάνωση εκθέσεων με έργα ανατολίτικων βιοτεχνιών), να προχωρήσει στην έκδοση πρωτοποριακών περιοδικών (Το τρίτο μάτι) και, γενικά, να αναζητήσει τις πηγές έμπνευσής του σε κάθε στοιχείο, χώρο ή πρόσωπο που διακρινόταν από το χαρακτηριστικό της απλότητας και της γνησιότητας. Υπηρέτησε ως αξιωματικός κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) και στην Κατοχή οργανώθηκε στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) διώχθηκε για τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του. Έζησε σεμνός και ενάρετος, μακριά από κάθε δημοσιότητα και έξω από το φιλολογικό κατεστημένο της εποχής του. Οι έννοιες της απλότητας και της βαθύτερης φιλανθρωπίας είναι ίσως οι δύο κυριότεροι άξονες της προσωπικότητας και του συνολικού του έργου.
Λογοτεχνικά έργα του Στρατή Δούκα: Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929), Εις εαυτόν (1930), Γράμματα και συνομιλίες (1966), Ο βίος ενός αγίου - Γιαννούλης Χαλεπάς (1967), Οδοιπόρος (1968), Δεσμός (1970), Μαρτυρίες και κρίσεις (1972), Ο μικρός αδελφός (1972), Ενώτια (1974), Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου (1976), Οι δώδεκα μήνες (1982), Θερμοκήπιο (1982). Τεχνοκριτικά: Το εικονογραφικό έπος της ανατολικής εκκλησίας (1948), Γιαννούλης Χαλεπάς, Νέα βιογραφικά (1952), Γιαννούλης Ιωάννου Χαλεπάς - Κατάλογος των έργων του (1962), Ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς (1966). Επίσης, επιμελήθηκε διάφορα βιβλία για πολλούς ομότεχνούς του (Φ. Κόντογλου, Ν.Γ. Πεντζίκη, Δημ. Βουτυρά κ.ά.) και το 1979 κυκλοφόρησε το βιβλίο Σχέδια του Στρατή Δούκα, που αναφέρεται στη ζωγραφική του.
Σχέδιο του Δημήτρη Μυταρά για την «Ιστορία ενός Αιχμαλώτου», Κέδρος 1977.
Σ τήν καταστροφή τῆς Σμύρνης,1 βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στήν Πούντα.2 Μέσ' ἀπ' τά χέρια τους μέ πήρανε. Κι ἔμεινα στήν Τουρκία αἰχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί μέ ἄλλους. Βράδιασε καί τά περίπολα ἀκόμα κουβαλοῦσαν τούς ἄντρες στούς στρατῶνες.
Κοντά μεσάνυχτα, ὅπως ἤμαστε ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλο, μπῆκε ἡ φρουρά κι ἄρχισαν νά μᾶς χτυποῦν, ὅπου ἔβρισκαν, μέ ξύλα, καί νά κλοτσοπατοῦν ὅσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος πῆραν διαλέγοντας ὅσους ἤθελαν κι ἔφυγαν βλάστημώντας.
Ἐμείς φοβηθήκαμε πώς θά μᾶς χαλάσουν ὅλους.3
Ἕνας γραμματικός, πού 'χε τό γραφεῖο του πλάι στήν πόρτα, μᾶς ἄκουγε πού μιλούσαμε λυπητερά καί μᾶς ἔκανε νόημα νά τόν πλησιάσουμε:
— Σάν ἔρχονται, μᾶς λέει, καί σᾶς φωνάζουν, ἐσεῖς τραβηχτεῖτε μέσα. Καί τό λόγο μου φυλάχτε τον καλά, ἔξω μήν τόν δώσετε.
Ἀπό κεῖνο τό βράδυ, κάθε νύχτα, ἔπαιρναν ἀπ' τούς θαλάμους. Κι ἐμεῖς π' ἀκούγαμε πυροβολισμούς, ἀπ' τό Κατιφέ - Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».4
Ἀπό μέρες, πού πέρασαν μέ φόβο, ἦρθε ἕνας ἀξιωματικός καί μᾶς παράλαβε, μέ σαράντα στρατιῶτες. Μᾶς ἔβγαλαν στήν αὐλή καί μᾶς χώρισαν ἀπ' τούς πολίτες·5 τότε εἶδα καί τόν ἀδερφό μου. Μᾶς ἔβαλαν τετράδες καί μᾶς διέταξαν νά γονατίσουμε νά μᾶς μετρήσουν. Ὁ ἀξιωματικός πού μᾶς ἔβλεπε, καβάλα στό ἄλογό του, ἔλεγε:
— Θά κοιτάξω νά μή μείνει οὔτε σπόρος ἀπό σᾶς. Κι ἔδωσε τό παράγγελμα νά κινήσουμε.
Θά ἤμαστε ὅλη ἡ φάλαγγα κάνα δυό χιλιάδες.
Ὅπως βγήκαμε, μᾶς τραβήξανε ἴσια στήν ἀγορά. Ἐκεῖ, τό τουρκομάνι πού μᾶς περίμενε, σάν τό λεφούσι6 ἔπεσε ἀπάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους μᾶς πετοῦσαν ἀπ' ὅλες τίς μεριές. Ἦταν καί ναῦτες Φράγγοι7 μαζί τους στά καφενεῖα κι ἔκαναν χάζι μέ μᾶς.
Σά φτάσαμε στόν Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγῆκε ἕνας Χαφούζης.8 Μᾶς κοίταξε:
— Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, εἶπε, τί γίνεται ἐδῶ!
Καί φώναξε τοῦ ἀσκέρ - ἀγᾶ.9 Αὐτός σταμάτησε.
— Ὁ λοχαγός ἐδῶ! ξαναφωνάζει.
Τράκ τράκ τό ἄλογο, ὁ λοχαγός πῆγε, χαιρέτησε. Ὁ Χαφούζης τόν ρωτᾶ:
— Τό «κιτάπι»10 μας αὐτά λέει;
Ὁ λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι ἐμεῖς περνούσαμε ἀράδα ἀπό μπροστά τους.
Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στό Χαλκά - Μπουνάρ. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισαν στό σύρμα, κύκλο. Ἅμα βράδιασε, ἕνας τοῦρκος ἐφές11 ἀπ' τό χωριό μας ἦρθε καί μᾶς καλοῦσε μέ τά ονόματά μας νά βγοῦμε, τάχα πώς θά μᾶς γλιτώσει, μέ σκοπό νά μᾶς χαλάσει. Κι ἐμεῖς στή γῆ πέσαμε νά μή δώσουμε γνωριμία.
Τά ξημερώματα ἦρθε ἀπό τή Μαγνησία12 ἄλλος ἀξιωματικός, καί μᾶς σήκωσαν. Ὧρες περπατούσαμε. Οὔτε ξέραμε ποῦ μᾶς πᾶν. Μονάχα ἀπό τόν τόπο καταλαβαίναμε πώς βαδίζαμε γιά τή Μαγνησία.
Ἀντί νά μᾶς πηγαίνουν στό δημόσιο δρόμο μᾶς τραβούσανε ἀπ' τό βουνό. Κι ὅπως δέν ἤμαστε σέ ἰσότοπο, ἀρχίσαμε νά σκορπᾶμε. Δέν μπορούσαμε νά κρατήσουμε τίς τετράδες. Καί οἱ στρατιῶτες φώναζαν προσταχτικά:
— Στίς τετράδες! Στίς τετράδες!
Ἐμεῖς προσπαθούσαμε, καί πάλι τίς χαλάγαμε. Ὅσοι ἦταν ἀνήμποροι κι ἔμεναν πίσω, τούς τραβοῦσαν οἱ πολίτες στό δάσος καί τούς καθάριζαν.
Μέ πολύ κόπο πέσαμε στό δημόσιο δρόμο. Ἐκεῖ πάλι, μᾶς περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι ἄνθρωποι, ἑξήντα ὥς ὀγδόντα χρονῶ, μέ παλιές μαχαῖρες, καί σά φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν ἀπάνω μας, φωνάζοντας στό λοχαγό:
— Ἄφησέ μας νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε!
Κι ὁ λοχαγός τούς ἔλεγε «ὄχι», γελώντας.
Ἐμεῖς τοῦ φωνάζαμε:
— Κύρ λοχαγέ, σέ σένα κρεμόμαστε.
Καί προχωρούσαμε.
Οἱ δρόμοι δεξιά κι ἀριστερά ἦταν σπαρμένοι ἀπό πτώματα πού μύριζαν. Στίς βρύσες ἔστεκαν σκοποί καί φύλαγαν τό νερό, πού ἔτρεχε ἀπ' τά κανούλια13 ἐμεῖς τό βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο.
Στό δρόμο εἴχανε σκάσει πολλοί. Ἐγώ, βάδιζα μέ τόν ἀδερφό μου, πού κρατοῦσε τό γελιό14 ἑνός Τούρκου ἀπ' αὐτούς πού μᾶς φύλαγαν σκέφτηκα: «Λεφτά ἔχουμε, ἄς δώσουμε νά πιοῦμε». Κι εἶπα τοῦ ἀδερφοῦ μου:
— Διψῶ πολύ, θά σκάσω.
— Κάνε κουράγιο, ἀδερφέ, μοῦ λέει, μή φανοῦμε μέ λεφτά καί μᾶς χαλάσουν.
— Ὄχι, δέν ἀντέχω, δῶσε λεφτά καί πάρε νά πιοῦμε.
Μοῦ 'δωσε, κι ἔτρεξα ἴσια στόν Τοῦρκο.
— Λίγο νερό, τοῦ λέω, κοντεύω νά ξεψυχήσω.
— Τί λές, σκυλί; Οὔτε δράμι15 δέ σοῦ δίνω.
— Ἀσκέρ-ἀγά, ψυχικό θά κάνεις, νά πάρε κι αὐτά τά λεφτά.
— Δῶσ' τα, μοῦ λέει, καί πιές κρυφά.
Ἤπια, κι ἔδωσα καί τοῦ ἀδερφοῦ μου.
Αὐτά γινότανε Αὔγουστο μήνα.
Τέλος, ἕνα βράδυ, φτάσαμε ἔξω ἀπ' τή Μαγνησία. Ἐκεῖ ὁ κόσμος μᾶς περίμενε μέ ρόπαλα στό χέρι φωνάζοντας:
— Αἰχμάλωτοι ἔρχονται! Κι ἔτρεχαν κατά μᾶς.
Ὁ λοχαγός τώρα τούς ἔλεγε:
— Τραβηχτεῖτε μακριά! Ὅταν ἐμεῖς πολεμούσαμε, ἐσείς κάνατε τά κέφια σας.
Αὐτοί τότε σκόρπισαν φωνάζοντας, πώς μιά μέρα οἱ Γιουνάνηδες16 πάλι θά μᾶς χαλάσουν.
Ὁ λοχαγός νευριασμένος, μᾶς μάζεψε ὅλους, σαν τα πρόβατα στό μαντρί, κι ἔβαλε γύρω σκοπούς νά μᾶς φυλᾶν.
Νερό, ψωμί, τίποτα!
Ὅσοι εἶχαν λεφτά, ἔδιναν στούς σκοπούς κι ἔπιναν. Ἔδωσε κι ἡ παρέα μας σ' ἕναν ἀράπη καί μᾶς ἔφερε ἕναν ντενεκέ γεμάτο.
— Κάντε γρήγορα, μᾶς λέει κι αὐτός, ὁ λοχαγός δέν ἀφήνει.
Ἤπια, ἤπια... ὁ ἀδερφός μου μέ τράβηξε νά πιεῖ, ρίχτηκαν κι οἱ ἄλλοι στόν κουβά, καί τό νερό χύθηκε.
Τήν ἄλλη μέρα, νύχτα ἀκόμα, ὁ λοχαγός φώναξε:
— Ἑτοιμαστεῖτε!
Μπήκαμε στίς τετράδες σειρά καί κινήσαμε. Μᾶς πῆγε μέσα στη Μαγνησία. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισε σ' ἕνα νοσοκομεῖο, πού ἦταν μέσα σέ πεῦκα, περιτριγυρισμένο μέ κάγκελα, καί μᾶς παράδωσε στά χέρια ἑνός δεκανέα.
Ἀπό τήν κούραση πείνα δέ νιώθαμε, μονάχα ἡ δίψα μᾶς ἔκοβε. Ξαπλωμένοι σάν ἄρρωστοι κάτω ἀπ' τά πεῦκα, μασούσαμε τά χλωρά πούσια.17 Καί σά φάνηκαν στόν οὐρανό λίγα σύννεφα, παρακαλούσαμε νά βρέξει. Αὐτά ἅπλωσαν, σκοτείνιασαν, κατέβηκαν χαμηλά, καί πάλι σιγά σιγά χάθηκαν. Ὁ ἥλιος ἔριξε τήν κάψα του τώρα πιό πολλή, κι ἐμεῖς απελπισμένοι φωνάζαμε:
— Νερό! Νερό!
Μά κανένας δέ μᾶς ἄκουγε.
Μετά πέντε ὧρες, ἦρθε ἕνας ξανθός, καλοντυμένος χότζας,18 κι ἐμεῖς ὅλοι μέ μιά φωνή τόν παρακαλούσαμε:
— Χότζα, Ἀλλάχ ἀσκινά,19 διψοῦμε, νερό!
Σά νά φχαριστήθηκε μέ τά χάλια μας, εἶπε:
— Ἔτσι θέλω νά σᾶς βλέπω ὥς τό τέλος, σάν τά φίδια νά σερνόσαστε. Κι ἔφυγε.
Αὐτός ἔφυγε, κι ἄλλος ἦρθε μέ τό ἁμάξι. Κι ἐμεῖς φωνάζαμε πάλι:
— Ἀλλάχ ἀσκινά, λίγο νερό, διψοῦμε, δέν ἀντέχουμε!
Σά μᾶς εἶδε καλά καλά καί τοῦτος, εἶπε:
— Τό γοῦστο μου τό ἔκανα.
Καί διέταξε τόν ἁμαξά νά τραβήξει.
Ἑφτά μέρες περάσαμε ἔτσι. Ὅσοι εἶχαν λεφτά πίνανε, μά ὅσοι δέν εἴχανε πίνανε τό κάτουρό τους.20
Πολλοί πέσανε ψάθα ἀπό πείνα και δίψα. Οἱ συνοδοί μᾶς εἴπανε νά βγεῖ ἀπό μᾶς ἀγγαρεία,21 νά τούς πετάξουμε. Κι ἐμεῖς μαλώναμε ποιός θά πρωτοβγεῖ γιατί θά 'πινε νερό.22
Βγῆκαν καμιά κοσαριά νομάτοι23 μέ τά κάρα καί τούς πέταξαν μακριά, ἔξω ἀπ' τήν πολιτεία...
Μέσα στό νοσοκομεῖο ἦταν καί μαγνησαλῆδες24 αἰχμάλωτοι πού μᾶς ἔλεγαν πώς τό συντριβάνι στήν αὐλή ἔχει νερό.
Ἐμεῖς τ' ἀκούγαμε καί δέν τό πιστεύαμε.
Τή νύχτα ξυπνήσαμε ἀπό φωνές καί μάθαμε πώς οἱ Μαγνησαλῆδες ἔσπασαν τό κιούγκι25 κι ἦρθε νερό. Τότε σηκωθήκαμε ὅλοι καί χτυπιόμαστε ποιός θά πρωτοπιεῖ. Ἀπ' τίς φωνές μας οἱ σκοποί πήρανε εἴδηση κι ἄρχισαν νά πυροβολοῦν. Ἀφοῦ ἔπεσαν κάμποσα κορμιά, μᾶς ἔκλεισαν σέ συρματόπλεγμα. Ἐκεῖ μέσα παίρναμε λάσπη καί βυζαίναμε.
Καί σ' ἑφτά μέρες ἀπάνω ἔρχεται πάλι ὁ χότζας κι ἐμεῖς μέ φωνές τόν παρακαλούσαμε.
— Σωπᾶτε, μᾶς λέει, γιατί θά φύγω ἄν φωνάζετε. Ἦρθα, νά σᾶς σώσουμε.
Στό λόγο ἀπάνω, ἔφεραν σέ καλάθια κουραμάνες.26 Μᾶς ἔβαλαν στό ζυγό, δίνοντας στούς δυό νομάτους ἀπό μισή. Ὕστερα μέ τή σειρά μᾶς ἄφησαν στό συντριβάνι νά πιοῦμε νερό.
Ἐκείνη τή μέρα εἶχε ἔρθει ἄνθρωπος μεγάλος ἀπ' τό Ἀχμετλί, μᾶς ἔλεγαν οἱ στρατιῶτες, κι ἀπό δῶ κι εμπρός θά περάσετε καλά.
Τό βράδυ μᾶς ἔγδυσαν! Ὅ,τι εἴχαμε ἀπάνω μας, δαχτυλίδια, ρολόγια, μᾶς τά πήρανε. Ὥς καί τά χρυσά δόντια μᾶς βγάλανε ἀπ' τό στόμα.
Τό πρωί μᾶς σήκωσαν. Κι ὅταν ἑτοιμαζόμαστε, μαζεύτηκαν ἀπ' ἔξω οἱ ζεμπέκηδες,27 μέ ζουρνάδες28 καί νταούλια,29 καί βγαίνοντας μᾶς χτυποῦσαν μέ τά ὅπλα τους. Ἐκεῖ, ἦρθε ἄλλος ἀξιωματικός. Μᾶς παρέλαβε καί ξεκινήσαμε.
Ἔξω ἀπ' τή Μαγνησία, μακριά τρεῖς ὧρες, ἦταν ἕνα μεγάλο ἀμπέλι, τριγυρισμένο μέ φράχτη. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισε μέσα κι ἔβαλε σκοπούς νά μᾶς φυλᾶν ὥσπου νά ξημερώσει.
Ἐμεῖς σκορπίσαμε στά τρυγημένα κλήματα καί τρώγαμε φύλλα μέ τήν κουραμάνα.
Κι ἅμα νύχτωσε, δυό ἔκαναν νά φύγουν. Οἱ σκοποί τους ἔπιασαν καί μπροστά μας τούς σκότωσαν. Τό πρωί μᾶς ἔλεγε ὁ λοχαγός:
— Ἄπιστα σκυλιά! Ἐγώ κοιτάζω νά σᾶς κάνω καλό κι ἐσεῖς μοῦ φεύγετε;
Καί διέταξε νά μᾶς σηκώσουν.
Ὧρες βαδίζαμε. Καί κεῖ πού κάναμε στάση, σ' ἕνα σταθμό, ἦρθαν κάμποσοι τοῦρκοι πολίτες, κι εἶπαν τοῦ ἀξιωματικοῦ νά τούς ἀφήσει νά ψάξουν ἀνάμεσά μας κι ἅμα βροῦν κάποιον πού ζητοῦσαν, νά τόν πάρουν.
— Ναί, τούς λέει, κοιτάχτε κι ἅμα τόν βρεῖτε πάρτε τον.
— Ἄφεριμ, ἄφεριμ,30 εἶπαν καί χώθηκαν στό σωρό μας. Τόν βρῆκαν. Ἦταν Ἀρμένης, ὁ περβολάρης τοῦ σταθμοῦ.
— Βρέ κερατά Ἀρμένη, ἐσένα γυρεύουμε.
— Τί θέλετε ἀπό μένα; τούς εἶπε. Μιά ψυχή ἔχω νά παραδώσω.
Καί μέ τό κεφάλι ψηλά, σά νά 'θελε νά τόν δοῦμε ὅλοι, πέρασε ἀνάμεσά μας.
— Πάρτε τον! φώναξε ὁ λοχαγός.
Ὁ Ἀρμένης ἅμα ἄκουσε ἔτσι, ρίχτηκε ἀπάνω σέ κεῖνον πού πρωτάπλωσε νά τόν πιάσει καί μέ πάθος τοῦ δάγκωσε τό λαρύγγι.
Οἱ ἄλλοι τόν χάλασαν ἀμέσως· πρόφτασε μόνο κι εἶπε:
— Κάντε με ὅ,τι θέλετε, τό αἷμα μου τό πῆρα.
Ἀφήσαμε πίσω μας τό ζεστό κουφάρι, πού τό κλοτσοκυλοῦσαν ἀκόμα, καί τραβήξαμε γιά τόν Κασαμπά. Ἐκεῖ ἦταν ὅλα στάχτη. Σέ μιά μάντρα μᾶς βάλανε. Ἀπό κεῖ βλέπαμε νά περνοῦν ἄλλους αἰχμαλώτους, κι ἀκούοντας ἀπό μακριά τά μαρτύριά τους, δοξάζαμε τό Θεό.
Τό πρωί μᾶς σηκώσανε γιά τό Ἀχμετλί. Ἅμα φτάσαμε, ὁ λοχαγός μᾶς περίμενε στό σταθμό κι ἀπ' αὐτόν μάθαμε πώς θά μέναμε ἐκεῖ.
Μᾶς τράβηξε σ' ἕναν ξερότοπο καί μᾶς ἄφησε στόν ἥλιο. Ἐμεῖς τόν παρακαλούσαμε νά μᾶς βάλει ἀπ' τό ἄλλο μέρος πού εἶχε δέντρα.
— Ὄχι, μᾶς εἶπε, στόν ἥλιο. Κι ἔφυγε.
Τ' ἀπομεσήμερο ἔπιασε βροχή· χαρήκαμε. Ἤπιαμε μέ τή φούχτα μας νερό, πλυθήκαμε καί δροσιστήκαμε.
Ἅμα πῆρε τό βράδυ, ἦρθε ὁ λοχαγός καί μᾶς ἔβαλε κάτω ἀπό 'να ὑπόστεγο. Στό πόδι ξημερωθήκαμε. Ὅλη τή νύχτα ἔβρεχε.
Τό πρωί ἦρθε πάλι· κοντά του εἶχε κι ἕνα γραμματικό. Μᾶς χώρισε σέ λόχους, κι ἔβγαλε τούς τεχνίτες, φουρνάρηδες, ζυμωτῆδες, καμιά δεκαριά, μαραγκούς, σιδεράδες εἴκοσι, χτίστες, σουβατζῆδες31 ἄλλους τόσους· κι ὅπως τούς χώριζε, ἔλεγε:
— Ἐσεῖς πού τά γκρεμίσατε, νά τά χτίσετε.
Καί τούς παράδωσε στούς στρατιῶτες.
Ὁ γραμματικός φώναξε:
— Μυλωνάς δέν εἶναι κανένας ἀπο σᾶς; Καρπό ἔχουμε32 ν' ἀλέσουμε. Δέν ξέρει κανένας σας μυλωνάς;
Βγῆκε ὁ ἀδερφός μου καί δυό ἄλλοι.
Οἱ ζυμωτῆδες πῆγαν στό φοῦρνο, κι ἔβγαλαν κουραμάνα, ἀπό κριθάρι ἀκοσκίνιστο. Κι ἀπό κείνη τή μέρα μᾶς μοίραζαν ἀπό 'να τέταρτο στόν καθένα μας.
Ἕνα βράδυ δυό ζυμωτῆδες ἔκλεψαν λίγο χαμούρι33 γιατί 'χαν στό νοῦ τους νά τό σκάσουν. Κι ὁ σκοπός τούς ἔπιασε τήν ὥρα πού τό ἔκλεβαν. Τό πρωί τούς πῆγαν στό λοχαγό, πού ἔμενε ἐκεῖ κοντά μας σέ μιά καλύβα.
— Τοῦτοι ἐδῶ χτές βράδυ ἔκλεψαν χαμούρι γιά νά φύγουν, τοῦ λένε.
Ὁ λοχαγός ἔβγαλε τό πιστόλι του.
— Νά ἔτσι θά πᾶτε σά σκυλιά ὅσοι κάνετε αὐτά, εἶπε καί τούς σκότωσε μπροστά μας. Ὕστερα μᾶς ἔβαλε ἀγγαρεία νά καθαρίσουμε τό σταθμό. Ἀπ' τήν ἀκαθαρσία, μᾶς πόνεσαν τά μάτια.
Κι ἕνας λοχίας πού μᾶς παράστεκε, Τουράν τόν λέγανε, μᾶς φώναζε ἄγρια καί μᾶς χτυποῦσε, γιά νά τόν καμαρώνουν μέσ' ἀπ' τό τραῖνο οἱ γυναῖκες. Κι ὅποιοι ἀπό μᾶς εἶχαν βαρύ πονόματο τούς ἔλεγε πώς θά τούς πάει στό νοσοκομεῖο νά τούς γιατρέψει, κι αὐτός τούς τράβαγε μές στή χαράδρα καί τούς ξεπάστρευε.
Ἕνα βράδυ ὁ λοχαγός ἔδωσε διαταγή στή φρουρά νά ποῦν στά χωριά, ὅσοι θέλουν παραγιούς νά 'ρχονται νά παίρνουν.
— Ἔχουμε, νά τούς πεῖτε, ἀπ' ὅλους· τσομπάνηδες, χτίστες, σιδεράδες, ὅ,τι θέλουν.
Τό πρωί ἔφτασαν οἱ μουχτάρηδες34 κι ἄρχισαν νά διαλέγουν πενήντα, ὀγδόντα, ὅσους ἤθελαν ἀπό μᾶς, σά νά 'μαστε ζωντόβολα.
Τότε συμφωνήσαμε, δώδεκα χωριανοί, νά μάθουμε κανένα καλό χωριό, κι ὅταν ξανάρθουν καί ζητήσουν, νά πᾶμε ὅλοι μαζί.
Ἀπό λίγες μέρες ἕνας δεκανέας πού μᾶς συμπαθοῦσε, γιατί τοῦ εἴχαμε χαρίσει, ἀπό τήν ἀρχή ὅταν πιαστήκαμε, ἕνα ζουνάρι πού τοῦ ἄρεσε, μᾶς λέγει:
— Ἑτοιμαστεῖτε. Ἐδῶ κοντά εἶναι ἕνα καλό χωριό, τό Μπουνάρ - Μπασί, στό Μπόζ - Ντάγ. Θά περάσετε καλά.
Τόν ρωτήσαμε ἄν θά 'ρθει κι αὐτός μαζί μας.
— Ὄχι, μᾶς λέγει, ἐμένα δέ μ' ἀφήνει ὁ λοχαγός. Θά σᾶς παραδώσω στό μουχτάρη.
Μᾶς παράδωσε καί φύγαμε.
Στό δρόμο ἀπάνω, βρήκαμε μιά γκορτσιά35 καί πέσαμε στ' ἄγουρα γκόρτσα.
— Μπρέ σεῖς, ἐλᾶτε, φώναζε ὁ μουχτάρης, μᾶς πῆρε τό βράδυ.
Κι ἐμεῖς μπήκαμε στό δρόμο τρώγοντας.
Στό χωριό φθάσαμε νύχτα. Μᾶς μοίρασαν σέ τρεῖς μεριές, ἀπό τέσσερις.
Εἴκοσι μέρες δουλέψαμε σ' αὐτό τό μέρος. Κι ἀπ' τήν πρώτη μέρα πού πήγαμε, βάλαμε μέ τό νοῦ μας νά λιποταχτήσουμε, κι ἀρχίσαμε στά κρυφά νά κρατοῦμε ψωμί, κι ὅ,τι ἄλλο βαστοῦσε ἀπ' τό φαγί μας, γιά τό δρόμο.
Τέλος ὁρίσαμε τή μέρα. Παρασκευή μεσάνυχτα νά ξεκινήσουμε. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, ξύπνησα τό σύντροφό μου, κι ἕνας μέ τόν ἄλλο ξυπνήσαμε ὅλοι. Μά οἱ ἄλλοι μετάνιωσαν. Ἐμεῖς τούς εἴπαμε: τ' ἀποφασίσαμε πιά, θά φύγουμε. Καί φύγαμε.
Σάν περπατήξαμε καμιά ὥρα δρόμο, ἔξω ἀπ' τό χωριό, μπροστά μας βρήκαμε ἕναν γκρεμό, ρέμα. Τό βουητό του δέν ἀκουγότανε, ἀπ' τό πολύ βάθος πού εἶχε. Ἐκεῖ σταματήσαμε.
Πλάγι μας ἦταν ἕνα χωριό. Τά σκυλιά του μᾶς μυρίστηκαν κι ἄρχισαν νά γαβγίζουν.
— Θά φανερωθοῦμε, λέγω στό σύντροφό μου, πρέπει νά τό περάσουμε ἀπόψε.
— Ναί, μοῦ λέει.
Καί σουρτά,36 πιαστοί στίς πέτρες, κατεβαίνουμε. Μά δέν μπορέσαμε. Στό μισοκατήφορο, σταματήσαμε σέ μιά βραχοσπηλιά. Ἐκεῖ ξημερωθήκαμε.
Ἅμα πῆρε ἡ μέρα, ἀπάνω ἀπό τόν γκρεμό ἀκούσαμε φωνές. Μᾶς εἶχαν πάρει στό κατόπι μικροί μεγάλοι καί μᾶς κυνηγούσανε μέ τά σκυλιά τους.
Οἱ φωνές ἀπό ὥρα μάκρυναν. Ἐμεῖς καθίσαμε ἀκόμα λίγο, κρυμμένοι, κι ὕστερα πήραμε πάλι τόν γκρεμοκατήφορο.
Μεσημέρι κοντά ἔδειχνε μέ τόν ἥλιο, πού φθάσαμε ὥς κάτω στό γούπατο.37
«Βάι, βάι38» εἴπαμε σάν εἴδαμε τό ἄλλο μέρος, πού θ' ἀνεβαίναμε. Περπατήσαμε γιά λίγο, ὀρθοί, δίπλα στό νερό πού κύλαγε χοχλαστό39 καί μπήκαμε μέσα γλιστροπατώντας ἀπάνω στά τρόχαλα.40 Τό νερό μᾶς ἔφθασε ὥς τό γόνα.
Ὅπως προχωρούσαμε, ἀκούσαμε κοντά μιας κροτοχαρχάλεμα.41 Τρομάξαμε· σμίξαμε κοντά κοντά τά κορμιά μας καί βλέπαμε. Ἀπό πάνω, χαμηλά, περνοῦσαν κοράκια, κάνοντας κύκλους. Σκύψαμε κι ἤπιαμε νερό, δίχως νά διψοῦμε. Ὕστερα βγήκαμε ἀπ' τό ποτάμι στάζοντας καί πήραμε τό ἀνηφόρι.
Ὁ ἥλιος ἔπεφτε ὅταν ἀναριχτήκαμε, πιάνοντας τίς χορτόριζες. Μέ πολύν κόπο ἀνεβήκαμε. Μᾶς εἶχε πάρει τό βράδυ.
Σά βγήκαμε στό ἴσιωμα, κοιτάξαμε γύρω. Μπροστά μας, λίγο μακριά, φάνηκαν καλύβες γιουρούκικες.42 Τά σκυλιά γάβγιζαν. Οἱ τσομπάνηδες φώναξαν ἀναμεταξύ τους:
— Τά σκυλιά ἀλυχτοῦν,43 ἄνθρωποι εἶναι. Καί ντουφέκισαν στόν ἀέρα.
Ἐμεῖς λοξέψαμε στόν γκρεμό καί περπατούσαμε σκυφτοί ἄκρια ἄκρια, ὥσπου πέσαμε σ' ἕνα ἐρειπωμένο χωριό. Καθώς προχωρούσαμε μές στά χαλάσματα, λίγα βήματα μπροστά μας, ἀκούσαμε βόγγο. Πλησιάσαμε. Ἀπάνω σέ ἀδειασμένο στρῶμα ἀπό ἄχυρο ἦταν ξαπλωμένο ἕνα σκυλί.
Ὅταν μᾶς εἶδε, ἔκανε νά σηκωθεῖ. Δέν μπόρεσε. Μᾶς κούνησε τήν οὐρά του ἀπάνω στό χῶμα, ἀνοιγόκλεισε τά μάτια του, πού γυάλιζαν στό φεγγάρι, καί μεταβόγγηξε. Καθίσαμε κοντά του, σ' ἕνα μισότοιχο τῆς σωριασμένης αὐλῆς. Ἀπάνω σέ σωρούς ἀπό ἄχρηστα πράγματα κούρνιαζαν κότες ξεπουπουλιασμένες, κατάστεγνες ἀπ' τή δίψα. Εἴπαμε νά πάρουμε καμιά, μά ποῦ φωτιά. Κοιτάξαμε τό σκυλί καί τραβήξαμε. Ὅλη τή νύχτα περπατούσαμε στό φεγγάρι καί ξαφνιαζόμαστε μέ τούς ἴσκιους μας.
Κοντά ξημερώματα, πέσαμε στά λιβάδια τοῦ Μπόζ - Ντάγ, ὅπου ἔβοσκαν γίδια· τά φύλαγε γυναίκα. Βιαστήκαμε νά τά περάσουμε, δέν προφτάσαμε. Μᾶς ἔζωσε τό κοπάδι. Ἡ γυναίκα σκυφτή ἔπλεκε· δέ μᾶς πρόσεξε, περάσαμε.
Τήν τέταρτη μέρα πέσαμε στό Ὀντεμίς.44 Ὅπως πηγαίναμε, ἀπαντήσαμε ἕνα μύλο.
— Ἔ, σύντροφε, τοῦ λέω, ποῦ θά πάει αὐτό, ὅλο δρόμο, δρόμο; Καί τοῦ 'δειξα τό μύλο, μέ νόημα.
— Τί, νά τόν σπάσουμε; μοῦ λέει.
— Ναί, εἴπαμε κι οἱ δυό καί πάλι μετανιώσαμε.
Ἀπό κεῖ βγήκαμε σέ δημόσιο δρόμο. Τραβηχτήκαμε στό δάσος νά κρυφτοῦμε. Κοντά μεσημέρι, εἴδαμε ἕναν κυνηγό στήν ἀπέναντι ράχη. Τό σκυλί του γάβγιζε· φοβηθήκαμε.
Μπουσουλώντας, πήγαμε ὥς δέκα μέτρα καί λουφάξαμε πίσω ἀπό 'να κορμόδεντρο, παραμονεύοντας τόν κυνηγό πότε θά φύγει. Βαρεθήκαμε. Ἔμεινε ὥς ἀργά τό βράδυ. Κάναμε τότε τό σταυρό μας καί δρόμο.
Πρίν ξημερώσει, εἴχαμε φτάσει ἔξω ἀπό τήν πολιτεία Μπανός. Ὥς τό Βαϊντίρι κοντά ἔφταναν τά λιόδεντρά της. Ἀπ' τήν πείνα μας, τρώγαμε τίς ἄγουρες ἐλιές καί μᾶς πίκρισε τό στόμα.
Ἅμα μερώσαμε λίγο τήν πείνα μας, σταθήκαμε καί βλέπαμε τήν πολιτεία. Ἀντίκρυ μας περνοῦσε τό τραῖνο. Πῆγε, ἦρθε, δυό τρεῖς φορές. Ὁ κόσμος πού ἔβγαινε σκορποῦσε στούς δρόμους· δέν μπορούσαμε νά περάσουμε. Σουρούπωσε κι οἱ δρόμοι ἀκόμα ἦταν γεμάτοι κόσμο. Φύγαμε ἀργά, νύχτα.
Ἀπ' τό Βαϊντίρι περάσαμε γρήγορα καί πέσαμε στό ποτάμι τό Μαίαντρο.45 Τό νερό μᾶς ἦρθε ὥς τή μέση. Τό περάσαμε.
Βγαίνοντας, μπροστά μας φάνηκαν πρόβατα. Δέν μπορούσαμε νά κάνουμε πίσω, πέσαμε μές στό κοπάδι. Τά σκυλιά μᾶς μούνταραν46 κι ἐμεῖς τά διώχναμε μέ τά ξύλα π' ἀκουμπούσαμε. Αὐτά, τίποτα· τά μαυλίσαμε47 καί σκυφτοί, σιγά σιγά, τραβηχτήκαμε.
Σά μακρύναμε πολύ ἀπ' τό κοπάδι, καθίσαμε. Δέν μπορούσαμε οὔτ' ἕνα βῆμα νά κάνουμε. Κι ἕνα μικρό παιδάκι μᾶς ἔπιανε.
Τέλος φτάσαμε ἔξω ἀπ' τό χωριό μας. Μπήκαμε στό δάσος, κι ἀπό κεῖ τό βλέπαμε στήν κορφή, ὅπως τό ξέραμε. Καμιά πενηνταριά φῶτα ἔκαιγαν. Τά σκυλιά ἀλυχτοῦσαν. Ἦταν ὅπως τότες, πού ἤμασταν ἐκεῖ. Κλάψαμε. Μᾶς φάνηκε πώς γλιτώσαμε ἀπό φυγόστρατοι καί γυρίζαμε στά σπίτια μας νά ἡσυχάσουμε.
— Πᾶμε, μοῦ λέει ὁ σύντροφός μου, ἴσως ἀκόμα νά 'ναι οἱ δικοί μας, πᾶμε νά δοῦμε γιά νά πιστέψουμε.
Καί ξεκινήσαμε χωριστά, ἀφοῦ πρῶτα ὁρίσαμε τήν ἄλλη μέρα ν' ἀνταμώσουμε στή σπηλιά. Αὐτός τράβηξε σέ ἄλλο μαχαλά,48 ἐγώ σέ ἄλλον. Ὅπου κι ἄν πήγαμε, ὅλα ρημαγμένα. Τά σπίτια ἀνοιχτά, ἄδεια, οἱ πόρτες σπασμένες μέ τά τσεκούρια. Μονάχα στήν ἀγορά ἔμεναν ἀκόμα λίγοι Τοῦρκοι καί στήν ἀστυνομία ὁ σκοπός. Στό σκολειό, πού τό 'χαν γεμάτο ἔπιπλα καί ροῦχα, ἀπό μέσα ἀκουγόταν κουβέντα. Ἀποτραβήχτηκα καί γύριζα ὅλη τή νύχτα, μέ τό φόβο μου συντροφιά.
Τό πρωί π' ἀνταμώσαμε, μᾶς πῆραν τά κλάματα. Ἐμεῖς λογαριάζαμε πώς κάτι θά βρίσκαμε στό χωριό, ἀφημένο ἀπ' τούς δικούς μας. Μά δέ βρήκαμε τίποτα καί στήν ἀπελπισιά μας, ριχτήκαμε στούς συκομπαξέδες.
Ὕστερα ἀπό μιά βροχή τά σύκα χάλασαν, μά εἶχαν ἀρχίσει νά ὡριμάζουν τά κάστανα κι οἱ ἐλιές. Μαζέψαμε ὅσο καρπό μπορούσαμε καί τόν βάλαμε στή σπηλιά μας.
Μιά μέρα πού καθόμαστε ἀπέξω καί βλέπαμε ἀντικριστά μας ἕνα μύλο,
— Σύντροφε, τοῦ λέω, ὅσο κι ἄν τρώγω, μοῦ 'ρχεται λιγούρα. Δέν πᾶμε νά στήσουμε πόστο,49 κι ἅμα φύγει ὁ μυλωνάς νά τόν πατήσουμε;
— Καί δέν πᾶμε, μοῦ λέει. Καί πήγαμε.
Οἱ πελάτες ἦρθαν καί φύγαν. Σά βράδιασε, ὁ μυλωνάς καβαλίκεψε τ' ἄλογό του κι ἔφυγε κι αὐτός.
Περιμέναμε ὥς τά μεσάνυχτα, μήπως βγεῖ κανένας ἀπό μέσα ἤ γυρίσει ὁ ἴδιος πίσω. Δέ φάνηκε τίποτα. Σταυρώσαμε τό στῆθος μας καί πήγαμε.
Ἡ κλειδαριά ἦταν σπασμένη, μ' ἀπό μέσα εἶχε ἀμπάρα.50 Ἀπ' τό βοριά, πού 'βγαινε τό νερό, μπήκαμε. Ἕνα νυχτοφάναρο ἔκαιγε μπροστά στό στόμα τοῦ φούρνου. Τρομάξαμε. Καί πάλι εἴπαμε: «ψωμί νά φᾶμε κι ἄς πεθάνουμε». Κοιτάξαμε τό ντουλάπι. Εἶχε τό μπαρντάκι51 μέ λάδι, ντομάτες, ἁλάτι. Μές στό καλάθι δυό πίτες. Στό παράθυρο τά τσανάκια52 βαλμένα μπρούμυτα. Κάναμε σαλάτα καί φάγαμε. Εὐχαριστήσαμε τό Θεό σά νά τόν εἴχαμε μπροστά μας, καί κουβεντιάσαμε μέ λαχτάρα. Παρηγορηθήκαμε.
Ὕστερα σηκωθήκαμε καί ψάχναμε παντοῦ. Σέ μιά θυρίδα εἶχε καμιά κοσαριά κεριά τῆς ἐκκλησιᾶς. Τά πήραμε. Σ' ἕνα βαρέλι, ἀλεύρι καί μισό σακί στάρι. Βάλαμε νά τό ἀλέσουμε. Ἀφήσαμε τό νερό κι ὁ μύλος ἄρχισε ν' ἀλέθει.
Κόντευε πιά νά ξημερώσει. Μαζέψαμε ὅ,τι ἄλλο μᾶς χρειαζόταν, βάλαμε τό ἀλεύρι σέ δυό σακιά καί τραβήξαμε στό δάσος. Ἀπό κεῖ παραφυλάγαμε, νά δοῦμε καί ν' ἀκούσουμε τί θά γινόταν.
Ὁ μυλωνάς ἦρτε, σάν πῆρε ἡ μέρα, μέ πελάτες γιουρούκηδες.
Μόλις μπῆκαν, ἀκούστηκαν φωνές. Ὁ μυλωνάς ἔβριζε, θαρρώντας πώς κλέφτηκαν συναμεταξύ τους.
Φυλάξαμε ἐκεῖ ὥς τό μεσημέρι. Ἅμα εἴδαμε ἡσυχία, πήγαμε στή σπηλιά, νά συμμαζέψουμε ὅ,τι εἴχαμε πάρει ἀπ' τό μύλο. Εἴχαμε κάνει πιά καλά τό κουμάντο μας:53 λάδι, ἀλεύρι, ἁλάτι, ἀπό τούς γύρω μπαξέδες μελιτσάνες, ντομάτες. Τή νύχτα μαγειρεύαμε στή σπηλιά καί ψήναμε ζυμαρόπιτες στή θράκα.54 Τό πρωί παίρναμε τό φαγί μας καί τραβούσαμε στό δάσος. Ἐκεῖ βραδιάζαμε.
Μιά μέρα, ὅπως καθόμαστε προφυλαγμένα, μπροστά μας παρουσιάστηκε ἕνας Γιουρούκης μέ δίκαννο. Μᾶς κοίταξε καλά. Ἐμεῖς τρομάξαμε. Τόν περάσαμε γιά ἀγροφύλακα.
— Ἀπό ποῦ εἶστε, πατριῶτες; μᾶς ρώτησε.
— Ἀπό τή Μακεδονία, μουατζίρηδες55 τοῦ λέμε, καί ἡ κυβέρνηση μᾶς ἔστειλε ἐδῶ, στό Τσαβίρ - Κιόι. Αὐτό τό χτῆμα τώρα εἶναι δικό μας. Ἐσύ τί θέλεις ἐδῶ;
— Νά, περνοῦσα καί μπῆκα νά μάσω λίγα κάστανα· τώρα ἔφυγαν οἱ Γκιαούρηδες56 εἶπε κι ἔφυγε.
Σά χάθηκε ἀπό μπροστά μας, κοιταχτήκαμε.
— Ἔι, σύντροφε, τοῦ λέω, ὁ ἥλιος βασίλεψε, πᾶμε.
Στό δρόμο μας ἀπαντήσαμε ἕνα ξωκλήσι. Μπήκαμε νά γονατίσουμε, καί νά παρακαλέσουμε, ἴσως μᾶς φανεῖ κανένας ἅγιος, νά τοῦ ποῦμε τόν πόνο μας. Δέν εἴδαμε τίποτα. Μονάχα τοίχους γυμνούς καί σανίδια.
Συλλογισμένοι γυρίσαμε στό γιατάκι57 μας. Ὅλη τή νύχτα δέν κλείσαμε μάτι ἀπό φόβο μήν ἔρτουν καί μᾶς πιάσουν, ἀπάνω στόν ὕπνο. Καί δέν ἦταν μόνο αὐτό πού μᾶς βασάνιζε. Εἴχαμε καί τή φαγούρα ἀπό τίς ψεῖρες πού δέν μᾶς ἄφηναν σέ ἡσυχία. Καλύτερα εἴχαμε νά πεινᾶμε, καί νά γλιτώναμε ἀπ' αὐτές.
Κι ἔτσι, σκεφτήκαμε τό πρωί νά κατέβουμε κάτω ἀπ' τή σπηλιά, πού ἦταν ρέμα. Σούρουπο ἀκόμα πήγαμε, κι ἀνάψαμε φωτιά μέ ξερά ξύλα. Ὥσπου νά κάψει τό νερό κουρευτήκαμε, ξουρίσαμε τίς τρίχες καί τά γένια μ' ἕνα ξουράφι κι ἕνα ψαλίδι, πού εἴχαμε βρεῖ στό χωριό. Ὕστερα γδυθήκαμε καί ζεματίσαμε τίς ἀλλαξιές μας. Ἐκείνη τή μέρα ἡσυχάσαμε. Ἀπό δυό μέρες, πάλι ἡ ψείρα. Κάθε μέρα μέ τό ζεμάτισμα τίς ξεκάναμε· γλιτώσαμε κι ἀπ' αὐτές.
Τώρα μᾶς εἶχε σωθεῖ τ' ἀλεύρι. Μέσα σέ πενήντα μέρες, εἴχαμε φάει ὥς σαράντα οκάδες58 ψωμί. Πιο κάτω, εἶχε κι ἕναν ἄλλο μύλο, ἀπάνω στό δρόμο. «Νηστικό σκυλί φοῦρνο τρυπάει». Εἴπαμε νά πᾶμε καί σ' αὐτόν, κι ἀρχίσαμε νά παραφυλᾶμε. Μά ὁ μυλωνάς ἔμενε ἐκεῖ.
Τέλος, μιά μέρα, ἔφυγε γιά τό χωριό μέ ἄλλους τρεῖς συντροφιά. Βράδιασε κι οἱ δρόμοι δούλευαν ἀκόμα. Πῆγε μεσάνυχτα κι ὁ μυλωνάς δέ φάνηκε. Εἴπαμε δέ θά 'ρτει καί ζυγώσαμε στό μύλο. Ἀφουγκραστήκαμε· ὁμιλία καθόλου. Σπρώξαμε τήν πόρτα· φάνηκε νά 'ναι γερά κλεισμένη ἀπό μέσα. Ἀποφασίσαμε νά μποῦμε ἀπ' τό φοῦρνο, πού 'χε παράθυρο.
— Ἐσύ, λέγω στό σύντροφό μου, νά φυλᾶς τό δρόμο κι ἄν δεῖς τίποτα, δῶσε μου εἴδηση.
Ἐγώ ἔσπασα τό τζάμι καί πήδησα μέσα. Ἀπάνω ἀπ' τό παράθυρο κρεμόταν ἕνα καλάθι κι ἔπεσε. Πάγωσα. «Ὁ μυλωνάς», εἶπα μέσα μου κι ἔτρεμα. Μά πιό δυνατή ἦταν ἡ πείνα. Κατέβηκα κι ἄνοιξα. Ὁ σύντροφός μου μπῆκε καί μετάκλεισε τήν πόρτα. Ἀνάψαμε φῶς καί ψάξαμε παντοῦ. Μές στό ντουλάπι βρήκαμε δυό ψωμιά, μιά χύτρα μαγειρεμένα φασόλια, στό ράφι ἀπάνω σαπούνι, καπνό καί μιά ζωστήρα, πού τή φόρεσα.59 Πίσω ἀπ' τήν πόρτα, σέ μιά κόφα,60 εἶχε λερά ροῦχα, δίπλα ἕνα τσουβάλι ἀλεύρι κι ἕνα, σιτάρι. Τά μαζέψαμε ὅλα, πήραμε τήν κατσαρόλα μέ τό φαΐ καί φύγαμε. Ἡ σπηλιά μας ἦταν κοντά στό μύλο, σιγά σιγά τ' ἀνεβάσαμε.
Τό πρωί, πρίν ξημερώσει, πήγαμε ἀντίκρυ νά παραφυλάξουμε. Ὁ μυλωνάς ἦρθε μοναχός του, κι ἔφυγε βρίζοντας γιά τό χωριό. Δέν πέρασε μισή ὥρα κι ἀπάνω στό δρόμο φάνηκε ἀπόσπασμα ἱππικό. Ἀπό τό φόβο μας, ὅλη μέρα κρυφτήκαμε μέσα στή σπηλιά.
Σάν ἔφεξε ἡ ἄλλη μέρα, πήραμε ψωμί καί φύγαμε. Ἔτσι κάναμε κοντά μιά βδομάδα. Δέ φάνηκε τίποτα. Ἡσυχάσαμε.
Κάτω ἀπ' τή σπηλιά μας ἦταν μεγάλα ἐλιόδεντρα. Ὁ ἥλιος δέν ἔβλεπε τό κορμί τους, τόσο πυκνά ἤτανε. Ἕνα βράδυ μπήκαμε νά μαζέψουμε ἐλιές. Ἐκεῖ πού μαζεύαμε, ἀκούσαμε ὁμιλία.
— Σύντροφε, τοῦ λέγω ζυγώνοντας, ἄνθρωποι εἶναι ἐδῶ, νά κρυφτοῦμε.
Δέν ἀπόσωσα τήν κουβέντα κι ὥς δυό μέτρα, ἀπάνω στό δρόμο, φάνηκαν ἄντρες, γυναῖκες, κάτι Γιουρούκηδες. Ὅπως περνοῦσαν μπροστά ἀπ' τά δέντρα, λέει ἕνας:
— Βάζω στοίχημα, ἐδῶ μέσα ἔχει ἀκόμα Γκιαούρηδες.
Σά μάκρυναν, μοῦ λέει ὁ σύντροφός μου:
— Πρέπει ν' ἀλλάξουμε γιατάκι. Καί μέ προφύλαξη γυρίσαμε στή σπηλιά μας.
Οὔτε φάγαμε κεῖνο τό βράδυ. Γείραμε μέ τήν ἔννοια πώς θά πιαστοῦμε.
Σά χάραξε ἡ ἄλλη μέρα, μαζέψαμε τά πράματά μας καί πήγαμε μακρύτερα σέ ἄλλη σπηλιά, πού τήν ξέραμε ἀπό πρίν. Ἐκεῖ βολευτήκαμε καλύτερα. Ἦταν βαθιά μέσα καί φαρδιά ὥς δυό μέτρα. Ἀπ' τό χωριό εἴχαμε πάρει μιά σκαφιδούλα καί δυό τενεκέδες ἀπό λάδι. Ἐλιές εἴχαμε μπόλικες. Τίς τσακίσαμε λιῶμα, τίς βάλαμε σ' ἕναν τρουβά61 καί τίς περιχύναμε μέ βραστό νερό, ζουλώντας τες καλά μέσα στή σκαφίδα. Μετά ρίξαμε τό λαδόνερο στόν τενεκέ, πού τού εἴχαμε τρυπήσει τόν πάτο καί σιγά σιγά τό νερό ἔφευγε κι ἔμενε τό λάδι.
Αὐτή τή μέρα μαγειρέψαμε, φάγαμε καλά καί ξαπλώσαμε. Τό φῶς ἔμπαινε ὥς βαθιά μέσα στή σπηλιά κι ἔκανε τίς ἀράχνες νά κουνηθοῦν μές στό ὑφάδι τους. Χαρήκαμε τή συντροφιά τους.
Τέσσερις μῆνες σωστούς ζήσαμε ἐδῶ μέσα.
Καί στούς τέσσερις ἀπάνω, ἕνα πρωί, ὅπως διάβαζα, ψέλνοντας ἀπό μιά σύνοψη62 πού τήν εἶχα βρεῖ στό χωριό,
— Πάψε, μοῦ λέει σκουντώντας ο σύντροφός μου, ὁμιλία ἀκούω.
Καί κοίταξε μέσ' ἀπ' τό βάθος.
Μπροστά ἀπό τή σπηλιά, ὥς δέκα πόδια, περνοῦσε ἕνα μονοπάτι. Τά βήματα ὅλο καί ζύγωναν. Ἡ σπηλιά τραβοῦσε μέσα τήν κουβέντα σά ρουφήχτρα.
— Ἐδῶ ἔπρεπε νά 'ναι τά βόδια μας...
Καί φάνηκαν. Ἦταν δυό γιουρούκηδες γελαδάρηδες· κι ἐμεῖς ἑτοιμαστήκαμε μέ τά ρόπαλα στό χέρι, ἄν τύχαινε νά μᾶς δοῦν, νά τούς σκοτώσουμε.
Δέ μᾶς εἶδαν. Πέρασαν ἥσυχα, κουβεντιάζοντας, μέ τά χέρια πίσω στή μέση.
Πάλι μοῦ λέγει ὁ σύντροφός μου:
— Κι ἀπό δῶ πρέπει νά φεύγουμε.
— Βρέ φίλε, τοῦ ἀποκρίθηκα, ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶμε;
— Ὄχι, μοῦ λέγει, ἐγώ δέ μένω. Ἴσως νά εἶδαν καί πῆγαν ἴσια στό φρουραρχεῖο.
— Καλά, ἄς γίνει ἔτσι, τοῦ ἀπάντησα.
Καί ξεκινήσαμε νά βροῦμε ἄλλη κρυψώνα. Ὥς τ' ἀπόγευμα ψάχναμε. Βρήκαμε σ' ἕνα μέρος πού τό λέγαν Ἁγια-Τριάδα, σπήλαιο κι αὐτό, καί κουβαλήσαμε νύχτα τά πράματά μας.
Δέκα μέρες περάσανε, κι ἀπ' τό φόβο μας δέν εἴχαμε βγεῖ ἔξω. Οἱ τροφές ἄρχισαν νά σώνονται μέρα μέ τή μέρα. Στό τέλος μείναμε νηστικοί. Τό μάτι μας εἶχε θολώσει ἀπ' τήν πείνα.
— Σύντροφε, τοῦ λέγω, δέ βαστῶ πια. Νά σκοτώσουμε τό μυλωνά;
— Πάψε, μοῦ λέγει, μή θέλεις νά χάσεις τήν ψυχή σου. Σε λίγο βγαίνουν τά σπαρτά, τά ρεβίθια, κι ἔτσι θά φᾶμε πάλι.
— Σύντροφε, τοῦ μετάπα, ὥς τώρα τρώγαμε φαΐ κι ἀπάνω μας δέν πήραμε· μέ τά χορτάρια θά ζήσουμε; Ἤ θά βροῦμε νά φᾶμε, ἤ θά τραβήξουμε μές στή Σμύρνη, νά παραδοθοῦμε.
— Ὄχι, μοῦ λέγει, ἐγώ δέν παραδίνουμαι σέ τούρκικα χέρια. Ἐδῶ μέσα, στή σπηλιά θά πεθάνω.
— Μήν τό παίρνεις ἔτσι, σύντροφε, τοῦ εἶπα, ἐκεῖ εἶναι πολιτεία, δέν μποροῦν νά μᾶς χαλάσουν.
— Ὄχι, μοῦ ἀπαντᾶ, αὐτό δε γίνεται.
— Ἔ, τότε νά γίνει ἕνα ἄλλο. Νά κάνουμε τούς Τούρκους καί νά κατέβουμε νά πιάσουμε δουλειά. Κι ὅ,τι μᾶς εἶναι γραμμένο θά γίνει.
— Σύμφωνος, μοῦ λέει.
— Μά κι οἱ δυό μαζί δέν κάνει, τοῦ λέω, γιατί μπορεῖ ἀπάνω στήν κουβέντα μας νά πιαστοῦμε.
Κι ἔτσι ἀποφασίσαμε νά χωρίσουμε. Αὐτός νά κατέβει σέ ἄλλο χωριό κι ἐγώ σέ ἄλλο.
— Ποιό μέρος ξέρεις ἐσύ; τόν ρώτησα.
— Τό Ἀϊντίν,63 μοῦ λέγει.
— Καλά, ξέρω κι ἐγώ τά Θεῖρα. Ἐκεῖ μπορῶ νά κάνω τόν τσομπάνο. Ἀπό ζωντανά γνωρίζω.
Καί μείναμε σύμφωνοι στούς δυό μῆνες, ἄν δέν μᾶς καταλάβαιναν, ν' ἀνταμώναμε στά Θεῖρα ἤ στά μαντριά.
— Ἄν δέ μᾶς ἔβρει κακό, μοῦ λέει, καί κοίταξε ἔξω τή μαυρίλα, πού ἔμπαινε σάν καπνός μές στή σπηλιά.
Νύχτα μεσάνυχτα ἔπιασε δυνατή βροχή. Ἀπ' τίς ἀστραπές λέγαμε πώς θ' ἀνοίξει τό σπήλαιο. Πιάσαμε κουβέντα μές στό σκοτάδι. Καί τί δέν εἴπαμε. Ὥσπου φτάσαμε στό χωρισμό μας. Παίρναμε ἀπόφαση καί μετανιώναμε· παίρναμε ἄλλη καί πάλι ξαναμετανιώναμε.
Σάν ξημέρωσε, πρῶτος σηκώθηκε ὁ φίλος, πῆρε τό ξουράφι, τ' ἀκόνισε στή ζώστρα του καλά64 καί πικρογέλασε.
— Ἔλα, μοῦ λέει, μή στέκεις, καί μοῦ ἔγειρε τό λαιμό.
Μέ ξύρισε, τόν ξύρισα κι ἐγώ, καί κοιταχτήκαμε.
— Μοιάζω γιά Τοῦρκος; τοῦ λέγω.
— Ἴδιος Μεμέτης65 εἶσαι.
— Καί σύ σάν Τουρκοκρητικός μοιάζεις.
— Ἄι, πᾶμε τώρα, γιατί ἀδυνατίσαμε.
Πιάσαμε τά χέρια καί δέν τ' ἀφήναμε. Εἴπαμε πώς δέ θά ξανανταμώναμε. Κλάψαμε καί συχωρεθήκαμε.
Κι ὁ καθένας μας πῆρε τό δρόμο τῆς μοίρας του. Κι ὅπως πηγαίναμε, κοιταζόμαστε, ὥσπου τόν ἔχασα ἀπ' τά μάτια μου.
— Ἀνόητε, εἶπα τότε στόν ἑαυτό μου, κι ἔκανα νά τρέξω πίσω του. Μά ἡ καρδιά μου εἶπε ὄχι. Πάντα ἄκουα τήν καρδιά μου, τό συνήθιζα.
Καί βάδισα ἐλεύθερα, ἄφησα τό φόβο. Μιά καί τ' ἀποφάσισα, παρουσιάστηκα ἐκεῖ κοντά, σέ κάτι Γιουρούκηδες, πού καθόντουσαν γύρω στή φωτιά. Τούς ἤξερα ἀπό πριν. Μπεχτσέτ Ἀλή ἔλεγαν τόν ἕναν. «Γιουρούκηδες, ἀγαθοί ἄνθρωποι» εἶπα καί τράβηξα ἴσια τους. Τούς χαιρέτησα:
— Σελάμ ἀλέκουμ.66
— Ἀλέκουμ σελάμ, μοῦ λένε.
— Τί κάνετε ἐδῶ; τούς ρώτησα.
— Καμήλια βόσκουμε.
— Καί ποιός εἶναι ὁ τόπος σας;
— Δέν εἴμαστε ἀπό δῶ, μένουμε σέ τσαντήρια,67 κάτω στό ρέμα.
— Σᾶς παρακαλῶ, εἶπα, εἶμαι ξένος. Δείξετέ μου τό δρόμο γιά τά Θεῖρα.
— Νερό μεγάλο ἔχει ὁ κάμπος. Οἱ δρόμοι κλείστηκαν.
Τούς ρώτησα πάλι:
— Ἀπό ποῦ νά τραβήξω;
— Νά, ἀπό δῶ νά πᾶς. Ὄχι ἀπ' τίς καλύβες, εἶναι τά σκυλιά.
— Καλό βράδυ, τούς εἶπα.
— Στό καλό, μοῦ λέν.
Καί τράβηξα.
Σάν ἔφτασα στήν κορφή τῆς ράχης, τά σκυλιά μέ μυρίστηκαν. Ἀνέβηκα γρήγορα σ' ἕνα κοτρόνι καί φώναζα δυνατά:
— Ἔμσερι! Ἔμσερι!68
Κάποιος π' ἄναβε τή φωτιά μπρός στήν καλύβα του, φαινόταν πώς μ' ἄκουσε κι ἔκανε τόν κουτό. Τέλος ἦρθε. Ἔδιωξε τά σκυλιά καί μέ πῆγε στήν καλύβα του.
— Μπούγιουρουν,69 κόπιασε, ἀπό ποῦ ἔρχεσαι; μοῦ εἶπε.
— Ἀπ' τ' Ἀϊντίν, τοῦ λέω, καί πάω νά γυρέψω δουλειά στό Τεπέ - Κιόι. Τί νά κάνεις; Φτώχεια πολλή, τοῦ λέω.
— Θά πεινᾶς, μοῦ είπε. Κι ἔβαλε μπροστά μου μιά τσανάκα γιαούρτι μέ ψωμί.
Καί στό φαΐ μου ἀπάνω ἔκανα πώς δέν ξέρω τόν τόπο καί τόν ρωτοῦσα νά μοῦ πεῖ.
— Ἀπό δῶ θά κατεβεῖς στό Χαλκά, κι ἀπό κεῖ θά πιάσεις Τεπέ - Κιόι. Δέ μπορεῖς νά κατεβεῖς ἴσα στά Θεῖρα.
Ὅταν ἔφαγα, καί τόν εὐχαρίστησα,
— Καλό βράδυ, τοῦ εἶπα.
— Στό καλό να πᾶς, μοῦ εἶπε καί κοίταξε τόν οὐρανό πού ἦταν ἕτοιμος νά ξεχύσει. Ἔκανε κάτι νά πεῖ, κι ἔσκυψε στή φωτιά, τρίβοντας τίς χοῦφτες του πάνω στή φλόγα.
Ἐγώ ἔφυγα, χτυπώντας τό ξυλομπαστούνι μου στίς πέτρες.
Σά μάκρυνα ἀπό κεῖ, ἀπάντησα ἕνα τούρκικο χωριό χαλασμένο. Ἀπό 'να μισογκρεμισμένο σπίτι ἔβγαινε καπνός. Τί νά 'ναι μέσα, ἀναρωτήθηκα, ἄντρας ἤ γυναίκα. Καί κοντοστάθηκα νά δῶ.
Σέ λίγο πετάχτηκαν δυό στρατιῶτες.
Φοβήθηκα, μή μοῦ ζητήσουν πιστοποιητικό· μ' αὐτοί ἔφυγαν τρεχάτοι πρός τό Μπελχέμ.
Ἄφησα νά περάσει λίγο καί μπῆκα μέσα. Στό τζάκι εἶχαν ἀναμμένη φωτιά νά στεγνώσουν ἀπ' τή βροχή. Πυρώθηκα, κοίταξα μέσα στά γκρεμισμένα τούς τοίχους μέ τά χρωματιστά χαρτιά καί βγῆκα.
Μπροστά μου, λίγα βήματα, πεντέξι γυναῖκες πήγαιναν.
Τά ροῦχα τους ἔμοιαζαν ἀπό δικά μας πανιά.70 Ἀνατρίχιασα. «Οἱ χωριανές μου», εἶπα καί προσπέρασα ἀπό δίπλα τους βιαστικά.
Αὐτές ἀνοίχτηκαν στή λάκκα,71 μαζεύοντας χόρτα. Πιό κεῖ ἕνας ζευγάριζε,72 τόν χαιρέτησα.
— Κουβέτ ὀλά,73 τοῦ εἶπα.
— Ἔιβαλα,74 μοῦ εἶπε.
Καί τράβηξα.
Πηγαίνοντας ἔπεσα σέ δημόσιο δρόμο. Μπροστά μου προχωροῦσε ἕνας γέρος καβάλα στ' ἄλογό του. Τόν ἤξερα πρίν ἕξι χρόνια τώρα, πού ἤμουν στρατιώτης. Ἦταν νοικοκύρης καλός, εἶχε καμήλια. Εἶπα «ποῦ νά μέ γνωρίσει ἀπό τότε». Καί τόν πλησίασα ἄφοβα.
— Σελάμ ἀλέκουμ, τοῦ λέω.
— Ἀλέκουμ σελάμ, μοῦ ἀπάντησε ἀδιάφορα. Πηγαίναμε, αὐτός μπροστά ἐγώ πίσω, πλάγι του.
— Δέ μοῦ λές, με ρώτησε ἄξαφνα, ἀπό ποῦ εἶσαι;
— Ἀπό τήν Προύσα,75 τοῦ εἶπα.
— Ἀπό μέσα;
— 'Ὄχι, ἀπ' τό χωριό Κιοστέλ.
— Καί τώρα ποῦ πᾶς ἀπό δῶ;
— Στά Θεῖρα, στήν πολιτεία.
— Καί τί δουλειά κάνεις;
— Τσομπάνος.
— Ἔχεις δουλειά;
— Ὄχι, τοῦ λέω.
— Ἔλα σέ μένα· ἔχω καμήλια.76
— Ἀπό καμήλια δέν ξέρω, νά 'χες πρόβατα θά ἐρχόμουν.
— Θά μάθεις, θά συνηθίσεις.
— Ποῦ νά μάθω τώρα, τοῦ λέω, φουκαράς ἄνθρωπος.
— Ἄι, οὐγουρλάρολσουν,77 μοῦ λέει.
— Στό καλό, τοῦ εἶπα.
Κι ὅπως πάγαινα πίσω του, ἀναγελιόμουν μέ τό φόβο μου, μήπως καί μέ γνωρίσει.
Ἀπό λίγο ἔκοψε σ' ἕνα μονοπάτι. Κι ἐγώ προχωροῦσα γρήγορα, σά νά βιαζόμουν νά φτάσω σπίτι μου.
Ἀντικρύ μου, σ' ἕνα ὑψωματάκι, ζευγάριζε ἕνας Τοῦρκος. Πρίν φτάσω κοντά, ἄφησε τά βόδια του νά προσευχηθεῖ. Ἐγώ κοίταξα τόν καιρό. Ἅμα τέλειωσε, πῆγα κοντά του. Τόν χαιρέτησα, μέ χαιρέτησε, ὅπως πάντα.
— Ποῦ πᾶς; μέ ρώτησε.
— Στά Θεῖρα, τοῦ λέω.
— Πατριώτη, μεῖνε ἀπόψε ἐδῶ· δέν προφταίνεις, βράδιασε. Καί μπόρα θά φέρει. Νά τό χωριό μου. Μουσαφίρ ὀντά78 ἔχει. Μεῖνε κι αὔριο πηγαίνεις. Κάθισε νά πᾶμε μαζί.
— Ὄχι, εὐχαριστῶ, τοῦ λέω. Βιάζομαι νά προφτάσω τό τραῖνο, αὔριο νά φύγω γιά τό Βαϊντίρι.
— Ρεζίλι θά γίνεις, μοῦ λέει, νά κατεβεῖς μ' αὐτό τό χάλι στήν πολιτεία. Μεῖνε ἀπόψε, καί βλέπουμε.
— Ὄχι, πατριώτη, καλύτερα νά πηγαίνω.
Κι ἔφυγα, γιατί ἄλλοτες ἤμαστε κοντογειτόνοι καί φοβόμουν μή μέ γνωρίσει.
Ἀπό καμιά ὥρα, μ' ἔπιασε ἡ βροχή. Μούσκεψα σά σφουγγάρι, ἔσταζα. Νύχτα μοναχός μου μές στό δρόμο, ἀπελπίστηκα. Μοῦ 'ρχόταν νά πάρω πέτρα νά χτυπῶ τό κεφάλι μου. Χτυπήθηκα κι ἔκλαψα.
Νυχτώνοντας πιά, ἔφθασα ἔξω ἀπό 'να χωριό. Τσιπνί, τό λέγαν. Ἕνας τσομπάνος πήγαινε τά πρόβατά του στό μαντρί. Τράβηξα μαζί του καί βοηθοῦσα. Σά φτάσαμε στό μαντρί,
— Μέραμπα,79 χαιρετιστήκαμε.
— Ποῦ πᾶς ἀπό δῶ; μέ ρώτησε.
— Στήν πολιτεία, τοῦ εἶπα.
— Στό καλό νά πᾶς, μοῦ 'πε κι ἔκλεισε τήν πόρτα.
— Πατριώτη, σέ παρακαλῶ, τοῦ φώναξα, μιά θρησκεία εἴμαστε, νά μείνω ἀπόψε κοντά σου κι αὔριο φεύγω.
— Δέν μπορῶ, μοῦ εἶπε, εἶμαι παραγιός.
— Ἔ τότε πές το στ' ἀφεντικό σου.
— Εἶναι γυναῖκες, μ' ἀπάντησε. Οἱ ἄντρες λείπουν. Γιατί στόν καιρό τῶν Γιουνάνηδων ἦταν ὁδηγοί κι ὁ Κεμάλ τούς φυλάκισε.
— Καί τί πειράζει πού 'ναι γυναῖκες; Θά τίς φάω; Οὔτε ψωμί θέλω. Μονάχα μιά γωνιά νά περάσω τή νύχτα μου.
— Ἐμένα, πατριώτη, δέ μέ νοιάζει· τήν κάπα μου, κι ἔξω κοιμᾶμαι.
Ὕστερα πῆγε στίς γυναῖκες· καί κεῖνες τοῦ εἶπαν ναί.
— Ἔλα μές στό μαντρί, μοῦ λέει εὐχαριστημένος.
Μπῆκα κι ἔκλεισα τήν πόρτα.
Ἀπό λίγο ἦρταν κι ἄλλοι τσομπάνηδες. Ἀνάψαμε φωτιά κι ὅπως καθίσαμε γύρω της, ἄρχισαν νά μέ ρωτοῦν ἀπό ποῦ εἶμαι καί ποῦ πηγαίνω.
— Ἀπ' τό Ἀϊντίν εἶμαι καί πάω νά βρῶ δουλειά...
— Τί δουλειά ξέρεις;
— Τσομπάνος εἶμαι· κι ἤθελα πολύ νά μείνω κοντά σας.
— Τί νά κάνεις; Εἴμαστε τρεῖς. Δουλειά ἄν θέλεις θά βρεῖς στό Τεπέ - Κιόι. Ἅμα ξημερώσει, νά πᾶς.
Κι ἔβαλαν τραπέζι, νά φᾶμε.
— Ἐγώ τρέμω, τούς εἶπα. Δέν μπορῶ νά φάω.
— Πυρώσου στή φωτιά, μοῦ λέν, καί φάε. Κι ὕστερα κοιμήσου ἐδῶ κοντά μας.
Κι ἐκεῖ πού τρώγαμε, εἶδα μπαοῦλα μέ ροῦχα, πού δέ μοιάζαν τοῦ μαντριοῦ, καί τούς ρώτησα ἀπό ποῦ τά 'χαν.
— Ἐδῶ κοντά, μοῦ εἶπαν, ἦταν ἕνα πλούσιο χωριό, τό Κιρκιντζέ. Κι ἅμα φύγαν οἱ Γκιαούρηδες τούς τά πήραμε ὅλα. Ὅσα βλέπεις ἐδῶ μέσα ἦταν δικά τους.
— Σωθήκατε, τούς εἶπα. Μά γιατί δέν τό κάψανε;
— Ἄλλα χωριά ἔγιναν στάχτη. Ἐσύ δέν πῆρες τίποτα;
— Ὄχι, ἐγώ πολεμοῦσα. Δέν ἔκλεψα μά σκότωσα.
— Ἐσύ ἔκανες καλύτερα ἀπό μᾶς, μοῦ εἶπαν καί τραβήχτηκαν ἀπ' τή φωτιά. Ἔλα πάρε κι αὐτή τήν κάπα τώρα καί πλάγιασε.
Ἔγειρα κοντά τους. Ὅλη τή νύχτα δέν κοιμήθηκα, μή μοῦ φύγει κανένας λόγος στόν ὕπνο.
Σηκώθηκα καμιά ὥρα νύχτα, πρίν φέξει.
— Μή βιάζεσαι, μοῦ λέν, κάτσε νά φᾶμε κι ὕστερα φεύγεις.
— Ὄχι, τούς εἶπα, ἄς πηγαίνω. Μοναχά δῶστε μου λίγο ψωμί, ἄν θέλετε. Καί τούς καλοβράδιασα.
Πῆρα τό δρόμο. Καμιά πενηνταριά καβαλάρηδες ἐρχόντουσαν πίσω μου τραγουδώντας. Στάθηκα παράμερα καί τούς χαιρέτησα. Αὐτοί προσπέρασαν.
Ἐγώ πήγαινα ἀπό κοντά τους, βλέποντας τά σύννεφα πού χαμηλῶναν. Θά βραχῶ, εἶπα, καί βιάστηκα.
Δέν ἄργησε, ἔπιασε χοντρή ψιχάλα. Ἔτρεξα καί χώθηκα σέ μιά καλύβα. Ἡ βροχή δυνάμωσε. Ἔβγαλα τό ψωμί ἀπ' τό σακούλι μου· μ' εἶχαν βάλει καί τυρί.
Ἐκεῖ πού ἔτρωγα, εἶδα νά 'ρχεται ἴσα στήν καλύβα μέ καλπασμό, ἕνας καβαλάρης ὁπλισμένος. Τρόμαξα. Ζύγωσε κοντά, μέ χαιρέτησε. Ἦταν ὁ ἀγροφύλακας.
— Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ; μοῦ λέει.
— Στά Θεῖρα πηγαίνω νά βρῶ δουλειά, κι ἡ βροχή μέ σταμάτησε.
— Τί εἶσαι;
— Τσομπάνος.
— Ἔχουν τά Θεῖρα μαντριά, καί μοῦ 'δωσε νά στρίψω τσιγάρο.
— Μπάς ἐσύ ξέρεις κάνα καλό μαντρί, τοῦ εἶπα, ἐδῶ κοντά, νά μοῦ δείξεις;
— Νά, ἐκεῖ πέρα, τοῦ Χατζημεμέτη, μοῦ λέει. Εἶναι νοικοκύρης, θά περάσεις καλά. Γειά, μοῦ εἶπε, καί χτύπησε τ' ἄλογό του.
Ἅμα ἡ βροχή ἔκοψε, τράβηξα ἴσια σ' ἕνα κοπάδι ἀπό πρόβατα. Ὁ τσομπάνος ἦρθε κοντά μου.
— Τί θέλεις; μέ ρώτησε.
— Δουλειά θέλω, τοῦ 'πα.
Κι εὐθύς μετάνιωσα. Ἀπ' τήν κουβέντα του κατάλαβα πώς ἦταν Ἀρβανίτης, καί δέν ἤθελα νά μείνω μ' αὐτούς, γιατί ἦταν ἔξυπνοι ἄνθρωποι· ἤθελα Τούρκους, πού τούς ἤξερα. Δέ στάθηκα οὔτε κουβέντα νά πάρω καί τράβηξα τό μονοπάτι ὅπου ἀκουγόταν κουδούνια. Ἀπό μακριά, εἶδα ἕνα ἄλλο μεγάλο κοπάδι πρόβατα, πού κατέβαιναν βοσκώντας μές στά ἐλιόδεντρα.
Σά ζύγωσα κοντά, φώναξα τοῦ τσομπάνου, γιατί τά σκυλιά ἄρχισαν νά γαβγίζουν. Ὁ βοσκός ἐρχόταν κοντά μου, ἐγώ πήγαινα, ἀνταμώσαμε. Χαιρετιστήκαμε.
— Τίνος εἶν' τά πρόβατα; τόν ρώτησα.
— Τοῦ Χατζημεμέτη, μοῦ λέει· ὅπως κι ὁ ἀγροφύλακας.
— Μπάς κι ὁ ἀφέντης σου θέλει τσομπάνο;
— Ἑφτά μέρες ἔχει πού πάει στά Θεῖρα γιά παραγιό κι ἀκόμα δέ βρῆκε. Περίμενε ἄν θέλεις ὥσπου νά 'ρθεῖ. Ἀπό τή δουλειά, ξέρεις;
— Καί ν' ἀρμέξω καί νά βοσκήσω ξέρω.
— Ἔ τότε πήγαινέ τα, βόσκοντας, ὥσπου νά 'ρθει. Ρίχ' τα μές στά κουκιά. Ὁ ἀφεντικός εἶπε σήμερα νά τ' ἀμολήσουμε μέσα, νά βοσκήσουν.
Ἐγώ ἔφυγα σφυρίζοντας τό κοπάδι, πού μέ ἄκουγε, σά νά μέ ἤξερε.
Κοντά τό μεσημέρι εἶδα τόν Χατζημεμέτη νά 'ρχεται μόνος του καβάλα στό ἄλογό του. Πλούσιος ἄνθρωπος, μοῦ φάνηκε, ὅπως καθόταν στή σέλα του. Τόν φοβήθηκα. Ὁ τσομπάνος τόν ζύγωσε βοηθώντας τον νά κατέβει. Ἐκεῖνος στάθηκε βλέποντας τά πρόβατα πού περνοῦσαν ἀπό μπροστά του, καί λέει στό Χασάν:
— Ἀλλιῶς τ' ἄφησα κι ἀλλιῶς τά βλέπω.80 Σάν καλοβοσκημένα καί κεφάτα.
— Ναί, τοῦ λέει, ἔχουμε καινούριο τσομπάνο.
— Ποῦ 'ναι τος! Κι ἐγώ ψάχνω στά Θεῖρα νά τόν βρῶ.
Ὁ Χασάν μοῦ ἔκανε νόημα νά ζυγώσω. Ἄρχισα νά τρέμω. Ἀπό τό φόβο δέν μποροῦσα νά τόν δῶ στά μάτια.
—Ἔλα κοντά, μοῦ λέει. Ἐσύ τά βόσκησες τά πρόβατα; Ἀπό ποῦ εἶσαι;
— Ἀπό τή Μακεδονία, τοῦ λέω, ἀπ' τό Κοσσυφοπέδι.81
— Φαίνεσαι καλός, ἄξιος· θά σέ κρατήσω. Τυχερό μου ἤσουν, νά ἔρθεις στά πόδια μου. Κάθε μέρα πήγαινα στά Θεῖρα γιά τσομπάνο καί χωρίς τσομπάνο γύριζα. Πῶς σέ λένε;
— Μπεχτσέτ, τοῦ εἶπα.
— Νά 'σαι καλά, μοῦ λέει. Θά πεινᾶς κιόλας. Πᾶμε σπίτι.
Τραβήξαμε τό δρόμο. Αὐτός καβάλα κι ἐγώ πεζός. Θαρροῦσα πώς μέ πήγαινε νά μέ κρεμάσει.
Μπροστά στό τζαμί, ὅπως περνούσαμε, πετάχτηκαν καμιά κοσαριά Τσέτες ὁπλισμένοι, μέ τά φυσεκλίκια82 τους. Ἅμα τούς εἶδα, κέρωσα. Αὐτοί εἶπαν πειραχτικά τοῦ ἀφεντικοῦ μου:
— Μπρέ τσομπάνο πού τόν βρῆκες, ἑφτά μέρες πού πᾶς κι ἔρχεσαι στά Θεῖρα!
— Καλά, τούς λέει. Σάν ἔρθει ἡ ἄνοιξη καί βγάλω τό γιαούρτι, θά τόν βάλω νά παλέψει μαζί σας. Καί κοίταξε τήν ἀχάμνια μου.83
— Ἄσ' τους νά λέν, μοῦ εἶπε, μή στενοχωριέσαι. Καί πήραμε πάλι τό δρόμο μας. Σά φτάσαμε στό σπίτι, μοῦ λέει:
— Βγάλε τά τσαρούχια σου κι ἀνέβα πάνω.
— Δέν κάνει, τοῦ λέω, εἶμαι λερός.
— Μπρέ βγάλ' τα κι ἀνέβα.
Τά 'βγαλα καί τ' ἀπόθεσα στήν ἄκρη, ἕτοιμος νά τ' ἁρπάξω καί νά φύγω.
Ὁ ἀφεντικός μου εἶχε ἕνα θεῖο, ἀδελφό τοῦ πατέρα του, καί τόν φώναξε νά 'ρθει νά συμφωνήσουν τό δίκιο μου. Ὕστερα εἶπε στίς γυναῖκες νά ἑτοιμάσουν φαΐ, κι αὐτές ἔστρωσαν τό σοφρά.84 Ὁ ἀφεντικός μου πλύθηκε, ἔκανε τήν προσευχή του κι ἔκατσε στό τραπέζι, δίχως νά τρώγει.
— Φάγε, παιδί μου, μοῦ λέει, μή βλέπεις ἐμένα. Ἐγώ νηστεύω. Τό εἶχα τάξιμο, νά φύγουν οἱ Γκιαούρηδες καί τρία χρόνια νά νηστέψω. Κι ὁ μεγαλοδύναμος μ' ἄκουσε.
— Ναί, εἶπα. Αὐτός κι ὄχι ἡ δύναμή μας τούς ἔδιωξε. Καί κόπηκε ἡ ὄρεξή μου. Ἔφαγα μιά μπουκιά καί τραβήχτηκα. Τραβήχτηκαν κι ἐκεῖνοι.
Μοῦ 'δωσαν νά στρίψω τσιγάρο, κι ἄρχισαν πάλι νά μέ ρωτοῦν ἀπό ποῦ ἔρχομαι.
— Ἀπό τ' Ἀϊντίν, τούς εἶπα, γυρεύοντας δουλειά.
— Τώρα ἐδῶ πού ἦρθες, μοῦ λένε, μή φοβᾶσαι. Θά περάσεις καλά. Οἱ Γιουνάνηδες ἔφυγαν. Ἐμεῖς διαφεντεύουμε.
— Ναι, εἶπα, ἔφυγαν, ἄς μή μιλᾶμε γι' αὐτούς.
— «Ἴσμι ραχμάνι ραχίμ».85 Κι ἡ κουβέντα γύρισε πάλι στήν ἀρχή.
— Τσομπάνος εἶσαι; ρώτησε τ' ἀφεντικό μου. Ξέρεις καλά τήν τέχνη;
— Ναί, τοῦ εἶπα. Νά μέ δοκιμάσεις ἀφεντικό κι ἄν μέ βρεῖς ἄξιο, κράτησέ με.
— Ἄν εἶσαι ὅπως σέ θέλω, δέ θά σοῦ λείψει τίποτα κοντά μου. Τί συμφωνία θέλεις νά κάνουμε;
— Γιά δυό μῆνες, τοῦ λέω, νά γνωριστοῦμε καλύτερα, καί μετά βλέπουμε. Κάνουμε ἄλλη συμφωνία τότε, γιά ἕνα ἤ δυό χρόνια, ὅπως ἐσεῖς θέλετε.
Κι αὐτό τό εἶπα, γιατί εἴχαμε συμφωνήσει μέ τόν σύντροφό μου, ἀπάνω στούς δυό μῆνες ν' ἀνταμωθοῦμε.
— Καλά, μοῦ λέει, ἄς εἶναι ἔτσι· πόσα θέλεις;
— Πενήντα μπαγκανότες,86 τοῦ λέω, γιά τούς δυό μῆνες· κι ἐγώ δέν ἤθελα παρά μόνο τό ψωμί μου.
— Πολλά εἶναι, μοῦ λέει. Διακόσια πενήντα γαλάρια,87 τρεῖς παραγιοί. Δέ βγαίνει. Πές λιγότερα. Κι ἄν εἶσαι ἄξιος καί ξέρεις ἀπό τέχνη, ἅμα τελειώσει ἡ πρώτη συμφωνία μας, θά σοῦ τά δώσω. Πάρε τώρα τριανταπέντε καί μεῖνε.
— Ὄχι, σαράντα, τοῦ λέγω, καί θά μείνεις εὐχαριστημένος.
— Ἔ καλά, μοῦ λέει, μέ πέντε μπαγκανότες δέ χάνουμαι. Τά ροῦχα, τό φαΐ σου, θά 'ναι ἀπό μένα καί στήν πολιτεία θά κατεβαίνεις ὅποτε θέλεις.
Μείναμε σύμφωνοι.
Ἐκεῖνο τό βράδυ εἴχανε ζιαφέτι.88 Πέρασα καλά.
— Μπεχτσέτ, μοῦ λέει τ' ἀφεντικό μου, ξεχάστηκα. Θα θέλεις νά κοιμηθεῖς, γιατί 'σαι κουρασμένος.
Καί μ' ὁδήγησε στόν ὀντά.89 Μοῦ ἔδωσε μιά κάπα καί μοῦ 'δειξε κάτι ροῦχα, πού τά εἶχαν πάγει ἀπό πρίν οἱ γυναῖκες.
— Νά, ἄλλαξε, μοῦ λέει, καί στρῶσε· δικά σου εἶναι.
Ἀπό τό φόβο μου δέν ἔκλεισα μάτι. Ὅλο θαρροῦσα πῶς θά μέ παραδώσουν. Ἔτσι ξημερώθηκα, τυλιγμένος στήν κάπα μου.
Κατά τά χαράματα, ἄκουσα ὁμιλίες.
— Μπεχτσέτ, μοῦ φώναξε, ἀπό λίγο, τ' ἀφεντικό μου, ξύπνησες;
— Ναί, τοῦ λέω, καί πετάχτηκα ἀπάνω.
Πλύθηκα γρήγορα. Ἤπιαμε μαζί καφέ καί ξεκινήσαμε οἱ δυό μας γιά τό μαντρί. Ἐγώ πεζός κι ἐκεῖνος καβάλα. Οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες μᾶς περίμεναν ἐκεῖ.
Ἦρθε ἡ ὥρα νά βγάλουμε τα πρόβατα ἀπ' τό μαντρί. Στό βγάλσιμο μέτρησα τρακόσια, γαλάρια καί στέρφα μαζί.
— Ἀφεντικό, τοῦ λέω πρίν ξεκινήσω, ἀπό σήμερα κάθε μέρα θά τά μετρῶ κι ἅμα χαθεῖ κανένα θά 'ναι σέ βάρος μου κι ἅμα ψοφήσει θά σοῦ φέρω τό τομάρι του.
Ὁ ἀφεντικός μου μέ χτύπησε στήν πλάτη.
— Ὅπως μοῦ εἶπες, Μπεχτσέτ, στό λόγο σου στέκεις. Μπράβο.
Τό βράδυ ἄρμεξα ἀπό διακόσια πενήντα πρόβατα πενήντα τέσσερις ὀκάδες γάλα. Μέ τό πρωινό, ὀγδόντα ἕξι. Σάν ἦρθε ὁ ἀφεντικός μου ἀπόρεσε. Λογάριασε κάπου τριάντα δυό ὀκάδες περισσότερο γάλα.
— Βάι, βάι, ἔκανε, πολύ πράμα αὐτό. Ἐδῶ εἶχε Ρωμιούς,90 στήν τέχνη σου μέ κείνους σέ βάζω. Ἐκεινῶν τή σειρά ἔχεις.
— Εἶμαι ἀπό τό Κοσσυφοπέδι, τοῦ λέω, κι ἐμεῖς στόν τόπο μας ἄλλο ἀπό ζωντανά δέν ἔχουμε.
— Μπράβο μου, παινεύτηκε μοναχός του, τώρα ἀπό τσομπάνο δέν ἔχω παράπονο. Εἶμαι εὐχαριστημένος. Καί μοῦ 'δωσε νά φάω χαλβά.
Κι ὁ Χασάν τοῦ παραπονέθηκε πώς τρία χρόνια ἦταν κοντά του καί χαλβά δέν ἔφαγε.
— Ὅποιος εἶναι ἄξιος καί προκομμένος, τοῦ λέει, περνᾶ καλά.
Ἐκεῖ κοντά μας εἶχαν κι οἱ Ἀρβανίτες τά μαντριά.
Μιά μέρα πού 'χα βγάλει τά πρόβατα στή βοσκή, μοῦ είχε φυλάξει καρτέρι τό ἀφεντικό τους ἀπάνω στό δρόμο πού περνοῦσα.
— Κρίμας, μοῦ λέει, χαραμίζεις τήν τέχνη σου.91 Ἔλα σέ μένα, νά σ' ἔχω μονάχα γιά τ' ἀρμεγιό.
— Ὄχι, τοῦ λέω, συμφώνησα. Δέν τόν παίρνω πίσω τό λόγο μου. Καί τράβηξα.
Τό βράδυ π' ἀντάμωσε μέ τ' ἀφεντικό μου:
— Μπρέ, ποῦ τόν βρῆκες τέτοιον τσομπάνο; τοῦ ἔλεγε. Θά σοῦ τόν πάρουμε!
— Τά πρόβατά μου δίνω, τόν τσομπάνη μου δέν τόν παίρνετε, τούς εἶπε, καί πιάστηκαν στά χωρατά.92
Ἀπό τότε πέρασε καιρός. Κι ἕνα βράδυ πού 'ρθε τ' ἀφεντικό μου ἀπ' τά Θεῖρα μοῦ λέει:
— Ἔλα νά σοῦ πῶ ἕνα καλό μαντάτο.93
— Ἄς εἶναι χαϊρλίδικο,94 τοῦ λέω.
— Στό Ἀϊντίν ἔπιασαν ἕναν Γκιαούρη, πού ἦταν παραγιός σέ Τοῦρκο κι ἔκανε τό μουσουλμάνο.
— Μίλα καλά, τοῦ λέω, πῶς πιάστηκε τό σκυλί; κι ἡ γλώσσα μου τραβήχτηκε κάτω.
— Πῆγε στό τζαμί νά προσκυνήσει καί δέν ἤξερε νά πλυθεῖ. Ἀπ' αὐτό κι ἀπ' ἄλλα τόν κατάλαβε ὁ χότζας, καί στή στιγμή τόν πῆραν καί τόν κρέμασαν στήν ἀγορά, στό μεγάλο πλάτανο.
Κι ἀπ' τά σουσούμια95 πού μοῦ 'δωσε κατάλαβα πώς ἦταν ὁ σύντροφός μου. Ἔτσι, πρίν τό Μάρτη ἀκόμα, κάναμε τή νέα συμφωνία μέ πενήντα μπαγκανότες καί τά ἔξοδα δικά του, ὅπως καί πρίν.
Οἱ μέρες περνοῦσαν γρήγορα, ἡ μία πίσ' ἀπ' τήν ἄλλη καί γέμιζα ἀπό φόβο, πού ἔφτανε ἡ σαρακοστή.
Τήν πρώτη μέρα πρόσεξα πῶς ξύριζαν τίς τρίχες τους.96 Ἔκανα κι ἐγώ τό ἴδιο· ξύρισα τό στῆθος μου.
— Θεέ μου, συχώρεσέ με, εἶπα καί δάκρυσα. Αὐτή τή χρονιά ὅλοι θά ἔκαναν σαρακοστή, γιατί εἶχε φύγει ὁ Γκιαούρης, ὁ ἐχθρός.
— Κι ἐγώ πρέπει νά πιάσω τή νηστεία, λέω τοῦ ἀφεντικοῦ μου.
— Ἐγώ θά κάνω καί γιά σένα, μοῦ λέει, ἐσύ δέν ἔχεις ἁμαρτία, εἶσαι στά ξένα κι ὁ Ἀλλάχ σέ συχωράει.
— Ὄχι, ἀφεντικό, ἔχω χρόνια νά νηστέψω, καί τώρα πού γλιτώσαμε ἀπ' τόν ὀχτρό, πρέπει ὅλοι νά νηστέψουμε.
— Ἀφοῦ τό θέλεις πιάσε, μοῦ λέει, κι ἅμα δυσκολευτεῖς, ἄσ' την.
Ἐγώ ἔφυγα μές στό θαμποχάραμα γιά τό μαντρί. Οἱ δυό τσομπάνηδες εἶχαν βγάλει τά πρόβατα κι ἔβοσκαν μόνα τους μακριά ἀπ' τήν καλύβα. Αὐτοί προσευχόνταν πίσω ἀπό μιά πέτρα. Τούς ζύγωσα, γονάτισα, κάνοντας κι ἐγώ ὅ,τι ἔκαναν.
Ἔτσι πέρασε αὐτή ἡ μέρα, ἦρθε ἄλλη, καί πάλι ἄλλη, ὥσπου πῆρα τό χαβά τους98 κι ἀνάσανα.
Κόντευε τό Μπαϊράμι.99 Τό ἀφεντικό μοῦ λέει μιά μέρα:
— Ἄιντε ἑτοιμάσου, νά πᾶμε στήν πολιτεία νά σοῦ ψωνίσω, νά βγεῖς κι ἐσύ σάν ἄνθρωπος στόν κόσμο.
— Μήν παίρνεις κόπο, ἀφεντικό, γιά μένα, τοῦ λέω, ἀπό φόβο μήν τύχει στά Θεῖρα καί μέ γνωρίσει κανείς.
— Ὄχι, μοῦ λέει, ἔλα πᾶμε νά ψωνίσουμε ὅ,τι σοῦ ἀρέσει.
Καί χωρίς νά τό θέλω, ξεκινήσαμε γιά τά Θεῖρα.
Σά φτάσαμε στό παζάρι, μοῦ ἀγόρασε μιά φορεσιά ροῦχα, κυλότα100 καί σακάκι, ἕνα ζευγάρι τουζλούκια101 πέτσινα, ζουνάρι, φέσι κι ἕνα σαρίκι102 ἀμπανί.103 Σάν τά πῆρα ὅλα στά χέρια, μου, μέ ρώτησε:
— Τί ἄλλο θέλεις νά σοῦ πάρω, Μπεχτσέτ;
— Τίποτα, φτάνουν, ἀφεντικό.
— Ἄς σοῦ πάρω κι ἕνα ζεμπέκικο βρακί.104
— Ὄχι, τοῦ λέγω, δέν προφταίνω νά τό ράψω.
— Ἔχει ἕτοιμα, μοῦ λέει, καί προχώρησε μές στόν κόσμο.
Ἀπό δῶ ψάξαμε, ἀπό κεῖ ψάξαμε, δέ βρῆκε στό μπόι μου.
— Δέν πειράζει, μήν κοπιάζεις, ἀφεντικό, τοῦ λέω, φτάνουν ὅσα μοῦ πῆρες.
— Ὄχι, θά τό πάρουμε ὕφασμα, μοῦ λέει, καί θά τό ράψουν οἱ γυναῖκες.
Ἔφτασε τό Μπαϊράμι κι ἐγώ ἔτρεμα πού δέν ἤξερα πῶς μπαίνουν στό τζαμί. Τ' ἀπέξω τά εἶχα μάθει, μά τά μέσα πού γινόταν στό τζαμί δέν τά ἤξερα.
Ἀποβραδίς μοῦ λέει τό ἀφεντικό μου:
— Ν' ἀρμέξεις πολύ πρωί καί νά 'ρθεις νά προφτάσεις τό τζαμί σου.
— Ναί, τοῦ εἶπα πρόθυμα.
Ἅμα ἔφυγε, ἄφησα τόν μικρότερο παραγιό νά τό σκάσει γιά τό χωριό του. Ὕστερ' ἀπ' αὐτόν ἔφυγε κι ὁ Χασάν, ὁ βοσκός, κι ἔμεινα μοναχός.
Τό πρωί, νά κι ἔρχεται ὁ ἀφεντικός μου, καβάλα στ' ἄλογό του.
— Ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι; μέ ρώτησε.
Ἐγώ τοῦ εἶπα, κάνοντας τόν στεναχωρημένο:
— Κρίμας πού δέν μπόρεσα νά προσκυνήσω. Ἔχασα τή σαρακοστή μου.
— Δέν πειράζει, μοῦ λέει, ἀφοῦ ἦρθε ἔτσι. Καί μ' ἀγκάλιασε. Τόν ἔσφιξα κι ἐγώ ἀπάνω μου.
— Μπαϊράμ μουμπαρέκ ὀλά.105
— Ἀλλάχ ἐρέζ ὀλά.106 Εὐχηθήκαμε.
Σάν τραβηχτήκαμε, μοῦ ξανάπε πάλι:
— Πολύ στεναχωρήθηκα, ἔπρεπε νά 'ρθεις.
— Δέν πειράζει, ἀφεντικό, τοῦ ἀπάντησα, αὐτά εἶναι παιδιά, ἄς γλεντήσουν.
— Ὄχι, μοῦ λέει, πρῶτα ὁ μεγαλύτερος· ἄς εἶναι, ἅμα θά 'χουμε Κουρμπάν Μπαϊράμ.107
Χαιρετιστήκαμε κι ἔφυγε.
Κοντά μεσημέρι ἦρθε ὁ μικρός. Ριζά τόν λέγανε. Μετά ἀπό ὥρα ἦρθε κι ὁ Χασάν, ὁ βοσκός.
Σάν τά εἴπαμε, ἀφήσαμε τό Ριζά στό κοπάδι καί κατεβήκαμε στά Θεῖρα γιά σεριάνι.108
Παντοῦ ἦταν ὄμορφα στολισμένα. Στό φρουραρχεῖο μπροστά ὁ ἀγέρας κυμάτιζε τίς σημαῖες. Στά καφενεῖα ἀράδα τά νταούλια κι οἱ ζουρνάδες. Τό βουητό τους μ' ἀνατρίχιαζε· ἀναθυμόμουν τίς δικές μας μεγαλοσκόλες109 καί τά μάτια μου βούρκωσαν. Ἡ χαρά τους μέ τή λύπη μου ανακατώθηκαν μέσα μου. Ἔχασα τό κουράγιο μου.
— Πᾶμε νά φύγουμε, εἶπα τοῦ Χασάν.
Ἐκεῖνος μέ τράβηξε μές στό καφενεῖο νά πάρουμε ἕνα λουκούμι. Μέσα κι ἔξω χόρευαν οἱ τσέτες110 ὁπλισμένοι· τά ὅπλα τους, τά μαχαίρια τους, θαρροῦσα πώς πετοῦσαν στόν ἀέρα.
— Ἔλα, μοῦ λέει ὁ Χασάν, προχώρα νά πάρουμε σειρά.
Ὁ καφετζής καθόταν καβάλα σέ μιά καρέκλα καί φώναζε στόν καθένα μέ τή σειρά.111
— Ἐσύ, μέ ρώτησε, θά χορέψεις; Πέρνα.
— Ὄχι, δέν ξέρω, τοῦ λέω. Εἶμαι Μακεδόνας.
— Σά δέν ξέρεις, μήν ἔρχεσαι. Ἀφοῦ ἦρθες, θά χορέψεις. Καί μέ τράβηξε.
Ὁ Χασάν ἦρθε ξοπίσω μου καί πιάσαμε τό χορό.
— Εἶδες τό μουατζίρ, πῶς χορεύει; λέγανε γύρω μας.
Στό χορό ἀπάνω, πρόσεξα τό περίπολο πού μᾶς κοίταζε. Τρόμαξα.
— Πᾶμε, λέω τοῦ Χασάν. Εἶναι μοναχός ὁ μικρός, μ' ἕναν κάμπο πρόβατα.
— Ὄχι, μοῦ λέει, θά μείνουμε ὥς τό πρωί.
Ἐγώ τόν ἄφησα κι ἔφυγα γιά τό μαντρί. Ὁ ἀφεντικός μου ἦταν ἐκεῖ. Ξαφνιάστηκε πού μέ εἶδε.
— Γιατί γύρισες; μοῦ εἶπε.
Καί μέ ξανάστελνε πίσω μέ τό ζόρι.
— Κουράστηκα, ἀφεντικό, τοῦ εἶπα, αὔριο πάλι.
Τήν ἄλλη μέρα ἄρμεξα πρωί, ὅπως πάντα, τά πρόβατα καί σάν τά ἔβγαλα στή λάκκα μέ τόν παραγιό, γύρισα στό μαντρί νά ντυθῶ. Πλύθηκα, καλοστολίστηκα καί τράβηξα στήν πολιτεία.
Ὅπως περνοῦσα ἀπό τό χάνι, βλέπω μπροστά μου τόν Σαλή ἐφέντη τόν εἰσπράκτορα.112
Μᾶς ἤξερε στό χωριό, γιατί κι ἐμεῖς εἴχαμε πρόβατα, καί πολλές φορές ἔμεινε στό σπίτι μας.
— Τό σκυλί, εἶπα μέσα μου καί τό 'στριψα.
Ἐκείνη τή μέρα γύριζα στούς δρόμους. Δέν ἔβρισκα ἡσυχία ὅπου κι ἄν πήγαινα. Θαρροῦσα πώς πίσω μου ἐρχόταν ὁ Σαλή ἐφέντης.
Ὁ ἥλιος εἶχε βασιλέψει κι ἐγώ δέν εἶχα τό θάρρος νά γυρίσω. Μιά στιγμή τίναξα τά καινούρια μου ροῦχα, ἔβγαλα, ἔβαλα τό φέσι μου καί τράβηξα ὁλόισα στό μαντρί.
Τά πρόβατα ἔβοσκαν γύρω. Ὁ Χασάν μέ ζύγωσε. Δέν τοῦ μίλησα. Ξάλλαξα, ἔβαλα τά παλιά μου ροῦχα καί ἡσύχασα.
Ὁ καιρός περνοῦσε κι ὁ ἀφεντικός μου ὅλο καί πιό καλός γινόταν μαζί μου. Ἕνα βράδυ μοῦ λέει, καθώς μετρούσαμε τό γάλα:
— Ξέρεις, Μπεχτσέτ, τώρα πού μπαίνει τό καλοκαίρι σκέφτουμαι νά μοιράσω τό χτῆμα, κι ἀπ' τή μεριά πού 'ναι ἡ τουλούμπα113 μέ τό νερό δώδεκα στρέμματα, θά τό βάλουμε μποστάνι.114 Τί γνώμη ἔχεις ἐσύ;
— Ὅ,τι ὁρίζεις, ἀφεντικό· χέρια μονάχα χρειάζονται.
— Καλά, μοῦ λέει, αὐτό τό ξέρω· ὅλοι μαζί θά δουλέψουμε, κι οἱ γυναῖκες.
Ὕστερ' ἀπό μέρες στήσαμε τό τσαρδάκι115 μας καταμεσῆς στό χτῆμα. Ὁλογυρίς εἴχαμε τίς συκιές πού μᾶς ἔκλειναν μέσα. Ἦταν μιά χαρά. Οἱ γυναῖκες δούλευαν γερά, καί μᾶς βόλευαν ἀπό φαΐ μαγερεμένο.
Καί μές στίς μέρες πού περνοῦσαν μέ τή δουλειά, ὁ ἀφεντικός μου ἔβαλε στό νοῦ του νά μέ παντρέψει μέ μιάν ἀνιψιά του, τήν κόρη τοῦ ἀδερφοῦ του, πού 'χε σκοτωθεῖ στά Δαρδανέλια.116
— Δέν κάνει, τοῦ εἶπα, ἀφεντικό, ἐγώ εἶμαι φτωχός καί ξένος, δέν ἔχω ἀξία νά μπῶ στό σπίτι σου.
— Ὄχι, μοῦ λέει, τήν ἀξία σου τήν ἔχεις. Ἐγώ θέλω νά σέ κάνω δικό μου, νά μπεῖς στή θέση τοῦ ἀδερφοῦ μου Σουλεϊμάν, νά πάρεις τήν κόρη του, τή Ζουμπέιντα.
— Ἀφεντικό, τοῦ εἶπα, πάλι, νά μέ συμπαθᾶς, μά δέν ξαναπαντρεύουμαι. Μιά καί στάθηκα ἄτυχος ἀπό τόν πρῶτο μου γάμο, δέν ξαναμπαίνω στόν κόσμο. Ἔχω καί τήν ἀδερφή μου, πού τήν ἔχω ἀφήσει μόνη στήν Προύσα.
Κι οἱ γυναῖκες σάν ἔμαθαν ἀπ' τόν ἀφέντη μου τήν κουβέντα μας, πέφτουν ἀπάνω μου.
— Νά σέ παντρέψουμε, Μπεχτσέτ, φέρε καί τήν ἀδερφή σου ἐδῶ, ἀδερφή μας νά τήν κάνουμε.
— Καλά, πρῶτα νά πάω νά τή φέρω καί μιά μέρα νά παντρευτῶ.
— Ἄς γίνει κι ἔτσι, μοῦ λέει ὁ ἀφεντικός μου. Ἐγώ μιά φορά νά 'χω τό λόγο σου.
— Καλά, τοῦ λέω. Πρῶτα νά φέρω τήν ἀδερφή μου καί βλέπουμε.
Πλησίαζε ὁ Αὔγουστος, πού τέλειωνε ἡ συμφωνία μας, κι ἐγώ ἑτοιμαζόμουν νά φύγω. Γιά ποῦ, οὔτε ἤξερα.
Σάν ἦρθε ἡ ὥρα, λέω τοῦ ἀφεντικοῦ μου:
— Ἡ κυβέρνηση μαζεύει τούς ἀνυπόταχτους καί νοφούσι117 δέν ἔχω. Μοῦ χάθηκε στά χρόνια τῶν Γιουνάνηδων.
— Αὐτό στεναχωριέσαι; μοῦ λέει. Νά δώσουμε ἕνα ἀρνί τοῦ Μουσταφᾶ ἀφέντη, κι αὔριο κιόλας τό ἔχεις. Δῶσε μου τό όνομά σου, τῶν γονιῶν σου καί τοῦ τόπου σου.
Τά 'γράψε σ' ἕνα χαρτί, καί τήν ἄλλη μέρα, πρωί, κατέβηκε στά Θεῖρα. Τό βράδυ, σά γύρισε, μοῦ τό 'φερε.
— Ἔλα, Μπεχτσέτ, πάρ' το, μοῦ εἶπε, καί πρίν βγεῖ ὁ μῆνας, νά συμφωνήσουμε μέ τό χρόνο.
— Ἐγώ, τοῦ λέω, σκέπτομαι νά λείψω γιά λίγον καιρό.
— Ποῦ θά πᾶς; μέ ρώτησε, σάν ξαφνιασμένος.
— Πρέπει νά πάω στήν Προύσα, νά δῶ τήν ἀδελφή μου, πού σᾶς εἶχα πεῖ. Πᾶνε δυό χρόνια πού λείπω ἀπ' τό σπίτι μου, καί δέν ξέρω ἄν ζεῖ ἤ πέθανε.
— Νά στείλουμε, ἀπόψε κιόλας, τηλεγράφημα κι αὔριο θά 'χεις ἀπάντηση. Στήν Προύσα ἔχω γνωστό μου.
— Ὄχι, τοῦ εἶπα, πρέπει νά πάω ἐγώ ὁ ἴδιος.
— Καλά, πήγαινε, μοῦ ἀπάντησε στεναχωρημένα, κι ὅλα τά ἔξοδα δικά μου. Μεῖνε ὥς τό Σεπτέμβρη. Ἄν θέλεις νά γυρίσεις καί πιό μπροστά, ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου, γιά σένα, θά εἶναι ἀνοιχτή.
— Ἄν δέν πεθάνω, ἀφεντικό, τοῦ λέω, δικός σου εἶμαι.
— Εὐχαριστῶ, μοῦ εἶπε κι ἔφυγε.
Τήν ἄλλη μέρα, τό πρωί κιόλας, πῆγε στά Θεῖρα γιά ἄλλον τσομπάνο.
Αὐτή τή φορά βρῆκε ἀμέσως. Ἔφερε ἕναν, Κατήρ τόν ἔλεγαν, μόλις τόν εἶχαν ἀπολύσει οἱ Ἕλληνες ἀπό αἰχμάλωτο. Ἀπό κεῖνον ἔμαθα ὅλο τό κακό πού 'χε γίνει.
Ὁ ἀφεντικός μου, σά μ' εἶδε πιά νά ἑτοιμάζουμαι, μοῦ 'δωσε τά λεφτά μου, ἑκατόν πενήντα πέντε μπαγκανότες. Οἱ γυναῖκες μου ἔπλυναν τά ροῦχα μου, τά μπάλωσαν, καί σέ μένα ἔδωσαν δυό καλάθια νά φέρω σύκα ἀπ' τόν μπαξέ118. Ὅταν γύρισα στό σπίτι, δίπλωσαν τά ροῦχα μου, τά 'βαλαν σ' ἕνα κοφίνι καί τό ἔραψαν ἀπάνω μέ πανί.
— Πάρε κι αὐτό τό καλάθι μέ τά σύκα, μοῦ λέν, νά τό πᾶς πεσκέσι119 στήν ἀδερφή σου. Καί πές της πώς τήν περιμένουμε.
Δέν τούς εἶπα τίποτα, δέν ἔβρισκα λόγια.
Ἐκεῖνο, τό τελευταῖο βράδυ, φάγαμε ὅπως καί τό πρῶτο μαζί, καί καθίσαμε ὥς ἀργά.
Ὅλη νύχτα ἔμεινα ξύπνιος, μέ τά μάτια ἀνοιχτά. Μοῦ φάνηκε μεγαλύτερη ἀπ' ὅλες.
Σάν πῆρε ἡ μέρα, σηκωθήκαμε ὅλοι· τά βήματά μας ἀκούγονταν πιό πολύ ἀπ' τίς κουβέντες μας. Οἱ γυναῖκες ἔκαναν τηγανίτες μέ πετιμέζι 120 καί μοῦ 'δωσαν μέ τόν καφέ. Φάγαμε, κι εὐχηθήκαμε καλή ἀντάμωση.
Ἅμα ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγω, τούς ἔπιασα τά χέρια.
— Εὐχαριστῶ πολύ, τούς εἶπα, πολύ καλό εἶδα ἀπό σᾶς.
Ο ἀφεντικός μου μοῦ λέει:
— Χαλάλ ὀλσούν,121 ὀνούτμα.122
Κι οἱ γυναῖκες:
— Ὀνούτμα.
Χαιρετηθήκαμε.
Ὁ ἀφέντης μου καβάλησε τό ἄλογό του κι ἐγώ τό γομάρι123 καί φύγαμε.
Σά φτάσαμε στά Θεῖρα, μπήκαμε στό χάνι. Ὁ χανιτζής124 ἦταν Μακεδόνας, γνωστός τοῦ ἀφεντικοῦ μου, καί τοῦ ἔκανε λόγο νά μέ καταφέρει νά μείνω, σάν πατριώτης μου πού ἦταν.
— Δέν γίνεται, τοῦ λέω. Ἄνθρωπος πού πῆρε τό δρόμο του, πίσω μήν τόν γυρίζετε.
Εἶπα καί στόν ἀφεντικό μου:
— Μή στεναχωριέσαι. Ὅπως σοῦ εἶπα, θά ξαναέρθω, μονάχα νά θέλει Ἐκεῖνος, καί τοῦ 'δειξα τό Θεό.
— Καλά, μού λέει, ἔχω τό λόγο σου· καί μοῦ ἔδωσε νά τοῦ πάρω ἀπ' τήν Προύσα ἕνα σαρίκι· μοῦ ἔδωσε κι ὁ χανιτζής εἴκοσι πέντε μπαγκανότες νά τοῦ ἀγοράσω ἕνα ζωνάρι βυσσινί.
Ἐγώ πῆρα τά λεφτά, καί τά ἔριξα στή σακούλα μου. Ὕστερα ρώτησα τ' ἀφεντικό μου:
— Τά χαρτιά μου εἶναι ἐντάξει, ἤ μήπως πρέπει νά πάγω στό Φρουραρχεῖο νά τά θεωρήσω;
— Ὅ Γραμματέας, μοῦ λέει, ἔρχετ' ἐδῶ, ἕνα νέο παιδί, χωροφύλακας. Εἶναι δικός μας.
Περιμέναμε, καί σέ λίγο ἦρθε. Τοῦ ἔδωσα τά χαρτιά μου καί μοῦ τά 'κανε «Χαρεκέτ Προύσα»,125 γιατί δέν ἤξερα ἄν δούλευαν τά βαπόρια.
— Πάρ' τα, μοῦ λέει.
— Εἶναι καλά, τόν ρωτῶ, ἤ θέλουν τίποτε ἀκόμα;
— Μ' αὐτά πᾶς καί στήν Μπαγντάτα,126 μοῦ λέει. Κι ἐγώ πάλι δέν ἡσύχαζα.
— Γιατί δέ μοῦ 'χεις ἐμπιστοσύνη; μοῦ λέει πειραγμένος ὁ ἀφεντικός μου. Ἐγώ εἶμαι γνωστός, τίμιος, μέ ξέρουν ὅλα τά Θεῖρα. Ἐσύ ὅμως θά φύγεις, μά πίσω δέ θά γυρίσεις.
— Μόνο ἅμα πεθάνω, ἀφεντικό. Ἄν ζήσω, καρτέρα με.
Ἦρθε ἡ ὥρα νά ξεκινήσει τό τραῖνο. Σφυρίζει. Δώσαμε τά χέρια.
— Στό καλό νά πᾶς, μοῦ εἶπε, πολύ καλό εἶδα ἀπό σένα.
— Κι ἐγώ, ἀφεντικό. Ὑγεία νά σᾶς δίνει ὁ Θεός. Κι ἔφυγα σά βιαστικός, κι οὔτε κοίταξα πίσω μου.
Μπῆκα στό τραῖνο καί μαζεύτηκα σέ μιάν ἄκρια. Ἀπέναντι μου, δυό Ἑβραίοι κι ἕνας Τουρκοκρητικός εἶχαν κουβέντα γιά τούς Ἕλληνες τῆς κατοχῆς.
— Ὁ Παναγιώτης ἦταν ἕνας πού 'κανε τοῦτο κι ἐκεῖνο. Καί τώρα, τό σκυλί, μαθαίνουμε πώς εἶναι στήν Πάντερμο· ἔλεγαν οἱ Ἑβραῖοι καί κατηγοροῦσαν τούς Ἕλληνες.
Ἐγώ ἔπιασα μιάν ἄκρια κι ἄκουγα γιά τόν αἰχμάλωτο τόν Παναγιώτη:
— Ἐμείς οἱ Ἑβραῖοι ὅλο ἀναφορές κάνουμε, νά τόν κρεμάσουνε, μά τά Θεῖρα δέ συμφωνοῦν.
Κι ἐκεῖ πού μιλοῦσαν, ὁ Τοῦρκος εἶδε πώς ὁ ἕνας Ἑβραῖος εἶχε στήν τσέπη του πιστόλι.
— Ἔ, τσιφούτη127 Ἑβραῖε, τοῦ εἶπε, σηκωμένος ἀπ' τό κάθισμά του, καί μιλᾶς ἀκόμα; Ὅταν ἐμεῖς πολεμούσαμε τούς Ἕλληνες, ἐσύ τί ἔκανες; Καί τώρα μοῦ βαστᾶς καί περίστροφο, πού ἐμεῖς δέν ἔχουμε.
Καί ρίχτηκε νά τοῦ τό πάρει.
— Ἀπό κεινούς τούς Ἑβραίους μέ νομίζεις; τοῦ εἶπε καί πιάστηκαν στά χέρια.
— Κοίταξε καλά, τοῦ λέει ὁ Ἑβραῖος. Εἶμαι νοικοκύρης ἄνθρωπος καί θά βρεῖς τόν μπελά σου.
Ἐγώ τούς ἄκουγα κι ἔκανα κέφι· σιγά σιγά τό 'ριξαν κι αὐτοί στ' ἀστεῖα καί ἡσύχασαν.
— Εἶσαι Ἑβραῖος, μωρέ, τοῦ λέει ὕστερ' ἀπό λίγο ὁ Τουρκοκρητικός, καί τό πιστόλι δέ σοῦ πρέπει.
Περνοῦμε τό Ντούραλη.128 Εἶναι σύνορα δικά μας. Κι ἐγώ κλείστηκα μέσα, μή λάχει καί μέ δεῖ τούρκικο μάτι.
Τέλος φτάσαμε στή Σμύρνη. Κατεβήκαμε στό τελωνεῖο. Μπαίνουμε ὅλοι στή γραμμή. Ἕνας ἀξιωματικός στέκεται καί μᾶς θεωρεῖ τά χαρτιά μας.
— Τά πιστοποιητικά σας, μᾶς λέει.
Ἐγώ ταράχτηκα. Δέν πίστευα ἀκόμα πώς τά χαρτιά μου ἦταν ἐντάξει. Κοιτάζω μέ τρόπο νά τό στρίψω. Παντοῦ κάγκελα. Μπῆκα στό ζυγό κι ἅπλωσα τό χέρι μέ τά χαρτιά μου, βιαστικά, ἀπάνω ἀπό δυονῶν τίς πλάτες.
— Μπούγιουρουν, τοῦ λέω, καπετάνιο.
— Μέ τή σειρά σου, μοῦ λέν οἱ παραμπροστινοί, καί μέ κοίταξαν στά μάτια.
— Τήν κλάση σου, μέ ρωτᾶ ὁ ἀξιωματικός, σά ζύγωσα.
— Τοῦ ὀκτώ,129 τοῦ λέω.
Καί πέρασα.
Σά βγῆκα ἔξω, τά φέσια μυρμηγκιά, πηγαινοέρχονταν. Οἱ καρότσες ἔστεκαν στή σειρά. Οἱ ἁμαξάδες βίτσιζαν τά καμουτσίκια τους στόν ἀέρα. Πῆγα σ' ἕναν.
— Εἶσαι ἕτοιμος;
— Ναί, ἔμπα μέσα, μοῦ λέει. Γιά ποῦ;
— Στό κορδόνι,130 τοῦ λέω, πόσα θέλεις;
— Τέσσερα μετζίτια.131
— Πάρ' τα καί τράβα.
Σ' ὅλο τό δρόμο, ὁ φόβος κι ἡ χαρά πάλευαν μέσα μου. Δέν κατάλαβα πότε φτάσαμε.
— Κατέβα, ἤρθαμε, μοῦ λέει ὁ ἁμαξάς.
Πῆρα τά δυό καλάθια μου καί τή μαλλίνα, δῶρο τ' ἀφεντικοῦ μου, καί τόν ρώτησα.
— Ξενοδοχεῖο μπάς καί ξέρεις κανένα;
— Νά, αὐτό ἐκεῖ. Καί μοῦ ἔδειξε ἕνα.
Τόν εὐχαρίστησα, πῆρα τά πράγματά μου καί πῆγα. Βρῆκα εὔκολα θέση. Τ' ἄφησα ἐκεῖ, καί βγῆκα πάλι νά σεριανίσω.
Στό κορδόνι, ἀπό τόν Κισλά132 καί πέρα, ἦταν ὅλα γκρεμισμένα. Μοναχά στό «Ἑρμῆς» εἶχαν μερικά καφενεῖα φτιαγμένα. Κάθισα σ' ἕνα καί ζήτησα νά μοῦ φέρουν τσάι. Πίσω μου καθόταν δυό ἄλλοι μέ καπέλα.
— Δυό τσάγια! εἶπαν ἑλληνικά!
Τ' αὐτιά μου δέν πίστευαν.
Ἔριξα τήν ἀκοή μου στήν κουβέντα τους. Ἔλεγαν:
— Κάποιοι, στό Ὑπουργεῖο, πῆραν γράμματα ἀπό τόν Πειραιά.
Ἔκανα νά πάω νά τούς ξεμολογηθῶ. Κρατήθηκα.
Σέ λίγο σηκώθηκαν νά φύγουν. Πλήρωσα στά γρήγορα καί τούς πῆρα τό κατόπι. Πήγαινα νά τούς μιλήσω καί πάλι τραβιόμουν.
— Ἄς μήν προδοθῶ μονάχος μου, εἶπα. Καλύτερα τό μυστικό μου νά τό ξέρω ἐγώ κι ὁ Θεός, καί Κεῖνος νά μοῦ τό φέρει σέ τέλος.
Τραβῶ στό μουράγιο νά βρῶ κανένα βαρκάρη, νά τόν ρωτήσω πότε ἔχει βαπόρι γιά τήν Πόλη.
Κάποιος βαρκάρης πού μέ πρόσεξε, μοῦ λέει:
— Τί γυρεύεις, παλικάρι μου;
— Τίποτα, τοῦ ἀπάντησα.
— Μήπως θέλεις νά ταξιδέψεις;
— Ναί, τοῦ λέω.
— Γιά ποῦ;
— Γιά τήν Πόλη.
— Ἐγώ, νά σέ βάλω στό βαπόρι, μοῦ λέει.
— Ἐμένα, φτωχό ἄνθρωπο, βρῆκες νά κοροϊδέψεις; τοῦ λέγω.
— Ὄχι, σοβαρά σοῦ μιλῶ, αὔριο φεύγει. Ἀραβικό.
— Ἄν ἔχεις Θεό, πές μου τήν ἀλήθεια. Εἶμαι φτωχός ἄνθρωπος, νά μήν ξοδέψω τά λεφτά μου καί μείνω στούς δρόμους.
— Μή φοβᾶσαι, μοῦ λέει, κοίταξε μονάχα τό νούμερό μου, καί χωρίς λεφτά σέ πάω. Σέ ποιό ξενοδοχεῖο μένεις;
— Δέν πρόσεξα πῶς τό λένε, τοῦ εἶπα.
Καί τό 'κρυψα μή δώσω μαρτυρία.
— Αὔριο, μοῦ λέει, μεσημέρι ἀποῦντο,133 ἔλα νά σέ πάγω νά θεωρήσεις τά χαρτιά σου.
Κι ἐγώ, πού δέν πίστευα, τόν ξαναρώτησα γιά τό πλοῖο πού θά 'φευγε γιά τήν Πόλη.
— Βρέ ἀχμάκη,134 μοῦ λέει, κάθε μέρα ἔχει καράβι γιά τήν Πόλη.
— Σέ πιστεύω, τοῦ λέω, καί πῆγα σ' ἕνα μαγερειό νά φάγω. Ἀπό τή χαρά μου δέν εἶχα ὄρεξη. Πλήρωσα καί πῆγα στό ξενοδοχεῖο νά πλαγιάσω. Ἡ νύχτα δέν ξημέρωνε. Ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ στριφογύριζα.
Τό πρωί μόλις εἶδα τόν ἥλιο, σηκώθηκα καί κατέβηκα στό μουράγιο. Ἐκεῖ βρῆκα τό βαρκάρη καί πάλι τόν ρώτησα γιά τό καράβι πού θά 'φευγε γιά τήν Πόλη.
— Τό βαπόρι σά στύλος σέ βλέπει, κι ἐσύ ἀκόμα δέν πιστεύεις; Κάνε γρήγορα, μοῦ λέει.
Ἀπ' τή χαρά μου τρέχω γιά τό Λιμεναρχεῖο.
— Στάσου νά πᾶμε μαζί, μοῦ φωνάζει.
— Ὄχι, μήν κάνεις κόπο, τοῦ λέω, θά πάω μοναχός μου.
Σάν ἔφτασα, ὁ κόσμος ἦταν πάλι ἀράδα. Τούς ἄφησα νά περάσουν κι ἐγώ ἔβλεπα ἀπέξω τούς γραμματικούς πού γράφαν βιαστικά στά χαρτιά καί τά δίναν χέρι μέ χέρι. Πρέπει νά μπῶ στή σειρά. Ἔκλεισα τά μάτια μου καί μπῆκα.
Ὥς ἐδῶ ἦρθα. Ἀπό δῶ ὁ Θεός βοηθός.
— Τό φύλλο σου, μοῦ εἶπε ὁ γραμματικός πού ἔστεκε στήν πόρτα.
Τοῦ τό 'δωσα. Τό κοίταξε καλά καλά. Ἐγώ ἄρχισα νά τρέμω.
— Ὁ πατέρας σου, μοῦ λέει.
— Σουλεϊμάν, τοῦ λέω.
— Ἡ μητέρα σου;
— Ζαχριέ.
— Τί κλάση;
— Τοῦ ὀκτώ.
— Ποῦ μένεις;
— Στά Θεῖρα.
— Καλά, ἐδῶ λέει Κοσσυφοπέδι.
— Ἀπό κεῖ εἶμαι.
— Ποῦ πᾶς τώρα;
— Στήν Πόλη. Ἦρθαν οἱ δικοί μου, καί μοῦ γράψαν νά πάω νά τούς πάρω.
— Ἀπό ποῦ ἦρθαν; μέ ρώτησε.
— Ἀπό τή Σερβία.
— Στήν Πόλη τώρα, ἔχει φασαρία. Δέν περιμένεις λίγο νά περάσει;
— Δέν μπορῶ, τοῦ λέω, εἶμαι φτωχός ἄνθρωπος. Δυό μέρες νά μείνω, ἔφαγα τά λεφτά μου.
— Καλά, μοῦ λέει. Ἅμα πᾶς στήν Πόλη, πέρασε ἀπ' τό Μπιρλάρ - σοκάκι. Εἶναι ὁ τάδες, πού τοῦ ἔχω παραγγείλει μπότες. Πᾶνε δυό μῆνες κι ἀκόμα δέ μοῦ τίς ἔστειλε. Δῶσ' του αὐτήν τήν κάρτα καί πές του νά μοῦ τίς στείλει γρήγορα.
— Μάλιστα, τοῦ λέω, τό δίχως ἄλλο.
Καί πῆγα νά θεωρήσω τό φύλλο μου στόν ταγματάρχη.
Ἀπό κεῖ ἔφυγα τρεχάτος. Παίρνω τά πράγματά μου ἀπ' τό ξενοδοχεῖο καί πάω ὁλόισια στή βάρκα.
Ἐκεῖ πάλι ἄλλος κοίταξε τά χαρτιά μου.
— Ἐντάξει, μοῦ λέει, ἐλεύθερα.
Τότε μέ πῆρε ὁ βαρκάρης. Σά φτάσαμε στό καράβι ἐκεῖ ξανά ἄλλος τά κοίταξε.
— Ἐλεύθερα, μοῦ εἶπε κι αὐτός.
Ἀνέβηκα στό βαπόρι καί γύρισα τήν πλάτη, νά μή βλέπω πίσω μου. Ρώτησα ἕνα παιδί πότε φεύγει.
— Σέ πέντε λεφτά, μοῦ λέγει.
Σέ λίγο ξεκίνησε.
Μέσα ἦταν καί πολίτες Τοῦρκοι πού ταξίδευαν στήν Πόλη. Δίπλα μου, μιά παρέα ἔτρωγε καί τραγουδοῦσε μέ κέφι. Ἔπιανε πιά νά σκοτεινιάζει. Στό βάθος, μακριά, φαίνονταν σάν καντηλάκια τά φῶτα τῆς Μυτιλήνης· κι οἱ Τοῦρκοι, ἄντρες, γυναῖκες καί παιδιά, ἔλεγαν μέ κακία:
— Θά δοῦμε πάλι τήν Ἐσέκ Μυντιλή.135
Καί παρακαλοῦσαν νά μήν πιάσει τό βαπόρι καί ξαναδοῦν τούς Γκιαούρηδες.
Ἕνας γέρος στεκόταν ὄρθιος, παραπέρα, καί τούς ἄκουγε κατσουφιασμένος. Ἐρχόταν ἀπ' τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἔκανα νά τόν ζυγώσω καί νά τοῦ πιάσω κουβέντα. Δέ μοῦ ἔμοιαζε γιά Τοῦρκος.
Αὐτός μ' ἀγριοκοίταξε· τραβήχτηκα.
Σέ λίγο πῆγα πάλι κοντά του.
— Γιατί δέ μοῦ μιλᾶς; τοῦ λέω τούρκικα.
— Τί θέλεις ἀπό μένα; μοῦ λέει.
— Νά σέ ρωτήσω θέλω. Τό βαπόρι θά πιάσει σκάλα136 στή Μυτιλήνη;
— Καί ποῦ ξέρω ἐγώ, μοῦ ἀπαντᾶ.
— Καλά ἐσύ ποῦ πᾶς;
— Γιατί μέ ρωτᾶς; μοῦ λέει.
— Μοῦ φαίνεσαι σάν Ἕλληνας. Εἶμαι κι ἐγώ Ἕλληνας. Ἕνας χρόνος πάει πού 'μενα μέσα στήν Τουρκιά, κάνοντας τόν Τοῦρκο γιά νά γλιτώσω.
— Μωρέ τί λές; μοῦ λέει ἑλληνικά.
— Μά τό Σταυρό, κι ἔκανα κρυφά τό σταυρό μου, μή μέ δοῦν.
— Νά μέ συμπαθᾶς, μοῦ λέει. Μοῦ μιλοῦσες κι ἐγώ ἔλεγα μέσα μου «τί θέλει αὐτό τό παλιόσκυλο». Κάτσε ἐδῶ, νά πάω νά τό πῶ στόν καμαρότο. Εἶναι κι αὐτός Ἕλληνας. Νά ἰδοῦμε τί θά γίνει.
Πῆγε καί τοῦ λέει:
— Ἕνας χριστιανός, ντυμένος τούρκικα, ἔρχεται ἀπ' τή Σμύρνη. Κοίταξε νά τόν σώσουμε.
— Ποιός εἶναι;
Ὁ γέρος τόν ἔφερε κοντά μου καί μ' ἔδειξε.
— Νά αὐτός.
Ὁ καμαρότος137 μοῦ λέει σιγά «ἀκολούθα με»· καί μέ πῆγε στήν καμπίνα του.
— Κι ἐγώ Ἁνατολίτης εἶμαι,138 μοῦ λέγει.
— Σάν εἶσαι Ἀνατολίτης, σῶσε με.
— Χριστιανός μωρέ εἶσαι; Πῶς τά κατάφερες καί γλίτωσες;
— Τό 'θελε ὁ Θεός.
Καί μέ λίγα λόγια τοῦ 'πα τήν ἱστορία μου κι ἔτρεμα.
— Μή φοβᾶσαι πιά, μοῦ λέει.
Καί πῆγε στόν ἐγγλέζο πλοίαρχο καί τό 'πε.
Σάν ἦρθε αὐτός, μέ ρώτησε μισοελληνικά:
— Ἕλληνας;
— Ναί, Ἕλληνας.
— Καί οἱ Τοῦρκοι πῶς δέ σοῦ κόψαν τό κεφάλι;
— Ὁ Θεός τό 'θελε, τοῦ ἀπάντησα.
— Μπόνο, μπόνο,139 ἔκανε καί μοῦ 'δωσε τσιγάρο.
— Τώρα, τοῦ λέω, ἐσύ μέ περιλαβαίνεις. Ὁ Θεός μέ παραδίνει στά χέρια σου. Πολλά ὑπόφερα καί νά μήν κατεβῶ στήν Πόλη. Καλύτερα νά πεθάνω ἐδῶ.
Τό καράβι ἄρχισε νά σφυράει καί σιγά σιγά σταμάτησε μές στό λιμάνι τῆς Μυτιλήνης. Ὁ Λιμενάρχης ἀνέβηκε ἀπάνω. Ὁ καμαρότος τοῦ εἶπε ψιθυριστά στό αὐτί: «Ἔτσι κι ἔτσι».
— Ποιός εἶναι; τοῦ ἔκανε μέ νόημα.
— Ἐκεῖνος ἐκεῖ. Καί μ' ἔδειξε.
— Τί μοῦ λές; Αὐτόν τό Μεμέτη;
Ἐγώ τήραγα τό βαπόρι, μήν ξεκινήσει.
— Ἔλα ἐδῶ, μοῦ ἔκανε ὁ καμαρότος, δῶσε τά χαρτιά σου.
Τά ἔδωσα.
— Τί, τούρκικα; Εὐρωπαϊκά χαρτιά ἔχεις; Δέν ξέρω τί ἄνθρωπος εἶσαι· δέν μπορῶ νά σέ βγάλω.
— Ἕλληνας εἶμαι, κι ἄν δέ μέ βγάλεις, ἐδῶ μπροστά σου θά πνιγῶ.
Αὐτός ἐπέμενε.
— Γιατί δέ μέ πιστεύετε; τοῦ λέω.
— Ἔχω τό νόμο καί μέ κρεμάζει, ἅμα πιστεύω εὔκολα τόν καθένα.
— Πάρε με, τοῦ εἶπα, βάλε με στή φυλακή καί κάνε ἀνάκριση.
— Ἐγώ δέν μπορῶ νά κάνω αὐτά· δέν εἶναι δική μου δουλειά.
Τό βαπόρι σήκωνε τήν ἄγκυρα, ἕτοιμο νά φύγει.
Ἐκεῖνος κατέβαινε τή σκάλα.
Ὁ καμαρότος τοῦ λέει.
— Δέ στέλνεις ἕνα ναύτη στό Φρουραρχεῖο νά ρωτήσει τό Φρούραρχο;
— Ἄ, τότε ἀλλάζει, εἶναι ἄλλος ὑπεύθυνος. Κι ἔστειλε νά ρωτήσουν.
Ἀπό κεῖ διέταξαν νά μέ πᾶνε συνοδεία.
— Ἄιντε, κατέβα, μοῦ λέει, ἀπό μένα εἶσαι ἐλεύθερος.
Ἔβγαλα τό φέσι μου καί τό 'κρυψα. Οἱ Τοῦρκοι μᾶς κοίταζαν, πού κατεβαίναμε στή βάρκα.
Βγήκαμε στό Λιμεναρχεῖο. Καθώς περνούσαμε τήν προκυμαία, στόν «Κῆπο», ἦταν πρόσφυγες, ἕτοιμοι νά φύγουν γιά τή Μακεδονία. Καί σάν ἄκουσαν τήν ἱστορία μου, σηκώθηκαν ὅλοι στό πόδι, ἄντρες, γυναῖκες, καί μέ πῆραν ἀπό κοντά. Μπήκαμε σ' ἕνα καφενεῖο πού γέμισε ἀπό κόσμο. Ὅλοι μέ κοίταζαν στά μάτια, καί μέ ρωτοῦσαν νά μάθουν γιά τούς δικούς τους.140
— Ἀπό μένα, τούς λέω, δέν ἕχετε νά μάθετε τίποτα. Ἀπ' τό βουνό κατέβηκα, πού κρυβόμουν ἕνα χρόνο, μές σέ σπηλιές.
Σάν ἤπια τό τσάι, πού μέ κέρασε ὁ συνοδός μου, μέ πήγε στό Φρουραρχεῖο. Μόλις μέ εἶδε ὁ Φρούραρχος:
— Καλῶς τον, μοῦ λέει, κάτσε. Ἀπό ποῦ ἔρχεσαι; Ποῦ πᾶς; Ποῦ ἔκανες στρατιώτης; Ποιόν ἔχεις διοικητή;
Κι ἐγώ τοῦ τά 'πα ὅλα ὅπως τά ἤξερα.
— Ἔχεις ἐδῶ κανένα Σωκιανό141 νά σέ ξέρει;
— Ἐγώ ποῦ νά ξέρω, τώρα ἦρθα, τοῦ λέω.
—Ἐσεῖς δέν ξέρετε κανέναν; ρωτᾶ τούς χωροφύλακες.
Ἕνας, τοῦ λέει:
— Κάποιος ξενοδόχος, κύριε Φρούραρχε, θαρρῶ πώς εἶναι ἀπ' τά Σώκια.
— Πήγαινέ τον. Κι ἄν γνωριστοῦν, νά μείνει στό ξενοδοχεῖο του, κι ἄν δέν βρεθεῖ γνωστός του, φέρε τον πίσω.
Τόν κοίταξε.
— Νά μέ συχωρᾶς, παιδί μου, μοῦ λέει, αὐτή εἶναι ἡ ὑπηρεσία μου.
— Ἔχετε δίκιο, τοῦ λέω. Κι ἐγώ ἔκανα στρατιώτης καί ξέρω ἀπό καθῆκον.
— Πηγαίνετε, μᾶς λέει.
Σάν μπήκαμε στό ξενοδοχεῖο:
— Ἀλέκο, Ἀλέκο, φωνάζει ὁ χωροφύλακας, ἔλα, σοῦ ἔφερα ἕναν πατριώτη σου.
Ἦρθε ὁ ξενοδόχος.
— Βρέ τί πατριώτη μοῦ 'φερες; τοῦ λέει. Αὐτός εἶναι Τουρκαλάς.
Καί μέ κοιτάζει ἀπό πάνω ὥς κάτω.
— Ἔλα, πατριώτη, τοῦ λέω, ζύγωσέ με. Δέν ἔχεις φόβο νά κολλήσεις Τοῦρκος.
Ὁ χωροφύλακας εἶπε:
— Εἶναι ἀπ' τό Ἀϊντίν, ἀπ' τό Κιρκιντζέ.
— Γιά πές μου ἕναν Κιρκίντζαλη;
— Ὁ Λιμπέρης, ὁ πιό πλούσιος τοῦ χωριοῦ μας.
— Βρέ κόλλα το, μοῦ λέει, καί χτυπήσαμε φιλικά τίς ἀπαλάμες μας.
Ὁ χωροφύλακας τόν ρώτησε:
— Νά πηγαίνω;
— Ναί, θά τόν κρατήσω ἀπόψε κοντά μου, μένω ἐγώ ὑπεύθυνος, κι αὔριο πρωί ἔρχεσαι καί τόν παίρνεις.
Ὥς τά μεσάνυχτα λέγαμε τά βάσανά μας. Ὁ ὕπνος μᾶς πῆρε ἀπάνω σέ κουβέντα.
Τό πρωί ξύπνησα ἡσυχασμένος. Ντύθηκα καί πῆγα στήν ἐκκλησιά.
Ἄναψα ἕνα κερί, γονάτισα καί προσευχήθηκα. Σάν ξαναγύρισα στό ξενοδοχεῖο, ὁ χωροφύλακας ἦταν ἐκεῖ.
— Ἔλα, πᾶμε, μοῦ λέει.
Καί τραβήξαμε στό Φρουραρχεῖο, κι ἔπειτα στή Νομαρχία. Ἐκεῖ μοῦ ἔβγαλαν πιστοποιητικό καί μ' ἔστειλαν συνοδεία στόν Πειραιά.
Σά φτάσαμε στή Χίο, ἀπάνω στό κορδόνι, βλέπω χωριανούς μου. Κοιτάζοντας μέσα στόν κόσμο βρίσκω καί τούς δικούς μου, πού τήν ἴδια μέρα ἔφευγαν γιά τήν Κοζάνη.
Σάν τέλειωσε νά μοῦ διηγεῖται, τοῦ εἶπα: Βάλε τήν ὑπογραφή σου. Κι ἐκεῖνος ἔγραψε:
Νικόλας Κοζάκογλου
«Αγιάσος» (1925), έργο του Σπύρου Παπαλουκά.
[Δύο επιστολές του Νικόλα Καζάκογλου]
Το κείμενο παρατίθεται όπως στην έκδοση: Στρατής Δούκας, Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου, στ' έκδ. Κέδρος 1977.
Όσων σχολίων η επεξήγηση είναι με πλάγια γράμματα, είναι του συγγραφέα και προέρχονται από την πρώτη έκδοση του έργου (1929), την οποία ευγενικά μας παραχώρησε το Ε.Λ.Ι.Α. (Εταιρεία Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου), το οποίο και ευχαριστούμε.
(Στην α' έκδοση (1929) ο Στρατής Δούκας διατήρησε σχεδόν ανέπαφη την έκταση της ιστορίας, έτσι όπως την άκουσε από την πραγματική της πηγή, τον Νικόλα Κοζάκογλου, καθώς επίσης και τα στοιχεία του προφορικού λαϊκότροπου λόγου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αρχή του βιβλίου:
«Όταν έγινε η καταστροφή της Σμύρνης είμουνα εκεί.
Έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος.
Από τη Σμύρνη μας έμασαν όλους και μας έκλεισαν στους στρατώνες για να μας στείλουν στο Εσωτερικό. Μόλις βγήκαμε βαδίσαμε στην αγορά. Κι' είμαστε κάνα δυο χιλιάδες αιχμάλωτοι. Εκεί ήταν και ναύτες Γάλλοι, δεξιά κι αριστερά, μαζί με τους Τούρκους και κάνανε γούστο»).
Αντιπολεμική λογοτεχνία, Φωτόδεντρο
Η «τέχνη» του πολέμου. Παραδείγματα αντιπολεμικής στάσης στη ζωγραφική, Φωτόδεντρο (Δεν υποστηρίζεται)
«Φώτα, κάμερα...». Πόλεμος και κινηματογράφος, Φωτόδεντρο
Πήγαινε στα Παράλληλα Κείμενα
Πρόλογος της α´ Έκδοσης του Έργου
Η ιστορία τούτη είναι απόχτημα μιας βραδιάς που πέρασα σ' ένα χωριό Αιχμαλώτων. Ήταν μιαν απλή και γλυκειά μονωδία που κυριαρχούσε, γιατί όλα σιωπούσαν και γι' αυτό δε θα ταίριαζε ούτε σήμερα να τη συνοδέψω με προλόγους. Αν όμως τέλος αποφάσισα να προτάξω δυο λόγια είναι να διασαφηνίσω το σκοπό όπου προσφέρω δημόσια και με τ' όνομά μου το ωραίο αυτό λαϊκό λουλούδι του Λόγου. Είναι να πω σ' εκείνους που μπορούν και σε κείνους που πρέπει να ενδιαφερθούνε, πως είναι αστοργία σε ό,τι ύστερ' από μας θαν έρτη, αστοργία στο νόημα της ζωής, που είναι οι χαρές και οι πόνοι μας, ν' αφίνουμε να χάνουνται μέσα στην καταβόθρα της λήθης τα ωραία αυτά μαργαριτάρια που 'ναι ατόφια τα δάκρυα της φυλής μας.
Μονάχα οι ηλίθιοι και οι νεκροί έχουν δικαίωμα να λησμονούν· μα όσοι έχουν την πνοή της ζωής μέσα τους, οφείλουν να θυμούνται για να στοχάζουνται και να συχωρούν. Η μνήμη είναι εκείνη που δίνει θροφή στο πνεύμα και στην καρδιά. Η μνήμη είν' ένα ωραίο καθήκον μέσα στη ζωή. Ας βγουν λοιπόν από κάποια πρωτοβουλία ένα ή δυο πλήρη συνεργεία κι ας συλλέξουν αυτά τα πολύτιμα ψηφιδώματα με τα οποία θα στολίσουμε το νέο πνευματικό ναό μας. Χωρίς αυτά θα 'ναι τρομακτικά άδειος· συλλέξατέ τα, ψηφί ψηφί, με προσοχή και μ' αγάπη και μην αφίνετε να χάνεται ό,τι είναι τόσο ακριβά πληρωμένο.
Για μιαν ανάλογη, λοιπόν, πλήρη εργασία, προσφέρω, προς το παρόν, την ιστορία τούτη σα μια δοκιμή και μιαν απλή προσπάθεια.
(Στρατής Δούκας, Μάρτης 1929)
Το Ιστορικό της Ιστορίας ενός Αιχμαλώτου
Στο τέλος της πρώτης περιοδείας μου (Σεπτέμβρης - Δεκέμβρης 1928), είχα πέσει σε κάτι προσφυγοχώρια της περιφέρειας Αικατερίνης. Στις σημειώσεις μου γράφω: «... βρέχει, βρέχει, βρέχει· λίγο ακόμα και θα 'μαι στην πολιτεία· πρέπει να τελειώσω καλά. Είμαι προς το τέλος αλλά και σ' ένα σπουδαίο μέρος της αποστολής μου· πρόκειται να μιλήσω για πολύ πονεμένους και δυστυχισμένους ανθρώπους. Ο Θεός ας είναι μαζί μου κι ας με βοηθάει».
Σταματώ εδώ τις σημειώσεις μου και κατεβαίνω στο καφενείο του προσφυγοχωριού Στουπί (Σπι), για να δω τους ανθρώπους του και ν' ακούσω τους πόνους τους. Το καφενείο γεμάτο. Ακούω και σημειώνω μέσ' στους καπνούς: «Μακροπρόθεσμα δάνεια. Εκχερσώσεις. Ο Εποικισμός ζητά εκκαθαρίσεις λογαριασμών, αποδόσεις. Εντάλματα εποικισμού, εντάλματα Εισπράκτορος, φόροι. Εσύ κλαις και κείνοι γελούν... πολλά τα βάσανά μας».
Χτυπά το μάνταλο της πόρτας και μπαίνει κάποιος. Μέτριος το ανάστημα, ευρύστερνος, ξανθός, γαλανομάτης. Έχω κάνει σκίτσο του. Κι όλοι τότε με μια φωνή: «Να ένας που έκαμε τον Τούρκο για να γλιτώσει». Τον Τούρκο για να γλιτώσει; Στυλώνω τ' αυτιά μου σαν άλογο στρατιωτικό π' ακούει σάλπιγγα. Ετοιμάζομαι ν' ακούσω τ' ανάκουστο· μ' αυτός, ντροπαλός ανατολίτης, κοκκινίζει, κάθεται σε μια γωνιά και δε μιλεί. Σε λίγο με το ούζο, με την κουβέντα, ζεστάθηκε. Κι άρχισε την ιστορία του· τουρκόφωνος, όπως όλοι τους, μα ανατολίτης αφηγητής. Εγώ θαρρούσα πως μου έπαιζε ένα βιολί σόλο. Όλοι αφοσιωμένοι, σωπαίναμε. Από τα μισά, είδα πως έπρεπε αυτή την ιστορία να την κρατήσω· κι άρχισα πάλι τις σημειώσεις. Είχα πάρει πια το ρυθμό του. Σαν τουρκόφωνος, έβαζε τα ρήματα στο τέλος. «Καλός, είπα, είναι». Αυτή η ξενική και παρατακτή σύνταξη με τα πολλά συνδετικά «και» μου έφερνε στο νου το ύφος της Παλαιάς Διαθήκης· μέσα σε μια υπερένταση, που μου την όξυνε η βιασύνη, κρατούσα, παρέλειπα και μετάλλαζα τα λόγια και τον κάπως παραφθαρμένο ρυθμό τους, φέρνοντάς τον στον κλασικά επικό λόγο και ρυθμό. Όταν τέλειωσε την αφήγησή του, πραγματικά του 'πα: «βάλε την υπογραφή σου» και εκείνος έγραψε «Νικόλαος Καζάκογλου» (το Κοζάκογλου είναι δικό μου, σαν πιο εντυπωσιακό). Το άλλο πρωί πήγα στο σπίτι του, γνώρισα τη νέα γυναίκα του και το μικρό παιδί τους, και τον παρακάλεσα να μου υπαγορέψει την αρχή της ιστορίας, που δεν την είχα κρατήσει. Μα η αφήγησή του δεν είχε πια την ίδια ζεστασιά. Γι' αυτό και στις δυο πρώτες εκδόσεις η αρχή μου είναι βιαστική. Τον έβαλα τότε κι έγραψε στα τούρκικα ένα γράμμα στον Χατζη-Μεμέτη, υπέροχο για τη λαϊκή του ευγένεια, όπου αφού του εξιστορούσε ότι ο Μπεχτσέτ που είχε κάποτε στη δούλεψή του ήταν Ρωμιός και βρίσκεται τώρα εδώ στην καινούρια πατρίδα του, και τον ευχαριστεί για την καλοσύνη που του 'δειξε, τελειώνει πως «όσοι γνωρίζουν από κόσμο, ξέρουν πως αυτά όλα είναι από το Θεό». (Αντίγραφο από το γράμμα είχα και στα τούρκικα και μεταφρασμένο1).
Όταν έβγαινα από το χωριό τραβώντας για την Αικατερίνη, θαρρούσα κιόλας πως κρατούσα στη φούχτα μου ένα κομμάτι χρυσάφι. Σε μια στιγμή ένιωσα μια πελώρια παλάμη να με χτυπά φιλικά στην πλάτη σαν ο ίδιος ο Θεός να μου χάριζε μια παρηγοριά και ένα στήριγμα για τις υπόλοιπες μέρες της ζωής μου. Χριστούγεννα έκανα στο Κίτρος και παραμονή της Πρωτοχρονιάς γύρισα στη Θεσσαλονίκη. Κάθισα αμέσως κι έγραψα υπαγορεύοντας2 την ιστορία μου μέσα σε μια βδομάδα. Την προόριζα, όπως και τα «ληστρικά» μου που έγραφα τότε σε συνέχειες3, για επαρχιώτικη εφημερίδα, τη Μακεδονία της Θεσσαλονίκης, που μου είχε δώσει την εντολή να βγω στην περιοδεία μου· μα δε συμφωνήσαμε στην τιμή κι ήρθα στην Αθήνα κι έδωσα τα ληστρικά μου στην Πρωία και την Ιστορία μου στον εκδότη Χ. Γανιάρη. Τον άλλο χρόνο (1929), βγαίνοντας για τη δεύτερη περιοδεία μου —όχι για να γράψω πια, αλλά για να ζωγραφίσω— πέρασα πάλι απο το Σπι και πήγα του Νικόλα και του συντρόφου του ένα αντίτυπο της ιστορίας του που είχε πια τυπωθεί. Ο Νικόλας όσο τη διάβαζε χαμογελούσε ευχαριστημένος κι απορημένος μαζί, που ήταν γραμμένη απαράλλαχτα όπως μου την είπε. Ο σύντροφός του, μακρύς και μελαχροινός (σαν Τουρκοκρητικός), τραυλός και δειλός (γι' αυτό πιάστηκε και φυλακίστηκε στη Σμύρνη κι από κει λευτερώθηκε), στεναχωρήθηκε που στην ιστορία μου τον είχα κρεμάσει: «μ... μ... μα εμ... μένα για... ατί με... μ' εσκότωσες;» μου λέει. Τι να του απαντήσω; Πως έτσι το 'θελε η ιστορία; Δεν θα με καταλάβαινε. Φεύγοντας άφησα αρκετό χαρτί του Νικόλα για να γράψει την ιστορία του ο ίδιος· κάθισε και την έγραψε και μου την έφερε ύστερ' από χρόνια στην Αθήνα, θα 'ταν κατά το 1933-1934 (γιατί είχα τυπώσει στο μεταξύ και τη δεύτερη έκδοση του 1932). Μα δεν τα κατάφερε στο γράψιμο όσο στην προφορική αφήγησή του· τα καλύτερα κομμάτια είναι όσα αντέγραψε λέξη με λέξη από το βιβλίο· όμως πρόσθεσε μερικά επεισόδια, που τα χρησιμοποίησα σε τρίτη μου έκδοση. Τη χειρόγραφη ιστορία του Νικόλα την κατέθεσα στη βιβλιοθήκη της Κερκύρας. Ελπίζω να βρίσκεται.
Στην τρίτη έκδοση της Ιστορίας της άλλαξα βασικά τη μορφή. Κράτησα και τόνισα περισσότερο το λαϊκό λόγο, καθαρίζοντάς τον από τα πριμιτιβίστικα στοιχεία, τις υπερβολές και τις επαναλήψεις, ελαττώνοντας ακόμη και το ρυθμό, για να πάρει περισσότερη άνεση και αναπνοή ο αφηγηματικός λόγος. Έτσι, ας έχασε κάπου-κάπου την εκφραστική γοητεία, το στοιχείο του λόγου έγινε στερεότερο και διαρκέστερο. Το ίδιο στερέωσα τη σύνθεση, με την κλασική διαίρεση της ιστορίας σε 4 κεφάλαια, όπου να έχουν αυτοτέλεια μαζί και ενότητα (Κεφ. α': η σύλληψη μέχρι την απόδραση με το σύντροφό του, β': φτάσιμο στο χωριό τους όπου ζουν απόβλητοι και σπηλαιοδίαιτοι, γ': η κορύφωση της απελπισίας τους, να χωρίσουν και να κατέβουν να δουλέψουν σαν Τούρκοι, δ': η διαφυγή του ήρωα και η λύτρωση). Έτσι δυνάμωσε η ποικιλία και η ενότητα και η ιστορία πήρε περισσότερη αντοχή στο χρόνο. Αυτό κατορθώθηκε και με την αυστηρή εφαρμογή μιας άλλης κλασικής αρχής, των αντιθέσεων και της δραματικής κορύφωσης: Απ' την αρχή της σύλληψης και το μπλοκάρισμα στο στρατώνα, η παρουσία του γραμματικού που την ακολουθεί ή άλλη του έφιππου λοχαγού που τους γονατίζει για να τους μετρήσει και η διαπόμπευση της αγοράς και τούτη η παρουσία του Χαφούζη, για να τελειώσει με του συχωριανού τους εφέ που στ' αντίκρισμά του «στη γης πέσανε για να μη δώσουνε γνωριμία». Έτσι αντιθετικά συντίθεται το υλικό απ' την αρχή ως το τέλος σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας που κρατά κι άλλη μια κλασική αρχή, της «αρχής, μέσης και τέλους». Το κλασικό αυτό καλουπάρισμα του λαϊκού υλικού της δίνει μια ιδιοτυπία που όχι ίσως εντελώς άστοχα την παρομοίασαν με την ιδιοτυπία του Κάλβου (Ραυτόπουλος, Επιθεώρηση Τέχνης4).
Δεν επιχειρώ περαιτέρω ανάλυση των προθέσεων και επιτεύξεων της Ιστορίας μου. Ελπίζω και γω μαζί με τους φίλους της ότι θα επιζήσει.
(Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός αιχμαλώτου, 29η έκδ., Κέδρος, 1998)
Για την Ιστορία ενός Αιχμαλώτου
Ήτανε, είπαμε, ένα πρωτοπόρο βιβλίο. Πώς δούλεψα σ' αυτό; Εγώ ενόμιζα επαρχιωτισμό το διακοσμητικό ύφος του Μυριβήλη και του Βενέζη. Γιατί είχα υπόψιν το απλό, το οποίο το είχα μέσα μου.
...........................................................................................................................................
Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι ένα ιδιότυπο βιβλίο. Δε θα μπορούσε να το γράψει, έχω πει, κανένας από τους συγχρόνους μου. Ούτε εγώ· είναι ανώτερο από τις δυνάμεις μου. Γιατί είναι αποτέλεσμα της δουλειάς που έχω κάνει χέρι χέρι με το λαό. Αφού και το βίωμα δεν είναι δικό μου· είναι ξένο το βίωμα. Αυτό βοηθάει την αποστασιοποίηση, που λέει ο Μπρεχτ ότι είναι απαραίτητη για το επικό βιβλίο. Αλλά και ο Έλιοτ λέει κάτι παρόμοιο: Ότι στην τέχνη πρέπει να σιωπούν τα ατομικά αισθήματα.
...........................................................................................................................................
Επειδή το βιβλίο μου τελειώνει με τη φράση «Σαν τέλειωσε να μου διηγείται, του είπα: Βάλε την υπογραφή σου. Κι εκείνος έγραψε: Νικόλας Καζάκογλου», η κόρη του «αιχμαλώτου» ήλθε και μου ζήτησε ποσοστά. Της εξήγησα ότι εγώ άλλα ακούω και άλλα γράφω. Λέγει υπάρχει το κείμενο του πατέρα μου —δοσμένο από σένα στη βιβλιοθήκη της Κέρκυρας. Πραγματικά, όταν είχα βγάλει το βιβλίο πήγα και το έδωσα στον Καζάκογλου και τον σύντροφό του. (Ζούσε ακόμα και απορούσε που στην ιστορία μου τον είχα κρεμάσει. Τι να του πω;) Το άφησα στον Καζάκογλου για να γράψει την ιστορία του με το χέρι. Αλλά δεν είχε πια την πνοή του προφορικού λόγου. Ενας αγράμματος ήτανε, έβαζε τα μπρος πίσω. Είναι άλλο πράγμα. Δεν φτάνει καθόλου την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», που ως την τελευταία έκδοση τη δουλεύω· 50 χρόνια. Κάθε έκδοση την τελειοποιώ.
Αποσπάσματα από συνέντευξη του Στρατή Δούκα στη Θεοδώρα Ζερβού για το περιοδικό Διαβάζω., τεύχος 74, 27.7.1982.
Το ύφος και το ήθος της Ιστορίας ενός Αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα μου θυμίζει Ξενοφώντα, Κύρου Ανάβαση, αλλά και Ελληνικά. Άλλωστε με την Ανάβαση ο Αιχμάλωτος μοιάζει και στο θέμα. Έχουμε κι εδώ πεισματική προσπάθεια Ελλήνων να ξεμπλέξουν από την πολυδαίδαλη Μικρά Ασία και να φτάσουν στη θάλασσα, στην Ελλάδα. Κάθε φορά που διαβάζω τον Αιχμάλωτο — και σύντομος καθώς είναι τον έχω διαβάσει δεκάδες φορές — σχηματίζω την εντύπωση πως το έργο αυτό θα μπορούσε ν' αποτελεί ένα αυτοτελές κεφάλαιο από την Ανάβαση, την Κάθοδο των Μυρίων, βέβαια.Αλλά μήπως και ολόκληρη η μικρασιατική εκστρατεία δεν έχει αναλογίες με τη στρατιωτική εκείνη περιπέτεια της αρχαιότητας;
Μ' αυτά όλα δεν προσπαθώ να υποστηρίξω πως ο Στρατής Δούκας είναι επηρεασμένος στον Αιχμάλωτο από τον Ξενοφώντα, αν και κάτι τέτοιο, εγώ τουλάχιστο, θα το είχα για μεγάλο έπαινο. Απλώς συμπίπτουν, ως ένα σημείο, τα θέματα, η εμπειρία και η σοβαρή διάθεση των δύο συγγραφέων.
Εκείνο που θέλω να πω, κι εγώ με τη σειρά μου, είναι ότι ο Αιχμάλωτος αποτελεί ένα κλασικό έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Και σημειώνω εδώ τον όρο «έργο κλασικό» όχι μόνο με την έννοια του αντιπροσωπευτικού και υποδειγματικού, αλλά και μ' εκείνη του μετρημένου και άκρως ισορροπημένου, που αποδίδουμε σε αρκετές απ' τις δημιουργίες των αρχαίων. Και όπως είναι φυσικό να κάνει κανείς όταν βρίσκεται μπροστά σ' ένα τόσο αποτελεσματικό κείμενο, ιδίως όταν ενδιαφέρεται προσωπικά για τα μυστικά της γραφής, προσπαθώ κάθε φορά να το αναλύσω, να επισημάνω τα χαρακτηριστικά του και να ανακαλύψω τις αρχές που το διέπουν. Αλλά αυτό ως κείμενο γερό, καλοδουλεμένο και βαθύ, δεν αποκαλύπτεται εύκολα.
Τώρα που δόθηκε η ευκαιρία να αποτίσω κι εγώ φόρο τιμής στον Στρατή Δούκα, έκανα κάποιες συγκρίσεις, προσπαθώντας να βρω απάντηση σ' αυτά που είπα πιο πάνω. Εκτός από τον Ξενοφώντα, ξανακοίταξα και άλλα κείμενα της λογοτεχνίας μας, αναφερόμενα στη μικρασιατική καταστροφή, όπως το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη και τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου. Διάβασα ξανά και τον Οδοιπόρο του Στρατή Δούκα, γιατί, βέβαια, και ο Αιχμάλωτος ένα οδοιπορικό είναι, μα τυραγνισμένο και στανικό οδοιπορικό. Είναι περιττό να επισημάνω τώρα τα χαρακτηριστικά και τα κοινά σημεία των έργων αυτών, τα τρωτά ή τα προτερήματά τους. Θα απλωνόμασταν πάρα πολύ και θα ξέφευγε κι από μας ο Αιχμάλωτος. Πάντως, όλες αυτές οι μικροέρευνες με βοήθησαν να επιβεβαιώσω τα ακόλουθα: Ο λόγος του Αιχμαλώτου, οι λέξεις, οι φράσεις, οι χειρονομίες, το βλέμμα του αφηγητή, φτάνουν πάντοτε ως εκεί που επιβάλλουν ο χρόνος, ο τόπος, η προϊστορία και η δραματική κατάσταση των συγκεκριμένων προσώπων. Δεν γίνεται καμιά προσπάθεια εντυπωσιασμού, δεν επιδιώκεται τίποτε παραπάνω, που σε μια πρώτη ανάγνωση θα ήταν ίσως συναρπαστικό, αλλά σε μια βαθύτερη εξέταση θα βρισκόταν αταίριαστο. Κι έτσι παρατώντας τα άλλα έργα, που όχι μόνο χρονικά αλλά και φιλολογικά ανήκουν σε άλλα γένη, ξαναγύρισα στην προσφιλή μου ιδεοληψία, τον Ξενοφώντα και τον Αιχμάλωτο.
— Ο Αιχμάλωτος μολονότι κείμενο εξαιρετικά σύντομο — τόσο που λυπάσαι — αφήνει την αίσθηση του μεγάλου σε έκταση έργου. Κι αυτό χωρίς να φαίνεται καθόλου συμπιεσμένο, καθόλου αφαιρετικό, αντίθετα μοιάζει, ακόμα και στο έμπειρο μάτι, πάρα πολύ άνετο.
— Στον Αιχμάλωτο αυτά που συνάγονται είναι απείρως περισσότερα απ' αυτά που λέγονται ρητά. Απ' τις πρώτες αράδες ακόμα αρχίζεις ν' ακούς ανεπαίσθητα τα μικρασιατικά ελληνικά. Όχι ιδιωματικά στο λεξιλόγιο, αλλά στη σύνταξη κάπως. Το ρήμα, στους διαλόγους ιδίως, βρίσκεται συχνά στο τέλος της φράσης. Που και που πέφτει από καμιά τούρκικη λέξη, αλλά τόσο δικαιολογημένη, ώστε είναι άμεσα καταληπτή.
— Γρήγορα διαπιστώνεις ότι η αφήγηση δεν έχει «στάσιμα», δεν κατατρίβεται σε σχολιασμούς και αυτοαναλύσεις, παρά τραβάει απ' το ένα στ' άλλο, στα γεγονότα. Η έλλειψη σχολιασμού αλλά και σχετλιασμού συντελεί στην αρμονική σύνδεση αφηγητή και κανονικού αναγνώστη, μια και ο παθός δεν εννοεί να αυτοπαρουσιάζεται κάθε τόσο ούτε ως εξαιρετικά ευαίσθητος και καταρρακωμένος απ' τα συμβαίνοντα, ούτε όμως και ως ιδιαίτερα παλικαράς. Ένας συνηθισμένος λαϊκός άνθρωπος.
— Η σκληρότητα των Τούρκων δίνεται, βέβαια, αλλά δεν υπερτονίζεται. Το έργο δεν αποτελεί μονόπλευρη καταγγελία, ούτε όμως και κατανομή ευθυνών. Απλώς, γίνεται σε κανονικό τόνο η αφήγηση μιας δυσάρεστης ιστορίας από έναν Έλληνα εντόπιο, που ξέρει καλά τους κατοίκους και τις εκεί συνθήκες. Η αφιέρωση που υπάρχει στην αρχή του βιβλίου είναι πολύ διαφωτιστική σχετικά.
— Χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη τέχνη η κλασική αρχή της αντίθεσης. Η αντίθεση έχει εδώ λεπτές αποχρώσεις, ανεπαίσθητες διαβαθμίσεις και χρησιμοποιείται σαν δομικό υλικό. Γι' αυτό και δεν διακρίνεται εύκολα. Γενικά, δεν έχουμε μόνο αντιπαράθεση συμβάντων, αλλά μυστική αντιπαράθεση σχημάτων, κινήσεων και μορφών. Και κάτι ακόμα, που σχεδόν το είπαμε: Η αντίθεση αναζητιέται και κλιμακώνεται μέσα στην ίδια την κατάσταση των αιχμαλώτων. Η σύγκριση δεν γίνεται με μεγέθη άλλα, εξωτερικά και ανεπηρέαστα, όπως ατμοσφαιρικά, φυσιολατρικά ή ιστορικά, που θα ήταν φανταχτερά ίσως αλλά άσχετα και άκαιρα. Αποφεύγεται επίσης η αυτοσυναισθηματική αντιπαράθεση, που αποτελεί συνήθως καταφύγιο και ταμείο της ευκολίας. Αντίθετα παρατηρείται συναισθηματική συνέπεια, που κι αυτή σπάνια δηλώνεται, μια και η κανονικότητα της ψυχολογίας και των πράξεων των προσώπων κάνει τη δήλωσή της περιττή.
— Τέλος, ο Αιχμάλωτος που είναι μια σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση, χωρίς όμως να αποτελεί αυτοβιογραφία, στηρίζεται γερά στην επιμέρους εμπειρία του χώρου, των ανθρώπων και της εποχής, που είχε ο ίδιος ο Στρατής Δούκας. Δεν άκουσε απλώς μια συνταρακτική υπόθεση ο συγγραφέας και κάθισε κατόπι και τη συνέθεσε, μα καταπιάστηκε με μια ιστορία, που ήταν ικανός να εκτιμήσει το βάρος της, να δει την πλαστικότητά της και να προχωρήσει μέσα της σταθερά. Τα δοσμένα θέματα, όταν είναι ξένα προς τη ζωή και την εμπειρία του συγγραφέα, εσωτερική και εξωτερική, ποτέ δεν αποδίδουν. Το γνήσιο θέμα δεν αρχίζει από την αγωνιώδη συλλογή επιμέρους στοιχείων, αλλά από τον αγώνα για υπόταξη των στοιχείων, που αναβλύζουν. Πρέπει να έχει κανείς πλούσια και σωστή εμπειρία πραγμάτων ή καταστάσεων, βιωμάτων με μια λέξη, για να μπορέσει να προχωρήσει στην σύνθεση έργων στερεών, είτε αυτά υπακούουν στην αρχή της αιτιότητας και στην κατά την κοινή αντίληψη μορφή του κόσμου, είτε σε πραγματικότητες υπερβατικές, μυστικές και ξαναπλασμένες.
Αλλιώς, ό,τι και να επινοήσουμε, «νερό» δεν αναβλύζει.
Όταν το 1929 πρωτοβγήκε ο Αιχμάλωτος χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από πολλούς εκλεκτούς πνευματικούς ανθρώπους. Αργότερα, η γενιά του '30, και μάλιστα ο πυρήνας της, αγνόησε ή και παραμέρισε τον Στρατή Δούκα και το έργο του. Όμως ο Αιχμάλωτος, το σύντομο αυτό αφήγημα, αποδείχτηκε, παρ' όλα αυτά, ιδιαίτερα ανθεκτικό και γόνιμο για τη νεότερη πεζογραφία μας].
Γιώργος Ιωάννου: Εφήβων και μη, Κέδρος, Αθήνα 1982.
Για το Λιτό Αφηγηματικό Ύφος
Νέε μου φίλε,
Τι είναι η απλότης; Αν είναι ένστιχτο ή αρετή; Είναι βέβαια ένστιχτο, αφού βρίσκεται μέσα και στο πιο μικρό παιδάκι, αλλά είναι και αρετή, αρετή σπάνια, αφού δύσκολα απαντιέται ακόμα και στα πιο σοφά γεράματα. Αλλά είτε ως ένστιχτο, δηλαδή ως επιταγή της φύσης απάνου στην ανθρώπινη ψυχή, είτε ως αρετή, δηλαδή λεύτερη και αυτεξούσια υποταγή της ανθρώπινης ψυχής κάτου από τις εντολές του μεγάλου Παντός, πρέπει από κει μέσα, μέσ' από τη φύση να 'χει την πηγή της η απλότης. Ας έρτουμε λοιπόν να παρακολουθήσουμε την απλότητα μέσ' από τη φύση. Μέσα στη φύση όλα είναι απλά. Όλα γεννιούνται· συντηρούνται και μεταλλάζουνται — δηλαδή ζουν και εκφράζουνται, με τα πιο απλά μέσα. Έτσι κι ο φυσικός άνθρωπος, ως παιδί και ως απολίτιστος, χωμένος ακόμα μέσα στη ζεστή αγκαλιά της φύσης, δεν μπορεί, παρά όπως όλα τα φυσικά πράγματα, να ζει και να εκφράζεται απλά. Αυτός είναι ο πρώτος παράδεισος. Όμως ξέρουμε πως ήρτε μια μέρα που διώχτηκεν από τούτον ο άνθρωπος. Ήτανε η μέρα που έφαγε από τον καρπό του ξύλου της Γνώσης για να γίνει Θεός. Από τότες η ιστορία τούτη επαναλαμβάνεται μέσα στη ζωή κάθε ανθρώπινης ψυχής. Για τον καθένα θάρτη η στιγμή που θα πετάξει την ησυχία της φυσικής διάθεσης, για ν' αναλάβει το βάρος και τις ευθύνες της ανθρώπινης βούλησης. Θρονιάζοντας μέσα στα σπλάχνα το Εγώ του και υποτάζοντας σ' αυτό τα πέντε του αισθητήρια, θ' ανοίξει τον αγώνα του κατ' απάνου στα μυστήρια τα θεϊκά. Θα χτυπά! και σε κάθε χτύπημά του θα πυκνώνεται περισσότερο το σκοτάδι, ως που να καταντήσει να 'χει μάτια για να μην βλέπει και αυτιά για να μην ακούει. Τότες θα νιώσει τη συντριβή του. Κι ο άντρας θα πέσει στα γόνατα και θα κλάψει σαν αδύναμη γυναίκα. Θα είναι τα τελευταία σπαράγματα του Εγώ. Ύστερα σαν συνεφέρει και σαν ξεκαθαρίσει ο ουρανός του, θα 'χει νιώσει, πως ό,τι βγαίνει έξω από την υποταγή των νόμων, βγαίνει έξω από το συναίσθημα της ευδαιμονίας και της αληθινής λευτεριάς που αισθάνονται όλα όσα αφίνονται κάτου απ' τη διακυβέρνησή τους. Από κείνη τη στιγμή αρχίζει ν' απολυτρώνεται. Κι από τότε, μέσα σε δάκρυα χαράς και μετάνοιας, μ' ένα αίσθημα γλύκας στα σπλάχνα, όμοια με του βαριαρωστημιένου που πιάνει να 'γιαίνει, αρχίζει το δρόμο της επιστροφής. Βαστώντας τον από τ' αδύναμο χέρι ένα πνεύμα, τον ξαναφέρνει ύστερα από 'να μακρυνό ταξίδι, εκεί, απ' όπου ξέπεσε. Μ' άσπρα μαλλιά και με ραβδί στο χέρι, πάει κι ανακαλύφτει, μια μια, όλες τις γωνιές του παιδικού του κόσμου. «Ὁμοιώθη παιδίῳ και εἰσῆλθεν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Έτσι από στοιχείο της φύσης, η απλότης, έγινε κατάχτηση ανθρώπινη. Από ένστιχτο, έγινε αρετή· — Μιαν αληθινή παρηγοριά μέσα στη ζωή, στην επιστήμη και στην τέχνη. Μέσα εκεί, η απλότης, είναι το πιο σίγουρο σημάδι, μιας αληθινά ωραίας και σοφής ζωής· λείπει κάθε φροντίδα επίδειξης. Ησυχασμένη πια η ψυχή από τη φαγούρα και τ' άναμμα αυτής της πληγής, είναι σε θέση ν' ακούει τόσο καθαρά τη φύση της, και να την εκφράζει τόσο ανεμπόδιστα, ώστε να συλλαβαίνει με κάποιο δικό της μυστικό, ολοκληρωτικά, σίγουρα και με μιαν αξιοθαύμαστη ευκολία, τα πιο πολύπλοκα συμπεράσματα, και να κρύβει κάτου από μιαν απλοϊκήν αφέλεια, τους πιο απόκρυφους θησαυρούς της έκφρασης.
Στρατής Δούκας, από το «Γράμματα σε Νέο φίλο μου»
Η Μικρασιατική Καταστροφή και η Νεοελληνική Λογοτεχνία
Η μικρασιατική καταστροφή, εκτός των άλλων, υπήρξε, όπως ήταν φυσικό, μια πλούσια πηγή έμπνευσης που έδωσε στη λογοτεχνία μας πολλά αξιόλογα ποιήματα και πεζά. Από την ποίηση θα αναφέρουμε ενδεικτικά το τραγούδι των προσφύγων του Παλαμά, Τ' Ανιστόρητα του Μιχ. Αργυρόπουλου (Ρήγα Ραγιά), το Θρήνο των προσφύγων του Ρώμου Φιλύρα, την Ανατολή της Έλλης Παπαδημητρίου και, βέβαια, το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη. Από την πεζογραφία, όπου η παραγωγή είναι μεγαλύτερη, πάλι ενδεικτικά θα αναφέρουμε την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Σ. Δούκα, το Νούμερο 31328 του Βενέζη σε συνδυασμό και με τη Γαλήνη, την Αιολική γη καθώς και πολλά διηγήματά του, κυρίως από τη συλλογή Ο Μανόλης Λέκας (1928), τους Πρόσφυγες του Γρ. Ξενόπουλου, τις Πρώτες ρίζες της Τατιάνας Σταύρου, την Αστροφεγγιά του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, τα Όνειρα της Αγγέλικας της Εύας Βλάμη, το Αϊβαλί η πατρίδα μου του Φ. Κόντογλου, τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, τα Πέτρινα λιοντάρια της Ιουλίας Ιατρίδη, το Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη, τους Καραμανίτες του Χρ. Σαμουηλίδη, την Τρίπολη του Πόντου της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλιέξ.
Κώστας Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία, Επικαιρότητα, 1985, σ. 119
Χρονολόγιο Ιστορικής Περιόδου
1917: Η Ελλάδα παίρνει μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία).
1918: Οι δυνάμεις της Αντάντ καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη.
1919: Τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Σμύρνη, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών.
1920: Ο Κεμάλ Ατατούρκ δημιουργεί επαναστατική κυβέρνηση. Θανατική καταδίκη του από τον Σουλτάνο.
1920: (Νοέμβριος): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος χάνει τις εκλογές. Επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου.
1921: Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί αρχίζουν να αλλάζουν πολιτικές θέσεις. Μυστική συμφωνία με τον Κεμάλ Ατατούρκ.
1922: Νίκη των Τούρκων στον Σαγγάριο ποταμό. Οι Έλληνες συντρίβονται. Οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού.
1922: (Αύγουστος-Σεπτέμβριος): Μικρασιατική καταστροφή. Πυρπόληση Σμύρνης.
1923: Υπογράφεται στη Λωζάνη η ομώνυμη συνθήκη. Αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών.
«Μικρασιάτες πρόσφυγες σε καταυλισμό της Χίου, 1922», (φωτ. συλλ. Παν. Κουνάδη).
Κύρου Ανάβαση
(απόσπασμα)
(Βιβλίο Δ' Κεφ. 5, 1-8)
Την άλλη μέρα έκριναν πως έπρεπε να προχωρήσουν όσο γίνεται γρηγορότερα, προτού ξανασυγκεντρωθεί ο εχθρικός στρατός και πιάσει τα στενά. Γι' αυτό ετοίμασαν τις αποσκευές στη στιγμή κι άρχισαν να προχωρούν ανάμεσα στο άφθονο χιόνι, έχοντας τώρα πολλούς οδηγούς. Την ίδια μέρα πέρασαν τη βουνοκορφή, όπου είχε σκοπό να τους επιτεθεί ο Τιρίβαζος, και ύστερα στρατοπέδεψαν. Από κει βάδισαν τρεις σταθμούς σε ακατοίκητη χώρα, προχώρησαν δεκαπέντε παρασάγγες κι έφτασαν στον Ευφράτη ποταμό που, καθώς τον περνούσαν, τα νερά τους έβρεχαν ως τον αφαλό. Έλεγαν μάλιστα πως και οι πηγές του ήταν κοντά. Απ' αυτό το μέρος προχωρούσαν ανάμεσα στο άφθονο χιόνι του κάμπου και, βαδίζοντας τρεις σταθμούς, πέρασαν πέντε παρασάγγες. Τον τρίτο σταθμό όμως τον βάδισαν δύσκολα, γιατί φυσούσε βοριάς που τους χτυπούσε στο πρόσωπο κι έκαιγε ολότελα τα πάντα και ξεπάγιαζε τους ανθρώπους. Τότε ένας μάντης είπε να κάμουν θυσία στον άνεμο. Πραγματικά έγινε η θυσία, και ολοφάνερα είδαν όλοι πως έπαψε η σφοδρότητα του αέρα. Μα και το χιόνι είχε βάθος μια οργιά. Γι' αυτό χάθηκαν και υποζύγια και πολλοί αιχμάλωτοι και καμιά τριανταριά στρατιώτες. Πάντως εκείνη τη νύχτα την πέρασαν ανάβοντας φωτιές, μια και υπήρχαν άφθονα ξύλα στο σταθμό. Όσοι όμως έρχονταν αργά, δεν είχαν ξύλα. Γι' αυτό εκείνοι που είχαν φτάσει πρωτύτερα κι άναβαν τη φωτιά, δεν άφηναν να την πλησιάσουν όσοι έρχονταν αργότερα, εκτός αν τους έδιναν σιτάρι ή κάτι άλλο φαγώσιμο απ' αυτά που τους βρίσκονταν. Έτσι έδιναν ο ένας στον άλλο ό,τι είχαν. Τότε σε όποιο μέρος άναβαν φωτιά, έλιωνε το χιόνι και σχηματίζονταν μεγάλοι λάκκοι, που πήγαιναν ως το έδαφος. Εκεί μπορούσε κανείς να μετρήσει το βάθος του χιονιού.
*
Το Νούμερο 31328
(απόσπασμα)
Τελείωσε. Το Αϊβαλί άδειασε πια. Το απόγευμα φεύγει το τελευταίο βαπόρι. Όσοι είναι να φύγουν θα φύγουν. Αλλιώς δεν έχει άλλο.
Απ' το Θάνο μαθαίνω πως κλαίνε όλοι στο σπίτι. Η μητέρα μου δε θέλει να φύγει. Ο γερο-πατέρας μου την παρακαλεί και της λέει πως έχουμε κορίτσια. Πρέπει.
Έρχεται και σ' εμένα και με ρωτά απ' το παράθυρο τι να κάμει. Είναι πολύ συντριμμένος.
— Πατέρα, γρήγορα! του φωνάζω.
Θυμάμαι τη φαμίλια με το κορίτσι που πήραν χτες τη νύχτα.
— Να φύγετε γρήγορα, πατέρα!
Κατά τις τρεις το απόγεμα την καταφέρνουν, τέλος, και τη μητέρα μου πως «πρέπει».
Έρχουνται στη φυλακή και παρακαλούν τον αξιωματικό, μια τελευταία ικεσία: να τους αφήσει να μπουν μες στο υπόγειο να μ' αποχαιρετήσουν. Με πολλές δυσκολίες τους δίνει την άδεια.
Είναι όλοι, ο γερο-πατέρας, η μητέρα μου, ο Θάνος, η Ανθίππη, η Σοφία, η Αγάπη, η Λένα, όλοι. Μ' αγκαλιάζουν πρώτα και με φιλούν τα παιδιά. Ένα-ένα, μόλις κάμουν το καθήκον τους, φεύγουν όξω. Οι σύντροφοί μου μας έχουν τριγυρίσει. Παρακολουθούν σιωπηλά. Με πιάνει απ' τους ώμους ο πατέρας μου. Δεν τον είχα δει να κλάψει ποτές. Με κρατά μια μακριά στιγμή έτσι, απ' τους ώμους, ύστερα σκύβει και με φιλά στο μέτωπο. Ένα νευρικό έχει πιάσει τα ματόκλαδά του. Ύστερα, έχει ξοδέψει πια όλες τις δυνάμεις, κατεβάζει τα χέρια του.
Όμως η μητέρα μου, που έρχεται τελευταία, δε θέλει να ξεκολλήσει από πάνω μου. Είμαστε εκεί μια μάζα, έχω χώσει το κεφάλι μου μες στο μαραμένο κόρφο της, να κρατήσω για τελευταία φορά αυτή τη ζέστη πάνω στο μάγουλό μου. Με σφίγγει, δε θέλει να μ' αφήσει. Τα δάκρυά της μποδίζουν τα λόγια να βγουν καθαρά. Μόλις καταλαβαίνω πως λέει πως δε θα το βαστάξει και θα πεθάνει γρήγορα. Το ξαναλέει, σα να είναι κάτι που μου το υπόσχεται. Σηκώνει το πρόσωπό της, πιάνει το δικό μου με τα χέρια της και με κοιτάζει σα μια εικόνα που δεν πρόκειται να τη δει ποτές πια, σκύβει πάλι, μου μαζεύει το σακάκι, ασυναίσθητα, να με κουμπώσει μην κρυώνω, σαν που ήμουν παιδάκι.
Ο πατέρας μου την τραβά.
— Δε θα προφτάξουμε το βαπόρι... Δε θα προφτάξουμε... μουρμουρίζει συγκινημένος.
Κ' εγώ τη σπρώχνω, μην τυχόν και δεν προφτάξουν.
— Μανούλα, να φύγετε!... Θα σε θυμάμαι...
Βγαίνουν όξω. Ώσπου να στρίψουν τη γωνιά τη βλέπω που τη σέρνουν τα παιδιά μας, κ' εκείνη γυρίζει και κοιτάζει πίσω, μήπως με ξεχωρίσει.
— Μητέρα σου είναι; λέει ο σκοπός, που παρακολούθησε όλη τη σκηνή.
Δε μιλώ.
— Ναι, λέει ένας δικός μας. Μητέρα του είναι.
Ο σκοπός κουνά το κεφάλι σκεφτικός.
Ηλίας Βενέζης, Το νούμερο 31328, Εστία 1931, σελ. 49-50
*
Ματωμένα Χώματα
(απόσπασμα)
Τούρκους δεν είχαμε στο χωριό — κι ας ήτανε τα τούρκικα η γλώσσα που μιλούσαμε. Άσβηστη καντήλα έκαιγε στην καρδιά η αγάπη για την πατρίδα μας την Ελλάδα. Οι Τούρκοι απ' τα γύρω χωριά, το Κιρετσλί, το Χαβουτσλί, το Μπαλατζίκ, μας τιμούσανε και μας θαυμάζανε· έκοβε λέει το μυαλό μας κι ήμασταν εργατικοί. Και μεις, είν' αλήθεια, ποτέ δεν τους δίναμε αφορμή ν' αλλάξουνε γνώμη. Με τον καλό λόγο στεκόμαστε και με το μπαξίς. Μέρα δεν περνούσε που να μην κατεβούνε στην αγορά μας Τούρκοι χωριάτες. Φέρνανε ξύλα, κάρβουνα, πουλερικά, καϊμάκια, αυγά, τυριά, όλα τα μπερκέτια της Ανατολής· τα πουλούσανε στο παζάρι κι αγόραζαν ύστερα από τα μαγαζιά μας ό,τι είχαν ανάγκη. Το βράδυ ξαναγυρίζανε στα χωριά τους. Μερικοί μέναν μουσαφιραίοι σε φιλικά σπίτια. Τρώγανε ψωμί μαζί μας και κοιμόντανε στα στρώματά μας. Το ίδιο κάνανε κι οι δικοί μας όταν πήγαιναν κατά τα τουρκοχώρια για ν' αγοράσουνε βόδια, άλογα ή μαζεμένο το γάλα της χρονιάς. Όταν ανταμώναμε ξεμοναχιασμένοι στα βουνά, χαιρετιόμαστε με τεμενάδες, καλημερίσματα και καλησπερίσματα. «Σαμπαχλαρινίζ χαΐρ ολσούν!» «Αξαμλαρινίζ χαΐρ ολσούν!».
Στο πανηγύρι τ' Αι-Δημητριού γέμιζε το χωριό Τούρκους που φτάνανε από πολύ μακριά, από τα μέρη της Κόνιας. Λεγόντανε Κιρλήδες κι ήτανε μεγαλόσωμοι άνδρες, ψημένοι απ' τα λιοπύρια και το μόχτο. Οι Κιρλήδες ήταν κολίγοι, δίχως πιθαμή δική τους γη, καμένοι και τσιτσιρισμένοι απ' τον τσιφιλικά μπέη. Ολοχρονίς αλάδωτο τ' άντερό τους κι ανήμερη η πείνα τους, ταλαιπωρημένο το κορμί τους δε γνώρισε ποτέ καινούργιο ρούχο. Πάππο προς πάππο αγόραζαν γιουσουρουμτζίδικα ξεβαμμένα και χιλιομπαλωμένα σαλβάρια και τζουμπέδες.
Άμα είδαν κι απόειδαν πως πήγαινε γιαμπανά η ζωή τους, είπανε να ξενιτευτούνε να λευτερωθούν απ' τον τσιφλικά. Παίρνανε, λοιπόν, γύρα τα χωριά και μισθώνανε τη δύναμή τους. Κάνανε τόση δουλειά, όση και τα σημερινά τρακτέρια. Με δυο κασμαδιές και μια γερή κλοτσιά ξεριζώνανε θερία πουρνάρια, κέδρα και πεύκα. Τους παράδινες τριάντα, πενήντα στρέμματα γη, ρουμάνια όλο δάση και βράχια, που έλεγες πως θα 'ταν αδύνατο να ξεχερσωθούνε, και σου γυρίζανε χωράφι καρπερό, έτοιμο να δεχτεί το σπόρο. Τούτα τα χωράφια τα δούλευαν οι Ρωμιοί ένα δυο χρόνια κι ύστερα τα δηλώνανε στις τούρκικες αρχές κι αποχτούσανε, χωρίς μεγάλες διατυπώσεις, τίτλους ιδιοχτησίας.
Έτσι έγινε νοικοκύρης κι ο πατέρας μου κι έφτιαξε μπαξέδες να τους λιμπίζεται άνθρωπος. Έβαζε τους Κιρλήδες στη δουλειά κι ελόγου του έπαιρνε το τουφέκι, τις δυο κάμες του, λίγα παξιμάδια κριθαρένια κι έφευγε για κυνήγι είκοσι τριάντα μέρες. Σκότωνε αγριογούρουνα, τα πουλούσε στα χωριά, μάζευε σερμαγιά και γύριζε και πλέρωνε τα μεροκάματα των Τούρκων.
Τις χριστιανικές γιορτές τις χαιρόντανε οι Κιρλήδες το ίδιο όπως και μεις. Ήταν μια ευκαιρία να φάνε κατά πού ζητούσε το πελώριο κορμί τους. Σπίτι ρωμαίικο δεν έμενε που να μην τους φιλέψει ό,τι καλύτερο είχε. Την Πρωτοχρονιά ήταν συνήθειο να στέκουν οι Κιρλήδες στις βρύσες. Όταν πήγαιναν οι γυναίκες να πάρουνε νερό, τους κουβαλούσανε δίσκους με γλυκά, μπακλαβάδες, χαλβάδες, βασιλόπιτες. Αν πεις πια την Καθαρή Δευτέρα, που άρχιζε η νηστεία και οι Κιρκιτζώτισσες τρίβανε τα τσουκάλια μη λάχει και μείνει μέσα μυρουδιά από αρτίσιμο, τότες για τους Κιρλήδες ξημέρωνε η ωραιότερη μέρα της ζωής τους. Κάθε σπίτι τούς έδινε ολόκληρα σινιά με τυρόπιτες, αυγόπιτες, μακαρονάδες, γλυκίσματα. Κι οι Κιρλήδες, χαμογελαστοί κι ευτυχισμένοι, δίνανε ευχές στις «θείες» και στις «θείτσες»:
— Τσοκ σεκελερέ αμπλά, αμπλαζιγήμ!
Σαν έφτανε ο Απρίλης με τη γιορτή τ' Αι-Γιωργιού, μαζεύανε τον κόπο τους και γυρίζανε πίσω στα μέρη τους. Παίρνανε τότες ένα ένα τα σπίτια, κι αποχαιρετούσανε συγκινημένοι τους Ρωμιούς:
— Χαλάλισέ μου, τσορμπατζή, το ψωμί που έφαγα κοντά σου, λέγανε.
Κι οι δικοί μας τους αποκρίνονταν:
— Χαλάλι σας. Αμέτε στο καλό. Ογούρ ολά!...
Ήταν και μερικοί που, στα κρυφά, προσκυνούσανε την ασημένια εικόνα τ' Αι-Γιώργη κι αφήνανε τάματα για να τους γιατρέψει κάποια κακιά τους αρρώστια και να τους κρατάει γερούς στα μακρινά ταξίδια τους.
Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, 1962, σσ. 24-27
Η Κάθοδος των Εννιά
(απόσπασμα)*
Το βράδυ τον κατάφερε ο Μπρατίτσας και ξεκινήσαμε. Κατεβήκαμε στο ρέμα. Το φεγγάρι μάς τύλιγε στο φως του ψυχρό. Ο αέρας κατέβαζε από το βουνό θορύβους, ασβοί και νυχτοπούλια, κρυφομιλήματα της νύχτας. Γλιστράγαμε αθόρυβα με το αφτί τεντωμένο και ξέραμε πως δεν είχαμε κλήρο σ' αυτά.
Περπατήσαμε και την άλλη μέρα. Κατά το μεσημέρι σταματήσαμε. Μαζέψαμε ψήσαμε καβούρια κι αποφασίσαμε να ξενυχτήσουμε σε κείνο το μέρος.
Μέσα στον ύπνο μου ένιωθα να μου σφίγγουν την ψυχή. Ξύπνησα με την αυγούλα ανήσυχος, το πόδι μου είχε μουδιάσει, δεν το καταλάβαινα.
Έκανα έτσι είδα στη γάμπα μου διπλωμένο ένα φίδι. Όσο το αίμα σταμάταγε, τόσο αυτό σφιγγότανε απάνω γυρεύοντας ζεστασιά. Έμπηξα τη φωνή, πετάχτηκαν απάνω οι σύντροφοί μου αγριεμένοι.
— Μην κουνιέσαι, είπε ο Νικήτας.
Πήρε ένα ξύλο, του πάτησε το κεφάλι, κι έτσι που ήταν παγωμένο τράβηξε το μαχαίρι απ' την αρβύλα του και το 'κοψε σα σπληνάντερο.
Όλη τη μέρα ανατρίχιαζα.
Ξαναπήραμε το ρέμα. Από χαμηλά ακούσαμε ένα βαθύ ήχο σα βούκινο. Σε λίγο απαντήσαμε δέση νερού. Πιάσαμε το αυλάκι, ήταν μυλαύλακο.
Φτάσαμε στη γούρνα και είδαμε από κάτω το μύλο. Λουφάξαμε. Βγήκε ο μυλωνάς στην αυλή, έβαλε την αχιβάδα στο στόμα του και μπούρισε δυο φορές. Ύστερα μπήκε μέσα, πήρε ένα τσαπί και τράβηξε το ρέμα ρέμα.
Κατεβήκαμε σβέλτα στο μύλο, η πόρτα ήταν τέντα. Έμεινα απόξω εγώ και ο Νικήτας με τον Μπρατίτσα μπήκαν μέσα. Τους άκουγα να αρβαλάνε κι ένιωθα τη μυρουδιά του αλεσμένου σταριού. Μου φαινόταν ότι αργούνε πολύ. Ώσπου είδα αντίκρυ στις στροφές να κατεβαίνει ένα μουλάρι φορτωμένο και πίσω ο αγωγιάτης κρατώντας το απ' την ουρά. Μπήκα να τους δώσω είδηση και διπλώθηκα σ' ένα σακί με μπουλουγούρι. Έχωσα το χέρι μου και πήρα ένα γρόθο. Πεταχτήκαμε όξω και κάναμε κάτω. Κράταγα το μπουλουγούρι στη χούφτα μου. Φτιάχναμε και μεις στο σπίτι μας τραχανά. Τον έφτιανε η μάνα μου ακολουθώντας τη σοφή της οικονομία. Τούτο δω ήταν από την πρώιμη σοδειά.
Πιάσαμε σε κάτι πλατάνες. Το μεσημέρι ζυγιαζόταν καταμεσίς στον ουρανό σα γεράκι. Το βλέπαμε στο λιγοστό νερό της ρεματιάς, οι στάλες του μας χτύπαγαν στα μάτια. Ήταν η ώρα που ξυπνούν τ' αερικά, ήσαν οι μεσημεριάτικοι ήχοι από τα χαμένα καλοκαίρια.
Δεν μιλάγαμε. Είχε κι αν είχε αγριέψει η ψυχή μας. Άκουσα από κάτω ένα σούρσιμο αχνό, τέντωσα το αυτί.
Θανάσης Βαλτινός, Η Κάθοδος των Εννιά, Άγρα, 1984, σσ. 63-65
* Στο συγκεκριμένο απόσπασμα παρακολουθούμε την αφήγηση ενός πολεμιστή το 1948 στην ορεινή Πελοπόννησο (εποχή του Εμφυλίου Πολέμου)
*
Ν' Ακούω Καλά τ' Όνομά σου
(απόσπασμα)*
Εγώ κίνησα βουβός. Λίγο να 'κρενα, θα μου κίναγαν δάκρυα. Φτάκαμαν με το μούσγκωμα στα ποδάρια της Μουργκάνας. Τήραζες ψηλά, μαύριζε το βουνό μέχρι τα ουράνια. Είδαμαν σε μια ράχη έναν με κάπα, βοσκός θάητανε. Πήγαμαν δυο τρεις κοντά, του είπα να μας δείξει τον δρόμο.
«Άι κατούρα», μου λέει, «γυρνάτε πίσω. Τον αμάραντο πα' να βρείτε;»
Του δώκαμαν κάτι λέκια, του δώκαμαν κι ένα ρολόι, μας έδειξε.
«Ψηλά», μας λέει, «δεν κολλάνε περίπολα, έχει πολύ χιόνι. Σε κάτι σελώματα μαζεύεται σωρός και σκεπάζει τα σύρματα. Απ' έκει θα διαβείτε».
Περβατήσαμεν κάνα δυο ώρες.
«Φέρνομε τροΰρω», είπε ένας. «Τούτος ο ξέρακας ήταντος εδώ».
Ξεχωρίστηκαν πολλοί, οι περισσότεροι Βουρκάρηδες και τράβηξαν χαμπηλά για το Μουρσί, να διαβούν απ' το ποτάμι. Οι υπόλοιποι κόψαμαν ορθά απ' την Μουργκάνα. Στον δρόμο κόλλησαν στο μπουλούκι κι άλλοι, Αλβανοί και Έλληνες. Ξεφράχτηκε ο κόσμος, δεν βαστιόνταν. Είδαμαν μακριά μια περίπολο.
«Μην σπαράξετε», είπε ο Φιλίππης.
Γέναμεν ένα με τα παλιούρια. Διάβηκαν, αρεντέψαμε. Από λίγη ώρα, έριξαν φωτοβολίδες, άσπρισε ο τόπος. 'Κούσαμαν που ντουφέκαγαν κοντά και φωνές από ανθρώπους. Είχαν βρει άλλο μπουλούκι.
Ξωρνιάστηκε ο κόσμος, γούργιαζαν οι γυναίκες, άλλη περίπολος αρχίνισε να ντουφεκάει προς τα μας. Σε έναν του έμασαν μια ριπή στο γκιόξι, βρύσαγε το αίμα με δύναμη, ράντισε το χιόνι. Αγριεύτηκε ο κόσμος, άλλοι έκαναν τσεδώ, άλλοι τσεκεί, άλλοι φώναζαν «μην αριώνεστε, μην αριώνεστε». Απομείκαμαν καμιά πενηνταριά.
Αρχίσαμε και κολλάγαμαν σιαπάνω σε γκρεμανηφόρα, να βρούμε πολύ χιόνι. Είχε σκοτεινιάσει ο τόπος κι έρινε αράδα δαρτή βροχή. Με τις αστραπές βαδίζαμαν.
«Άι, παιδιά», είπε κάποιος. «Το φάγαμαν».
Είδα τον μπάρμπα, κοντοστάθηκε. Του πήγαινε ο ίδρως νερό.
«Τι έχεις;» του λέγω. «Φτάνουμε».
«Θα γυρίσω πίσω», μου λέει. «Δεν μπορώ ν' αμπώξω άλλο».
«Σε δένω και σε ρίνω στον πλάτη, εδώ δεν σ' αφήνω», του λέγω. Τον έβαλα μπροστά. Φύσαγε σαν ποτάμι τον χειμώνα.
«Αμάνι», μου λέει. «Λίγο να ξαποστάσω».
«Αν κάτσεις, εδώ θ' απομείκεις», του λέγω.
Παρεκότερα, ένα παιδί μού χάλεψε βοήθεια.
«Τέσσερις μέρες βαδίζω, δεν μου έμεικε ψυχή. Μου κλειούν τα μάτια». Είχε γκρεμιστεί καταής.
«Απο πού είσαι;» του λέω.
«Από την Λούσνια».
Φώναξα δυο τρεις φορές Λούσνια, άλλο δεν μπορούσα να κάνω. Έφυγα δίχως να κοιτάξω, είχα χωριανικό γαίμα να βοηθήσω.
Παρέκει, μου 'ριξε το χέρι στον πλάτη ο μπάρμπας. «Για το», είπα με το μελό μου. Πέσαμαν σε μεγάλη ράχη, είχε ισιάδα. Μου άφηκε ο μπάρμπας τον πλάτη, πήρα ανάσα.
Δεν την χόρτασα, «αμάνι», μου λέει ένας φαμελίτης, κι αυτός ξενομερίτης, που 'χε δυο μικρά παιδιά στην αγκαλιά. «Πάρε το παιδί. Έχω να κουβαλήσω γυναίκα και κοπέλα». Με τήραζε το παιδί σαν μεγάλος και πρόσμενε από τεμένα. Το πήρα γκότσι. Παρακάτω 'κούσαμαν φωνές. Είχε κοπεί το χιόνι και γκρεμίστηκαν καμιά δεκαριά νοματαίοι. Ήταν κι οι γονέοι του παιδιού μέσα. Κείνη η έρημη ράχη κόβονταν στο πλάι μαχαίρι. 'Κούγαμαν για λίγο τις φωνές, κατόπι τους πήρε η ξενιτιά.
Μας έπλενε ένας κρύγιος αγέρας που κατήβαινε απ' το απάτηγο χιόνι και σφύριζε σαν διάολος. Το παιδί το τουλούπωσα με μια χλαίνη που πήρα από κάποιον κρουσταλλιασμένον που ηύρα. Με ξεπλάτισε, γιατί όλο γύριζε να χαλέψει τους γονέους. Αφ' όντις δεν τους ένιωθε, είχε γένει τρακόσες οκάδες.
Νύχτα ακόμα, ξεπνοϊσμένοι, 'κούσαμαν μακριά τους πρώτους πέτους. Κοντεύαμαν σε κατοικιά, αλλά ήμασταν μέσα ή στην Ελλάδα; Άξαφνα 'κούσαμε ομιλίες στ' αλβανικά κι αλυχτίσματα. Μου κόπηκαν τα ποδάρια. Μέσα ήμασταν. Παγώσαμαν στον τόπο. Μόναχα οι καρδιές χτυπάγανε. Μας έριξαν δυνατό φακό και κάποιος φώναξε.
«Μην σκιάεστε, μο διαόλοι, είστε στο Ελληνικό».
Σωτήρης Δημητρίου, Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου, Κέδρος, 1993, σσ. 89-92
* Στο συγκεκριμένο απόσπασμα παρακολουθούμε την αφήγηση ενός Βορειοηπειρώτη — Αρχές δεκαετίας 1990 στην Ελληνοαλβανική μεθόριο.
*
Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
— Μιλάτε Αγγλικά;
— Καταλαβαίνω.
— Αυτό είναι το σπίτι μου;
— Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ' αναφιλητά μου μ' ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου —τ' όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;— εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: «Χάθηκε ο στρατός μας!» Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ' αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα· στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα 'βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου — ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
— Τι φης; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ' αναγνώριζες, αλήθεια;
— Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου 'πεν η Τουρκάλα: «Ναι, αυτό είναι».
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;
Ιούλιος 1992
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, Άγρα, 1995
* Η ποιητική κατάθεση ενός Κύπριου: του ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Άρδανα· χωριό της περιοχής Αμμοχώστου, στην κατεχόμενη Κύπρο· πατρίδα του ποιητή.
Με τη διδασκαλία της ενότητας αυτής επιδιώκεται οι μαθητές:
• Να γνωρίσουν σε βάθος ένα κλασικό έργο της νεοελληνικής πεζογραφίας.
• Να αντιληφθούν το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα της αφήγησης.
• Να παρακολουθήσουν την ψυχογράφηση των προσώπων.
• Να κατανοήσουν την τεχνική της αφήγησης του κειμένου και να εντοπίσουν όσα στοιχεία κάνουν έκδηλη την προφορικότητά του.
(Τα λόγια μέσα στην παρένθεση είναι από συνεντεύξεις του Στρατή Δούκα στον Γιώργο Πηλιχό για την εφημερίδα «Τα Νέα» και στη Θεοδώρα Ζερβού για το περιοδικό «Διαβάζω»)
1895 (6 Μαΐου): γέννηση του Στρατή, δευτερότοκου γιου του Κωνσταντή και της Αιμιλίας Δούκα, το γένος Χατζηαποστόλη, στα Μοσχονήσια του Αδραμυττινού κόλπου. Εδώ τελείωσε το σχολαρχείο.
(«Εγώ είμαι από το Μοσχονήσι, το πιο μεγάλο από τα τριανταεννιά νησάκια που βρίσκονται στην αρχή του Αδραμυττινού κόλπου, απέναντι από την αρχαία Τροία. Επομένως είμαι Τρως...»)
1907: φοιτά στο γυμνάσιο του Αϊβαλί. Φίλος και συμμαθητής με τον Φώτη Κόντογλου.
(«Δεν μπορώ να εκφράσω ποια ενότητα αισθημάτων υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους. Θα σου πω μόνο τούτο το περιστατικό: Έμενα στα Μοσχονήσια, όπου γεννήθηκα, αλλά ο πατέρας μου έμενε στην Ανατολή. Εκεί είχε έναν κουμπάρο, τον Ισμαήλ. Απ' όλα τα παιδιά είχε διαλέξει εμένα κι έγιναν κουμπάροι. Πατέρας κουμπάρος, γιος κουμπάρος. Μ' έπαιρνε στο κυνήγι που πάγαινε. Εγώ από φανατισμό χριστιανικό τον έβαζα να σκοτώσει δεκοχτούρα, που είναι αμάρτημα για τους Τούρκους. Αλλά κι αυτός μ' έκανε κάτι. Μ' ανέβασε στο μιναρέ μια φορά και είδα το χωριό κάτω. Κατεβαίνοντας μου είπε: "Ε, Ιστρατή" —παρεφθαρμένα λίγο ελληνικά μιλούσε— "τρεις φορές γυρίσει μιναρέ, ντυθείς Τούρκος". Τον πήγα, λοιπόν, λιθοβολώντας ως εκεί που δούλευε ο πατέρας μου. Λέγω: "O Ισμαήλ με ανέβασε στον μιναρέ και μ' έκανε Τούρκο". Βγήκε τότε ο Ισμαήλ γελώντας. "Αχ, βρε αχμάκι", μου λέγει ο πατέρας μου, "δεν γίνεσαι έτσι Τούρκος". Τέτοιες ήταν οι σχέσεις μας, στενές, με τους Τούρκους.»)
1912: γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συγκατοίκηση με τον Κόντογλου στη Νεάπολη. Συχνάζουν στη Σχολή Καλών Τεχνών και σε παλαιοβιβλιοπωλεία. O κοινός πόθος τους για μια κοπέλα, τη Φιλομήλα, γίνεται βασική αιτία να καταρρακωθεί ψυχικά ο Σ. Δούκας.
(«Συγκατοικούσα, τότε, με τον Κόντογλου σ' ένα από κείνα τα μικρά σπίτια, που αφθονούσαν εκείνη την εποχή στην Αθήνα των διακοσίων χιλιάδων κατοίκων...Έτσι η Φιλομήλα ερχόταν πότε πότε στο σπίτι που έμενα. Το κακό όμως ήταν ότι κι ο Κόντογλου ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της, χωρίς όμως να μου το φανερώσει, ως τη μέρα που πήγε ν' αυτοκτονήσει για χάρη της, όταν κατάλαβε πως η κοπέλα αγαπούσε εμένα. Αυτό με συντάραξε, αγαπούσα πολύ τον Κόντογλου σαν φίλο. H φιλία, για μένα, μετρούσε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, ακόμη περισσότερο κι απ' τον έρωτα.»)
1914: διακόπτει τις σπουδές του και επισκέπτεται για πρώτη φορά το Άγιο Όρος.
(«...μου ήρθε η επιθυμία κι έφυγα για το Άγιον Όρος. Σ' αυτό μ' έσπρωξε και η ρούσικη λογοτεχνία.»)
1915: με τον συγγραφέα και φίλο του Αντώνη Πρωτοπάτση και άλλους γνωστούς του ασχολείται στη Μυτιλήνη με λαογραφικές μελέτες.
1916: κατατάσσεται εθελοντής στην «Εθνική Άμυνα». Υπηρετεί ως στρατιώτης και αξιωματικός στο μακεδονικό και αργότερα στο μικρασιατικό μέτωπο, όπου τραυματίζεται.
(«Όταν έγινε η υποχώρηση υπηρετούσα στο μέτωπο Προύσης. Ήμουν κατάκοπος. Με την πρώτη στάση που κάναμε έπεσα αναίσθητος από την κούραση. Θα ν' έπεφτα στα χέρια των Τούρκων. Με γλίτωσε ο υπηρέτης μου, ο οποίος με τα παρακάλια του και με τριψίματά του με σήκωσε. Στη δεύτερη στάση έπεσα πάλι αναίσθητος και ήρθε και με γλίτωσε ένας υπολοχαγός του δικού μου λόχου. Στο τέλος κοιμήθηκα δύο ώρες και συνήλθα. Τότε άκουσα —είχαν μπει οι Τούρκοι στην Προύσα, κι είχαν ανέβει σ' ένα μιναρέ— τους άκουσα να ευχαριστούν το Θεό. Είμαι ο τελευταίος που έφυγε απ' την Προύσα»)
1923: Απολύεται από τον στρατό. Ενδιαφέρεται για τη μεταφύτευση στην Ελλάδα των ανατολίτικων βιοτεχνιών (της αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας και της ταπητουργίας). Οργανώνει στο Λύκειο Ελληνίδων έκθεση προϊόντων τους, μαζί με έργα των Κόντογλου και Παπαλουκά. Τον Νοέμβριο δεύτερο ταξίδι στο Άγιο Όρος, όπου μελετάει την αρχιτεκτονική, τα ζωγραφικά έργα και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα των μοναστηριών.
1924: οργάνωση έκθεσης στη Θεσσαλονίκη με έργα του Παπαλουκά.
1925: μαζί με τον Στρατή Μυριβήλη ιδρύει στη Μυτιλήνη τον «Σύλλογο Μουσικών Τεχνών». Επιστρέφει στην Αθήνα και συγκροτεί την εταιρεία «Διακοσμητικής Τέχνης» με τον Κόντογλου και τον Παπαλουκά. Συμμετέχει στην έκδοση του περιοδικού «Φιλική Εταιρεία».
1926-1927: προσλαμβάνεται ως καλλιτεχνικός διευθυντής στην «Αγγειοπλαστική της Κιουτάχειας» και παράλληλα δημοσιεύει κείμενά του στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Μυτιλήνης.
1927: ύστερα από σοβαρό κλονισμό της υγείας του, καταφεύγει κοντά στους δικούς του στη Θεσσαλονίκη και αρχίζει να καταγίνεται με τη ζωγραφική. Περιοδεύει στην ύπαιθρο της Μακεδονίας και συνεχίζει τη συνεργασία του με το περιοδικό Φραγγέλιο.
(«Το καλοκαίρι του 1927, λόγω της κλονισμένης υγείας μου, βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, στους δικούς μου. Συγκατοικούσαν με μία συγγενική μας οικογένεια και είχα κάθε βράδυ 16 μοντέλα. Εκεί άρχισα να ζωγραφίζω. Σ' αυτό το στάδιο μ' απασχολούσε ο φωτισμός. Αργότερα, σ' ένα χωριό που βρέθηκα κι είχα φιλία με το δάσκαλο, ζωγράφιζα τα παιδιά του σχολείου, αγόρια και κορίτσια. Τότε πέρασα στη μονοκοντυλιά, που είναι πολύ δύσκολη...»)
1929: πρώτη έκδοση του κορυφαίου έργου του Ιστορία ενός Αιχμαλώτου. Επίσης, δημοσίευση της δημοσιογραφικής έρευνας «Ορεινή Ελλάδα» σε εννιά συνέχειες στην εφημερίδα Πρωία, με τον τίτλο «Ληστρική κοινωνία».
1930: έκθεση ζωγραφικής στο Λύκειο Ελληνίδων της Αθήνας. Ταυτόχρονα δημοσιεύει μικρά λυρικά κείμενα και δημοσιογραφεί σε Αθηναϊκές εφημερίδες.
1931: επιμελείται τη μεταθανάτια έκδοση του Νίκου Βέλμου Νέος Κόσμος και αρχίζει να μελετάει τη ζωή και το έργο του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά. Γνωρίζεται με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, με τον οποίο αλληλογραφεί μέχρι το 1937.
(«Βλέπω κάτι προπλάσματα του Χαλεπά και λέγω: "Αυτό δεν μπορούσε να το κάνει κανένας Ευρωπαίος. Ούτε ο Ροντέν, ούτε...Αυτό είναι η αρχαία πλαστική [...] Αφιέρωσα 50 χρόνια σχεδόν στον Χαλεπά. Ήταν προβληματική η μορφή του. Πράγμα που έκανε τους άλλους μελετητές να μη μπαίνουν στο βάθος»)
1934: ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών».
(«Γι' αυτό σε όλο το διάστημα που ήμουν γενικός γραμματεύς της Εταιρείας, κάπου δέκα χρόνια, προσπάθησα να φέρω την ενότητα και κατάφερα τότε να ενωθούν ο Σύνδεσμος και η Εταιρεία σε ένα σωματείο»)
1935-1937: μαζί με τον Πικιώνη, τον Παπαλουκά, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Καραντινό εκδίδει το πρωτοποριακό περιοδικό Το τρίτο μάτι.
1937: περνάει λίγους μήνες κοντά στους δικούς του στις Σέρρες, αναζητώντας λίγη ανάπαυση στην ταραγμένη ζωή του.
1937-1939: γραμματέας της τουριστικής επιτροπής στη Θεσσαλονίκη.
1939- 1940: συνεργάτης του περιοδικού «Νεολαία».
1940- 1941: υπηρετεί ως αξιωματικός στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
1942: παντρεύεται τη Δήμητρα Δούκα η οποία, μετά από δική του προτροπή, εξελίσσεται σε συγγραφέα. Την ίδια περίοδο εντάσσεται στο ΕΑΜ, φυλακίζεται και κακοποιείται από τους Γερμανούς, ενώ για μεγάλο διάστημα κρύβει στο σπίτι του μια εβραϊκή οικογένεια από τη Θεσσαλονίκη.
(«...Μου 'στειλε ο Πεντζίκης μια εβραϊκή οικογένεια, για να τους κρύψω στο σπίτι μου. Πρώτα έφτασαν τα παιδιά, ο Αρνάλδος και ο Ίζος, κι ύστερα οι γονείς·Ταζάρτες ήταν το επώνυμο τους. Πώς να τους πω όχι. Εμένα η ανθρωπιά μου είναι σύμφυτη με την ύπαρξή μου όλη. Τους πήρα λοιπόν στο σπίτι μου...δυο δωμάτια όλο κιόλο...Ευτυχώς όλα πήγαν καλά ως την Απελευθέρωση. Μετά τον πόλεμο τα δυο Εβραιόπουλα εγκαταστάθηκαν στο Μιλάνο, όπου έκαναν μια μεγάλη επιχείρηση, με χίλια άτομα προσωπικό. Όταν έλειπα στη Μόσχα, για την εγχείρηση, ήρθε στην Αθήνα να με δει ο Αρνάλδος. Είχε καταλάβει, είχε πληροφορηθεί ότι περνούσαμε άσχημα. Από τότε δεν έπαψε ούτε μήνα να μη μου στέλνει ένα τακτικό βοήθημα, 27.500 το μήνα. Χωρίς αυτά τα λεφτά δεν θα είχαμε αυτά τα δυο κρεβάτια στο γηροκομείο. Όσο για την Πολιτεία, έτσι φέρεται συνήθως η Πολιτεία, αδιαφορεί όσο ζεις κι όταν πεθάνεις σου στέλνει ένα στεφάνι στον τάφο σου»)
1946: υπηρετεί στα κινητά ιατρεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
1948: συνεργάζεται με το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα και στη συνέχεια γίνεται διευθυντής του. Επίσης, συνεργάτης των περιοδικών O αιώνας μας, Ποιητική Τέχνη και Ζυγός.
1953-1960: γενικός γραμματέας στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.
1962: μετάβαση στη Μόσχα για εγχείρηση προστάτη, που τελικά δεν πραγματοποιείται. Από τότε ζει κατάκοιτος στο σπίτι του.
1965-1969: τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Διαγώνιος. Ολοκληρώνει τα έργα του Οδοιπόρος και Ενώτια, καθώς και τον κύκλο των κειμένων του για τον Γιαννούλη Χαλεπά.
1967-1974: ταλαιπωρείται από τη στρατιωτική δικτατορία.
1970: ξανατυπώνει όλα σχεδόν τα βιβλία του (τα περισσότερα από τις εκδόσεις Κέδρος) και παρουσιάζει νέα. Ζει σε διάφορα γηροκομεία.
(«...Στωικά αντιμετωπίζω τη μοναξιά. Στωικά και φιλοσοφικά...Κι αν ακόμα μπορούσα να περπατήσω, τι μπορούσα να κάνω στα 89 μου χρόνια; Έχω κάνει το καθήκον μου. Και καθήκον είναι να θυσιάζεις το ίδιο σου το συμφέρον για το καλό του συνόλου...Τον θάνατο όχι μόνο δεν τον φοβάμαι, αλλά τον περιμένω σαν λυτρωτή...Α, πώς να μιλήσω για τη ζωή! H ζωή είναι πολλά πράγματα, όλα τα πράγματα και συγχρόνως ένα τίποτε.»)
1983: ο δήμος Ζωγράφου δημιουργεί ένα μικρό μουσείο «Στρατή Δούκα» στο Πνευματικό του Κέντρο και τον ανακηρύσσει επίτιμο δημότη. Επίτιμος πρόεδρος στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.
26 Νοεμβρίου 1983: θάνατος του Στρατή Δούκα.
(Τα σημαντικότερα γεγονότα του μικρασιατικού πολέμου)
(οι ημερομηνίες δίνονται σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο)
1918
17 Οκτωβρίου: Ανακωχή του Μούδρου, σύμφωνα με την οποία τερματίζεται ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ανάμεσα στην Τουρκία και την Entente. Οι Σύμμαχοι και η Ελλάδα αποκτούν το δικαίωμα να ελέγχουν όλα τα νευραλγικά σημεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
17 Δεκεμβρίου: Υπόμνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Συμβούλιο των Τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων. Βασική ελληνική αξίωση είναι η διασφάλιση της τοπικής πλειοψηφίας σε περιοχές όπου υπερτερεί το ελληνικό στοιχείο. «Η Ελλάς δεν πηγαίνει εκεί όπου λείπει η εθνολογική βάσις». Τόνωση του εθνικού αισθήματος των Τούρκων και οργάνωση εθνικής αντίστασης.
1919
2 Μαΐου: Τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού αποβιβάζονται στη Σμύρνη. Πρώτες αψιμαχίες στα Βουρλά μεταξύ ενόπλων Τούρκων και τμημάτων του Ελληνικού Στρατού.
25 Ιουλίου: Στο συνέδριο στην Έρζουρουμ ψηφίζεται ο «Εθνικός Όρκος» που καλεί τους Οθωμανούς να μην υπακούσουν στις αποφάσεις των Συμμάχων και του σουλτάνου.
1920
1 Φεβρουαρίου: Ο Βρετανός πρωθυπουργός L. George δηλώνει: «Η Σμύρνη πρέπει να αποδοθεί στην Ελλάδα».
3 Μαρτίου: Κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Συμμάχους.
11 Απριλίου: Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα. Εκλέγεται αρχηγός (πρόεδρος) ο Μουσταφά Κεμάλ.
28 Ιουλίου: Συνθήκη των Σεβρών. Στην Ελλάδα παραχωρείται το μεγαλύτερο τμήμα της Ανατολικής Θράκης και διατηρεί για 5 χρόνια την κατοχή και τη διοίκηση της Σμύρνης και της γύρω περιοχής.
30 Ιουλίου: Δολοφονική απόπειρα του Βενιζέλου στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών, ενώ επιστρέφει θριαμβευτής στην Ελλάδα.
31 Ιουλίου: Σύλληψη και εκτέλεση του Ίωνα Δραγούμη.
1 Νοεμβρίου: Ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές. Επιστροφή του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου ύστερα από δημοψήφισμα.
7 Νοεμβρίου: Ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας διορίζεται στη θέση του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου.
1921
3 Μαρτίου: Υπογράφεται μεταξύ της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας και της Σοβιετικής Ένωσης η συνθήκη της Μόσχας (φιλίας και αμοιβαίας υποστήριξης).
14 Μαρτίου: Κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ.
4 Ιουλίου: Ο Ελληνικός Στρατός εισέρχεται στην Κιουτάχεια.
8 Ιουλίου: Μάχη του Δορυλαίου. Νίκη των ελληνικών δυνάμεων.
3 Αυγούστου: Ο L. George δηλώνει: «Ας αφήσουμε και τους δυο [Έλληνες και Τούρκους] να πολεμήσουν μέχρι το τέλος».
31 Αυγούστου: Ο Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) διατάσσει γενική επιστράτευση.
7 Οκτωβρίου: Γαλλοκεμαλικό σύμφωνο συμμαχίας (σύμφωνο Franklin-Bouillon).
1922
12 Φεβρουαρίου: «Δημοκρατικό Μανιφέστο» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.
5 Απριλίου: Συμφωνία της Ιταλικής Κυβέρνησης με την αντίστοιχη της Κωνσταντινούπολης
12 Μαΐου: Ο αρχηγός της στρατιάς Α. Παπούλας υποβάλλει την παραίτηση του. Νέος αρχιστράτηγος ο Γεώργιος Χατζηανέστης.
21 Ιουλίου: H Ελληνική Κυβέρνηση προβαίνει σε δριμύτατη διαμαρτυρία προς τις συμμαχικές δυνάμεις για την έντονα ανθελληνική τους στάση.
13 Αυγούστου: Γενική αντεπίθεση του τουρκικού στρατού.
14 Αυγούστου: Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το Αφιόν Καραχισάρ.
25 Αυγούστου: Αρχίζει η μαζική έξοδος του Ελληνισμού της Σμύρνης αλλά και της ενδοχώρας.
26 Αυγούστου: Εκδίδεται από τη Διοίκηση της Στρατιάς η επίσημη διαταγή εκκένωσης της Μικράς Ασίας.
27-28 Αυγούστου: Οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη. Ξεσπούν ταραχές κατά του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού όχι μόνον εδώ, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη. Οι εικοσιπέντε αιώνες αδιάκοπης ελληνικής παρουσίας αποτελούν πια παρελθόν. Ανάμεσα στα θύματα και ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος.
29 Αυγούστου: Καταλαμβάνεται η Προύσα και η περιοχή της από τουρκικές δυνάμεις.
31 Αυγούστου: Αρχίζει ο εμπρησμός της Σμύρνης.
1 Σεπτεμβρίου: Ο Μουσταφά Κεμάλ ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης της κατεστραμμένης και καμένης πόλης της Σμύρνης.
3 Σεπτεμβρίου: Τουρκική διαταγή: «Οι άνδρες ελληνικής και αρμενικής καταγωγής από 18 έως 45 χρονών πρέπει να παραδοθούν πάραυτα. Θα κρατηθούν αιχμάλωτοι μέχρι πέρατος των εχθροπραξιών».
10 Σεπτεμβρίου: Επανάσταση του ελληνικού στρατού στη Χίο και στη Μυτιληνη, με επικεφαλής τους Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά. Αξιώνεται η παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος κηρύσσει τον στρατιωτικό νόμο, ενώ στις 14 παραιτείται υπέρ του διαδόχου του Γεωργίου.
28 Σεπτεμβρίου: Η ανακωχή των Μουδανιών. Οι Έλληνες οφείλουν να αποχωρήσουν όχι μόνο από τη Μ. Ασία, αλλά και από την Ανατολική Θράκη.
15 Νοεμβρίου: Το Επαναστατικό Στρατιωτικό Δικαστήριο καταδικάζει σε θάνατο ως πρωταίτιους για τη μικρασιατική καταστροφή τους: Δ. Γούναρη, Ν. Θεοτόκη, Γ. Μπαλτατζή, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Ν. Στράτο και Γ. Χατζηανέστη.
1923
30 Ιανουαρίου: Ελληνοτουρκική σύμβαση, με την οποία διευθετείται το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών
11 Ιουλίου: Υπογράφεται στη Λωζάννη η ομώνυμη συνθήκη ειρήνης, αναθεωρητική αυτής των Σεβρών. Ο Μικρασιατικός Πόλεμος τερματίζεται.
Ένας γνήσιος, νησιώτικος λυρισμός, ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι γεμάτο γαλήνη —που, ίσως, εγκυμονεί καταιγίδες— ένα συσπειρωμένο ελατήριο, που φαίνεται απλό, αλλά μέσα του κρύβει μια δύναμη, ένα έντονο πάθος και, παράλληλα, μια προσπάθεια για διερεύνηση, για τον εντοπισμό μιας νομοτέλειας, ό,τι περισσότερο από κάθε τι εκφράζει την ελληνικότητα της ψυχής του λαού μας, αποτελούν τη βάση του λογοτεχνικού και ζωγραφικού έργου του Στρατή Δούκα. Αυτά τα δύο στοιχεία: το συναίσθημα, πλημμυρισμένο από μεσογειακό φως και η προσπάθεια για έρευνα μας δίνουν παράλληλα και το κλειδί για να κατανοήσουμε τον έρωτά του για τη ζωή και την αθωότητα της νεότητας, καθώς και η σπάταλη αγάπη του για τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει φόβος, εγκράτεια σε αυτό το δόσιμο, περιορισμός σε ένα χώρο δικό μας. Ούτε καν εκείνο το φίλτρο, που απορρίπτει κάθε ξένο στοιχείο και μας αφήνει να συνομιλούμε με τον άλλον άνθρωπο μέσω του εαυτού μας. Εδώ υπάρχει ένα πάθος για επικοινωνία, πάντοτε νεανικό, μια αφοσίωση που αγγίζει την αυταπάρνηση, μια έντονη προσπάθεια για να γίνει αισθητή η ομορφιά του εντός μας κόσμου.
Εάν θέλουμε τώρα, να συνοψίσουμε τις αρετές του πεζογραφικού έργου του Στρατή Δούκα, θα καταλήξουμε, νομίζω, στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
α. Στην αμφίπλευρη στήριξή του στην παράδοση και τις ανανεωτικές τάσεις. «Τα δέντρα» συνήθιζε να λέει «πρέπει να έχουν τις ρίζες τους βαθιά χωμένες στο χώμα και τα κλαδιά τους ελεύθερα στους νέους ανέμους».
β. Στην πυκνότητα του ύφους του. Αυτά που συνάγονται είναι πολύ περισσότερα από αυτά που λέγονται. Τα γεγονότα κυριαρχούν. Οι περιγραφές μειώνονται στις απόλυτα αναγκαίες. Το ρήμα και το ουσιαστικό δεσπόζουν. Το επίθετο χρησιμοποιείται μόνο εκεί που δεν μπορεί να μη χρησιμοποιηθεί.
γ. Στην αρχή της αντίθεσης που αποτελεί το δομικό υλικό της σύνθεσης. Μιας σύνθεσης που δεν στηρίζεται μόνο στην αντιπαράθεση συμβάντων αλλά και σε λεπτές αισθήσεις, ανεπαίσθητες αποχρώσεις και μυστικές κινήσεις.
δ. Στην πολυμορφία των έργων του. Εξετάζοντας τα πέντε πεζογραφικά του έργα εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε με πόση ευκολία μπόρεσε να κινηθεί από τη λαϊκή αφήγηση Ιστορία ενός αιχμαλώτου στο λυρικό κλίμα του Οδοιπόρου και από τον εσωτερικό μονόλογο των Ενωτίων, και τον κάπως πιο χαλαρό του Θερμοκηπίου, στη βιογραφία Ο βίος ενός αγίου.
ε. Στο βιωματικό υπόστρωμα. Και οι πέντε παραπάνω πεζογραφικές προσπάθειές του στηρίζονται σε βιώματα: Στην ιστορία του Νικόλα Καζάκογλου, Ιστορία ενός αιχμαλώτου, στα οδοιπορικά σημειωματάρια του συγγραφέα από τις περιοδείες του στη Δυτική Μακεδονία, Οδοιπόρος, σε μερικά από τα γράμματά του στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη Ενώτια και Θερμοκήπιο και στο βιογραφικό υλικό για τον Γιαννούλη Χαλεπά που είχε συγκεντρώσει.
Η τραγική υποβολή του λαϊκότροπου λόγου. «Ιστορία ενός αιχμαλώτου»
Όταν ο Στρατής Δούκας έβαλε το Νικόλα Καζάκογλου να του διηγηθεί την περιπέτεια του αιχμαλώτου που ξέφυγε από τον βέβαιο θάνατο στην καταστροφή του '22, πραγματοποίησε μια συνεργασία όπου σήμερα είναι αδύνατο να ξεχωρίσουμε τη συμβολή του καθενός, του πραγματικού αιχμαλώτου με το βίωμά του, και του λογοτέχνη που του έδωσε λογοτεχνικές αξιώσεις. Ούτε είμαστε σε θέση να ξέρουμε με ασφάλεια αν ήταν πιο δυνατή η πρόθεση στον Στρατή Δούκα, να διασώσει ευσπλαχνικά τη μνήμη του εθνικού δράματος, είτε η πρόθεση του να προμηθέψει στη γενιά ένα δείγμα αγνού προφορικού λόγου. Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου, πρωτοδημοσιευμένη το 1929, παρά τις παραπάνω απορίες, ενδιαφέρει εδώ επειδή αποτελεί μια περίπτωση πλήρους αφήγησης στο στοιχειωδέστερο στάδιο, όπου δεν επεμβαίνει κανένα από τα σχήματα δομής της καλλιεργημένης παιδείας. Το κείμενο, όπως έχει καταλήξει στην Ιστορία, είναι, βέβαια, πραγματοποιημένο από συγγραφέα που γνωρίζει τη «λόγια» παιδεία και που «τακτοποιώντας» το προς δημοσίευση, προσπαθεί να το απαλλάξει από οποιοδήποτε στοιχείο ανήκει στη λόγια παιδεία και που θα μπορούσε να ελαττώσει την «γνησιότητά» του (κάτι το ανάλογο έκαναν κάποτε και οι συλλέκτες δημοτικών τραγουδιών). Ο Δούκας μεταγράφει την ατομικη ιστορία ενός ανθρώπου που την ίδια την έζησαν και πολλοί άλλοι. Μέσα στην κοινοτοπία της η Ιστορία αποδύεται έτσι από τον ατομικό της χαρακτήρα και περνά στην επιφάνεια της καθολικότητας. Ο ίδιος εξάλλου δεν κάνει καμιά απόπειρα για να διακριθεί και να ξεχωρίσει από τους άλλους αιχμαλώτους· δεν υπερτιμά τον εαυτό του, δεν διεκδικεί δικαιώματα ανωτερότητας: η «συνείδηση» του είναι μικρότερη από το δράμα όπου τον έριξε η μοίρα. Η θέση αυτή του αιχμαλώτου σε σχέση με το μέγεθος των γεγονότων που ο ίδιος διαδραματίζει μας κάνει να ακούμε τη φωνή του σαν να προέρχεται από τον χορό μιας τραγωδίας — δεν φαίνεται λοιπόν παράξενο ότι ένας κριτικός έκανε λόγο για «λειτουργία της έμπνευσης της αρχαίας τραγωδίας» (Δ. Ραυτόπουλος, Επιθεώρηση τέχνης, Θ’ 1959, σ. 70-3 = Οι ιδέες και τα έργα, 1965, σ. 82).
Ο αφηγητής εκθέτει την προσωπική του περιπέτεια σαν ένα κακό που πέρασε (και γι' αυτό προστρέχει στον παρατατικό και στον αόριστο της οριστικής) και όταν πια ο ίδιος βρίσκεται έξω από κάθε κίνδυνο. Το «αίσιο» τέλος υπολανθάνει στην κάθε φράση που ο ίδιος προφέρει και λειτουργεί σαν προοπτική, σαν σκοπιά που προσδίδει ψυχική γαλήνη στο κείμενο: όσο οδυνηρές και να 'ναι οι δοκιμασίες του ξέρουμε ότι θα τις ξεπεράσει. Το να ξέρουμε ότι ο αιχμάλωτος θα βγει από την εφιαλτική περιπέτειά του σώος και αβλαβής, δίχως αυτή η επίγνωση να μικραίνει καθόλου το δράμα που ο ίδιος έζησε, συντελεί στην επιβλητική απλότητα, στην καθησύχαση των αισθημάτων του τη στιγμή που τα αφηγείται, και επιτρέπει έτσι να λειτουργήσει αποδοτικά η λιτότητα, που σε άλλες συνθήκες θα μπορούσε και να είναι παράταιρη για τόσο συγκλονιστικά επεισόδια.
Σ' αυτή την προοπτική «εκ του ασφαλούς» εντάσσεται και η ρητορική λύση να αποδραματοποιεί λεκτικά τα πιο συγκλονιστικά επεισόδια, πετυχαίνοντας μια έμφαση από την ανάποδη, σαν να λέμε, σε μια μόνιμη διάθεση οξύμωρου: όσο πιο μεγάλα τα γεγονότα, τόσο πιο απλά τα λόγια.
Η υποτυπώδης πλοκή ακολουθεί μια διαδοχή γραμμική, παρατακτική των γεγονότων, όπως είναι φυσικό, που κατά σύμπτωση όμως αναπαράγει αρκετά σχήματα αφηγηματικά της παλιότερης παράδοσης, μιας παράδοσης που έχει για αφετηρία το ελληνιστικό μυθιστόρημα και που σε πιο πρόσφατα χρόνια βρήκε καταφύγιο στο λαϊκό παραμύθι. Ο αιχμάλωτος περνά από μεγάλους κινδύνους κατά την περιπετειώδη του πορεία προς τη σωτηρία. Αφού ένας σύντροφός του και ο ίδιος έμειναν για μήνες κρυμμένοι σε μια σπηλιά, αποφασίζουν να χωρίσουν και να κάνουν τους Τούρκους, περιμένοντας την ευκαιρία να δραπετέψουν. Από αυτή τη στιγμή ο αιχμάλωτος μεταμφιέζεται σε Τούρκο και του έρχονται πια όλα εύκολα. Ένας Τούρκος τον παίρνει πρόθυμα στη δούλεψή του σαν βοσκό και εκτιμά την εργατικόητά του. Ζει, έτσι, προβάλλοντας στους άλλους μια προσωπικότητα διαφορετική από την αληθινή, με όλα τα αισθήματα φόβου και κινδύνου που προέρχονται από αυτή την απάτη. Η «αναγνώριση», δηλαδή η επιστροφή του ήρωα στο πραγματικό του πρόσωπο, συμβαίνει εντελώς τυχαία, μόλις ο αιχμάλωτος, έξω από τον κίνδυνο, συναντά τον πρώτο Έλληνα στον δρόμο του, πάνω σε ένα ξένο καράβι:
— Μωρέ τι λες; μου λέει ελληνικά.
— Μα το Σταυρό! κι έκανα κρυφά το σταυρό μου.
Σ' αυτό το σημείο παύει να λειτουργεί ένας βασικός παράγοντας έντασης, επειδή ο αναγνώστης παύει να είναι συνένοχος με τον αφηγητή - αιχμάλωτο, εφόσον δεν τους δένει πια το μεγάλο μυστικό της απόκρυψης της ταυτότητας του αιχμαλώτου. Η χαλάρωση της έντασης δεν φέρνει όμως καμιά ζημία, επειδή τώρα τη διαδέχεται ένα άλλο αίσθημα έντονο, η χαρά της απελευθέρωσης — και μ' αυτήν τελειώνει το αφήγημα.
Εκτός όμως από την απόκρυψη της ταυτότητας, την αναγνώριση, το αίσιο τέλος η Ιστορία ενός αιχμαλώτου έχει και άλλα σημεία, μορφολογικά και δομικά, κοινά με το παραμύθι, δηλαδή με το κατεξοχή αφηγηματικό πρότυπο (αρχέτυπο). Ο αιχμάλωτος, όταν περνά για Τούρκος και οδοιπορεί αναγνώριστος στους δικούς του τόπους, συναντιέται με αρκετούς Τούρκους. Τα λόγια που ανταλλάζει κάθε φορά ανήκουν σε ένα πανομοιότυπο σχήμα διαλόγου, μέσα στα πλαίσια μιας τυποποιημένης συμπεριφοράς. Ο αφηγητής δεν αποφεύγει να επαναλάβει τον διάλογο που κάνει κάθε φορά, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζει ελάχιστες διαφορές από τη μια φορά στην άλλη· «ξέρει», χάρη στη λαϊκή σοφία της οποίας είναι φορέας, ότι η επανάληψη έχει μια πολύ σημαντική αφηγηματική λειτουργία.
Το επεισόδιο της όλης αφήγησης που μοιάζει πιο αρχιτεκτονημένο είναι εκείνο όπου ο αιχμάλωτος, τακτοποιημένος από μήνες σαν βοσκός, μαθαίνει ότι πιάσανε τον σύντροφό του, που κι αυτός περνούσε για Τούρκος («Πήγε στο τζαμί να προσκυνήσει και δεν ήξερε να πλυθεί»). Από την πληροφορία προξενούνται διαδοχικές εκδηλώσεις φόβου του πρωταγωνιστή, σαν προετοιμασία του μεγαλύτερου φόβου του να τον κρεμάσουν και αυτόν. Ο αιχμάλωτος απ' αυτή τη στιγμή και πέρα ζει μέσα στην ίδια διαδικασία θανάτου με τον σύντροφό του, περνώντας από τα αντίστοιχα επεισόδια που προηγήθηκαν από την αποκάλυψη του από τους Τούρκους, περιμένοντας και ο ίδιος να αποκαλυφτεί από τη μια στιγμή στην άλλη. H διαδικασία θανάτου, που μόνο αυτός ξέρει και που οι Τούρκοι αγνοούν γιατί δεν έχουν ακόμη ανακαλύψει το ψεύδος, περιπλέκεται από την ολοένα μεγαλύτερη αγάπη που του δείχνουν τα αφεντικά του.
Οι μέρες περνούσαν γρήγορα, η μια πίσ' απ' την άλλη και γέμιζα φόβο που έφτανε η σαρακοστή. Την πρώτη μέρα πρόσεξα πώς ξύριζαν τις τρίχες τους. Έκανα κι εγώ το ίδιο· ξύριζα το στήθος μου.
— Θεέ μου συχώρεσέ με, είπα και δάκρυσα. Αυτή τη χρονιά όλοι θα έκαναν σαρακοστή, γιατί είχε φύγει ο γκιαούρης, ο εχθρός.
— Κι εγώ πρέπει να πιάσω νηστεία, λέω του αφεντικού μου.
— Εγώ θα κάνω και για σένα, μου λέει, εσύ δεν έχεις αμαρτία, είσαι στα ξένα κι ο Αλλάχ σε συχωράει.
— Όχι, αφεντικό, έχω χρόνια να νηστέψω, και τώρα που γλιτώσαμε απ' τον οχτρό, πρέπει όλοι να νηστέψουμε.
Αφού το θέλεις πιάσε, μου λέει, κι άμα δυσκολευτείς, άσ' την.
Τα μεσάνυχτα, σα χτύπησε ο γύφτος νταν-νταν το νταούλι, σηκωθήκαμε όλοι μες στο σπίτι. Ετοιμάστηκε ο σοφράς, καθίσαμε γύρω σταυροπόδι κι αρχίσαμε να σιγοτρώμε.
Εγώ έφυγα μες στο θαμποχάραμα για το μαντρί. Οι δυο τσομπάνηδες τα είχαν βγάλει τα πρόβατα κι έβοσκαν μακριά απ' την καλύβα. Αυτοί προσευχόνταν πίσω από μια πέτρα. Τους ζύγωσα, γονάτισα, κάνοντας κι εγώ ό,τι έκαναν.
Έτσι πέρασε αυτή η μέρα, ήρθε η άλλη, και πάλι άλλη, ώσπου πήρα το χαβά τους κι ανάσανα. (Ιστορία ενός αιχμαλώτου, 1969, σ. 47-8).
Φυσικά δεν μένουν έτσι τα πράγματα! Στην παραπάνω περικοπή, παρά τη συντομία της (στην πρώτη έκδοση ήταν ακόμη πιο σύντομη)[1], ο αναγνώστης έχει ένα χαρακτηριστικό δείγμα του προφορικού λόγου του αφηγητή: απουσία επιθέτων, καμιά περιγραφή, λιτότητα μέσων για την αμεσότερη μετάδοση των «πληροφοριών», ευθύς λόγος. Την περικοπή αυτή την παράθεσα και για έναν άλλο λόγο: ο λαϊκός αφηγητής πλησιάζει εδώ τον διάλογο των μαρτυρολόγιων, όπου πολύ συχνά διαβάζουμε ανάλογες, εξίσου φρικιαστικές, συνομιλίες ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς.
Χάρη σ' αυτά τα παραδείγματα προφορικού λόγου και παραδοσιακής τυποποίησης, που πιο προσεκτική ανάλυση θα μπορούσε να πολλαπλασιάσει, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου κερδίζει μια θέση οριακής περίπτωσης αναβίωσης μες στον χώρο της καλλιεργημένης λογοτεχνίας, του προφορικού λαϊκότροπου λόγου, με όλα σχεδόν τα αφηγηματικά σχήματα της λαϊκής παράδοσης· μιας λαϊκής παράδοσης που αποτελείται από το ανυποψίαστο χωνευτήρι του βυζαντινού μυθιστορήματος περιπετειών και του βυζαντινού μαρτυρολόγιου. Ο Στρατής Δούκας, με την αφήγηση αυτή, ωριμασμένη περισσότερο μες στο μορφωτικό περίγυρο του Κόντογλου και των συγγραφέων της Ιωνίας, παρά στο Αθηναίικο περιβάλλον, έδωσε ένα πειστικό δείγμα «μακρυγιαννισμού» σε πρόσφατα χρόνια. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε, εμψυχωμένη από αισθήματα δικαιοσύνης και συμπόνιας, εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, η Διδώ Σωτηρίου στο μυθιστόρημα Ματωμένα χώματα (1962), μεταγράφοντας τη ζωή άλλων ξεριζωμένων· οι συνθήκες όμως είναι άλλες, και άλλα τα αποτελέσματα - αρκετά συναρπαστικά εξάλλου.
1. «Ολόκληρο το κείμενο, από την πρώτη ως την τελευταία λέξη, το χαρακτηρίζει μια άγια λιτότητα που απολυμαίνει το φιλολογικό μας κλίμα. Επιτέλους, οι λέξεις γυμνές, στην κυριολεξία τους, οι προτάσεις φυσικές, κομμένες στην πνοή του ανθρώπου, που ανάλογα με το συναίσθημα έχει και μάκρος, χωρίς τη μόδα που επιβάλει πότε να μακραίνουν πότε να κονταίνουν, σαν τις γυναικείες φούστες. H γλώσσα μας ξαναδίνεται ξανανιωμένη, ξεκούραστη. Επιτέλους: διάλογοι όπου δεν συνομιλεί ο συγγραφέας με τον εαυτό του, αλλά πρόσωπα με σάρκα και οστά. Τα επίθετα αποκαταστημένα: μπαίνουν όπου δεν μπορεί να μη μπουν. Το ρήμα κινείται φυσικά χωρίς μανιερίστικη εκζήτηση. H έκδοση πολύ ακόμα δουλεμένη από την πρώτη.
Λόγος νηφάλιος, χύνει λάδι θα έλεγες πάνω στη φουρτούνα που μαίνεται γύρω: ο αφηγητής έχει την ένστικτη σοφία του λαού που ξέρει πως είναι μάταια η οργή, το πάθος και γελοία η κορώνα, όταν τα ίδια τα πράγματα είναι τόσο τραγικά. Βιβλική είναι σχεδόν αυτή η πραότητα του κειμένου, σταλάζει γαλήνη και φέγγος. Οι καταστάσεις, οι τύποι, οι πιο τρομερές περιπέτειες και παθήματα, ζωγραφισμένα ελλειπτικά και περίφημα, με τα πιο λίγα και απλά λόγια.
Ο Στρατής Δούκας έκρουσε την εξαίσια μονόχορδη λύρα του Κάλβου».
Δ. Ραυτόπουλος,
Κριτική για την Ιστορία ενός αιχμαλώτου, Οι ιδέες και τα έργα,
Αθήνα 1965, σελ. 84, 85
2. «Ο Οδοιπόρος δεν είναι ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Δεν αποβλέπει να δώσει τις εντυπώσεις του συγγραφέα από ένα ταξίδι, αλλά να αναστήσει τη μορφή ενός λαού, ενός τόπου και μιας εποχής, όπως τα είδε και τα έζησε ένας αισθαντικός οδοιπόρος βήμα βήμα. Ο Δούκας δεν είναι τουρίστας ούτε ξεναγός — άλλωστε τις πιο πολλές φορές δεν αναφέρει καν τα ονόματα των τόπων που περιόδευσε. Το οδοιπορικό του (συνταίριαγμα λυρικών και αφηγηματικών κομματιών) θέλει να είναι σαν ένα πεζό ποίημα: μια σειρά εικόνες από τη φύση με τις αντιθέσεις τους· δίνουν το ψυχικό κλίμα του συγγραφέα. Δάση, βουνά, ποτάμια, χωριά, μοναστήρια και στάνες ζωντανεύουν ζωγραφισμένα άλλοτε με μελαγχολία και άλλοτε με λαχτάρα για ζωή. Χάρη στη λυρική του διάθεση ο Δούκας αποφεύγει τις κακοτοπιές της ηθογραφίας και των λαογραφικών περιγραφών. Βλάχοι και βλαχοπούλες, στάνες και γρέκια, πανηγύρια και χωριάτικα καπηλειά, ο βόρειος ιδιωματισμός και τα σλάβικα ονόματα, όλα δίνονται μετουσιωμένα σε λυρισμό».
Ντίνος
Χριστιανόπουλος, Ανάτυπο από το περιοδ. Διαγιώνιος, Θεσσαλονίκη 1969.
Τώρα και στο Συμπληρώνοντας τα κενά, εκδόσεις «Ρόπτρον»,
Αθήνα 1988, σσ. 182-183)
3. «H σημασία του έργου του Δούκα δεν είναι ασφαλώς παραγνωρισμένη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις αλλεπάλληλες εκδόσεις της Ιστορίας του, τις ενθουσιώδεις κριτικές που προκάλεσαν κάθε φορά και τις μεταφράσεις της σε ξένες γλώσσες (στα τσέχικα, στα σουηδικά κ.ά.). Ωστόσο το ποικίλο έργο του Δούκα ίσως να μην έχει κατακτήσει ακόμη τη θέση που του αξίζει στη συνείδηση όλων των μελετητών της λογοτεχνίας μας και στη συνείδηση του νεότερου αναγνωστικού μας κοινού. Σχετικά με το πρώτο θα μπορούσε να αναφέρει κανείς ενδεικτικά τη σιωπή γύρω από το πρόσωπο και το έργο του Δούκα της επισημότατης γραμματολογίας μας, της γραμματολογίας του Κ.Θ. Δημαρά».
Παναγιώτης Σ. Πίστας, Εν Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, 1973, σελ. 51
4. Είναι ένα μικρό αριστούργημα. H απλότητα του όλου κομματιού είναι μοναδική. Τύποι περνούν και χάνονται, αρπαγμένοι με μια μονοκονδυλιά. Στάζει η ζωή, στάζει η αλήθεια —στάλα στάλα— από κάθε περιγραφή. Το έργο τούτο ανεβάζει τον κ. Δούκα στη σειρά των καλυτέρων διηγηματογράφων.
Φώτος Πολίτης, Ελεύθερον Βήμα, 10 Μαΐου 1929
5. Είναι ένα αληθινό διαμάντι· έχει μέρη που θαρρείς πως είναι Αγία Γραφή και Όμηρος· έχει και μια έξοχη αφιέρωση.
Φώτης Κόντογλου (Κρίτων), Ελληνικά Γράμματα, 4 Μαΐου 1929
6. Είναι ένα δυνατό κομμάτι που η μεγαλύτερη αρετή του είναι ότι το θέμα ισορροπεί τελείως με τη μορφή. Ακόμα και στα σημεία που στο κύριο πρόσωπο της ιστορίας, τον αιχμάλωτο, συσσωρεύονται όγκοι από συναισθήματα που πρέπει να εκφρασθούν, ο συγγραφεύς κατορθώνει, χωρίς να παρασυρθεί, να κρατήσει τη λιτή του έκφραση η οποία κυριαρχεί· να αποβάλει από μια ολόκληρη τραγωδία κάθε περιττό και να τακτοποιεί το υλικό του με την τάξη που δίνει το ταλέντο. Οι 70 σελίδες του είναι από τις καλύτερες που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια στα ρωμέίκα.
Ηλίας Βενέζης, Ταχυδρόμος, 14 Ιουνίου 1929
7. Νιώθει βαθιά το λαϊκό στοιχείο της πεζογραφίας. Εκτός από τα αισθητικά και ιστορικά του άρθρα και βιβλία, έγραψε και την «Ιστορία Ενός Αιχμαλώτου» με καταπληκτική τέχνη, λαϊκή απλότητα και βαθιά ανθρωπιά.
Γ. Βαλέτας, Ανθολογία Δημοτικής Πεζογραφίας
8. Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο με μια μαεστρία και μια πρωτοτυπία εξαιρετική. Πάλλεται ζωή μέσα σ' αυτό το βιβλίο. Όλα έρχονται μπροστά στα μάτια εκεινού που διηγιέται. Πουθενά η περιγραφή δεν είναι νεκρή. Παντού, το απλό και αθώο ύφος του αιχμαλώτου που διηγιέται, γοητεύει, σκλαβώνει. Ο κ. Δούκας, καλλιτέχνης με ατομικό ύφος, έχει ζωηρή φλέβα πεζογράφου.
Φ. Γιοφύλλης, Πρωτοπορία, Ιούλιος 1929
9. Ο κ. Δούκας είναι ένας αφηγητής πρώτης τάξεως. Ό,τι διαβάζεις νομίζεις ότι δεν θα μπορούσε να ειπωθεί καλύτερα. Είναι τόσο φυσικά ειπωμένα όλα. Θα τον έλεγε κανείς έναν πριμιτιβιστή της φράσεως — διότι φαίνεται σα να συλλαμβάνει την πρωτόγονη και απειρότεχνη, την πρώτη γλωσσική έκφραση των πραγμάτων. Και όμως εδώ συμβαίνει κάτι ανάλογο με τη Μάνσφιλντ. Εδώ, στην απλότητα αυτή την παραμυθένια, υπάρχει η πάσα σοφία και η πάσα τέχνη.
Πέτρος Σπανδωνίδης, Η πεζογραφία των νέων
10. Ο Στρατής Δούκας μας δίδει την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» εις απλήν, καθαράν αφήγησιν με επαινετήν προσπάθειαν καλλιεργείας του πεζογραφικού ύφους.
Αιμίλιος Χουρμούζιος, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου
11. Ο κ. Δούκας πνευματικά ώριμος, προσφέρει το ταλέντο του στην υπηρεσία ενός νέου είδους που μας ήταν άγνωστο. Είναι αυτό απλώς μια αφήγησις; Κάτι παραπάνω; Ένα θαυμαστό υπόδειγμα γλώσσας και ύφους. Γιατί μ' όλη τη συνεργασία του ήρωος η μορφή ανήκει αποκλειστικά στον συγγραφέα. Απ' αρχή μέχρι τέλους διακρίνει κανείς το χέρι του λογοτέχνη που χαράζει αόρατα την κοίτη μέσα στην οποία τρέχει το απλό αυτό και γάργαρο νερό της λαϊκής αφηγήσεως. Ο κ. Δούκας έχει αναγάγει τη λαϊκή απλότητα σε λογοτεχνικό ύφος. Και ύφος λογοτεχνικό δημιουργούν μόνον οι λογοτέχνες που έχουν επίγνωση της αποστολής των.
Γ. Βαφόπουλος, Μακεδονία, 26 Οκτωβρίου 1929
12. H «Ιστορία Ενός Αιχμαλώτου», ξεχωρίζει για την απλότητά της.
Αρίστος Καμπάνης, Ιστορία της νέας Ελλ. Λογοτεχνίας
13. H «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα, είναι ένα σύντομο πεζογράφημα που μας αφηγείται σε ύφος πυκνό, περιεκτικό, απλό και απέριττο την ιστορία ενός αιχμαλώτου της μικρασιατικής καταστροφής και κυρίως τις περιπέτειες της διαφυγής του. Ο αστόλιστος και πυκνός τρόπος της έκφρασης και του ύφους θυμίζει κάπως Μακρυγιάννη.
Απόστολος Σαχίνης, Αγγλοελ. Επιθεώρηση, Δεκ. 1951
14. H «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», το υποδειγματικό για τη λιτότητα του ύφους του πεζογράφημα του Στρατή Δούκα, επανεκδόθηκε εικονογραφημένο με τέσσερεις συνθέσεις του Δημήτρη Μυταρά. Πρωτοδημοσιευμένη στα 1929, η συγκλονιστική αυτή μαρτυρία από τη Μικρασία, έμεινε στην αφάνεια σχεδόν επί τρεις δεκαετίες για ν' αναγνωριστεί τα τελευταία χρόνια ως ένα από τα αριστουργήματα της γενιάς του '30.
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Καθημερινή, 21 Ιουλίου 1977
15. H «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», του Στρατή Δούκα, είναι ένα κλασικό νεοελληνικό κείμενο. Στο μέγεθος μιας μεγάλης νουβέλας ο Σ.Δ. έχει λακωνικά συμπυκνώσει τη δραματική περιπέτεια ενός νεαρού Μικρασιάτη που αιχμαλωτίζουν οι Τούρκοι στο λιμάνι της Σμύρνης. Αυτό που ξαφνιάζει σήμερα είναι η γραφή του Στρατή Δούκα. Άμεση, λιτή, «δαγκωτη», δεν έχει τίποτα από το συγκινησιακό φόρτο ορισμένων συγγενών θεματικά γραφτών της γενιάς του '30. Πόσο μακριά είμαστε από τη λυρική καλλιγραφία ενός Βενέζη. Πόσο πιο κοντά στη σύγχρονη δεκτικότητά μας είναι π.χ. αυτή η λιτότατη αρχή της Ιστορίας του Δούκα. Σε τρεις μονάχα φράσεις καταδηλώνεται υπαινικτικά ολόκληρη η μεγάλη τραγωδία. Εθνική, οικογενειακή, ατομική. Κι αυτή η περιεκτική, η πρωτοποριακή για την εποχή της γραφή, δεσπόζει με την αμεσότητά της, ως το τέλος. Το κείμενο αυτό του '29 είναι αρκετό για να ανεβάζει το συγγραφέα στην πρώτη πρώτη γραμμή.
Κ. Σταματίου, Τα Νέα, 23 Ιουλίου 1977
16. Στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» δεν έχουν θέση τα όσα σαν αρνητικά στοιχεία σημειώθηκαν για τα άλλα δυο ομοειδή με αυτό βιβλία: τη «Ζωή εν Τάφω» και το «Νούμερο 31.328». Εδώ δεν υπάρχει πουθενά, καμιά απολύτως επέμβαση λογής φιλολογικών τάσεων, πουθενά ανώφελος ωραιολογία και κούφιοι συναισθηματισμοί. Ο συγγραφέας δεν επέτρεψε τους πειρασμούς της δεξιοτεχνίας. Ο ίδιος ο Βενέζης είχε εκφράσει στα 1929 αναφερόμενος στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου»: «Ο Δούκας έχει καταργήσει εντελώς την παρομοίωση κι έκανε περίφημα. Σήμερα δεν μπορούμε πια να ικανοποιηθούμε με απλές μεταφορές». Το κατά πόσο τώρα ο ίδιος κατόρθωσε να επιτύχει ό,τι επιδοκίμαζε στον Δούκα, στο «Νούμερο», που αποτελούσε την καταγραφή μιας άμεσης όσο και καυτής εμπειρίας, αυτό ας το κρίνει ο αναγνώστης.
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Διαβάζω, τεύχ. 25, 1979
Θέλετε να μας πείτε κάτι για τον τρόπο που γράφετε τα έργα σας;
Τα έργα μου ή στηρίζονται, όπως η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», σε ξένα βιώματα ή παίρνω λόγου χάριν την αλληλογραφία τη δικιά μου με τον Πεντζίκη και από αλληλογραφία συγκροτώ έργο τέχνης. Πώς το κάνω; Τα χωρίζω σε κεφάλαια: Ο πατέρας, η μητέρα, το παιδί. Τοποθετώ το υλικό μου εκεί και το συνθέτω.
Αν οι νέοι που γράφουν σας ρωτούσαν ποια λάθη πρέπει να αποφύγουν, τι θα τους απαντούσατε;
Αυτό που λέγω· που λέγει κι ο Καραγκιόζης στον Χατζηαβάτη για το κατσάρωμα των μαλλιών, ένα είδος «περμανάντ»: Να αποφύγει το παραβίασμα της γλώσσας. Όσοι γράφουν δυστυχώς παραβιάζουν τη γλώσσα.
Ένα παράδειγμα λογοτέχνη που δεν παραβιάζει τη γλώσσα;
[Η απάντηση; Ένα αφοπλιστικό χαμόγελο ενώ τα δάχτυλά του δείχνουν τον εαυτό του].
Και ποια στάση απέναντι στη ζωή θα συμβουλεύατε ότι πρέπει να κρατήσει ένας νέος που γράφει;
Για μένα η στάση στη ζωή είναι συνδεδεμένη με την έκφραση, με την τέχνη. Δεν εννοώ τέχνη χωρίς βίωμα, χωρίς ζωή. Επομένως είναι αναγκαία η ενότητα ανάμεσα στην έκφραση και στο βίωμα. Κάθε έκφραση βέβαια δεν αποτελεί τέχνη. Η τέχνη αρχίζει όταν εκφράζουμε αυτό που πρέπει να αισθανόμεθα.
Καμιά πικρία δεν μ' αφήνουν τα πράγματα. Τα ξέρω κι έτσι δεν με πικραίνουν. Τα παίρνω απλά, χωρίς πικρία.
Πριν φύγω, κύριε Δούκα, θέλω να σας ρωτήσω: τι είναι σημαντικό στη ζωή;
Στη ζωή; Η ισορροπία. Σ' αυτό διαφέρει το ελληνικό από το δυτικό. Η αρχαιότητα ήθελε την ισορροπία, ενώ η Ευρώπη έχει την ένταση. Απόδειξη ότι όλοι, όχι μόνο οι λογοτέχνες, αλλά και οι ζωγράφοι, Βαν Γκονγκ, Γκωγκέν, ο Ζεράρ Φιλίπ, όλοι δουλεύουν την ένταση. Οι αρχαίοι, είναι εμφανές, και στις τραγωδίες ζητάνε την ισορροπία. Από τους έλληνες ζωγράφους ο μόνος ο οποίος δουλεύει την ισορροπία είναι ο Παπαλουκάς. Κι όσο πάμε τραβάμε στην ένταση.
(Από συνέντευξη του Στρ. Δούκα στη Θεοδώρα Ζερβού για το «ΔΙΑΒΑΖΩ»)
«Ναι, φαίνεται πως έχω μνήμη κι ας νόμιζα κάποτε, στα νεανικά μου χρόνια, πως είμαι αμνήμων. Στην Εταιρεία των Ελλήνων Λογοτεχνών κρατούσα ως γενικός γραμματέας τα πρακτικά που τα έγραφα την επομένη, τη μεθεπομένη, πολλές φορές μετά από δέκα μέρες. Έπρεπε να θυμάμαι τι είπε ο καθένας, έντεκα μέλη. Άλλωστε αν δεν είχα τη μνήμη, δεν θα μπορούσα να γράψω τον «Αιχμάλωτο».
(Από συνέντευξη του Στρατή Δούκα στον Γιώργο Πηλιχό)
Ο Στράτης Μυριβηλης διαιωνίζει, σ' επική μορφή, τ' όραμα του μεγάλου πολέμου. Μαχητής της πρώτης γραμμής, ξαναπλάθει μ' εκπληκτικήν ενέργεια ύφους τις φοβερές εικόνες των τραγικών ημερών και σχεδιάζει φευγαλέα, μέσα στον καπνό και τις φλόγες, τις μαρτυρικές μορφές των αφανών ηρώων. Το βιβλίο του η Ζωή εν Τάφω πρέπει να καταταχθεί στ' αριστουργήματα της παγκόσμιας πολεμικής φιλολογίας για την παραστατική του δύναμη και την ποιητική πνοή που το εμψυχώνει. Ο Ηλίας Βενέζης, σ' ένα συγκλονιστικό βιβλίο που έχει τον τίτλο το Νούμερο 31.328, συμπληρώνει το φοβερό τούτο όραμα με την αφήγηση ενός νεαρού αιχμαλώτου στα εργατικά τάγματα της Ανατολής και που είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Στρατής Δούκας διηγείται την Ιστορία ενός Αιχμαλώτου και τέλος η Τατιάνα Σταύρου δίνει στο βιβλίο της Εκείνοι που έμειναν το δράμα των μετόπισθεν. Με τους τέσσερους αυτούς συγγραφείς αντιπροσωπεύεται επάξια η Ελλάδα στη διεθνή πολεμική φιλολογία [...].
Ο μεσοπόλεμος δεν αλλάζει τα πράγματα, κάθε άλλο. Και ναι μεν η ηθογραφική παραγωγή συνεχίζεται — ας σημειωθεί μάλιστα ότι τα πεζογραφήματα Ο πύργος του Ακροπόταμου (1915) του Κώστα Χατζόπουλου και H ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα (1920) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη δημοσιεύονται με τον υπότιτλο «Hθογραφία», το κέντρο βάρους, όμως, μετατίθεται ολοένα και περισσότερο από την ύπαιθρο προς την πόλη. Γιατί τι άλλο σημαίνει, σ' ένα πρώτο κοίταγμα, αυτή η σμίκρυνση του ηθογραφικού πεδίου; H μεταβολή οφείλεται, πριν απ' όλα, στην ιστορία. Υποταγμένη στην αρχετυπική αντίθεση ύπαιθρος/πόλη, η ελληνική πραγματικότητα των αρχών του αιώνα μας ταυτίζεται με τη διογκωμένη πρωτεύουσα, πριμοδοτώντας οτιδήποτε «Αθηναϊκό» και υποβαθμίζοντας οτιδήποτε «αγροτικό», «επαρχιακό» η «υπαίθριο» [...].
Με μια διευκρίνιση: ότι ταυτισμένος με τον τραυματισμό του 1922 και, κατά συνέπεια, απογυμνωμένος από κάθε επικο-ηρωικό στοιχείο, ο πόλεμος στον τόπο μας «λειτουργεί» αποκλειστικά ως τραγική εμπειρία. Όταν θα έρθουν τα «βιβλία του πολέμου» (και αναφέρομαι στα γνωστότερα: τη Ζωή εν τάφω του Σ. Μυριβηλη, Το νούμερο 31.328 του Ηλ. Βενέζη και την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρ. Δούκα), θα προστεθούν, εντελώς φυσικά, στο χρονικό του ανθρώπινου κατατρεγμού. Δεν είναι, βέβαια, τα μόνα. Στην Ευρώπη, ως γνωστόν, ανθίζει μια παρόμοια αντιπολεμική και αντιμιλιταριστική πεζογραφία. H. Barbusse, G. Duhamel, R. Dorgelès, A. Latzko, E.-M. Remark. Αρκεί ν' αγγίξει κανείς το θέμα του στρατού, για να εκδηλωθούν, τις περισσότερες φορές, αρνητικές διαθέσεις. Στα 1928, σχολιάζοντας το διήγημα του Γ. Θέμελη «Η δίψα», ο Γρ. Ξενόπουλος διευκρινίζει: «Στρατιωτικό μα όχι κι αντιμιλιταριστικό, όπως τα περισσότερα από τα στρατιωτικά διηγήματα του καιρού μας».
Κι όμως, αυτή η αντιπολεμική και αντιμιλιταριστική πεζογραφία δίνει συχνά την εντύπωση ότι εμφανίζεται στον τόπο μας με αρκετή (ίσως, ακόμα, και με ασύγγνωστη) καθυστέρηση. Έτσι, σχολιάζοντας την Ιστορία ενός αιχμαλώτου, στα 1929, ο Άγγελος Τερζάκης δεν παραλείπει να υπογραμμίσει:
«Ό,τι μας έλειψε ήταν τα λογοτεχνικά έργα που τόσο άφθονα είδαμε να γράφονται στις άλλες χώρες, φέρνοντας στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας διανόησης συγγραφείς σαν τον Μπαρμπύς, τον Ντορζελές, τον Λάτσκο και τώρα τελευταία τον Ρέμαρκ, και που, το ίδιο όπως και τα ονόματα μερικών διάσημων και νικηφόρων για τις πατρίδες τους μαχών, θ' αφήσουν ανεξίτηλα στο πέρασμα του χρόνου τα σημάδια μιας ιστορίας όχι απλά χρονογραφικής, αλλά ζωντανής και γεμάτης ψυχικότητα σπαρταριστή, όπως καμμιά άλλη περίοδος της ανθρώπινης ζωής πάνω στη γη».
Π. Μουλλάς, Εισαγωγή στην ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, τόμος Γ», Αθήνα, 1993
Κείμενα παράλληλα ως προς την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥ» μπορεί να θεωρηθούν όσα :
α) έχουν κοινή θεματολογία, ο μύθος τους δηλαδή εξιστορεί τα δεινά του ελληνισμού κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο,
β) αναφέρονται στα βάσανα και τις ταλαιπωρίες του βασικού (-ών) ήρωα (-ων), και γ) όσα συγγενεύουν με το εν λόγω κείμενο λόγω των ιδιαίτερων τρόπων αφήγησης. Φυσικά, αρκετά από τα έργα που ακολουθούν είναι δυνατόν να αναγνωσθούν όχι μόνο εκ παραλλήλου με την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥ», αλλά να αποτελέσουν κατά τη διάρκεια της διδακτικής πρακτικής αντικείμενα συγκριτικής ανάγνωσης και μελέτης, εξαιτίας των πολλών ομοιοτήτων, των δυνατών συσχετίσεων και των συγγενειών (προφανών η βαθύτερων) που υφίστανται.
α. ΕΡΓΑ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΜΑΤΘΛΟΠΑΣ
1. Ηλίας Βενέζης, Το νούμερο 31328, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1931
2. Διδώς Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, Αθήνα 1962
3. Μάνος Ελευθερίου, Ένας στρατιώτης στη Μικρά Ασία το 1922, από το βιβλίο «Μια μέρα...», ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΠΟΥΔΩΝ, Αθήνα 1988. (Κείμενο πολλαπλώς χρήσιμο για τη συγκεκριμένη διδασκαλία, μια και παρατίθεται το ημερολόγιο-μαρτυρία ενός στρατιώτη του μικρασιατικού μετώπου).
4. Ισμήνη Καπάνταη, Ιστορία έβδομη, Μικρασία 1922, από το βιβλίο Επτά φορές το δαχτυλίδι, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1992
5. Νίκος Α. Καββαδίας, Φόβος και ελπίδα, Εστία, Αθήνα 1989.
β. ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΒΑΣΙΚΟΥ ΗΡΩΑ
1. Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις
2. Θανάσης Βαλτινός, H κάθοδος των εννιά, ΑΓΡΑ, Αθήνα 1984.
3. Δημήτρης Σωτηρίου, Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου, Κέδρος, Αθήνα 1993
γ. ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ (ΜΟΡΦΗ) ΑΦΗΓΗΣΗΣ
1. Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Κέδρος, Αθήνα 1972.
2. Νίκος Κάσδαγλης, Το Αραράτ αστράφτει, Κέδρος, Αθήνα 1994.
3. Χάρης Πέτρος, H τελευταία νύχτα της γης, Αθήνα 1942 (ιδίως το διήγημα «Συντέλεια του κόσμου»).
4. Μαριάννα Κορομηλά, Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα, LIBRO, Αθήνα 1989.
5. Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, Ο άλλος εν διωγμώ, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1998.
1. Μας βγάζουν στην αυλή. Είχε ήλιο άφθονο — χωρίς σκοπό. Άρχισαν να 'ρχουνται πάλι ντόπιοι, άγριοι, σκληροί σα σίδερα. Μας κοιτάζαν. Γυρεύαν φιρί-φιρί αν είχαμε κανέναν Αρμένη. H λύσσα τους γι' αυτουνούς ήταν δέκα φορές πιο πολλή.
Δεν είχαμε.
Άξαφνα τρεις στάθηκαν από πάνου μας, από μένα και τον Αργύρη.
Τυλίγαμε κείνη την ώρα τα ποδάρια μας με τα παλιοτσούβαλα, ετοιμάζοντάς τα για το δρόμο. Είδα τις σκιές τους που στάθηκαν.
— Ε! λέει αυστηρά ο ένας απ' τους τρεις. Γυρίσαμε.
Χώνουν τα μάτια τους στο μούτρο του Αργύρη. Ψάχναν.
— Δεν είναι, λέει ο ένας δισταχτικά.
— Είναι σου λέω! φωνάζει ο άλλος. Τώρα θα δεις! Και γυρίζοντας στον Αργύρη τον διατάζει:
— Άνοιξε το στόμα σου!
Το άνοιξε — έτσι να φανούν τα δόντια του.
— Βλέπετε; φωνάζει με χαρά το Τουρκί.
Στη σειρά τ' άσπρα δόντια του Αργύρη έλαμπε ένα χρυσό δόντι. Γυάλιζε στον ήλιο — σα γυναίκα, τόσο ωραία.
— Γκιαούρ! βλαστήμησαν τότες κι οι τρεις μαζί και τρέξαν να βγουν όξω.
— Ηλία... μουρμουρίζει ανήσυχο το παιδί. Τι θέλαν;
Τίποτα. Πέρασε κάμποση ώρα, το ξέχασε. Ήταν και τ' όνειρο που τον είχε γεμίσει ουρανό, η χρυσή λάσπη.
Σε μια ώρα ξεκινήσαμε. Μας παράλαβε άλλη πόστα. Δεν είχαμε βγει ακόμα όξω απ' το χωριό όταν είδαμε να 'ρχεται κοντά στο απόσπασμα ένα τσούρμο καμιά πενηνταριά ντόπιοι Τούρκοι. Μας σταμάτησαν. Ψάχναν στη γραμμή μας κάτι γυρεύοντας. Τέλος στάθηκαν σ' εμάς τους δυο.
— Τσαούς, λέει ένας απ' τους τρεις που ήταν στην αυλή. Αυτόν θα μας τον δώσεις.
Δείχνανε τον Αργύρη. Ο λοχίας πλησίασε. Του εξηγούν: Τούτος, του λένε, ήταν αστυνομικός στα χρόνια της ελληνικής κατοχής, έκαμε το και το. Θα μας τον δώσεις.
Το παιδί δίπλα μου άρχισε να τρέμει. Τον κοίταξα: ένα κίτρινο χρώμα πασπάλισε το μούτρο του όπου δεν ήταν λάσπη.
— Εγώ;... Εγώ;... τραύλιζε.
— Κοίταξε το στόμα του! δείχνανε οι πολίτες στο λοχία. Είχε ένα χρυσό δόντι. Κοίταξέ το!
— Εγώ πήγαινα σχολειό..., έλεγε το παιδί. Να, από δω ήταν συμμαθητής μου. Ποτές δεν έχω έρθει κατά δω...
Μα όσο μιλούσε τόσο τον σουσούμιαζαν. Όλο το τσούρμο τώρα ούρλιαζε:
— Θα μας τον δώσεις! Θα μας τον δώσεις!
Οι τσέτες τραβήχτηκαν λίγο παράμερα με το λοχία. Πις, πις. Η χαρά άστραψε στα πρόσωπά τους σαν το δόντι.
— Εμπρός!
Αρχίσαμε να βαδίζουμε. Από πίσω, απ' τα πλάγια ακολουθούσε το τσούρμο βουίζοντας. Ο κίνδυνος σπιρούνιαζε τον αγέρα, το παιδί μου έσφιγγε τη χούφτα. Τ' αδύνατα δάχτυλά του τρέμαν. Τα κρατούσα — έτσι χεράκι-χεράκι. Μια παλιοντενεκεδένια κατσαρόλα ήταν πεταμένη στο δρόμο. Ένας απ' το τσούρμο την πήρε και την έχωσε στο κεφάλι του Αργύρη. Τα μεγάλα σγουρά γλιτσασμένα μαλλιά κρύφτηκαν.
— Ηλία!... Hλία!... Θα με σκοτώσουν... Του σφίγγω το χέρι πιο πολύ:
— Σώπα...
— Αρκαντάς... (σύντροφε), αρκαντάς..., γυρίζει, έξαλλο, στο στρατιώτη που βάδιζε δίπλα μας. Δεν είμαι εγώ...
Αταραξία.
— Σου λέω, δεν είμαι, αρκαντάς...
— Γκιαούρ! φωνάζει τότες ο στρατιώτης.
Σώπασε φοβισμένο.
Βγήκαμε όξω απ' το χωριό.
— Κάτσετε χάμου!
Καθίσαμε. Τότες ένας άντρας αψηλός και βαρύς μας πλησιάζει. Έκρυβε τα χέρια πίσω στις πλάτες του. Δεν τα βλέπαμε. Στυλώνει μια ματιά στον Αργύρη.
— Βγάλ' το αυτό! του λέει άγρια για την κατσαρόλα.
Το παιδί τρέμει. Βγάζει την κατσαρόλα, την απιθώνει χάμου και σηκώνει στο δήμιο τα δακρυσμένα μάτια του. Αυτός, αργά, λύνει τα χέρια του. Κι απότομα, σα ζαρκάδι, του κατεβάζει μια, μ' ένα σφυρί που κρατούσε, στο κεφάλι. H κραυγή του παιδιού σκίζει τον αγέρα σα λεπίδι. Τα ψιλά δάχτυλα που με σφίγγαν χαλάρωσαν.
Όλο το τσούρμο μουντάρησε σ' αυτό το σύνθημα. Τον τράβηξαν στην άκρη, κι ένα σωρό χέρια κουνιούνταν, ανέβαιναν, κατέβαιναν.
Δεν πρόφταξα να δω τίποτ' άλλο. Οι στρατιώτες μας σήκωσαν εμάς τους άλλους. Ξαναρχίσαμε το δρόμο. Μας σπρώχνανε, τρέχαμε. Μόλις ακούγαμε ένα-δυο τελευταίες κραυγές πιο αδύνατες που διαλύονταν. Τις ρουφούσε η σκόνη.
Περπατήσαμε όλη τη μέρα.
Ηλίας Βενέζης, Το νούμερο 31328, Εκδόσεις Εστίας, Αθήνα 1931, σελ. 95-97)
2. [...] Να μην στα πολυλογώ κάποτε φύγαμε. Επάνω στο βαγόνι ήταν κάτι στρατιώτες και έτρωγαν σταφίδες. Τους εζήτησα και εγώ και μου δώσανε έως τρεις οκάδες. Αρχίζω το λοιπόν και εγώ να τρώγω σταφίδες σαν νηστικός όπου ήμουν και, ω του θαύματος, με απαράτησεν ο πυρετός. Τέλος, βαδίζομεν και φθάνομεν εις τον σταθμόν Σαλιχλί, όπου τον τέταρτον λόχον του τάγματος μου είχεν αναλάβει ο Πλαστήρας και τους είχεν παρατάξει εις τον σταθμόν να κατεβάζουν τους φαντάρους από το τρένο, εκείνους τους οποίους ερχόντανε από το μέτωπον δια να βαστήξουν άμυνα. Ο Πλαστήρας όταν είδεν ότι εμάς τους ασθενείς δεν μας κατεβάζουν, στέλνει κάτι τσολιάδες δια να μας κατεβάσει. Ήλθαν, το λοιπόν, οι τσολιάδες και μας λέγουν να κατεβούμεν κάτω, αλλά ημείς δεν κατεβαίναμεν και μας πυροβολούν, όπου τραυματίσαν έναν. Ενώ είδαμεν ημείς έτσι, ότι οι τσολιάδες δεν αστειεύονται, και φοβηθήκαμεν μήπως μας σκοτώσουν (διότι ημείς δεν είχαμεν όπλα), κατέβηκαν όλοι οι φαντάροι κάτω και ημείς του νοσοκομείου, μας δίδουν όπλα και μας στέλνουν σε κάποιο ύψωμα να παραταχθώμεν, διότι από εκεί πρόκετο να περάσουν οι Τσέτες.
Εν τω μεταξύ δε το τρένο έφυγεν. Όταν είδαμεν ημείς το τρένο ότι έφυγεν, τι να κάνομεν; Καμία σωτηρία δεν υπήρχε δια μας. Πιάνομεν, το λοιπόν, μίαν γωνίαν και καθόμασταν και προσποιούμασταν ότι δεν ημπορούμε να βαδίσομεν. Τέλος, ημείς του νοσοκομείου εμείναμεν εκεί, οι δε άλλοι, όσοι ήτο καλά, τους στέλνανε εις τα υψώματα. Καθίσαν επί όλην την ημέραν και την νύκταν μέχρι την επομένην ημέραν εις τας δέκα, ενώ δεν εφάνη ο εχθρός εγύρισαν πάλιν.
Κατά η ώρα μία το μεσημέρι, έρχεται μία αμαξοστοιχία και ανεβαίνομεν όλοι οι ασθενείς δια να φύγομεν. Κάτι αξιωματικοί, το λοιπόν, νόμισαν ότι τους ψευματίζομεν, όπου τους λέγαμεν ότι πηγαίνομεν δια το νοσοκομείον και φέρνουν ένα γιατρό λοχαγόν, ο οποίος μας εκοίταξεν και έκανεν άλλα εισιτήρια δια να πάμε εις το νοσοκομείον Σμύρνης. Τέλος πάντων, κατά η ώρα τρεις το απόγευμα, εφύγαμεν δια Σμύρνην, όπου εφθάσαμεν την επομένην το πρωί μόλις εχάραζεν.
Εις την Σμύρνην μόλις αποβιβαστήκαμεν από το τρένο, μας οδηγούν εις τον 5ον Νοσοκομείον Σμύρνης, το οποίον είχε γίνει τότε, ενώ πρωτύτερα ήτο παρθεναγωγείον. Μόλις εφθάσαμεν αρχίσαν να μας παίρνουν τα στοιχεία· από πού είμαι και λοιπά. Όπου εκεί, κατά τύχην, αντάμωσα και τον Δημήτριον Πλάκαν, από Ευπάλειον Δωρίδος και όταν τον είδα ενόμισα ότι είδα το σπίτι μου, διότι εις τα μέρη της Μικράς Ασίας όπου εγύρισα δεν είχα ανταμώσει άλλο κοντοχωριανό μου και πατριώτην μου. Ενώ μας πήραν, το λοιπόν, τα στοιχεία, μας οδηγούν εις διαφόρους θαλάμους δια να ησυχάσομεν, αλλά πού να ησυχάσομε. Κρεβάτια δεν υπήρχαν, στρώματα επίσης, τους τοίχους βλέπαμε μόνο και τα διαμερίσματα και τίποτες άλλο.
Όλα τα πράγματα του νοσοκομείου τα είχαν ετοιμάσει και τα κατέβασαν εις την παραλίαν να τα βάλουν εις τα βαπόρια, να φύγουν.
Την επομένην ημέραν ήλθεν ο γιατρός μας να μας ιδεί και μας δίδει όλους από έξι οκτώ κουφέτα κινίνο, διότι δεν είχεν και άλλο τίποτες. Και τα φαγητά μας ήτο μόνο κουραμάνα και τίποτες άλλο. Είχαμεν πεθάνει από της πείνας. Τέλος πάντων, κατά η ώρα τέσσερις το απόγευμα, έρχεται διαταγή να φύγουν τα νοσοκομεία δια το εσωτερικόν, όπου μας παίρνουν και μας διευθύνουν εις το πλοίον, όπου επιβιβαστήκαμεν αμέσως και φύγαμεν δια νυκτός δια την Μυτιλήνην, αλλά εις τον δρόμον όπου ερχόμασταν εις το πλοίον συνεκίνηθη η καρδία μου πάρα πολύ, διότι έβλεπα άνδρες, παιδία, γυναίκες, κορίτσια να κλαίγουν και να οδύρονται και να φωνάζουν κοντά μας: «Αδέλφια μας, πού μας αφήνετε και φεύγετε. Μεις τι θα γίνομεν εδώ όπου μας αφήνετε;».
Τέλος πάντων από Σμύρνην έφυγα εις τας 24 Αυγούστου 1922, το βράδυ, κατά η ώρα έντεκα το μεσονύκτιον.
Εις την Μυτιλήνην εφθάσαμεν το πρωί η ώρα δέκα και εσταμάτησεν το πλοίον δια να αποβιβασθούμεν, αλλά η φανταρία όταν άκουσε ότι θα κατέβουν, φωνάζανε «Στον Πειραιά να μας κατεβάσετε» και αρχίσαν να τουφεκάν και να φοβερίζουν τον καπετάνιο ότι θα τον σκοτώσουν εάν δεν τους βγάλει εις τον Πειραιά. Ο καπετάνιος δε φοβηθείς μήπως τον σκοτώσουν επροσποιηθη ότι θα πάγει να λάβει οδηγίας από το λιμεναρχείον Μυτιλήνης και κατέβη κάτω και δεν ξαναγύρισεν. Τότε, λοιπόν, πιάνομεν τους ναύτας οι οποίοι θέλησαν και αυτοί να κατέβουν κάτω και δεν τους αφήσαμεν και βάζουν εμπρός εις την μηχανήν και μας είπαν ότι θα φύγομεν δια Πειραιά.
Κατά η ώρα τρεις το πρωί, νύκτα, έφθασεν το πλοίον εις Χίον, αλλά η φανταρία και πάλι ήρχισεν να πυροβολούν και να φωνάζουν: «Πειραιά!». Τότε, λοιπόν, έρχεται κάποιος άλλος καπετάνιος και με τα πολλά τα οποία μας είχεν ειπεί, ότι το πλοίον θα γυρίσει οπίσω να πάρουν και τα άλλα αδέλφια μας, τα οποία ευρίσκοντο ακόμη εις την Μικράν Ασίαν, κατεβήκαμε.
Μόλις αποβιβαστήκαμεν μας οδηγούν εις κάποιον νοσοκομείον, το οποίον δεν εχώραγε άνω των τριάντα ανδρών, ενώ ημείς είμασταν πεντακόσιοι ο αριθμός. Οι υπόλοιποι, το λοιπόν, μέναμεν έξω, εις το προαύλιον.
Την πρώτην ημέραν, όταν επήγαμεν, μας δίδουν από μισή κουραμάνα. Τέλος, εφάγαμεν καλά αυτή την ημέραν. Μας είχαν δώσει δε και από ογδόντα δράμια τυρί. Την επομένην ημέραν περιμέναμεν να μας φέρουν τίποτες να φάμε, αλλά που, τίποτες. Τέλος πάντων εκάθισα τέσσερις ημέρας εις την Χίον και είχα πεθάνει της πείνας. Η θροφή μου ήτο οι σπόροι από τα καρπούζια. Τσιγάρο να καπνίσω δεν είχα και ευρισκόμουνα εις μίαν μεγάλην απελπισίαν.
(Μάνος Ελευθερίου, «Ένας στρατιώτης στην Μικρά Ασία το 1922», από το βιβλίο «Μια μέρα...». Δεκαπέντε Ιστορίες Καθημερινότητας από τα Αρχαία Χρόνια ως την Εποχή μας, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1988)
3. Κοντά του πολεμούσε ένας εθελοντής, ένας Μικρασιάτης. Δεκαεννιά χρόνων και όμορφος σαν αρχαίος και το όνομά του ήταν Φιλέταιρος. Αυτό πια δεν το ξέχασε η Αντιγόνη —ξεχνιέται τέτοιο όνομα;— Φιλέταιρος Κανταρτζής λεγόταν το παιδί και ήταν από τις Φώκειες. Έκανε όλη την εκστρατεία, έφθασε μέχρι... —πώς το λέγανε το μέρος, όλα τα έχει ξεχάσει η Αντιγόνη— ο πιο καλός του στρατιώτης, έλεγε ο μπαμπάς, και λίγο πριν να φθάσουνε στη Σμύρνη, στην οπισθοχώρηση, ζήτησε άδεια να πάει ως τις Φώκειες για να δει τι κάνουν οι δικοί του. Μια θεία είχε μόνο και κάτι συγγενείς, ξαδέλφια μακρινά.
Δεν είχε κάνει λίγα βήματα, έτσι έλεγε ο μπαμπάς, δεν πρόλαβε, έλεγε, να ξεμακρύνει και τους χτύπησαν. Τσέτες θα ήταν, ελεύθεροι σκοπευτές, πέσανε όλοι χάμω και ο μόνος που χτυπήθηκε ήταν ο Φιλέταιρος. Αντάλλαξαν πυρά για λίγο και ύστερα οι δικοί μας τους κυνήγησαν. Σαν γύρισαν πίσω, πέθαινε το παιδί.
— «Εγώ πεθαίνω», είπε και έβγαλε το δαχτυλίδι του. «Πάρε το, κύριε λοχαγέ, είναι παλιό, πάππο προς πάππο το έχουμε, μην μου το βρουν και με σκυλέψουν». Και ύστερα, «αν το μπορείς, αν έχεις χρόνο, κύριε λοχαγέ, θάψε με... » και ξεψύχησε. Τον έθαψαν και βάδισαν συνέχεια και μπήκαν μες στη Σμύρνη.
Τώρα είναι σαν να τα βλέπει η Αντιγόνη. Η Σμύρνη ανάστατη, τα σπίτια σφαλιχτά, κόσμος να τρέχει αλαφιασμένος πάνω-κάτω. Γραμμή τράβηξε στο Διοικητήριο. Τα ίδια χάλια εκεί. «Θα πάρεις αυτά τα αρχεία», του είπανε, «πήγαινε στον Τσεσμέ. Μετά θα αναλάβεις την επιβίβαση των ζώων».
Τι εντύπωση τους έκανε, σαν ήταν παιδιά, η διήγηση αυτή. Δεν είχαν, λέει, ιμάντες ειδικούς, μέσα στα χάλια τους αυτά χάθηκαν και οι ιμάντες και έφτιαξε ο μπαμπάς με τις κουβέρτες του στρατού πιασίματα που μπαίναν στην κοιλιά των ζώων από κάτω και φόρτωσαν τα ζώα, άλογα και μουλάρια. «Και τους αφήσαμε», έλεγε, «τους αφήσαμε και φύγαμε». Μια σκέψη, να σταθούμε στη γραμμή της Ερυθραίας» —να που το θυμήθηκε η Αντιγόνη, έτσι έλεγε— «έπρεπε να σταθούμε στη γραμμή της Ερυθραίας, να πολεμήσουμε, να σώσουμε τον πληθυσμό». Εκεί είχε μαζευτεί ο κόσμος και ήταν τριγύρω θάλασσα και ο στόλος μας, μα πήρανε διαταγή να φύγουν και πέρασε ο μπαμπάς στη Χίο και εκεί χρειάστηκε να κόψουνε τις μπότες του, είχαν κολλήσει, έλεγε, δεν έβγαιναν, τόσον καιρό στα πόδια του επάνω.
Είναι περίεργο που ενώ η μαμά ήταν Μικρασιάτισσα, την αίσθηση της φοβερής καταστροφής την είχαν νιώσει, από παιδιά, μέσα από του μπαμπά τους τα λεγόμενα —σκοτείνιαζαν τα γαλανά του μάτια πίσω από τα γυαλιά—, από του μπαμπά τους τα λεγόμενα και από την καημένη, την καημένη τη Χατζάννα.
Τα είχε μεγαλώσει η Χατζάννα, πιο παραμάνα παρά υπηρέτρια, αγαθή και γερασμένη πριν την ώρα της, με το μυαλό λίγο φευγάτο, τόσο όσο να μπορεί να αντέξει τη ζωή μια και άφησε στη Μικρασία τα δυο της τα παιδιά, δυο κοριτσάκια εννιά και έντεκα χρόνων, τον άντρα και τη μάνα της.
H Χατζάννα. Δεν βαρυγκόμησε ποτέ, μα κοίταζε τα πάντα με μάτια χαμογελαστά και λίγο ανήσυχα, καλοσυνάτα και γεμάτα απαντοχή και ρώταγε έτσι, στα καλά καθούμενα, πότε τους ξένους, πότε τους δικούς:
— «Ε πια, τι νέα, μωρό μ'; Τι μαθαίν'ς; Άνοιξε η Ανατολή; Αγαπήσαμε; Πότε θα πάμε πίσω;»
Ισμήνη Καπάνταη, Επτά φορές το δαχτυλίδι, Εστία, Αθήνα 1992
4. Μόλις πλησιάσαμε στον Κιρκιντζέ δεν κάναμε ζάφτι την καρδιά μας. Μας έπιασε σύγκρυο και κόπηκε η αναπνοή μας. Σιγουρευτήκαμε πως το χωριό ήταν ακατοίκητο και χωθήκαμε στις γειτονιές. Γλιστρούσαμε τοίχο τοίχο, σαν κλέφτες. Το φεγγάρι έριχνε αρκετό φως για να ξεδιακρίνεις το καθετί. Οι πόρτες των σπιτιών τρίζανε καθώς τις ανοιγόκλεινε ο αγέρας. Θάρρειες κι είχε πέσει πανούκλα και θέρισε τους ζωντανούς. Όλα έρημα, άδεια. Στα σκαλοπάτια και στους δρόμους πεταμένα ρούχα, σπασμένα έπιπλα και γυαλικά. Πού και πού κανένα σκυλί αλυχτούσε λυπητερά «γόου! γόου! γόου!» Ως κι οι γάτες κι αυτές κλαψουρίζανε ανήσυχα, ξερά κι επίμονα κι αβγατίζανε την αγριίλα. Κάθε σπίτι, κάθε σοκάκι, κάθε δεντρί και κάθε πετράδι από τούτη τη γης ήτανε ζυμωμένο με την καρδιά και με τη θύμηση μας.
Μας πήρε το παράπονο! Μπρε, δικό μας δεν είναι τούτο το χωριό. Δικά μας δεν είναι τα σπίτια; Δικά μας δεν είναι τα χώματα, τα σπαρτά, τα δέντρα; Εδώ δε μεγαλώσαμε; Εδώ δε δουλέψαμε; Εδώ δεν είναι θαμμένα τα κόκαλα των πατεράδων μας; Εδώ δεν είναι τα καζάντια μας, οι μνήμες μας, τα όνειρά μας; Πώς έγινε και δεν είναι πια τίποτε δικό μας;
— Σύρε να φύγουμε! είπε ο σύντροφος μου. Αν μας δει μάτι, δε θα μείνει απ' το κορμί μας ουδέ κόκαλο για τα σκυλιά!
Ανηφορίσαμε για το σπίτι του κεχαγιά Σεφέρογλου. Εκεί ξέραμε πως θα βρίσκαμε ό,τι χρειαζόμαστε· τραγίσια τουλούμια να τα φουσκώσουμε και να πέσουμε μ' αυτά στη θάλασσα, σκοινιά, ρούχα, φανάρια, τρόφιμα.
Το σπίτι, απομονωμένο στο βουνό, δεν είχε ακόμα πατηθεί. Μόνο τα κοπάδια λείπανε. Τα γιατάκια στρωμένα κάτω απ' την γκορτσά. Οι κότες με το που μας νιώσανε, φτερακούσανε. Δε χάσαμε καιρό· τα κατατόπια τα ξέραμε. Ό,τι ζητήσαμε το βρήκαμε. Πριν φύγουμε ο Πάνος με σταμάτησε.
— Για βάστα, έκανε, λαχτάρησα να μασήσω κρέας!
Τρέχει τσακώνει δυο κότες· βγάζει μαχαίρι να τις σφάξει μήπως και κακαρίζουνε στο δρόμο. Μα γίνεται κίτρινος, τρέμει το χέρι του· τις παρατάει.
— Δεν μπορώ, κάνει. Πάμε!
Μόλις φτάσουμε στο δάσος, βρήκαμε μιαν απόμερη σπηλιά να ξαποστάσουμε. Δοκιμάσαμε τα τουλούμια μήπως και χάνουν αέρα. Ύστερα καθίσαμε να φάμε τα κριθαρένια παξιμάδια και τα ξερά σύκα του φίλου μας του Σεφέρογλου. Ήπιαμε ρακί, στρίψαμε τσιγάρο.
Ξαναπήραμε τη στράτα. Βγήκαμε σε μιαν έρημη παραλία. Ανάμεσα Τσαγκλί και Σάμο είναι ένα ερημονήσι. Αν καταφέρουμε και φτάσουμε ζωντανοί ίσαμε κει, ύστερα ένα σάλτο είναι πια η Σάμο. Θα κάνουμε σινιάλα στους ψαράδες. Θα φωνάξουμε. Ένας ήταν ο κίνδυνος· μήπως προλάβανε οι Τούρκοι και βάλανε φυλάκια.
Αυγές ζυγώσαμε τη θάλασσα· η αγωνία μας κορυφώθηκε. Κάθε ήχος μας αλάφιαζε. Κάποια στιγμή ακούσαμε κουβέντες. Μπροστά μας ήταν ένας βάλτος· χωθήκαμε μέσα στη λάσπη. Ο Πάνος δεν άντεξε πολύ. Έβγαλε το κεφάλι του και σαν είδε πως προσπέρασαν οι Τούρκοι, μ' ανάσυρε κι εμένα. Κρυφτήκαμε πίσω από βράχια. Αέρας τάραζε τη θάλασσα και την έκανε να σπάζει με θόρυβο πάνω στις πέτρες.
Φουσκώσαμε γρήγορα τα τουλούμια κι ετοιμαστήκαμε να πέσουμε. Την ύστατη στιγμή ο φίλος μου δείλιασε. Δεν είχε ξαναμπεί στο νερό. Για να του δώσω κουράγιο, έπεσα πρώτος και με ψηλά τα χέρια του 'δειξα πως τα τουλούμια με σηκώσανε στον αφρό. Στεριανός ήμουνα κι εγώ, όμως είχα μπει σε θάλασσα πολλές φορές στο Κουσάντασι και στη Σμύρνη. Του εξήγησα πως με τα τουλούμια δεν είχαμε να φοβηθούμε τίποτα.
— Πέσε! του φώναξα. Μη χάνουμε καιρό.
Ο Πάνος, που δεν είχε τίποτα σκιαχτεί στη ζωή του, έτρεμε μπρος στη θάλασσα. Έκανε δυο βήματα μπρος και δέκα πίσω. Αναγκάστηκα να ξαναβγώ στη στεριά.
— Δεν μπορώ! Δεν έρχομαι! Θα 'χουνε φυλάκιο οι Τούρκοι στο νησί.
— Αχ, μωρέ Πάνο, εσύ τα λες αυτά! Εσύ; Θα τους ριχτούμε, θα τους τσακώσουμε απ' τ' αχαμνά! Θα τους στραμπουλήξουμε! Θα τους αρπάξουμε τα όπλα. Έλα! Άλλη ευκαιρία δε θα ξαναβρούμε. Βιάσου! Κουνήσου!
Μουλάρωσε, σφήνωσαν τα πόδια του στα βράχια· δεν έκανε βήμα. Τον πλησίασα, τον καλόπιασα, του αγρίεψα, τον έσυρα με το ζόρι, τίποτα· παρά τρίχα να 'ρθούμε στα χέρια. Δεν ήξερα τι να κάνω. H ώρα περνούσε.
— Τι κάθεσαι; φώναξε μπουρινιασμένος. Δε σε κρατάω εγώ. Πάαινε! Γύρισα και τον κοίταξα.
— Μπρε, Πάνο! Κρίμα!
Κατέβασε το κεφάλι του. Τοιμάστηκα να πέσω στο νερό. H καρδιά μου ήτανε βαριά.
— Γεια σου! είπα. Τον έπιασε συγκίνηση.
— Αν πετύχεις βάρκα και μπορέσεις, έλα πάρε με.
Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, Αθήνα 1962
5. Στο ξεροκάμπι μείναμε δυο μέρες. Καιγόταν ολόκληρο. Τα σπαρτά ντάλα στον καιρό του θέρου πολλαπλασίαζαν τη βαναυσότητα του ήλιου. Τρώγαμε στάχυα τριμμένα στη χούφτα, αλλά μας έλειπε το νερό. Την πρώτη μέρα την περάσαμε κρυμμένοι, προσπαθώντας να εντοπίσουμε κανένα μέρος που θα βρίσκαμε να πιούμε. Οι χωριάτες είχαν αρχίσει να βάνουν δρεπάνι από τις άκρες. Τους βλέπαμε, οι γυναίκες διπλωμένες στα δύο, μπαμπουλωμένες με χρωματιστά τσεμπέρια, στα πόδια κάλτσες και τα χέρια προφυλαγμένα σε μακριά μανίκια, τίποτα γυμνό έξω απ' το σπάθισμα της ματιάς στον ήλιο. Κι ο αέρας ήταν κορεσμένος από έξαψη και επιφωνήματα. Την πιάναμε τη λαχτάρα τους. Μεις τα 'χαμε αφήσει εδώ και τρία χρόνια αυτά τα έργα. Αλλά ήμαστουν από την ίδια πάστα. H προσδοκία της σοδειάς, ο γυμνός σπαρταριστός καρπός στο χώμα του αλωνιού. Ω ναι. H δίψα μας. Δεν αντέχαμε άλλο.
Την αυγή έφυγα με τον Κουτσό να ψάξουμε. Ο Νικήτας λογάριαζε να μέναμε καμιά βδομάδα απάνω κει αν βρίσκαμε νερό. Το ξεροκάμπι ακάλυπτο έξω απ' τα σπαρτά, και με τον κόσμο να θερίζει θα μας κρατούσε μια χαρά.
Μακριά κατά την ανατολή είχαμε δει δυο ψηλά δέντρα, έμοιαζαν λεύκες. Τραβήξαμε ζαγά κατά κει. Τα δέντρα ήσαν λεύκες όπως το είχαμε υποθέσει. Αλλά ήσαν κιτρινοφυλλιασμένες. Ο Κουτσός έκατσε να με καλύψει. Κατηφόρισα κατά το καλύβι που ήταν μπροστά στις λεύκες. Βρήκα στο πίσω μέρος δυο ξύλινες κορύτες για το πότισμα ζωντανών. Μια πρωτόγονη υδραυλική εγκατάσταση από ντενεκέδες ήταν στεγνή. Γύρισα, έκανα νόημα του Κουτσού. Νόμισε πως βρήκα νερό κι άρχισε να πηδάει τον κατήφορο με το ξεγοφιασμένο πόδι του. Έφτασε κοντά, έπεσε στα τέσσερα και πήρε ψαχτά το αυλάκι ως τη ρίζα του. Ένα μικρό μποστάνι, δυο δρασκελιές τόπος, ήταν ξεραμένο πριν της ώρας του. Παραλοϊσμένος τράβηξε ένα λαμαρινένιο λούκι κι άρχισε να το κοπανάει με λύσσα. Ύστερα το πέταξε και φύγαμε.
Πήρα τον ανήφορο στο βουνό, ήταν ησυχία. Ο ήλιος έσταζε αθόρυβα μέσα απ' τις φυλλωσιές. Ένα φτερωτό πετάχτηκε μπροστά μου. Ξαφνιάστηκα και η ριπή μού 'φυγε χωρίς να το καταλάβω.
Τη νύχτα τσάκισα από το φόβο μου. Δεν ήξερα πούθε να πάω. Θυμήθηκα το Νικήτα που είπε πως θα τραβήξει για τη θάλασσα. Γύρισα πάλι πίσω. Απάντησα τη δημοσιά. Σκέφτηκα να πάρω λουφάζοντας το δρόμο κι όπου με βγάλει.
Αλλά ήμουνα ολομόναχος.
Το φεγγάρι ήθελε ώρα για να βασιλέψει. Μέρα τη μέρα μεγάλωνε. Πέρα από το δρόμο φώτιζε μιαν άπλα, αναρτήθηκα μην είναι η άπλα του ξεροκαμπιού.
Προχώρησα κατά κει, με τράβηξε το φεγγάρι. Από μακριά άκουσα τροκάνια από πρόβατα που νυχτοβοσκάγανε. Μόλις που τα 'πιανα με το αεράκι. Ήταν παρηγοριά. Χωρίς να το θέλω πήγαινα κατά το μέρος τους. Δεν τα ξανάκουσα, νύσταζα. Ήμουνα τσακισμένος αλλά περπάταγα. Φαίνεται περπάταγα κοιμισμένος. Στην άκρη που έκλεινε το αλώνι του φεγγαριού έβλεπα το σπίτι μας. Οι Καραχαλαίοι θα 'χαν φουρνίσει. Ανάσαινα τη μυρουδιά φρέσκου ψωμιού κι αναγάλλιαζα [...].
Ξύπνησα την άλλη μέρα κατά το μεσημέρι. Πόναγε όλο μου το κορμί αλλά αισθανόμουνα ξεκούραστος, τα νεύρα μου είχαν αλαφρώσει από το φόρτωμα. Ο Νικήτας με τον Μπρατίτσα έλειπαν. Σηκώθηκα στα γόνατα και κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν πάλι στη μέση του ίδιου ορίζοντα που έβλεπα τις τελευταίες μέρες. Οι γραμμές έλιωναν μες στη ζέστη. Είπα θα με απαράτησαν. Έκατσα να το σκεφτώ και λίγο λίγο η οργή μ' έπνιγε. Κρατήθηκα για να μην κλάψω.
Μια στράτα μυρμήγκια πέρναγε στα πόδια μου. Ένιωσα τη μοναξιά μου μεγαλύτερη. Σηκώθηκα να φύγω. Και πού να πήγαινα. Μπροστά μου η γη καιγότανε. Το χώμα ήταν ξερό, ξερό σαν το πετσί στους αγκώνες μου. Δεν με τράβαγε.
Ξάκρισα στα γκρεμά που ήσαν πίσω μου να δω αν κατεβαίνουνται. Εκεί με πήρε τσίκνα από κρέας. Είπα πως αυτό είναι η αρχή της τρέλας.
Έσκυψα κι άκουσα από κάτω κουβέντες. Έπεσα χάμω, αλλά για κάμποση ώρα δεν ξανάκουσα τίποτα. Τότε πήρα την απόφαση να κατεβώ. Έκανα κύκλο σιγά σιγά, με το στεν έτοιμο, κι όταν έφτασα κάτω είδα το Νικήτα και τον Μπρατίτσα στη ρίζα του βράχου, μπροστά σε φωτιά.
Ζύγωσα χολιασμένος.
— Ξύπνησες; μου είπε ο Νικήτας με το φυσικότερο τρόπο.
— Ναι.
Είχαν βρει ένα σκατζόχοιρο και τον έψηναν. Είχαν κατεβεί εκεί κάτω για να μη φανεί η φωτιά. Ανεβήκαμε πάλι απάνω και τον φάγαμε. Τον φάγαμε αμίλητοι.
Θανάσης Βαλτινός, H Κάθοδος των Εννιά, Άγρα, Αθήνα, 31984
Οι φιλόλογοι, είτε στο πλαίσιο της διδασκαλίας των «Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» σε όλες τις τάξεις είτε στο μάθημα «Νεοελληνική Λογοτεχνία», που εισάγεται στη τάξη του Ενιαίου Λυκείου (υποχρεωτικό στη θεωρητική κατεύθυνση και επιλεγόμενο στη θετική), καλούνται να διδάξουν και ολόκληρα λογοτεχνικά έργα. Με την έννοια ολόκληρο λογοτεχνικό έργο νοούμε μια ποιητική συλλογή ή ποιητική σύνθεση, ένα μυθιστόρημα ή εκτεταμένο αφήγημα, ένα θεατρικό έργο. Εδώ θα εξετάσουμε τη διδασκαλία του μυθιστορήματος και, για να μην έχουμε πρόβλημα με την ορολογία (εκτενές διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα κ.ά.), θα χρησιμοποιούμε καταχρηστικά τον όρο «μυθιστόρημα» για όλες τις περιπτώσεις. Θα δώσουμε ένα γενικό διάγραμμα διδασκαλίας του, χωρίς να το αναπτύξουμε. Προηγουμένως όμως είναι αναγκαίο να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα «γιατί θα διδάξουμε ένα μυθιστόρημα;» θέτοντας έτσι πρώτα το ζήτημα του σκοπού.
Το μυθιστόρημα γενικά είναι κατά βάση έργο φαντασίας, γραμμένο σε πεζό λόγο, που παρουσιάζει συνήθως μια ιστορία, κάποιες καταστάσεις και κάποια πρόσωπα σαν να είναι πραγματικά, εκθέτει και αναλύει τη ζωή τους, την ψυχολογία τους, το πεπρωμένο τους, τις περιπέτειές τους.
Το μυθιστόρημα λοιπόν συγκροτεί ένα δικό του κόσμο, στον οποίο εισάγει τον νέο, τον μαθητή. Τον εισάγει σε ποικίλες καταστάσεις, του δίνει νέες εμπειρίες, έμμεσα βέβαια, και μέσα από τη ζωή άλλων. Βλέπει, ωστόσο, ο νέος πώς ζουν, πώς σκέπτονται, πώς αισθάνονται, πώς ενεργούν άλλοι άνθρωποι κάτω από ορισμένες συνθήκες, μέσα σε ορισμένες καταστάσεις, περιστάσεις. Βλέποντας αυτά (με τη φαντασία του) ο νέος αναρωτιέται γιατί συμπεριφέρονται έτσι ή αλλιώς, τι θα έκανε αυτός στη θέση τους, ή τι θα κάνει, τι θα πρέπει να κάνει, αν βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση.
Το μυθιστόρημα δίνει επίσης στον νέο πληροφορίες για τον άνθρωπο, την ψυχική και την κοινωνική ζωή του, για τα προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων και ιδιαίτερα των ερωτικών και των σεξουαλικών σχέσεων, τα οποία ο νέος διασταυρώνει με τα δικά του προσπαθώντας να δώσει μια καλύτερη απάντηση σε δικά του ερωτήματα και προβλήματα.
Ακόμα το μυθιστόρημα δίνει στο νέο ορισμένα παραδείγματα ζωής προς μίμηση ή προς αποφυγή, ανάλογα με τη συμπάθεια ή την αντιπάθειά του προς τον ήρωα, ενώ παράλληλα ο κόσμος του μυθιστορήματος γίνεται για τον νέο πεδίο αναπλήρωσης δικών του επιθυμιών και η ανάγνωση γενικά γίνεται όχημα για την ανάπτυξη της φαντασίας του.
Το μυθιστόρημα, έτσι, οδηγεί τον νέο σε μια ανατοποθέτηση και αναθεώρηση των εγγραφών στον ψυχισμό του, και άρα σε μια ανακατασκευή της όρασης, σε μια τροποποίηση της εμπειρίας του προς την ελευθερία, τη χειραφέτηση, την αυτονομία, τον οδηγεί σε μια ουσιαστικότερη αυτογνωσία, εντέλει, μέσα από μια καλύτερη ανθρωπογνωσία. Αυτά όμως συνιστούν σκοπούς και ζητούμενα της όλης εκπαίδευσης.
Επομένως το μυθιστόρημα συνιστά μορφωτικό αγαθό, που υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τον ευρύτερο σκοπό της εκπαίδευσης και μάλιστα χωρίς να είναι αυτή η πρόθεσή του, με τρόπο φυσικό και χωρίς διδακτισμό. Διδάσκει καλύτερα, επειδή ακριβώς δεν προτίθεται να διδάξει.
Επιπλέον, το μυθιστόρημα είναι ελκυστικό, τέρπει τον νέο, και γι' αυτό ακριβώς μπορεί να λειτουργεί ως «δόλωμα» (ας μου επιτραπεί η χρήση με καλή έννοια, όπως ο Ρήγας έγραψε το Σχολείο των ντελικάτων εραστών) για να προσελκύσει τους νέους στο διάβασμα, να βοηθήσει να δημιουργηθούν αναγνώστες. Στην καλή περίπτωση και με σωστή διδασκαλία, θα δημιουργηθούν καλοί αναγνώστες, από τους οποίους θα προέλθουν και οι αυριανοί συγγραφείς και πνευματικοί άνθρωποι του τόπου.
Ο καλός αναγνώστης είναι αυτός που θέλει αλλά και που ξέρει να διαβάζει. Τι θα πει «ξέρει να διαβάζει»; Περνάμε έτσι στο ζήτημα της διδασκαλίας.
Οι μαθητές θα πρέπει από πριν να αντιληφθούν ότι το μυθιστόρημα είναι έργο τέχνης και ότι η απόλαυση της ανάγνωσης είναι απόρροια σύμβασης. Το μυθιστόρημα μοιάζει βέβαια με την πραγματικότητα και γι' αυτό ακριβώς δημιουργεί την αναφορική ψευδαίσθηση (illusion referencielle), την εντύπωση δηλαδή ότι αυτά πράγματι συμβαίνουν, από την οποία και προέρχεται ίσως το μεγαλύτερο μέρος της απόλαυσης. Μοιάζει —και όσο πιο πολύ μοιάζει τόσο καλύτερο είναι το μυθιστόρημα— αλλά δεν είναι η πραγματικότητα, ούτε καν ο καθρέφτης της, κάποτε μάλιστα είναι παραμορφωτικός καθρέφτης. Ως έργο τέχνης το μυθιστόρημα παραμένει παιχνίδι «δίκαιης απάτης», όπου ο απατών δικαιότερος (του μη απατώντος) και ο απατώμενος σοφότερος (του μη απατηθέντος), όπως είπε, ορίζοντας την τραγωδία, ο Γοργίας. Το μυθιστόρημα είναι μια φανταστική αναπαράσταση του πραγματικού, μια εκδοχή πραγματικότητας.
Αυτό σημαίνει ότι η ανάγνωση (όπως και το θέαμα στη φιλμική ή τη θεατρική αφήγηση) οφείλει να γίνεται με τη δέουσα κριτική αποστασιοποίηση, ώστε να μη συγχέεται η φαντασία με την πραγματικότητα και η τέχνη με τη ζωή. Αυτή η διάκριση είναι βασική για κάθε επαφή με την τέχνη, διότι το έργο τέχνης κρίνεται με τα δικά του κριτήρια, με κριτήρια της τέχνης του.
Συναφής όσο και βασική είναι και η διάκριση ανάμεσα στο συγγραφέα του μυθιστορήματος και στον αφηγητή, διάκριση που επίσης πρέπει να αντιληφθούν οι μαθητές. Ο συγγραφέας είναι πραγματικός άνθρωπος, συγκεκριμένος, εξωκειμενικός. Ο αφηγητής, αντίθετα, είναι πρόσωπο κειμενικό, πλαστό, είναι εφεύρημα του συγγραφέα και ανήκει στη μέθοδο της αφήγησης. Είναι το άλλο πρόσωπο, στο οποίο ο συγγραφέας αναθέτει την αφήγηση. Άρα, το «εγώ» στο κείμενο είναι «εγώ» του αφηγητή — όχι του συγγραφέα. Οι «φωνές» που μιλούν στο κείμενο, είναι «φωνές» του αφηγητή ή των προσώπων — όχι του συγγραφέα. Επομένως, δεν είναι σωστή η έκφραση «ο συγγραφέας λέει...». Βέβαια ο συγγραφέας τα λέει όλα, αλλά κατά τη διδασκαλία πρέπει να βρίσκουμε ποιος λέει τι, κάτω από ποιες συνθήκες και σε ποια περίσταση, για ποιο σκοπό.
Η διδασκαλία μπορεί να γίνει με βάση το διάγραμμα που ακολουθεί και που ο διδάσκων το έχει δώσει και το έχει εξηγήσει στους μαθητές. Τώρα ο διδάσκων αναθέτει στους μαθητές να διαβάσουν το ορισμένο μυθιστόρημα στο σπίτι τους και ορίζει ποιος/ποιοι μαθητές/ές θα ανακοινώσουν στην τάξη την καθεμιά από τις εργασίες που προτείνονται στο α’, β’ και γ’ μέρος του διαγράμματος. Το δ’ μέρος είναι για όλους.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Α. Ανάγνωση και παρουσίαση. Εξωκειμενικά.
— Τεχνικά χαρακτηριστικά του βιβλίου (τίτλος, έκδοση-τόπος-χρόνος, σελίδες, εξώφυλλο, συγγραφέας).
— Ο συγγραφέας: η εθνικότητα, η εποχή του, το έργο του.
— Το συγκεκριμένο αφήγημα μέσα στο συνολικό έργο του συγγραφέα (εισήγηση του διδάσκοντος).
Β. Τεχνική και Τέχνη της αφήγησης. Το «πώς» του τι.
— Υπόθεση. Περί τίνος πρόκειται. Περιληπτική απόδοση της ιστορίας.
— Δομή. Το σχέδιο, η οργάνωση, το όλο και τα μέρη. H λειτουργία.
— Μυθοπλασία. Πλοκή και επεισόδια. Εξέλιξη της ιστορίας.
— Ο αφηγητής. Μετέχει η όχι στην ιστορία; Όραση. Οπτική γωνία.
— Ο λόγος του αφηγητή. Αφήγηση, περιγραφή, σχόλιο, μονόλογος, διάλογος, γλώσσα, ύφος.
— Τόπος. Ορισμένος, αόριστος, πόλη, χωριό, σκηνικά. — Αλλαγή τόπων και πλοκή.
— Χρόνος. Πότε συμβαίνουν τα γεγονότα. Πόσο διαρκούν. Χρονικη σειρά. Αναδρομές. Ελλείψεις - παύσεις. Συνοπτικη-αναλυτικη αφήγηση - ρυθμός.
— Πρόσωπα. Ονόματα, κοινωνική τάξη, σχέση, ιδιότητες, συμπεριφορές, χαρακτηρισμοί. Εξέλιξη χαρακτήρων, καταστάσεις, συναισθήματα.
Γ. Περιεχόμενο της αφήγησης. Το «τι» του πώς.
— H ιστορία και το θέμα. Άλλα θέματα, ιδέες, προβλήματα και λύσεις (;).
— Προβληματισμοί, σχολιασμοί, απόψεις, νοσήματα.
Δ. Ο ρόλος του αναγνώστη. H ανταπόκριση.
— Αναγνωστική πρόσληψη και ερμηνεία (εκδοχή).
— Τι αποκομίζει ο μαθητής ως αναγνώστης — Το κείμενο του μαθητή.
— Γενική αξιολογική κρίση — Το κείμενο του μαθητή.
Κώστας Μπαλάσκας, «H
διδασκαλία του μυθιστορήματος»,
H Λέσχη των εκπαιδευτικών.
• Ο Στρατής Δούκας επιδίωξε να αποδώσει την ωμή εμπειρία του πολέμου με «απλά» μέσα. Οι τραυματικές μνήμες από τον πόλεμο ωθούν την αφήγηση στις πιο απλές και λιτές δομές. Όσο δυνατή είναι η συγκλονιστική εμπειρία, τόσο η ανακοίνωση της γίνεται με τον λιγότερο σύνθετο και πολύπλοκο τρόπο. Είναι λογικό επομένως η λαϊκότητα της αφήγησης και το πρωτοποριακό για την εποχή της συγγραφής του (1929) ύφος του έργου, να καθιστούν αναγκαία τη διαδικασία παρουσίασης και ανάλυσης των τεχνικών με τις οποίες κατορθώνεται κάτι τέτοιο. Μπορεί, βέβαια, στη χώρα μας το λιτό ύφος της λαϊκής προφορικής αφήγησης να έχει γνωρίσει μεγάλη τύχη και απήχηση, ωστόσο είναι ανάγκη να επισημανθεί πως στην παρούσα περίσταση έχει καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από παρεμβάσεις του συγγραφέα, κάτι που με περισσή ειλικρίνεια δηλώνει και ο ίδιος ο Στρατής Δούκας στο «ιστορικό της».
• Για να κατανοηθεί σε όλη της τη διάσταση η δομή και η τεχνική του κειμένου, είναι χρήσιμο να μελετηθούν όσα κείμενα η αποσπάσματα αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο ο Σ. Δούκας προσέλαβε ακουστικά την ιστορία, αλλά προπάντων στον τρόπο με τον οποίο επεξεργάστηκε το πρωτογενές υλικό, μετουσιώνοντάς το σε μια κειμενική πραγματικότητα κατά την οποία «...είναι αδύνατο να ξεχωρίσουμε τη συμβολή του πραγματικού αιχμαλώτου με το βίωμα του και του λογοτέχνη που του έδωσε λογοτεχνικές αξιώσεις.» (Mario Vitti, H γενιά του τριάντα, Ιδεολογία και μορφή, Ερμής. Αθήνα 1982)
• Για την πιο ουσιαστική πρόσληψη του κειμένου και τη γονιμότερη μετάγγιση του τρόπου της αφηγηματικής του πραγμάτωσης στους μαθητές, καλό θα ήταν για τον διδάσκοντα, να μελετηθεί σε γενικές γραμμές η Θεωρία της Αφήγησης. Σημαντικό βοήθημα προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί το κεφάλαιο «Αφήγηση» από το βιβλίο Έκφραση-Έκθεση για το Λύκειο, Τεύχος Α’, αλλά και όποιο άλλο βιβλίο πραγματεύεται το ζήτημα της Αφηγηματολογίας.
• Θεωρείται πρωταρχική ανάγκη να γίνει διάκριση ανάμεσα στον Συγγραφέα και στον Αφηγητή. H αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο εγκυμονεί τον κίνδυνο να παρανοηθεί ο ρόλος τους, κάτι που γίνεται ακόμη πιο προβληματικό όταν, στην προσπάθεια της πειστικότητας και της εγκυρότητας, συγχέεται ο αφηγητής με τον χρονογράφο ή, ακόμη σοβαρότερα, με τον αυτόπτη μάρτυρα. Στο συγκεκριμένο έργο επιλέγεται η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, επειδή με αυτόν τον τρόπο μεταφέρεται πιο πειστικά το βίωμα και εξασφαλίζονται η αμεσότητα και η συγκινησιακή φόρτιση. Ωστόσο, επειδή πολύ συχνά στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο αναγνώστης και ιδίως ο μαθητής ταυτίζει τον συγγραφέα με τον αφηγητή, μία από τις πρώτες προτεραιότητες του διδάσκοντος πρέπει είναι η αποταύτιση. O συγγραφέας υπάρχει έξω από το κείμενο και είναι δημιουργός του αφηγητή και των υπόλοιπων ηρώων, ενώ ο αφηγητής υπάρχει μόνο μες στα πλαίσια του πλασματικού λόγου, είναι δηλαδή κατασκεύασμα από λέξεις.
• Στο συγκεκριμένο κείμενο η εκ των προτέρων γνώση των βιογραφικών στοιχείων του Δούκα αυξάνει τον κίνδυνο ταύτισης. Ακόμη και στον επίλογο του κειμένου, όπου εντελώς απροσδόκητα και με πρωτόγνωρη ειλικρίνεια κατατίθεται η ταυτότητα του αφηγητή, ο μαθητής ίσως να μην πειστεί απόλυτα και να το θεωρήσει τέχνασμα από τη μεριά του συγγραφέα, προκειμένου αυτός να αποκρύψει την ταυτότητά του. Επιβάλλεται, επομένως, να γίνει διάκριση ανάμεσα στον συγγραφέα (Στρατή Δούκα) και στον αφηγητή.
Προγραμματισμός Διδασκαλίας και Στόχοι
Λόγω της μεγάλης έκτασης της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου, οι ώρες διδασκαλίας δεν πρέπει να είναι σε καμία περίπτωση λιγότερες από οχτώ (8). Έχοντας αυτήν την παράμετρο υπόψη, προτείνεται στον διδάσκοντα (πάντοτε μες στο πλαίσιο της πρότασης και ποτέ της δέσμευσης) μια τριπλή δέσμη στόχων και, παράλληλα, δύο τρόποι ερμηνευτικής προσέγγισης του κειμένου.
Κατ' αρχάς οι διδακτικοί στόχοι προς τους οποίους μπορεί να δρομολογηθεί η διδασκαλία είναι:
α) η ανάδειξη του αντιπολεμικού πνεύματος του έργου,
β) ο σχολιασμός των αφηγηματικών τεχνικών του κειμένου, και
γ) μια σειρά από επιμέρους στόχους, όπως:
• η διερεύνηση της ανθρωπογεωγραφίας του έργου
• η τοποθέτηση των κειμενικών γεγονότων μες στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και η ανάλυση του χωροχρόνου
• η ανάδειξη της ψυχολογίας των βασικών και μη προσώπων, και τέλος:
• η ανάδειξη των τρόπων και των μέσων που μηχανεύεται ο πρωταγωνιστής προκειμένου να επιβιώσει.
O πρώτος (A) τρόπος προσέγγισης που προτείνεται, στηρίζεται στη διαίρεση σε τέσσερα κεφάλαια που επιχειρεί ο συγγραφέας της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου, έτσι όπως την παραθέτει ο συγγραφέας στον επίλογο του έργου, «Το ιστορικό της», (έκδοση 1980): «Κεφ. α’: η σύλληψη μέχρι την απόδραση με το σύντροφο του, β’: φτάσιμο στο χωριό τους όπου ζουν απόβλητοι και σπηλαιοδίαιτοι, γ’: η κορύφωση της απελπισίας τους, να χωρίσουν και να κατέβουν να δουλέψουν σαν Τούρκοι, δ’: η διαφυγή του ήρωα και η λύτρωση».
Με βάση τη διαίρεση αυτή, η διδασκαλία μπορεί να οργανωθεί ως εξής:
1η διδακτική ώρα: Γενική παρουσίαση του έργου και του συγγραφέα. Ανάγνωση του α’ μέρους: («η σύλληψη μέχρι την απόδραση με το σύντροφο τον»). Συστήνεται στους μαθητές η κατ' οίκον ανάγνωση του υπόλοιπου έργου.
2η διδακτική ώρα: Ερμηνευτική προσέγγιση και σχολιασμός του α’ μέρους
3η διδακτική ώρα: Ανάγνωση του β’ μέρους: («φτάσιμο στο χωριό τους όπου ζουν απόβλητοι και σπηλαιοδίαιτοι»)
4η διδακτική ώρα: Ερμηνευτική προσέγγιση και σχολιασμός του β’ μέρους
5η διδακτική ώρα: Ανάγνωση του γ’ μέρους: («η κορύφωση της απελπισίας τους, να χωρίσουν και να κατέβουν να δουλέψουν σαν Τούρκοι»)
6η διδακτική ώρα: Ερμηνευτική προσέγγιση και σχολιασμός του γ’ μέρους
7η διδακτική ώρα: Ανάγνωση του δ’ μέρους: («η διαφυγή του ήρωα και η λύτρωση»)
8η διδακτική ώρα: Ερμηνευτική προσέγγιση και σχολιασμός του δ’ μέρους
9η διδακτική ώρα: Γενική θεώρηση, συνθετικές εργασίες, συζήτηση.
O δεύτερος (B) προτεινόμενος τρόπος διδασκαλίας λαμβάνει μεν υπόψη του τον διαχωρισμό του έργου από τον συγγραφέα στα τέσσερα (4) μέρη, ωστόσο επιχειρεί μια καινούρια διάκριση, που υπαγορεύεται από τη βασική ανάγκη για παράλληλη ανάγνωση και ερμηνευτική παρουσίαση του κειμένου στην τάξη. Σ' αυτήν την περίπτωση ο χρόνος ανάγνωσης δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τα δώδεκα λεπτά (12') και ο χωρισμός των ενοτήτων μπορεί να διαμορφωθεί ως εξής:
1η διδακτική ώρα: Γενική παρουσίαση των εργοβιογραφικών στοιχείων του Στρατή Δούκα. Οι πρώτες μέρες της αιχμαλωσίας: («Στην καταστροφή της Σμύρνης... Μα κανένας δε μας άκουγε»). Συστήνεται στους μαθητές η κατ' οίκον ανάγνωση του μυθιστορήματος.
2η διδακτική ώρα: Οι κακουχίες-H απόδραση: («Μετά πέντε ώρες... Κι ένα μικρό παιδάκι μας έπιανε»)
3η διδακτική ώρα: Φθάσιμο στο χωριό-Περιπλάνηση στις ερημιές: («Τέλος φτάσαμε... Πάντα άκουα την καρδιά μου, το συνήθιζα»)
4η διδακτική ώρα: H μεταμφίεση σε Τούρκους: («Και βάδισα ελεύθερα... που κατέβαιναν βοσκώντας μες στα ελιόδεντρα»)
5η διδακτική ώρα: H διαβίωση στη στάνη του Χατζημεμέτη: («Σα ζύγωσα κοντά... και τα έξοδα δικά του, όπως και πριν»)
6η διδακτική ώρα: Οι μεγάλες δυσκολίες: («Οι μέρες περνούσαν γρήγορα... Πρώτα να φέρω την αδερφή μου και βλέπουμε»)
7η διδακτική ώρα: H διαφυγή: («Πλησίαζε ο Αύγουστος... Σε λίγο ξεκίνησε»)
8η διδακτική ώρα: H λύτρωση: («Μέσα ήταν και πολίτες... Νικόλας Κοζάκογλου»)
9η διδακτική ώρα: Γενική θεώρηση, συνθετικές εργασίες, συζήτηση.
Ενδεικτικό Σχέδιο Μαθήματος
• ΕΝΟΤΗΤΑ Η τρίτη (3η) διδακτική ώρα της δεύτερης (B) πρότασης: Ανάγνωση και ερμηνευτική προσέγγιση της ενότητας: Επιστροφή στο χωριό και περιπλάνηση με τον σύντροφο του στις ερημιές. (»Τέλος φτάσαμε...Πάντα άκουα την καρδιά μου, το συνήθιζα.»)
• ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ: Μία (1) διδακτική ώρα
• ΣΤΟΧΟΙ: Να κατανοήσουν οι μαθητές:
α) την οργανική σχέση αφήγησης-περιγραφής,
β) την ψυχολογία του κυνηγημένου ανθρώπου (δραπέτης - πρόσφυγας), και
γ) τους έμπρακτους τρόπους εκδήλωσης της φιλίας
• ΜΕΣΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ: Υποβοηθητικές ερωτοαπαντήσεις - Ερμηνευτικές σημειώσεις σχολικού εγχειριδίου - Ενεργός συμμετοχή της τάξης (απορίες, προτάσεις, ενστάσεις)
• ΠΟΡΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ:
α) ανάγνωση κειμένου (περίπου 12’)
β) γλωσσική και πραγματολογική εξομάλυνση
γ) επισήμανση των κειμενικών στοιχείων και σημείων που θα συμβάλουν στην επίτευξη της συγκεκριμένης στοχοθεσίας
δ) γενική ανακεφαλαίωση και κριτική θεώρηση των στόχων
δ) ανάθεση κατ' οίκον εργασιών (ερωτήσεις - συνθετικές εργασίες).
[1] Η διατύπωση στην πρώτη έκδοση είναι:
Κι ήρτε η σαρακοστή και μένα μ' έπιασε ο φόβος. Φέτος όλοι κάνανε σαρακοστη γιατί έφυγε ο εχθρός. Λέγανε.
— Κι εγώ πρέπει να πιάσω σαρακοστή, λέω του αφεντικού μου. Ο αφεντικός μου μου λέει.
— Εγώ θα πιάσω, μα εσύ αμαρτία δεν έχεις γιατ' είσαι ξένος κι ο Θεός σε συχωρνάει.
— Έχω χρόνια, του λέω, που σαρακοστη δεν έφτιαξα. Μα φέτος γλυτώσαμε απ' τον εχθρό και πρέπει να πιάσουμε.
— Αφού το θέλεις, πιάσε, κι άμα δυσκολευτείς, ας την· μου λέει. Έτσι αναγκάστηκα να πιάσω (1929, σ. 50-1)
Αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, όσο ο Δούκας απομακρΰνεται από την πραγματικη πηγη του, από το Νικόλα Καζάκογλου, τόσο πιο λαϊκη γίνεται η έκφραση του: σημάδι πως πρόκειται για μια διαδικασία που οφείλεται σε λόγιο λογοτέχνη, και όχι σε ανεπιτηδευτο, αυθόρμητο ομιλητή.
(Mario Vitti, Η γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και Μορφή) ΕΡΜΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1982
![]() |
Βιογραφικά του Στρατή Δούκα
Ο Στρατής Δούκας, δευτερότοκος γιος του Κωνσταντή και της Αιμιλίας Δούκα, το γένος Χατζηαποστόλη, γεννήθηκε στις 6 Μαίου 1895 στα Μοσχονήσια του Αδραμυτινού κόλπου, όπου και έβγαλε το σχολαρχείο. Τέλειωσε το γυμνάσιο του Αϊβαλί, φίλος και συμμαθητής με τον Φώτη Κόντογλου. Το 1912 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με τον Κόντογλου.
Με την κήρυξη του Α' παγκόσμιου πολέμου διέκοψε τις σπουδές του και επισκέφτηκε το Άγιο Όρος. Ένα χρόνο αργότερα με τον συγγραφέα και ζωγράφο Αντώνη Πρωτοπάτση και άλλους φίλους του ασχολήθηκε με λαογραφικές μελέτες στη Μυτιλήνη. Το 1916 κατατάχτηκε εθελοντής στην Εθνική Άμυνα και υπηρέτησε ως στρατιώτης και αξιωματικός στο μακεδονικό και στο μικρασιατικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε.
Το 1923, μόλις απολύθηκε, ενδιαφέρθηκε ζωηρά για την μεταφύτευση στην Ελλάδα των ανατολίτικων βιοτεχνιών (της αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας και της ταπητουργίας) και οργάνωσε στο Λύκειο Ελληνίδων της Αθήνας έκθεση των προϊόντων τους μαζί με ζωγραφικά έργα του Κόντογλου και του Παπαλουκά. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ταξίδεψε με το ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά στο Άγιο Όρος, μελετώντας την αρχιτεκτονική, τα ζωγραφικά έργα και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα των μοναστηριών. Το Δεκέμβριο του 1924, οι δύο καλλιτέχνες οργάνωσαν στη Θεσσαλονίκη ζωγραφική έκθεση των έργων του Παπαλουκά.
Αμέσως μετά ο Δούκας έφυγε για τη Μυτιλήνη, ίδρυσε εκεί με τον Στρατή Μυριβήλη το «Σύλλογο Μουσικών Τεχνών» και επέστρεψε στην Αθήνα για να συγκρατήσει μια εταιρεία «Διακοσμητικής τέχνης» με τον Κόντογλου και τον Παπαλουκά. Επίσης αναμίχθηκε στην έκδοση του περιοδικού του Κόντογλου Φιλική Εταιρεία και τα τελευταία τεύχη τα επιμελήθηκε μόνος του...
Ύστερα από σοβαρό κλονισμό της υγείας του κατέφυγε κοντά στους δικούς του στη Θεσσαλονίκη και άρχισε να καταγίνεται με τη ζωγραφική. Τον ίδιο χρόνο, μόλις έγινε καλά, περιόδευσε στην ύπαιθρο της Μακεδονίας και συνέχισε τη συνεργασία του με το περιοδικό Φραγγέλιο. Καρποί αυτής της περιοδείας του, και μιας δεύτερης που επακολούθησε, ήταν το αφήγημα Η ιστορία ενός αιχμαλώτου, η δημοσιογραφική έρευνα Ορεινή Ελλάδα, που δημοσιεύτηκε σε 9 συνέχειες στην εφημερίδα «Πρωία» (3-11.3.1929) με τον τίτλο του εκδότη Ληστρική κοινωνία, διάφορα ζωγραφικά έργα, ημερολόγια και σημειωματάρια... Το 1931 επιμελήθηκε τη μεταθανάτια έκδοση του Νίκου Βέλμου Παλιά Αθήνα, [και] άρχισε να μελετάει τη ζωή και το έργο του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά... Το 1934 υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της «Εταιρείας ελλήνων λογοτεχνών».
Το 1935-1937 εξέδωσε μαζί με τον Πικιώνη, τον Παπαλουκά, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Καραντινό το πρωτοποριακό περιοδικό Το τρίτο μάτι... Το 1940-1941 υπηρέτησε ως αξιωματικός στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
... Κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας ο Δούκας ταλαιπωρήθηκε και πάλι ως αριστερός. Μετά το 1970 ξανατύπωσε όλα σχεδόν τα βιβλία του... και παρουσίασε και νέα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε διάφορα γηροκομεία.
Το 1983, λίγο πριν από το θάνατό του, ο δήμος Ζωγράφου δημιούργησε ένα μικρό μουσείο Στρατή Δούκα στο Πνευματικό του Κέντρο και ανακηρύχθηκε, σε τελετή που έγινε σε οίκο ευγηρίας του Νέου Ψυχικού, επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών... Πέθανε στις 26.11.1983...
Τάσος Κόρφης, «Στρατής Δούκας», Βλ. Η μεσοπολεμική Πεζογραφία, Σοκόλης 1992,
τόμ. Γ', σ. 322-352.
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...