ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Ομώνυμα - Παρώνυμα


 

 

 

Ομώνυμα (ομόγραφα και ομόηχα)

 

Ποιες λέξεις λέγονται ομώνυμες;

Ομώνυμες λέγονται οι λέξεις που ενώ έχουν διαφορετική σημασία προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα:

1. η γλώσσα (που μιλάμε) - η γλώσσα (το ψάρι), η πλάνη (εργαλείο) - η πλάνη (παραπλάνηση)

2. κλείνω (την πόρτα) - κλίνω (το ουσιαστικό), η λύρα (το μουσικό όργανο) - η λίρα (το νόμισμα)

 

Αν προσέξουμε λίγο τα παραπάνω παραδείγματα, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν λέξεις:

α. που γράφονται, άρα και προφέρονται, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο είναι δηλαδή ομόγραφες και ομόηχες (πρδ. 1) και

β. που γράφονται διαφορετικά προφέρονται όμως με τον ίδιο τρόπο, είναι δηλαδή μόνο ομόηχες (πρδ. 2)

 

Ας δούμε περισσότερες λέξεις από την κάθε κατηγορία:

 

Ομώνυμες ομόγραφες

 

Πίνακας με ομώνυμες ομόγραφες λέξεις (με την πολύτιμη συνδρομή της φιλο-λόγου Τζίλντας Τορναζάκη)

 

Σύρε τον πίνακα, για να δεις και τις υπόλοιπες στήλες.

άδεια (η) συγκατάθεση σε αίτησηάδεια (η) κενή
αστέρι (το) άστρο αστέρι (το) πολύ έξυπνος
αφή (η) άναμμα (αφή της ολυμπιακής φλόγας)αφή (η) αίσθηση
βαριά (η) εργαλείο, βαρύ σφυρί βαριά (η) (επίθετο = με μεγάλο βάρος)
βία (η) βαναυσότητα βία (η) ασκώ πίεση
βόλος (ο) μπίλιαBόλος (ο) η πόλη
γλώσσα (η) του σώματοςγλώσσα (η) που μιλάμε, ελληνικά κλπ.γλώσσα (η) ψάρι
γόπα (η) το ψάριγόπα (η) το αποτσίγαρο
δράμα (το) θεατρικό έργοΔράμα (η) η πόλη
έργο (το) εργασία έργο (το) ταινία στο σινεμά
έρμα (τα) έρημαέρμα (τα) το πρόσθετο βάρος σε πλοίο
ζήτα (το έκτο γράμμα της αλφαβήτου)ζήτα (προστακτική του ρ. ζητάω)
Ήρα (η) η θεάήρα (η) αγριόχορτο ανάμεσα στα σιτηρά
κάπα (το γράμμα της αλφαβήτου)κάπα (η) πανωφόρι
καρπός (ο) του χεριούκαρπός (ο) δέντρου
ο κοντός (το κοντάρι)ο κοντός (επίθετο)
κόρη (η) θυγατέρακόρη (η) του ματιού
λεπτό (το) υποδιαίρεση της ώρας λεπτό (το) αδύνατο
μαλλί (το) του ανθρώπου μαλλί (το) του πλεξίματος
νάρκη (η) εκρηκτικός μηχανισμόςνάρκη (η) προσωρινή ακινησία, αναισθησία
όρος (το) βουνόόρος (ο) συμφωνία
Παν (ο) ο θεόςπαν (το) το ολόκληρο
πάντα (χρονικό επίρρημα)πάντα (το) μεγάλο ασπρόμαυρο θηλαστικό της ανατολικής Aσίας
Παρασκευή (η) ημέρα της εβδομάδαςπαρασκευή (η) ετοιμασία
πέταλο (το) αλόγουπέταλο (το) λουλουδιού
πλάνη (η) εργαλείοπλάνη (η) λάθος
πόρος (ο) του δέρματοςΠόρος (ο) το νησί
πύργος (ο) κτήριοΠύργος (ο) η πόλη
ρεύμα (το) ηλεκτρικόρεύμα (το) αέραςρεύμα (το) θαλάσσιο
ρόκα (η) για να γνέθουν το μαλλίρόκα (η) χορταρικό
ρόδα (η) του αυτοκινήτου κλπ.ρόδα (τα) τριαντάφυλλα
σοφά (τα) (επίθετο, πληθυντικός)σοφά (τον) χαμηλός και φαρδύς καναπές
ταινία (η) κινηματογραφικό έργοταινία (η) παράσιτο των εντέρωνταινία (η) μακρόστενη λωρίδα
τόνος (ο) ψάριτόνος (ο) οξεία, περισπωμένητόνος (ο) 1000 κιλά

 

Προσοχή

Οι ομόγραφες πρέπει να είναι δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους λέξεις και όχι η ίδια λέξη με πολλές σημασίες (πολυσημία), π.χ. οι λέξεις κάθομαι, γλώσσα:

 

κάθομαι στην καρέκλα

κάθομαι στην οδό Αριστοτέλους.

Γιατί κάθεσαι, πάρε ένα βιβλίο να διαβάσεις.

Και στα τρία παραδείγματα η λ. κάθομαι χρησιμοποιείται με τρεις διαφορετικές σημασίες της ίδιας λέξης (πολυσημία). Δες στο λεξικό του Τριανταφυλλίδη τις σημασίες 1α, 2α και 3α

 

Βγάλε έξω τη γλώσσα σου.

Μιλάει τρεις γλώσσες.

Αγόρασα γλώσσες για το μεσημέρι.

Στα δύο πρώτα παραδείγματα η λ. γλώσσα χρησιμοποιείται με δύο διαφορετικές σημασίες της ίδιας λέξης (πολυσημία). Στο τρίτο παράδειγμα έχουμε διαφορετική λέξη, εννοώντας το ψάρι γλώσσα. Δες στο λεξικό του Τριανταφυλλίδη.

 

Ομώνυμες ομόηχες

 

Πίνακας με ομώνυμες ομόηχες λέξεις (με την πολύτιμη συνδρομή της φιλο-λόγου Τζίλντας Τορναζάκη)

 

Σύρε τον πίνακα, για να δεις και τις υπόλοιπες στήλες.

αγιάζι (το) ψυχρός αέραςαγιάζει (αυτός) από το ρήμα αγιάζω
αίτημα (το) από το ρήμα αιτώ-ούμαιέτοιμα (τα) (π.χ. ρούχα)
άλλος (ο) (αντωνυμία)άλλως (επίρρημα =διαφορετικά) άλως (η) του φεγγαριού
αναμμένη (η) (λάμπα)αναμένει (= περιμένει)
άνθιση (η) (από ανθίζω) βγάζω άνθηάνθηση (η) (από ανθώ) ακμάζω
αργή (η) (επίθετο)αργεί (ρήμα)
άρειος (ο) από τον πλανήτη ΆρηΆριος (ο) α) ιδρυτής της αιρετικής διδασκαλίας του αρειανισμού β) αυτός που ανήκει στην υποτιθέμενη καθαρή, αρία φυλή γ) σχετικός με την ινδοευρωπαϊκή καταγωγή
αυτί (το)αυτή (αντωνυμία)αυτοί (αντωνυμία)
άφιλος (ο) αυτός που δεν έχει φίλους και που δεν είναι φιλικός άφυλος (ο) αυτός που δεν προσδιορίζει σε ποιο φύλο ανήκει
βάζο (το) ανθοδοχείοβάζω (ρήμα = τοποθετώ )
βρύση (η) κρουνός(θα) βρίσει (ρήμα)
Γάλλος (ο) από τη Γαλλίαγάλος (ο) (= η γαλοπούλα)
για (πρόθεση)γεια (υγεία)
γλείφω (το παγωτό)γλύφω (= λαξεύω, σμιλεύω άγαλμα)
γύρη (η)γείρει (θα) (ρήμα)
δήμος (ο) τοπική αυτοδιοίκησηΔείμος (ο) γιος του άρη, η προσωποποίηση του τρόμου
δανικό (το) από τη δανίαδανεικό (το) το δανεισμένο
διάλειμμα (το) του σχολείουδιάλυμα (το) υγρό
δείγμα (το) αντιπροσωπευτικό μέρος συνόλουδήγμα (το) δάγκωμα
δίνη (η) ο στρόβιλοςδίνει (από το ρήμα δίνω)
δίστιχο (το) δύο στίχοιδύστυχο (τον) (επίθετο)
δύο αριθμόςδύω (ρήμα = βυθίζομαι από τον ορίζοντα)
έγγειος (ο) ο σχετικός με τη γηέγκυος (η) σε εγκυμοσύνη
εγχείρηση (η) (με η) χειρουργική επέμβαση (από το εγχειρώ)εγχείριση (η) (με ι) δίνω στα χέρια κάποιου κάτι (από το εγχειρίζω)
εδώ (τοπικό επίρρημα) αιδώ (την) την ντροπή
έκκληση (η) κάλεσμαέκλυση (η) πτώση των ηθών
εξάρτηση (η) εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτιεξάρτιση (η) εξαρτήματα του πλοίουεξάρτυση (η) εξοπλισμός στρατιώτη
ετυμολογία (η) μιας λέξηςετοιμολογία (η) όταν είναι κάποιος ετοιμόλογος
εύηχα (τα) έχουν ευχάριστο ήχοέβηχα από το ρήμα βήχω
ευφορία (η) ευχαρίστησηεφορία (η) υπηρεσία για φόρους
εύρος (το) φαρδύ, πλατύΈβρος (ο) ποταμός
ήτα (το γράμμα της αλφαβήτου)ήττα (η) αποτυχία
θαλάμη (η) του όπλουθαλάμι (το) η φωλιά του χταποδιού
θύρα (η) πόρταθήρα (η) κυνήγι εξού και θηρίοΘήρα (η) το νησί
ίλη (η) λόχος ιππικούύλη (η) οτιδήποτε έχει μάζα και καταλαμβάνει χώρο
ιός (ο) (της γρίπης)υιός (ο) γιος
ίσος (ο)ίσως
κάλλος (το) ομορφιάκάλος (ο) στο δάχτυλο
καλώ προσκαλώ, φωνάζωκαλό (το) το θετικό, ωφέλιμο, επιθυμητό, ποιοτικό
κανείς (κανένας)κανίς (το) σκυλάκι
κενός (ο) άδειοςκαινός (ο) καινούργιος
κερί (το)καιροί (οι)
κήτος (το) μεγάλο ψάρικύτος (το) το αμπάρι του πλοίου
κλίμα (το) ενός τόπουκλήμα (το) το αμπέλι
κλείνει (αυτός) σφραγίζει, κλειδώνει, διακόπτεικλίνει (αυτός) γέρνεικλίνη (η) το κρεβάτι
κλείνω (= σφραγίζω, κλειδώνω, διακόπτω)κλίνω (= γέρνω)
κλείσει (= να κλείσει την πόρτα)κλίση (η) πλάγια κίνησηκλήση (η) κάλεσμα
κόλλημα (το) από το ρήμα κολλάωκώλυμα (το) εμπόδιο
κόμη (η) μαλλιάκώμη (η) κωμόπολη
κόμμα (το) σημείο στίξηςκώμα (το) έπεσε σε βαθύ λήθαργο
κρήνη (η) η πηγή, η βρύσηκρίνοι (οι) τα κρίνακρίνει από το ρήμα κρίνω
κουτί (το) το κιβώτιοκουτή (η) ανόητη
κρητικός (ο) από την Κρήτηκριτικός (ο) κρίνει
κύρωση (η) τιμωρίακίρρωση (η) αρρώστια
λάβρα (η) καύσωναςλαύρα (η) μεγάλη μοναστική κοινότητα, εξού και λαύριο (από τις στοές του ορυχείου που μοιάζουν με κελιά μοναστηριού
λήθη (η) απουσία μνήμηςλίθοι (οι) πέτρες
λήξη (η) το τέλοςλήξει (θα) μέλ. του ρ. λήγω
λήψη (η) η ενέργεια ότι λαμβάνωλείψει (θα) μέλ. του ρ. λείπω
λίγη (η) μικρή ποσότηταλήγει (= τελειώνει)λίγοι (οι) μερικοί
λίγο μικρή ποσότηταλήγω (ρήμα)
λίμα (η) εργαλείολήμμα (το) λέξη στο λεξικόλύμα (το) ακάθαρτο νερό, απόβλητο
λιμός (ο) πείναλοιμός (ο) αρρώστια
λινός (ο) φτιαγμένος από λινό ύφασμαληνός (ο) εκεί που πατάνε τα σταφύλια για να γίνουν μούστος και αργότερα κρασί
λίρα (η) χρυσό νόμισμαλύρα (η) μουσικό όργανο
λιτός (ο) ολιγαρκήςλυτός (ο) άδετος
λύπη (η) η θλίψηλίπη (τα) τα λιπαράλείπει (το ρήμα λείπω)
λύση (η) α) απάντηση σε ερώτημα β) απαλλαγή από δύσκολη κατάσταση γ) διάλυση συμφωνίαςλύσει (θα) μελ. του ρ. λύνω
μέλι (το) το προϊόν της μέλισσαςμέλη (τα) τα χέρια και τα πόδια ή τα άτομα που απαρτίζουν έναν σύνολομέλλει (μέλ. του ρ. μέλλω, πρόκειται να…, σκοπεύω)
Μαίρη (η) γυναικείο όνομα μέρη (τα) τοποθεσίες
μήλα (τα) φρούταμίλα από το ρ. μιλάω
μηλιά (η) δέντρομιλιά (η) ομιλία
Μήλος (η) το νησίμύλος (ο) για το σιτάρι
μήτρα (η) της γυναίκας όπου αναπτύσσεται το έμβρυομίτρα (η) κάλυμμα κεφαλιού δεσπότη
μισό (το) όχι ολόκληρομισώ (= εχθρεύομαι)
μοιχός (ο) ο άπιστος σύζυγοςμυχός (ο) το βαθύτερο μέρος λιμανιού ή κόλπου
νίκη (η) το θετικό αποτέλεσμα σε αγώνα ή διαγωνισμόνοίκι (το) το ενοίκιο
νότα (η) μουσικός φθόγγοςνώτα (τα) η πλάτη
ξηρός (ο) ξερόςξυρός (ο) ξυράφι
όμως (σύνδεσμος)ώμος (ο) μέρος του σώματος
όση (αντωνυμία, θηλυκό, ενικός)όσοι (αντωνυμία, αρσενικό, πληθυντικός)
πάλι (επίρρημα) ξανάπάλη (η) πάλεμα
πείνα (η) πεινάωπίνα (η) όστρακο
πείρα (η) εμπειρίαπήρα (από το ρ. παίρνω)
πια (επίρρημα)ποια (αντωνυμία)
πιο (επίρρημα)ποιο (αντωνυμία)
πολύ πολλή (η)πολλοί
πόση (αντωνυμία, θηλυκό, ενικός)πόσοι (αντωνυμία, αρσενικό, πληθυντικός)πόση (η) η ποσότητα του νερού που πίνεται
ρήμα (το) μέρος του λόγουρίμα (η) ομοιοκαταληξία
ρήση (η) σοφή και σύντομη φράση ή έκφρασηρύση (η) ροή
σατυρικός (ο) που ταιριάζει σε σάτυροσατιρικός (ο) από το σατιρίζω
σήκω (προστακτ. του ρ. σηκώνομαι)σύκο (το) φρούτο
σκηνή (η) του θεάτρουσκοινί (το) σχοινίσκηνή (η) για παραθέρισμα
στέκι (το) μέρος που συχνάζει κάποιοςστέκει (από το ρ. στέκομαι)
στήλη (η) μνημείοστύλοι (οι) στηρίγματα
στίχος (ο) ποιήματοςστοίχος (ο) σειρά, αράδα
Στύρα (τα) χωριό στη νότια εύβοιαστείρα (η) γυναίκα με έλλειψη αναπαραγωγικής ικανότητας
σύγχιση (η) από το συγχίζω-συγχίζομαι: ψυχική αναστάτωση, εκνευρισμόςσύγχυση (η) από το συγχέω: νοητική διαταραχή, μπέρδεμα, ανακάτεμα
σωρός (ο) από πέτρεςσορός (η) το άψυχο σώμα
τάση (η)τάσι (το)
τοίχος (ο) του σπιτιούτείχος (το) της πόλης
τόπι (το) μπάλατόποι (οι) τοποθεσίες
τρεις (ο αριθμός 3 που αφορά αρσενικό)τρις (3 φορές)
τυρί (το)τηρεί (από το ρ. τηρώ)
τύχη (η)τοίχοι (οι) (π.χ. του σπιτιού)τείχη (τα) η περιτείχιση της πόλης
φιλάωφυλάω
φιλί (το)φυλή (η)
φράση (η) φράσσει (αυτός) (από το ρ. φράσσω, = κλείνω, εμποδίζω)
φύλλο (το) του δέντρου και φύλλο χαρτί φύλο (το) το γένος (αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο)φίλο (τον) σύντροφος. φιλική σχέση
φυτό (το)φοιτώ (σπουδάζω)
χάνι (το) μικρό πανδοχείο χάνει· α) δεν βρίσκει κάτι που του ανήκει β) δεν πετυχαίνει τον σκοπό του γ) δεν βρίσκει τον δρόμο του
χήρα (η) η γυναίκα που έχασε τον άντρα τηςχείρα (η) το χέρι
χήρος (ο) ο άντρας που έχασε τη γυναίκα τουχοίρος (ο) το γουρούνι
χίλια (ο αριθμός)χείλια (τα) τα χείλια στο στόμα μας
χωρικός (ο) από χωριόχορικός (ο) σχετικός με τον χορό σε αρχαία τραγωδία
ψηλή (η) έχει μεγάλο ανάστημα ψιλή (η) λεπτή
ψηλός (ο) έχει μεγάλο ανάστημαψιλός (ο) λεπτός
ώρα (η)όρα (βλέπε)
ωράριο (το)οράριο (το) λειτουργικό άμφιο του διακόνου

 

Πολλά ομόηχα δημιουργούνται στα επίθετα με κατάληξη -ος, -η, -ο με τη διαφορά γένους και αριθμού, π.χ.

οι φίλοι - η φίλη

οι γνωστοί - η γνωστή

οι αδερφικοί - η αδερφική

 

Τα ομώνυμα κάποιες φορές ίσως να δημιουργούν πρόβλημα στην κατανόηση εξαιτίας των δύο διαφορετικών σημασιών (αμφισημία), π.χ. στη φράση «έχω μια [pina]» η λέξη [pina] θα μπορούσε να είναι η πείνα ή η πίνα. Τις περισσότερες φορές όμως ο συνομιλητής καταλαβαίνει αμέσως τη διαφορά, π.χ.

Έχω μια πείνα σήμερα...

Σήμερα θα φάμε πίνα.

 

Η αμφισημία των ομώνυμων γίνεται αφορμή για ποιήματα ή τραγούδια, π.χ.

 

Τα τείχη (του Κ.Π. Καβάφη)

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

 

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

 

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

 

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

 

Ο φαντάρος, στίχοι Μανώλης Ρασούλης

Απόψε πήρε άδεια

και με την τσέπη άδεια

τραβάει για την πόλη

 

Κακές συνήθειες, στίχοι Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Από παιδί θυμάμαι προσπαθώ – να κλέψω το γλυκό μέσα απ’ το βάζο,

με ξύλινα σπαθιά να πολεμώ – και μια ζωή στα πόδια να το βάζω.

 

Το σκυλάκι το κανίς, στίχοι Γιάννης Λογοθέτης

Το σκυλάκι το κανίς

Ποιος το έκλεψε; Κανείς!

 

Παρόμοιες περιπτώσεις μπορείτε να δείτε και στην ανάρτηση του Ν. Σαραντάκου «Το Ριμάριο των Ομωνύμων για τη Μέρα της Ποίησης»

 

Άλλα παραδείγματα:

 

Να σου λείπει

η τέτοια λύπη

τώρα που 'φαγες

όλου του αρνιού τα λίπη.

 

Τον περίμενα με ρόδα

κι ήρθε με σκασμένη ρόδα.

 

 

 

Παρώνυμα και τονικά παρώνυμα

 

Παρώνυμα

Παρώνυμα ή παρώνυμες λέξεις είναι οι λέξεις που έχουν παρόμοια προφορά αλλά διαφέρουν στη σημασία, π.χ.

 

Πίνακας με παρώνυμες λέξεις (με την πολύτιμη συνδρομή της φιλο-λόγου Τζίλντας Τορναζάκη)

 

Σύρε τον πίνακα, για να δεις και τις υπόλοιπες στήλες.

άβολος (ο) έλλειψη άνεσηςάβουλος (ο) αυτός που δεν έχει δική του βούληση, θέληση
άδηλος (ο) δεν είναι φανερόςαδήλωτος (ο) κρυφός, δεν έχει δηλωθεί
αδιαχώρητο (το) έχει γεμίσει ασφυκτικάαδιαχώριστο (το) δεν μπορεί να διαχωριστεί
αδόκητος (ο) ο μη αναμενόμενος, ο μη προσδοκώμενοςαδόκιμος (ο) παρεκκλίνει από τα καθιερωμένα
αέρινος (ο) σαν να είναι φτιαγμένος από αέρα, πολύ λεπτόςαέριος (ο) επιστημονικός όρος που δηλώνει την αεριώδη κατάσταση
αιμάτινος (ο) αποτελείται από αίμααιματικός (ο) σχετίζεται με την κυκλοφορία του αίματος
αισθαντικός (ο) χαρακτηρίζεται από λεπτότητα και ευαισθησία αισθησιακός (ο) διεγείρει τις αισθήσεις προκαλώντας ευχάριστα συναισθήματα, κυρίως ερωτικά
ακαμάτης (ο) τεμπέλης ακάματος (ο) ακούραστος, ακατάβλητος
ακραίος (ο) δηλώνει υπερβολήακριανός (ο) αυτός που βρίσκεται στην άκρη
αμίλητος (ο) που δεν μιλάειαμείλικτος (ο) σκληρός
αμνησία (η) λήθηαμνηστία (η) η χάρη για κάποιο αδίκημα
αμυγδαλιές (οι) δέντρααμυγδαλές (οι) αδένες
αμφιβάλλω· δηλώνει επιφυλάξειςαμφισβητώ· δηλώνει ρητή εναντίωσ
ανάθεμα (το) κατάραανάθημα (το) αφιέρωμα (αρχαιολογικά), τάμα (εκκλησιαστικά)
ανακομιδή (η) εκταφή και μεταφορά των οστώναποκομιδή (η) μεταφορά σκουπιδιώνδιακομιδή (η) μεταφορά ασθενούς ή τραυματία σε νοσοκομείο
ανταγωνίζομαι· αγωνίζομαι για να επικρατήσωσυναγωνίζομαι· αγωνίζομαι από κοινού με κάποιον
απευθείας από… (π.χ. έρχομαι κατευθείαν από το σχολείο)κατευθείαν από… (π.χ. πηγαίνω κατευθείαν στο σπίτι)
άπληστος (ο) αχόρταγοςάπλυτος (ο) αυτός που δεν έχει πλυθεί
αποδύομαι· αφιερώνομαι σε έναν αγώνααπεκδύομαι· αρνούμαι να αναλάβω κάθε ευθύνη
απολογία (η) στο δικαστήριοαπολογισμός (ο) η λογοδοσία
άποψη (η) θεώρηση ζητήματος από συγκεκριμένη σκοπιάέποψη (η) θεώρηση του ζητήματος σφαιρικά, από κάθε άποψη
άπραγος (ο) αυτός που δεν δραστηριοποιείται, δεν ενεργείάπρακτος (ο) αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του
αρμονία (η) ευχάριστη και ισορροπημένη συνύπαρξη διαφορετικών στοιχείωναρμόνιο (το) μουσικό όργανο
αρχέγονος (ο) αυτός που υπάρχει από το πρώτο στάδιο της εμφάνισης ενός όντος, που συνδέεται με την ίδια τη φύση του όντοςαρχέτυπος (ο) αυτός που διαμορφώθηκε ήδη από την αρχή και μπορεί να αποτελέσει πρότυπο
ασκώ· ενεργώ, πράττω, εφαρμόζωεξασκώ· γυμνάζω, κατ’ επέκταση: διδάσκω, εκπαιδεύω
αφόρητος (ο) αυτός που δεν αντέχεταιαφόρετος (ο) αυτός που δεν έχει φορεθεί ποτέ
αχόρταγος (ο) λαίμαργοςαχόρταστος (ο) αυτός που δεν χόρτασε ακόμη
αχρησία (η) η μη χρησιμοποίηση αχρηστία (η) η ιδιότητα του άχρηστου
βορράς (ο) το σημείο του ορίζοντα βοριάς (ο) άνεμος βόρειος (ο) από τον βορρά
βούτηγμα (το) βουτιά στη θάλασσαβούτημα (το) αρτοσκεύασμα που συνοδεύει ροφήματα
βράκα (η) φαρδύ παντελόνι, παλαιό παραδοσιακό ρούχο ορισμένων περιοχώνβρακί (το) εσώρουχο
βράχια (τα) μεγάλοι πέτρινοι όγκοι στη θάλασσαβράγχια (τα) τα αναπνευστικά όργανα των ψαριών
βρόγχος (ο) κάθε μία από τις δύο διακλαδώσεις της τραχείαςβρόχος(ο) θηλειά με μετακινούμενο κόμπο, που σφίγγει όταν τραβιέται
βρώμη (η) δημητριακό φυτόβρομιά (η) ακάθαρτο, ανθυγιεινό ή ηθικά ταπεινό
γένεση (η) δημιουργίαγέννηση (η) τοκετός
γλάστρα (η) δοχείο για φύτεμα γάστρα (η) βαθύ μαγειρικό σκεύος για το ψήσιμο φαγητών στον φούρνο ή στη φωτιά
γλωσσικός (ο) σχετίζεται με τη γλώσσα του ανθρώπου ή ζώουγλωσσολογικός (ο) σχετίζεται με την επιστήμη της γλωσσολογίας
γνώμη (η) προσωπική άποψηγνώση (η) το αποτέλεσμα μάθησης ή εμπειρίας
γρανίτα (η) είδος παγωτούγρανίτης (ο) είδος μαρμάρου
δεσμός (ο) α) σύνδεση, β)στενή προσωπική συναισθηματική σχέση δεσμά (τα) περιορισμός της ελευθερίας δασμός (ο) φόρος που επιβάλλεται σε εμπορεύματα κυρίως κατά την εισαγωγή ή εξαγωγή τους από μία χώρα
διακριτός (ο) ξεχωριστός, ευδιάκριτος ως κάτι ξεχωριστό διακριτικός (ο) αυτός που φέρεται με σεβασμό, λεπτότητα και ευγένεια
διαφήμιση (η) (με ι) από το ρήμα διαφημίζωδυσφήμηση (η) (με η) από το ρήμα δυσφημώ
δίκιο (το) για γνώμη ή για ενέργεια που χαρακτηρίζεται ως ορθήδίκαιο (το) σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν αναγκαστικά τις σχέσεις των μελών μιας κοινωνίας, ηθική αρχή
δοκιμή (η) εξέταση, έλεγχοςδοκιμασία (η) σκληρή εμπειρία κατά την οποία δοκιμάζεται η αντοχή, η υπομονή, η πίστη, οι ικανότητες κάποιου
δόξα (η) τιμή και φήμη σε κάποιον για τα κατορθώματά τουδοξασία (η) αντίληψη ή άποψη υποκειμενική
εγκληματώ· κάνω έγκλημαεγκλιματίζω· εισάγω κάποιον με ομαλό τρόπο
εδώλιο (το) η ειδική θέση που κάθεται ο κατηγορούμενος στην αίθουσα του δικαστηρίου κατά τη διεξαγωγή της δίκης ειδώλιο (το) μικρού μεγέθους ομοίωμα που αποδίδει με συγκεκριμένο ή αφηρημένο τρόπο τη μορφή ανθρώπου ή ζώου (π.χ. κυκλαδικό ειδώλιο)
εκατόμβη (η) η θυσία εκατό βοδιών, πολλά θύματακατακόμβη (η) υπόγειο και δαιδαλώδες νεκροταφείο
εκδικάζω· δικάζωεπιδικάζω· αποφασίζω δικαστικώς την καταβολή αποζημίωσης (συνήθως χρηματικής)
έκθλιψη (η) στη γραμματικήέκλειψη (η) ηλίου
ελλαδίτικος (ο) ο αναφερόμενος στον κάτοικο του κεντρικού κορμού της ελλάδας (όχι της κύπρου) ελλαδικός (ο) αυτός που σχετίζεται με την ελληνική επικράτεια, τη χώραελληνικός (ο) αναφέρεται σε ολόκληρο το έθνος, όχι τοπικά στην ελληνική επικράτεια μόνο
εμπειρία (η) βίωμαπείρα (η) συσσωρευμένες εμπειρίες
εξαερίζω· ανανεώνω με φρέσκο αέρα κλειστό χώροεξαερώνω· αφορά τη διαδικασία όπου στερεά ή υγρά σώματα μεταπίπτουν σε αέρια κατάσταση
εξαίρετος (ο) λαμπρός, εκλεκτόςεξαιρετικός (ο) ξεχωρίζει θετικά, πολύ καλός
επιβολή (η) εξαναγκασμόςεπιβουλή (η) κακόβουλο σχέδιο
επιβολή (η) ο καθορισμός καταστάσεως με δεσμευτικό και αναγκαστικό τρόπο για τον αποδέκτηεπιβουλή (η) ύπουλο σχέδιο εναντίον κάποιου
επίθεμα (το) οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως κάλυμμα αντικειμένου ή επιφανείαςεπίθημα (το) η συλλαβή ή ο φθόγγος που τοποθετείται στο τέλος της ρίζας μιας λέξης (π.χ. μητερ-ούλα)
επιρροή (η) δηλώνει μια μορφή εξουσίας και γενικά την επιβολή που ασκούν σε κάποιον ορισμένα πρόσωπαεπήρεια (η) δηλώνει κυρίως πώς επενεργούν σε κάποιον διάφορες ουσίες ή φάρμακα, γενικά έχει αρνητική σημασία
έποικος (ο) αυτός που εγκαθίσταται σε ξένη χώρα ή περιοχή, κυρίως για βιοτικούς ή εργασιακούς λόγουςάποικος (ο) κάτοικος αποικίας, πρόσωπο που συμμετέχει σε αποστολή αποικισμού
έρμα (το) το συνολικό βάρος που προστίθεται σε σκάφος για να ρυθμίζει την ισορροπία τουέρμαιο (το) πρόσωπο ή πράγμα που παρασύρεται χωρίς να μπορεί να αντιδράσει
ήμερος (ο) όχι άγριος ήρεμος (ο) γαλήνιος
Ινδός (ο) από την ΙνδίαΙνδιάνος (ο) αυτόχθονας της αμερικής
Ιόνιο (το) το Ιόνιο πέλαγος Ιωνία (η) η μικρασιατική περιοχή της Ιωνίας
καταρχήν = για λόγους αρχής κατ’ αρχάς = αρχικά, στην αρχή
κληροδοτώ· δίνω σε κάποιον την περιουσία μου κληρονομώ· δέχομαι την περιουσία κάποιου
κυκλοφοριακός (ο) κίνηση μεταφορικού μέσουκυκλοφορικός (ο) ο σχετικός με την κυκλοφορία του αίματος
λατόμος (ο) ο εργαζόμενος σε λατομείο που εξορύσσει πετρώματαυλοτόμος (ο) ο ξυλοκόπος
λαχταράω· επιθυμώ έντοναλαχταρίζω· προκαλώ ξαφνικό και έντονο φόβο
μεταγραφή (η) μετά+γραφή (π.χ. μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείομετεγγραφή (η) μετα+εγγράφομαι (π.χ. μετεγγραφή φοιτητή σε άλλο πανεπιστήμιο)
μετανιώνω· αλλαγή συναισθήματοςμετανοώ· μεταστροφή του νου, αλλαγή νοοτροπίας
μετοικίζω· εγκαθιστώ κάποιον σε άλλο μέροςμετοικώ· αλλάζω κατοικία
ξηρά (η) η στεριάξέρα (η) βραχώδης έκταση μέσα στη θάλασσαξερά (τα) τα στεγνά, χωρίς υγρασία
ο αμαρτωλός (αυτός που κάνει αμαρτία)ο αρματολός (αυτός που κρατάει άρμα)
οδύνη (η) βαθύς σωματικός ή ψυχικός πόνος που προκαλεί μεγάλο βάρος και θλίψηωδίνες (οι) ισχυροί πόνοι τοκετού
ομογένεια (η) κοινή προέλευση, καταγωγή από το ίδιο γένοςομοιογένεια (η) η ύπαρξη ενιαίας μορφής και σύστασης (κοινωνικής, γλωσσικής κλπ)
ονοματικός (ο) γλωσσολογικός όρος. αυτός που έχει χαρακτηριστικά ονόματος (π.χ. ονοματικός προσδιορισμός)ονομαστικός (ο) αυτός που σχετίζεται με το όνομα (π.χ. ονομαστική εορτή)
όρμος (ο) μικρός κόλπος, λιμανάκιορμή (η) έντονη κίνηση με ζωηρή επιθυμία
ουσιώδης (ο) δηλώνει ότι πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που έχει βαρύτηταουσιαστικός (ο) δηλώνει ότι αναφέρεται σε κάτι επί της ουσίας (π.χ. ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σε δύο θεωρίες)
όφελος (το) κέρδος, συμφέρον και οι δύο λέξεις σημαίνουν κέρδος, αλλά το όφελος: κέρδος υλικό, ενώ η ωφέλεια: κέρδος ηθικό, ψυχικόωφέλεια (η) το πλεονέκτημα που προκύπτει από κάτι, ωφέλιμο αποτέλεσμα
παλαιός (ο) στα θρησκευτικά (παλαιά διαθήκη) και αυτού που έζησαν πριν πολλά χρόνια, οι πρόγονοιπαλιός (ο) δηλώνει: α) επάνοδο, β) αυτό που υπάρχει από χρόνια, γ) αυτό που υπήρχε πριν από κάτι πιο καινούργιο
πάντα· δηλώνει χρονική συνέχεια (π.χ. ήταν πάντα καλός)πάντοτε· δηλώνει επανάληψη (π.χ. κρατούσε πάντοτε γενναία στάση)
παρώνυμο (το) αυτό που έχει περίπου όμοια προφοράπατρώνυμο (το) το όνομα του πατέρα κάποιου
πέρα· από ένα σημείο και μετά πέραν· στην απέναντι πλευρά
πλειονότητα (η) το μεγαλύτερο μέρος του συνόλουπλειοψηφία (η) το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου όταν υπάρχει ψηφοφορία
πνιγμονή (η) η ασφυξία που προκαλείται από απόφραξη των αναπνευστικών οδών εξαιτίας στραγγαλισμού ή άλλης αιτίαςπνιγμός (ο) ο βίαιος θάνατος που επέρχεται από ολική διακοπή της αναπνοής (ασφυξία) μέσα σε υγρό στοιχείο (θάλασσα, πηγάδι κλπ)
πολιτιστικός (ο) ό,τι προωθεί την ανάπτυξη του πολιτισμού. κυρίως πράξεις και εκδηλώσεις πολιτισμικός (ο) ό,τι έχει σχέση με τον πολιτισμό
πρανής (ο) κατηφορικός πρηνής (ο) αυτός που βρίσκεται μπρούμυτα, με το κεφάλι προς το έδαφος
πρόκριμα (το) οτιδήποτε είναι ενδεικτικό ή και καθοριστικό αυτού που πρόκειται να συμβείπρόκριση (η) επιλογή ή προτίμηση κάποιου έναντι άλλου. επιτυχία σε προκριματικούς αγώνες
πρόσθεση (η) μία από τις τέσσερις μαθηματικές πράξεις. ιατρικά: κάθε τεχνητό υποκατάστατο για ένα μέρος του σώματος προσθήκη (η) η τοποθέτηση ενός επιπλέον στοιχείου σε κάτι
πρωτότυπο (το) (ουσιαστικό) σημαίνει το πρώτο, το αρχικό από το οποίο παρήχθησαν άλλα ως αντίγραφαπρότυπος (ο) (επίθετο) σημαίνει τον νέο, τον καινοτόμο, τον δημιουργικό, αυτόν που δεν είναι προϊόν μίμησης, αλλά γίνεται προϊόν μίμησης από άλλους πρότυπο (το) (ουσιαστικό) σημαίνει κάτι που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, μοντέλο. (στην παλαιογραφία = το αρχικό κείμενο το οποίο βγαίνει δι’ αντιγραφής νέο χειρόγραφο, το αντίγραφο
ρόλος (ο) ο χαρακτήρας που υποδύεται ο ηθοποιόςρολό (το) αντικείμενο τυλιγμένο σε κυλινδρικό σχήμα
σαρανταρίζω γίνομαι σαράντα χρόνωνσαραντίζω συμπληρώνονται σαράντα μέρες από τη γέννηση του βρέφους ή τον θάνατο κάποιου
σκευή (η) το σύνολο των απαραίτητων αντικειμένων που χρησιμοποιούνται για ορισμένο σκοπό σκεύος (το) αντικείμενο με διαφορετικό κατά περίπτωση σχήμα και διαστάσεις που χρησιμοποιείται για την κάλυψη βασικών αναγκών του ανθρώπου
σκηνή (η) α) φορητή συναρμολογούμενη κατασκευή που χρησιμοποιείται για προσωρινή διαμονή. β) το μέρος του θεάτρου όπου εμφανίζονται και παίζουν οι ηθοποιοίσκήνωμα (το) λείψανο αγίου που φυλάσσεται σε ναό και εκτίθεται σε δημόσιο προσκύνημα
σονάτα (η) στη μουσική, ενόργανη σύνθεση, γραμμένη κατά κανόνα για έναν ή δύο εκτελεστές σονέτο (το) το λυρικό ποίημα
σπάραγμα (το) το κομμάτι που έχει αποσπαστεί από κάπουσπαραγμός (ο) βαθύς πόνος
σποδός (η) η μισοσβησμένη φωτιά από την καύση ξύλων, χόβολη, στάχτη από την έκρηξη ηφαιστείου, τέφρα από την καύση νεκρού σπονδή (η) αρχαία ιερή τελετουργική πράξη
σταχυολόγηση (η) επιλογή αποσπασμάτων για ανθολογίαστάχωση (η) επένδυση βιβλίου, βιβλιοδεσία
στερώ· παίρνω κάτι που ανήκει σε άλλονυστερώ· είμαι κατώτερος
στήλη (η) επιτύμβιαστύλος (ο) η κολόνα
σύμβαση (η) συνθήκη, συμφωνία συμβατότητα (η) ταίριασμα, εναρμόνισησυμβατικότητα (η) το να ακολουθεί κάποιος τις κοινωνικές συμβάσεις
σύμπηξη (η) σταθεροποίηση και στερέωση των τμημάτων ενός συνόλου ώστε να είναι συμπαγές σύμπτυξη (η) το μάζεμα με δίπλωση ώστε να δημιουργούνται πτυχώσεις, η μείωση της έκτασης πράγματος
συναίσθημα (το) ψυχική διέγερση, χαρά, στενοχώριασυναίσθηση (η) απόλυτη επίγνωση και συνείδηση μιας κατάστασης
σύριγγα (η) το ιατρικό εργαλείο για την ένεση σήραγγα (η) το τούνελ
σφάλλω· κάνω λάθοςσφαλίζω· κλειδώνω, αμπαρώνω
σφήκα (η) έντομοσφίγγα (η) μυθολογικό τέρας
σχολείο (το) χώρος διδασκαλίαςσχόλιο (το) παρατήρηση, γνώμη, κρίση που εκφράζεται πάνω σε ένα θέμα
τεχνητός (ο) κατασκευασμένος, μη φυσικός τεχνικός (ο) ο σχετικός με την τεχνική και τις τεχνικές επιστήμες
ύπαιθρο (το) ο ανοιχτός χώρος, το αντίθετο του κλειστού χώρουύπαιθρος (η) η εξοχή, τα χωριά. το αντίθετο της πόλης
υποβόσκει· υπάρχει χωρίς να φαίνεται, βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση, υποκρύπτεταιυποφώσκει· φέγγει αμυδρά, αχνοφαίνεται
υποκινώ· προκαλώ χωρίς να φαίνομαι (αρνητικό) παρακινώ· προτρέπω, ενθαρρύνω (θετικό)
ύψωμα (το) τμήμα εδάφους που προεξέχει, λόφοςύψωση (η) το σήκωμα, η ανύψωση
φέρω· κρατάω πάνω μου, υφίσταμαι το βάρος αντικειμένου, κουβαλάωφέρνω· παίρνω κάτι από εκεί που βρίσκεται και το μετακινώ εκεί που πηγαίνω ή εκεί που βρίσκομαι
φτηνός (ο) αυτός που έχει χαμηλή τιμήφτενός (ο) αδύνατος, λεπτός, ισχνός
χαλάλι (αραβική λέξη) κάτι που δίνεται με προθυμία, υπονοεί: καλοσύνη, γενναιοδωρία, αποδοχή, συγχώρεση χαράμι (αραβική λέξη) κάτι που δίνεται άδικα, που δεν αξίζει, υπονοεί: αδικία, αχαριστία, σπατάλη, απογοήτευση
χωριό (το) οικισμός, κωμόποληχωρίο (το) τμήμα, παράγραφος ή στίχος βιβλίου που χρησιμοποιείται για μελέτη
ψυχικός (ο) αυτός που σχετίζεται με την ψυχήψυχολογικός (ο) αυτός που σχετίζεται με την επιστήμη της ψυχολογίας

 

Τονικά παρώνυμα

Μια ιδιαίτερη κατηγορία των παρώνυμων είναι τα τονικά παρώνυμα, δηλαδή οι λέξεις που μοιάζουν στην προφορά, όμως διαφέρουν στον τονισμό, π.χ.

 

Πίνακας με τονικά παρώνυμες λέξεις (με την πολύτιμη συνδρομή της φιλο-λόγου Τζίλντας Τορναζάκη)

 

Σύρε τον πίνακα, για να δεις και τις υπόλοιπες στήλες.

αγρύπνια (η) αϋπνίααγρυπνία (η) ολονύχτια ακολουθία (εκκλησιαστική)
Αλίκη (η) γυναικείο όνομα αλυκή (η) φυσικός ή τεχνητός χώρος παραγωγής αλατιού
άλλααλλά
ασχήμια (η) έλλειψη ομορφιάςασχημία (η) μαρτυρεί έλλειψη ευπρέπειας
βάλτος (ο) λιμνάζοντα νεράβαλτός (ο) αυτός που έχει τοποθετηθεί σε κάποια θέση σκόπιμα
βία (η) βαναυσότητα βια (η) η βιασύνη
βι-ά-ζομαι υφίσταμαι βιασμό βιά-ζομαι επείγομαι, κάνω κάτι γρήγορα
βί-ος (ο) (2 συλλαβές) ζωή βιος (το) (μία συλλαβή) περιουσία και κατ’ επέκταση πλούτος
βόλι (το) βλήμα που εκτοξεύεται από πυροβόλο όπλοβολή (η) α) η ενέργεια ρίψης ή πυροδότησης όπλου, β) η πορεία που ακολουθεί ένα αντικείμενο, γ) άθληση ή άσκηση, δ) άνεση, ηρεμία ησυχία
βροχή (η) σταγόνες νερού πέφτουν από τα σύννεφαβρόχοι (οι) θηλιές
γένια (η) τρίχες στο πρόσωπο άντρα γενιά (η) άτομα που ανήκουν στην ίδια ηλικιακή ομάδα
γερνώ· γίνομαι ηλικιωμένοςγέρνω· παίρνω κλίση
γέρος (ο) ηλικιωμένοςγερός (ο) υγιής, δυνατός
διακονία (η) αφοσίωση σε ορισμένη αποστολή, κυρίως φιλανθρωπικήδιακονιά (η) ζητιανιά
δίνη (η) στρόβιλος δεινή (η) περιγράφει κατάσταση μεγάλης δυσκολίας
δουλειά (η)δουλεία (η)
εξαιρώ· αποκλείω κάποιον από μια ομάδαεξαίρω· επαινώ, δοξάζω
επενδυτής (ο) αυτός που τοποθετεί χρήματα κάπου για να αποκομίσει κέρδοςεπενδύτης (ο) πανωφόρι
έτερος (ο) άλλος, διαφορετικόςεταίρος (ο) συνεργάτης
ετοιμόλογος (ο) αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει γρήγορες και εύστοχες απαντήσειςετυμολόγος (ο) αυτός που αναζητά το «έτυμον» (αληθές), δηλαδή την αρχική σημασία μιας λέξης
ζήτω· ζητωκραυγήζητώ· το ρήμα ζητάω
ημέρα (η)ήμερα (τα), τα ήμερα ζώα
ηπειρωτικός (ο) που ανήκει ή αναφέρεται σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τη θάλασσαηπειρώτικος (ο) από την Ήπειρο
θαμπός (ο) ο θολόςθάμπος - θάμβος (το) δυνατό, διάχυτο φως που θαμπώνει τα μάτια, κάτι που προκαλεί θαυμασμό
θέα (η) το τοπίο που βλέπει κάποιος από συγκεκριμένο σημείο θεά (η) θεϊκή γυναικεία οντότητα
θόλος (ο) κυρτή, ημισφαιρική οροφήθολός (ο) θαμπός
θύμος (ο) αδέναςθυμός (ο) οργή
καλός (ο) αυτός που έχει θετικά χαρακτηριστικάκάλος (ο) σκληρή περιοχή στο δέρμα κυρίως στα πόδια και τα χέρια / κάλλος (το) ομορφιά
κάμαρα (η) δωμάτιο του σπιτιούκαμάρα (η) η αψίδα με ημικυκλικό σχήμα
κεφάλαιο (το) α) μέρος του βιβλίου β)σύνολο των χρημάτων και των περιουσιακών στοιχείων κάποιουκεφαλαίο (το) το μεγάλο γράμμα της αλφαβήτου
κιλά (τα) μονάδα βάρουςκοίλα (τα) τα κυρτωμένα προς τα μέσα
κιλό (το) μονάδα βάρουςκοίλο (το) το κυρτωμένο προς τα μέσα
κουρά (η) κούρεμα μοναχού ή ζώουκούρα (η) θεραπευτική αγωγή
κράση (η) συνδυασμός χαρακτηριστικώνκρασί (το) οίνος
κριός (ο) το αρσενικό πρόβατοκρύος (ο) ψυχρός
λεύκα (η) το δέντρολευκά (τα) χρώμα
λινό (το) είδος υφάσματοςλύνω· ρήμα
μαγιά (η) η ουσία που χρησιμοποιείται για τη ζύμωση στην αρτοποιία μάγια (τα) μαγεία, ξόρκια
μίσος (το) εχθρότητα μισός (ο) ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός συνόλου
μονάχα ως επίρρημα, π.χ. μονάχα ο γιώργος βοήθησεμοναχά ως σύνδεσμος, π.χ. όχι μοναχά εσάς, αλλά και άλλοι
μονάχος (ο) μόνοςμοναχός (ο) καλόγερος
μόνος (ο) χωρίς παρέα μονός (ο) ο μη άρτιος αριθμός
μπούζι (το) κρύομπουζί (το) εξάρτημα του αυτοκινήτου
μπουνιά (η)μπούνια (τα) ανοίγματα στα πλευρά του πλοίου
νόμος (ο) σύνολο κανόνων δικαίουνομός (ο) περιφερειακή ενότητα χώρας
ξύνω α) τρίβω όταν έχω φαγούρα β) τρίβω επιφάνειες με κάτι τραχύ για να λειάνω ή να αφαιρέσω κάτι από αυτέςξινό (το) με όξινη γεύση
όρος (το) βουνόόρος (ο) απαραίτητη προϋπόθεση
παίρνω· λαμβάνωπερνώ· κινούμαι από ένα σημείο προς κάποιο άλλο
πάνω (επίρρημα)πανό (το)
πάστα (η) α) μάζα με μαλακή υφή β) γλυκό παστά (τα) αλατισμένα τρόφιμα για συντήρηση
πενία (η) φτώχειαπενιά (η) ο ήχος που παράγεται όταν παίζεται η χορδή ενός έγχορδου οργάνου
πηλός (ο) άργιλος με νερό που αφού του δώσουν μορφή, το ψήνουν στον φούρνο για σκληρύνει πίλος (ο) καπέλο
πίνω· καταπίνω υγρόπεινώ· νιώθω ανάγκη για τροφή
πλάτη (η)πλατύ (το) φαρδύ
πλατιά (η) επίθετοπλατεία (η) χώρος θεάτρου
πολιτικός (ο) ο σχετικός με την πολιτικήπολίτικος (ο) από την κωνσταντινούπολη
πότε; ερωτηματική λέξη σχετικά με τον χρόνοποτέ· σε καμία χρονική στιγμή δεν έγινε κάτι
πρόγονος (ο) πρόσωπο από το οποίο κατάγεται κάποιος. συγγενής μακρινού παρελθόντοςπρογονός (ο) το παιδί ενός από τους δύο συζύγους από προηγούμενο γάμο
προπαίδεια (η) ο πίνακας που περιέχει όλα τα γινόμενα των αριθμών από 1 ως 10προπαιδεία (η) η προκαταρκτική μόρφωση. το σύνολο της βασικής παιδείας
πωλητής (ο)Πολίτης (ο) από την Πόλη (Κωνσταντινούπολη)
ραφή (η)ράφι (το)
σήμα (το) σημάδι σιμά· κοντά
σκορπιός (ο) α) αρθρόποδο β) αστερισμός γ) ζώδιο σκόρπιος (ο) ο μη συγκεντρωμένος, οργανωμένος
σπάρτο (το) ένας θάμνοςσπαρτό (το) αυτό που έχουν σπείρει
στέρεο (το) στερεοφωνικό συγκρότημα στερεό (ο) αυτόςπου χαρακτηρίζεται από πυκνότητα και συνεκτικότητα στη σύνθεση και κατασκευή του
στέρνο (το) το στήθοςστερνό (το) τελευταίο
συνίσταται· από το συνίσταμαι: αποτελείται από…συνιστάται· από το συνιστώ: προτείνεται
σχεδία (η)σχέδια (τα)
σχολή (η)σχόλη (η) η αργία
τζάμι (το) η λεία διαφανής επιφάνεια από γυαλίτζαμί (το) μουσουλμανικό τέμενος
φίλη (η)φυλή (η) / φιλί (το)
φόρα (η) ορμή, ταχύτητα φορά (η) κατεύθυνση
χάλι (το) κακή κατάσταση χαλί (το) ταπέτο
χορός (ο) κίνηση σώματος με μουσικήχώρος (ο) περιοχή που καταλαμβάνει κάτι
Χρήστος (ο)Χριστός (ο)
χωριό (το)χωρίο (το) περικοπή, απόσπασμα κειμένου
ψεύδος (το) το ψέμα ψευδός (ο) ο τραυλός
ώμος (ο) μέρος του ανθρώπινου σώματοςωμός (ο) ο μη ψημένος

 

Συγκεντρωτικός πίνακας

 

omonima-paronima

 

 

 

 

 


Βιβλιογραφία

 

bullet

Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας Α', Β' Γ' Γυμνασίου, Σωφρόνης Χατζησαββίδης - Αθανασία Χατζησαββίδου, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση Α, 2011, διαδικτυακή έκδοση

bullet

Γραμματική Ε, Στ Δημοτικού, Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton - Μιχ. Γεωργιαφέντης - Γεώργιος Κοτζόγλου - Μαργαρίτα Λουκά, ΟΕΔΒ, Αθήνα, διαδικτυακή έκδοση

bullet

Νεοελληνική Γραμματική, Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ΟΕΣΒ, Αθήνα, 1941

bullet

Κική Νικηφορίδου, Συνώνυμα-συνωνυμία, Ψηφίδες για την Ελληνική Γλώσσα

bullet

Κική Νικηφορίδου, Αντώνυμα (Αντίθετα) - Αντίθεση, Ψηφίδες για την Ελληνική Γλώσσα