ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ


 

Πληροφορίες για τον Γιάννη Βλαχογιάνη εδώ

Τα μέρη Α' και Β' εδώ.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΘΡΥΛΟΣ

 


 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΘΡΥΛΟΣ

Α’.

 

Ποιος ο χαραχτήρας του λαϊκού ιστορικού τραγουδιού.— Πρώτες συλλογές. — Τα πρώτα πλαστά ιστορικά τραγούδια. — Αθώοι ή σκόπιμοι πλαστογράφοι τραγουδιών. — Ποιος ο σκοπός της πλαστογραφίας. — Πώς αποδείχνεται η πλαστότητα. — Πώς ο πλαστογράφος πιάνεται. — Πρότυπα παραδείγματα.

Β’.

 

Ηθική και ηρωικό τραγούδι.— Παλικαριά, η μούσα του.— Πώς διακλαδίζεται το ηρωικό τραγούδι. — Παρακμή του ηρωικού τραγουδιού.— Παραλλαγές των ηρωικών τραγουδιών.— Πώς γνωρίζονται και ποιος ο χαραχτήρας τους. — Διαφορά της γνήσιας παραλλαγής από το πλαστό τραγούδι. —Δείγματα από ψεύτικες παραλλαγές.— Σύνορα γεωγραφικά των ηρωικών τραγουδιών. — Μοριά και Ρούμελης τραγούδια.

Γ’.

 

Κύκλοι Ρουμελιώτικων τραγουδιών.— Κολοκοτρωναίικος ποιητικός κύκλος. — Ανάλυση των τραγουδιών αυτού του κύκλου. — Άλλα ιστορικά τραγούδια του Μοριά. — Συστηματική αντιγραφή και πλαστογραφία. — Γενική προσπάθεια ποιητικού εξηρωισμού. — Ποιοι οι πλαστογράφοι και ποια τα έργα τους.

Δ’.

 

Πλημμύρα πλαστών Κολοκοτρωναίικων τραγουδιών. — Πλαστά τραγούδια έξω από τον Κολοκ. κύκλο. — Φαλέζ, ο αδέξιος παραποιητής. — Δελέκος, ο επιτήδειος παραχαράχτης. — Ανάλυση κι απόδειξη της παραποίησης και της πλαστότητας.

Ε'.

 

Το τραγούδι «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά». — Φαινόμενο μιχτό γνήσιου και πλαστού τραγουδιού. — Ποια η γέννηση και η διάδοση του. — Ανάλυση κι απόδειξη της καταγωγής του. — Ήθη γνήσια Κλέφτικα κι ήθη αναχρονιαμένα ψεύτικα. — Βίος των Κλεφτών· η εκκλησιά, τ' άλογο, τ' Άρματα, τα φορέματα. — Πλούτος των Κλεφτών κι Αρματολών. — Παραλλαγές του τραγουδιού «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά». — Η μουσική του. — Άλλα πλαστά τραγούδια.

 

 

αρχή

 


 

ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΘΡΥΛΟΣ


 

Ποιος ο χαραχτήρας του λαϊκού ιστορικού τραγουδιού.— Πρώτες συλλογές. — Τα πρώτα πλαστά ιστορικά τραγούδια. — Αθώοι ή σκόπιμοι πλαστογράφοι τραγουδιών. — Ποιος ο σκοπός της πλαστογραφίας. — Πώς αποδείχνεται η πλαστότητα. — Πώς ο πλαστογράφος πιάνεται. — Πρότυπα παραδείγματα.

 

Ο κόσμος των λαϊκών ιστορικών μας τραγουδιών χωρίζεται, κατά το περιεχόμενό τους, σε κύκλους, και κάθε κύκλος έχει κέντρο του ή σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας, π. χ. μια επανάσταση, έναν πόλεμο, μια μάχη, ή στενά περιστατικά της ζωής ιστορικών προσώπων. Τα τελευταία εμπνέουν πολύ συχνότερα τον λαϊκόν ποιητή παρά τα πρώτα. Παρατηρήστε πόσο ο κύκλος των λαϊκών θρήνων για το πάρσιμο της Πόλης είναι περιορισμένος, ενώ τα τραγούδια του Διγενή, που το καθένα τους έχει θέμα της ζωής του Ακρίτα τα περιστατικά, είναι αμέτρητα. Παρατηρήστε πώς η επανάσταση του 1769, μ’ όλες τις συφορές που έσπειρε στον Μοριά, στη βορεινή Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, δε στάθηκε άξια να δώσει θέμα στην καθαρή δημοτική ποίηση· σε πεζές ρίμες έδωσε μοναχά αφορμή. Συγκρίνετε το σημαντικό αυτό, και ίσα-ίσα για τη σημαντικότητά του ακατάλληλο θέμα σ' ένα λαϊκόν ποιητή — συγκρίνετέ το με τα διάφορα πολεμικά περιστατικά της ζωής του Γιώργου Αντρούτσου, που δώσαν αφορμή να δημιουργηθεί αρκετά πλούσιος κύκλος λαϊκών τραγουδιών. Ακολουθούν οι ποιητικοί κύκλοι των Μπουκουβαλαίων, των Κοντογιανναίων, των Κατσαντωναίων, και τόσοι άλλοι. Κάθε τραγούδι των ποιητικών αυτών κύκλων λαβαίνει την αφορμή του, γυρεύει την πηγή της έμπνεψης σε στενό περιστατικό, σε δοσμένη μάχη, αιχμαλωσία, προδοσία, θάνατο. Η ζωή του ήρωα με το σύνολό της, αν και γνωστή στον λαϊκόν ποιητή, δεν ταράζει ξαφνικά της καρδιάς του τη γαλήνη, δεν τραβάει της φαντασίας του την περιέργεια. Ο πήγασός του, ενώ βόσκει μακάριος μες τη θωριά του ορατού κόσμου, κι αυτός ο κόσμος πλούσια τον εμπνέει, άμα είναι ο λόγος για την πολεμική ζωή του ανθρώπου, τότε έχει ανάγκη, για ν' αναφτερωθεί, από κάποιο ξεχωριστό περιστατικό, κι όχι ολάκερο κεφάλαιο της ιστορίας.

Τ' αγνάντεμα το συνολικό ενός πολέμου, μιας ολάκερης ηρωικής ζωής δεν τραβάει τον αληθινό λαϊκόν ποιητή, τον πηγαίο, φτερά δεν του φυτρώνει μες τη φαντασία· τέλος το θάμα της πλαστικής δημιουργίας σάρκα δε θα πάρει, ύπαρξη δε θα βρει, στον κόσμο δε θα βγει να λάμψει κινημένο από μεγαλοπίχειρη αφορμή. Την πλατιά περιγραφή, την περιστατική αναπαράσταση π. χ. μιας μεγάλης εκστρατείας, μιας πολιορκίας, μιας ζωής ολάκερης ο καθαρά λαϊκός ποιητής, σοφός μέσα στην αγνωσιά του, ποτέ δε θα τολμήσει να την καταπιαστεί, και το επιχείρημα το παράτολμο θα το χαρίσει ή στον φλύαρο ριμαδόρο, τον πεζοποιητή το μισολαϊκό μαζί και μισολόγιο 1, η τον προσωπικόν ποιητή.

Πρώτο γνώρισμα του καθάριου λαϊκού τραγουδιού, που δεν το μόλεψε το χέρι του λογιότατου, του ψευτοπατριώτη, του τοπικιστή επαρχιώτη —που για να σηκώσει τον συμπατριώτη του ήρωα είναι άξιος ή ψεύτικα τραγούδια να σκαρώσει ή να πλαστογραφήσει τ' αληθινά— πρώτο γνώρισμα του γνήσιου λαϊκού ιστορικού τραγουδιού είναι η πηγαία του έμπνεψη, η αγνή του ιδέα, η ξάστερή του διατύπωση, η αλήθεια τέλος η ποιητική. Το ιστορικό τραγούδι, αφού το σκεδιάσει ο πρώτος ανώνυμος ποιητής, τ' αρπάζει ένας λαός ολάκερος και το δουλεύει στ' αμόνι της φυσικής του κρίσης, της αυτογέννητής του γνώσης του καλού, που είναι ριζωμένη από το χέρι του θεού μες την ψυχή του ανθρώπου. Ποτέ ο στιχογράφος παραποιητής, δουλεύοντας το λαϊκό τάχα τραγούδι του, δε θα φανεί άξιος να μπει και να ντυθεί ολάκερος τη λαϊκή ψυχή, κι έτσι να πλάσει αληθινό λαϊκό τραγούδι και να μας γελάσει. Δεύτερο γνώρισμα του αληθινού λαϊκού τραγουδιού —ύστερα από το πρώτο της ουσίας— είναι το θέμα: Περιορισμένο, καθώς είπα, περιστατικό, κι όχι σύνθετο κεφάλαιο της ιστορίας. Και την αρχαία επική ποίηση (η Ιλιάδα είναι καλοταίριαστη περιγραφική σύνθεση από λαϊκά τραγούδια που περιγράφουν επεισόδια του Τρωϊκού πολέμου) αν την αναλύσεις, θα βρεις πως τα θέματά της είναι βγαλμένα από περιστατικά μικρά, και μ' όλο που άλλα χέρια δευτερότερα χωνέψανε τα μερικά τραγούδια σε έπη μακρονόητα και μεγαλόπνοα, όμως η επιστημονική κρίση δε δυσκολεύεται τα καθαρά δημοτικά κομμάτια να τα ξεχωρίσει, μ' όλο που ο συνθέτης του δεύτερου χεριού ήτανε κι αυτός λαϊκός ποιητής, όπως ο κάθε ποιητής ήτανε τότε.

Και στα δικά μας ιστορικά λαϊκά τραγούδια το θέμα και το μέγεθός τους είναι περιορισμένα· το ιστορικό λαϊκό τραγούδι είναι είδος μπαλάντας, μικρό δηλ. αφήγημα με τέλος σύντομο, που για τη συντομία του γίνεται δραματικό, συχνά και τραγικό. Υπάρχει και δεύτερος υλικός λόγος της συντομίας αυτής· στο τραπέζι ή στον χορό που τραγουδιόνται, οι τραγουδιστάδες ποτέ δεν τελειώνουν το τραγούδι, και γοργά περνούνε σ' άλλο. Ο καιρός κι ο τόπος ζητάει την ποικιλία. Ρυθμική απαγγελία δεν υπάρχει ούτε στη Ρούμελη ούτε στον Μοριά. Είναι αυτή γυναίκειο καθαρό νησιώτικο ιδίωμα. Και η απαγγελία έμμετρων μισολαϊκών αφηγημάτων, η ρίμα, είναι γέννημα νησιώτικο κι αυτό, της Κρήτης μάλιστα. Ο λυράρης ζητιάνος της Ρούμελης έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε, μα ποτέ δε ριμάριζε. Έτσι τα εξαίσια Αρματολικά και Κλέφτικα τραγούδια της β. Ελλάδας μας παραδόθηκαν κολοβά, τα περισσότερα.

Δεν είναι ο τόπος εδώ να εκθέσω πως τα τραγούδια αυτά γενήκανε γνωστά και στην Ευρώπη, αρχίζοντας η Επανάσταση του 1821, και πως πολύ νωρίς των φιλελλήνων η περιέργεια ζήτησε να τα γνωρίσει. Του Fauriel η συλλογή —η πρώτη συστηματική στο είδος της— με τον λαμπρό της πρόλογο, είχε κύριο σκοπό να χορτάσει, κατά πρώτο λόγο, αυτή την περιέργεια του μορφωμένου κόσμου και κατά δεύτερο το ενδιαφέρο των επιστημόνων. Η συλλογή του Fauriel δεν άργησε να εκδοθεί και γερμανικά, και να την ακολουθήσουν κι άλλες ανάλογες. Περίεργο θα ήτανε να ξετάσει κανείς τον τρόπο που σκηματίστηκε η πρώτη του Fauriel συλλογή στο Παρίσι. Ο Κοραής θα ήταν παρακινητής και βοηθός του Fauriel οι Έλληνες σπουδαστές που ζούσανε στην Ευρώπη. Ο Fauriel μάζεψε το υλικό και το δημοσίεψε πιστά, όπως έφτασε χειρόγραφο στα χέρια του. Όμως κακή τύχη ακολούθησε τ' αθάνατα τραγούδια του Ελληνικού λαού από την πρώτη στιγμή που φανήκανε στον κόσμο. Καθώς κι ο Κοραής δεν τύπωνε πιστά το γλωσσικό της κοινής γλώσσας υλικό, το ίδιο και το λαογραφικό, έτσι και οι μαθητές του, που κατάστρωσαν τα τραγούδια της πατρίδος τους, δε φυλάξανε πιστά τη γλώσσα, στο τυπικό της και το φωνητικό, μα ακόμα χειρότερα, χαλούσανε και στίχους ολάκερους για να δείξουνε στους ξένους πιο ευγενική τη «χυδαία» γλώσσα του τόπου τους, σα να ντρεπόντανε γι' αυτή, μα και τα τραγούδια να τα κάμουν πιο όμορφα κατά τη γνώμη τους τη δασκαλική, που τη νομίζανε γνώμη υπέρτατα πατριωτική. Έτσι παραμορφώνανε τα ιερά εκείνα απομεινάρια της πλαστικής δημιουργίας του λαού, κι ασκημισμένα στην αγνή τους όψη από τη σκολαστική μουντζούρα παραδοθήκανε στο κοινό. Τον τρόπο που σκηματίστηκε η συλλογή του Fauriel τον ξηγάει αυτό το κομμάτι που παίρνω από την εφημ. «Αθηνά», 8 του Νοέβρη 1858: «Ο έφορος της Αυτοκρ. βιβλιοθήκης Κοπιτάρ (σ. στη Βιέννη) εξέδωκε τότε συλλογήν δημοτικών ασμάτων των παρά Σέρβοις, ταύτα δε διήγειραν πολλών την προσοχήν ως αξιόλογα. Γερμανός δε τις εκ των παρά τω Ρήνω χωρών, ευρισκόμενος εν Βιέννη κατά την μεγάλην των ηγεμόνων αυτόθι τω 1814 γενομένην συνέλευσιν, και τω εφόρω περί των τοιούτων διαλεγόμενος, εμνήσατο και των Ελλήνων φίλων, ότι και παρ' αυτοίς δυνατόν να υπάρχωσι τοιαύτα· ο έφορος ευθύς ανακοινεί την γνώμην ταύτην τω Φαρμακίδη, ούτος δε τω Μανούση όστις, έχων εν μεν τη οικία την προμήτορα αυτού πλείστων τοιούτων ασμάτων ειδήμονα τυγχάνουσαν, εν δε τη πόλει πάντας τους εκ των εν τη Τουρκία πόλεων εν μεγάλω αριθμώ αυτόθι εμπορευομένους, συνέγραψε συλλογήν ικανήν και λόγου αξίαν, ης αντίγραφον μεν εν παρέδωκε τω περιέργω εκείνω Γερμανώ, έτερον δε έπεμψε τω Αδαμαντίω Κοραή. Χρόνου δε παρελθόντος και μηδέν παρά τούτου μαθών έγραψε και δεύτερον τω εν Παρισίοις Πικόλω ίνα μάθει περί της συλλογής. Ακούσαντες δε περί τούτου και άλλοι των εν Παρισίοις μαθητευομένων Ελλήνων, διελέχθησαν περί του πράγματος τω Φωριέλω, όστις είχεν εκδώσει τότε εν Παρισίοις συλλογήν δημοτικών ασμάτων εκ των Γαλλικών επαρχιών. Προθύμου δε εις το έργον δειχθέντος του Φωριέλου, γράψαντες εις Βιέννην λαμβάνουσι παρά του Μανούσου δεύτερον αντίγραφον της συλλογής, ην εκδίδωσι τω έτει 1824 ο Φωριέλος μετά μεταφράσεως Γαλλικής, σημειώσεων και προλεγομένων εκτενών».

Το παράδειγμα της συλλογής του Fauriel με τον πατριωτικόν εξευγενισμό των λαϊκών τραγουδιών, το πήρανε κανόνα οι κατόπι ξένες συλλογές, που βγήκανε στην Ευρώπη με τη βοήθεια των σπουδαστών Ελλήνων και δασκάλων. Όμως δεν άργησαν έπειτα, μαζί με τις ντόπιες συλλογές, να παρουσιαστούν και οι πλαστογράφοι —γέννημα τούτο γνήσιο νεοελληνικό— οι παραποιητές οι σκόπιμοι, είτε, σπανιότερα, οι ανήξεροι κι αθώοι. Η πλαστογραφία του λαϊκού τραγουδιού, στην Ελλάδα, έχει κι αυτή την ιστορία της, ιστορία μεγάλη, που δε θα χωρέσει εδώ, ολάκερη. Και πρώτα αν ο παραποιητής δεν κρύβει τον σκοπό του, αν δηλ. διορθώνει ή παραγεμίζει τα δημοτικά τραγούδια με φανερό σκοπό να τα ομορφύνει (όπως ο Ζαμπέλιος) ή να τα προσφέρει πατριωτικό ανάγνωσμα στον λαό (όπως ο Χριστοβασίλης), κι ο πρώτος κι ο δεύτερος κανένα δε θέλει να γελάσει· γι' αυτό, εγώ νομίζω, πρέπει να κριθούν αλαφρότερα και οι δυο. Αν ό,τι γίνηκε στην αρχαία Ελλάδα, όπου το λαϊκό ιστορικό τραγούδι χωνεύτηκε στους κύκλους των επών, Ομηρικών και τόσων άλλων, χαρίζοντας την αθανασία στον αθώο παραποιητή, που τα ‘καμε ένα με τα πλάσματα της φαντασίας του τα προσωπικά, αν αυτό γινότανε, παράξενα, και στα δικά μας πεζά χρόνια, ο συνερανιστής αυτός —ας μην τον πούμε πια πλαστογράφο— όσο κι αν θα στιγματιζόταν από έναν αυστηρό λαογράφο, θα παράδινε σε γενιές γενιών αθάνατο όνομα, ίσως και θα φύλαγε πιστότερα τα δημοτικά τραγούδια, συναρμονισμένα μέσα στο εξαίσιο έργο του —πού τέτοια χάρη...— παρά όσο τα φυλάν οι τυπωμένες συλλογές δημοτικών τραγουδιών, οι περισσότερες γεμάτες από γνήσια τραγούδια του λαού μαζί με πλαστογραφήματα ύποφτα, κακόβουλα πλάσματα της κρύας φαντασίας του λογιότατου, που η κριτική μια μέρα με το τσιμπίδι θα τα πιάσει και θα τ' απορρίξει στα σκουπίδια.

Στην τάξη των ανήξερων νοθευτών, που χύνουνε μέσα στο καλούπι του έργου τους κομμάτια από τη λαϊκή ποίηση, μπορούμε να κατατάξουμε και τον Κ. Κρυστάλλη· χωρίς να συλλογιόταν αυτό που λέμε λογοκλοπία, ποιητής που βρισκόταν πολύ κοντά στη λαϊκή μούσα, άφηνε την έμπνεψή του να ξεσηκώνει ολάκερα κομμάτια λαϊκών τραγουδιών και να τα συνταιριάζει με τους στίχους τους δικούς του. Μακάρι ο αλησμόνητος ποιητής ν' αποφάσιζε κι έπος μεγάλο ακόμα να συνθέσει, κι ας μαδούσε, κι ας έριχνε μέσα στο έργο του όσα της λαϊκής μούσας ακριβά λουλούδια θα πηγαίνανε στον σκοπό του. Συχωρεμένος θα ήτανε γι’ αυτό του το λογοκλοπικό έγκλημα, ενώ τώρα μένει ασυχώρετος για όσα άλλα πλαστά λαϊκά τραγούδια έγραψε, από λαογραφικό ζήλο, και μας τα παράδωσε τάχα γι' αληθινά, σκόρπια δημοσιεμένα, χωριστά από το δικό του ποιητικό έργο. Έχει όμως ο μακαρίτης φίλος μου ένα κάποιο αλάφρωμα, το νεαρό της ηλικίας του, όταν παράδινε στον σοφό Ν. Γ. Πολίτη πλαστά δημοτικά τραγούδια Κολοκοτρωναίικα κι άλλα, που ποτέ δεν τραγουδηθήκανε στην Ήπειρο. 2

Από τους πλαστογράφους ποιητές, που είχαν κέντρο την τοπική φιλοτιμία, να παραστήσουν δηλ. τη μερική πατρίδα τους πλούσια από λαϊκή ποίηση, οι πιο σημαντικοί είναι δύο ο Π. Αραβαντινός, που έβαλε σκοπό όλη τη λαϊκή ποίηση των χωρών της β. Ελλάδας, Ρούμελης, Θεσσαλίας, Μακεδονίας να την παραστήσει ως Ηπειρώτικη· δεν ξέρουμε όμως αν οι εκδότες της συλλογής (1880), τα παιδιά του, σεβάστηκαν το χειρόγραφο του πατέρα τους, αν κρίνουμε απ' ό,τι έκαμε ο ένας γιος, ο Σ. Π. Αραβαντινός, που αντί να σεβαστεί το χειρόγραφο του βίου του Αλήπασα, έργο πολύτιμο του πατέρα του, και να το εκδώσει ως πρώτη πηγή, προτίμησε να το χωνέψει σε δική του μονογραφία, όπου δε μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τι είναι δικό του και τι είναι του πατέρα του, ανθρώπου που έζησε και γνώρισε ή έμαθε τα περιστατικά του Αλήπασα. Ο ίδιος τύπωσε και ιστορικό ημερολόγιο της πολιορκίας του Μεσολογγίου, έργο τάχα του Άρτεμη Μίχου πεθερού του, όμως έργο πλαστό, αρμαθιασμένο από τ' αφηγήματα του Μίχου και τα «Χρονικά» του Μεσολογγιού. Η «ηπειρωτική» τάχα συλλογή λαϊκών τραγουδιών του Π. Αραβαντινού είναι πανελλήνιο ανακάτωμα από τραγούδια αληθινά και ψεύτικα, από τραγούδια μισοαληθινά και μισοψεύτικα, που το ξεκαθάρισμά τους θ' απαιτούσε ολάκερο βιβλίο για να βγει το σιτάρι από τα σκύβαλα. Όσο για τα ιστορικά τραγούδια, χωριστά, της συλλογής Αραβαντινού τα περισσότερα είναι Ρουμελιώτικα. Και δε χρειάζεται κόπος να το νιώσει κανείς εύκολα.

Ο θάνατος ή άλλο περιστατικό της ζωής του Κλέφτη ή του Αρματολού Ρουμελιώτη θα τάραζε, κατά πρώτο λόγο, τον λαό της επαρχίας του όπου ο ήρωας ζούσε, κι όπου πολεμούσε. Η τοπική, μα και η χρονική απόσταση που χρειάζεται για να πλαστεί το τραγούδι, δηλ. ένα σύχρονο περιστατικό να γίνει πρώτα συγκίνηση, αίστημα κι έπειτα ανάμνηση συναιστηματική, που ομορφαίνει τα ζωντανά περιστατικά, και τότε τα κάνει τραγούδι, η απόσταση λοιπόν εκείνη, η ποιητική ας την πούμε, δεν μπορεί να ‘ναι πολύ μακρινή· δεν μπορεί π. χ. του Νικοτσάρα ένα κατόρθωμα στη Μακεδονία να τραγουδηθεί στην Ακαρνανία πρώτα. Έτσι και Ρουμελ. τραγούδια δεν τραγουδηθήκανε στην Ήπειρο πρώτα. Έτσι και Κολοκοτρωναίικα τραγούδια δεν τραγουδηθήκανε στη βορεινή Ελλάδα, παρά μοναχά το περίφημο «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά» τραγουδήθηκε σε πολύ υστερότερα χρόνια. Παρακάτου θα δείτε πώς ξηγάω το περίεργο αυτό και μοναδικό λαογραφικό φαινόμενο, που με πρώτη ματιά φαίνεται σαν εξαίρεση.

Δεύτερος πλαστογράφος ποιητής, που θέλησε με την πέννα του να μεταφέρει την ηρωική ποίηση της Ρούμελης στον Μοριά —όπως ο Αραβαντινός τη μετάφερε στην Ήπειρο 3— είναι ο Μιχ. Λελέκος, ο γνωστός σε μας τους πιο παλιούς γεροντάκος λογιότατος, ο μικρούλης με τη φουστανελλίτσα του· Γι' αυτόν θα κάμω λόγο πιο κάτου, στο χωριστό κεφάλαιο των Κολοκοτρωναίικων τραγουδιών.

Κοντά απ’ αυτούς τους δυο, τους πιο συστηματικούς παραποιητές της λαϊκής μούσας, ακολουθεί λόχος ολάκερος από μικρότερους, και σημειώνω λίγους απ’ αυτούς. Η συλλογή των «Τραγουδιών του Ολύμπου» του Αθ. Οικονομίδη, φοιτητή της Γιατρικής, είναι όλη ένα περιμάζεμα από λαϊκά τραγούδια όλων των Ελληνικών χωρών κι από πλαστά ή μισόπλαστα, κι από άλλα μισοδασκάλικα που τα φιλοξενούσαν οι ανθολογίες και τα τραγουδούσαν τα ρομαντικά κορίτσια. Στη συλλογή του Οικονομίδη, όπως και σε τόσες άλλες, βρίσκεται και το αναγνωρισμένο ως όχι λαϊκό, αλλά του Παύλου Λάμπρου, τραγούδι που αρχίζει:

Μάννα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω....

Το τραγούδι αυτό δημοσιεύεται στις διάφορες συλλογές ως αληθινό τάχα, που τραγουδιέται στην πατρίδα του κάθε συλλογέα. Ο Κ. Σάθας πλαστογράφησε λαϊκά τραγούδια από ζήλο ιστορικό, για να στηρίξει σ' αυτά μαρτυρίες ιστορικές. 4 Ο Α. Γιατρίδης πάλι πλαστογράφησε από ζήλο απλό λαογραφικό μαζί και τοπικό. 5 Τέλος ο Θ. Κληρονόμος πλαστογραφούσε συστηματικά από ζήλο εμπορικό. Στην Ελλάδα, μαζί με τ' άλλο πολυκύμαντο ποτάμι της ψευτιάς που σκίζεται σε παρακλάδια αμέτρητα, η πλαστουργία δημοτικών τραγουδιών γίνηκε συνηθισμένη πραμάτεια, στις μέρες μας. Άρχισε τα πρώτα χρόνια του Όθωνα· την πρώτη τίμια παρακίνηση για συλλογή λαογρ. υλικού την είχε δώσει ο Κοραής, που δεν ήξερε τι δρόμο θα παίρναν οι φωτισμένες συβουλές του. Φανερή αφορμή έχει ο πλαστογράφος τον λαογραφικό του ζήλο, μα σπάνια ο ζήλος αυτός είναι καλοθελητής — το ψέμα κανενού καλό δε θέλει· ο κρύφιος πόθος του λόγο κυριότερο έχει την τοπική φιλοτιμία, και σκοπό να δείξει πως και στο χωριό του, και στην επαρχία του υπάρχει ένα κάποιο τραγούδι· 6 έχει ακόμα ο πλαστογράφος και την πατριωτική φιλοδοξία να τιμήσει τον ήρωά του τον τοπικό μαζί με τον ίδιο του τον τόπο. Υπάρχουν και χειρότεροι πλαστοποιητάδες, που αναλαβαίνουνε να δοξάσουν ιστορικές οικογένειες.

Όρισα πιο πάνου τα καίρια σημάδια του αληθινού ιστορικού τραγουδιού του λαού, κι εδώ προσθέτω: Το γνήσιο ιστορικό τραγούδι είναι αντικειμενικό στην απόδοσή του — ο ποιητής δηλ. δεν πονεί ο ίδιος πλάθοντας ακόμα και το πιο παθητικό τραγούδι· το προσωπικό του αίστημα πουθενά δε φαίνεται· το τραγούδι το ίδιο κλαίει, μοιρολογάει, χαίρεται, τιμάει, τον άξιον ήρωά του. Το ύφος του γνήσιου τραγουδιού και η γλωσσική μορφή του είναι κλασικά, λιτά, όχι ξεπίτηδες φτιασμένα, και σ’ όλα τους τα χνάρια με τον λαϊκό χαραχτήρα ταιριαστά, μ' αιστήματα και νοήματα που, νιώθει καθένας, βγήκαν από ανάβρα καθάρια λαϊκή. Και υπόθεση, καθώς είπα, έχει ούτε μεγάλη, ούτε γενική, αλλά περιστατική, επεισοδιακή· εξωτερικά γνωρίσματα τη συντομία και τη γοργότητα, και μια ποικιλία αφάνταστη στην έκφραση. 7 Ο ποιητής δε δείχνει πως επιχειρεί μεγάλα πράματα να ζωγραφίσει, όπως το κάνει ο άλλος, ο προσωπικός ποιητής. Αντίθετα πάλι· όσα τραγούδια απλωμένα, πλαδαρά, παραγεμισμένα με στολίδια περισσά, τραγούδια καυκησιάρικα, που γυρεύουν αφορμή να υπερυψώσουν έναν ήρωα ή μιαν οικογένεια και ζητάν από την ιστορία βοήθεια, είναι πλαστά ή παραποιημένα. Τραγούδια πάλι, που μεταφέρνουνε στον τόπο του ποιητή ήθη, καιρούς και πράματα (π.χ. τον Αρματολισμό εκεί που ποτέ δεν είχε Αρματολούς) που δεν υπάρξανε ποτέ στην πράξη, είναι κι αυτά πλαστά. Τ’ αληθινά τραγούδια έχουν την ιστορικήν αξία τους, 8 αλλά και τα ψεύτικα, ενώ, συχνά, πιάνονται στην ψευτιά τους, έχουν κάποτε ιστορικήν αξία, αν ο ποιητής με καλό σκοπό τα ‘χει γράψει. Το τραγούδι όμως του περίφημου Γιώργο-Θώμου, που τον παρασταίνει σκοτωμένο σε μάχη, είναι ψεύτικο γιατί ο ήρωας δολοφονήθηκε καλεσμένος σε τραπέζι. Άλλα πιο ειδικά γνωρίσματα του αληθινού ιστορικού τραγουδιού είναι ο ρυθμός, είναι το μέτρο, είναι πλήθος άλλα μικρά στοιχεία πραματικά ή ιστορικά. Το πρώτο όμως γνώρισμα του γνήσιου κι αμόλευτου λαϊκού τραγουδιού είναι ο αγέρας εκείνος ο αλαφρός κι ο άπιαστος, που περνάει τη μορφή και την ουσία, κι είναι η ίδια η ψυχή του τραγουδιού. Όποιος έδρεψε τον νου και την καρδιά του με το λαϊκό τραγούδι, αυτός δε γελάστηκε ποτέ. Όσο για το μέτρο και τη γλώσσα, 9 οι πλαστογράφοι των καιρών που ζούμε γυμναστήκανε σ' αυτά, και μάλιστα σημειώνουν και τ' όνομα του χωριάτη, που άκουσαν το τραγούδι από το στόμα του. Τελευταία τυπώθηκε σ' επιστημονικό περιοδικό πλουσιότατη συλλογή από τ' αριστουργήματα όλων των Ελληνικών χωρών, που ως τώρα, φαίνεται, ήτανε κρυμμένα σε μια μονάχη επαρχία, κι ο συλλογέας εκεί τ' ανακάλυψε. Πιάνεται όμως κι αυτός και δε γλιτώνει. Ένας απλός συλλογισμός γίνεται φάκα και τονέ τσακώνει από το ποδάρι: Σ’ επαρχία τόσο ερευνημένη από τους ντόπιους της λαογράφους, πώς τόσοι θησαυροί αφάνταστοι μέναν ως τώρα εκεί κρυμμένοι; 10

Προσπάθησα να δώσω ένα κάποιο μέτρο, χρήσιμο για τη διάκριση του λαϊκού τραγουδιού, αληθινού ή ψεύτικου· το μέτρο αυτό εγώ πρώτος δεν τ' ανακάλυψα: είναι κοντά στον νου κάθε ανθρώπου λογικού, και μοναχά ο κακοθελητής θα μυγιαστεί, αφού είν' από πρώτα μυγιασμένος. Και τώρα έρχομαι να καταπιαστώ την εφαρμογή του λαογραφικού αυτού μέτρου σε δυο νομιζόμενα γνήσια τάχα λαϊκά τραγούδια, καθαρά όμως κι ολοφάνερα πλαστά, που ο πιο απλός μα λογικός αναγνώστης αμέσως θα ξεχωρίσει την πλαστότητά τους, αν και αμέτρητοι διαβασμένοι γελαστήκαν απ’ αυτά. Διάλεξα αυτά τα δυο για να είναι στον καθένα εύκολη η κρίση. Και τα δυο τους κατά τύχη έχουνε να κάνουνε με την Κλέφτικη ζωή. Το πρώτο, που θα το δείτε στην πιο κάτου σημείωση 11, ο ίδιος ο ιστορικός Σπ. Λάμπρος βεβαιώνει πως είναι γραμμένο από τον πατέρα του. Πρώτος το δημοσίεψε ο Ζαμπέλιος ως γνήσιο στη συλλογή του (Κέρκυρα, 1852,σελ. 600), κι απ’ αυτόν το ξεσηκώσανε πολλοί και το βάλανε στις συλλογές τους, ως γνήσιο τάχα και τραγουδημένο στον τόπο τους.

Μάνα σου λέω δεν ημπορώ τους Τούρκους να δουλεύω,
Δεν ημπορώ δε δύναμαι, εμάλλιασ' η καρδιά μου·
Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να γένω Κλέφτης,
Να κατοικήσω στα βουνά και στες ψηλές ραχούλες,
Να 'χω τους λόγγους συντροφιά, με τα θεριά κουβέντα,
Να 'χω τα χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεβάτι,
Να 'χω με τα κλεφτόπουλα καθημερνό λημέρι.
Θα φύγω, μάνα και μην κλαις, μόν' δος μου τηv ευχή σου,
Κι ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω·
Και φύτεψε τριανταφυλλιά και μαύρο καρυοφύλλι,
Και πότιζέ τα ζάχαρη και πότιζέ τα μόσκο·
Κι όσο π' ανθίζουν, μάνα μου και βγάνουνε λουλούδια,
Ο γιος σου δεν απέθανε και πολεμάει τους Τούρκους·
Κι αν έρθει μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη,
Και μαραθούν τα δυο μαζί και πέσουν τα λουλούδια,
Τότε κι εγώ θα λαβωθώ, τα μαύρα να φορέσεις».
Δώδεκα χρόνοι επέρασαν και δεκαπέντε μήνες
Που ανθίζαν τα τριαντάφυλλα κι ανθίζαν τα μπουμπούκια·
Και μιαν αυγή ανοιξάτικη, μια πρώτη του Μαΐου,
Που κελαδούσαν τα πουλιά κι ο ουρανός γελούσε,
Με μιας αστράφτει και βροντά και γένεται σκοτάδι·
Το καριοφίλι εστέναξε, τρανταφυλλιά δακρύζει,
Με μιας ξεράθηκαν τα δυο κι επέσαν τα λουλούδια·
Μαζί μ' αυτά σωριάστηκε κι η δόλια του η μανούλα.
Σπ. Ζαμπέλιου: «Ασματα δημοτικά της Ελλάδος», σελ. 600.

Το πήρε και η ανθολογία «Φωνή του Τυρταίου» (Αθήνα, 1862, σελ. 197) ως καθαρό λαϊκό, τέλος το υιοθέτησε κι ο Passow ως γνήσιο λαϊκό (σελ. 118). Από τότε πολλές φορές ξαναδημοσιεύτηκε. Ο Παύλος Λάμπρος ζώντας στην Κέρκυρα, φίλος του σοφού και ποιητή και εκδότη λαϊκών τραγουδιών Σπ. Ζαμπέλιου, περίφημος φιλόβιβλος της εποχής του κι άνθρωπος σοφός αν κι εμπορευόμενος, μα και φιλόκαλος πολύ, έγραψε κι άλλο τάχα δημοτικό τραγούδι, που ο Ζαμπέλιος το δημοσιεύει κι αυτό (σελ. 616) ως καθαρά δημοτικό, όπως και το «Μάνα, σου λέω». Το δεύτερο έχει υπόθεση το φυλάκωμα του κοτζάμπαση των Καλαρρυτών Γιάννη Λάμπρου, πατέρα του Παύλου, από τον Αλήπασα. Να λίγοι στίχοι απ’ αυτό το τραγούδι:

Στους Καλαρρύτες, στα βουνά, σκώνονται μοιρολόγια,

κι εκεί σιμά στα Γιάννινα μεγάλα ξόδια ακούω·

οντζάκι των Καλαρροτών, πραματευτή μεγάλον,

τον Γιάννη Λάμπρο ξακουστόν, τον τρανοξαϊκουσμένον,

στα Γιάννινα, στη φυλακή τον έχουνε ρεέμι...

Το τραγούδι είναι αργό, άχαρο· κανένα πνέμα αλαφρό δεν το φτερώνει· κανένα περιστατικό γνωστό δεν έχει θέμα του. Τ' αληθινό λαϊκό τραγούδι ποτέ δεν κάνει ρεκλάμες αυτής της λογής. Ο παρακάτου στίχος: «Αποφασίσαν τα σκυλιά τον δόλιο να κρεμάσουν» είναι στίχος λόγιος, λαθεμένος πραματικά και γλωσσικά. Ένας, ο Αλής, αποφάσισε τον δόλιο να «τον» κρεμάσει. Έρχομαι στο «Μάνα, σου λέω...».Ο χαραχτήρας του είναι υπερβολικά τρυφερός, αιστηματικός και μελοδραματικός· θυμίζει τα τραγούδια της ξενιτιάς. Ο ίδιος ο Ζαμπέλιος δημοσιεύει ένα τέτοιο τραγούδι, ψεύτικο κι αυτό (σελ. 748). Κι από τα δυο τραγούδια δε λείπει η μάνα, η άνοιξη, η τριανταφυλλιά και πολλά άλλα τρυφερά πράματα. Μα και το τραγούδι της σελ. 748 είναι, μου φαίνεται, κι αυτό πλάσμα του Λάμπρου. Τέτοιες όμως ρομαντικές τρυφερότητες φυτρώνουνε στους κάμπους, μέσα στην καλοπέραση, όχι στο βουνό· το Κλεφτόπουλο δεν είναι ρομαντικό σαν τον Αχιλλέα Παράσκο, δεν ξοδεύεται σε λόγια γλυκανάλατα, σ' αποχαιρετισμούς φιλολογικούς, δηλ. ψεύτικα αισθηματικούς, αλλά μ' ένα πήδημα βρίσκεται στο βουνό. Ένας από τους πολλούς, που κάμανε δικό τους το τραγούδι αυτό, ο Μιχ. Λελέκος, αφού παραποίησε το περίφημο τραγούδι του Βασίλη Μάνταλου, του κόλλησε από κάτου λόγια ανάλογα μ' εκείνα που λέει το Κλεφτόπουλο του Π. Λάμπρου· του Λελέκου το Κλεφτόπουλο μάλιστα συζητεί σοβαρά με τη μάνα του πριν αποφασίσει να πάει Κλέφτης («Δημοτ. Ανθολογία» 1868, σελ. 27 12):

Όσα μου λες, μανούλα μου, όλα τον τόπον έχουν,

μα τούτο θέλω να σου ειπώ, και άφσε με να σου κρίνω,

και να σου ειπώ τον πόνο μου, τη λαύρα της καρδιάς μου.

Εγώ ραγιάς δε γίνομαι, χαράτσι δεν πληρώνω.

 

Το τραγούδι του Π. Λάμπρου έχει βάση ψυχολογική ψεύτικη, που δεν υπάρχει στον τραχύ κόσμο τον Αρματολικό και τον Κλέφτικο. Η έμπνεψή του, που μας θυμίζει πολύ Βαλαωρίτη (ο Π. Λάμπρος ήτανε και στενός φίλος του ποιητή) είναι ωραία, όμως προσωπική κι αρμόζει σε ποιητή της πόλης, που απογυρεύει τη ζωή των βουνών, όπως κι ο Ραγκαβής στην περίφημη πατριωτική παλάβρα του «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» 13· Πολλοί στίχοι του Π. Λάμπρου θυμίζουν τα δίστιχα του χορού των κοριτσιών στις επαρχιακές πόλεις (π.χ. «δεν ημπορώ, δε δύνομαι την πόρτα να τσακίσω...—και πότιζέ τα ζάχαρη και πότιζέ τα μόσκο...» κλπ.). Τα γλωσσικά λάθη είναι πολλά: «Τους Τούρκους να δουλεύω», δουλεύω = εργάζομαι, δούλος = υπηρέτης, «τους Τούρκους», ο λαός έλεγε· «την Τουρκιά» (το τραγούδι του Διάκου λέει· «γιατί θα φάει την Τουρκιά»). Άλλο Κλέφτικο τραγούδι λέει· «να κυνηγάω την Τουρκιά» (Χασιώτης, σελ. 206). Ο β' στίχος «δεν ημπορώ, δε δύναμαι, εμάλλιασε η καρδιά μου» έχει μια περιττολογία, μιαν αύξηση και μια διπλή χασμωδία, ενώ τα γνήσια τραγούδια δεν έχουνε ποτέ καμμιά. Ακολουθούν οι νοσταλγίες του καλομαθημένου της χώρας· «να ‘χω τα χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεβάτι». Τα ίδια δεν κοπανάει κι ο Ραγκαβής, «κρεβάτι έχει το βουνό και σκέπασμα τον ουρανό»; Τέλος η φράση «θα πά' να γίνω Κλέφτης» είναι τέλεια σφαλερή· ο λαός λέει «πάω Κλέφτης, βγαίνω Κλέφτης, βγαίνω στο κλαρί», κι όχι «πάω να γίνω Κλέφτης». 14

Το β' δείγμα πλαστού τραγουδιού το παίρνω από τα Κολοκοτρωναίικα, που θα μιλήσω γι' αυτά περισσότερο πιο κάτου. Ο Θοδ. Γενναίου Κολοκοτρώνης, ο λόγιος μα κι ο «έξυπνος» (bel esprit) της οικογένειας, έγγονος του Γέρου, είναι γνωστός από τα πολιτικοστρατιωτικά φυλλάδια που έγραψε. Παραιτήθηκε νωρίς από τον στρατό, πολιτεύτηκε, δημοσιογράφησε, προσπάθησε να διορθώσει το ρωμαίικο και ύστερα γέρος έζησε παράμερα· ήτανε κι αυτός από τη νεολαία του 1862 και των λίγο παρακάτου χρόνων. Βοήθησε γενναία στη δόξα των προγόνων του με τις μελέτες του· έκαμε όμως άσκημα να θελήσει και ποιητής να γίνει για τον ίδιο τούτο σκοπό, τον άτυχο. Δημοκράτης στα φρονήματα, άφησε το επίθετό του το οικογενειακό, κι έμεινε γνωστότερος με το ψευδώνυμο το φιλολογικό «Φαλέζ». 15 Ζούσε και πιο κάτου από τα 1900, που τονέ γνώρισα κι εγώ. Στο περιοδικό «Εστία» (τόμ. του 1881, σ. 279 κ.π.κ. δημοσίεψε «Ήθη και έθιμα Αρβανιτοβλάχων ποιμένων» με την υπογραφή του την οικογενειακή, κι όχι με το «Φαλέζ». Ας σημειώσω αμέσως πως Αρβανιτόβλαχοι δεν κατεβήκανε ποτέ στην ανατολική Ελλάδα, αλλά ο συγγραφέας θέλει να πει τους Ελληνόφωνους Σαρακατσάνους, αφού τους περιγράφει να μιλάνε και να τραγουδάν Ελληνικά. Νέος ανθυπολοχαγός, ο Θ. Γεν. Κολ. γυρίζοντας στην αν. Ελλάδα για υπηρεσία, κατά το 1851, περιγράφει τα ήθη τα σκηνίτικα· στο τραπέζι απάνου παρασταίνει τους τσοπάνους να λένε τραγούδια Κλέφτικα. «Οι ποιμένες τότε... ήρχισαν το τραγωδούσιν αρμονικότατα το τραγούδι του Κουντάνη Κολοκοτρώνη, κυκλωθέντος και καέντος υπό των Τούρκων κατά το 1806 μετά τριών συντρόφων του». (Ακολουθεί το τραγούδι:)

Τα κυπαρίσσια γύρανε και στέκουν πικραμένα·

κι οι λεύκες μες τα ρέματα πως άγρια βοΐζουν·

και τα κλαριά φορτώματα ρωτάνε πού τα πάνε·

σαν τι μαντάτο θλιβερό που φέρνει ο αγέρας;

Κάψανε κλέφτη ξακουστό, έναν Κολοκοτρώνη.

— Κουντάνη, δώσε τ' άρματα, πασά για να σε κάμουν.

— Είναι γιομάτα τ' άρματα κι ελάτε να τα πάρτε.

Βάλαν φωτιά τον έκαψαν, κι ακόμη τον φοβούνται».

Σ' άλλο μέρος της περιγραφής του ο Φαλέζ, για να δώσει περισσότερο κύρος στο τραγούδι, βάνει στο στόμα ενός τσοπάνου αυτά τα λόγια: «Γνώρισα τον παππούλη σου και τον προπαππούλη σου τον Κωσταντή. Έκαμα κοντά του κλέφτης και με τον Οδυσσέα. Όταν κάψαν τον Κουντάνη στον Μοριά, πήγα με τον παππούλη σου στη Ζάκυθο. Αχ, καημένος! Πεθάναν τα λιοντάρια...». Κι ο πιο άπειρος αναγνώστης, με πρώτη ματιά, καταλαβαίνει αμέσως πως το τραγούδι αυτό είναι πλαστό. Τού λείπουν τα πιο κοινά γνωρίσματα του λαϊκού τραγουδιού. Ο ποιητής πιάνεται αδοκίμαστος τέλεια στο δεκαπεντασύλλαβο, στο μέτρο και στη φράση· ο λογιότατος μυρίζει από μακριά. Οι λεύκες δε φυτρώνουνε στα ρέματα, αλλά τα πλατάνια· «τα κυπαρίσσια γύρανε κλπ.» είναι φράση ρομαντική του καιρού κι όχι λίγο γελοία. Ο τρίτος στίχος παρασταίνει πως οι φονιάδες πήγανε στη ρεματιά να κόψουνε κλαριά, λοιπόν χλωροκλάδια, για να κάψουν τον Κλέφτη. 16 …Στην Κλέφτικη γλώσσα δε λέγεται ποτέ «μαντάτο» αλλά «χαμπέρι». Ο τέταρτος στίχος έχει μια χοντρή χασμωδία και μια λέξη περιττή το «που» για παραγέμισμα. Η φράση «κάψανε κλέφτη ξακουστό», αντί χαλάσαν, παρασταίνει τον Κλέφτη, με την κυριολεξία, σαν άψυχο πράμα. Ακολουθούν οι τελευταίοι καυκησιάρικοι στίχοι μαζί με το «μολών λαβέ» του Λεωνίδα. Όλα αυτά, και η φυσική απλότητα που λείπει, η στριμωγμένη σκέψη, που φωνάζει τον αδέξιο κατασκευαστή, τέλος η ιστορική ανακρίβεια που παρασταίνει στη Ρούμελη να τραγουδιέται ο Κλέφτης Κουντάνης, πράμα που δε γίνηκε ποτέ (θα κάμω λόγο για το ζήτημα πιο κάτου) δείχνουν ολοφάνερα το τραγούδι αυτό πλαστό και τα λόγια ακόμα του τσοπάνου, που τάχα γνώρισε τον Κουντάνη στα παλιά χρόνια, ψεύτικα κι αυτά.

 

 

 

αρχή

 



 

Ηθική και ηρωικό τραγούδι.— Παλικαριά, η μούσα του.— Πώς διακλαδίζεται το ηρωικό τραγούδι. — Παρακμή του ηρωικού τραγουδιού.— Παραλλαγές των ηρωικών τραγουδιών.— Πώς γνωρίζονται και ποιος ο χαραχτήρας τους. — Διαφορά της γνήσιας παραλλαγής από το πλαστό τραγούδι. —Δείγματα από ψεύτικες παραλλαγές.— Σύνορα γεωγραφικά των ηρωικών τραγουδιών. — Μοριά και Ρούμελης τραγούδια.

 

Στη λαϊκήν ιστορική ποίηση θησαυρίζονται όχι πράξεις καθαρά ηθικές των ηρώων, αλλά πράξεις που δείχνουν την ψυχική τους δύναμη, την πολεμική τους «αρετή», την απόφασή τους την αλύγιστη, τ' άγριο πάθος, το μίσος το θανάσιμο, την καταφρόνια του θανάτου, τη χαρά της ζωής, τα νιάτα της, και μάλιστα την ομορφιά της. Η λαϊκή φαντασία, χαρίζοντας τον θαμασμό της στους πολεμικούς άντρες, δε βλέπει στα κατορθώματά τους τον ηθικό ή τον ανήθικο σκοπό· δεν κρίνει και δε δικάζει του ήρωα τη σκληρή καρδιά, τη φονική σκέψη, την αρπαγή και την κλεψιά, παρά θαμάζει απάνου από κάθε ηθική πράξη την παλικαριά, δηλαδή την ψυχική ένταση σ' ώρα κιντύνου, όπου μπορεί να υψωθεί η απόφαση κι η καταφρόνια του θανάτου· τη θαμάζει και την τραγουδάει. Είναι τόση η λατρεία του λαού προς τη μνήμη των ηρώων, που ενώ με τα τραγούδια του την ομορφαίνει, δεν έχει την ηθική δύναμη ν’ αποδοκιμάσει τα ωμά τους έργα. 17 Και ενώ με το τραγούδι του αποθεώνει, χωρίς ηθική διάκριση, τα έργα του ήρωα, άμα το φέρνει η μοίρα να πάρει αυτός ο ήρωας της κακίας του τα επίχειρα, τον δίκιο θάνατο, ο λαός με το τραγούδι του στιγματίζει τότε τον «άδικο» θάνατά του, την «προδοσιά» που οι εχτροί του, Τούρκοι είτε Χριστιανοί, τη βάλανε σε πράξη για να του πάρουν τη ζωή. Και κλαίει τότε και μοιρολογάει ο ποιητής λαός το τέλος του ήρωα, είτε Κλέφτη είτε ληστή, αδιάκριτα.

Η ηθική στο λαϊκό τραγούδι θ' άξιζε να γίνει χωριστό θέμα μελέτης. Στα φυσιολατρικά, καλύτερα ειδωλολατρικά πλάσματα της φαντασίας του λαού, αρχαία και νέα, η ηθική κατάκριση, η αποστροφή του κακού βρίσκονται σε δεύτερη γραμμή. Τόσο η ποιητική αλήθεια είναι στενά δεμένη με τη ζωή, που τα πάθη τ' άγρια μπαίνουνε μπροστά, και πολύ πίσω μένει της πράξης ο ηθικός χαραχτήρας. Είναι λοιπόν τόση η προσήλωση της λαϊκής ποίησης στο θέμα της, τον ήρωά της, ανάμεσα στους διάφορους κύκλους των ηρωικών τραγουδιών —και δεν είναι λίγοι— που μάταια γυρεύει κανείς τον ηθικό σκοπό των τραγουδιών, βρίσκει όμως μέσα σ' αυτά το πηγαίο φυσικό αίστημα απλωμένο, την ολόψυχη συμπάθεια προς τον ήρωα πλημμυρισμένη, την πρωτόπλαστη φυσιογνωμία του ήρωα με λατρεία σκεδιασμένη.

Τα εξαίσια όμως αυτά πλάσματα της λαϊκής ψυχής, κόσμος φανταχτερός πιο πλούσιος από τα παλάτια των παραμυθιών, έχουν κάποιο θανάσιμον εχτρό, δράκοντα που τα βασκαίνει, μάγο φτονερό που ζηλεύει τη χάρη τους την αμάλαγη. Το τραγούδι το ηρωικό αρπάζει τον αντίλαλο των ακουσμάτων των πολεμικών και μας τον παραδίνει καλοπρόσδεχτο στη φαντασιά μας· και θα ‘τανε τα λόγια κι ο αχός τους ακριβά κι ατίμητα, αν δεν έμπαινε στη μέση ο καιρός ο χαλαστής· αυτός παραλλάζει των περασμένων την κληρονομιά, κάνοντάς τα να σαλεύουν ενώ περνάνε από ένα σ' άλλο στόμα. Ενώ η αγάπη του λαού, που δουλεύει το ηρωικό τραγούδι χρόνια, τ' ομορφαίνει ώσπου να του χαρίσει μια τελειωτική μορφή, ύστερα η θύμησή του γίνεται άπιστη, και το τραγούδι παραδίνεται χαλασμένο, ασκημισμένο από μια σ' άλλη γενιά. Έρχεται ύστερα δεύτερος εχτρός, κι αυτός είναι όχι ο ποιητής ο λαϊκός, ο αγνός μουσοπλάστης που από το παλιό τραγούδι μπορεί να βγάλει νέο, μα ο άλλος εκείνος ο υστερόβουλος, ο μισολαϊκός και μισολογιότατος, που κλέβοντας από τη μούσα τη λαϊκή σπαράγματα ακριβά, τα συνταιριάζει με δικά του τραγούδια ψεύτικα, για ν’ απαθανατίσει τον ήρωά του τον τοπικό, με τα στολίδια του παλιότερου να ομορφύνει τον ήρωα τον δικό του. Κι από τον μισολογιότατο παραποιητή δεν είναι μακριά, τέλος, ο λογιότατος γραφιάς, που ψυχρά δουλεύει απάνου στο χαρτί να παραποιήσει το παλιό τραγούδι ολάκερο, μα και του ήρωα τ' όνομα το παλιό να σβήσει και στον τόπο του να βάλει τ' άλλο.

Από τους περίεργους αυτούς, πότε αθώους πότε ένοχους μεταπλασμούς, βγήκαν οι αμέτρητες λεγόμενες παραλλαγές των λαϊκών ιστορικών τραγουδιών παραλλαγές που είναι πότε φτερουγίσματα καθαρά της λαϊκής φαντασίας —και τότε έχουμε τις γνήσιες διαφορές, που γεμίζουν τους ποιητικούς κύκλους του Διγενή, της Αρετής και της Κλέφτικης ποίησης· μα πιο συχνά —κι αυτό είναι το χειρότερο— των αληθινών παραλλαγών το παράδειγμα το παίρνει η σκόπιμη διαστροφή, και φτιάνει άλλα είδη αμέτρητα πλαστών, παρακλάδια αφύσικα των αληθινών, πλάσματα τερατογέννητα της ψυχρής κρίσης, του κακοθέλητου σκοπού. Η πλημμύρα των ψεύτικων παραλλαγών, η ύπουλη μανία του επαρχιώτη παραποιητή να στολίσει την επαρχία του, συχνά και το χωριό του, με τα λουλούδια της ηρωικής γνήσιας λαϊκής ποίησης, άρχισε από τα χρόνια της Επανάστασης, με τ' ανακάτεμα του άταχτου στρατού και με τις περιπέτειές του στην Ελληνική χώρα, με τη μετατόπιση και τις νέες γνωριμίες των πληθυσμών. Οι τοπικές διαιρέσεις, οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι αμοιβαίες κατηγόριες για τα πολεμικά ατυχήματα και τα καυκήματα των κερδισμένων νικών ξαναπλάσαν τα παλιά ηρωικά τραγούδια μέσα στα στρατόπεδα, τους ‘βαλαν τα ονόματα νέων ηρώων, κι από τη στενή τοπική περιφέρεια τ' απλώσαν και τα κάμανε γνωστά σ' όλη την Ελλάδα. Επί βασιλείας Όθωνα πάλι, οι παραγνωρισμένοι Αγωνιστές δεν παύανε να λένε και να κλαίνε τα παράπονά τους —και πολλοί απ’ αυτούς, τραγουδιστές ζητιάνοι, χύνανε τον πόνο τους μαζί με τα νέα ηρωικά τραγούδια, κι ο κόσμος μαζευότανε να τους ακούει. Το ηρωικό τραγούδι, το νέο και το παλιό, αντιλαλούσε σ' όλη την Ελλάδα, γέμιζε τα πανηγύρια, κατέβαινε στις χώρες, κι ύστερα το μαθαίναν και το λέγανε παντού, στους γάμους, σε κάθε λογής χαρές οι επαγγελματικοί τραγουδιστάδες με τα βιολιά και με τα τούμπανα. Ήρθε ύστερα ο Καραγκιόζης με τον καινούργιο του ήρωα τον Μπαρμπα-Γιώργο, ήρθαν ακόμα και οι λαντέρνες, τα σαντούρια, τέλος, τ' ανατολικά, τα καφέ-αμάν, και το τραγούδι το ηρωικό σέρνεται τώρα περισσότερο στις χώρες παρά στα χωριά, όχι όμως το τραγούδι εκείνο το παλιό κι αμόλεφτο, μα κάτι άλλο νοθεμένο, ύποφτο κι αγνώριστο συχνά.

Αυτόν τον δρόμο πήρε, στο στόμα του λαού, από τα 1821, το παλιό ηρωικό τραγούδι. Παράλληλα μ' αυτό, και με το ξάνθισμα του πατριωτικού ρητορισμού, βάδισε τον στραβό της δρόμο η πραμάτεια των ψεύτικων ηρωικών παραλλαγών· κι ενώ το γνήσιο λαϊκό τραγούδι ξεπέφτει πια και χάνεται από τον προφορικό μας λόγο, ζει από τότε και βασιλεύει στα τυπόχαρτα των λαϊκών τραγουδιών η παραχάραξη. Είναι λοιπόν ανάγκη εδώ να ξετάσω, πρώτα, ως κεφάλαιο λαογραφικό, της παραλλαγής το διπλό φαινόμενο και να δείξω, αν μπορώ, πώς γνωρίζεται η αληθινή παραλλαγή από την ψεύτικη.

Η παραλλαγή, δηλ. η διαφορά ενός τραγουδιού από τόπο σε τόπο, είναι φυσικό και λογικό μαζί φαινόμενο, κι αιτία του η αστασία της μνήμης, η μεταβολή της αντίληψης και της ψυχικής διάθεσης των ανθρώπων από κλίμα σε κλίμα κι από καιρό σε καιρό. Υπάρχουνε λοιπόν παραλλαγές τοπικές, ας πούμε, και παραλλαγές χρονικές. Το να πλαστούνε στον ίδιο στενόν τόπο και στον ίδιο χρόνο παραλλαγές δημοτικών τραγουδιών φαίνεται πράμα παράλογο, ή πολύ εξαιρετικό· αυτού του είδους οι παραλλαγές δε μπορούνε πολύ να ζήσουν. Απάνου σε θέμα που συγκλονίζει τη λαϊκή ψυχή μπορούνε να βγούνε περισσότερα μαζί τραγούδια, όμως ένα θα νικήσει, και το τραγούδι αυτό θα σβήσει κάθε άλλη απόπειρα λαϊκού τραγουδιού ή θα τη χωνέψει μέσα του. Κάθε μέρα έχουμε μπροστά μας ανάλογα παραδείγματα, που ο λαός πλάθει ένα μοναχά πρόχειρο τραγούδι σύντομο ή αρπάζει ενός προσωπικού ποιητή τους στίχους και τους κάνει δικούς του. Στις διάφορες νεοελ. εκστρατείες τραγουδιόνται τέτοια, λαϊκά ή μισολαϊκά τραγούδια. Παράδειγμα ειρηνικού τραγουδιού είναι ο «μπαρμπα-Γιάννης ο κανατάς», μισολαϊκό τραγούδι, που τραγουδήθηκε πολύ λίγο πριν από τα 1880, και που ξαναγεννήθηκε στις μέρες μας. Και κατά τη μεγάλη Γαλλική επανάσταση ένα τραγούδι πατριωτικό μέσα σε τόσα νίκησε, η «Μαρσελλιέζα». Είναι κι αυτή λαογραφικό φαινόμενο, αφού ο λαός την άρπαξε και την έκαμε δική του.

Το λαϊκό τραγούδι, καθώς και τ' άλλα λαογραφικά δημιουργήματα, η ιστορική παράδοση, το ανέκδοτο, το παραμύθι, ο μύθος, το παραμυθόλογο, η παροιμία, ταξιδεύουν ως μια μορφή κι αυτά του προφορικού λόγου, και συχνά φτάνουν από την άκρη μιας χώρας ως την άλλη. Αφού ο μηχανισμός της σκέψης είναι ο ίδιος σ' όλους τους ανθρώπους, είναι πράμα θαμαστό πόσο γοργά οι θρύλοι, πεζοί είτε έμμετροι, φτερουγίζουνε κι απλώνονται παντού, σαν τα ξενιτεμένα τα πουλιά, και πότε σταματάνε σε τόπο κοντινότερο, πότε περνάνε βουνά και θάλασσες ζητώντας καταφύγια μακρινά. Όμως σ' έναν τόπο ο θρύλος άμα αράξει, αργά ή γλήγορα θα πάρει κάποιαν άλλη μορφή και σκήμα· θ' αφήσει μερικά από τα γνωρίσματά του τα παλιά και θ’ αφομοιώσει άλλα πιο καινούργια. Του νου του ανθρώπου τα γεννήματα, καθώς αλλάζουνε μαζί με τους καιρούς, όμοια αλλάζουνε και με τους τόπους. Το ίδιο και το τραγούδι· ο ξενιτευτής δε θα το πει πάντα πιστά στους τόπους που γυρίζει, κι ο ακροατής πολύ λιγότερο πιστά θα το γράψει στη δική του μνήμη. Όλα τ' ανθρώπινα θυμήματα έχουνε νόμους ψυχολογικούς, που τα παραδίνουν απ' άνθρωπο σ' άλλον άνθρωπο. Στην ξενιτιά, όπως και στο πέρασμα του χρόνου, ο άνθρωπος αλλάζει. Και το τραγούδι αλλάζει, κι αν τύχει μάλιστα να βρει στον δρόμο του άλλο τραγούδι, που να προσφέρνει 18 σε κάποια σημάδια ανάλογα με τα δικά του, το ένα θα επιδράσει στ' άλλο, στίχους θ' αλλάξουν αναμεταξύ τους φιλικά, κι όσο πιο μακρινές είναι οι πατρίδες τους, τόσο οι αμοιβαίες αλλαγές τους μπορεί να γίνουν πιο σημαντικές. Συλλογιστείτε το τραγούδι της Αρετής, άμα ακούγεται πρώτη φορά σ' ένα χωριό, τι εντύπωση βαθιά θα κάνει. Έτσι ξηγιόνται οι αμέτρητες παραλλαγές του. Ένα τραγούδι πάλι απομονωμένο σε χώρα μακρινή μπορεί να γίνει αγνώριστο από την επίδραση άλλων τραγουδιών, μπορεί όμως και να διατηρήσει την παλιά μορφή του, αν δε μπορέσει μ' άλλα τραγούδια εκεί να ταιριαστεί.

Το λαϊκό τραγούδι (γενικά ο άγραφος θρύλος) όσο είναι πιο βαθυστόχαστο, ή πιο σε ιστορικό θεμέλιο στυλωμένο, τόσο και μακρύτερα μπορεί να ταξιδέψει. Του Διγενή τα τραγούδια απλωθήκανε σ' ανατολή και δύση Ελληνική. Της Αρετής το τραγούδι πλατύτερα. 19 Των τοπικών όμως ηρώων τα τραγούδια μένουν περιορισμένα στον τόπο της καταγωγής τους, κι αυτό γιατί τ' όνομα του ήρωα δεν ήταν ακουσμένο μακρύτερα, για να ‘ναι έτοιμοι να καλοδεχτούνε το τραγούδι οι γειτονικοί λαοί. Του τραγουδιού το ξάπλωμα το ετοιμάζουν πρώτα κι ανοίγουν τον δρόμο του θριάμβου του τ' ακούσματα τα αφηγηματικά. Γι' αυτόν τον λόγο, μ' όλα όσα γράφει η ιστορία, πως του Ρ. Φεραίου ο θάνατος αντιβούησε βαθιά στη λαϊκή ψυχή, τραγούδι όμως δεν του γίνηκε, γιατί του έλειπε η βάση η τοπική, ο τόπος όπου το τραγούδι έπρεπε πρώτα να ξεσπάσει κι έπειτα ν' απλωθεί μακρύτερα. 20 Γι' αυτήν την αιτία τα ηρωικά τραγούδια τα Ρουμελιώτικα δεν τραγουδηθήκανε ποτέ στον Μοριά, και τ' αντίθετο.

Ας γίνει τώρα ο λόγος μερικότερος. Η παραλλαγή δε γεννιέται στην ίδια στενή τοπική περιφέρεια, παρά σ' άλλη γειτονική. Π.χ. το Κλέφτικο τραγούδι του Ολύμπου θα τραγουδηθεί, ύστερα από καιρό, και στη Ρούμελη, αλλά με κάποιες διαφορές. Οι λίγες αυτές διαφορές σε κάποιους στίχους κάνουν τον τύπο της παραλλαγής. Στην ίδια πατρίδα του πρωτότυπου τραγουδιού δε μπορούνε να υπάρχουν παραλλαγές. Οι παραλλαγές του ίδιου τόπου, αν τύχει να γίνουνε καμιά φορά, δεν ξηγιόνται αλλιώς παρά ως οι πρώτες μα και προσωρινές μεταβολές με προσθήκες απ’ άλλα τραγούδια των τραγουδιστάδων. Η προσωρινή αυτή ντόπια παραλλαγή δε θ' αργήσει να χωνευτεί μες το πρωτότυπο, μα και να το επιδράσει, κι ομορφότερο ίσως να το κάμει. Σημαντική τάξη παραλλαγών είναι εκείνη που παρουσιάζει το ίδιο τραγούδι —μιλώ για τα ιστορικά— μ' αλλαγμένο τ' όνομα του ήρωα, και στον τόπο του βαλμένο άλλο όνομα πιο νέο. Τα τραγούδια του 1821 είναι όλα απ' αυτή την τάξη· παραλλαγές υστερόχρονες παλιότερων τραγουδιών· αν είναι όμως και πολλά απ’ αυτά πρωτόφτιαστα, δείχνονται από την πεζότητά τους. 21 Τα τραγούδια αυτά των νέων ηρώων, ως εύκολα αναπληρώματα παλιών, δεν είν' ανάγκη να ‘χουν πατρίδα την πατρίδα του νέου ήρωα. Ο πιο πρόχειρος τραγουδιστής τα φτιάνει, δηλ. αλλάζει τ' όνομα του ήρωα, άλλους στίχους διορθώνει, άλλους δικούς του κακόφτιαστους προσθέτει κλπ.

Άλλη είναι η τάξη των τέλεια ψεύτικων παραλλαγών, που ο καλόβουλος παραποιητής, σε χρόνια πολύ υστερότερα, τις σκαρώνει, για να μας κάμει να πιστέψουμε πως ένας ήρωας του τόπου του έχει και το δικό του το τραγούδι. Πιάνεται όμως αυτός στο ίδιο του το δόκανο, που το ‘στησε με σκοπό να πιάσει άλλους· π.χ. υπάρχουν δημοσιεμένες αμέτρητες Μοραΐτικες παραλλαγές παλιών τραγουδιών της Ρούμελης, όπου δεν είναι μοναχά αλλαγμένο τ' όνομα του ήρωα, παρά και οι πιο όμορφοι στίχοι του παλιού τραγουδιού ξεσηκωμένοι και τραγουδάνε τώρα τους ήρωες τους παλιούς χυμένους, τεχνικά ή άτεχνα, μες το νιόφαντο τραγούδι, που ο λαός τάχα του Μοριά το τραγουδούσε από τα χρόνια τα παλιά. Πώς όμως βρέθηκε αυτή η παραλλαγή μες τον Μοριά, αφού ο Μοριάς δεν ήξερε άλλα τραγούδια παρά τα δικά του; Πώς ο λαός του Μοριά θα τραγουδούσε άγνωστους και ξένους ήρωες, που δεν είχε τ' όνομά τους μες τη μνήμη του; Κι αν για μια στιγμή μάθαινε το τραγούδι τους, έπρεπε αιώνες να το τραγουδήσει, για να το ‘χει πρόχειρο, κι απ’ αυτό να μεταπλάσει ενός νέου και ντόπιου ήρωα το τραγούδι κι όχι ενός παλιού. Η προ του 1821 εποχή βαστούσε κοινωνικά αποχωρισμένη τη Ρούμελη από τον Μοριά. Ο λαϊκός τραγουδιστής της Ρούμελης, τυφλός ή ανοιχτομάτης λυράρης κι άλλοι πολλοί, μοναχά κατά τα χρόνια της Επανάστασης γνώρισαν τα τραγούδια τους στον Μοριά με την παρουσία εκεί των Ρουμελιώτικων άταχτων σωμάτων· αυτά τα σώματα τ' ακολουθούσανε και Γύφτοι Ρουμελιώτες, που συνόδευαν τα τραγούδια των Ρουμελιωτών άταχτων με τα μουσικά τους όργανα —νταούλια και ζουρνάδες— χωρίς να τα τραγουδάν οι ίδιοι. Έτσι, μαζί με τους στίχους και η μουσική των Κλέφτικων τραγουδιών της Ρούμελης δε γίνηκε ποτέ γνωστή στον Μοριά, πριν από το 1821. Και το ενάντιο, Μοραΐτες επαγγελματικοί τραγουδιστάδες με νταούλια ή με βιολιά δε φανήκανε ποτέ στη Ρούμελη.

Συμπέρασμα: Παραλλαγές σύχρονες μεταξύ τους και στην ίδια τοπική περιφέρεια, δεν υπάρχουν. Παραλλαγές σύχρονες με δυο διάφορους ήρωες και σε δυο διάφορους τόπους δεν υπάρχουν. Κάθε τέτοια παραλλαγή δημοσιεμένη είναι κλεμμένη απ’ άλλη σκόπιμα. 22 Γνήσιο είδος παραλλαγής είναι, όταν το τραγούδι του παλιού ήρωα ζει ακόμα σε χρόνια παρακατινά και ταιριάζεται πρόχειρα στ' όνομα νέου ήρωα που ακούστηκε. Παράδειγμα είναι το τραγούδι του Διάκου και τ' άλλα των χρόνων της Επανάστασης. Σ' αυτή τη μετάπλαση, είτε μετάσταση, βοηθούσε πολύ των γέρων το μνημονικό. Της παραλλαγής αυτό το είδος είναι το πιο γνήσιο. Όμως οι παραλλαγές με διάφορα αλλά σύχρονα ηρώων ονόματα, όπου από το ένα τραγούδι στ' άλλο πηδούν ολάκερα κομμάτια στίχων, είναι ή αθώα καμώματα γεροντικής λησμονησιάς, που ο λόγιος τα βρίσκει και τ’ αντιγράφει, ή ένοχα μηχανέματα του τοπικιστή, μάλιστα όταν οι δυο χωριστοί ήρωες του παραλλαγμένου τραγουδιού ανήκουνε σε δυο τόπους μακρινούς. H αληθινή παραλλαγή, μ' όλα τα επιδιορθώματα και πρόσθετα στολίδια —καμιά φορά και νέες λεφτομέρειες ιστορικές— φωνάζει στον προσεχτικό παρατηρητή την αλήθεια της, και οι στίχοι με τις φυσικές τους διαφορές, τις περίεργές τους ή και απότομες μεταβολές, φαίνονται λογικό ακολούθημα της αλλαγής του τόπου, των ανθρώπων, των καιρών. Στην ψεύτικη παραλλαγή βλέπεις ολάκερο κομμάτι —ο παραποιητής διαλέγει το πιο όμορφο, και γι' αυτό πιάνεται ευκολότερα— όχι μεταπλασμένο κι αφομοιωμένο φυσικά, μα κολλημένο αδέξια, ανάμεσα στ' άλλα κοψίδια του ξένου τραγουδιού. Κι έρχεται αμέσως η ανακάλυψη· το νέο τραγούδι φτιάστηκε χοντρικά σε πολύ κατοπινούς καιρούς, όταν η κοινωνική επαφή διάδωσε και το λαϊκό τραγούδι, και μάλιστα όταν οι τυπωμένες συλλογές λαϊκών τραγουδιών γενήκανε γνωστές και πρόχειρες στον κάθε διαβασμένο. Υπάρχει όμως και τρίτο, πιο τεχνητό, είδος ψεύτικων παραλλαγών, όπου ο μάστορης μεταπλαστής ζυμώνει με την ύποφτή του τέχνη δυο ή περισσότερα τραγούδια, κι απ' αυτά βγάνει άλλο. Η ανάκριση όμως η επιστημονική κι αυτόν τον πιάνει, έννοια του...

 

 

 

αρχή

 



 

Κύκλοι Ρουμελιώτικων τραγουδιών.— Κολοκοτρωναίικος ποιητικός κύκλος. — Ανάλυση των τραγουδιών αυτού του κύκλου. — Άλλα ιστορικά τραγούδια του Μοριά. — Συστηματική αντιγραφή και πλαστογραφία. — Γενική προσπάθεια ποιητικού εξηρωισμού. — Ποιοι οι πλαστογράφοι και ποια τα έργα τους.

 

Από της Ρούμελης τα τραγούδια ο Αντρουτσαίικος κύκλος, ο αφιερωμένος στο Γιώργο Αντρούτσο, φαίνεται να ‘ναι ο πλουσιότερος, αφού όλα-όλα είναι 13 (στη συλλογή του Passow), [βλ. εδώ] απ’ αυτά όμως μερικά φαίνονται πλαστά ή χαλασμένα από χέρι λογιότατου, ή και συχυσμένα με άλλα. 23 Τα από την «Πανδώρα» δανεισμένα στη συλλογή Passow, σελ. 30, 32, 37 πλαστά, σελ. 33, 36 μιχτά. Της «Πανδώρας» ο ανώνυμος συλλέχτης έχω την ιδέα πως είναι ο ίδιος που δημοσίεψε και τις περισσότερες Κολοκοτρωναίικες παραλλαγές, δηλ. ο Λελέκος. Αυτός γέμισε το περιοδικό με ψεύτικα ή μισοψεύτικα τραγούδια. Θα τα ξαναπούμε πιο κάτου γι' αυτόν. Όσο για τα τραγούδια του Αντρούτσου, από τα 13 που μέτρησα στον Passow, πολύ λιγότερα θα μπορούσανε να βγούνε γνήσια, κι απ’ αυτά είναι ζήτημα αν θα βρίσκαμε γνήσιες παραλλαγές ενός μοναχά τραγουδιού. Καθώς είπα και πιο πάνου, του ίδιου τραγουδιού παραλλαγές σε στενή τοπική περιφέρεια δε γίνονται, κι αν γίνανε για μια στιγμή, χωνευτήκαν η μια μέσα στην άλλη. Ως για τον Κατσαντωναίικο κύκλο (13 είναι κι αυτά στη συλλογή Passow), [βλ. εδώ] μ' όλο που οι Κατσαντωναίοι ήτανε πολλοί και διαλεχτοί, είχαν και ξεχωριστή δράση, τα λίγα τραγούδια που μοιάζουνε μεταξύ τους (σελ. 78-79) δεν είναι παραλλαγές, αλλά προσκολλήματα από ένα σ' άλλο τραγούδι, όλα όμως είναι γνήσια αντιγραμμένα από το Γερμανό Ουλερίχο, τα περισσότερα. Ο ύποφτος παραποιητής της «Πανδώρας» δεν πρόσφερε τον ψεύτικο έρανό του εδώ. Των Μπουκουβαλαίων τα τραγούδια (8 όλα-όλα βρίσκονται στον Passow, σελ. 6-11) [βλ. εδώ] είναι διάφορες αντιγραφές δυο ή τριών μοναχά τραγουδιών, που η κακή μνήμη των υπαγορευτών τα πολλαπλασίασε, αφού τα 4 απ’ αυτά, αναφερόμενα στη μάχη του Κεράσοβου, φαίνονται όχι παραλλαγές, παρά μεταγραφές ενός μοναχά τραγουδιού με προσθήκες μνημονικές από άλλα. Το στη σελ. 8 [βλ. εδώ] τραγούδι είναι κακή υπαγόρεψη τραγουδιού αληθινού. Ο γ'. στίχος του «οι Αγραφιώτ' είναι κακοί, κι είναι όλοι πολίται» πρέπει να διορθωθεί: «Οι Αγραφιώτες είν' κακοί, κι είν' όλοι τους Πολίτες». Από μια περιφέρεια του Καρπενησιού, Πολιτοχώρια, ζούσανε στην Πόλη έμποροι, επαγγελματικοί μετανάστες, κι ήτανε δυνατοί κοντά στην Πόρτα· αυτοί κατατρέχανε τους Κλέφτες, με την επιρροή τους. Δεύτερο περίεργο δίστιχο, που το μιμήθηκαν πλαστοποιητές και το κολλήσανε σε τραγούδια Κολοκοτρωναίικα, είν' αυτό: «Και σκούζουν, βάζουν τ' άδικο από τον Μπουκουβάλα / ο Γιάννης είναι βασιλιάς κι ο Κώστας είν' βεζίρης». Βάζουν = βοούν, φωνάζουν. Τέλεια πλαστός είναι ο στίχος: «Που Λουτρακιώτες τριανταδυό πήραν και τριανταέξι»· η θέση που έχει το ρήμα δείχνει το χέρι του λογιότατου, που ενδιαφέρεται να προσθέσει μια γνωστή του λεφτομέρεια. Έξω απ’ αυτές τις παρατηρήσεις που κάνω, το τραγούδι είναι από τα πιο όμορφα. Το κατόπι τραγούδι, στη σελ. 9, είναι άθλια χαλασμένο με προσθήκες και ρίμες από χέρι λογιότατου, του Ζαμπέλιου. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τα περισσότερα Αρματολικά, που τα καταγράψανε λογιότατοι,

Περίεργο είναι λοιπόν πόσο των πιο περίφημων Αρματολών της Ρούμελης τα τραγούδια είναι λιγοστά, αφού στη συλλογή του Passow τρία η τέσσερα μοναχά αναφέρνονται στους Κοντογιανναίους (Passow, σελ. 54-57, 98). Κι απ' αυτά όμως πέρασε το χέρι του λογιότατου, και μοναχά το τραγούδι της Κοντογιάνναινας, [βλ. εδώ] τραγούδι εξαίσιο, έμεινε ανέγγιχτο, αν και πρώτος το δημοσίεψε ο Ζαμπέλιος· το της σελ. 56 είναι το περισσότερο χαλασμένο, αυξημένο και με ιστορικές λεφτομέρειες και με προσθήκες απ’ άλλα, αφού ανατυπώθηκε από την «Πανδώρα». Κληρονομικό Αρματολίκι σαν των Κοντογιανναίων, σαν τόσα άλλα Αρματολίκια που βαστούσαν αιώνες, η λαϊκή μούσα δεν κρίνει άξιο να του τραγουδήσει τα πολεμικά μεγαλεία του, τις παλικαριές, τον πλούτο και τη λάμψη των αρμάτων, παρά μοναχά άμα λαβαίνει αφορμή από κάποιο πολεμικό περιστατικό, πόλεμο είτε θάνατο, να την κεντρίσει, τότε παίρνει αγέρα και φτερό. Μέσα στα Κλέφτικα είτε Αρματολικά τραγούδια σπάνια πάλι γίνεται λόγος για κανένα άλλο παλικάρι του «ταϊφά», έξω από τον καπετάνο. Είναι λοιπόν αληθινή Ρουμελιώτισσα, αυστηρή και περήφανη, η λαϊκή Μούσα, και δεν καταδέχεται θα βγει από την ακινησία της παρά από περιστατικά που έχουν τη δύναμη να κινήσουν την καρδιά κάθε αυστηρής γυναίκας, λοιπόν από τον θάνατο συχνότερα, παρ' από τη χαρά. Γι' αυτό και η μουσική των τραγουδιών είναι θλιβερή, αφού την εμπνέει η ζωή που χάνεται, τα νιάτα που περνάνε, η ομορφιά που ο θάνατος την παίρνει· γι' αυτό και τα περισσότερα Αρματολικά και Κλέφτικα είναι μοιρολόγια των ηρώων που σκοτώνονται παρά τραγούδια.

Η ποιητική αυτή λιτότητα στην ποίηση την ηρωική της Ρούμελης, με τους τόσο φτωχικούς ποιητικούς της κύκλους, —και μ’ όλο τον απέραντο πλούτο της, στο σύνολο— δε βρίσκεται καθόλου στον κύκλο τον Κολοκοτρωναίικο. Ο μακαρίτης σοφός Ν. Γ. Πολίτης δημοσίεψε όλα-όλα 73 Κολοκοτρ. τραγούδια. Σ' αυτά μέσα δε φαίνονται μοναχά ο Κωσταντής, ο Θοδωράκης, ο Γιαννάκης, όπως είναι φυσικό σε κάθε γνήσιο λιτό τραγούδι, μα επιμένουν τα τραγούδια αυτά και καλά να μας μιλάνε και για τον Γιώργα και τον Γιωργακλή, για τον Κουντάνη και για τον Αντώνη, Αποστόλη, Θανάση, και κάποιο Λαμπράκη. Κι όλοι αυτοί αναφέρνονται με το βαφτιστικό τους όνομα μοναχά, χωρίς το «Κολοκοτρώνης». 24 Από τις εκατοντάδες τα Κλέφτικα τραγούδια της Ρούμελης, δεν πιστεύω και τρεις φορές ν' αναφέρνονται ανώνυμοι ήρωες, με τ' απλό τους όνομα, π.χ. Γιώργος ή Γιάννης· κι εδώ, στα Κολοκοτρωναίικα, δεκάδες φορές πάνε-κι έρχονται τα βαφτιστικά των Κολοκοτρωναίων, κι απ’ αυτά πολύ λιγότερο αναφέρνεται ο Κωσταντής, ο αρχηγός και πιο σημαντικός τους. Φανταστείτε τώρα τι θα γινότανε στα Ρουμελιώτικα τραγούδια, αν ο λαϊκός ποιητής αποφάσιζε ν' αναφέρνει όλα τα ονόματα από τις πολύκλαδες οικογένειες τόσων Αρματολών. Το πλήθος αυτό των Κολοκοτρωναίικων τραγουδιών —παραλλαγές είναι το ένα του αλλουνού τα περισσότερα— δεν έχουνε θέμα, κατά τον νόμο του ηρωικού τραγουδιού που έβαλα πιο πάνου, μάχη, νίκη, θάνατο, χαρά ξεχωριστή που ξεσπάει σε τραγωδία, ερωτικό τραγικό επεισόδιο, ή άλλα ανάλογα περιστατικά, παρά καταγίνονται μ’ άνεση και με καμάρι σε περιγραφές της λεβεντιάς, του πλούτου των όπλων, σ' αυτάρεσκους διαλόγους, περηφάνειες, κινήματα πολεμικά, παραμονές της μάχης —και μάχη πουθενά· μάχες θέλω να πω ιστορικές, με τα τοπωνυμικά τους, όπως αναφέρνονται σ' αμέτρητα Ρουμελιώτικα τραγούδια. Ακόμα κι ο χαλασμός των Κολοκοτρ. δεν αναφέρνεται σαν κάτι τραγικό, όπως κι ήτανε, παρά μοιράζεται σε σκηνές, ενώ και το πεζό περιστατικό της φυγής του Θοδωράκη στη Ζάκυθο τραγουδιέται κι αυτό, αντιποιητικά, σε πολλές παραλλαγές. Το σύνολο των αμέτρητων αυτών παραλλαγών του όλου κύκλου, αν ήτανε γνήσιες, θα ήταν απίστευτο να τις είχε γεννήσει μια μόνη τοπική περιφέρεια του Μοριά, αν και τα περισσότερα από τ' «ανέκδοτα» αυτά τραγούδια τα δώσανε στον Πολίτη Γορτύνιοι, κι αυτός σημειώνει τα ονόματά τους. Γενικά, από το διάβασμά τους βγαίνει μια περίεργη εντύπωση, σαν οι λαϊκοί ποιητάδες που τα πλάσανε, να μη ζούσανε στον καιρό των τραγουδιών τους, η φαντασιά τους να μην άρπαξε την έμπνεψή της επί τόπου και καιρού, σαν το πρώτο άκουσμα που έφτασε στ' αφτιά τους να μην ήτανε παρθενικό, απ’ αυτήκοο ή αυτόπτη· γι' αυτό και η αγνή εντύπωση, που χτυπάει αστραφτερά στη φαντασιά και γεννάει του ποιητή την πρώτη συγκίνηση, δε φαίνεται ούτε αποδίνεται σε κανένα απ’ αυτά τα τραγούδια. Λείπει απ’ αυτά ο αγέρας ο ποιητικός, μα κι ο πολεμικός· ο ποιητής δημιουργεί (!) στα καλά καθούμενα, και οι ήρωες των τραγουδιών του, μέσα στη δράση τους, είναι τόσο ειρηνικοί όσο κι ο ίδιος εκείνος.

Θ' αναλύσω καθένα από τα τραγούδια αυτά πιο κάτου. Εδώ όμως είναι ανάγκη να βεβαιώσω και πάλι πως ο γενικός χαραχτήρας των Κολοκοτρ. τραγουδιών είναι άψυχος, άκαρδος, ασήμαντος· ο ποιητής διηγιέται χωρίς εκείνη την ορμή, που γεννάει το βουνίσιο ηρωικό τραγούδι, με την εικόνα τη θαμαστή, τον στίχο τον αθάνατο. Ο ποιητής δίνει σημασία σε ταπεινά και σε πεζά περιστατικά· φαίνεται σα να μη θέλει ν' αφήσει να του ξεφύγουν κάποια μάταια περιττά πράματα. 25 Και το χειρότερο απ' όλα, πολλά από τα τραγούδια αυτά είναι καυκησιάρικα, σα να καμαρώνουνε τα ίδια για τους ήρωές τους και τις χάρες τους. Τα καυκήματα τούτα δεν είναι αντιποιητικά μοναχά, μα είναι κι ανιστόρητα. Π.χ. το καμάρι των Κολοκοτρωναίων, άμα μπαίνουνε στην εκκλησιά καβάλα, ποτέ δε θα το βρείτε σε Ρουμελιώτικο τραγούδι· ποτέ Ρουμελιώτης καπετάνος δε θα καμαρώσει για τα πλούτη του. Το καμάρωμα τούτο είναι γυναίκειο ιδίωμα. Τελειώνοντας, θέλω να κηρύξω όλα αυτά τα τραγούδια πλασμένα μεταγενέστερα, δηλ. μετά την Επανάσταση του 1821. Τραγούδια όμως που ποιήθηκαν όχι σύχρονα με τα πράματα που τα εμπνέψαν, τα τραγούδια αυτά δε μπορεί παρά να μην είναι γνήσια.

Ο βουνίσιος Μοριάς έχει πλούσια λαογραφία, ωραιότατη λαϊκή ποίηση, και είναι φυσικό τ' απορεί κανείς γιατί τα Κολοκοτρ. τραγούδια, που τα σύναξε από πολλά χέρια —όχι καθαυτό στοματικές πηγές— ο Πολίτης, είναι τόσο φτωχικά στην έμπνεψη και τους λείπει ο αντρίκιος εκείνος αγέρας, που ξεχωρίζει τους βουνίσιους τσοπάνικους λαούς, καθώς ξεχωρίζει και τον βουνίσιο Μοραΐτη. Το ηρωικό τραγούδι δε μπορεί κι αυτό παρά, ως φαινόμενο κοινωνικής κατάστασης, να είναι πιστός καθρέφτης της αντρικής ζωής ενός τόπου. Η ζωή πάλι αυτή, η χαρά του πολέμου, η καταφρόνια του θανάτου, τ' αντίκρισμα του κιντύνου, τ' άφοβο ξεσυνέρισμα, τα νιάτα τ' άγουρα που βιάζονται να μοιάσουν των αντρών, όλη τέλος η ζωή ενός λαού δοκιμασμένου στους αγώνες των αιμάτων, από γενιές σ' άλλες γενιές, δε μπορεί αλλιώς να ξεφανερωθεί, παρά με το ηρωικό τραγούδι. Σύφωνα μ' αυτόν τον συλλογισμό, αν τα Κολοκοτρ. τραγούδια ήταν αληθινά, δηλ. πλασμένα στον καιρό τους, η ηρωική ζωή που περιγράφουν πρέπει να ήταν πολύ πλαδαρή, και λοιπόν όχι άξια να δημιουργήσει ποίηση ανώτερη από τη δύναμή της. Αν πάλι η πολεμική ζωή των βουνών του Μοριά ήταν όχι όπως την περιγράφουν εκείνα τα τραγούδια, αλλά πολύ ακόμα περισσότερο λαμπρή, τότε είναι ν' απορεί κανείς πως το ποιητικό της άνθισμα βγήκε τόσο φτωχικό. Τέλος, η Κολοκοτρ. ποίηση ή είναι κατώτερη από την ηρωική ζωή του Μοριά, και τότε είναι πλαστή, ή η ζωή εκείνη ηρωική δεν ήτανε, και τότε πάλι η ποίηση της είναι πλαστή. Τη διπλή τούτη απορία την προβάλλει το ζήτημα των Κολοκοτρωναίικων τραγουδιών.

Θα ξετάσω τα τραγούδια αυτά κατά τη χρονολογ. σειρά που δημοσιεύτηκαν. Μέσα στη λαογραφική έρευνα που θα κάμω δε θ' αποφύγω και την ιστορική πλευρά, που παρουσιάζει αυτό το ζήτημα. Αρχίζω από την πιο παλιά συλλογή δημοτ. τραγουδιών. Ο Fauriel δε δημοσιεύει κανένα Κολοκοτρ. τραγούδι. 26 Το πρώτο που δημοσιεύτηκε, γραμμένο κατά τα 1822, και πρώτος το τύπωσε ο Passow (σελ. 176), το είχε δώσει ο (Μιχ.) Σκινάς στον Βαβαρό Θίρσιο. 27

Πολλή μαυρίλα φαίνετ' απ’ τους Κολοκοτρωναίους,
όταν πάνε στην εκκλησιά, να παν να προσκυνήσουν
με τα σπαθιά τους τα χρυσά, τα πόσια τα σημένια.
Να κι ο Γιαννάκης μίλησε και του Γιωργάκη λέγει·
— «Τούτα τα ζέφκια πόχομε σε λύπη θα μας έρθει.»
— Τ’ είναι, Γιαννάκ', αυτά που λες και τ’ είν' αυτά που κρένεις;
Ποτέ δεν επατήθηκεν ο πύργος της Λαρίσσας(;),
γιατ' έχει άντρας δυνατούς και πολλ' αντρειωμένους.»
Μιλεί το καραούλι τους και λέει των αλλωνώνε·
— Πολλή μαυρίλα φαίνεται κάτω στον Μέγα λάκκο,
Παιδιά χαζιρευθήκετε, πιάστε τα μετερίζια·
τι σήμερ' είναι πόλεμος, σήμερα θα χαθούμε.»

Το τραγούδι αυτό το ‘βαλε στο χαρτί άνθρωπος, που φαίνεται σα να θυμάται άκρες-μέσες από Κολοκοτρ. τραγούδια, και γι' αυτό μοιάζει σα συγκολλημένο από διάφορους στίχους άλλων τραγουδιών, ενώ σύχρονα κι οι στίχοι αυτοί φαίνονται ύποφτοι, πλαστοί. Ο πρώτος ή είναι πλαστός, ή απ’ άλλο τραγούδι βγαλμένος (Ρουμελ. τραγούδι «πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα»). Απότομα ύστερα με το β' και γ' στίχο —ο β' χειρότερος από τον γ'— βρισκόμαστε σ' άλλο τραγούδι. Τα πόσια ο αντιγραφέας δεν ξέρει τι είναι, αφού τα κάνει ασημένια· είναι είδος σαρίκι, που, κατά μίμηση των Τούρκων, μ' αυτό πολλοί Κλέφτες δένανε το φέσι τους στο κεφάλι· ως ύφασμα μπορούσε να είναι και μεταξωτό ή χρυσόφαντο, όχι όμως ασημένιο. Το λάθος αργότερα διορθώθηκε, και γίνηκε «πόσια χρυσά» στο περίφημο τραγούδι «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά». 28 Με το δ' γίνεται φιλάρεσκη μνεία του Γιαννάκη και του Γιωργάκη για ν' ακολουθήσει διάλογος. Γιαννάκης είναι ο περίφημος Κλέφτης, αδερφός του Θοδωράκη. 29 Στο ζ' η φράση «ο πύργος της Λαρίσας» τίποτε δε λέει· ο Πολίτης διορθώνει Καστάνιτσας, γρ. Καστάνιας για να πάει το μέτρο. Στο θ' το τοπωνυμικό «Μέγα Λάκκο» είναι απλό φιλολογικό συμπλήρωμα. Στον πιο κάτου στίχο η ανύπαρχτη λέξη «χαζιρευτήκετε» είναι παραγέμισμα του στίχου κλπ. Το σύνολο είναι βιαστικό ανακάτωμα από κάθε λογής αταίριαστα στοιχεία. Φωνάζει μοναχό του την πλαστότητά του.

Δεύτερο στη σειρά έρχεται το τραγούδι του Μέτζ-Αράπη, δημοσιεμένο από τον Φραντζή στα 1839 (Α', σ. 25 σημ.). Το 'βαλα κι εγώ πιο πάνου. 30

Καλά ήσουν, Μέτζο, στα βουνά, καλά και στην Ακράτα,
τι χάλευες, τι γύρευες στον κάτου τον Αϊ-Γιώργη,
να σε σκοτώσουν άξαφνα οι Κολοκοτρωναίοι,
μαζί με τους συντρόφους σου και με τα παλικάρια;
— Εγώ κλέφτες δε σκιάζουμαι και Κλέφτες πάγω να βρω.
Μια μπαταριά του δώσανε μ’ εξήντα δυο κομμάτια,
κι εκείνος το σπαθ’ έβγαλε κι απάνω τους εχύθη.

Του τραγουδιού αυτού οι δυο πρώτοι στίχοι είναι μίμηση από Ρουμελιώτικο· από τον γ' στίχο και κάτου το ποίημα είναι κατασκεύασμα υστερόχρονο. Ο Μέτζ-Αράπης σκοτώθηκε σε καρτέρι (ενέδρα) από τον Κωσταντή Κολοκοτρώνη κατά προσταγή του πλούσιου σπαή της Κόρινθος Χαλίλμπεη. Λοιπόν, μίση περασμένα δεν υπήρχαν ανάμεσα στον Μέτζο και τον Κάπο της Κόρινθος Κωσταντή, για να έχει λόγο ο καυκησιάρικος αυτός στίχος, που αναθέτει το κατόρθωμα στους «Κολοκοτρωναίους». Ο δ' με τις ταυτολογίες του φαίνεται καθαρά όχι μοναχά πλαστός, μα και κακόπλαστος. Ο ε' πλαστός κι αυτός, με τις ταυτολογίες του, παρασταίνει πως ο Μέτζος είχε πόλεμο με τους Κλέφτες, σα μπουλούκμπασης της επαρχίας. Όμως, ο θάνατός του έγινε από τον ειρηνικό Κάπο της ίδιας επαρχίας σε στιγμή που ο Μέτζος δεν το περίμενε. Είναι λοιπόν και ιστορικά ο στίχος λαθεμένος. Ο στ' με τα εξήντα δυο «κομμάτια του», σα να μέτρησε ο ποιητής τα βόλια που ήτανε μες τα ντουφέκια...Ο πόλεμος γινότανε με βόλια· τα «κομμάτια» χρησιμεύανε για το χοντρό κυνήγι, και μ' αυτά δε γεμίζονται ποτέ ντουφέκια πολεμικά, αλλά όπλα του κυνηγιού. Η λέξη λοιπόν «κομμάτια» είναι νεολογικός αναχρονισμός. Ο τελευταίος στίχ. ζ', σαν πεζότατος που είναι, δεν μπορεί παρά κι αυτός να είναι πλαστός.

Τρίτο έρχεται το τραγούδι που δημοσιεύτηκε από τον Τερτσέτη (Αυτοβιογρ, του Θ. Κολοκοτρ., 1846, σελ. 261. 31

Εμαραθήκαν τα βουνά, μαράθηκαν κι οι κάμποι,
μαράθηκεν η Καστανιά, ο πύργος της Καστάνιας
που 'χε τους κλέφτες τους πολλούς τους Κολοκοτρωναίους,
που πήγαιναν στην εκκλησιά τ' ασήμι φορτωμένοι,
τ' ασήμι και το μάλαμα και τα σπαθιά ζωσμένα.
Κι εβγαίναν κι εκουβέντιαζαν στης Εκκλησιάς την πόρτα.
Κι ο Κωσταντής τούς έλεγε κι ο Κωσταντής τούς λέγει:
«— Τούτ' η χαρά που 'χομε ‘μεις, θε να μας φέρει λύπη·
απόψ' είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμούμουν,
κι εκάηκε το πόσι μου κι η φούντα του σπαθιού μου,
το πόσι μου, η γυναίκα μου, κι η φούντα τα παιδιά μου.
Τούτ' η χαρά που ‘χομε ‘μείς θε να μας φέρει λύπη.»
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος και τον τσακάν τα γέλια·
«— Τι λες, κουμπάρε Κωσταντή και συ Κολοκοτρώνη;
Ποτέ δεν επατήθηκεν ο Πύργος της Καστάνιας,
Μάιτε πρωτά, μάιτε στερνά, μάιτε τωρά πατιέται·
μαειδέ βγάλτε τα μπαϊράκια σας και στήστε τα στον πύργο,
να βλέπει ο Καπετάν πασάς με τους Γαννιτζαραίους.»

Και το τραγούδι αυτό είναι πλαστό. Έχει υπόθεση την καταστροφή του Κωσταντή Κολοκοτρώνη στον πύργο της Καστάνιτσας, μέσα βαθιά στη Μάνη. Ο α' στίχ. είναι αντιγραφή Ρουμελ. τραγουδιού· στο β' στίχ. η φράση «μαράθηκεν η Καστανιά» είναι ανόητη. Τα μεγαλεία του πλούτου, στίχ. 3-6, των Κολοκοτρ. είναι κι αυτά ψεύτικα. Θα κάμω πλατύ λόγο πιο κάτου. Φτάνει εδώ μια μόνη παρατήρηση· μέσα στη Μάνη, η επίδειξη τόσου πλούτου θα ήτανε προσβολή στους Μανιάτες. Ο στίχος· «τούτ' η χαρά που ‘χουμ' εμείς...» ταιριάζει σε τραπέζι, ενώ οι Κλέφτες βρίσκονται στην εκκλησιά. Το όνειρο πιο κάτου είναι από το τραγούδι του Κατσαντώνη ταιριασμένο στη γυναίκα και στα παιδιά του Κωσταντή. Η επανάληψη του στίχου «τούτ' η χαρά κλπ.» είναι πολύ χαλαρή, την παραμονή τόσο τραγικής σκηνής, όπως ο χαλασμός του Κ. Κολοκοτρ. και του Παναγιώταρου. «Τ' ακούει ο Παναγιώταρος και τον τσακάν τα γέλια», στίχος πεζός, πλαστός, το ίδιο και οι τελευταίοι καυκησιάρικοι στίχοι, που μπαίνουν, ανάξια, στο στόμα του Παναγιώταρου. Γενικά ο ποιητής πηδάει, ανώμαλα, από την εκκλησιά σε γλέντι, παρασταίνει ως κέντρο τους Κολοκοτρωναίους στη Μανιάτικη Καστάνιτσα, και τους κάνει να καμαρώνουν περήφανα, ενώ είχαν καταφύγει στην προστασία και φιλοξενία του Παναγιώταρου. 32 Το ποίημα χωρίς άλλο δεν το ‘φτιασε ο Τερτσέτης, αν και (σελ. 262 του ίδιου βιβλίου) παραθέτει κι άλλο τάχα λαϊκό, ποίημα άνοστο κι ανόητο, του σαχλού Τσοπανάκου ίσως, που δε μπορεί να είναι γνήσιο, για την ανοστιά του. 33

«Σάββατο πλια στον πόλεμο
μες το Μοναστηράκι,
βάστα, μωρ’ Αλή-Φαρμάκη
με το Κολοκοτρωνάκι.
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή,
Κολοκοτρώνη Θοδωρή,
πολεμούν και πολεμάνε
και τους Τούρκους τους νικάνε»

Ο Τερτσέτης σύναζε και λαϊκά τραγούδια, μα είχε κι αυτός τη μανία να τα ζαβώνει. Στην «Πανδώρα» (Δ', 1853, σελ. 436) δημοσιεύει γνήσιο δημοτικό τραγούδι της Ρούμελης συμπληρωμένο με τρεις άθλιους στίχους δικούς του («Δες μη σκοτωθείς, μην πάεις σκοτωμένος / που θα σ' εύρω ‘γω διά ν' ανταμωθούμε κλπ.»). Τέταρτο έρχεται το δημοσιεμένο από το Λελέκο στην πρώτη του συλλογή, 1852, μίμηση πιστή του Ρουμελιώτικου, που τραγουδάει τα Τσαμόπουλα. Μιλώ πιο κάτου γι' αυτό.

Πέμπτο δημοσιεύτηκε από το Γενναίο Κολοκοτρ. στα 1856 («Ελλην. Υπομνήματα» σ. 627), και κάνει λόγο περί πολλών και διαφόρων και περί του θανάτου του Μέτζο-Χούσου. 34

Φερμάνι από τον βασιλιά κι απ’ τον αφέντη μπέη,
τ’ ακούτε, σεις η Κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι,
να βγείτε να φυλάξετε τούτο το καλοκαίρι,
τ' εβγήκε ένας δερβέναγας και κυνηγάει τους Κλέφτες,
με χίλιους μπράβους 'πό μπροστά, με χίλιους από πίσω,
μπροστά πηγαίνει ο Κυριαζής, γαμπρός του Σκαλτσοδήμου
και παραπίσ' ο Κωσταντής κι ο Γιάννο-Ρουμελιώτης.
Πήγαν κι απαντηθήκανε στον κάμπο, στον Αϊ-Γιώργη,
και τούρκικα τον χαιρετάει και τούρκικα του λέει:
«— Σελάμ αλέκιουμ, Μέτζο μου, καλώς τον τον Μπεκιάρη·
— Μπεκιάρη, πώς εγλίτωσες απ’ τον Κολοκοτρώνη;
Μου είπαν «τι πάει του φονιά» που είχε το γύρισμά του,
Ο Κυριαζής εφώναξε από το μετερίζι:
«— Γιουρούσι κάμε, Κωσταντή, σε φτουν τον παλιό-Μέτζο.
Τότε ελάμψαν τα σπαθιά στου Μέτζου το κεφάλι.
Ιω. Θ. Κολολοτρώνη, «Ελλην. Υπομνήματα», `856, σελ. 627)

Από τ' ασυνάρτητο αυτό ανακάτωμα τι μπορεί να βγει; Φερμάνι από το βασιλιά και τον μπέη (!) της Κόρινθος στους Κλέφτες, σα να θέλει να τους ειδοποιήσει να φυλαχτούν από τον ντερβέναγα, ενώ πιο κάτου φαίνεται πως ο ντερβέναγας (Μπεκιάρης = Άρβανίτης μπεκτασής) κυνηγάει τον Μέτζο. Και προς το τέλος του τραγουδιού ο Μέτζος δε σκοτώνεται από τον ντερβέναγα, αλλά από τον Κωσταντή Κολοκοτρώνη. Την ασυναρτησία του τραγουδιού την κάνουνε χειρότερη τα διάφορα περιστατικά άμα τ' αναλύσει κανείς. Ο α' στίχ. μιλεί γι' ανύπαρχτο φερμάνι, παρασταίνει ακόμα πως κι ο μπέης έβγαζε φερμάνια, ο β' καυκησιάρικος —τα παινέματα των Κολοκοτρωναίων δε λείπουν ποτέ απ’ αυτής της λογής τα πλαστά τραγούδια— στον γ' στίχο φαίνονται οι Κλέφτες να φυλάνε σα να είναι Αρματολοί. Ο δ' ολάκερος είναι παρμένος από Ρουμελ. τραγούδι. Επί Αλήπασα οι ντερβεναγάδες κυνηγούσαν τους Κλέφτες, όμως στον Μοριά τους κυνηγούσαν οι μπουλουκμπασήδες. Ντερβεναγάδες στον Μοριά, ασήμαντοι, φυλάγαν τα στενά (ντερβένια), καθένας χωριστά. Ο ε' στίχος μιλεί για «μπράβους», λέξη άγνωστη και στον Μοριά και στη Ρούμελη. Πιο κάτου ανακατεύονται Κλέφτες Ρουμελιώτες, στους στ’-ζ' στίχους, που σημαίνει αντιγραφή από Ρουμελ. τραγούδι. Από τους στίχους η'-θ' δε βγαίνει ποιος μιλάει και χαιρετάει τούρκικα, ενώ και ντερβέναγας και Μέτζος ήταν Αρβανίτες. Ο ι' στίχος είναι παρέμβλημα καυκησιάρικο από τα συνηθισμένα· του ια' στίχου η φράση πρέπει να διορθωθεί «πως πάει στου Φονιά» (τον κάμπο), και πάλι όμως ο στίχος μένει χωρίς νόημα κλπ.

Έχτο δημοσιεύτηκε από το Γενναίο («Ελλην. Υπομν.» σ. 629. 35

Τι έχουν της Μάνης τα βουνά οπού είναι βουρκωμένα;
Καν ο βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε.
Μηδέ ο βοριάς τα βάρεσε, μηδ' η νοτιά τα πήρε,
παλεύει ο Καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει ο Αλήμπεης η αρμάτα του πελάγου.
Στην Άρια που ‘ριξε τ' ορδί διαβάζει το φερμάνι.
«— Ποιος είν' ο Παναγιώταρος, ποιον λεν Κολοκοτρώνη;
Να 'ρθουν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε.»
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του φάνη.
«— Δεν προσκυνούμε Αλήμπεη, ο νους σου μη το βάνει.
Τ' άρματα δεν τα δίνομε, ραγιάδες να γενούμε,
παρά θα γίνει πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια.»
Κι ο Αλήμπεης σαν τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη.
δώδεκα ημέρες πολεμάει με τόπια με ντουφέκια·
την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
καρσί στον πύργο τα ‘βαλαν, τον πύργο να χαλάσουν.
Βλέπουν τον πύργο κι έτρεμε και ήθελε για να πέσει.
Κι οι κλέφτες επλακώσανε και τα νησιά γεμίσαν.
Κι οι Μπαρδουνιώτες παν κοντά, που ξέρουν τα γιατάκια.
Στη Μάρω (;) δεν επήγανε, στην Πάρο και στη Λάρισσα (;)
που ήταν ο Παναγιώταρος κι ο Γιάννο-Ρουμελιώτης.
Πουλάκι επήγε κι έκατσε στην έρημη Καστάνια·
δεν εκελάηδει σαν πουλί, μήτε σα χελιδόνι,
μόν' εκελάηδει κι έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα:
«Πολύ κακό που πάθανε οι Κολοκοτρωναίοι,
που τους εσκλάβωσ' η Τουρκιά, του Αλήμπεη τ' ασκέρι,
την ταπεινή Αναγνώσταινα την πήραν οι Λαλιώτες,
τη δόλια τη Γιωργάκαινα την παν στην Καλαμάτα,
και η Κωσταντού ήταν πονηρή κι ενδύθηκε τ' αντρίκια,
πήρε το αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,
και με τους άνδρες έσμιξε και πάει τη μέσα Μάνη,
κι Αλήμπεης που τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη:
«—Δεν είχα Τούρκους εδικούς, δεν είχα παλικάρια,
Για να την πιάσουν ζωντανή...»
(Ιω. Θ. Κολοκοτρώνη, «Ελλην. Υπομνήματα», Αθήνα 1856, σ. 629).

Το τραγούδι αυτό είναι όλο ψεύτικο· παραγέμισμα πλαστό του τραγουδιού που δημοσίεψε ο Τερτσέτης στην Αυτοβιογρ. του Γέρου, χαλαρή διήγηση της πολιορκίας και καταστροφής του πύργου της Καστάνιτσας, με στίχους συχνά πεζότατους και με προσθήκες αρκετών περιστατικών της καταστροφής· αυτά τα περιστατικά, με τα περίεργα τοπωνυμικά τους, δεν τα ξέρουμε από καμιάν άλλη πηγή. 36 Έπειτα τα γνήσια τραγούδια δεν καταγίνονται σε λεφτομέρειες σαν αυτές· «την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βάλαν... —την ταπεινή Αναγνώσταινα την πήραν οι Λαλιώτες —τη δόλια τη Γιωργάκαινα την πάν' στην Καλαμάτα —και η Κωσταντού ήταν πονηρή και ντύθηκε τ' αντρίκια», κι άλλα τέτοια. Η φροντίδα που έχει το τραγούδι να μην παραλείψει τίποτε απ' όσα προσθέτουνε δόξα σ' άντρες μαζί και γυναίκες είναι ψυχολογική απόδειξη σπουδαία της πλαστότητας· η λαϊκή ποίηση η αληθινή δεν είναι δουλεύτρα καμιάς οικογένειας, ούτε καμιά γερόντισσα που να μολογάει τις δόξες του σπιτιού της. Έχουμε λοιπόν εδώ πλαστό ποίημα με κάποιες αληθινές ιστορικές λεφτομέρειες, ποίημα άχρηστο στη λαϊκή ποίηση και χρήσιμο, μπορεί, στην ιστορία. Ας ξετάσουμε περιστατικά την πλαστότητά του. Στίχ. α' «τ' έχουν της Μάνης τα βουνά οπού είναι βουρκωμένα» στίχ. κλεμμένος από Ρουμελ. τραγούδι· «τ' έχουν της Πάτρας τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα». Πάτρα = Υπάτη. Στίχ. ε' «στεριά παλεύει Αλήμπεης, η αρμάτα του πελάγου», ο στίχος αυτός και ιστορικά είναι ψεύτικος· οι πύργοι της Καστάνιτσας είναι στην καρδιά της Μάνης κι όχι κοντά στο πέλαγο. Με ποιον εκεί θα πάλευε η αρμάτα; Άλλο καίριο ιστορικό λάθος· η εκστρατεία περιγράφεται από το τραγούδι πομπώδικη, με διαβάσματα φερμανιών, με προσκαλέσματα σαν τον ζ' στίχου «ποιος είναι ο Παναγιώταρος, ποιον λένε Κολοκοτρώνη» κλπ. Η εκστρατεία είχε γίνει πολύ μυστική, απόδειξη πως οι κλεισμένοι πιαστήκαν ήσυχοι με τα γυναικόπαιδά τους. Άλλο στοιχείο αντιποιητικό, λοιπόν πλαστό, είναι τα καυκήματα του τραγουδιού· στίχ. α' «παλεύει ο Καπετάν Πασάς με τον Κολοκοτρώνη»· στίχ. ια' «τ' άρματα δεν τα δίνουμε, ραγιάδες να γενούμε»· κι ακολουθεί η πεζότατη συβουλή στον πολιορκητή «παρά θα γίνει πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια». Μέτρο δεν έχουν οι περιττολογίες σαν αυτή, στίχ. ιζ' «βλέπουν τον πύργο κι έτρεμε, και ήθελε να πέσει». Άλλος στίχος ιστορικά λαθεμένος είναι ο κι «και οι Μπαρδουνιώτες πάν’ κοντά, που ξέρουν τα γιατάκια». Εδώ δεν είν' ο λόγος για «γιατάκια» = τόπους όπου οι Κλέφτες υποθάλπονται, αλλά για πύργους ορατούς από μακριά, που δε θέλαν καλαούζο. Το όλο ποίημα είναι και γεμάτο τυπογρ. λάθη, με στίχους που δεν έχουν κανένα νόημα. Περίεργο είναι κι αυτό· ο Γενναίος βάνει μπρος από το ποίημα περιγραφή της πολιορκίας, μ’ ανακρίβειες σαν αυτή, πως οι Κολοκοτρωναίοι είχαν κατασκευάσει στην Καστάνιτσα «πύργους οχυρούς προς ασφάλιάν των· εκεί δε κατώκει... » —κι ο Παναγιώταρος! Πράματα τέλεια σφαλερά, σκόπιμα πλασμένα· οι πύργοι ήτανε του Παναγιώταρου Βενετσανάκη, σπίτι δυνατό της Μάνης, και η Καστάνιτσα ήταν η έδρα της «καπετανίας» αυτού του σπιτιού. Η Μάνη, καθώς ξέρετε, ήτανε χωρισμένη σε καπετανίες, διαίρεση παλιά στρατιωτική του τόπου. Για να βεβαιώσει λοιπόν ο Γενναίος την αλήθεια της πεζής περιγραφής του έβαλε και το πλαστό ποίημα, με σημείωση μπροστά· «επί της περιστάσεως ταύτης άδεται και το εξής άσμα»— που δεν άδεται ποτέ. Έτσι φαντάστηκε ο Γενναίος πως ο λόγος του έφτανε ένα ψεύτικο τραγούδι να το κάμει αληθινό. Περίεργο είναι πως κι ο Τερτσέτης βάνοντας στην Αυτοβιογρ. του Γέρου το άλλο πλαστό ποίημα, προσθέτει κι αυτός για το δικό του· «εις την περίστασιν ταύτην αναφέρεται το επόμενον τραγούδι» —κι ακολουθεί το τραγούδι που είδατε. Και πίστεψε κι ο Τερτσέτης πως ο λόγος του θα ‘κανε το θάμα να γυρίσει σ' αληθινό το ψεύτικο τραγούδι. Λαμπρή μα όχι τυχαία συνεννόηση.

Αρχίζει λοιπόν εδώ να γίνεται φανερή μια μεθοδική προσπάθεια κατασκευής πλαστών ηρωικών τραγουδιών, και η οικογένεια φροντίζει η ίδια γι' αυτής της λογής τη δόξα. Ο Γενναίος βέβαια, και να ‘θελε, δε θα ήταν άξιος να μαγειρέψει αυτά τ' ανάλατα φαγιά, όμως φαίνεται να ήταν ο πρωτοστάτης της δουλειάς, και μαστόροι ήταν από τη μια μεριά ο λόγιος και ποιητής της οικογένειας, ο Φαλέζ γιος του Γενναίου, κι από την άλλη ο Λελέκος. Καθώς είδατε πιο πάνου, από τα 1824, εποχή που βγήκε η συλλογή του Fauriel, ως τα 1880, καμιά τυπωμένη συλλογή, είτε ξένη είτε ντόπια, κι από τις τελευταίες αυτές καμιά συλλογή τραγουδιών της στεριανής Ελλάδος (Ιατρίδη -1859, Χασιώτη - 1866, Αραβαντινού - 1880) δεν έχει Κολοκοτρωναίικα τραγούδια. Ξαναλέω ακόμα πως μοραΐτικα τραγούδια δεν τραγουδηθήκανε ποτέ στη Ρούμελη. Όσο για τον Μοριά, η πρώτη σοβαρή καθαρά μοραΐτικη συλλογή γνήσιων τραγουδιών δημοσιεύτηκε στα 1862 («Πανδώρα» τ. ΙΓ', σ. 366) από 59 όλα τραγούδια, μερικά απ’ αυτά αναφερόμενα στην Κλέφτικη ζωή του Μοριά, άλλα επηρεασμένα από τη Ρούμελη και τα νησιά, συλλογή αγνώστου από τον Πύργο της Ηλείας. Η συλλογή λοιπόν αυτή δεν έχει κανένα Κολοκοτρ. τραγούδι. 37 Όσο για τα πλαστά, από τη χρονολογική κατάταξη κι ανάλυση που έκαμα πιο πάνου, δε φαίνονται πολλά, ούτε δημοσιεύονται συχνά ως τα 1856, εποχή που ο Γενναίος τύπωσε τα δυο τελευταία στα «Ελλ. Υπομνήμ.». Σ' αυτόν τον χρόνο κλείνει η πρώτη περίοδο της πλαστότητας. Ύστερα περάσαν χρόνια που δε φάνηκαν άλλα. Και φτάνουμε στα 1867. Ξαφνικά ένας καινούργιος πλαστογραφικός οίστρος πιάνει τους απογόνους και τους θαμαστές του Γέρου, και πρώτα απ’ όλους τον Φαλέζ και τον Λελέκο. Ο πρώτος δίνει το παράδειγμα (1867) μιας ποιητικής πλημμύρας από τραγούδια φανερά πλαστά, κι ακολουθεί ο Λελέκος (1868) με τα δικά του. Έρχομαι τώρα να ξετάσω αυτό το παράξενο φαινόμενο και να τ' ακολουθήσω από τη πρώτη του πηγή ως το ξεθύμασμά του.

 

 

 

αρχή

 



 

Πλημμύρα πλαστών Κολοκοτρωναίικων τραγουδιών. — Πλαστά τραγούδια έξω από τον Κολοκ. κύκλο. — Φαλέζ, ο αδέξιος παραποιητής. — Δελέκος, ο επιτήδειος παραχαράχτης. — Ανάλυση κι απόδειξη της παραποίησης και της πλαστότητας.

 

Ο Φαλέζ (Θόδ. Γενναίου Κολοκοτρώνης) έγραφε και «δικά» του, ας τα πούμε έτσι, ποιήματα, αρκετά άνοστα κι αυτά, ίσως ανοστότερα από τα πλαστά του, γιατί σκαρώνοντας αυτά τα τελευταία είχε υποδείγματα μπροστά του τα γνήσια λαϊκά των τυπωμένων συλλογών. Ένα από τα «δικά» του, την αρχή του μοναχά για οικονομία τόπου, διαβάζει εδώ ο αναγνώστης. Το δημοσίεψε ο Φαλέζ σε φυλλάδιο του («Το Τεκτονικόν Σφυρίον», Αθήνα, 1867, σελ. 63 38). Στο ίδιο φυλλάδιο, σ. 51, δημοσιεύει ο Φαλέζ το πρώτο αναγνωρισμένο δικό του πλαστό τραγούδι, αν και ο ίδιος βεβαιώνει πως είναι γνήσιο δημοτικό. 39

Ένα μεγάλο σύννεφο κι ένα κομμάτ’ ακόμα
στους κάμπους ρίχνει τα νερά και στα βουνά τα χιόνια·
δεν είναι χιόνια και νερά, μόν' είναι μαύρα δάκρυα,
που χύνει όλος ο Μοριάς για το φερμάνι που ‘ρθε:
«Τούρκοι, Ρωμαίοι στ' άρματα τους Κλέφτες να σκοτώστε,
τους Κλέφτες, τους Αρματολούς, τους Κολοκοτρωναίους».

Ο α' από τους ο αυτούς στίχους είναι από Ρουμελ. τραγούδι μεταπλασμένο άνοστα:
«Ένα κομμάτι σύγνεφο κι ένα κομμάτι αντάρα
ξεκόπη από τα Τρίκαλα και πάει κατά τη Λάρσα»,
το ίδιο κι ο β' στίχος είναι από το Ρουμελ:
«Διψάν οι κάμποι για νερά και τα βουνά για χιόνια
διψάει κι η δόλια η Αρετή...».
Οι παρακάτου στίχοι είναι όλοι πλάσματα του Φαλέζ και ιστορικά λαθεμένοι. Ο ίδιος γράφει κάπου αλλού πως Τούρκοι και Ρωμαίοι βοηθήσανε στον χαλασμό των Κολοκοτρ., και τότε από πού «τα μαύρα δάκρυα, που χύνει όλος ο Μοριάς», και πώς οι Χριστιανοί θα κάνανε τραγούδι γι' αυτόν τον χαλασμό; Καθώς είπα, το ιστορικό τραγούδι γίνεται πρώτα στην τοπική του περιφέρεια, τον τόπο της καταγωγής των ηρώων, κι έπειτα ξαπλώνεται μακρύτερα· μα είναι ανάγκη από ιστορική απόδειξη για να φανούν πλαστοί οι πεζότατοι αυτοί και καυκησιάρικοι στίχοι;

Με το δεύτερο φυλλάδιο του ο Φαλέζ («Ολίγα τινά περί στρατ. ανατροφής», 1876), μας μπάζει σ' ένα μεγάλον κύκλο πλαστών τραγουδιών, όπου φαίνεται καθαρά ο σκοπός του εξηρωισμού της οικογένειας, μιας ολάκερης δυναστείας από ήρωες. Σελ. 60-64 δημοσιεύονται 7 ολάκερα άνοστα και σαχλά τραγούδια. Τα δυο πρώτα έχουν υπόθεση τον Γιωργακλή, το γ' και δ' τον Κουντάνη, το ε' τον Γιάννη (ή Ζορμπά) και τα τρία τελευταία τον Θοδωράκη, όμως και τα εφτά πλαστά. Και πρώτα, Κολοκοτρώνης με τ' όνομα Γιωργακλής, δεύτερος με τ' όνομα Κουντάνης και τρίτος πάλι Γιώργας δε φαίνονται στην Αυτοβιογραφία του Γέρου, αλλά στις τελευταίες ύποφτες πηγές· ο Κουντάνης φαίνεται, πρώτη φορά, στο πλαστό χειρόγρ. του Ζαχαριά, ο Γιωργακλής, πρώτη φορά κι αυτός, γίνεται γνωστός από τον Γενναίο και τον γιο του Φαλέζ· και δε φτάνει ο Γιωργακλής, μα ο Φαλέζ τώρα φέρνει στη μέση και τον γνωστόν Κλέφτη με τ' όνομα Γιώργα· διαβάζοντας δηλ. βιαστικά την Αυτοβιογρ. του παππού του (σελ. 21) βρήκε «έναν καπετάν-Γιώργαν» (τον περίφημο Κλέφτη από τον Αετό της Τριφυλίας) και τονέ φαντάστηκε από το σόι του· μπορεί όμως κι έναν άλλο Γιωργάκη (σελ. 23 της Αυτοβιογρ.) που είναι αδερφός του Δημ. Πλαπούτα, αυτόν κι όχι τον πρώτο να τον πήρε για Κολοκοτρώνη. Αυτά τα ξήγησα στο ιστορ. μέρος της μελέτης. [βλ. εδώ] Απ' όλη τη σειρά Κλεφτών Κολοκοτρωναίων είναι αυτοί άγνωστοι στις παλιές αξιόπιστες πηγές, άγνωστοι κι από τον ίδιο τον Γέρο, και μένει αληθινός ο Γιάννης ο τραχύς κι ο Θοδωράκης κι οι άλλοι, που τους ξέρει η ιστορία. Και του Γιάννη όμως το τραγούδι, καθώς και τ' άλλα των αλλουνών, ακόμα και τα τελευταία του Θοδωράκη, όλα, καθώς είπα, είναι σκαρώματα άτεχνα του Φαλέζ. Θ' άξιζε για την περιέργεια του αναγνώστη να τα ξετάσω εδώ κι από τις δυο τους μεριές, τη λαογραφική και την ιστορική, όμως ο τόπος δε χωρεί για τόσο περιστατική μα και κουραστική δουλειά. Από τα τραγούδια αυτά ο Φαλέζ, καθώς θα δείτε πιο κάτου, ξανατύπωσε μερικά με διαφορές, και κάνω λόγο γι' αυτές, άλλα πάλι τα πήρε ο Λελέκος ή ο Παπαζαφειρόπουλος, και τα ξαναδουλέψανε. Δίνω εδώ όμως από τα τραγούδια αυτά μερικούς στίχους, κι απ’ αυτούς ο αναγνώστης ας φανταστεί το υπόλοιπο. Στο α' μιλεί ο Θοδ. Κολοκοτρ.:
«Όλοι, παιδιά, να ‘ρθείτε εδώ, όλοι οι καπεταναίοι
να σας ειπώ τι άκουσα απόψε που κοιμόμουν...
Λάλησ' ο κούκος δυνατά, κι Αύγουστος είν' ο μήνας
και μοιρολόγι έλεγε πως οι αητοί τα όρνια
θα φαν κεφάλια διαλεχτά κι Αρματολών κουφάρια...
Ελάτε να χωρίσουμε, να γίνουμε μπουλούκια
εγώ θα πάω στη Ζάκυθο από το μονοπάτι (!)
και σεις κινάτε σκορπιστοί, κι από κοντά να ‘ρθείτε».

Το β' μιλεί για τον Γιωργακλή:
«Ο Γιωργακλής με τ' άτι του δε συλλογιέται βράχους
στους κάμπους μοιάζει αστραπή, δελφίνι στα ποτάμια»(!).
Οι πιο κάτου 11 στίχοι είναι χειρότεροι. Ακολουθεί κι άλλο στον Γιωργακλή· για την παραλλαγή του από τον Παπαζαφειρόπουλο —πλαστή από πλαστό— λέω λίγα πιο κάτου. Ακολουθούνε δυο του Κουντάνη· το α' μιλεί για την ερωμένη του Κουντάνη Θοδώρα και για τους ηρωισμούς του. Φτάνουνε τρεις στίχοι να δείξουν το σύνολο:
«Θα σφάξω όλο το χωριό, αν την παντρέψει μ' άλλον...
Άμα εμπήκαν στο χωριό, τον πρόδωσαν στους Τούρκους...
Μαζώχτηκαν σε σύναξη και κάνανε κουβέντα...».
Και το β' του Κουντάνη είναι πλαστή παραλλαγή του πλαστού, που πρώτος το δημοσίεψε ο Passow και που τ' ανάλυσα πιο πάνου.

Ακολουθεί ολάκερο το αφιερωμένο στον Γιάννη, που μιλεί για την καταστροφή στον καλογερικό ληνό· ο α' του στίχος: «Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμιαλούς τ' αμπέλια». Την ανάλυση του βλ. πιο κάτου, όπου ξετάζω τη δεύτερη ποιητική παραγωγή του Φαλέζ. Έρχεται έπειτα σύντομο τραγούδι στον «Γιώργα» Κολοκοτρ., που αρχίζει μ' αυτό το δίστιχο:
«Απόψε που κοιμόμουνα, ξαφνίστηκα στον ύπνο
γιατ' όνειρ' ονειρεύτηκα, που ‘ναι κακό για μένα».
Ακολουθούν στίχοι δανεισμένοι από το τραγούδι του Κατσαντώνη. Έρχονται τελευταία τα δυο του Θοδ. Κολοκοτρ., το ένα που τον παρασταίνει ν' αγναντεύει από το κάστρο της Ζάκυθος κατά τον Μοριά, τη Μάνη κλπ.· κάνω λόγο πιο κάτου και γι’ αυτό το πλαστό. Το β' για τον θάνατο του Γέρου, πεζότατο και πλαστότατο, φτάνουνε δυο στίχοι του μοναχά για να δώσουν το μέτρο της αξίας του:
«Κολοκοτρώνης πέθανε στον γάμο του Κολίνου
το βράδυ ετρωγόπινε στου βασιλιά τον μπάλο...».

Ως την εποχή αυτή βρισκόμαστε ακόμα σε συλλογές τραγουδιών κάπως παλιές, αφού το τελευταίο φυλλάδιο του Φαλέζ βγήκε στα 1876. Η Ελλ. κοινωνία δε φαίνεται πολύ να φροντίζει για την εθνική της ιστορία, ούτε οι ιστορικές οικογένειες για τις παλιές τους δόξες, ενώ, σύχρονα, βγαίνει κανείς από τον νου του βλέποντας τους απογόνους του Γέρου και τους συντοπίτες τους λογιότατους να καταγίνονται σε μιαν αχάριστη δουλειά: Αντί με σεβασμό να γυρεύουνε στο στόμα του λαού τ' αληθινά γεννήματα της λαϊκής Μούσας, αν υπάρχουνε, και να τα φυλάνε σα λείψανα ιερά, μαστορεύουνε με το σωρό τα ψεύτικα τραγούδια και μ' αυτά γυρεύουνε να ζωντανέψουν τις δόξες των λατρεμένων τους προγόνων. Ντροπή μεγάλη νιώθει κανείς βλέποντας τον ίδιο τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον γιο του Φαλέζ, κοντά στην άλλη πλαστήν ηρωολογία τους στο πεζό, να καταπιάνονται τ' άτοπο επιχείρημα να υψώσουν την ιστορία των προγόνων τους με τραγούδια τάχα λαϊκά, ενώ μ' αυτή τους τη διαγωγή καταφέρνουν τ' αντίθετο· οι ίδιοι τους έτσι, και χωρίς να θέλουνε, μολογούνε μια πικρήν αλήθεια, πως τραγούδια αληθινά ηρωικά Κολοκοτρωναίικα δε βρίσκαν πουθενά, και γι' αυτό πλάθαν τα ψεύτικα. Και για περισσότερη βεβαίωση μάλιστα βάνουν από κάτου ή εμπρός από τα τραγούδια και σημειώματα εξηγητικά.

Και μπαίνουμε τώρα στην ποιητική πλημμύρα του Λελέκου, πλημμύρα που μπορεί να πνίξει τον αγαθόπιστον άνθρωπο, όμως τον καλοσυνείδητο μελετητή τονέ βγάνει στον αφρό. Είναι ανάγκη πρώτα να πω καμπόσα λόγια εξηγητικά και του ίδιου ποιητή μα και του έργου του. Δάσκαλος από χωριό της Κορινθίας ο Μιχ. Λελέκος είναι περίεργο πώς, ζηλωτής αυτός της λαϊκής Μούσας, με την ποιητική διάθεση και την ποιητική πείρα που είχε αποχτημένη διαβάζοντας τις πιο παλιές τυπωμένες συλλογές, και με τη γνώση της λαϊκής γλώσσας, έδινε συχνή αφορμή και με σκολαστικές μεταφράσεις λαϊκών τραγουδιών να γελάν οι αναγνώστες του. Αυτό δείχνει πόσο δεν ένιωθε το γελοίο, μα κι ακόμα λιγότερο δεν ένιωθε πόσο ένοχος ήταν ο ζήλος του εκείνος ο ποιητικός να γεμίζει τον κόσμο μεταπλάθοντας αληθινά τραγούδια σ' άλλα ψεύτικα, ή από την αρχή μαγειρεύοντας πλαστά κάθε λογής, πότε Κλέφτικα, πότε απλά κοινωνικά. Είχε κάποια ευαίστητη φαντασία, κι ό,τι λαϊκό τραγούδι του άρεσε, το χώνευε κι ύστερα το ξεφούρνιζε καινούργιο. Ένιωθε, καθώς είπα, την απλή γλώσσα, δε σκόνταφτε στον δεκαπεντασύλλαβο, μα και την ψυχή τη λαϊκή δεν του την είχε αλλάξει ο δάσκαλος μέσα του. Ανίκανος όμως να ρίξει στο χαρτί δικά του πλάσματα ποιητικά, κλεφτολογούσε τα ξένα κι αδέσποτα λαϊκά, και κάνει σήμερα τον λαογράφο ν' απορεί με την τέχνη του την επιδέξια και πονηρή μαζί.

Το φαινόμενο αυτό το ηθικό —δηλ. ανήθικο— το να νομίζεται από την τάξη των λογιότατων ως πράξη έξοχα πατριωτική η κατασκευή είτε παραποίηση λαϊκών τραγουδιών παρουσιάζεται πρώτα στη συλλογή Fauriel, γεμίζει τις Γερμανικές συλλογές, γυρίζει στον Γάλλο Marcellus, και στο μεταξύ χορεύει έναν αδιάντροπο χορό μέσα στις Ελλην. συλλογές, αρχίζοντας από τον Ζαμπέλιο και κάτου. Του Λελέκου όμως ο ζήλος γίνεται μάστιγα, γίνεται εγκεφαλική μονομανία. Πρώτη φορά ο Λελέκος παρουσιάζεται στην «Πανδώρα» (Δ', 1853, σ. 383) με δικό του υπογραμμένο ποίημα «Ο χωρισμός»· η «Πανδώρα» βεβαιώνει πως ήταν άνθρωπος αγράμματος τέλεια. Ο Λελέκος πάλι, αθώος ακόμα, βεβαιώνει πως το ποίημα το είχε γράψει στην Αθήνα, όπου είχε ερθεί να κοιτάξει την υγειά του. Όμως ήξερε ο άνθρωπος τα γραμματάκια του, καθώς το ‘δειξε αργότερα με τα σκολαστικά του γυμνάσματα. Να πώς αρχίζει το πρώτο του εκείνο λαϊκό ποιητικό δοκίμιο:

Θε μου, και πού να βρίσκεται, και πού να καρτεράει,
σε τι λαγκάδια να τηράει, ραχούλες ν' αγναντεύη;...

Ο Λελέκος, χωρίς άλλο, θα γινόταν άλλος Κρυστάλλης, αν είχε κάποια ιδέα πνεματικής ιδιοχτησίας, κι αντί να πλάθει ξένα τάχα αληθινά, έπλαθε δικά του. Στην Αθήνα έμενε από τα 1852, και τότε τύπωσε την πρώτη σύντομή του «Δημοτ. Ανθολογία», και σ' αυτή φαίνεται πως από τότε δεν ήταν πολύ καθαρή η ποιητική του συνείδηση. Ανάμεσα σε λίγα Ρουμελιώτικα γνήσια δημοσιεύει (σελ. 12) κι ένα ύποφτο του Γιώργη του Γιαννιά, πλεγμένο με στίχους λαϊκούς και με πλαστούς δικούς του. Έτσι αρχίζει τ' αχάριστο ποιητικό του στάδιο ο Λελέκος. Η δεύτερη συλλογή του, 1868, είναι γεμάτη από τραγούδια Μοραΐτικα και Ρουμελιώτικα πλαστά, γνήσια και μισόπλαστα, που το ξεκαθάρισμά τους θα ήταν έργο παραπανιστό. Ο Μ. Λελέκος κάτου από τα ονόματα ιστορικών προσώπων αραδιάζει στίχους αμέτρητους δικούς του, σε καθαρή λαϊκή γλώσσα γραμμένους, και χωρίς χασμωδίες μάλιστα. Τα θέματα των λαϊκών του τραγουδιών πότε είναι βγαλμένα από ιστορικά αναγνώσματα, πότε μεταπλασμένα απ’ άλλα τραγούδια τυπωμένων συλλογών. Τόσο είν' ο Λελέκος ανίδεος του τι σήμαινε έργο δικό του κι έργο ξένο, που δημοσιεύει, αδιάφορα, τραγούδια μισολαϊκά από λαϊκές ανθολογίες, ανακατεμένα μ' αληθινά λαϊκά (χωρίς να σημειώνει την πατρίδα τους) και με δικά του, που έχουν υπόθεση ανθρώπους της οικογένειάς του. Κρίμα, τέτοιος ζήλος, αντί να μας δώσει καρπούς ακριβούς για τη λαογραφία, να μας δίνει σκύβαλα άχρηστα. Οι συλλογές του Μ. Λελέκου είναι γνωστές, και γι' αυτό θα πω λίγα λόγια για όσα δημοσίεψε ή σε περιοδικά ή σε βιβλία όχι πρόχειρα στον αναγνώστη. Από τον τόμο της «Πανδώρας», 1853, και κάτου ως τα 1862 δεν έλαβα καιρό να ξετάσω αν συνεργάζεται ο Λελέκος, όμως στον ΙΔ' τόμο του 1863-64 (σελ. 484, 534) ανώνυμη κι άφτονη χαρίζει τη συνεργασία του. Τα πλαστά ή μισόπλαστα λαϊκά τραγούδια του γεμίζουν αυτόν τον τόμο. Με το ύφος και τη γλώσσα τους φωνάζουνε πως είναι Λελέκικα, όλα γεμάτα από θυμήματα Ρουμελ. τραγουδιών. 40

Στα 1868 τυπώθηκε η δεύτερη «Δημοτική Ανθολογία» του Λελέκου. Σελ. 21, δημοσιεύεται πλαστή παραλλαγή του τραγουδιού «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά». 41 Σελ. 23, άλλη πλαστή παραλλαγή του τραγουδιού του Θοδωράκη Κολοκοτρώνη για την καταστροφή του Δράμαλη· σελ. 24, άλλη πλαστή παραλλαγή για τη ζωή του Θοδωράκη στη Ζάκυθο· την παραλλαγή αυτή τη δανείστηκε κι ο Φαλέζ κι έπλασε το δικό του συντομότερο για το ίδιο θέμα. Μίλησα για του Φαλέζ το κατασκεύασμα λίγο πιο πάνου. Ο απλοϊκός Λελέκος παρασταίνει τον Γέρο ν' αγναντεύει τον Μοριά από τη Ζάκυθο, να γυρίζει με τον νου στον παλιόν καιρό του χαλασμού και να κάνει πάνου σ' αυτό το θέμα θλιβερούς συλλογισμούς. Ο Λελέκος φαντάστηκε πως ένα θύμημα παλιό μπορεί να δώσει ύλη σε τραγούδι Κλέφτικο, και ιδέα δεν είχε πως ένα ιστορικό τραγούδι γίνεται επί τόπου — και επί καιρού, και τραγούδια αναδρομικά δεν υπάρχουν αλλά παραδόσεις μοναχά· πιο κάτου, στο ίδιο ποίημα, ο Λελέκος ανατρέχει και στον Γιάννη, και βάζει στο στόμα του Γέρου αυτό τ' άπρεπο τετράστιχο:

«Να ήταν ο Γιάννης πονηρός, να είχε ο Γιάννης γνώση

ερχότανε στη Ζάκυθο, που ήταν και τ' άλλα αδέρφια 42

μόν' πήγε κι αποκλείστηκε μέσ' τον ληνό στ' αμπέλι

και 'κεί τον ζών' η παγανιά, βουκόλοι και ποιμένες».

Ακολουθεί αμέσως το δίστ.:

«Και ο πασάς του μίλησε, και ο πασάς του λέει

για 'βγα, Γιώργο, προσκύνησε και ρίξε τ' άρματά σου...».

Ενώ λοιπόν βουκόλοι βαστούσαν την πολιορκία στον ληνό, παρουσιάζεται τώρα κι ο πασάς... κι ο «Γιώργος», που ο Θοδ. δεν τον ξέρει. Στον ληνό, γράφει η ιστορία, σκοτώσανε τους κλεισμένους —και τον Γιώργα από την Τριφυλία, που ο Λελέκος τον πιστεύει αδερφό του Θοδωράκη —Δημιτσανίτες χωριάτες, και κανένας πασάς δεν ήταν εκεί πέρα. Στην ίδια σελ. 24, ακολουθεί πλαστή παραλλαγή, που αρχίζει: «Κίνησαν τα Κλεφτόπουλα / τα Κολοκοτρωνόπουλα κλπ.», που είναι το ίδιο το παλιό Ρουμελ. τραγούδι: «Κίνησαν τα Τσαμόπουλα, τα τρία τ' αρχοντόπουλα / και πάν' στον πέρα μαχαλά κλπ.». Σελ. 25, ακολουθεί άλλη πλαστή παραλλαγή, και σ' αυτή μέσα χωνεύεται το Ρουμελ. τραγούδι «Κάτου στου Βάλτου τα χωριά». Όλα αυτά τα σκαρώματα του Λ. τα είπα παραλλαγές· όμως τίνων τραγουδιών θα ήταν αληθινές παραλλαγές, αφού είναι υποβόλιμα πλαστογραφήματα, κι έτσι έπρεπε να τα πω; Γνήσιες παραλλαγές λαϊκών τραγουδιών είναι άλλο πράμα, και μίλησα γι' αυτές.

Κατά τα 1878 ο Λελέκος έχει αποχτήσει όνομα ζηλωτή λαογράφου. Κατά τις 20 Ιουν. 1877, οχτώ καθηγητές της Φιλοσοφ. Σκολής του Πανεπιστ. τονέ συσταίνουνε μ' αναφορά στον υπουργό της Παιδείας να του αναθέσει αποστολή στις επαρχίες. Ο Λελέκος είχε στείλει αναφορά στη Βουλή, και η επιτροπή των αναφορών, κατά τη σύσταση των Καθηγητών, τονέ σύστησε κι αυτή. Γενάρη του 1880, παρουσίασε ο Λ. το συναγμένο του υλικό, και η επιτροπή του υπουργείου το σύστησε ως άξιο να δημοσιευτεί. 43 Έτσι η υπουργική βοήθεια καρπολόγησε άφτονα πλαστά λαϊκά τραγούδια και το καρπολόγημα πλημμύρησε το περιοδικό του αγαθού Γερμανού Μ. Δέφφνερ. 44 Πού ήτανε κρυμμένη αυτή η τόσο πλούσια σοδειά των Κολοκοτρωναίικων τραγουδιών; Ως τότε κανένας Μοραΐτης λόγιος δεν την είχε φανταστεί αυτού του είδους την καματερή δουλειά με τους καρπούς τους πλούσιους· όμως το παράδειγμα είναι σύβουλος κακός, κι ο σπόρος έριξε ρίζες, και δεν άργησε να βγει στο φως νέα σοδειά. Ο Λελέκος λοιπόν, στο περιοδικό που είπα, καταχωρίζει 10 προεπαναστατικά Κολοκοτρωναίικα και 5 της Επανάστασης, και τα πρώτα και τα δεύτερα πλαστά. Νομίζω κόπο παραπανιστό ν' ακολουθήσω τον Λελέκο στην τρίτη συλλογή του, το «Επιδόρπιο», 1888, όπου ξανατυπωθήκαν τα τραγούδια αυτά. 45 Εκεί που πιάνεται ο Λελέκος με τα τέσσερα, που λέει κι η παροιμία, είναι η παραποίηση του περίφημου πλαστού τραγουδιού του Παύλου Λάμπρου «Μάνα, σου λέω». Στη «Δημοτ. Ανθολογία» του, 1868, σελ. 27, σμίγει το τραγούδι του Π. Λάμπρου μ' άλλο περίφημο τραγούδι του Βασίλη Μάνταλου —αυτό γνήσιο που αρχίζει με τον στίχο «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης»— κι από τα δυο μαζί βγάνει τρίτη ψεύτικη παραλλαγή. Κι αυτό δεν του φτάνει πάλι· στο περιοδ. του Δέφφνερ, σ. 188, πάντα ο Λελέκος πιστεύοντας το τραγούδι του Λάμπρου γνήσιο λαϊκό, βάνει μπροστά 4 δικούς του πλαστούς στίχους κι από πίσω τους κολλάει, μακρυάν ουρά, ολάκερο του Λάμπρου το τραγούδι από τον Ζαμπέλιο, κι από το περιοδ. του Δέφφνερ ξανατυπώνει αυτό το παράλλαμα —όχι πια παραλλαγή, μα κάτι χειρότερο— στο «Επιδόρπιο» του (σ. 24). Πιο κάτου θα ξαναμιλήσω για τον Λελέκο.

Τα πλαστά τραγούδια του Λελέκου ανοίξανε καινούργιαν όρεξη στον Φαλέζ, και δυο χρόνια μετά την έκδ. του «Επιδορπίου» μας χαρίζει κι αυτός μια δεύτερη φουρνιά. Στο σατυρικό περιοδικό «Ραμπαγάς», όπου ήτανε συνεργάτης ταχτικός και παράξενος, δημοσίεψε δυο μελέτες του ιστορικοηθογραφικές, την πρώτη για τον Γιάννη Κολοκοτρώνη τον Ζορμπά (το παρατσούκλι αυτός πρώτος το φαντάστηκε), στο φύλλο 5 Σεφτ. 1882 κ. π., και τη δεύτερη με τον τίτλο «Αμαρτίες Κολοκοτρωναίικες», 26 Σεφτ. 1882. Τη δεύτερη αυτή μελέτη τη στολίζει ο Φ. μ' ανέκδοτα ιστορικά λαϊκά τάχα ποιήματα, κάνοντας αρχή από το περίφημο «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά», τραγούδι ναι κι όχι αληθινό, που θα κάμω ξεχωριστό λόγο γι' αυτό. Δεν του 'φτανε λοιπόν η προσωπική του ποίηση, τα ιστορικά πλαστά του στο φυλλάδιο «Περί στρατιωτικής ανατροφής», αλλά πρόσθεσε τώρα κι άλλα πλαστά, μερικά μάλιστα απ’ αυτά είναι μίμηση από του Λελέκου τα πλαστά (περιοδ. Δέφφνερ), πλαστά λοιπόν απ’ άλλα πλαστά· διόρθωσε όμως ακόμα, πρόσθεσε ή έβγαλε στίχους κι από τα δικά του της «Στρατ. ανατροφής». Στη νέα αυτή απόκρυφη εργασία του Φαλέζ κάνω λίγες παρατήρησες: Φύλ. του «Ραμπαγά» 7 Οχτ. 1882, δημοσιεύει τραγούδι Κολοκοτρ. από 4 δίστιχα ομοιοκατάληχτα· πρώτη φορά Κλέφτικο τραγούδι με ρίμες φάνηκε στον κόσμο τον Ελληνικό. 46 Φύλ. της 10 Όχτ. 1882, άλλο πλαστό τραγούδι για τον διωγμό των Κολοκοτρωναίων, το γνωστό που ανάλυσα πιο πάνου, που «κλαίει όλος ο Μοριάς» κλπ. Στο ίδιο φύλλο ανατυπώνει άλλο με μεταβολές —παραλλαγή της ίδιας του ψεύτικης παραλλαγής— από τη «Στρατ. ανατροφή», σ. 59, παραλείπει όμως τώρα τον ανόητο στίχο «εγώ θα πάω στη Ζάκυθο από το μονοπάτι». 47 Φύλ. του «Ραμπαγά» 14 Οχτ. 1882, δημοσιεύει ο Φαλέζ τρία τραγούδια· το ένα γνωστό θέμα έχει τον θάνατο του Γιωργακλή Κολ. κι αρχίζει μ' αυτούς τους στίχους:
«Ο Γιωργακλής μετ' άτι του δε συλλογιέται βράχους
στους κάμπους μοιάζει αστραπή, δελφίνι στα ποτάμια» (!).
Απ’ αυτούς μοναχά τους άνοστους στίχους φτάνει να καταλάβει κανείς αν είναι το τραγούδι γνήσιο, κι ακόμα αν είναι αληθινός ο θάνατος του Γιωργακλή που καβαλάρης πολεμάει· τελευταίος στίχος του τραγουδιού μπαίνει ένας κοινός τόπος: «Κι εκόπηκε του Γιωργακλή τ' αδράχτι της ζωής του». Για τον ίδιο φανταστικόν ήρωα βάνει ο Φαλέζ και δεύτερο τραγούδι θρηνητικό του θανάτου του, πλαστό κι αυτό. Τρίτο τραγούδι στο ίδιο φύλλο του «Ραμπαγά», που αρχίζει «Θοδώρα, να μη μ' αρνηθείς» κι έχει υπόθεση του Κουντάνη τον θάνατο· είναι ανατύπωση με δυο πρόσθετους νέους πλαστούς στίχους από το φυλλάδιο της «Στρατ. ανατροφής». Να δυο άλλοι στίχοι κι απ’ αυτό τ' ανόητο τραγούδι: «Βάλαν φωτιά, κι η φλόγα της στον ουρανό πηγαίνει / και του Κουντάνη η ψυχή κοντά της ανεβαίνει». Στο ίδιο φύλλο του «Ραμπαγά» ανατυπώνει ο Φ. από τη μελέτη του περί Αρβανιτοβλάχων (εφημ. «Τηλέγραφος» 1 του Απρίλη 1881) το τραγούδι εκείνο που αρχίζει: «Τα κυπαρίσσια γύρανε και στέκουν πικραμένα». Το τραγούδι αυτό, καθώς θυμάστε, το ξέτασα πιο πάνου ως δείγμα κλασικό πλαστού τραγουδιού. Το οικτρό αυτό πλάσμα του ο Φαλέζ το ξανατύπωσε, ύστερ' από τον «Τηλέγραφο», στο φυλλάδιο «Περί στρατ. ανατροφής» σ. 61 και τέλος στον «Ραμπαγά»· στην γ' τούτη έκδοση παράλειψε ένα στίχο, «εχάθηκε η λεβεντιά, σκοτώθηκε ο Κουντάνης» και πρόσθεσε άλλον πεζότερο· «κάψανε Κλέφτη ξακουστό, έναν Κολοκοτρώνη». 48 Φύλ. του «Ραμπαγά» 17 Οχτ.1882, ανατυπώνει ο Φ. («Περί στρατ. ανατροφής» σελ. 62) με διάφορες μεταβολές πλαστό τραγούδι για τον Γιάννη τον Ζορμπά· το τραγούδι αυτό τ' άρπαξε ο Λελέκος, το παραποίησε... και το παράκαμε ομορφότερο. 49

Και το τραγούδι αυτό, ίσα-ίσα γιατί είναι πλαστό, έχει περίεργες λεφτομέρειες, περιττές γι' αληθινό λαϊκό τραγούδι, ιστορικές όμως και ίσως από στοματική οικογενειακή παράδοση. Κατά τα άλλα το τραγούδι φωνάζει την πλαστότητά του:
Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμιαλούς τ' αμπέλια·
βλέπ’ από πέρα κι έρχουνται τον Γιώργα και τον Γιάννη,
κι από μακριά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε:
— «Για κρύψε μας, καλόγερε, κρύψε μας, μπουραζέρη».
Επήγε και τους έκρυψε σ' ένα ληνό στ' αμπέλια,
που ήταν γιομάτο κλήματα από τα κλαδεμένα.
—«Τήρα καλά, καλόγερε, να μη μας μαρτυρήσεις,
σου κόβ' ο Γιώργας τα μαλλιά κι ο Γιάννης το κεφάλι».
Τους άφησε αξένοιαστους και πάει να τους προδώσει.
Στη Δημιτσάνα έφτασε κι ευθύς τελάλη βάζει:
«Έχω κρυμμένους στον ληνό τους Κολοκοτρωναίους».
Τρεις παγανιές εβγήκανε και πάνε να τους πιάσουν·
από μακριά τους έζωσαν κι από κοντά τους λένε:
—« Έβγα, Ζορμπά, προσκύνησε μ’ όλη τη συντροφιά σου,
να σου χαρίσω τη ζωή με όλα τα παιδιά σου».
— «Πώς με περνάς, μπουλούμπαση, για να σε προσκυνήσω;
Εγώ είμαι ο Γιάννης ο Ζορμπάς, κι αν σου βαστάει ζύγω».
Δεν κόταγαν να παν κοντά, τους έτρωγε το φείδι·
ρίξαν φωτιά μέσ' τον ληνό, κουβάρια θειαφοκέρι.
Πιάσαν οι κληματόβεργες, κι ο Γιάννης τραγουδάει.
—« Τώρα να ιδείς, μπουλούμπαση, να ιδείς πώς προσκυνάνε.
Δεν είναι μια, δεν είναι δυο που σου ‘καμα λαχτάρα,
που σ' έκαμα, μπουλούμπαση, σαν τον λαγό να τρέμεις!
Χίλιες φορές τα γιόμισες, πάλι θαν τα γιομίσεις» (!)
Και το ντουφέκι τ' άδειασε κι ολόρθος εσηκώθη.
Τρεις μπαταριές του ρίξανε, και πέφτει λαβωμένος·
και η φωτιά τον έζωσε και τ’ άρματα δεν πιάνουν.
Του ρίχνουν άλλη μπαταριά και μούγκρισε σα λύκος.
—«Έχετε γεια, αδέρφια μου, μ' εφάγαν οι μουρτάτες».
Κι από την περιγραφή της καταστροφής των Κλεφτών στον καλογερικό ληνό δείχνεται η πλαστότητα όλου αυτού του τραγουδιού.

Φύλ. του «Ραμπαγά» 21 Οχτ. 1882, ανατυπώνει ο Φαλέζ από τη γνωστή στρατ. μελέτη του (σ. 63) τραγούδι για τον Θοδωράκη, που κάθεται στης Ζάκυθος το κάστρο κλπ. Προσθέτει όμως τρεις ακόμα στίχους. 50 Το τραγούδι αυτό, κατά το συνήθειο του, τ' άρπαξε κι ο Λελέκος πάλι και το' καμε ομορφότερο στολισμένο από θυμήματα Ρουμελ. τραγουδιών (Δέφφνερ, σ. 144).

Ύστερα από την αφτονία των πλαστών τραγουδιών του Φαλέζ και του Λελέκου, το κακό περίμενε κανείς να περιοριζόταν· περίμενε από των Μοραϊτών λογίων τον ζήλο τον λαογραφικό να μας πλουτίσουνε μ' αληθινά τραγούδια Κολοκοτρωναίικα, συναγμένα από το στόμα του λαού. Όμως ως την ώρα τούτη, αν εξαιρέσεις τον καθηγητή κ. Ν. Βέη, η φιλότιμη εργασία τους μας αφήνει ψυχρούς ολότελα. Ύστερα από τη σειρά Γενναίου, Φαλέζ, Λελέκου, πρώτη συλλογή έρχεται του σκολάρχη Παπαζαφειρόπουλου, που ήταν και παπάς («Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης... ιδία της Πελοποννήσου», Πάτρα, 1887). Ο Παπαζαφ. ένα μοναχά Κολοκοτρ. τραγούδι μας χαρίζει (σελ. 69) κι αυτό ψεύτικο, μεταπλασμένο απ’ άλλο πλαστό του Φαλέζ (περί στρατ. ανατρ. σ. 60). Και τα δυο έχουν υπόθεση τον θάνατο του Γιωργακλή. Από τον α' στίχο του Παπαζ. «ψηλό τετράκορφο βουνό ποτάμι ροβολάει» (Φαλέζ «από βουνό πολύ ψηλό ποτάμι ροβολάει»), το β' «μα ήταν θολό, μα ήταν πυκνό(;), στη μέση ματωμένο» (Φαλέζ «ήταν πλατύ, ήταν βαθύ, στη μέση ματωμένο») και το γ' «απ’ των Κλεφτών τα κλάιματα, κι από τους λαβωμένους» (ο στίχος αυτός είναι συμπλήρωμα του Παπαζ. παρμένο από Ρουμελ. τραγούδι «απ’ των Κλεφτών τα κλάματα κι από' τα μοιρολόγια», στίχος άτοπα βαλμένος, γιατί τα κλάματα και μοιρολόγια δε βάφουν ένα ποτάμι). Και στον β' στίχο η λέξη «πυκνό» (ποτάμι) του Παπαζαφ. είναι πλαστή. Παρακάτου ο Φαλέζ βάνει τον ανόητο δ' στίχο «και στον αφρό του ποταμιού τρία κοράσια πλέναν» (παρμένον από λαϊκό δίστιχο «μες τον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται»)· καταλαβαίνει κανείς να πλένουνε κορίτσια στην άκρη στο ποτάμι, μα στον αφρό του ποταμιού... Ο αφρός της θάλασσας, στο γνωστό λαϊκό δίστιχο, θέλει να πει τη γαλήνια επιφάνεια, όπου ο ποιητής βάνει να κοιμάται την αγάπη του. 51 Πιο κάτου ο Παπαζ. προσθέτει κι άλλους δικούς του στίχους· ο στίχος «σηκώστε με να σηκωθώ, καθίστε με να κάτσω» είναι από το Ρουμελ. «για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω». Κι ο στίχος «τι σου ήφεραν τα γράμματα, σε τρεις μεριές καμένα» κι αυτός είναι από Ρουμελ. τραγούδι. Και τα δυο αυτά πλαστογραφήματα, το ένα του αλλουνού, δεν έχουν κανένα σύνολο· αρχίζουνε με μεγαλοπρέπεια, προχωρούνε βαριά κι ανώμαλα και ξεθυμαίνουνε χαλαρά σε διάβασμα γραμμάτων που φέρνουνε κακό χαμπέρι, και καλά-καλά δεν καταλαβαίνει κανείς γιατί ο λαϊκός ποιητής να τραγουδάει τον Γιωργακλή (πρόσωπο άγνωστο στην ιστορία), κι όχι τον Γιάννη Κολοκοτρ., τον σπουδαιότερον Κλέφτη, που σκοτώθηκε, κι έμεινε μ' όλο αυτό χωρίς τραγούδι. Τέλος ο Φαλέζ τελειώνει το δικό του πλάσμα, ή κατάπλασμα με την ανόητη περιττολογία «μα δεν μπορώ να σηκωθώ, ούτε να περπατήσω», κι ο Παπαζαφ. τελειώνει το δικό του κρύα «της μάνας το πρωτάνοιξε κι άρχισε να δακρύζει» για την είδηση του θανάτου του Γιωργακλή. Περίεργη καρδιά Κλέφτικη, που δεν ξεσπάει σε θρήνους και μοιρολόγια, μα αρχίζει να δακρύζει.

Καταντάει ν' απορεί κανείς πώς σε τόσο πλούσια λαογρ. συλλογή σαν του Παπαζαφ. δε βρίσκεται κανένα αληθινό Κολοκοτρ. τραγούδι 52 Άλλη συλλογή με πλαστά κι αυτή τραγούδια είναι του Κ. Σταυρόπουλου, δασκάλου στο δημοτικό, η μονογραφία, κατά τ' άλλα αξιόλογη, όπου δημοσιεύονται και τοπικές παραδόσεις για τον χαλασμό των Κολοκοτρ. («Ιστορία Ζυγοβιστίου», Αθήνα, 1905). Από τα 4 Κολοκοτρ. τραγούδια που περιέχει (σελ. 20-24) το πρώτο αρχίζει με τον πεζότατο στίχο «οι γέροντες κι οι πρόκριτοι κι οι προύχοντες του τόπου» και προχωρεί με φοβέρες, παρμένες από Ρουμελ. τραγούδι «οι Κλέφτες που ‘ναι στον Μοριά είναι και βασιλιάδες». Πιο κάτου παραδίνει στην αθανασία τον αληθινόν Κλέφτη Γιώργα από τον Αετό, ο στίχος όμως είναι κι αυτός πλαστός: «κι ο Γιώργος απ’ τον Αετό είναι κατής και κρένει» δανεισμένος από το περίφημο Αρματολικό δίστιχο του Ολύμπου:

Στη Σκιάθο και στη Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρίνει,

τ' είναι λημέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα.

Τους στίχους για βασιλιάδες, κατήδες και βεζιράδες πρώτος τους έφτιασε ο Λελέκος, και οι κατοπινοί τους ξαναμασάνε. Το β' τραγούδι της μονογρ. Σταυρόπουλου, σελ. 20, έχει υπόθεση την αρχή της καταδρομής των Κολοκοτρ., κι είναι αντιγραμμένο από τον Λελέκο (Δέφφνερ, σ. 139) με διάφορες μεταβολές. Ο στίχος γ' «άδικ', αφέντη βασιλιά, από τον Κολοκοτρώνη» είναι το Ρουμελ. τραγούδι του περίφημου Γιώργο-Θώμου («άδικ', αφέντη μ', άδικα από τον Γιώργο-Θώμο»). Τι σας λέει πάλι η αλληλογραφία των παπάδων και γερόντων του Μοριά με τον Σουλτάνο, μα και του Σουλτάνου η απάντηση «σε σας, παπάδες του Μοριά, ραγιάδες Μοραΐτες / τους Κλέφτες για να πιάσετε τους Κολοκοτρωναίους...»; Σκαρώνοντας τέτοιο τραγούδι ο Λελέκος, φαντάζεται πως ο λαός του Μοριά τραγουδούσε και καμάρωνε με των Κλεφτών του την καταστροφή. Αν υποθέσουμε πως το τραγούδι είναι αληθινό, ποιος λαϊκός τραγουδιστής Μοραΐτης, και ποιος λαός Μοραΐτικος θ' αποφάσιζε να το πει και να το χορέψει; —γιατί είναι του χορού, καθώς φαίνεται από τ' ανόητα γυρίσματά του. 53 Μπορεί και κοτζαμπασήδες και λαός να βοηθήσανε στον χαλασμό· και σε Ρουμελιώτικα τραγούδια στιγματίζονται «φιλότουρκοι» κοτζαμπασήδες· αυτός όμως εδώ ο γενικός στιγματισμός του λαού του Μοριά, να τραγουδάει τις διαταγές του Σουλτάνου και να καμαρώνει, φέρνει απορία, και θα ‘φτανε αυτό μοναχά ως ψυχολογική απόδειξη της πλαστότητας. Και στον Μοριά και στη Ρούμελη τραγουδηθήκανε και ληστές άγριοι και κακούργοι, ποτέ όμως δεν τραγουδήθηκε ο Σουλτάνος με τις διαταγές του, ούτε θα καμάρωνε ο λαός γι' αυτές. Το ηπειρωτ. τραγούδι για την πολιορκία του Αλήπασα «Μια προσταγή μεγάλη, προστάζει ο βασιλιάς» είναι καθαρά τραγούδι ιστορικό, που δεν έχει καμιά συμπάθεια, ούτε για τον Σουλτάνο ούτε για τον Αλήπασα. Το τραγούδι πάλι του θανάτου του Αλήπασα «Ξύπνα, καημένε Αλήπασα, και βάλε το φακιόλι» είναι τραγούδι, θλιβερό μοιρολόγι, που θρηνεί τα πεσμένα μεγαλεία του Αλή και, νομίζω, θα το πλάσανε Γιαννιώτες Αρβανίτες Ελληνόφωνοι, καθώς το δείχνουν και οι παρακάτου στίχοι.

Το γ' τραγούδι της μονογρ. Σταυρόπουλου (σελ. 22), ενώ έχει υπόθεση το τραγικό τέλος των Κολοκοτρωναίων, προχωρεί στη διήγηση ήσυχα και γαληνά σα να λέει παραμύθι —και με λεφτομέρειες, που δείχνουνε κι αυτές, μ' όλη την ιστορικήν αξία τους, ίσα-ίσα την πλαστήν οικογενειακή πηγή του τραγουδιού. Πεζότατο, χωρίς να ‘χει είδηση πως των Κλεφτών η καταφυγή στον ληνό, η τόσο αγαθόπιστη —ενώ δείχνει και την απειρία τους στα Κλέφτικα «τερτίπια»—ντροπιάζει και τον ποιητή του, αφού διάλεξε θέμα άξιο τάχα ηρωικού τραγουδιού, που θα δόξαζε τους Κολοκοτρωναίους, βάνοντας τους να παραδίνονται στον λαό της Δημιτσάνας ένας-ένας. Ο ποιητής όμως διορθώνει εδώ την ιστορία σκόπιμα, παρασταίνοντας πως παραδοθήκανε στον μπουλούκμπαση της Δημιτσάνας. Ύστερα ακολουθούν περίεργες καυκησιές του Γιάννη Κολοκοτρώνη που, σ' άλλη ώρα, θα ‘ταν άξιος να τις πει·

«πιάσαν οι κληματόβεργες κι ο Γιάννης τραγουδάει...

τώρα να ιδείς, μπουλούμπαση, να ιδείς πώς προσκυνάνε

δεν είναι μια, δεν είναι δυο που σ' έκαμ' άνω-κάτω

που σ' έκαμα σαν το λαγό, μπουλούμπαση, να τρέμεις».

Τέλος ο Γιάννης σκοτώθηκε...«κι ο Θοδωρής αγνάντευε ψηλ' από την Κλινίτσα...—Σήκω, Φόρτω, να φύγουμε, στη Ζάκυθο να πάμε...». Ηρωικό, για τον πλαστοποιητή, ήτανε τ' αγνάντεμα τούτο του Θοδωράκη, ηρωικότερο ίσως, γιατί είχε κοντά του μια μοναχή γυναίκα. Το πρότυπο του τραγουδιού είναι του περίφημου Φαλέζ (Στρατ. ανατροφής σ. 62) λοιπόν, ψεύτικη παραλλαγή απ' άλλο τραγούδι ψεύτικο.

Το δ' τραγούδι της μονογρ. Σταυρόπουλου (σελ. 23) είναι πλαστή ανάπτυξη, μ' αρκετή πεζολογία —και με στίχους δανεικούς από τραγούδια αληθινά— του γνωστού πλαστού τραγουδιού, που το δημοσίεψε πρώτος ο Φαλέζ (πιο πάνου σ. 63), και παρασταίνει τον Θοδωράκη από της Ζάκυθος το κάστρο ν' αγναντεύει και να λέει αυτά, τα ηρωικά ίσως λόγια, που κατά τον πλαστοποιητή ταιριάζανε σε στόμα παλιού Κλέφτη:

«Να ήταν ο Γιάννης πονηρός, να είχε ο Γιάννης γνώση

ερχότανε στη Ζάκυθο...».

Το τραγούδι αυτό θα ‘φτανε να προδοθεί ως πλαστό από το θέμα το πεζό κι ανάξιο σε Κλέφτη, που ο ποιητής το διάλεξε ποίημα να το πεζοποιήσει.

Άλλη συλλογή στη σειρά έρχεται η μονογραφία του Ν. Λάσκαρη («Η Λάστα και τα μνημεία της» μέρη 6, 1903-1910, Πύργος). Στο ε' μέρος της μονογραφίας αυτής (σ. 484 κ.κ.) δημοσιεύονται 14 Κολοκοτρ. τραγούδια, ξανατυπώματα των παλιών, ξαναφτιασμένα στο χειρότερο, γεμάτα πρόσθεσες φλύαρες, παραγεμίσματα. Τελευταία συλλογή με δυο μοναχά Κολοκοτρ. είναι του Δ. Τσίριμπα («Λαογραφία» Ι’, 1929, σελ. 102), όπου δημοσιεύεται το τραγούδι του Μπάλιου, Κλέφτη από τον ταϊφά των Κολοκοτρωναίων· ο στίχ. α' είν' από Ρουμελ. τραγούδι («λάλησε, κούκε, λάλησε, λάλα, καημέν' αηδόνι»)· ο γ' στίχος «οι Κλέφτες εκολλήσανε, στα Βέρβαινα πηγαίνουν» είναι· πλαστός, και φαίνεται από την ξεκάρφωτη λέξη «εκολλήσανε» κι από την αύξησή της· θα ταίριαζε «ξεκινήσανε, ροβολήσανε» ή κάτι άλλο. Κι από την υπόθεση το τραγούδι φαίνεται πλαστό· αφού ο Μπάλιος, ο ήρωας του τραγουδιού, στέλνεται από τους Κολοκοτρ. να «βγάλει» κονάκια, είναι Κλέφτης παρακατινός, ίσως και ψυχογιός, λοιπόν τα καυκήματά του είναι παραπανιστά κι ανόητη η προσταγή του στίχου «και να ‘χει και την κόρη του να με κερνάει να πίνω». Το τραγούδι αυτό του Μπάλιου έχει το πρότυπό του στην «Πανδώρα» (ΙΔ'— 1864, σ. 535)· σ' αυτό φαίνεται ο Μπάλιος να ‘ναι Ρουμελιώτης, 54 τα δυο όμως τραγούδια μεταξύ τους δεν έχουνε καμιά σκέση. Το τραγούδι τούτο, μ' όλο που ο εκδότης βεβαιώνει πως τ' άκουσε από χωριάτη εβδομηντάρη, το νομίζω πλαστό. Το β' τραγούδι της ίδιας συλλογής (σ. 107) είναι απλή παραλλαγή από γνωστό πλαστό που βρίσκεται στη συλλογή Πολίτη («Ο Γέρων Κολοκοτρώνης» Β' σ. 130). Για να μην τ' ανατυπώσω εδώ δίνω περίληψη. Απορεί κανείς γιατί
«έχουν πίκρα τα βουνά κι έχουν χαρά οι κάμποι
από τους Κλέφτες τους πολλούς τους Κολοκοτρωναίους
που ολημερίς εψένανε μέσα στο μοναστήρι»
και λοιπόν είχανε φαγοπότι,
αν κι ο στίχος δε μας λέει τι ψένανε (τα τραγούδια τα γνήσια γράφουν «είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα»), και πάει λέοντας. Το τραγούδι αυτό το κηρύχνω πλαστό. Θα φτάναν οι δυο τελευταίοι στίχοι μοναχά να τ' αποδείξουν τέτοιο: «Τούτο που λέει τούτη η γραφή, ο θιος να μην το δώκει / ο Γιώργος να παραδοθεί μες των Τούρκων τα χέρια». Ο τόσο γραμματισμένος ψυχογιός —ο δούλος που κουβαλούσε το νερό, μα συχνά φορτωνότανε και το σακούλι του καπετάνου— παίρνει εδώ, άτοπα, τον τόπο του γραμματικού ή του πρωτοπαλίκαρου. Όσο κι αν ο εκδότης βεβαιώνει πως άκουσε το τραγούδι από γέρο ενενήντα χρονών, η κρίση μένει στον αναγνώστη. Καθώς είπα και πιο πάνου, η συλλογή Τσίριμπα έχει ένα χάρισμα θαμαστό· όλα τ' αριστουργήματα της Έλλην. λαϊκής ποίησης ζούνε και βασιλεύουνε στην πατρίδα του συλλογέα, και τα θυμόνται όλα νιοι και γερόντοι· κι όλων αυτών των τραγουδιών βρίσκονται παραλλαγές σκόρπιες σ' όλη την Ελλάδα. Και τότε, κατά τον συλλογέα, η Αρκαδία θα είναι η νερομάνα της λαϊκής ποίησης· απ’ αυτήν ξεκίνησε η δημοτική μούσα και γέμισε την Ελλάδα, ή από αμέτρητες χώρες και χωριά κινώντας καταστάλαξε στην Αρκαδία. Ο αναγνώστης ας διαλέξει τη μιαν από τις δυο υποψίες, που δίνει σ' αυτές αφορμή η συλλογή Τσίριμπα.

Υπάρχουν κι άλλες συλλογές τραγουδιών του Μοριά, μα φτάνει, νομίζω, η ανάλυση των πιο παλιών. Δυο λόγια μοναχά για τη συλλογή του καθηγητή κ. Ν. Βέη («Δημώδη άσματα Φιγαλίας» Αθήνα, 1903, ανατύπωση από το Δελτίο της Ιστορ. Εθνολ. Εταιρείας. 55 Το τραγούδι του παλιού Κλέφτη Κόλια Βυτινιώτη (σελ. 221) είναι ολάκερο δανεισμένο από το πολύ νέο τραγούδι του ληστή Κάγκαλου, το τραγούδι του Μαντά (σελ. 220) έχει τους τρεις πρώτους στίχους από τραγούδι Ρουμελιώτικο· οι ακόλουθοι στίχοι είναι, υποθέτω, πλάσμα του Λελέκου· το τραγούδι του Γιάννη και του Γιώργου (Κολοκοτρώνη, σ. 233) έχει όλα τα κακά του πλαστού τραγουδιού, καυκησιές για τον Γιάννη και τον Γιώργο, που βρίσκονται και σ' άλλα πλαστά, νεολογισμούς «βουλεύματα», «αμνηστεύσω», επιμονή στις λεφτομέρειες, και το σύνολο βαρύ διηγηματικό. Τη φράση «είναι κριτής και κρένει» την ξήγησα πιο πάνου· ο στίχος, όπου αυτή η φράση ανήκει, στριμωγμένος, χωρίς άλλο ψεύτικος. Ιστορικό επιχείρημα της πλαστότητας είναι ένα λάθος, που το παλιό αληθινό τραγούδι δε θα ‘πεφτε σ' αυτό: Ο πρωτοσύγκελος δεν πήγαινε στην Τριπολιτσά με χρήματα, αλλά γύριζε άδειος, κι έμεινε σκλάβος των Κλεφτών αρκετές μέρες ώσπου παράγγειλε κι ήρθε η ξαγορά. Αυτά για τα Κλέφτικα τραγούδια μοναχά, όσα περιέχει η συλλογή Ν. Βέη. 56 Γενικά η αποθέωση του Θοδωράκη —ενώ αληθινά στα πριν από το 1821 χρόνια έπαιξε αυτός παραδεύτερο μέρος— σε πολλά από τα τραγούδια είναι πάντα σημάδι πλαστότητας. Οι δόξες αυτές οι τάχα ποιητικές των πλαστών Κολοκοτρ. τραγουδιών έχουν ένα λόγο ψυχολογικό, το μεγάλο όνομα που απόχτησε ο Θοδωράκης κατά την Επανάσταση.

Θα ήταν εδώ πέρα ο τόπος να μιλήσω για τα Κολοκοτρ. τραγούδια που πλάστηκαν από το 1821 και κάτου, και να ξεχωρίσω, πρώτα απ' όλα, τ' αμέτρητα πλαστά του Λελέκου, που γεμίζουνε το περιοδικό του Δέφφνερ. 57 Το τραγούδι του Δράμαλη το δημοσίεψε πρώτα, χωρίς υπογραφή ο Λελέκος («Πανδώρα» ΙΔ'—1864, σ. 534), ύστερα τ' άλλαξε, το παρατέντωσε και το ‘βαλε στου Δέφφνερ το περιοδ. (σ. 147), όπου δημοσίεψε κι άλλα δυο ψεύτικα για του Δράμαλη την εισβολή. Απ' αυτά τα δυο τελευταία, το ένα για τη μάχη του Κιάτου το δημοσίεψε πρώτα στη «Δημοτική Ανθολογία» του (1868, σ. 23), ύστερα το διόρθωσε και το τύπωσε στου Δέφφνερ, καθώς είπα. Πολύ μακρύ πλαστό τραγούδι για την άλωση της Τριπολιτσάς βρίσκεται στη συλλογή Ζαμπέλιου (σ. 636). Ήτανε τόση η μανία των πλαστοποιητών να παραδώσουν το λαμπρό όνομα του Θοδωράκη στη λαϊκή ποίηση, που παίρνανε και θέματα τόσο πεζά, καθώς η δίκη κι ο θάνατος του Γέρου, και τα στιχοποιούσαν. Είναι απίστευτο πως ο σοφός λαογράφος Ν. Πολίτης γελάστηκε κι από το άθλιο εκείνο κατασκεύασμα του Φαλέζ, που έχει υπόθεση τον θάνατο του γερο-στρατηγού (από πολυφαγία) στο Παλάτι, και το δημοσίεψε για γνήσιο· αν και μίλησα γι' αυτό πιο πάνου το τυπώνω εδώ ακέριο. 58

Ένα πουλάκι εξέβγαινβ μέσ' από την Αθήνα,

νύχτα και μέρα περπατεί, πετάει μέρα νύχτα·

στην Κόρινθο γευμάτισε(!) και στ' Άργος δειλινίζει

και μέσα στην Τρομπολιτσά, στη μέση της πλατείας,

τα γράμματα εδιάβαζαν κι οι φημερίδες λένε:

«Κολοκοτρώνης πέθανε στον γάμο του Κολίνου·

το βράδυ ετρωγόπινε στου βασιλιά τον μπάλο».

Τον θάνατό του γνώρισε, που ‘θελε ν’ αποθάνει,

και του Γενναίου μίλησε και του Κολίνου λέγει:

— «Πού είσαι, Γενναίο στρατηγέ, Κολίνο σπουδασμένε;

Ελάτε πάρτε την ευκή, με τριγυρίζει ο Χάρος.

—Σώπα, πατέρα, μην το λες, μη λες πως θα πεθάνεις,

τ’ έχουμ' εχθρούς και χαίρουνται και φίλους και λυπάνται.

— Ελάτε, πάρτε την ευκή, και να ‘σθε μονοιασμένοι.

Φιλήστε και τ' αγγόνια μου, που να ‘χουν την ευκή μου».

«Ο γέρων Κολοκοτρ.» Αθήνα, έκδ.β'1901, B',σ. 195.

Δεν του φτάναν όμως του Λελέκου τα τόσα κατορθώματα· διάλεξε κι αυτός το πεζό θέμα της εξορίας του Όθωνα (Δέφφνερ, σελ. 103). Γέλασε, καθώς φαίνεται, και τον Πολίτη. Γιατί ο Πολίτης (περιοδ. του Έλλην. Φιλολ. συλλόγου» της Πόλης, Η'—1874, σελ. 497) δημοσιεύει κάπως μικρότερο το ίδιο εκείνο τραγούδι του Όθωνα από το στόμα τυφλού γέροντα Μοραΐτη (έτσι θα τονέ βεβαίωσε ο Λελέκος). Από τ' άπλαστο αυτό πρώτο δημοσίεμα βγήκε το δεύτερο πιο μεγάλο και πιο απλωμένο της συλλογής Δέφφνερ, μ' εκδότη φανερό πια τον Λελέκο. Ο αγαθότατος Πολίτης, βυθισμένος στις σπουδαίες μελέτες του, δεν είχε υποψιαστεί ακόμα, στα 1874, τις απόκρυφες αυτές παλιοδουλειές του Λελέκου.

Θα ήθελα να κάμω λόγο και για τραγούδια σ’ άλλους Μοραΐτες Κλέφτες αφιερωμένα από τον Λελέκο, κι αυτά δεν είναι λίγα. Στην «Πανδώρα> ΙΔ', 1863-64, βρίσκονται πολλά πλαστά του χωρίς υπογραφή, και στο περιοδ. «Πλάτων», 1888, σ. 159, κι όσο για τ' άλλα των παλιών του συλλογών, ξαναζεσταίνονται, ξαναδουλεύονται, και προσφέρνονται άνοστο μαγείρεμα με την πιο νέα του συλλογή το «Επιδόρπιο» 1888 κλπ. Ο Λελέκος πλαστογράφησε και Ρουμελιώτικα τραγούδια.

Στη συλλογή Πολίτη (β' έκδ. της Αυτοβιογρ. του Κολοκοτρ., στο τέλος του τόμου) υπάρχουν και τραγούδια που πρώτη φορά δημοσιεύονται, δοσμένα στον εκδότη από ιδιώτες, που σημειώνονται τα ονόματά τους. Από τα τραγούδια αυτά το α' (Β' σ. 109) είναι άτυχο συνταίριασμα από διάφορες παραλλαγές πλαστών τραγουδιών, το β' (σ. 113) πλαστή παραλλαγή του πλαστού τραγουδιού της σ. 109, το γ' (σ. 117) πεζότατο κατασκεύασμα για τον Κόλια Πλαπούτα· ο Κόλιας ως το 1821 έζησε ειρηνικά ως Κάπος, και γι' αυτό όσα πολεμικά περιγράφει το τραγούδι είναι φανταστικά, καθώς είναι και οι στίχοι με τις βρισιές και με τις καυκησιές της Παλουμπαίικες, ανάξια της αληθινής λαϊκής ποίησης. Το δ' (σ. 119) είναι από τα γνωστά πλαστά του Φαλέζ («Ραμπαγάς»), το ε' (σ. 123), ανακοίνωση από δυο δασκάλους του δημοτικού, είναι το γνωστό «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά», τραγούδι με ουρά ψεύτικη από πλαστό, όπου περιγράφεται το γνωστό όνειρο (μίμηση από του Κατσαντώνη) και μ' άλλους ακόμα πρόσθετους πλαστούς πεζούς στίχους («ν' αφήκω τη διαθήκη μου και τες παραγγολές μου / τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυθο θα πάω»).Το στ' (σ. 133), που το δημοσίεψε ο λόγιος Δ. Μπαρδουνιώτης στο περιοδ. «Χλόη» της Πάτρας, 1889), δεν είναι παρά αναμάσημα του πλαστού τραγουδιού του Φαλέζ (περί στρατ. ανατρ., σ. 420) τροποποιημένο και με στίχους ανόητους φορτωμένο («πάω να συχωρεθώ και την υγειά ν' αφήσω / τι θα περάσω θάλασσα και φοβερό λιμάνι 59 / θα πάγω εις τη Ζάκυθο να σμίξω με τους Φράγκους»). Ο πλαστοποιητής φαντάζεται πως ο Θοδωράκης έφυγε από τον Μοριά ειρηνικά κι αναπαμένα. Το ζ' (σ. 135) είναι αναμάσημα από Ρουμελ. τραγούδια. Το η' και θ' (σ. 136-7) είναι πλαστά τραγούδια του Κρυστάλλη, που τραγουδιόνται τάχα στην Ήπειρο, ενώ μοναχά το τραγούδι «Λάμπει ο ήλιος» γίνηκε γνωστό στα Γιάννινα επί βασιλείας Γεωργίου. Το ι’ (σ. 139) κάνει φανερή την προσπάθεια του ποιητή να παρουσιάσει ανέκδοτο Κολοκοτρ. τραγούδι από φράσεις, στίχους και μισόστιχα παλιών Κλέφτικων τραγουδιών. Το ια' (σ. 143) είναι ξαναμαγείρεμα του πλαστού, που αρχίζει «ψηλό τετράκορφο βουνό ποτάμι ροβολάει» (Παπαζαφ.) και τελειώνει τώρα στον θάνατο του Γιωργακλή Κολοκοτρ., θάνατο που κι ο λαός του Μοριά και η αληθινή ιστορία δεν τον ήξερε ποτέ· ο σκοπός του τραγουδιού φαίνεται από τον στίχο «που ήτανε τριαντάφυλλο των Κολοκοτρωναίων». Το ιβ' (σ. 150) είναι ξαναπλασμένο από το γνωστό, που τύπωσα πιο πάνου, για τον χαλασμό των Κολοκοτρωναίων στης Αιμιαλούς τ' αμπέλι. Όλες οι ψεύτικες παραλλαγές αυτού του πλαστού τραγουδιού παρασταίνουν τον προδότη καλόγερο να γίνεται ντελάλης μες τη Δημιτσάνα, και να δείχνει μ' αυτό πως όλοι οι χριστιανοί της χώρας με χαρά θ' ακούγανε την προδοσία. Κι αυτή την ατιμία φαντάζεται ο πλαστοποιητής θα ήταν άξιος ο λαός του Μοριά να την τραγουδήσει. Το ιγ' (σ. 155) είναι κομμάτι από το πιο πάνου· το ιδ' (σ. 156) είναι νεωτεριστική παραλλαγή πεζότατη απ’ άνθρωπο που διάβασε και πλούτισε με δικούς του άτεχνους στίχους το τραγούδι της Αιμιαλούς και πάλι. Το ιε' (161 και 162), είναι ξαναμάσημα του τραγουδιού, που παρασταίνει τον Θοδωράκη ν' αγναντεύει από της Ζάκυθος το κάστρο. Το ιστ' (σ. 163) είναι μεταπλασμένο από Ρουμελ. με προσθήκες, όπου φαίνεται γιος του Θ. Κολοκοτρώνη φανταστικός, ο Λαμπράκης κλπ. Το ιζ' (σ. 165) είναι κι αυτό ξαναμάσημα της διαμονής του Θοδωράκη στη Ζάκυθο. Για το παράξενο τραγούδι (σ. 166), το στελμένο από τη Μακεδονία, όπου ανακατεύεται Κότζμανης (δε χωρούσε τ' όνομα «Κοτζαμάνης»), που θέλει να πατήσει την Ύδρα, Κολοκοτρώνης που πολεμάει με τους Τούρκους, Τσαμόπουλα κι άλλα τέτοια δε λέω τίποτε. Ο Πολίτης θέλει να δώσει κάποια εξήγηση αυτού του τραγουδιού, μα του κάκου.

Ακολουθούν πλαστά τραγούδια ανακατεμένα μ' αληθινά, με του Τσοπανάκου, με λαϊκές πεζές ρίμες, κι όλα με υπόθεση τον Θοδωράκη κατά τα χρόνια της Επανάστασης. Όλα όμως αυτά δεν έχουνε να κάμουνε με της μελέτης μου τον σκοπό. Από την έρευνά μου τούτη τη λαογραφική βγαίνει συμπέρασμα πολύ θλιβερό, η άρρωστη προσπάθεια διαφόρων στιχοπλόκων να στολίσουν των Κολοκοτρωναίων τ’ όνομα με ποιητικόν κύκλον απέραντο, κύκλο που δε στόλισε ποτέ άλλη Κλέφτικη είτε Αρματολική δυναστεία. Μα η προσπάθεια αυτή, η ένοχη κι αξιοκατάκριτη, δε σταματάει εδώ. Κοντά στα τραγούδια που μιλάνε πότε για τον ένα και πότε για τον άλλον Κολοκοτρώνη, υπάρχουν και γενικά τραγούδια, που έχουν κι αυτά σκοπό να εξηρωίσουν περιληφτικά τους ίδιους. Πρώτο απ’ αυτά τα τραγούδια έρχεται το γνωστό, ίσως έργο του Τσοπανάκου· «του Λεωνίδα το σπαθί —Κολοκοτρώνης το φορεί». 60 Από στίχους 8 που έχει ο Τσοπανάκος γίνανε στην έκδοση του Passow 10, και στη «Δημοτ. Ανθολογία» του Λελέκου 30· ο Λελέκος χώνεψε μες το τραγούδι και το περίφημο «Κάτου στου Βάλτου τα χωριά»· ολάκερους στίχους τους έβαλε ακέριους· «τ' άρματα δεν τα δίνουμε — το αίμα μας το χύνουμε». Δεύτερο τραγούδι που ακέριο το ‘κλεψε ο Λελέκος είναι «Τα Τσαμόπουλα», που το χορεύουνε «στα τρία» όλες οι γυναίκες της Ρούμελης. Αν την παραλλαγή την έκανε ο λαός του Μοριά, δε θα ήτανε παράξενο ν' άλλαζε τ' όνομα και να ‘βανε, αντί Τσαμόπουλα, Κολοκοτρωνόπουλα· μα ο Λελέκος πρόσθεσε και δικές του αναγούλες, κι ύστερα τις άλλαξε κι αυτές σε δεύτερη παραλλαγή, που τη δημοσίεψε στη «Νέα Εφημερίδα» 7 Οχτ. 1890. Όσο για το πρωτότυπο τραγούδι, οικογένεια Κλέφτικη με τ' όνομα Τσάμη φαίνεται στον Όλυμπο, όμως το τραγούδι δείχνει αρχοντική οικογένεια· μπορεί λοιπόν να είναι ο λόγος για την περίφημη Αρματολική οικογένεια του Μετσόβου. Τσάμηδες Κλέφτες ή Αρματολοί ήτανε και στη Ρούμελη. 61 Το τραγούδι πέρασε στον Μοριά, και βρίσκεται πρώτα στην Ηλεία ως παραλλαγή, με τη διαφορά «κίνησαν τα Λαλόπουλα — τα καπετανόπουλα» («Πανδώρα» ΙΓ'—1862, σελ. 341). Ο Λελέκος τ' άρπαξε, το παράλλαξε, το ‘καμε Κολοκοτρωναίικο στην ανθολογία του (έκδ. του 1868, σελ. 24).

Όμως δε φτάναν οι πολεμικές δόξες του Θοδωράκη· χρειαζόταν τώρα και ποιητικές. Ο Θ. Ν. Φιλαδελφέας, λόγιος και ιστοριοδίφης γνωστός, γιος του τόσο ευεργετικού στα γράμματα τυπογράφου, έγραψε (εφημ. «Άστυ» 25 Μαρτ. 1905) άρθρο για ν' αποδείξει πως ο Θ. Κολοκοτρ. ήταν ο ποιητής του περίφημου τραγουδιού «Της τρίχας το γεφύρι»· γράφει λοιπόν ο Θ. Ν. Φ.: «Τούτο ανεκάλυψα αναδιφών τα χειρόγρ. του μακαρίτου πατρός μου, όστις συνδεόμενος διά παλαιάς φιλίας μετά του... Γ. Τερτσέτη, έγραψεν ιδία χειρί, κατά την διήγησιν εκείνου, το εξής επεισόδιον του Θ. Κολοκοτρώνη... «Γέρων τις αγωνιστής ετραγώδει άσμα του Κολοκοτρώνη· εκ περιεργείας ηρώτησα αυτόν τι είναι αυτό, το οποίον άλλοτε δεν ήκουσα, και αυτός μου είπεν ότι αυτά είναι πράγματα παλαιά και ελησμονήθησαν πλέον με την εθνικήν Επανάστασιν· είναι τραγούδι το οποίον έκαμεν ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, δύναται δε να τα ενθυμείται καλύτερα μία γραία εκ της οικογενείας του Κολοκοτρ., προς ην απευθυνθείς, έγραψα αυτολεξεί εξ απαγγελίας τα εξής: «-—Ήτον Λαμπρή ανήμερα, ήταν ογδοήντα σύντροφοι, και ήτον εις το μεγαλύτερο βουνό της Πελοποννήσου· από ημέρες τους είχαν είδηση δοσμένη, ότι θα πάνε αλυσοδεμένους εκατόν πενήντα ανθρώπους. Εδιαμοίρασα, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, τους μισούς συντρόφους εις το άλλο βουνό, έβαλα τα καραούλια με μεγάλη πρόβλεψη διά να κάμομε τη Λαμπρή μας ασφαλισμένοι εδιαμοιρασθήκαμε λοιπόν και τους είπα: —Ε, αδελφοί χριστιανοί, να ήμαστε συγκεντρωμένοι, όχι, όχι που μας ονομάζουν οι Άρχοντες και το Γουναρικό κλέφτες, να ελευθερώσουμε τους ζωντανούς. Αν θέλετε να μ' ακούσετε, να κρεμάσομε τα χαϊμαλιά μας εις τα έλατα· αυτά είναι η εκκλησία μας, η Λαμπρή μας, και να τα ασπασθούμε, και να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας, που πάνε να τους φυλακίσουν διά παντός εις τα δεσμά. Απάνω που καθίσαμε να φάμε και να πιούμε τους είπα πάλε, αν είμαστε αδελφοί, να χύσομε το αίμα μας διά τους αδελφούς μας· πρώτα τους ορμήνευσα μιλητά, έπειτα το έκαμα και τραγούδι και τους το ετραγούδησα:

Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδούμε...

Πουλάκι επήγε κι έκατζε απάνου στο τραπέζι·

δεν εκελάηδει σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,

μόν' εκελάηδει κι έλεε ανθρωπινή λαλίτσα:

— «Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδούμε,

δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό διά την ψυχή μας,

να πάμε να φυλάξομε της Τρίχας το γεφύρι,

οπού περνάει ο βόιβοδας με τους αλυσωμένους;»

Πρώτο ντουφέκι που ‘ριξαν, βγαίνουν οι σκλαβωμένοι.

Σκοτώσανε το βόιβοδα, βγαίνουν οι σκλαβωμένοι.

Απάνω που εκόψανετ' αρνιά τα ψημένα, ο θεός τους επήγε τους Τούρκους και τους εκτύπησαν· ελαβώθηκε ένας πρώτος από τα παλικάρια, εσκοτώθη ένας πρώτος εξάδελφος του Κολοκοτρώνη και πήραν το κεφάλι του· έκαμαν πόλεμο· ήσαν 2.000 στρατιώται· από τους Τούρκους εσκοτώθηκαν ογδοήντα επτά. Μας βοήθησε, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, η Παναγία η Θεοτόκος και η καθαρότητα μας, οπού επήγαμε να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας».

Το πρωτότυπο αυτού του τραγουδιού το ‘χουνε πολλές συλλογές. Καταχωρίζω όμως το κείμενο της «Πανδώρας (ΙΔ'—1864, σ. 535. 62)

Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες

ολονυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμόνται·

κοιμόνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους.

Μα είχαν αρνιά και τρώγανε, κριάρια σουβλισμένα,

μα είχαν κι ένα γλυκό κρασί από το Μοναστήρι.

Κι ένας τον άλλον έλεγαν, κι ένας τον άλλον λένε:

— «Καλά τρώμε και πίνουμε και ψιλοτραγουδάμε,

δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχήν μας;

να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι,

που εκεί περνάει ένας πασάς με τους αλυσωμένους,

να κόψουμε τον άλυσο να βγουν οι χαψωμένοι,

να βγει της χήρας το παιδί και της Μαριώς ο άνδρας;» 63

Από το περιεχόμενό του, το, μπορεί να πει κανείς, μυθολογικό, από το θρυλικό της «Τρίχας» γεφύρι, που ανοιγοκλείνει μ' άλυσο, 64 από τον όλον αγέρα που περνάει το τραγούδι αυτό, φαίνεται πως είναι πάρα πολύ παλιό, μάλιστα και βυζαντινό, ίσως κι από τον Ακριτικόν κύκλο. Στο κείμενο του Τερτσέτη βρίσκονται μεταβολές, π.χ. το «ψιλοτραγουδάμε» (μεγαλόφωνα), που από τον Τερτσέτη γράφεται «λιανοτραγουδάμε» (= ψιλοτραγουδάμε 65), «απάνου στο τραπέζι», φράση άτοπη, «όπου περνάει ο βόιβοντας», φράση αναχρονισμένη προς το νεότερο κλπ. Το πανάρχαιο λοιπόν αυτό τραγούδι ο Τερτσέτης, για να το στηρίξει στ' όνομα του Κολοκοτρώνη, δε φτάνει που το τροποποίησε κατά τον σκοπό του, βάνοντας του βοϊβοντάδες 66 κι άλλους νεωτερισμούς, όπως ο εφτανησιακός τύπος «έλεε» (σαν αηδόνι!), μα έχτισε κι ολάκερο ψεματινό οικοδόμημα πιο φανταχτερό κι από της Τρίχας το γεφύρι, για να θρονιάσει μέσα σ' αυτό τη δόξα του Θοδωράκη.

Ο Τερτσέτης, ζώντας πολύ στενά με το σπίτι του Θ. Κολοκοτρώνη στην Αθήνα, χαραχτήρας αδύνατος, 67 άνθρωπος του Γέρου πριν ακόμα κι από την ιστορική δίκη του 1834, 68 ήτανε και Κολοκοτρωνιστής κι οπαδός του Κυβερνήτη· επί Αυγουστίνου Καποδίστρια διορίστηκε δικαστής, και σαν Εφτανήσιος στερεώθηκε στο πολιτικό του φρόνιμα. Από τα χρόνια του Αυγουστίνου δυνάμωσε η παλιά φιλία του με τον Κολοκοτρώνη (θα γνωριστήκανε στη Ζάκυθο πριν από το 1821). Πιστεύω πως ο ίδιος ο Τερτσέτης έπλασε την ψευτιά του θρύλου, που του τη διηγήθηκε τάχα η γριά, και το 'καμε από κολακεία· η στενή φιλία του με τον «Κυβερνητικότατο» Κολοκοτρώνη του ‘κανε διπλή την αφοσίωση. Ό,τι είναι πικρό να συλλογίζεται κανείς είναι τούτο· ο Γέρος του Μοριά καταδεχότανε ν' αφήνει τέτοια ψέματα να πλάθονται τριγύρω του. Να συζητήσω τώρα σοβαρά τις λεφτομέρειες του τραγουδιού; Να ρωτήσω, αυτοί οι 2 χιλ. Τούρκοι (που για να ‘ναι τόσοι, και οι «αλυσωμένοι» θα ήταν αρκετοί, Κλέφτες τρομεροί, χαραμήδες επικίντυνοι) τι γυρεύανε περνώντας, με τόσους σκλάβους, από ψηλά βουνά, κι από που έρχονταν; Και για να σκοτώσει ο Θοδωράκης 87 από τους 2 χιλ. Τούρκους έπρεπε κι ο πόλεμος να βάσταξε μερόνυχτο, και το δικό του σώμα να ‘ταν πολύ δυνατό. Τόσο όμως σημαντικό περιστατικό γιατί δεν το 'γραψε στην Αυτοβιογραφία του; Από τους δικούς του σκοτωθήκανε δυο μοναχά... Τα τραγούδια του λαού τις παραλένε τέτοιες συχωρεμένες υπερβολές· «μετριόνται οι Τούρκοι τρεις φορές, και λείπουν τρεις χιλιάδες / μετριόνται τα Κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες» κλπ. Να βεβαιώνει όμως ο Γέρος του Μοριά πως σκότωσε 87, και δικοί του σκοτωθήκανε δυο, τέτοια πολεμική «καληώρα» (ψευτιά, που συνηθίζεται στα παραμύθια) η ιστορία δεν τη βαστάει. Η μόνη αλήθεια που κρύβεται μέσα σ' αυτόν τον μύθο είναι πάλι η αμολόγητη συνωμοσία να σηκωθεί το Κολοκοτρωναίικο όνομα στα ψηλώματα του ηρωικού θρύλου.

Θύμα αθέλητο της ίδιας αυτής προσπάθειας έπεσε κι ο καθηγητής κ. Φ. Κουκουλές· να τι γράφει στη μονογραφία του «Οινουντιακά» (Χανιά, 1908, σ. 19): «Ο Κλέφτης Ζαχαριάς, χορεύων πολλάκις εις την πλατείαν των Βρεσθένων, λέγεται ότι και το εξής έψαλλε ποιημάτιον, ενίοτε και πολλών Τούρκων παρόντων:

Όρκο έχω στο σπαθί μου

και σταυρό στο χαϊμαλί μου,

Τούρκο να βρω να σκοτώσω

και Ρωμιό να ξεσκλαβώσω.

«Ημέραν τινά το αυτό χορεύων επανελάμβανεν, ότε μετ' εκπλήξεώς του είδεν ότι πάντες μεν οι άλλοι άνδρες του χορεύοντες είχον αποθέσει τα όπλα των, μόνος δε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, νέος τότε, επ' ώμον το όπλον φέρων εχόρευε. Τούτο μεγίστην ενεποίησεν εις τον Ζαχαριάν εντύπωσιν, όστις διακόψας τον χορόν και στραφείς είπε προς τους άνδρας του, δεικνύων άμα τον Κολοκοτρώνην: «— Ρε σεις, αν πεθάνω, αυτός καμιά βολά θα γίνει καπετάνος σας». Το μέλλον όντως απέδειξε πόσον ορθώς έκρινεν ο οξυδερκής Κλέφτης».

Και πρώτα, λίγα λόγια για το τετράστιχο. Δεν ξέρω αν είναι αυτό αλλού πουθενά τυπωμένο, αλλά ο Ηπειρώτης λόγιος Θαν. Πετρίδης (με γράμμα του προς τον εκδότη του «Εθν. Ημερολογίου» Παρίσι, Μαρίνο Βρεττό) έστειλε από τη Δρόβιανη της Ήπειρος, 5 του Μαγιού 1866, το τετράστιχο αυτό αλλιώτικα κάπως διατυπωμένο, από γεροντική λησμονησιά (αντί «φυλαχτό» έπρεπε να γράψει «χαϊμαλί», 69 και βεβαιώνει με το γράμμα του πως οι στίχοι είναι Ηπειρώτικοι, και νομίζει μάλιστα αυτό το τετράστιχο μέρος από μεγαλύτερο τραγούδι, που αρχίζει μ' αυτά τα λόγια: «Τα καλά τα παλικάρια / την ημέρα τρων και πίνουν / και το βράδυ στο καρτέρι...»· πιο κάτου δε θυμάται ο Π. καλά το τραγούδι, και το συμπληρώνει με πλαστούς στίχους, δίνει όμως και την υπόθεση: Τα παλικάρια πιάσανε δυο Τούρκους με μια κόρη σκλαβωμένη, «του Παπακονόμου νύφη / και του πρώτου θυγατέρα» 70 η κόρη παρακαλεί τους Κλέφτες να την ξεσκλαβώσουν, κι από την αφορμή αυτή ο καπετάνος λέει το περίφημο τετράστιχο «όρκο κάνω κλπ.».Ας πω κι εγώ λίγα λόγια γι' αυτό. Το νόημα του τραγουδιού δείχνει τον ήρωα παλιόν Κλέφτη, που άλλο έργο δεν έχει παρά Τούρκους να σκοτώνει. Στη στεριανή Ελλάδα τέτοιοι Κλέφτες απροσκύνητοι αναφέρνονται πολλοί. Γυρίζανε σαν τα θεριά στους λόγγους, και τέλος ή παίρνανε το «ράι» (υποταζόνταν ως Αρματολοί), ή τελειώναν τη ζωή τους σκοτωμένοι. Όπως το ξηγάει κι ο Πετρίδης στο γράμμα του, 71 οι παλιοί Κλέφτες, φιλάνθρωποι και θεοφοβούμενοι, στήναν καρτέρια για να ξεσκλαβώνουνε χριστιανούς. Στον Μοριά Κλέφτες που να σκοτώνουν Τούρκους συστηματικά δεν τους χωρούσε ο τόπος. Ο πιο άγριος Κλέφτης, ο Κωσταντής Κολοκοτρώνης, κάποιο μπουλούκμπαση σκότωσε στην Κόρινθο, με διαταγή (και με πληρωμή χωρίς άλλο) του πλούσιου σπαή πατέρα του Κιαμίλμπεη, κι αμέσως άφησε τ' αξίωμα του Κάπου και κρύφτηκε στη Μάνη. Εκεί είχανε το καταφύγιο τους κι ο σκληρός Παναγιώταρος, κι ο σκληρότερος ακόμα Ζαχαριάς, όμως και τους τρεις τους έφτασε ο Πασάς του Μοριά μέσ' τους κρυψώνες τους.

Στον Μοριά, ο τόπος ήτανε γεμάτος από Τούρκους εξελληνισμένους· οι χριστιανοί πάλι προύχοντες ήτανε πάντα εχτροί θανάσιμοι των ανήσυχων Κλεφτών. Τους Κολοκοτρωναίους, άμα αποφάσισε ο Πασάς να τους ξεκάμει, σε λίγες βδομάδες τους ξέκαμε με των προυχόντων τη βοήθεια. Η καταστροφή της Μοραΐτικης Κλεφτουριάς ήτανε πάντα ζήτημα λίγου καιρού. Την Κλεφτουριά της στεριανής Ελλάδας ο Τούρκος αιώνες την κατάτρεξε, μα τέλος συβιβάστηκε μαζί της με το σύστημα των Αρματολικιών.

Και για τ' ανέκδοτο του Θοδ. Κολοκοτρώνη και Ζαχαριά, που το περιγράφει πιο πάνου ο κ. Κουκουλές, λίγα λόγια έχω να πω. Όλοι οι Κλέφτες να χορεύανε ξαρμάτωτοι (χωρίς ντουφέκι), κι ο Θοδωράκης να χόρευε με το καριοφίλι κρεμασμένο από την πλάτη, αυτό θα ‘κανε τον Ζαχαριά, τον ατρόμητο και τόσο ακράτητο στους τρόπους του, να το νομίσει προσβολή, και να ντροπιάσει το νέο παλικάρι ως «κιοτή» (δειλό) και να το διώξει από το σώμα του, όχι να το θαμάσει μάλιστα για τη φρονιμάδα του. Η αρετή της φρονιμάδας δεν είχε εκείνη την στιγμή την εφαρμογή της. Τα παλικάρια, και στον χορό και στο τραπέζι, μα και στον ύπνο ακόμα φορούσαν τα μικρά τους άρματα, τ' άρματα του σελαχιού (το λέγαν και ζωστάρι οι Κλέφτες). Όμως στον χορό, καθώς και στην εκκλησιά, τα παλικάρια ακουμπούσαν ή κρεμούσαν κάπου εκεί κοντά τα ντουφέκια τους. Και ποιο παλικάρι φιλότιμο θα τολμούσε να βαστάει το ντουφέκι εκεί που τ' άλλα παλικάρια ήτανε ξαλαφρωμένα από τα δικά τους; Τέτοιο παλικάρι δε θα μπορούσε να σταθεί στων αλλουνών τη συντροφιά.

 

 

 

αρχή

 



 

Το τραγούδι «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά». — Φαινόμενο μιχτό γνήσιου και πλαστού τραγουδιού. — Ποια η γέννηση και η διάδοση του. — Ανάλυση κι απόδειξη της καταγωγής του. — Ήθη γνήσια Κλέφτικα κι ήθη αναχρονιαμένα ψεύτικα. — Βίος των Κλεφτών· η εκκλησιά, τ' άλογο, τ' Άρματα, τα φορέματα. — Πλούτος των Κλεφτών κι Αρματολών. — Παραλλαγές του τραγουδιού «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά». — Η μουσική του. — Άλλα πλαστά τραγούδια.

 

Να ένα τραγούδι, τέλος, που δε μπορεί κανείς, με λόγο απόλυτο, πλαστό να το κηρύξει· τραγούδι από τα πιο αγαπητά του λαού στον Μοριά, μα και της Ρούμελης, το «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά». Όσο για τη Ρούμελη, είν’ αυτό το μόνο Κολοκοτρωναίικο τραγούδι που τραγουδιέται εκεί. Για να καταλάβει κανείς πόσο δύσκολα τα τραγούδια της μεσηβρινής Ελλάδας ανέβαιναν κατά τον βοριά, ας μάθει πως το τραγούδι αυτό με τον ωραίον «ηχό» του έφτασε πρώτη φορά στην Ήπειρο κατά τα 1875. 72 Έβαλα πιο πάνου τον κανόνα πως, πριν από το 1821, Μοραΐτικα ιστορικά τραγούδια ποτέ δεν περνούσανε στη Ρούμελη και τ’ αντίθετο —και τώρα ακόμα δύσκολα περνάνε. Τη διάδοση του όμως στη Ρούμελη το «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά» τη χρωστάει στον ωραίον ηχό του, που από πρωτύτερα ήτανε γνωστός στη Ρούμελη, καθώς θα δούμε. Το μέλος του πρώτα και κύρια, και δευτέρα του Θοδωράκη τ’ όνομα το περιλάλητο από την Επανάσταση και κάτου, έκαμε το τραγούδι καλοπρόσδεχτο σ’ όλον τον λαό της Ελλάδας. Έχει εδώ τον τόπο της και μια άλλη παρατήρηση που θα κάμω· με τη χτυπητή του ποίηση και τον «ηχό» του τον ενθουσιαστικό, όπως το τραγουδάν οι Μοραΐτες —οι Ρουμελιώτες το λένε βαριά και λυπητερά, όπως όλα τα Κλέφτικα— το τραγούδι αυτό, αν ήτανε διαδομένο στον Μοριά και πριν και κατά το Εικοσιένα, τότε χωρίς άλλο και στη συλλογή του Fauriel θα ‘μπαινε και στις Γερμανικές συλλογές, που ακολούθησαν αμέσως τον Fauriel, κι ο Μ. Σκινάς, ο πρώτος που έριξε στο χαρτί Κολοκοτρωναίικο τραγούδι, κακοπλασμένο κι άθλιο, θα προτιμούσε να παραδώσει στον Θίρσιο το «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά», γιατί θα το 'βρισκε και προχειρότερο.

Το τραγούδι, καθώς είπα, μοιάζει από τα πιο ωραία της λαϊκής ποίησης, μ' όλες τις τεχνητές παραλλαγές που του κάμαν οι λογιότατοι. Η ψυχρή όμως μελέτη, η αγέλαστη κριτική σ' άλλο αποτέλεσμα φτάνει ξετάζοντας από πολύ κοντά, λύνοντας του τραγουδιού τα συστατικά και ξαναδένοντάς τα. Είναι ανάγκη εδώ να βάλω το τραγούδι στην πιο σύντομη, λοιπόν και πιο γνήσια μορφή του· και παίρνω την παραλλαγή τη Ρουμελιώτικη γιατί, πιστεύω, οι Ρουμελιώτες, πολύ πιο συντηρητικοί στα τραγούδια τους, δεν την άλλαξαν τραγουδώντας τη και με το μονότονον ηχό της. 73

Πώς λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια,
έτσι λάμπει κι η Κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
που ‘χουν τ' ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν·
καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν' αντίδερο απ' του παπά το χέρι,
καβάλα πήγαν κι έκατσαν στις εκκλησιάς την πόρτα...
Ο Ν. Πολίτης δημοσιεύει πέντε μοραΐτικες παραλλαγές, οπού στίχοι μπαίνουνε και βγαίνουνε δανεισμένοι απ’ άλλα Κολοκοτρωναίικα τραγούδια· οι περισσότερες αυτές μεταβολές είναι έργα λογιότατων, αφού όμως είναι ο λόγος για τραγούδι που ζει στο στόμα του λαού, πρόσθεσε κι ο λαός τις δικές του, κι έτσι χρειάζεται δύσκολη δουλειά για να φανεί ποια μεταβολή είναι έργο του λαού και ποια του λογιότατου;

Έρχεται τώρα το σπουδαιότερο ζήτημα. Όπως όρισα και πιο πάνου, και το «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά» πρέπει να είχε ποιηθεί στην εποχή της Κολοκοτρωναίικης ακμής και δόξας —αυτή την ακμή και δόξα δεν την έχει θέμα του το τραγούδι; Αν εγώ παραδεχόμουν το τραγούδι αυτό ποιημένο σύφωνα με τον κανόνα, θα ήμουν υποχρεωμένος να το χρονολογήσω, να το βάλω στην εποχή του. Με τι τρόπο όμως θα γινόταν αυτή η χρονολόγηση; Ο πρώτος όρος του αληθινού τραγουδιού είναι να κρύβει μέσα του τα στοιχεία τα ιστορικά και τα ηθικά, που να μας μοιάζουνε στο πνέμα της εποχής που το ‘βγαλε στο φως. Ας τα ζητήσουμε αυτά τα στοιχεία κι ας τα βρούμε. Πρώτα, βλέπουμε τον πλούτο και την επίδειξη του την αρχοντική σ' αυτό το Κλέφτικο τραγούδι. 74 Και η επίδειξη του πλούτου στ’ άρματα και στα φορέματα δεν ήτανε ποτέ επίδειξη Κλέφτικη, καθώς απόδειξα πιο πάνου, ήταν Αρματολικό καμάρι πλούτου κληρονομικού, στη Ρούμελη μοναχά 75 και πάλι όμως αυτή η επίδειξη δεν ταίριαζε σ' άντρες, ούτε στην ποίηση την αντρική· ταίριαζε σε γυναίκες και μάλιστα Αρματολών γυναίκες. 76 Η επίδειξη λοιπόν του πλούτου, που δεν υπήρχε, των Κλεφτών, είναι φιλολογία υστερόχρονη. Έρχονται τώρα οι στίχοι της καβάλας, ας τους πούμε έτσι· οι Κλέφτες «καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε / καβάλα παίρν’ αντίδερο... καβάλα πήγαν κι έκατσαν στης εκκλησιάς την πόρτα» . 77 Ο τελευταίος αυτός στίχος είναι ο περισσότερο παράξενος· οι Κλέφτες, αφού κάμανε καβάλα όλο το προσκύνημά τους, ύστερα πεζέψαν βγαίνοντας από την εκκλησιά, και θα καθίσαν, ίσως, στο πεζούλι, και θα μιλήσανε με τους χωριάτες φιλικά· περίεργη ακαταδεξιά με τ' άγια και τα θεία και περίεργη συγκατάβαση με τ' ανθρώπινα.

Όμως και να 'θελε ένας να μπει μ' άλογο σ’ εκκλησιά συνηθισμένη, δε θα μπορούσε, γιατί η πόρτα της ήτανε μικρή. Να τι γράφει ο Φιλήμονας (περί Φιλ. Εταιρ. σ. 24 σημ.): «Είναι, πιστεύομεν, γνωστόν εις πολλούς, ότι οι σχηματισθέντες εις την ανομίαν Τούρκοι ονόμαζον ως επί πολύ «αχούρ» (δηλονότι ιπποστάσιον) τους χριστιανικούς ναούς. Και τωόντι εισήγον εις αυτούς πολλάκις και τους ίππους των. Εντεύθεν έχει την αιτίαν του το παράδοξον φαινόμενον της πολλά χαμηλής και στενής πύλης, των εκκλησιών διά την επαγομένην αδύνατον είσοδον των ίππων. Εις το μέτρον τούτο ηναγκάσθησαν να καταφύγωσι πολλά μοναστήρια και οι χωρικοί, τυραννούμενοι τόσον πλέον, όσον εμακρύνοντο από την καθέδραν του δεσποτισμού». Και των σπιτιών τις πόρτες φροντίζαν οι χριστιανοί να τις χτίζουνε μικρές. Να τι γράφει περίεργος Μουσουλμάνος περιηγητής ο Εβλιγιά-Τσελεπής (18ος αιώνας): «Αι θύραι, και τα παράθυρα όλων των μη μουσουλμαν. οικιών είναι πολύ μικρά· αι θύραι δε, εκτός τούτου, είναι τοποθετημέναι πολύ υψηλά διά να μη έρχονται μουσαφιραίοι με άλογα και καταλύουν εις τας οικίας των...» (περιοδ. «Θρακικά» Ε', 1934, σελ. 187). Προνόμιο της καβάλας σπάνια χαριζότανε σε χριστιανούς που είχανε την εύνοια του Τούρκου. Αυτό το προνόμιο το είχε κι ο περίφημος Σ. Λόντος. Όμως, ενώ μια μέρα έμπαινε με το άτι του στην αυλή του παλατιού του Πασά του Μοριά, τον έριξε ο δήμιος κάτου από τ’ άλογό και του ‘κοψε το κεφάλι. Ίσα-ίσα λοιπόν για το μεγαλείο που είχε η καβάλα, ποτέ λαϊκός σύχρονος ποιητής δε θ' αποφάσιζε να παραστήσει έναν Κλέφτη καμαρωτό απάνου στ’ άτι του· μπορεί ο λαός να μεγαλώνει τα πράματα, μα δεν τα πλάθει με τον νου του. Ένας λόγος κι αυτός εδώ, που μας κάνει να πιστέψουμε πως ο ποιητής του τραγουδιού «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά» δεν ήτανε λαϊκός ποιητής. 78

Ο Κλέφτης ο αληθινός μπορεί να ‘χε κι αυτός το καμάρι του το πολεμικό, στην εκκλησιά όμως ήτανε ταπεινός, και στη Ρούμελη, μα βέβαια και στον Μοριά· άφηνε απόξω τ' άρματά του, μ' όλο που, ύποφτος πολύ, ήξερε πως κιντύνευε. Ο Άγγλος περιηγητής Hughes (1820, Β', π. 118) γράφει: «Είναι συνήθεια στους Έλληνες ποτέ να μη μπαίνουνε μέσα σε ιερόν τόπο βαστώντας άρματα». Πιο κάτου κάνει λόγο για κάποιους Κλέφτες, που αφήσανε στην πόρτα της εκκλησιάς τ' άρματά τους, μα προδομένοι πέσανε στα χέρια των Αρβανιτάδων του Αλή. Ανάλογο περιστατικό αναφέρνει ο Περραιβός (Ιστορία Σουλίου και Πάργας, 1857, Α', σελ. 86): «...Εις όμως εξ αυτών, Δεμίρης Φωτομάρας ονομαζόμενος, δεν ηθέλησε ν’ αφήσει την πιστόλαν του, ειπών προς τον ηγούμενον: «Όταν είναι πόλεμος, καλόγηρε, τ' άρματα από τας χείρας δεν αφήνονται, και ούτε του θεού κακοφαίνεται, επειδή εμβαίνω αρματωμένος εις την εκκλησίαν». Ασπασθέντες εν τοσούτω τας αγίας εικόνας εξήλθον, άλλ’ όπου άφησαν τα όπλα δεν τα εύρον, διότι κατά διαταγήν του πασά, και γνώσιν ίσως του ηγουμένου, ήσαν κεκρυμμένοι προλαβόντες εκατόν στρατιώται Τουρκαλβανοί εις διάφορα δωμάτια της μονής, και ούτω τα επήραν προ της εξόδου των Σουλιωτών».

Στη γνώμη λοιπόν του χριστ. λαού, η επίδειξη αρμάτων μέσα στην εκκλησιά, ήταν ασέβεια. Κι ο Κλέφτης, θεοφοβούμενος κι αυτός, την ίδια είχε γνώμη. Το είπα κι αλλού· ο Κλέφτης ήτανε φτωχός, λερός και κακομοίρης· μπορεί να ‘χε στο κεμέρι του λίγα φλωριά, μπορεί να ‘χε ωραία άρματα —κι ό,τι είχε τα φορούσε, που λέει κι ο λόγος ο παλιός— αλλά της φορεσιάς και των όπλων την επίδειξη, την είχε ο Αρματολός (όχι όμως κι αυτός στην εκκλησιά). Ο Κλέφτης σε ποιόνε θα ‘κανε την επίδειξη του; Σε χωριό αν ήθελε να μπει, κρυφά θα ‘μπαινε, αν δεν έμπαινε με το κακό· κι αν τύχαινε να υπάρξει πλούτος Κλέφτικος, αυτός θα ήτανε βαθιά κρυμμένος· ο Κλέφτης που αλαφρά και κούφια θα ‘δειχνε τον πλούτο του σε χορούς και πανηγύρια, κιντύνευε μαζί και το κεφάλι του από τον Αρματολό, από τον Αρβανίτη, από τον ίδιο τον λαό· ο προδότης έχει πάντα μάτι άγρυπνο και φτονερό. Και οι Κλέφτες Κολοκοτρωναίοι από την ιστορία τους φαίνονται πολύ φτωχοί, χρόνια δουλεύουνε για τον φτωχό μιστό του Κάπου, ο Κωσταντής σκοτώνει ένα μπουλούκμπαση με πληρωμή κάποιου Τούρκου μπέη, ο Θοδωράκης και για τον μιστό του Κάπου δουλεύει και κρυφά στη Μάνη μπαίνει, πάλι για τον μιστό. 79

Μίλησα πιο πάνου για τον πλούτο τον Αρματολικό και την κακομοιριά την Κλέφτικη, κι όσα είπα έχουνε τον τόπο τους κι εδώ. Ο πλούτος λοιπόν, που «λάμπει» στο τραγούδι αυτό το Κολοκοτρωναίικο, δεν υπήρχε κι αληθινά στην ιστορία των Κολοκοτρωναίων και τότε, πού τονέ βρήκε ο ποιητής και τον τραγούδησε; Μες τα κατσάβραχα που ζούσανε, πού βρήκαν τ’ άλογα και το καμάρι τους; Άλογα και Κλέφτες στα κακοτράχαλα μονοπάτια μιας βουνίσιας χώρας, στάθηκε πράμα ανάκουστο στην ιστορία της Κλεφτουριάς. Και ν' αποχτούσε ο Κλέφτης άλογο, άτι αρπαγμένο από κανέναν Τούρκο, θα ντρεπότανε κι ο ίδιος να το καβαλικεύει, μα κι ο κόσμος στα χωριά θα γελούσε με τη φτωχοφαντασιά του. Ο λαός ο χριστιανικός έχει πάντα ένα μέτρο στη ζωή του την κοινωνική. Αν δε θέλουμε να θυμηθούμε τον ίδιο τον Χριστό, που προτίμησε το γαϊδαράκο για να μπει στα Γιεροσόλυμα, μήτε τους Πατέρες της Εκκλησιάς, που απαγορεύουν τ’ άλογα, κι ο λαϊκότατος Νικόδημος Αγιορείτης τ' απαγορεύει όχι μοναχά στους απλούς χριστιανούς, μα και στους ίδιους επισκόπους, χώρια βέβαια από περίσταση οδοιπόρου. 80 Η ταπείνωση ήτανε θρησκευτική αρετή, μα βοήθησε σ’ αυτή κι ο Τούρκος με την αυστηρότητά του.

Λίγα λόγια ακόμα θα πω για της φορεσιάς και των αρμάτων την επίδειξη. Οι Κλέφτες, που ζούσανε στο πόδι, που κοιμόντανε με «τόνα μάτι», με το χέρι στο σπαθί, με την κουμπούρα στην ««πάνου σκάλα», ήτανε πάντα τους λεροί για να μην τους βλέπει οχτρός και να μην τους τρώει το ζωύφιο. «Λαμπροφορούσαν» τη Λαμπρή, κι ίσως δυο-τρεις φορές ακόμα, άμα είχανε να παν, άφοβα, στην εκκλησιά ή ακόμα πιο σπάνια σε πανηγύρι. Και πάλι όμως η επίδειξη της φορεσιάς και της αρματωσιάς σε παιδιά Κλεφτόπουλα ή γιους Αρματολών ταίριαζε μοναχά. Ένα τραγούδι λέει για τον γιο του περίφημου Ζίδρου: «Φώτη μου, μη στολίζεσαι, μη βάνεις τόσ’ ασήμια / χαμήλωσε το φέσι σου και σκέπασε τ' ασήμια / να μην να τα ιδεί η Αρβανιτιά, ρίξουν και σε σκοτώσουν». Άλλο τραγούδι Ρουμελ. παρασταίνει ένα Κλεφτόπουλο να λέει: «Έβγα, μανούλα μ’, να με ιδείς, έβγα να μ’ αγναντέψεις... / το πως γυαλίζει η πάλα μου και λάμπουν τ' άρματά μου». Λοιπόν, ως εδώ, και οι Κολοκοτρωναίοι έρχεται φυσικό που πηγαίνανε λαμπροντυμένοι στην εκκλησιά, αν βγάλουμε της καβάλας την ψευτιά. Μπορούσανε λοιπόν και με πόσι γιορτινό (κεφαλογύρι) να δένανε το φέσι στο κεφάλι. Κι Αρματολοί και Κλέφτες δένανε παρόμοια το κεφάλι, έθιμο τούρκικο μα χρήσιμο, γιατί τους προφύλαγε από το κρύο —κι από την κατεβατή σπαθιά— και προσκέφαλο έμπαινε στην πέτρα απάνου, μπορεί ακόμα και προσόψι για το νίψιμο. Το πόσι όμως τ’ ολομέταξο με τα κρόσσια του τα χρυσωπά, ύφασμα της Ανατολής γελοία θα πήγαινε στου Κλέφτη το κεφάλι, θα θύμιζε το φερετζέ της Ζαφειρίτσας, ενώ οι Αρματολοί, πλούσιοι κι αρχοντικοί και περήφανοι στην κληρονομική τους καταγωγή, όλοι το συνηθίζανε.

Με την Επανάσταση του 1821, και με τα λάφυρα τα τούρκικα, φορέσανε το πόσι πολλοί στρατιωτικοί, κι ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης· έτσι ντυμένος πλούσια και με το πόσι τ' ακριβό, ανταμώθηκε στην Κόρθο με τον Μάρκο Μπότσαρη, το 1822. Ο Μάρκος ήταν απλά ντυμένος με τη γαλάζια του τη φέρμελη, τη λευκή Σουλιώτικη φλοκάτα και στο ζωστάρι του πιστόλα ξύλινη. Ο Κολοκοτρ. ντράπηκε, που θα πει ένιωσε πόσο δεν ταίριαζε στους παλιούς Κλέφτες η μάταιη εκείνη επίδειξη της πλούσιας φορεσιάς και των ακριβών αρμάτων, και την άλλη μέρα παρουσιάστηκε στον Μάρκο απλά ντυμένος με την παλιά του φουστανέλα, την παλιά του πάλα και τη φτωχική παλάσκα του. 81 Ο Καραϊσκάκης σιχαινότανε το πόσι, κι αυτούς που το φορούσαν τους έλεγε σπληνάντερα· και για να το σιχαίνεται ένας παλιός Κλέφτης κι Αρματολός, θα πει πως και στα χρόνια τα παλιά η πλούσια φορεσιά δεν ήταν αρεστή ανάμεσα στ’ αληθινά παλικάρια.

Μοναχά ο ανόητος ποιητής, που άργησε να φανεί, καθώς θα δείτε, έχει ενάντια γνώμη· παρασταίνει τους Κολοκοτρ. να καμαρώνουνε για τις ασημένιες πάλες τους. Η πάλα με την ασημένια φούχτα ήτανε συνηθισμένο πράμα 82 και μοναχά τα φλωροκαπνισμένα τ' άρματα (μπορεί σπάνια να ήτανε κι απ’ ατόφιο χρυσάφι) κινούσαν τον θαμασμό· στον στίχο όμως δε χωρούσε η λέξη «φλωροκαπνισμένες» («πόχουν τα πόσια τα χρυσά, τις ασημένιες πάλες»). Όλος αυτός ο στίχος, και με τα χρυσά του πόσια και τις ασημένιες πάλες του, φωνάζει πως δεν πηγαίνει με τα πράματα. Κοντά στ' άλλα καμάρια του το ποίημα «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά» έχει και τελευταίο καμάρι, ψεύτικο κι αυτό· «όπου δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν»· ο στίχος είναι παρμένος από γυναίκειο τραγούδι, μα ο ποιητής σύναξε απ' όπου βρήκε καμάρια και τα φόρτωσε, άτοπα, στους Κολοκοτρωναίους. Και λησμόνησε πως η Μούσα η λαϊκή καμαρώνει τους ήρωές της, και τους στολίζει με τις ομορφιές της, μα δεν τους παρασταίνει να καμαρώνουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. 83

Έρχεται τώρα το πρόβλημα πώς πλάστηκε, πώς πλέχτηκε, πώς έφτασε αυτό το τραγούδι να γίνει τόσο λαϊκό και να τραγουδηθεί απ’ όλο τον Ελληνικό λαό. Αν δεν ποιήθηκε στην εποχή τη σύχρονή του —εκείνη που της ταίριαζε να το βγάλει στο φως— θα μπορούσα κι αυτό πλαστό να το κηρύξω. Τα εσωτερικά στοιχεία που το συσταίνουν, η ψυχολογία του η αταίριαστη με την Κλέφτικη ζωή δε συφωνάνε με την ιστορική εποχή που έπρεπε ν' ανήκουν, όπλα και φορεσιές και πλούτη και κομποφάνειες Κλέφτικες —φτάνει να πει κανείς τη λέξη Κλέφτης για να πέσουν όλα. Μένει να πω λίγα για την εξωτ. μορφή του τραγουδιού. Ο α' στίχος, καθώς ξήγησα και πιο πάνου, έρχεται άχαρος, σα να είναι πράμα σπάνιο να λάμπει ο ήλιος στα βουνά· ο στίχ. είναι τροποποίηση από τραγούδι Ρουμελιώτικο, που αρχίζει «πώς λάμπει ο ήλιος»· καθώς δηλ. λάμπει ο ήλιος στα βουνά, έτσι λάμπει κι η Κλεφτουριά. 84 Ο γ' στίχ. με τα ανύπαρχτα χρυσά πόσια του και τις κοινότατες ασημένιες πάλες, φαίνεται κι αυτός όχι σωστός, ανακριβής που λέει η λόγια γλώσσα· ο δ' στίχ. «οπού δεν καταδέχονται κλπ.» είναι δάνεισμα από τραγούδι που έχει γυναικών παινέματα. 85 Τέλος οι ακόλουθοι στίχοι, όπου οι Κλέφτες καβάλα πάνε στην εκκλησιά, και τόσες άλλες φορές καβάλα κάνανε τόσα άπρεπα πράματα, είναι όλοι δάνεισμα και μετάπλασμα από τραγούδι της β. Ελλάδας, που θα το δείτε αμέσως πιο κάτου. Πώς όμως το τραγούδι αυτό, το Ρουμελιώτικο, τ' άγνωστο τέλεια στον Μοριά κατά την ιστορική εποχή που θα ‘πρεπε το τραγούδι των Κολοκοτρωναίων να είχε ποιηθεί, πώς και πού ο λαϊκός, τάχα, ποιητής το βρήκε και το μετάπλασε και το πρόσθεσε στο τραγούδι των Κολοκοτρωναίων, ενώ, καθώς έδειξα πιο πάνου, κανένα Ρουμελιώτικο τραγούδι δεν ήτανε γνωστό στον Μοριά, και μάλιστα τραγούδι Ηπειρώτικο;

Στα δυο αυτά ρωτήματα, στο γενικό· α') με τι τρόπο ένα τραγούδι, (το «Λάμπει ο ήλιος») τεχνητά φτιασμένο από προσωπικό κι όχι ανώνυμον ποιητή, όπως εγώ νομίζω, με στίχους δώθε-κείθε δανεισμένους κι άτεχνα ταιριασμένους, πέρασε στο στόμα του λαού κι αναγνωρίστηκε γνήσιο λαϊκό· και στο ρώτημα το μερικό β') πώς από την Ήπειρο ολάκερο κομμάτι τραγουδιού πήδησε στον Μοριά, στα χρόνια τα παλιά, όταν το Κολοκοτρ. τραγούδι έπρεπε να είχε ποιηθεί, πήδησε και χωνεύτηκε μέσα στο «Λάμπει ο ήλιος» κλπ., στα δυο αυτά ρωτήματα είμαι πρόθυμος εδώ ν' αποκριθώ.

Απαντώ στο πρώτο ρώτημα. Απ' όσα ξέτασα πιο πάνου τραγούδια Κολοκοτρ. και τα χαραχτήρισα πλαστά κανένα δεν είναι δημοσιεμένο στις λαϊκές ανθολογίες που αρχίσανε να βγαίνουν από τα 1834 86 ως τα 1870 και πιο κάτου. Οι ανθολογίες όμως αυτές δημοσιεύουν και νέα ηρωικά του 1821 —ανάμεσα σ' αυτά και Μοραΐτικα και Κολοκοτρωναίικα— και παλιά δανεισμένα από τον Fauriel και Ζαμπέλιο. Αυτό σημαίνει πως και τα τραγούδια του F. και Ζ. κανείς δεν τα ‘χε ακούσει από το στόμα του λαού, το ίδιο και το «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά»· λοιπόν αυτό το τελευταίο μετά το 1870 γίνηκε δημοτικό. Γιατί, αλλιώς, έπεσε από τον ουρανό —τραγούδι που έπρεπε να ζούσε στο στόμα του λαού από τα υποθετικά χρόνια της γέννησής του —δηλ. τα πριν από τα 1806, που γίνηκε ο χαλασμός των Κολ.; Το τραγούδι αυτό έπρεπε να βροντούσε και να χαλούσε κόσμο στα χρόνια της Επανάστασης, και πρόχειρο σε κάθε στόμα να βρισκότανε, ώστε άμα αρχίσανε να βγαίνουν οι πρώτες συλλογές και οι πρώτες ανθολογίες, να τυπώνεται από τα πρώτα. Κι όμως δε μπήκε πουθενά. Φαίνεται πρώτη φορά τυπωμένο, άπλαστο ακόμα, στα 1868, από τον Μ. Λελέκο («Δημοτική Ανθολογία» σ. 21). Απ' αυτή το πήρε, τ' άρπαξε ο Φαλέζ και το δημοσίεψε στον «Ραμπαγά» του 1882 (αριθ. 419 της 7 Οχτ.) παραφορτωμένο μ' αμέτρητους λογιοτατισμούς, «αλάθευτα ντουφέκια», «γιαταγάνια μπηχτά», «ξεπέζεψαν απ' τ’ άτια τους» κλπ. Καμαρώστε στίχους του Φαλέζ: «Καβάλα τον σταυρό φιλούν και του παπά το χέρι / ξεπέζεψαν απ’ τ' άτια τους και μπήκαν ένας-ένας». Λοιπόν, εδώ, στην πόρτα βγήκε ο παπάς με το σταυρό, και οι Κλέφτες μπαίνουνε πεζοί στην εκκλησιά. Σε παραλλαγές νεότερες μπαίνουνε και καβάλα. Ο Φαλέζ τελειώνει το τραγούδι με περίεργο επεισόδιο, που στις άλλες παραλλαγές έλειψε. Ενώ οι Κλέφτες ήτανε στην εκκλησιά, η παγανιά τους πλάκωσε. Τότε ο Θοδωράκης φώναξε: «Για πεταχτείτε κι έφτασα, να κάμω το σταυρό μου / και συ, παπά, να μη σκιαχτείς, γιατ’ είναι αμαρτία / κι εγώ θε να βγω μια στιγμή, και πίσω θα γυρίσω». Τ' ανόητα αυτά πεζολογήματα πέσαν από τις άλλες παραλλαγές. Τέλος, δύσκολο είναι να βρούμε πότε οριστικά το τραγούδι πέρασε στο στόμα του λαού, και γίνηκε κοινό, πάντα μετά το 1870.

Απάνου στο ζήτημα, αν μπορεί τεχνητό τραγούδι να λαϊκευτεί, θα χρειαζότανε να γίνει λόγος πολύς εδώ. Δεν είναι όμως αυτό το πρώτο παράδειγμα, ούτε το πρώτο Κολοκοτρωναίικο τραγούδι, που έγινε λαϊκό. Από τις τυπωμένες μοραΐτικες συλλογές Λελέκου, Παπαζαφ. κλπ. πλαστά τραγούδια Καλοκοτρωναίικα —απ' όσα δηλ. εγώ τα χαραχτήρισα πλαστά— περάσανε στο στόμα του λαού, κι ο ήχος τους μπήκε απ' άλλα πιο παλιά. Όσο για το ταίριασμα της μουσικής, τα πιο παλιά δανείζουν τη δική τους στα πιο νέα, κι είναι αυτό κανόνας χωρίς εξαίρεση. Το τραγούδι, που ο λαϊκός ποιητής το δημιουργεί βιαστικά, βρίσκει έτοιμη τη μουσική του σε παλιότερο. Των λαϊκών τραγουδιών η μουσική πάντα είναι πολύ παλιά. Τη μουσική του το τραγούδι «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά» τη δανείστηκε από το Ρουμελ. τραγούδι, απ' όπου πήρε και τους στίχους της καβάλας, που είναι οι πιο σημαντικοί. 87 Βρίσκονται πρώτα στη συλλογή Αντ. Μανούσου («Τραγούδια Εθνικά», Κέρκυρα, 1851, φυλλάδ. 12, σ. 114). Το τραγούδι χωρίς άλλο είναι Ηπειρώτικο, αν και το βρήκε ο Κερκυραίος συλλογέας στην Κέρκυρα, γειτόνισσα της Ήπειρος. Στην Ήπειρο το βρήκε ο Χασιώτης (1866, σ. 137). Παίρνω από τον Χασιώτη τους στίχους, απ' όπου θα γίνηκε το δάνεισμα για την κατασκευή του «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά»:

Μια μαύρη λάμια του γιαλού, που τρώει τα παλικάρια,

γυναίκεια ρούχαν έβαλε, γυναίκεια ρούχα βάνει,

γυναικεία παν’ στην εκκλησιά, γυναίκεια προσκυνάει,

γυναικεία παίρν' αντίδωρο οχ του παπά το χέρι·

γυναίκεια βήκε κι έκατσε στης εκκλησιάς την πόρτα

με τα μαλλιά της ξέπλεγα, στο δάκρυ φορτωμένη.

Χήρας υγιός επέρασε και την καλημερίζει... 88

Ακολουθεί τ’ αντίστοιχο κομμάτι της συλλογής Μανούσου:

Τι θέλεις, μαύρη, στον χορό κι άσχημη στο τραγούδι;

— «Εγώ η μαύρη, η άσχημη πολλούς ανθούς μαραίνω,

πολλούς ανθούς, πολλούς σγουρούς, πολλούς μαλαματένιους,

κι αυτόν τση χήρας τον υγιό δεν ημπορώ μαράνω,

γιατί έχει βότανα πολλά και μάγια δεν τον πιάνου,

παρά τση λίμνης το θεριό να τόνε καταλύσει.

Εβρόντησεν ο ουρανός κι ανοίξαν τα επουράνια,

και το θεριό τ’ αγροίκησεν από τη λίμνη μέσα.

Γυναίκεια πάει και ντύνεται, γυναίκεια πάει κι αλλάζει,

γυναίκεια πάει στην εκκλησιά και τον σταυρό του κάνει,

γυναίκειαν εχαιρέτησε κατά την ώρα οπού ήτο,

γυναίκεια παίρνει ανηφορά απ’ του παπά το χέρι,

γυναίκεια εβγήκε κι έκατσε όξω στο πεζοδρόμι… 89

Τους στίχους αυτούς δε μπορούσε παρά λογιότατος να τους βρει στα βιβλία και να τους ταιριάσει με τ' άλλο λαϊκό τραγούδι. Το ταίριασμα το σκόπιμο, το δάνεισμα από το γυναικείο αυτό εξαίσιο τραγούδι των τεσσάρων στίχων της «καβάλας», είναι φανερό ολοζώντανα. Ο μεταπλάστης πιάνεται «κι από τα τέσσερα» σαν της αλεπούς την παροιμία —από τους τέσσερες στίχους— μα από τον τελευταίο πιάνεται πιο στέρεα και δε γλυτώνει πια. Γιατί το στοιχειό, σα γυναίκα που είναι, είναι φυσικό πως «γυναίκεια βγήκε κι έκατσε στης εκκλησιάς την πόρτα», οι καβαλαραίοι όμως, να λέει το τραγούδι πως «καβάλα βγήκαν κι έκατσαν», δηλ. αφού κάμαν όλα τα θρησκευτικά τους χρέη καβάλα, ύστερα να κατεβαίνουν από τ’ άλογο, βγαίνοντας από την εκκλησιά, τέτοιον παραλογισμό, όχι λαϊκό τραγούδι —και τα τραγούδια είναι από τα πιο λογικά πλάσματα του νου— αλλά ούτε ο πιο μωρός άνθρωπος δε θα μπορούσε να πλαστογραφήσει τέτοια ψευτιά, μήτε να την πει μήτε να την κάμει. Η φράση λοιπόν αυτή είναι το σώμα του εγκλήματος, το νομικό πειστήριο της ενοχής του παραχαράχτη ποιητή. Όσο για τη μουσική, το ζήτημα ήτανε γι’ αυτόν πιο εύκολο, καθώς ξήγησα πιο πάνου. Μπορεί όμως να γίνει κι άλλη υπόθεση· ως στρατιωτικός αποσπασματάρχης ο Φαλέζ, γυρίζοντας τη Ρούμελη, ν’ άκουσε της Λάμιας το τραγούδι, και μαζί με το ποίημα να ‘μαθε και τον ηχό του.

Θα μπορούσε ακόμα —για να μη μένει κανένας δισταγμός στον δύσκολο αναγνώστη— να γίνει κι άλλη υπόθεση από έναν καλοπροαίρετο μελετητή, κι αφήνοντας στην άκρη τον αυστηρόν ερευνητή, κάνω εγώ αυτή την υπόθεση την τελευταία. Η κατά τον Αγώνα δόξα του Θοδωράκη και η λατρεία η λαϊκή μπορούσανε τάχα να βοηθήσουνε να βγει στο φως αυτό το στερνογέννημα το ποιητικό, και πώς; Να πώς, πιστεύω, θα μπορούσε να γίνει αυτό το θάμα. Ο Μοραΐτης πάντα, σα λαός ζωή γεμάτος, ζηλεύει τη λεβεντιά τη Ρουμελιώτικη, και η προσπάθεια κάθε Μοραΐτη, που καταγίνεται με την ιστορία του 1821, είναι να σηκώσει και τους δικούς του ήρωες στ' ανάστημα των ηρώων που δεν είναι Μοραΐτες, παίρνοντας στολίδια δανεικά απ’ αυτούς τους ξένους ήρωες. Απ' αυτήν τη ροπή, που μπορεί κανείς να την πει πατριωτικόν τοπικισμό, βγήκε η προσπάθεια του δοξασμού των Κολοκοτρωναίων, που την είδαμε πιο πάνου· απ’ αυτή τα τόσα ανέκδοτα, που κολληθήκανε σ' ήρωες Μοραΐτες, στον Γέρο του Μοριά, στον Νικηταρά. 90 Η ζήλεια τούτη η ακατηγόρητη ενός γενναίου λαού, που έβγαλε τόσους ήρωες στην Επανάσταση, άναψε και κόρωσε την πρώτη φορά που ήρθε σ' επαφή ο λαός του Μοριά με τα Ρουμελ. στρατέματα, στον εμφύλιο πόλεμο του 1824-25, στην εκστρατεία έπειτα των Ρουμελιωτών κατά του Ιμπραήμ, 1825-26, στην εκστρατεία του Πειραιά, 1826-27, όπου πολέμησαν αδερφικά Μοραΐτες και Ρουμελιώτες, και τέλος στα Καποδιστρ. χρόνια, 1828-32, όπου οι δυο λαοί, χωρισμένοι σε δυο κόμματα, χτυπήθηκαν όχι μια φορά και μόνη (Συνταγματικοί-Κυβερνητικοί). Βάλετε έπειτα το Ρουμελ. προσφυγολόι από τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, το γυναικοπαιδομάνι που στριμωνότανε στ’ Ανάπλι, στ’ Άργος και τα περίχωρα, στ’ ακρογιάλια του Κορινθιακού και του Σαρωνικού, στην Αίγινα, στον Πόρο και στ' Αγκίστρι. Πολλές και πολύ θλιβερές ήταν οι ευκαιρίες, που Μοραΐτισσες και Ρουμελιώτισσες ανταμωνόντανε και λέγανε τον πόνο τους· οι πρώτες, φυσικά περίεργες, τριγυρίζαν τις φτωχές γυναικούλες στα καλύβια τους τα τσοπάνικα, τις παλιόγριες που είχανε ξεσηκωθεί από των ρουμανιών και των βουνών τα καταφύγια· έτσι τριγυρισμένες λέγανε τα παραμύθια, τα τραγούδια και τα μοιρολόγια τους. Εκεί κάπου —και ποιος ξέρει πού— μια γριά Ρουμελιώτισσα είπε ένα παράξενο τραγούδι, και σα γυναίκειο που ήταν αυτό το τραγούδι —από την τάξη την εξαίσια των τραγουδιών που έχουν υπόθεση όχι ήρωες πραματικούς, παρά τους άλλους τους υπερφυσικούς, της χήρας τον υγιό, τον γιο της Αστραπής, τον Κωσταντή της Αρετής τον αδερφό, τη Λάμια του γιαλού, που τρώει τα παλικάρια, και τόσα άλλα τραγούδια θρυλικά— οι Μοραΐτισσες τ’ άκουσαν το τραγούδι αυτό άλαλες —ξέρανε κι αυτές δικά τους— τ' ακούσανε μονότονα τραγουδημένο και μοιρολογιαστό, όπως τραγουδάν οι γυναίκες τραγούδια καθιστά, ούτε του χορού μα ούτε και του τραπεζιού, κύκλους τραγουδιών παραμυθένιους, που αργά και θλιβερά, εκεί που νέθουνε κι εκεί που διάζονται, κι εκεί που ξαίνουν τριγυρισμένες από τα κορίτσια, όλα τα λένε με τον ίδιο αργόν ηχό, που λίγο παραλλάζει από ένα σ' άλλο τραγούδι. Και η Ρουμελιώτισσα γριά μολογούσε το τραγούδι της Λάμιας του γιαλού:

Μια μαύρη Λάμια του γιαλού, που τρώει τα παλικάρια,

γυναίκεια ρούχαν έβαλε...

Το τραγούδι αυτό, σαν εξαίσια που χτυπάει σε κάθε καρδιά γυναίκεια, μύρια στόματα τρυφερά θα τ’ άρπαξαν και τ’ αντιλαλήσανε στα σπίτια του Μοριά. Εκεί κάπου θα βρέθηκε ένας του λαού ποιητής, που «δεν ήξερε τον εαυτό του»· τ' άκουσε, το χώνεψε στον νου του, δανείστηκε κι απ’ άλλα γνωστά του Ρουμελιώτικα, και τέλος «έβγαλε» το τραγούδι το Κολοκοτρωναίικο· ο ποιητής μπορεί να ‘τανε κι από τα παλικάρια του Γέρου του Μοριά, κι αφού πρώτος το τραγούδησε, τ’ άφησε ύστερα τ' άπλερο πλάσμα του να περπατήσει και ν' αναστηθεί μες τα στρατόπεδα τα Μοραΐτικα. Μπορεί όμως και κανένας γερο-Ρουμελιώτης διακονιάρης, απ’ αυτούς που συντρόφευαν τα στρατόπεδα, να το μετάπλασε για χάρη του Μοριά, που χαιρόταν τη φιλοξενία του, να το 'παιξε στη λύρα του 91 και παλικάρια Μοραΐτικα να τ’ ακούσανε και να το μάθαν. Όχι το τραγούδι αυτό μοναχό, μα κι αμέτρητα άλλα Ρουμελιώτικα γεμίζαν, κατά τον πόλεμο, τον αγέρα του Μοριά, στα ηρωικά εκείνα χρόνια. Ο λαός τότε του Μοριά, που διψούσε να βρει και ν’ αντιτάξει ένα «δικό του» τραγούδι για τον Ήρωά του στα τόσα Ρουμελιώτικα, το βρήκε τέλος το τραγούδι αυτό, κι από τότε κάθε Μοραΐτης άμα τραγουδάει το «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά», λάμπει κι η όψη του από περηφάνεια. Το τραγούδι αυτό —αν παραδεχτούμε αυτή την υπόθεση της καταγωγής του— θα διαδόθηκε με τα φτερά της αστραπής σ’ όλο τον Μοριά, κι από τ' Ανάπλι —όπου οι παρέες των παλικαριών, στις ταβέρνες και στους δρόμους, προκαλούσανε με τα τοπικά τραγούδια τους η μια την άλλη, και συχνά φτάνανε στ' άρματα— περνώντας τον Ισθμό, γίνηκε γνωστό γοργά και στην άλλη Ελλάδα.

Εδώ τελειώνει η θεωρία ενός υποθετικού τρόπου, που θα μπορούσε να βγάλει ίσα από το στόμα του λαού το τραγούδι «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά». Σ’ αυτή όμως τη θεωρία στήνονται ορθά τόσα απορήματα γιγαντωμένα, που πρέπει αυτά να πέσουν πρώτα κι ύστερα να σταθεί στα πόδια της η θεωρία εκείνη. Και πρώτα, από την ανάλυση που έκαμα το τραγούδι δείχνεται καθαρά σκόπιμο περιμάζεμα από στίχους άλλων τραγουδιών δανεισμένους όχι από του λαού το στόμα παρ’ από βιβλία· το διάλεγμα αυτών των στίχων δείχνει χέρι πονηρό, σκέψη προσωπική, σκοπό εγωιστικό, που θέλει να πλουτιστεί με στολίσματα ποιητικά, σε γυναίκεια μοναχά τραγούδια ταιριαστά. Δεύτερο απόρημα, ίσα άλυτο κι ατράνταχτο, είναι αυτό· πώς ένα τόσο λαϊκό τραγούδι, που ο λαός του Μοριά —έκαμα εγώ μιαν υπόθεση— τ' άρπαξε και το διαλάλησε θριαμβευτικά, δεν παραδόθηκε σε χαρτί γραμμένο, σε συλλογή, σ' ανθολογία τυπωμένη, αρχίζοντας από το βιβλίο του Fauriel, στα 1824 και κάτου, πως ούτε στις καθαρά Κολοκοτρωναίικες πηγές, και πρώτη απ’ αυτές το βιβλίο του Γενναίου «Ελλην. Υπομνήματα», 1856 (όπου δείχνει τη μούρη του το πρώτο πλαστό Κολοκοτρ. τραγούδι), κι έπρεπε να περιμένουμε του Λελέκου τη «Δημοτική Ανθολογία», 1868, για να μας δώσει το πρώτο σχέδιο του τραγουδιού; Έρχεται όμως στη μέση αυτής της απορίας η περίσταση του τραγουδιού που έδωσε ο Σχινάς στον Βαυαρό Θίρσιο, και πρώτος το δημοσίεψε ο Passow (σελ. 176) χρονολογημένο στα 1822. Το τραγούδι αυτό, από 12 στίχους, είναι περιμάζεμα από ασυνάρτητα κομμάτια, άμορφα στο σύνολό του, που χέρι λογιότατου αδέξιο στα λαϊκά τραγούδια το κατασκεύασε. Δυο μοναχά στίχοι του ο β' και γ', στίχοι κακόπλαστοι, θυμίζουν το «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά»· όλο τ' άλλο τραγούδι δεν έχει να κάμει μ' αυτό καθόλου. Βάνω εδώ πάλι την αρχή αυτού του τραγουδιού:

Πολλή μαυρίλα φαίνεται απ’ τους Κολοκοτρωναίους,

όταν πάνε στην εκκλησιά να παν να προσκυνήσουν,

με τα σπαθιά τους τα χρυσά, τα πόσια τ' ασημένια...

Με τον ίδιον τρόπο το τραγούδι προχωρεί ασυνάρτητο, και δείχνει πως, με τους τόσο άσκημους στίχους του, δεν είναι συρραφή από θυμήματα παλιών τραγουδιών, άλλα πρόχειρη κατασκευή ασυνάρτητων δεκαπεντασυλλάβων, πράμα το πιο εύκολο και συνηθισμένο στον κάθε λογιότατο. Το ότι μέσα σ' αυτό το κατασκεύασμα, δυο μοναχά στίχοι θυμίζουν το κατοπινό συμπλήρωμα, το γνωστό με τ’ όνομα «Λάμπει ο ήλιος κλπ.» είναι απόδειξη πως τραγούδι μ' αυτόν τον τίτλο και με τη γνωστή του ύστερα μορφή δεν υπήρχε ως τα 1822, ούτε υπήρχε κι άλλο τραγούδι Κολοκοτρωναίικο. Τότε πρώτη φορά από τον Σκινά τον ίδιον, ή απ’ άλλον, έγινε δοκιμή βιαστική να δοθεί Κολοκοτρ. τραγούδι στα χέρια του Θίρσιου. Αν υπήρχε τραγούδι Κολοκοτρ. στα 1822, θα το δίναν ακέριο οι ενδιαφερόμενοι. Η συρραφή του Σκινά δείχνει πως αυτή ήτανε κι η πρώτη δοκιμή πρόχειρης κατασκευής πλαστού Κολοκοτρ. τραγουδιού. 92 Ο Μιχ. Σκινάς φαίνεται γραμματέας της Πελοπον. Γερουσίας στα 1824 (τον αναφέρνει ο Raybaud στις Αναμνήσεις του τ. Α', σ. 14 του προλόγου), όμως χωρίς άλλο βρισκότανε στον Μοριά από τα 1822 93 και φαίνεται έστειλε από τότε το τραγούδι στον Θίρσιο στο Μόναχο, ή του το ‘δωσε όταν αυτός κατέβηκε στην Ελλάδα, 1831-32, με τη βεβαίωση πως το τραγούδι το είχε αντιγραμμένο στα 1822, όπως το χρονολογεί η συλλογή Passow. Και το νόημα όμως του κειμένου των δυο στίχων του Σκινά, που θυμίζουν το «Λάμπει ο ήλιος κλπ.», δείχνει πως δεν είχε λάβει ακόμα ύπαρξη με τη γνωστή του μορφή αυτό το τραγούδι. Από τους στίχους του Σκινά βγήκε το δεύτερο Κολοκοτρ. πλαστό τραγούδι, που το δημοσιεύει ο Ζαμπέλιος (σ. 706-7)· μέσα σ' αυτό το τραγούδι βρίσκονται τελειοποιημένοι οι δυο εκείνοι στίχοι του τραγουδιού του Σκινά και γίνονται τώρα τέσσεροι, 94 και τέλος οι τέσσεροι αποκόπηκαν, πλουτίστηκαν από το Μ, Λελέκο, κι έτσι πρώτη φορά βγήκε, χωριστό πια κι ανεξάρτητο, το τραγούδι «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά», στα 1868.

Νομίζω πως έδειξα τον δρόμο που ακολούθησε το περίφημο αυτό τραγούδι ώσπου να πάρει την τελευταία μορφή του, κι απ’ αυτή τη μορφή να σχηματιστούν τ' άλλα παρακλάδια των πλαστών παραλλαγών του. 95

Αληθινά, δε μπορεί κανείς να κρατήσει τον θυμό του και τη θλίψη του για τον σωρόν αυτόν της ψευτιάς, που πνίγει την αναπνοή. Είναι τόσο φανερή η πλαστογραφία και τόσο χοντρή η ψευτιά, που φτάνει απλό διάβασμα να δείξει την τεχνητή κατασκευή. Σε τέτοιο βαθμό αδιαντροπιάς έφτασαν οι πλαστοποιητάδες, που ένα Ρουμελιώτικο γυναικείο νεραϊδοτράγουδο, της Λάμιας του γιαλού, το κάμαν ηρωικό τραγούδι. Για την τιμή του λαού του Μοριά, που ξεχωρίζει στον πλούτο του το λαογραφικό, σκέφτηκα εδώ και πολλά χρόνια πως ήτανε χρέος μου επιστημονικό να ξετάσω όλον εκείνον τον σωρό των ιστορικών τραγουδιών, που μου φαινόταν ύποφτη η λαογρ. καταγωγή τους. Αφού η μελέτη μ’ έφερε σε θετικό συμπέρασμα, έλαβα το θάρρος να καταπιαστώ με το θέμα, αυτό έχοντας τη γνώμη πως ποιήματα τόσο αντιποιητικά, τόσο πεζά κι άτεχνα, τόσα γεμάτα ρητορικές κομποφάνειες, ψευτοπαλικαριές, στολίδια παραπανιστά, φανταχτερά και ψεύτικα, σαν εκείνα που η κουρούνα τα μαζεύει άμα χτίζει τη φωλιά της —και τη φαντάζεται παλάτι ονειρευτό— τέτοια, λοιπόν, ύποφτα πλάσματα ντροπιάζαν ένα λαό στολισμένο με πλούσια κι αληθινή λαογραφία. Μ' αυτή την κοπιαστική μελέτη ο λαός αυτός βγαίνει αθώος από την κατηγόρια πως έπλασε τέτοια κακόμορφα τραγούδια, ανάξιά του, και το βάρος πέφτει απάνου στον λογιότατο, τον δάσκαλο ή τον μισογραμματισμένο, στον ανάξιον απόγονο ιστορικών προσώπων, που διψάει για μεγαλεία προγονικά· αυτοί όλοι σαν οργανωμένοι μυστικά, σαν κινημένοι, άλαλα, από ένα σκοτεινό σκοπό, καταπιαστήκανε μιαν ακατόρθωτη δουλειά, κουτοί μες τον στενό τοπικισμό τους, να δημιουργήσουν κύκλον ολάκερον ομηρικό γύρω στ' όνομα Κολοκοτρώνης.

Αν κανένας λαϊκός ποιητής του Μοριά, ποιητής χωρίς όνομα, αναλάβαινε να μεταπλάσει αλλουνών τόπων τραγούδια, συχωρεμένος θα ήταν, και τα έργα του θα τα μελετούσε ο λαογράφος, μπορεί κι ο ιστορικός, ως καθαρά γεννήματα, της ντόπιας λαογραφίας άνθη. 96 Ίσως μοναχά ο Λελέκος με τα λαογρ. του χαρίσματα, αν και δάσκαλος, θα ‘πρεπε να κριθεί αλαφρότερα, γιατί δεν έχει καθόλου συνείδηση φιλολογική, δεν ξέρει τι θα πει λογοκλοπία. Η πλημμύρα όμως των πλαστών του τραγουδιών, μ' όλο που έχουν απλότητα και χάρη, και κάποια έμπνεψη, η κατασκευή αμέτρητων παραλλαγών, η αντιγραφή ακέριων κομματιών από Ρουμελ. τραγούδια, τον καταδικάζουνε κι αυτόν, αφού δείχνουν πως γράφοντας τα τεχνικά, μα συχνά τόσο φλύαρα, τραγούδια του, δεν έκανε αυτή τη δουλειά από την αθώα χαρά να γράφει τραγούδια λαϊκά, για λαϊκό ανάγνωσμα, παρά από τον ιστορικό τοπικισμό του, από συφέρο ακόμα να περνάει ως λαογράφος κοντά στους σοφούς και να πουλάει και τις φυλλάδες του. Τι να πει όμως κανείς για τους άλλους, τους πιο λόγιους από τον Λελέκο, που δεν παύαν πλάθοντας ψευτοτράγουδα με σκοπό να δοξάσουν τα ιστορικά πρόσωπα του Μοριά, και πρώτα απ΄ όλα τους Κολοκοτρωναίους; Όμως αν αυτοί κινηθήκαν από την αγάπη στων Κολοκοτρωναίων τη δόξα, άλλοι σπρωχτήκαν από φτόνο σ' αυτή τη δόξα. Ένας τέτοιος, ανώνυμος θαμαστής της δόξας της Ντεληγιανναίικης, δημοσίεψε πλαστά τραγούδια στην εφημ. «Μέριμνα», 29 Ιουλ. 1860. Βάνω εδώ το πρώτο και συντομότερο. 97

Ένας πασάς ροβόλαγε από τον Άγιον Πέτρο,

γυρεύοντας τους προεστούς και τους κοτζαμπασήδες,

κι ο Ντεληγιάννης τ' άκουσε, πιάνει του παραγγέλνει,

πιάνει και γράφει μια γραφή, του στέλνει πεζοδρόμο:

— «Δε σε φοβάμαι, βρε πασά, στον νου μου δε σε βάζω,

τι έχω παιδί στον βασιλιά, παιδί στη δωδεκάδα,

έχω και στην Τριπολιτζά αυτόν τον Θοδωράκη,

έχω και στην Καρύταινα τον γιο μου τον Πανάγο,

κι εγώ είμαι εις τον τόπο μου με τ' άλλα τα παιδιά μου.

Πρέπει να κάτσεις φρόνιμα, να μη με ενοχλήσεις,

Τι γράφω και σε στέλνουνε σεργούνι στο Μπαγδάτι.

Άλλο τραγούδι Ντεληγιανναίικο πλαστό τυπώθηκε στην εφημ. «Φωνή της Ηπείρου, Αθήνα, 10 Iouv. 1905.

Το δεύτερο, από στίχους 24, περιγράφει μια εκστρατεία των Ντεληγιανναίων κατά του Λάλα. 98 Το τρίτο περιγράφει τη βοήθεια που πήγαν ο Κανέλλος, ο Πετρόμπεης, ο Λόντος κι ο Ζαΐμης στο Μεσολόγγι κατά την πρώτη του πολιορκία, 1822. Πλαστό τραγούδι για τους Πετμεζαίους στο Λεβίδι, 1821, δημοσιεύει ο Ζαμπέλιος (σ. 706). Το τραγούδι αυτό γίνηκε ως απάντηση σ' άλλο πλαστό τραγούδι, όπου η δόξα της μάχης του Λεβιδιού χαρίζεται όλη στον Στριφτόμπολα. 99 Άλλο Πετμεζαίικο πλαστό τραγούδι βρίσκω στα χειρόγρ. που έχω αποχτημένα από την οικογένεια. Τραγούδι πλαστό για τον Κλέφτη Στριφτόμπολα δημοσιεύτηκε σ' ένα φυλλάδιο, βλ. σημ. πιο πάνου.

Τραγούδια πλαστά όχι λίγα δημοσιευτήκανε και γι’ άλλους Κλέφτες του Μοριά. Για τον Κόλια Βυτινιώτη τραγούδι πλαστό υπόβαλε ο δάσκαλος και παπάς Π. Παπαζαφειρόπουλος στο υπουργείο της Παιδείας, 1 Νοέβρη 1857, κι ύστερα το δημοσίεψε με διορθώματα περιττά στη συλλογή του (σ. 58). Δεύτερο τραγούδι του Κόλια είναι ολάκερη αντιγραφή από το τραγούδι του ληστή Κάγκαλου, Ρουμελιώτικο, κι αφού ο Κόλιας είναι «Αρματολός» παλιός του Μοριά, κι ο Κάγκαλος ληστής των χρόνων της βασιλείας Γεωργίου, δεν μπορεί παρά να είναι κι αυτό πλαστό, ή ίσως, στ’ όνομα του Κάγκαλου μπήκε τ’ όνομα του Κόλια, κι αυτό θα γίνηκε από κάποιο λόγιο του Μοριά σ’ εποχή πολύ υστερόχρονη, κι έτσι το βρήκε ο καθηγητής κ. Ν. Βέης να τραγουδιέται («Δημώδη Άσματα Φιγαλίας» σελ. 221). Σελ. 220 της συλλογής Βέη δημοσιεύεται πλαστό πεζότατο τραγούδι του Κλέφτη Μαντά, σύχρονου του Ζαχαριά. Σελ. 222 της ίδιας συλλογής ανατυπώνονται στίχοι από το τραγούδι του Κόλια, που το δημοσίεψε ο Παπαζαφειρόπουλος, πιο πάνου. Από του Ζαχαριά τα τραγούδια γνήσιο είν’ εκείνο που δημοσίεψε ο Fauriel (σ. 76, και Passow σ. 18), γνήσιο κι εκείνο που δημοσίεψε η «Πανδώρα» (ΙΓ', 18 Οχτ. 1862, σ.366) από συλλογή τραγουδιών της Ηλείας. Ακολουθεί σειρά από πλαστά του Ζαχαριά· στη χειρόγραφη βιογρ. του Ζαχαριά (αριθ. 2133, Εθν. Βιβλ.) όλα τα τραγούδια, όσα δημοσιεύονται χωριστά ή είναι χωνεμένα μες το κείμενο, είναι πλαστά· πλαστά κι όσα δημοσιεύει ο Λελέκος («Δημοτ. Ανθολογία» 1868, σ. 47-48, περιοδ. «Ελλην. Φιλολ. Συλλόγου», Κων)πολη, Η', 1874, σ. 498 κι «Επιδόρπιο» 1888, σ. 26). Πλαστό κι εκείνο που δημοσιεύεται στο «Σπαρτ. Ημερολόγιο» 1904, σ. 64. Πλαστά τέλος όσα δημοσιεύει ο Ζαννέτος στη βιογρ. του ήρωα. Από τις παραλλαγές του τραγουδιού του Γιώργη του Γιαννιά (Ντεληγιώργη) το πιο παλιό μοναχά είναι γνήσιο, μα διορθωμένο, και το δημοσίεψε ο Γερμανός Kind στη συλλογή του (Eunomia, Γ', 1827, σελ. 16) ανατυπωμένο από το βιβλίο του Voutier, Lettres sur la Grece, 1823, σ. 194.Ο Γιαννιός σκοτώθηκε στα 1821. Το τραγούδι αυτό το βρήκε κι ο Α. Καρκαβίτσας να τραγουδιέται στην πατρίδα του, το τύπωσε κι ο Γιατρίδης στη συλλογή του (σ. 42), παραλλαγή διορθωμένη από τον εκδότη ή εκείνον που την έδωσε· ψεύτικη παραλλαγή δημοσιεύτηκε κι από άγνωστο, τον Λελέκο χωρίς άλλο—που έχει γεμίσει την «Πανδώρα» και μ’ άλλους ομοίους θησαυρούς της φαντασίας του, τόμ. ΙΔ' αυτού του περιοδικού, σ. 484, και β' παραλλαγή του ίδιου στη «Δημοτ. Ανθολογία» του, 1852, σ. 12. Ο Λελέκος έπλασε και για κάποιον Κλέφτη Χάντζο, που τονέ σκότωσαν οι Λαλιώτες, άλλο άνοστο ψευτοτράγουδο («Πανδώρα»ΙΓ', 1862, σ. 343) κι άλλο για κάποιον Αλέξη, Κλέφτη («Πανδώρα» ΙΔ', σ. 534).

Εδώ σταματώ. Άκρη δε θα ‘βρισκα, αν ήθελα να παρακολουθήσω όλα τα παρακλάδια της ύποφτης αυτής κι απόκρυφης λαογραφικής βιομηχανίας, που δεν ξεκινάει από μια μόνη πηγή, παρά έχει πολλές —καθώς είναι και τ' αυλάκια της πολλά— την τοπική φιλοδοξία, την οικογενειακή μεγαλομανία, πρώτα απ’ όλα, κι ύστερα των ψευτολαογράφων τα μικρόχαρα ελατήρια, τοπικά, υλικά συφέροντα κλπ. Η μελέτη που έκαμα των ιστορ. τραγουδιών έγινε κατά τη χρονολογική σειρά των τυπωμένων συλλογών, όπου αυτά δημοσιεύονται. Αν αποφάσιζα να βάλω όχι σε τάξη χρονολογική τα τραγούδια αυτά, αλλά κατά τα πρόσωπα και κατά τα περιστατικά, που έχουνε θέμα, τότε παράξενο φαινόμενο θα παρουσιαζότανε μπροστά μας τριπλές, τετράδιπλες και πολλαπλές παραλλαγές να μιλάνε για το ίδιο πρόσωπο, και η μια παραλλαγή να ξεχωρίζει από την άλλη μοναχά σε λόγια περιττά, σε στίχους κακόπλαστους ή κακοταιριασμένους. Και τότε δε θα μπορούσε κανείς παρά ν' απορήσει για το πλήθος αυτό των περιττών παραλλαγών, που η μια είναι χειρότερη από την άλλη. Μια τέτοια μοναχά παρατήρηση θάφτανε να τις αποδείξει όλες πλαστές, αν δεν ξεχνούσε κανείς όσα έγραψα πιο πάνου, θέλοντας να ορίσω τι θα πει παραλλαγή λαϊκού τραγουδιού. Την παραλλαγή την επιβάλλει η ανάγκη της τοπικής ή χρονικής απόστασης, ενώ οι παραλλαγές που εγώ τις χαραχτήρισα πλαστές φωνάζουνε πως είναι —αν και οι εκδότες των συλλογών δεν ορίζουν τον τόπο απ' όπου βγήκαν— παιγνιδιάρικα, να πει κανείς, γεννήματα, που δεν έχουν άλλο λόγο παρά του πλαστοποιητή τη μάταιη φιλοτιμία να μεγαλώσει τη δόξα των ηρώων του χαρίζοντας στ’ αθώο κοινό του περισσότερα γι' αυτούς τραγούδια. Ο πλαστοποιητής δεν ξέρει τι θα πει παραλλαγή, και πιάνεται από την ίδια την πλαστότητά του, την τύφλα του, σωστότερα.

Και τώρα, θα ρωτήσει ο αναγνώστης: Δεν υπάρχουνε λοιπόν τραγούδια Κολοκοτρωναίικα, ώστε να παραδεχτούμε πως απ’ αυτά τα γνήσια θα βγήκαν οι παραλλαγές οι ψεύτικες; Ποια είναι τα όμως τα τραγούδια αυτά, που οι πλαστοποιητές θα ‘πρεπε να τα ‘χανε μπροστά τους, και ποιες είναι οι τυπωμένες συλλογές, ενώ πολλές απ’ αυτές, οι πιο υστερόχρονες, είναι γεμάτες από πλαστά, κι από τις πιο παλιές καμιά δεν έχει τραγούδια γνήσια Κλέφτικα, παρά δυο του Ζαχαριά, και κανένα των Κολοκοτρωναίων; Υπάρχουν όμως μαρτυρίες γραφτές που βεβαιώνουν την ύπαρξη Κολοκοτρωναίικων τραγουδιών. Πρώτος ο Άγγλος περιηγητής Hughes (1820, τ. Α', σελ. 191) βεβαιώνει πως πάρα πολλά τραγούδια του λαού τιμάνε του Αλή-Φαρμάκη (λοιπόν και του Θ. Κολοκοτρ.) το κατόρθωμα, στα 1811, ενώ το μόνο τραγούδι του Αλή-Φαρμάκη, που δημοσιεύεται στην Αυτοβιογρ. του Θ. Κολοκοτρ., είναι παιδιάτικα πεζό, και πλαστό χωρίς άλλο. Μίλησα γι’ αυτό πιο πάνου. Πώς μπορεί να συβιβαστεί του Άγγλου περιηγητή αυτή η μαρτυρία με την απουσία τραγουδιών του Αλή-Φαρμάκη; Ας κάμει καθένας ό,τι εικασίες μπορεί να κάμει. Ο Fauriel, ενώ επαινεί τους Κολοκοτρωναίους, τραγούδια δεν τους βάνει (Α', σελ. 73), βάνει όμως του Ζαχαριά. Ο Voutier στις «Αναμνήσεις» του (1823, α. 23) περιγράφει κάποια μάχη του Θ. Κολοκοτρ., ψηλά στο Μαίναλο, και την καταστροφή των Αρβανιτών: «Ένα τραγούδι μιλεί γι' αυτή την καταστροφή και τη φυγή τους, ενώ φωνάζανε να σταματήσουν οι χριστιανοί την καταδίωξη και να τους αφήσουνε να πιούνε νερό». Το τραγούδι αυτό αν υπήρχε, θα είχε υπόθεση τον χαλασμό των Αρβανιτών στα 1779. Πού είναι το όμως; Ο ιστορικός G. Finlay (έκδ. β', τόμ. ST', σ, 26) γράφει πως τα κατορθώματα του Ζαχαριά και του Κολοκοτρώνη τα τραγουδάνε «αντιποιητικά» τραγούδια (θα εννοεί τραγούδια λαϊκά, που δεν αρέσουνε στον Άγγλο ως ανήθικα, αφού κάνουνε λόγο για ληστές). Εδώ μπορεί να σημειωθεί και για μια μικρή συλλογή χειρόγραφη λαϊκών τραγουδιών, που βρέθηκε στα χαρτιά του Γάλλου καθηγητή Brunet de Presle (Εθν. Βιβλιοθήκη, αριθ. χειρόγρ. 48, παλιό χαρτί, απομεινάρι ίσως των χρόνων του Καποδίστρια). Μέσα σ' αυτή τη συλλογή βρίσκονται δυο τραγούδια· το ένα έχει υπόθεση τον Θοδωράκη και τον αδερφό του Γιάννη, και τ’ άλλο τον Γιωργακλή Κολοκοτρώνηδες, και τα δυο αναφέρνονται στον περίφημο χαλασμό. Είναι χωρίς άλλο πλαστά κατασκευάσματα από δημοσιεμένα άλλα Κλέφτικα. Η πλαστότητά τους φαίνεται κι από άλλον ουσιαστικό λόγο. Οι Κλέφτες, που είναι υπόθεση αυτών των τραγουδιών, γίνονται θέμα χωριστό από την όλη υπόθεση του χαλασμού. Ανήκουνε λοιπόν στον ίδιο σωρό των πλαστών τραγουδιών, που μοιράσανε τον χαλασμό σε ίδια θέματα για να δοξάσουνε τον κάθε Κολοκοτρώνη χωριστά, πράμα που δε γίνεται ποτέ στα ιστορικά λαϊκά τραγούδια. Όπου χαλαστήκαν ομαδικά Κλέφτες ή Αρματολοί, ένα είναι το τραγούδι τους με τις πολύ λιγοστές παραλλαγές του, και κάτου από τ’ όνομα του αρχηγού χάνονται τ’ άλλα ονόματα. Τα τραγούδια όμως του χαλασμού των Κολοκοτρωναίων, σαν πλαστά που είναι, χωρίσανε τα διάφορα περιστατικά και τα κάμαν υπόθεση δική του το καθένα.

Υπάρχουν κι Ελληνικές μαρτυρίες για την ύπαρξη λαϊκών τραγουδιών Κολοκοτρωναίικων στο Μοριά. Ο Φραντζής (Α' σελ. 25) βεβαιώνει πως άκουσε και τραγούδησε ο ίδιος, παιδί, το τραγούδι του Μετζ-Αράπη, που τονέ σκότωσε ο Κωσταντής Κολοκοτρ. Όμως το τραγούδι αυτό το ξέτασα και τ' απόδειξα πλαστό. Στην εφημ. «Αθηνά» (17 Ιουν. 1836) βρίσκω πάλι αυτή τη βεβαίωση· «τα τραγούδια των Κολοκοτρωναίων, του Ζαχαριά, των Πλαπουτών και λοιπών είναι μνημεία ιστορικά κλπ.». Πάλι κι εδώ γεννιέται η απορία, πώς το ένα από τα δυο γνήσια και μόνα τραγούδια του Ζαχαριά, αν και δεν τιμάει τη μνήμη του, βρέθηκε Μοραΐτης και το ‘δωσε στον Fauriel, ενώ από τα τόσα, που δε φτάσαν ως εμάς, τραγούδια των Κολοκοτρωναίων κανένα δε δημοσιεύτηκε ούτε στον Fauriel, ούτε στον Ζαμπέλιο (δε λογαριάζω της συλλογής του Ζαμπέλιου τα δυο και μόνα, που είναι ανατύπωση από του Γέρου την Αυτοβιογρ. κι είναι πλαστά, καθώς ξήγησα πιο πάνου). Κι ο Μ. Οικονόμου (σ. 47) βεβαιώνει πως υπάρχανε Κολοκοτρ. τραγούδια. Πιο κάτου μάλιστα (σ. 49), παραθέτει και δίστιχο λαϊκού τραγουδιού, πολύ όμως ύποφτο. 100 Όσο για των Πλαπουταίων και των άλλων Κλεφτών τα τραγούδια, αν υπάρξαν ή όχι, ο λόγος θα μ’ έφερνε πολύ μακριά, κι ο τόπος του βιβλίου δε θα χωρούσε. Κάνω μια τελευταία παρατήρηση, για να δείξω με τι ευκολία γινόντανε τα Κολοκοτρ. τραγούδια. Τρεις του Φλεβάρη 1843 πέθανε ο Γέρος του Μοριά· στο φύλλο της 18 Μάρτη 1843 της εφημ. «Η Ταχύπτερος Φήμη», Αθήνα, δημοσιεύτηκε τάχα λαϊκό τραγούδι, μ’ αυτή τη σημείωση από κάτου: «Μας γράφουν εκ Τριπόλεως ότι το παρόν ποίημα, στιχουργηθέν παρά τίνος των εκείσε κατοίκων διά τον αοίδιμον Θ. Κολοκοτρ., τραγωδείται εις ανάμνησιν αυτού». Ο εκδότης της εφημ. Ν. Παπαδόπουλος, Τριπολιτσιώτης, θαμαστής και φίλτατος του Γέρου —αυτός τύπωσε και το βιβλίο «Τα κατά την κηδείαν του μακαρίτου Θ. Κολοκοτρ.» στο τυπογραφείο της εφημερίδας του— έλαβε χωρίς άλλο το τραγούδι από τον Φαλέζ κι όχι στελμένο από την Τριπολιτσά. Και το τραγούδι είναι ψεύτικο, και η σημείωση από κάτου. Βάνω εδώ λίγους στίχους απ’ αυτό το, ας το πούμε, τραγούδι, ανάξιο και της Τριπολιτσάς, το χειρότερο απ’ όλα τα πλαστά που ξέτασα πιο πάνου: 101

Βουνά μου, μη χιονίσετε, κάμποι, μη λουλουδίστε...

να κλάφτε το νουνούλη μας, φτουν τον Κολοκοτρώνη...

Θε μου, και τι να γίνηκε φτος ο Κολοκοτρώνης;…

Εσύ, πουλί των Αθηνών, πουλάκι της Αθήνας,

για δε μας λες τι γίνεται μέσα εις την Αθήνα;

Πολλά κανόνια πέφτουνε και θλιβερά βροντάνε,

πολλοί ανθρώποι φαίνονται, πολλ’ είναι μαζωμένοι.

Μην είναι εθνική γιορτή, μην είν’ του βασιλέως;

Κολοκοτρώνης πέθανε και πάνε να τον θάψουν κλπ.

Τα ιστορικά τραγούδια τα γνήσια, αφού δώσανε καιρό στον λαό ποιητή να τα ομορφύνει παραδίνοντας τα από μια σ’ άλλη γενιά, είναι όλα άρτια, τέλεια στη μορφή, αλάθευτα στο μέτρο, αληθινά και στα περιστατικά τα ιστορικά που περιγράφουν. Άσκημα και χωρίς καθάριαν έμπνεψη τραγούδια δεν υπάρχουν· η ασκήμια στο λαϊκό τραγούδι —κατά τη μορφή και το περιεχόμενο—είναι απόδειξη πλαστότητας. Τα τραγούδια μοναχά του 1821, αφού ποιηθήκανε βιαστικά —δε λέω για τα από παλιά πρότυπα μεταπλασμένα— δεν προλάβανε να πάρουν την τελευταία τους μορφή, γιατί η πεζή πολιτική και κοινωνική ζωή που τα πλάκωσε σταμάτησε την αποτέλειωσή τους. Του 1821 τραγούδια Κολοκοτρωναίικα κι άλλων ηρώων υπάρχουν αληθινά, και γνήσια, μ’ όλο που εκδότες ανεύτυνοι είτε κακοθελητές βάλανε χέρι και σ’ αυτά. 102 Η μελέτη των ιστορικών τραγουδιών του 1821 βγαίνει από τον σκοπό αυτού του βιβλίου.

Όσο για τ' απόρημα, αν υπάρξαν πρωτότυπα Κολοκοτρ., Πετμεζ. κλπ. τραγούδια, πολύ είμαι στενοχωρεμένος, που δεν μπορώ θετικά ν’ αποκριθώ· αποκρίνομαι αρνητικά, πως τέτοια τραγούδια αφιλονίκητης γνησιότητας εγώ δε βρήκα. Αν αποφάσιζα, μες το θολό ποτάμι των πλαστών «παραλλαγών» —που η μια είναι παραλλαγή της αλληνής, και που καμιά δε βγήκε απ’ αληθινό πρότυπο— να ψαρέψω, εδώ κι εκεί, κανένα γνήσιο στίχο ή δίστιχο, κατά την κρίση τη δική μου πάντα, η μελέτη μου θ’ άλλαζε σκοπό, και η κρίση θα μ’ έφερνε σε μακρινούς συμπερασμούς, που φυσικό θα ήτανε να σαλεύουνε δισταχτικά. Ο σκοπός αυτής της λαογραφικής μελέτης ήταν άλλος· να δείξει αν τα γνωστά ιστορικά τραγούδια του Μοριά, και πρώτα απ' όλα τα Κολοκοτρωναίικα, είναι γνήσια ή όχι, και λοιπόν αν μπορούνε να βοηθήσουνε στον χαραχτηρισμό και στο μεγαλείο των ιστορικών προσώπων, που τραγουδούνε. Τα τραγούδια αυτά τ' απόδειξα πλαστά, όπως και τα πιστεύω στη συνείδησή μου. Αν υπάρχουν άλλα γνήσια, πώς εγώ δεν τα βρήκα; Θα χαρώ αληθινά, αν κανένας άλλος σοφότερος τ' ανακαλύψει, είτε όσο εγώ απόδειξα πλαστά, εκείνος τ’ ανταποδείξει αληθινά.

Με λίγα λόγια ακόμα κλείνω τη μελέτη αυτή. Το χρέος προς την Αλήθεια είναι καιρός να μπει ανάμεσα στην πολιτεία την ιερή, που λέγεται Ιστορία. Η Αλήθεια είναι η βασίλισσα της πολιτείας αυτής, κι ο ιστορικός ερευνητής ο ταπεινός εργάτης και σκλάβος της. Τι είπε ο ποιητής;

Του μυστήριου ανασήκωσε την πέτρα

και μη σκιαχτείς το δάγκωμα του αστρίτα.

Την αλήθεια ακατάπαυτα αναζήτα,

τη μόνη αληθινή ψυχοπονέτρα.

(Σονέττο Λ. Μαβίλη)

Η Αλήθεια ψυχοπονέτρα; θα φωνάξει της Ιστορίας ο νοθευτής, πικρός από τον πόνο της πληγής του. Η Αλήθεια, ναι, πονάει τους νεκρούς, που φωνάζουνε δικαιοσύνη στον απάνου κόσμο. Τι άλλη ψυχοπόνια πιο ιερή;

 

 

αρχή

 



 

1. Στη νεοελλ. γλώσσα το λιμαδόρος = φλύαρος άνθρωπος. Πιο πάνου, όπου ανάφερα τον ποιητικόν κύκλο του Αντρούτσου, δε μίλησα για τον Κατσώνη. Είναι περίεργο πόσο η λαϊκή μούσα δεν αγαπάει τους ναυτικούς ήρωες. Και γενικά, τα καθαρά ιστορικά ναυτικά περιστατικά είναι αντιποιητικά. Παράδειγμα και τα πεζότατα ναυτικά τραγούδια του Ιερού Αγώνα, ρίμες χωρίς φαντασιά.

2. «Ο Θ. Κολοκοτρώνης» έκδ. β', σελ. 136-7. Βλ. κι άλλο πλαστό, Ε. Γεωργιάδη: «Ζίτσα η κωμόπολις της Ηπείρου» 1889, σελ. 44.

3. Γνήσια Ηπειρώτικη συλλογή τραγουδιών είναι του Χασιώτη, κι αν θελήσει κανείς να την παραβάλει με του Αραβαντινού, αμέσως καταλαβαίνει τι θα πει αληθινό Ηπειρώτικο τραγούδι, τι θα πει καθάρια μούσα Ηπειρώτικη. Πολύ μεγάλη είναι η διαφορά της μιας συλλογής από την άλλη. Και του Χασιώτη όμως η συλλογή έχει αρκετά παραποιημένα, καθώς το τραγούδι του Πάλλα, σελ. 206, του Τζοβάρα σ. 207· υπάρχει ανάμεσα σ' αυτά και μια ρίμα λαϊκή Γιαννιώτικη, «ο Στέργιος ο Σαλονικιός» σελ. 112. Φαίνεται πως ο Χασιώτης, παίρνοντας από το στόμα του λαού τραγούδια αληθινά, δε μπόρεσε να μη γελαστεί· κι από κάποιο λογιότατο, που του ‘δωσε τα δυο ή τρία αυτά πλαστά.

4. Βλ. «Χρονικόν Γαλαξειδίου» σελ. 159 κι αλλού. Βλ. και: «Η κατά τον ΙΖ' αιώνα επανάστασις της Ελλην. φυλής» 1865, σελ. 12. Ακολουθεί ένα δείγμα της πλαστής μούσας του Σάθα, που κι ο πιο άπειρος ξεχωρίζει την πλαστότητά του:
...Μη να’ ναι χιόνια στα βουνά, μη να ‘ν' πανιά 'πλωμένα,
Μη να ‘ν’ Αγγέλης πόρχεται, Αγγέλης και Μεϊντάνης,
και το μικρό Χορμόπουλο, πόρχεται από τ' Άγραφα,
με τα μπαϊράκια ανοιχτά, τα κόκκινα και τ’ άσπρα;
Στην Άρτα παν και κόνεψαν, στη Βόνιτσα τους πιάνουν.
Μια φούστα εξαγνιάντιασε...
Δεύτερο πλαστό και τούτο τραγούδι του Σάθα, που έχει θέμα τον θάνατο του Πατριάρχη· δημοσιεύεται στην εφημ. «Εθνοφύλαξ» 3 Φλεβ. 1866.Ο Σάθας βεβαιώνει, ψέματα, πως το τραγούδι αυτό του το υπαγόρεψε ο παλιός αξιωματικός Γ. Ζάκας. Ο αναγνώστης θα κρίνει μοναχός του αν ο Σάθας έλεγε την αλήθεια. Ήταν όμως τότε νεαρός φοιτητής της Γιατρικής και δεν πρέπει να τον κρίνουμε αυστηρά:
Ποιος είδε τέτοια συννεφιά, ποιος είδε τέτοια αντάρα,
Που τούτ' το χρόνο πλάκωσε ανατολή και δύση;
Τον πατριάρχη κρέμασαν, τον άγιο τον Γρηγόρη,
Σαν νάτανε κατάδικος, στις εκκλησιάς την πόρτα.
Εκεί που ελειτούργαε κι ευλόγαε το γένος,
Πλακώνουν οι Γιαννίτσαροι και οι Οβριοί αντάμα.
«Κόπιασ', αφέντη δέσποτα, και διάβασ' τα φιρμάνια,
Που λεν να σε κρεμάσομε στης εκκλησιάς την πόρτα.
Δε σ' άρεσε να κάθεσαι στον θρόνο θρονιασμένος,
Μα θέλησες ρωμαίικο την Πόλη να την κάμεις...».

5. Η συλλογή του τυπώθηκε στα 1859.

6. Έτσι γεννηθήκαν οι αμέτρητες ψεύτικες τοπικές παραλλαγές. Ο επιστήμονας λαογράφος δίνει καλή πίστη στην κάθε λογής παραλλαγή, μα ελπίζω πως θ’ αναγκαστεί από δω και πέρα να προσέχει. Από την απάτη δε γλίτωσε ούτε ο αγαθότατος σοφός μακαρίτης Ν. Γ. Πολίτης.

7. Διαβάστε στο σύντομο προλόγισμα του τραγουδιού του Τσέλιου μια δραματική στροφή:
Κάτου στον Ασπροπόταμο, που ‘ν’ τα πολλά τα χιόνια—
χιόνια μου, να μη λιώσετε, όσο να βγούνε τ’ άλλα,
γιατ' είν' ο Τσέλιος άρρωστος...

8. Ένα τραγούδι του Κατσαντώνη (Passow σελ. 80) δείχνει πως πήγε αυτός στη «Φραγκιά» (Κέρκυρα), πράμα που είναι κι αληθινό.

9. Ο πλαστογράφος, με τον εύκολο δεκαπεντασύλλαβο, νομίζει πως θα μας γελάσει, μα γελιέται ό ίδιος. Συχνά πιάνεται κι από τη διατύπωση τής φράσης. Κατά κανόνα, στο λαϊκό τραγούδι η σκέψη δε συνεχίζεται στον παρακάτου στίχο, και ή απόδοση με το ρήμα πρέπει να γίνει στον ίδιο στίχο. Δίστιχο που τελειώνει τη φράση του στον δεύτερο στίχο είναι πλαστό. Π.χ.
Ένα πουλί, μαύρο πουλί, σαν απ' ανθρώπου στόμα,
στριγκιά φωνήν εξέβγαλε κι οι λόγγοι αχολογούσαν.
Χασιώτης, σελ. 207.
Ήταν ημέρα βροχερή και νύχτα χιονισμένη,
όταν για την Τριπολιτσά εκίνησε ο Κιαμίλης.
Ζαμπέλιος, σελ. 636.
Και σαν σωθήκανε κι αυτά, ο Τσιούλκας ο καημένος
ξεσπαθωμένος χύθηκε σε χίλιους Αρβανίτες.» Αραβαντινός, σελ. 34.

10. Εννοώ τη συλλογή «Αρκαδικών δημοτ. τραγουδιών» του Δ. Ι. Τσίριμπα («Λαογραφία» Ι', 1929, σ. 47). Από την άλλη μεριά πολλά γνήσια δημοτικά τραγούδια χαλασμένα φριχτά από παλιούς λογιότατους, όπως στις συλλογές του Fauriel και του Ζαμπέλιου, εύκολα κανείς τ' αναγνωρίζει και βρίσκει κάτου από τη δασκαλική φράση το αληθινό κείμενο. Π. χ. στο τραγούδι του Ολύμπου και Κισσάβου ο στίχος: «Και εις τα νύχια του κρατεί κεφάλι αντρειωμένου» (Fauriel Α', σελ. 38) πρέπει να διορθωθεί· «και κράταγε στα νύχια του κλπ.».

11. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

12. Αργότερα ο Λελέκος έκλεψε ολάκερο το τραγούδι του Λάμπρου, πιστεύοντάς το λαϊκό —λοιπόν αδέσποτο, λοιπόν άπιαστον και τον κλέφτη— και αφού του έβαλε μπροστά τέσσερους δικούς του πλαστούς, το δημοσίεψε ολάκερο ως γνήσιο λαϊκό.

13. Στο ποίημά του αυτό ο Ραγκαβής χωρίζει με περίεργον τρόπο τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα· «μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» (ενώ στους κάμπους είναι πιο μαύρη), στους βράχους πέφτει χιόνι» (σα να μην πέφτει χιόνι κι αλλού) κι ανάμεσα σ' αυτό τον χωρισμό των φαινομένων ο Κλέφτης —δειλός βέβαια και τρομασμένος από την οργή της φύσης —«κι ο Κλέφτης ξεσπαθώνει» (τρεις φορές!). Ο ποιητής δηλ. τον παρασταίνει πιο άναντρο κι από τις γυναίκες πού φοβώνται τη βροντή.

14. Ο Π. Λάμπρος νόμιζε πως έκανε πατριωτικό έργο πλάθοντας δημοτικά τραγούδια με την ίδια ευκολία που σύναζε άλλα γνήσια. Χάρισε και στον Χασιώτη αρκετά. (Χασ. σελ, 190). Αφού όμως ο σοφός Ζαμπέλιος έβανε χέρι και χαλούσε τ' αληθινά, πρέπει να μην είναι κανείς αυστηρός κριτής του μακαρίτη Λάμπρου, που γράφοντας το «Μάνα, σου λέω» περισσότερη θ’ αποχτούσε δόξα αν τόσο αιστηματικό και τρυφερό ποίημα το δημοσίευε γι' αληθινό δικό του παρά για λαϊκό. Το τραγούδι αυτό είναι απίστευτο πόσους εκδότες λαϊκών συλλογών ξεγέλασε και πέρασε γι' αληθινό δημοτικό και σε πόσους άλλους πάλι πλαστογράφους έδωσε αφορμή να το μιμηθούν ή να το δαμάσουν. Είπα όμως αρκετά και φτάνουν. —Όσο για τη φράση «πά' να γίνω Κλέφτης», μια κάποιαν όμοια βρίσκω μοναχά σ' ένα περίφημο τραγούδι, που αρχίζει: «Παιδιά, σα θέλτε λεβεντιά και Κλέφτες να γενείτε...». Άλλο όμως το «γίνομαι κλέφτης, έκαμα Κλέφτης», κι άλλο το «θέλω να γίνω Κλέφτης», φράση που δεν ακούστηκε ποτέ στα Ελλην. βουνά. Ίσως όμως και το «Κλέφτες να γενείτε» πρέπει να διορθωθεί «Κλέφτες για να πάτε».

15. Φαλέζ λεγόταν ο αρχιτέχτονας του πύργου της Βαβυλώνας.

16. Και τα φορτώματα των κλαριών ρωτούν τα ίδια πού τα παν, ίσως επειδή δεν κάνουνε για τη φωτιά…

17. Σπάνια είναι τα παραδείγματα, που ο λαϊκός ποιητής να κατακρίνει τον ήρωά του για τις άδικες πράξεις του. Περίφημο είναι ένα, όπου ο ποιητής παρασταίνει τον αητό να κρατεί στα νύχια του κεφάλι σκοτωμένου Κλέφτη και να του λέει· «κεφάλι, κακοκέφαλο και κακομοιριασμένο, —τι μοναστήρια χάλασες κι είσαι κριματισμένο;».

18. Ο λαός με το προσφέρνει εννοεί = προσομοιάζει.

19. Του Μ. Αλεξάντρου ο θρύλος κατάχτησε την οικουμένη. Ανάλογα και του Σκεντέρμπεη.

20. Ο Ρ. Φεραίος παιδί ασήμαντο ξενιτεύτηκε, και πια δεν ξανακούστηκε στον τόπο του. Κι ο θάνατός του έγινε σε χώρα ξενική.

21. Το τραγούδι του Διάκου είναι παραλλαγή άλλου πιο παλιού, που το δημοσίεψε κι ο Τοmaseo στη συλλογή του, 1842, σελ. 425. Κάθε νέο λαϊκό τραγούδι δείχνεται από τη βιαστική διατύπωσή του και χρειάζονται ύστερα χρόνια ώσπου να τελειωθεί.

22. Και τότε αυτού του είδους η παραλλαγή ζημιώνει και την ιστορία, αφού με της ποίησης το στεφάνι, κλεμμένο απ’ άλλον ήρωα, στολίζει, άδικα, άλλον άξιον ή όχι να δεχτεί αυτή τη δόξα.

23. Σελ. 27-28 της συλλογής Passow, ο αποκλεισμός του Αντρούτσου στο Μέγα Μοναστήρι, τραγούδι ανακατεμένο μ' άλλα στη συλλογή πρώτα του Ζαμπέλιου. Σελ. 28, τραγούδι συνταιριασμένο από θυμήματα άλλων τραγουδιών· σελ. 29, το πρώτο φαίνεται κατασκεύασμα ύποφτο μ’ αναχρονισμούς, το δεύτερο της ίδιας σελ. ανάπτυξη του τραγουδιού της μάχης στο Μέγα Μοναστήρι με ιστορικές λεφτομέρειες αξιόλογες, το όλο ανώμαλη ανάμνηση κάποιου λογιότατου Ρουμελιώτη, που ήθελε να προσθέσει όσα ακούσματα φύλαγε ο ίδιος μες τον νου του.

24. Άλλα πάλι τραγούδια αρέσκονται να λένε και να ξαναλένε αόριστα το «Κολοκοτρωναίοι, ενώ στη Ρουμελ. ποίηση είναι ζήτημα αν υπάρχει ένα μοναχά παράδειγμα, όπου ν’ αναφέρνονται έτσι γενικά κι αυτάρεσκα οι «Αντρουτσαίοι, Μπουκουβαλαίοι, Κοντογιανναίοι κλπ.».

25. Ο ποιητής του λαϊκού τραγουδιού, καθώς είπα πιο πάνου, χρειάζεται κάποια απόσταση τοπική ή χρονική ώσπου τ' άκουσμα που του δίνει την πρώτην αφορμή να χωνευτεί μες την καρδιά του και συναίστημα να γίνει, κι ύστερα ποίημα. Όμως στα Κολοκοτρ. τραγούδια ο ποιητής φαίνεται σα ν' απέχει αιώνες από το θέμα του, και σα να τ' αγναντεύει, φιλάρεσκα, μ’ όλη του την άνεση, πριν το καταπιαστεί.

26. Σημειώνει όμως (τόμ. Α’ σελ. 73) πως στον Μοριά από τις 3-4 οικογένειες η πιο δυνατή ήτανε των Κολοκοτρωναίων, αλλά του Ζαχαριά η πιο παλιά(!) Κλέφτικη οικογένεια Ζαχαριά δεν ήτανε ποτέ. Ο εκδότης έγραψε ακούσματα.

27. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

28. Ο Κλέφτης έδενε το κεφάλι του μ’ ένα μεγάλο ή σκούρο φτωχικό μαντίλι. Χρυσό ή μεταξένιο πόσι να φορέσει θα το ‘χε σε ντροπή. Η άλλη λερή του φορεσιά δε θα ταίριαζε σε τόσο μάταιη επίδειξη.

29. Ο Γιαννάκης Κολοκ. κι ο αδερφός του Θοδωράκης, κατά την εποχή του τραγουδιού, δηλ. τον θάνατο του πατέρα τους Κωνσταντή στα 1780 ήτανε κι οι δυο μικρά παιδιά 6-10 χρονών. Λοιπόν, το τραγούδι πιάνεται κι από την ιστορική πλευρά πλαστό, αφού ένα ανήλικο παιδί, ο Γιαννάκης, λαβαίνει μέρος στο τραγούδι και μιλεί με τον Γιωργάκη θειο του κι αδερφό του Κωσταντή, που σκοτώθηκε μαζί του στην Καστάνιτσα.

30. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

31. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

32. Η καταστροφή του Παναγιώταρου και του Κ. Κολοκοτρώνη τους ηύρε στον πύργο της Καστάνιτσας ανέλπιστα, ενώ ζούσαν ειρηνικά με τα γυναικόπαιδα τους. Βλ. το Β' μέρος της μελέτης.

33. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

34. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

35. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

36. Οι περιπέτειες των γυναικών, μ' όλους τους ηρωισμούς της Αναγνώστ., μπορεί να ‘ναι κι αληθινές, και δείχνουν ίσα-ίσα την πλαστότητα, αφού ο ποιητής φροντίζει να προσθέσει αυτές τις λεφτομέρειες για τη δόξα της οικογένειάς του. Χώρια απ’ αυτές, το τραγούδι, σ' όσα άλλα γράφει, δε συφωνεί καθόλου με την ιστορία της καταστροφής της Καστάνιτσας.

37. Το ίδιο κι άλλη γνήσια συλλογή από Μοραΐτικα τραγούδια, 15 όλα, που δημοσιεύτηκε στα 1883, Δελτίο της Ιστορ., Εθνολο. Εταιρείας Α’. σ. 4

38. Στο υστερνό ταξίδι μου είχα συνταξιδιώτη
μια τσουπούλα όμορφη με χάριτες και νιότη·
μη ηκολούθει πάντοτε κατασυλλογισμένη,
κι η δυσυχής εφαίνουνταν πως ήταν λυπημένη.
Εφόρει ρούχα βλάχικα, γιουρντί και πουκαμίσα,
κι ολημερίς με τήραγε μέσα στα μάτια ίσα.
Το δείλι κι εγώ άρχισα γλυκά να την κοιτάζω,
και κατά πώς γενήκαμε στα ψεύτικα στενάζω.
Ευθύς που το κατάλαβε, πανώριο χέρι απλώνει,
και μ’ ένα χαμογέλασμα τη μπόλια της σηκώνει.
Κινάει από τον τόπο της και πρώτη με ζυγώνει·
μου ‘φάνη πρόσωπ’ άγνωστο, πλην πρόσωπο σα χιόνι.
Είχε σα ρόιδι μάγουλα και τα λαιμά σαν κρίνα,
περήφανο περπάτημα σαν πέρδικα, σα χήνα,
— «Δε με γνωρίζεις; φώναξε· με λεν Ελευθερία…»

39. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

40. Ο ζήλος του Λελέκου έφτασε και στην Πόλη κατά τα 1874 (περιοδ. του Ελλην. Φιλολ. Συλλόγου τ. Η', σ. 497, όπου πλαστό τραγούδι για το διώξιμο του Όθωνα). Το ίδιο τραγούδι του Όθωνα ξαναφτιασμένο κατά την όρεξη του πλαστοποιητή, με πολλές μεταβολές —και με την ανυποψία του την αγαθόπιστη, πώς μπορούσε ποτέ να πιαστεί απάνου στη διπλή αυτή πλαστογραφία του— δημοσιεύτηκε στο Γερμανικό περιοδικό του Λέφφνερ (σ. 103). Είναι να θαμάζει κανείς την ευκολία που ο Λελέκος φτιάνει και ξαναφτιάνει τα πλαστογραφήματά του. Βλ. άλλο πλαστό στο περιοδ. «Πλάτων» 1880, σ. 159.

41. Το τραγούδι αυτό ποτέ δεν τραγουδήθηκε στον Μοριά πριν από το 1821. Για την περίεργη τούτη περίπτωση υποσκέθηκα, και θα μιλήσω πιο κάτου· εκεί θα κάμω λόγο και για την πλαστή παραλλαγή του Λελέκου.

42. Ένας μοναχά αδερφός σώθηκε στη Ζάκυθο, ο Θοδωράκης, λοιπόν κι από την ιστορική μεριά το τραγούδι είναι πλαστό.

43. Τα έγγραφα βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία, μιλεί όμως κι ο Δέφφνερ στο περιοδικό του, σ. 139 σημ.

44. Μ. Deffner: «Archiv fur Mittel-und Neugriechische Philologie»1880, Αθήνα. Ο Λελέκος και στη συλλογή Δέφφνερ και στο « Επιδόρπιό» του δε σημειώνει πού άκουσε κι αντίγραψε το κάθε τραγούδι. Ως εκεί δεν έφτασε η τόλμη του.

45. Στο «Επιδόρπιο», μαζί μ’ άλλα πολλά, πλαστογραφεί κι ένα περίφημο τραγούδι της Β. Ελλάδας, που έχει θέμα τον έρωτα της καλόγριας προς τον γιο της, και που το δημοσιεύει ο Γιατρίδης (στη συλλογή του, 1859, σ. 62) κι ο Χασιώτης στη δική του (1866, σ. 62).

46. Σε γάμο της αποκριές εγλένταγ' ο Κουντάνης,
κι αντίκρυ του τραγούδαγαν ο Γιωργακλής κι ο Γιάννης.
Τους κράζουν μια, τους κράζουν δυο, κανένα δεν ακούνε,
κι οι Τούρκοι εκοντεύανε μες το χωριό να μπούνε.
Ο Θοδωράκης το ‘βλεπε κι ολόπινε φαρμάκι,
στάθη και συλλογίστηκε και λέει τ' Αντωνάκη:
—«Σύρε, βρ' Αντώνη, σκότωσ' τους και πάρ' τους το κεφάλι(!)
να μην τους πιάσουν ζωντανούς, κι είναι ντροπή μεγάλη».

47. Παράλειψα να πω πως κι ο Λελέκος άρπαξε αυτό το τραγούδι από την πρώτη του έκδοση («Περί στρατ. ανατροφής») κι από πλαστό έβγαλε άλλο πλαστό πάλι δικό του (Δέφφνερ, σ. 144).

48. Θα ‘φτανε μόνη η λέξη «κάψανε» για να δειχτεί πλαστό το τραγούδι. Ποτέ γνήσιο λαϊκό τραγούδι δε θα ‘χε τόσο πεζή έκφραση.

49. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

50. Γιαννάκη, τι γενήκανε ένα σωρό συντρόφοι;…
Μον’ κείνοι παν, απέθαναν και δε ματαγυρίζουν,
και τώρα μεις να ζήσουμε γιατ’ ο Μοριάς διψάει
Διψάει = έχει την ανάγκη μας· άπλαστη φράση του πλαστοποιητή.

51. Μες τον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται,
περικαλώ σας, κύματα, μη μου τηνέ ξυπνάτε.

52. Μ' όλο τον λαογρ. πλούτο της η συλλογή Παπαζ. λερώνεται κι αυτή από τραγούδια Κλέφτικα πλαστά· σελ. 58 «του Κόλια το τραγούδι», όλο συραμμένο από δανείσματα Ρουμελ. κι από συγκολλήματα του εκδότη, σ. 59, όπου από το στίχο ιβ' και κάτου φαίνεται καθαρή η πλαστότητα, π.χ. στίχ. ιγ' «σύλλαβέ τον τον κερατά, και κοψ’ του το κεφάλι» κλπ. Και το τραγούδι τής Αρετής, σ. 60, είναι πλαστό σύραμμα.

53. Το τραγούδι τελειώνει με μια πεζήν ανοησία: «Κι ο Θοδωράκης ο ζορμπάς σε βάρκα πάει και μπαίνει / και στη Ζάκυθο πηγαίνει».

54. Ο Μπάλιος βρίσκεται γύρω στην Πάτρα (Υπάτη) και τον πιάσανε του Αλήπασα τ’ ασκέρια· οι Αρβανίτες τον τυραννάνε να μαρτυρήσει τα φλωριά του. Και στον Κατσαντώνη ο Αλήπασας, απάνου στο μαρτύριο, έλεγε να μαρτυρήσει τα φλωριά του.

55. Τα τραγούδια αυτά, τα τόσο υστερόχρονα, ο κ. καθηγητής, υποθέτω, θα τα σύναξε από ανθρώπους, που είχανε διαβάσει τις τυπωμένες συλλογές, λοιπόν από δεύτερο στόμα ή χέρι. Στάθηκε, θαρρώ, πολύ καλόπιστος.

56. Είν' εκεί κι ένα τραγούδι του Κατσαντώνη, όπου ανακατεύεται κι ο Γιωργακλής (τι άλλο παρά Κολοκοτρώνης;)· το τραγούδι αυτό γίνηκε γνωστό στον Μοριά σε χρόνια πολύ υστερότερα. Με το Γιωργακλή ο καθηγητής Ν. Βέης εννοεί τον αδερφό του Κατσαντώνη Γιώργο Χασιώτη (σελ. 241 της συλλογής), αλλά τέτοιος γλωσσικός τύπος δεν υπάρχει στη Ρούμελη.

57. Και στο Επιδόρπιό» του ο Λελέκος έχει τραγούδια, την «καταδίκη» του Κολοκοτρώνη, 1834 (σ. 65), κι άλλα πολλά σ. 21 κ.π.κ. Τέλος, σ. 24, έχει παραγεμισμένο και τρίτη ή τέταρτη ίσως φορά ξαναφτιασμένο το τραγούδι του Π. Λάμπρου «Μάννα, σου λέω».

58. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

59. Μήπως πρέπει να γραφτεί «κανάλι»;

60. Π. Τσοπανάκου «Άσματα πολεμιστήρια», Αθήνα, 1888, σελ. 41.

61. Οικονομίδη «Τραγούδια του Ολύμπου» σ. 75 σημ. και Άραβαντινού «Δημοτ. άσματα Ηπείρου» σ. 81.

62. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

63. Στίχ. 4 η λέξη «τρώγανε» πρέπει να διορθωθεί «ψένανε», στίχ. 6 το «έλεγαν - λένε» διορθ. «έλεγε - λέει», στίχ. 12 «χαψωμένοι» διορθ. «σκλαβωμένοι».— Άλλη παραλλαγή του τραγουδιού βρίσκεται στη συλλογή Γιατρίδη σ. 16: «Σαν τρώμε και σαν πίνομε, και λιανοτραγουδάμε / δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχή μας / να πα να καρτερέσουμε στο Τρίχινο γεφύρι, οπού διαβαίνει η Κονιαριά με τους αλυσωμένους / να κόψομε την άλυσο, να βγουν οι σκλαβωμένοι;» Οι αμέσως πιο κάτου στίχοι είναι παρμένοι από μοιρολόγι, όπου ο Χάροντας περνάει το Τρίχινο γεφύρι με τ' άλογό του φορτωμένο γέρους, γυναίκες και μικρά παιδιά στις σέλλες κρεμασμένα. Στο στίχ. 3 το «πάμ'» διορθώνεται «πα».

64. Όχι καθαυτό Τρίχινο (μονότοξο;), αλλά γεφύρι πού κλεινότανε μ' αλυσίδα αναφέρνει η λαϊκή ποίηση το γεφύρι του Πραβιού στη Μακεδονία· είχε μάλιστα και θυρόφυλλα, αν πιστέψουμε ένα τραγούδι του Νικοτσάρα, διορθωμένο με σκοπό να πλουτιστεί με ιστορικές λεφτομέρειες η περιγραφή της περίφημης μάχης που έκαμε ο Νικοτσάρας εκεί, στο γεφύρι του Πραβιού: «Βρίσκουν τις πόρτες σφαλιστές κι άλυσο στο γιοφύρι / την άλυσο εκόψανε, τις πόρτες ετσακίσαν...». Το τραγούδι πρώτος το δημοσίεψε ο Χριστόφ. Περραιβός, και σα λογιότατος πού ήτανε διόρθωσε, χωρίς άλλο, ο ίδιος το τραγούδι αυτό, σπουδαίο για την ιστορική ίσα-ίσα σημασία του (Passow, σ. 68).

65. Οι Κλέφτες δε λέγανε λιανοτράγουδα —αυτά είναι δίστιχα του χορού— αλλά τραγουδούσανε μεγαλόφωνα γενναία τραγούδια, κι απ' αυτά τους ήρθε η έμπνεψη να κάμουνε μια γενναία πράξη. Ο Τερτσέτης, ψυχρός ποιητής, δε θα πρόσεξε την έννοια του «ψιλοτραγουδώ» ή διάβασε του Γιατρίδη την παραλλαγή με τη γραφή «λιανοτραγουδάμε», κι απ' αυτή διαμόρφωσε την πλαστή δική του. Και σ' αυτή τη δουλειά του έδωσε θάρρος περισσότερο η σημείωση που βάνει ο Γιατρίδης από κάτου στο τραγούδι: «Πιθανώς το ολέθριον τούτο περιστατικόν συνέβη επί της κατά τα μέσα της παρελθούσης εκατονταετ. Πελοπον. επαναστάσεως» (σ. του Ορλώφ). Κι ενώ ο εκδότης έτσι τοποθετεί το περίφημο αυτό και παμπάλαιο μαζί τραγούδι, στον στίχο όπου γίνεται λόγος για το Τρίχινο γεφύρι, προσθέτει την εξήγηση «στενή γέφυρα επί του Μόρνου ποταμού». Μόρνος είναι το ποτάμι που χωρίζει τη Δωρίδα από τη Ναυπαχτία. Λοιπόν η σκηνή του τραγουδιού δεν ήταν ο Μοριάς.

66. Τ' αξίωμα του βόιβοντα είναι πολιτικό.

67. Ο τυπογράφος Φιλαδελφέας νόμισε πατριωτικό σκοπό, καθώς ξέρω, να τον καταφέρει ν' αφήσει τη δημοτική γλώσσα, και να γράψει την καθαρεύουσα, και τον κατάφερε. Παράδειγμα μοναδικό Εφτανήσιου ποιητή, φίλου του Σολωμού, που πάτησε τις γλωσσικές αρχές του.

68. Υπηρετούσε δικαστής στη Ζάκυθο, και κατά το 1830 έφτασε στο Ναύπλιο ζητώντας τύχη· σταμάτησε πρώτα στην Πάτρα, κι έγραψε στον Σολωμό, 20 Σεφτ., να του στείλει δανεικά για να ξακολουθήσει τον δρόμο του. Επί Όθωνα έζησε πολύ φτωχός στην Αθήνα με τη βοήθεια του Κολοκοτρ. και Φιλαδελφέα, ώσπου διορίστηκε βιβλιοφύλακας της Βουλής, Τα παρακάτου εδώ περιττεύουν.

69. Όρκο κάνω στο σπαθί μου
και σταυρό στο φυλαχτό μου
πού να βρω Τούρκους να κόψω
και Ρωμιούς να ξεσκλαβώσω.

70. Αυτοί είναι στίχοι γνήσιοι.

71. Το γράμμα το βρήκα στα χαρτιά του Μαρίνου Βρεττού, και το ‘χω στα χέρια μου. Ο εκδότης του «Εθν. Ημερολογίου» θ' αρνήθηκε να τυπώσει το ποίημα, γιατί η έκδοσή του κυκλοφορούσε πολύ στην Τουρκιά και δε μπορούσε να δημοσιέψει το τετράστιχο.

72. Ο φίλος μου Χρ. Χριστοβασίλης να τι μου ‘γραψε από τα Γιάννινα: «Μας το ‘φερε ένας Βραχωρίτης Σπύρος Στούπας, που είχε καταφύγει στα Γιάννινα κατά τα 1875». Οι δυο πρώτοι στίχοι της Ηπειρωτ. παραλλαγής είναι· «πώς λάμπει ο ήλιος του Μαγιού, τ' Αυγούστου το φεγγάρι / έτσι έλαμπε (;) κι η Κλεφτουριά oι Κολοκοτρωναίοι». Αυτή η αρχή είναι, πιο όμορφη, μα και γνήσια Ρουμελιώτικη, γιατί από τραγούδι της Ρούμελης το τραγούδι αυτό του Μοριά δανείστηκε τον α' στίχο του, μα τον έκαμε χειρότερο. Όπως αρχίζει το Μοραΐτικο τραγούδι «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια», είναι κάπως ξεκάρφωτο.

73. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

74. Μια παραλλαγή έχει τον στίχο· «φλουριά ρίχνουν στην εκκλησιά (ή στην Παναγιά), φλουριά ρίχνουν στους άγιους». Αν γινόταν αληθινά ένα τέτοιο σκόρπισμα φλουριών μέσα στην εκκλησιά, θα ήτανε μεγάλη ασέβεια και προσβολή, κατά τη γνώμη του λαού.

75. Υπάρχει κι ένα παράδειγμα Κλέφτικης επίδειξης του πλούτου στο περίφημο τραγούδι, που αρχίζει:
«Κάτου στου Βάλτου τα χωριά
Άγραφα και Ξερόμερο...
Εκεί είν' οι Κλέφτες οι πολλοί
όλοι ντυμένοι στο φλουρί κλπ.
Όμως ο λόγος είναι εδώ για παλιούς Αρματολούς, που χάσανε τ’ Αρματολίκι, και τώρα το ξαναζητούν· έχουνε λοιπόν «σύναξη», και σ' αυτή πήγανε ντυμένοι τα λαμπρά τους άρματα· αφού γλεντήσανε, στείλαν και το τελεσίγραφά τους στην Άρτα (κάθουνται και τρων και πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν»).

76. Κοιμάται αστρί, κοιμάται αυγή, κοιμάται νιο φεγγάρι
κοιμάται η Καπετάνισσα, νύφη του Κοντογιάννη,
μες τα χρυσά παπλώματα, μες τα χρυσά σεντόνια…

77. Γενικά, κατά τα χρόνια της Σκλαβιάς, την επίδειξη, της καβάλας ο χριστιανικός λαός πολύ την κατάκρινε. Χριστιανός πάλι καβαλάρης μπρος σ’ έναν Τούρκο νομιζότανε μεγάλη προσβολή σ' αυτόν.

78. Οι βασιλιάδες της Πόλης μπαίνανε καβάλα στην Αγιά Σοφιά, μα βέβαια ξεπεζεύανε στον νάρθηκα ή σ' άλλο μπροστινό χώρισμα· ίσως αυτό το προνόμιο το είχανε κι άλλοι επίσημοι της Αυλής. Παίρνοντας λοιπόν κι ο Μουχαμέτης ο Καταχτητής στην Πόλη, ακολούθησε το παλιό βασιλικό έθιμο και μπήκε στην Αγιά Σοφιά καβάλα. Αυτό μάλιστα το ‘καμε, κατά την παράδοση, άμα βεβαιώθηκε από χριστιανούς πως και οι προκάτοχοί του βασιλιάδες κάνανε το ίδιο. Αυτά γράφει ο περιηγητής Grelοt, 1688, τα ίδια βεβαιώνει κι ο περιηγ. Guys, 1788. Ο περιηγ. Michaud, σε χρόνια μετά το 1821, μιλεί για έναν περήφανο πασά της Κύπρος, που έμπαινε καβάλα στο τζαμί κάθε Παρασκευή.

79. Ο Φαλέζ μας δίνει κάπου πλούσιον κατάλογο από τα Κολοκοτρωναίικα άρματα. Για ν' αποχτηθούν αυτά πριν από το 1821, έπρεπε να «διαγουμιστεί» κανένας πλούσιος Τούρκος πηγαίνοντας στον δρόμο του με συνοδειά πολλή, και τότε αμέσως θ' άρχιζε πάλι κυνήγι της Κλεφτουριάς αλύπητο. Ο Μοριάς δεν τα χωρούσε αυτά· ήτανε στενός για τέτοια τρανά καμώματα. Τ’ άρματα του Φαλέζ, ήτανε λάφυρα της Τριπολιτσάς και της Κόρθος, ή χαρίσματα των Αρβανιτάδων, που βγήκαν από την Τριπολιτσά με το μέσο του Θοδωράκη.

80. «Εγχειρίδιον συμβουλευτικόν περί φυλακής των πέντε αιθήσεων κλπ. Βενετιά, 1801, σ. 104. Κι οι Εβραίοι βασιλιάδες δε μεταχειριζόνταν, από ταπείνωση, άλογα.

81. Αλ. Σούτσου «Ιστορία της Ελλ. Επαναστ. 1829, σ. 183, έκδ. γαλλ.).

82. Ένας στίχος (Αραβαντινού, σελ. 29) λέει: Και διαλεχτά βλαχόπουλα με πάλες ασημένιες».

83. Στο τραγούδι του Πανουργιά, Αρματολού του Παρνασσού, ο ποιητής θαμάζει τον πλούτο των αρμάτων για την εντύπωση που κάνουν:
Κάπου βροντούν τα χαϊμαλιά, κάπου βροντούν τ’ ασήμια…
Εδώ βροντούν τα χαϊμαλιά, εδώ βροντούν τ' ασήμια.
Το Γαλαξίδι είναι τρανό, Κλέφτες δεν το πατούνε,
Ο Πανουργιά το πάτησε…

84. Πώς λάμπ' ο ήλιος στα βουνά και το φεγγάρ' στους κάμπους,
έτσι έλαμπε κι η Λιάκαινα μέσα στους Αρβανίτες
Χασιώτη σ. 102.
Λοιπόν και οι δυο στίχοι είναι από γυναίκειο τραγούδι.

85. Το τραγούδι αυτό περιγράφει το πάρσιμο του Αναπλιοϋ κατά τα 1715· ακολουθεί το δίστιχο:
Τα παλικάρια τ' Αναπλιού κι οι όμορφες της χώρας,
που δεν καταδεχόντανε στη γη για να πατήσουν...
Ο β’ στίχ. εννοεί μοναχά τις γυναίκες, γιατί συνεχίζεται αμέσως με τη φράση· «δεν κλαίνε οι μαύρες τη σκλαβιά κλπ.». Στη συλλογή Γιατρίδη (σ. 99) το τραγούδι φαίνεται πολύ μεγάλο, ίσως πλεγμένο από δυο άλλα και με προσθήκες του ίδιου εκδότη.

86. Η πρώτη του Π. Χριστοφίδη τυπώθηκε στην Αίγινα, 1834, η δεύτερη από ανώνυμο συλλογέα τυπώθηκε στο Ναύπλιο, 1835, η τρίτη πάλι από ανώνυμο στην Αθήνα, 1835, η τέταρτη (Τσοπανάκου «Άσματα πολεμιστήρια», έχουν όμως και δημοτικά, κι ένα Κολοκοτρωναίικο γνήσιο για το πάρσιμο τ' Αναπλιού) συλλογή έγινε από τον Τριπολιτσιώτη Αγωνιστή Ν, Παπαδόπουλο, Αθήνα, 1818 κλπ..

87. Σα γυναίκειο τραγούδι, που δεν είναι ούτε του χορού, ούτε του τραπεζιού, λέγεται μονότονα, μοιρολογιαστά, όπως, ίσα-ίσα, τραγουδιέται στη Ρούμελη το τραγούδι «Λάμπει ο ήλιος».

88. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

89. Η φράση «δεν ημπορώ να μαράνω είναι διόρθωμα του εκδότη Μ. Ανηφορά = αντίδωρο, στην Κέρκυρα. Το τραγούδι έχει θέμα τη λάμια που έχασε το δαχτυλίδι της, κι όποιος κατεβεί στο πηγάδι να της το φέρει, γυναίκα θα την πάρει. Παραλλαγή του τραγουδιού από το χωριό Νύφες της Κέρκυρας δημοσιεύεται στη «Λαογραφία» Β’, 1911, σ. 640

90. Γιάννη Βλαχογιάννη «Ιστορική Ανθολογία», προλόγισμα.

91. Η λύρα τότε ήτανε το μόνο όργανο του λαϊκού τραγουδιστή· βιολιά δεν υπάρχανε· τα τούμπανα με το ζουρνά (καραμούζα) ήτανε γύφτικα όργανα· ακολουθούσανε και οι Γύφτοι τα στρατόπεδα, μα «παίζαν» τα τραγούδια, δεν τα λέγανε ποτέ.

92. Η ζήτηση λαϊκών τραγουδιών από ξένους, μάλιστα Γερμανούς, ήτανε μεγάλη επί Όθωνα, και πρώτος ο Γενναίος δοκίμασε να την επωφεληθεί. Έτσι συστήθηκε η φάμπρικα η γνωστή αργότερα.

93. Και χωρίς άλλο θα ήτανε πολύ κοντά στον Κολοκοτρώνη, αφού και της Πελοπον. Γερουσίας οι σχέσεις ήτανε τόσο στενές με τον Γέρο. Ο Σκινάς παράδωσε στον Θίρσιο ένα χειρόγρ. τετράδιο από λαϊκά τραγούδια, καθώς το βεβαιώνει ο Passow (σελ, 6 του προλόγου της συλλογής του), κι ανάμεσα σ' αυτά βρισκότανε το πρώτο πλαστό Κολοκοτρ. τραγούδι, που μίλησα yι’ αυτό λίγο πιο πάνου. Αν υπήρχαν αληθινά τραγούδια Κολοκοτρ., χωρίς άλλο ο Σκινάς θ' αντίγραφε τα καλύτερα απ' αυτά.

94. Μαράθηκεν η Καστανιά, ο πύργος της Καστάνιας,
που ‘χε τους Κλέφτες τους πολλούς, τους Κολοκοτρωναίους,
που πήγαιναν στην εκκλησιά τ' ασήμι φορτωμένοι,
τ’ ασήμι και το μάλαμα και τα σπαθιά ζωσμένα.
Η συνέχεια του τραγουδιού μεταβαίνει στ’ όνειρο που είδε ο Κωσταντής Κολοκοτρ. κλπ,, πράματα που δεν έχουν καμιά σκέση, Ως τη δεύτερη αυτή έκδοση, οι Κολοκοτρωναίοι είναι ακόμα θεοφοβούμενοι· δεν αποφασίσανε να μπούνε καβάλα στην εκκλησιά, ούτε να μην καταδέχονται τη γης να την πατήσουν κλπ.

95. Δεν έφτασε στον Λελέκο η πρώτη πλαστή παραλλαγή («Δημοτ. Ανθολογία» 1868), δημοσίεψε άλλες τρεις στο περιοδικό του Δέφφνερ (σ. 141, 142, 148), τέσσερες το όλο, και πέμπτη στο «Επιδόρπιό» του, (σ. 21). Τελευταία, ψεύτικη κι αυτή, παραλλαγή είναι του Φαλέζ («Ραμπαγάς» 7 Οχτ. 1882). Κι αληθινές να τις παίρναμε αυτές τις παραλλαγές, πώς θα μπορούσαν όλες να φυλάγονται στη θύμηση του λαού, στον Μοριά, χωριστές η μια από την άλλη και να τραγουδιόνται όπως μας παραδοθήκανε στις τυπωμένες συλλογές; Την ίδια απορία νιώθει κανείς και για τ’ άλλα Κολοκοτρ. πλαστά τραγούδια με τις πολλές παραλλαγές τους.

96. Φέρνω ένα παράδειγμα. Σ' ένα Σουλιώτικο τραγούδι είναι αυτό το δίστιχο: «Εδώ δεν είναι ο Μοριάς, εδώ δεν είν' τ' Ανάπλι / εδώ είν' το Σούλι το κακό, εδώ είν' το Κακοσούλι». Αυτό το τραγούδι δε μπορούσε να το υποφέρει ο Αγωνιστής Σταμάτης Μήτσας, Κρανιδιώτης, και σ' ένα χειρόγρ. σημείωμά του βρήκα γραμμένο με το χέρι του: «Δεν είν' εδώ τα Γιάννενα, ούτε το Κακοσούλι —το λεν Ανάπλι και Μοριά, σε κάνουνε σεργούνι».

97. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

98. Λίγες μέρες πρωτύτερα είχε δημοσιευτεί στην εφημ. «Αρκαδία» της Τριπολιτσάς άλλο τραγούδι πλαστό, κι αμέσως δημοσιεύτηκε τούτο το δεύτερο ως παραλλαγή του πρώτου της «Αρκαδίας».

99. Δημοσιεύτηκε σε φυλλάδιο, αντίθετο στους Πετμεζαίους: «Απαντήσεις και παρατηρήσεις εις το φυλλάδ. «ΙστορικαΙ Αλήθειαι ή η Πετμεζαίικη οικογένεια» υπό Κ. Α.», Ναύπλιο, 1850,σ. 14 σημ.

100. Έρχεται ο Πρωτοσύγκελος από του Γαργαλιάνου,
κάλλιο να ‘χε τον πεθάνου,
Πάνε και λένε του πασά και του κάνουν αρτζιχάλι,
Πρωτοσύγκελος κι οι άλλοι.
Το τραγούδι αυτό, βεβαιώνει ο Μ. Οικονόμου, τραγουδιέται με την περίεργη τούρκικη επωδή «γιαρν», παράξενη επειδή και παράξενη φτώχεια ποιητική στους δυο αυτούς στίχους, ακόμα κι ανακρίβεια ιστορική, πως ο Πρωτοσύγκελος ερχόταν από τους Γαργαλιάνους πηγαίνοντας στην Τριπολιτσά, ενώ πήγαινε στους Γαργαλιάνους ερχόμενος από την Τριπολιτσά.

101. Στο κείμενο το τραγούδι βρίσκεται σε υποσημείωση. Για πρακτικούς λόγους το τοποθετώ εδώ. (σ. επιμ.)

102. Πέρα για πέρα ψεύτικο είναι το τραγούδι που δημοσιεύει ο Fauriel (Β’ σελ. 58) με τον τίτλο «Άλωσις της Τριπολιτσάς». Μέσα στο τραγούδι αυτό βρίσκουμε αυτούς του δυο στίχους, που και ιστορικά δεν είναι σωστοί, γιατί ούτε ο Κιαμίλμπεης ήταν αρχηγός των πολιορκημένων, ούτε οι Κολοκοτρωναίοι αποκλειστικά ήταν πολιορκητές. «Προσκύνησε, Κιαμήλμπεη, στους Κολοκοτρωναίους»… ευθύς να προσκυνήσομε τους Κολοκοτρωναίους». Μανία είχε πιάσει τους πλαστοποιητές των Κολοκοτρωναίικων τραγουδιών, συχνά κι ακούραστα να παραγεμίζουν το β’ μισόστιχο με τους «Κολοκοτρωναίους». Στη λαϊκή ποίηση, την αληθινή, ποτέ δε βλέπει κανείς τ’ όνομα το οικογενειακό των Κλεφτών ή Αρματολών σε πληθυντικό αριθμό, π.χ. Μπουκουβαλαίοι, Κοντογιανναίοι, Γριβαίοι. Ο γνήσιος λαϊκός ποιητής παίρνει τον Καραΐσκο, κλπ. και δεν τραγουδάει ποτέ τα σπίτια τους ομαδικά· κόλακας αυλικός δεν είναι των σπιτιών αυτών. Μοναχά όπου η ιστορική ανάγκη, π.χ. η γενική σφαγή των Λαζαίων, τον υποχρεώνει, τότε το θέμα απαιτεί τον πληθυντικό. «Τ’ είν’ το κακό που πάθανε οι μαύροι οι Λαζαίοι…» Η πληθυντική καυκησιά, η περιληφτική κολακεία των σπιτιών είναι μια από τις απόδειξες της πλαστότητας, που δείχνει τον ποιητή ενδιαφερόμενο για το «σπίτι», λοιπόν ποιητή προσωπικό, συγγενικό, αυλόδουλο του σπιτιού.

 

 

αρχή