Αγήνορας vs Ελεφήνορα
Και άμ' έπεσε [ο Τρώας Θαλυσιάδης από χτύπημα του Αντίλοχου], απ' τα πόδια του τον έπιασ' ο Ελεφήνωρ
Χαλκωδοντιάδης, αρχηγός των ψυχερών Αβάντων,
και να τον σύρει εσπούδαζε μακράν από τα βέλη
να τον γυμνώσει, αλλά πολύ δεν κράτησ' η ορμή του,
ότι ως τον είδ' ο ψυχερός Αγήνωρ να τον σέρνει,
εις το πλευρόν που ως έσκυφτε γυμνώθη απ' την ασπίδα,
χάλκινο βέλος του 'ριξε και του 'λυσε τα μέλη.
(Ιλ., Δ 463-469, μετ. Ι. Πολυλάς)
Αγήνορας, Απόλλωνας, Αχιλλέας
Τότε θα επαίρναν οι Αχαιοί την πυργωμένην Τροίαν,
αν τον λαμπρόν Αγήνορα δεν εκινούσε ο Φοίβος,
εξαίσιον του Αντήνορος υιόν ανδρειωμένον.
Του 'βαλε θάρρος στην καρδιά, κι εστήθη αυτός σιμά του
μη βάλουν χέρι επάνω του οι μοίρες του θανάτου.
Κι εις ένα φράξο ακούμπησε σ' ομίχλη τυλιγμένος.
Και άμ' ο Αγήνωρ νόησε τον πορθητήν Πηλείδην
εστάθη και στα στήθη του τρικύμιζε η καρδιά του.
Και είπε με παράπονον στην ανδρικήν ψυχήν του:
«Ω συμφορά μου, αν φύγω εμπρός του δυνατού Πηλείδου,
όπου φευγάτοι ροβολούν οι άλλοι, θα με πιάσει
τόσο και τόσο και ως δειλόν θα μ' αποκεφαλίσει,
Κι εάν αυτούς να βάζει εμπρός αφήσω τον Πηλείδην,
και από τα τείχη ξέμακρα στο Ιλιακό πεδίον
πετάξω και τα πόδια μου με φέρουν εις τα πλάγια
της Ίδης, μέσα να κρυφθώ στα φουντωτά της δάση,
το βράδυ τότε θα 'λουα τον ίδρο στο ποτάμι
και θα κινούσα ήσυχος στην Ίλιον να γυρίσω.
Αλλά τι διαλογίζεται τούτα η ψυχή μου τώρα;
Και αν με νοήσει ενώ απ' εδώ πετιούμαι στην πεδιάδα,
θα μου χυθεί σαν αστραπή και αφεύκτως θα με πιάσει
και τότε από τον θάνατον κανείς δεν θα με σώσει.
Ότ' είναι αυτός στην δύναμιν ο πρώτος των ανθρώπων.
Κι εάν στην πόλιν έμπροσθεν αντίμαχός του μείνω,
είναι στο σώμα λαβωτός απ' τον χαλκόν κι εκείνος
και μίαν έχει την ψυχήν και όλοι θνητόν τον λέγουν·
μόνον που ο Ζευς τον προτιμά και δόξαν του χαρίζει.
Είπ', εμαζώχθη ακλόνητος εμπρός στον Αχιλλέα
και άναφτε για πόλεμον η ανδράγαθη ψυχή του.
Και όπως η πάρδαλις ορμά του λόγγου από το βάθος
ενάντια στον κυνηγόν, και μέσα στην ψυχή της
δεν τρέμει τ' αλυκτίσματα των σκύλων αν ακούσει·
και αν την λογχίσει ο κυνηγός ή και την ακοντίσει
και με το βέλος στο κορμί, δεν παύει από την μάχην
ως να πιασθεί πρώτα μ' αυτόν ή πέσει σκοτωμένη·
ομοίως ο λαμπρός υιός του Αντήνορος να φύγει
δεν ήθελεν πριν δοκιμήν να κάμει του Αχιλλέως.
Κι επρόβαλε κι εκράτει εμπρός την κυκλωτήν ασπίδα,
κι εκραύγαζ' ενώ σκόπευεν αυτόν με το κοντάρι:
«Θαρρούσες ότι θα 'παιρνες, λαμπρότατε Αχιλλέα,
σήμερα την ακρόπολιν των αγερώχων Τρώων·
κι εκείνη, ανόητε, πολλούς θα καταθλίψει ακόμη.
Ότι την Ίλιον πολλοί φυλάγομε ανδρειωμένοι,
να σώσομε τους γέρους μας γονείς και τες γυναίκες
και τα παιδιά μας· και συ εδώ θα βρεις τον θάνατόν σου,
και φοβερός και ατρόμητος πολεμιστής ως είσαι».
Είπε· την λόγχην έριξε με τ' ανδρειωμένο χέρι,
την κνήμην του εκτύπησε στο γόνα του αποκάτω·
βρόντησε η κασσιτέρινη νεόχυτη κνημίδα
και του θεού δώρο και αυτή σταμάτησε την λόγχην
κι η λόγχη οπίσω εγύρισε απ' όπου είχε κτυπήσει·
στον θείον τότε Αγήνορα εχύθηκε ο Πηλείδης
και ο Φοίβος δεν τον άφησε την δόξαν ν' αποκτήσει·
σήκωσε τον Αγήνορα με νέφος τυλιγμένον,
κι ήσυχον τον προβόδησε να φύγει από την μάχην,
και απ' τον λαόν εμάκρυνε με τέχνην τον Πηλείδην·
ομοιώθηκε απαράλλακτα του Αγήνορος κι εμπρός του
έμενε και όρμησε ο Αχιλλεύς και τον εκυνηγούσε·
κι ενώ αυτός κατόπι του στο κάρπιμο πεδίον
τον έστρεφε ακροπόταμα του βαθυρρόου Ξάνθου,
και ολίγο του επρότρεχε να τον πλανέσει ο Φοίβος
για να θαρρεύει πάντοτε πως θα τον καταφθάσει,
οι άλλοι Τρώες φεύγοντας περίχαροι εχυθήκαν
στην πόλιν που όλη εγέμισε· και έξω από το τείχος
κανείς δεν επερίμενε τον άλλον δια να μάθει
ποιος έπεσε στον πόλεμον, ποιος πρόφθασε να φύγει,
αλλά στην πόλιν να κλεισθούν περίχαροι όλοι ορμήσαν
όσοι ποδιών τους έσωσε γοργότης και γονάτων.
(Ιλ. Φ 544-611, μετ. Ι. Πολυλάς)