Γιος του Πρίαμου από τη Λαοθόη. Τον συνέλαβε ο Αχιλλέας μια νύχτα που έκοβε κλαδιά στο περιβόλι του Πρίαμου. Ο Πάτροκλος τον πούλησε στη Λήμνο, όμως ο πατέρας της Ανδρομάχης Ηετίων, βασιλιάς της Ίμβρου, τον εξαγόρασε και τον έστειλε κρυφά στην Τροία. Δώδεκα μέρες μετά ξυνασυναντήθηκε με τον Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης και πέθανε από το χέρι του οργισμένου για τον θάνατο του Πατρόκλου Αχιλλέα σε μια σκηνή απίστευτης βίας και κακοποίησης, λεκτικής και σωματικής:
Και από τον πόδ΄ ο Αχιλλεύς τον πιάνει και τον ρίχνει
μες στο ποτάμι να συρθεί και υπερηφάνως είπε:
«Κει με τα ψάρια πλάγιασε, το αίμα θα σου γλείψουν
απ΄ την πληγήν αφρόντιστα· στην κλίνην να σε κλάψει
δεν θα σε βάλ΄ η μάνα σου, αλλά με τες στροφές του
θα σε κυλήσει ο Σκάμανδρος στα πλάτη της θαλάσσης
και ψάρια θα πηδούν ψηλά στα μαυροσουφρωμένα
κύματα, στου Λυκάονος το πάχος να χορτάσουν.
(Ιλ., Φ 120-127, μετ. Ι. Πολυλάς)
Με όρους τραγωδίας θα μιλούσαμε για ύβρι –ο ικετευόμενος δεν δίνει σημασία στην ικεσία του ικέτη, τον περιφρονεί, δεν τηρεί το δίκαιο της ταφής ούτε σέβεται το νεκρό σώμα. Ο Αχιλλέας έπιασε τον Λυκάονα από το πόδι, τον έσυρε μέχρι τον ποταμό Σκάμανδρο και τον έριξε μέσα. Έτσι, το σώμα, αντί να πλυθεί από τις γυναίκες πριν από την ταφή, παραδόθηκε στα νερά του ποταμού, όπου «πλύθηκε», «καθαρίστηκε» από τα ψάρια που το έγλειψαν και τελικά το έφαγαν, ενώ η νεκρική πομπή και η ταφή του αντικαταστάθηκαν από το ταξίδι του σώματος μέσω του ποταμού στη θάλασσα. Κι όπως η μητρική γη δέχεται τον νεκρό, το ίδιο θα κάνει η θάλασσα με τον απέραντο κόρφο της.
Σχετικά λήμματα