Ο Πάτροκλος ήταν γιος του Μενοίτιου και εγγονός του Άκτορα και της Αίγινας, γι’ αυτό και επονομαζόταν Ακτορίδης. Ήταν ο επιστήθιος και ο μοναδικός φίλος του Αχιλλέα αλλά και συγγενής του, καθώς ο παππούς του Αχιλλέα, ο Αιακός, ήταν γιος της Αίγινας όπως και ο πατέρας του Πάτροκλου Μενοίτιος. Όταν ήταν ακόμη μικρό παιδί και ζούσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Οπούντα της Λοκρίδας, σκότωσε από θυμό πάνω στο παιχνίδι ένα συνομήλικό του αρχοντόπουλο, τον Κλη(ει)σώνυμο, γιο του Αμφιδάμαντα. Αν και ανήλικος, ο Πάτροκλος έπρεπε να φύγει από τον τόπο του, τον Οπούντα της Λοκρίδας, γιατί τον βάραινε το αίμα του νεκρού. Έτσι ο πατέρας του τον έφερε στον Πηλέα, που τον ανάθρεψε μαζί με τον Αχιλλέα σαν δικό του παιδί, οπότε έμαθε την ιατρική, όπως και ο Αχιλλέας. [Εικ. 1]
Συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο ως φίλος ή και ερωτικός σύντροφος του Αχιλλέα (Αισχ. απ. 228 και 229), ή και ως πρώην μνηστήρας της Ελένης, αν και δεν είχε δεθεί με τον όρκο που έδωσαν οι άλλοι μνηστήρες στον Τυνδάρεο για σύμπραξη σε περίπτωση που το ζεύγος Μενέλαος-Ελένη βρισκόταν κάποια στιγμή σε δύσκολη θέση. Ήταν μεγαλύτερος από τον Αχιλλέα, όμως δεν τον έφτανε σε δύναμη. Ωστόσο, μαχόταν με ιδιαίτερο θάρρος και τόλμη και πήρε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις. Στην εκστρατεία της Μυσίας, στην οποία κατέληξε η πρώτη εκστρατεία στην Τροία, ο Πάτροκλος πολέμησε τον Τήλεφο δίπλα στον Αχιλλέα και μαζί με τον Διομήδη έσωσε το πτώμα του Θέρσανδρου που τον σκότωσε ο Τήλεφος. Πούλησε στη Λήμνο τον γιο του Πρίαμου Λυκάονα που είχε αιχμαλωτιστεί από τον Αχιλλέα. Πήρε μέρος στην άλωση της Λυρνησσού, πόλης της Δαρδανίας, και στην επιδρομή στη Σκύρο. Τραυματίστηκε από βέλος αλλά τον περιποιήθηκε και τον θεράπευσε ο Αχιλλέας. [Εικ. 2, 3, 4, 5, 6, 7]
Μαλακός, γλυκομίλητος, υποχωρητικός (Ρ 671) συμπαραστάθηκε στη Βρισηίδα, σύζυγο του Μύνητα της Μυσίας, τον οποίο σκότωσε ο Αχιλλέας, όπως και τα τρία της αδέλφια. Παλλακίδα ήθελε να την έχει ο Αχιλλέας όσο θα κρατούσε ο πόλεμος, αλλά ο Πάτροκλος της υποσχόταν ότι θα έπειθε τον φίλο του να την παντρευτεί, όταν θα γυρνούσαν στη Φθία, και να μη θρηνεί για τις συμφορές της (Τ 287 κ.ε.). Ο ίδιος όμως αναγκάστηκε να την παραδώσει στον Αγαμέμνονα, όταν ο αρχιστράτηγος τη διεκδίκησε, και στεκόταν πλάι στον φίλο του, όταν ήλθε πρεσβεία από τον Αγαμέμνονα για να τον παρακαλέσουν να γυρίσει στη μάχη. [Εικ. 8, 9, 10, 11, 12] Αργότερα, ο Αχιλλέας τον έστειλε στον Νέστορα για να μάθει νέα των Ελλήνων. [Εικ. 13] Εκεί περιποιήθηκε τον τραυματισμένο Ευρύπυλο και μετέφερε τα άσχημα νέα για την κατάσταση του ελληνικού στρατοπέδου στον φίλο του. Άσκησε πίεση για να τον πείσει να ξαναμπεί στη μάχη ή για να του επιτρέψει να οδηγήσει εκείνος τους Μυρμιδόνες. Φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα και με θυελλώδη ορμή απέκρουσε μαζί με τους Μυρμιδόνες τους Τρώες, που είχαν φθάσει στα πλοία των Αχαιών και ήταν έτοιμοι να τα πυρπολήσουν.
Ο κατά τα άλλα μειλίχιος Πάτροκλος πάτησε πάνω στο στήθος του Σαρπηδόνα με απίστευτη ωμότητα, τράβηξε από το κορμί το δόρυ κι ομάδι του ξεχύθηκαν τα σπλάχνα, / και την ψυχή εκεινού εξερίζωσε μαζί με το χαλό του (Π 503-5). [Εικ. 14] Αντιμάχησε με τον Έκτορα για το σώμα του ηνιόχου του Τρώα ήρωα, του Κεβριόνη, κρατώντας τον νεκρό από το πόδι, τη στιγμή που ο Έκτορας τον κρατούσε από το κεφάλι (Π 762-763) και παροτρύνει τους άνδρες να κατακρεουργήσουν το σώμα του Έκτορα, να το σκυλεύσουν και να φονεύσουν τους υπερασπιστές του σε μια σκηνή που ακούμε μες στ’ αυτιά μας τους ήχους των όπλων (Π 559-561). Οι Τρώες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα τείχη τους.
Κατά τη διάρκεια όμως της τρίτης εφόδου που επιχείρησε ο Πάτροκλος για την άλωση της Τροίας χτυπήθηκε από τον Απόλλωνα και καταλήφθηκε από σκοτοδίνη. Στην κατάσταση αυτή πρώτος τον έπληξε ο Εύφορβος από πίσω και δεύτερος με θανατηφόρο κτύπημα ο Έκτορας. Με χαρακτηριστική απάθεια ο Έκτορας ακινητοποίησε το πτώμα του ύπτιου Πάτροκλου με τη φτέρνα του, σπρώχνοντάς τον προς τα πίσω, καθώς τραβούσε το δόρυ από την πληγή. Ωστόσο, ο Πάτροκλος είχε ήδη πεθάνει και ο Έκτορας δεν αξιώθηκε να αφαιρέσει μαζί με το δόρυ και την ψυχή του Μυρμιδόνα (Π 856-7, 862-3). Το ίδιο θα πάθει και ο Αχιλλέας με τον Έκτορα (Χ 361-2, 367· πρβ. Ε 620-1, Ζ 64-5).
Περισσότερες λεπτομέρειες από κάθε άλλη περίπτωση δίνει ο ποιητής για την απώλεια της πανοπλίας του Πάτροκλου, δηλαδή του Αχιλλέα, μια και ο Πάτροκλος βγήκε στη μάχη με τον άτρωτο οπλισμό του φίλου του, φτιαγμένο από τον Ήφαιστο, προφανώς γιατί πρόκειται για οπλισμό θεϊκό. Μάλιστα ο Αχιλλέας αναφέρει μαζί τον θάνατο του φίλου του και την απώλεια της πανοπλίας του (Σ 80-5, 93)· η ατίμωσή του αυξάνει λόγω της διπλής απώλειας. Στην περιγραφή της απώλειας του οπλισμού, ο ποιητής ακολουθεί αντίστροφα τη σειρά μιας σκηνής οπλισμού, δηλαδή θώρακας, ασπίδα, περικεφαλαία, δόρυ, με μόνη διαφορά ότι πρώτη αφαιρείται η περικεφαλαία, ενώ δεν γίνεται λόγος για τις περικνημίδες ή το ξίφος του (Π 791-804) –σε άλλες σκηνές ακολουθείται η εξής σειρά: περικεφαλαία, ασπίδα, δόρυ (Ο 125 κ.ε., ξ 276 κ.ε.). Οι συγκεκριμένοι στίχοι (Π 791-804) αναπτύσσουν το στερεότυπο μοτίβο των όπλων που πέφτουν στο έδαφος και κυλούν με θόρυβο στο πεδίο της μάχης (πρβ. Ν 526-530, Ρ 50). Όσο για την αφαίρεση της περικεφαλαίας, η περιγραφή από τον ποιητή του χτυπήματος που πετυχαίνει ο Φοίβος περιγράφεται με ενάργεια τέτοιας έντασης που σοκάρει τον ακροατή / αναγνώστη, καθώς παραπέμπει σε αποκεφαλισμό –η περικεφαλαία κυλιέται στο χώμα και σκόνη λερώνει το λοφίο, σαν να επρόκειτο για το ίδιο το κεφάλι του ήρωα που κείται στη σκόνη (Π 793-799). Πρόκειται, για σκηνή στην οποία προοικονομείται ο θάνατος του Αχιλλέα.
Στη μάχη γύρω από το σώμα του Πάτροκλου ο Έκτορας προφταίνει και του παίρνει τα όπλα και τα ζώνεται. Το σώμα εμφανίζεται γυμνό χωρίς τον οπλισμό του –Έπεσε ο Πάτροκλος, και γύρα του για το νεκρό χτυπιούνται, / γυμνό, τι ο κρανοσείστης Έχτορας επήρε τ’ άρματά του (Σ 20-1). Ο Έκτορας θα δοκιμάσει να τον σύρει προς το μέρος των Τρώων, για να του κόψει το κεφάλι και στη συνέχεια να πετάξει το κουφάρι του θροφή στης Τροίας τους σκύλους, όμως αποκρούεται από τον Μενέλαο και τον Αίαντα (Ρ 125-131, 254-5)· πρβ. Σ 176-7) –είναι μάλιστα τόσο σημαντική η κατοχή του πτώματος του Πάτροκλου που ο Έκτορας υπόσχεται τα μισά απ’ τα κούρσα του σε όποιον τραβήξει τον Πάτροκλο στο στρατόπεδο των Τρώων (Ρ 229-32). Ο Ιππόθοος που είχε καταφέρει να σύρει τον Πάτροκλο προς το μέρος των Τρώων, χτυπιέται από τον Τελαμώνιο Αίαντα […] κι αμέσως / του φεύγει του αντρειωμένου Πάτροκλου το πόδι από τα χέρια / στη γη· κι ευτύς σιμά τ’ απίστομα πα στο νεκρό εσωριάστη (Ρ 299-300). Ανατριχιαστική είναι ή περιγραφή της στιγμής κατά την οποία οι δύο πλευρές τον τραβούσαν όπως οι καλφάδες τεντώνουν το τομάρι ενός βοδιού (Ρ 389-95). [Εικ. 15, 16, 17, 18, 19, 20]
Οι περιπτώσεις του Πάτροκλου (Ρ 288-303, Σ 148-65, 176, 232· πρβ. Ρ 277) και του Έκτορα (Χ 395-404, Ψ 25-6, Ω 14-18) που σέρνονται πέρα δώθε πίσω από ένα άρμα με δεμένο το πόδι με ένα λουρί είναι μοναδικές στην Ιλιάδα. Η μία περίπτωση προοικονομεί την άλλη, και οι δυο μαζί ενδέχεται να αντικατοπτρίζουν κάποια ιστορία για τον θάνατο του ίδιου του Αχιλλέα: ο Ιππόθοος, μες στον άγριο σάλαγο τον έσερνε απ’ το πόδι [τον Πάτροκλο], / με το λουρί τα νεύρα δένοντας, στους αστραγάλους γύρα. (Ρ 289-90)
Στη μάχη γύρω από το νεκρό σώμα του Πατρόκλου διακρίθηκε ο Μενέλαος, ενώ ο Αίας με το φαρδύ σκουτάρι του τον Πάτροκλο σκεπάζει (Ρ 123-39, 132· πρβ. Π 782, Ρ 60, 121-2, 205, 536-7, Σ 21, Φ 183). Ο Νεστορίδης Αντίλοχος στο μεταξύ, πρόλαβε τα νέα του θανάτου στον Αχιλλέα που άοπλος μπαίνει στη μάχη και έσυρε κραυγή που τρόμαξε τους Τρώες και εγκατέλειψαν το πτώμα. [Εικ. 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34]
Ο Αχιλλέας είχε ορκιστεί εκδίκηση, και μέχρι να σκοτώσει τον Έκτορα, αλλά και γιατί δεν μπορούσε να αποχωριστεί τον νεκρό φίλο του, δεν επέτρεπε την ταφή του Πατρόκλου. [Εικ. 35, 36] Η μητέρα του Θέτις προφύλαξε το πτώμα του νεκρού Πατρόκλου από την αποσύνθεση ρίχνοντας σ' αυτό αμβροσία, μέχρι που ο Αχιλλέας φόνευσε τον Έκτορα, έσυρε το σώμα του με το άρμα του, και στη συνέχεια το παρέδωσε στον πατέρα του Πρίαμο. [Εικ. 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 67, 61, 62]
Η περιγραφή της ταφής του Πατρόκλου δίνεται με λεπτομέρειες, ίσως λόγω του πλούτου της, η υπερβολή του οποίου αντανακλά το μέγεθος του θρήνου του Αχιλλέα, παραπέμπει όμως και στην ταφή του ίδιου του Αχιλλέα (ω 34-96). Και πάντως, το τελετουργικό, με την υπερβολή του, είναι το πιο εντυπωσιακό σε σύγκριση με άλλες επικές νεκρικές σκηνές.
Ακολουθώντας το έθιμο, το σώμα του νεκρού Πάτροκλου επικαλύπτεται με λίπος, όπως και τα οστά του μετά την αποτέφρωσή του (Ψ 243-4, 252-3), ενώ ο Αχιλλέας θα κρατήσει την υπόσχεσή του για όλες τις ταφικές τιμές που είχε τάξει στον νεκρό Πάτροκλο, τη θυσία δώδεκα Τρώων που είχε συλλάβει στις όχθες του Σκάμανδρου, τον συνεχή θρήνο των αιχμάλωτων γυναικών κλπ. (Σ 333-42· πρβ. και Ψ 17-23, 30 κ.ε.), εκτός από το ότι θα έκαιγε μαζί και το κεφάλι του δολοφόνου του. Ο νεκρός συνοδεύτηκε κατά την εκφορά από μεγάλη νεκρική πομπή, αρματηλάτες και πεζούς (Ψ 133-4), κάτι που ανακαλεί στη μνήμη μας τα μεγαλοπρεπή αγγεία της Γεωμετρικής περιόδου που αναπαριστούν νεκρικές σκηνές.
Προς τιμή του νεκρού Πάτροκλου, που χαρακτηρίζεται γέρας θανόντων (Ψ 9), τρεις φορές γυρνούν τα άλογα γύρω από τον νεκρό (Ψ 12-3) και τρεις φορές ο Αχιλλέας θα σύρει και το πτώμα του Έκτορα γύρω από τον Πάτροκλο (Ω 14-16), κάτι που θα κάνει τον Δία να συγκρίνει την απάνθρωπη αγριότητα του Αχιλλέα με εκείνη του αρπακτικού λιονταριού. Αλλά τρεις ήταν και οι φορές που ο Έκτορας άρπαξε με λύσσα [τον Πάτροκλο] απ’ τα ποδάρια / ξοπίσω να τον σύρει […] / και τρεις οι δυο τους Αίαντες […] τον σπρώξαν / απ’ το νεκρό (Σ 155-8), τρεις φορές ο Αχιλλέας εχούγιαξεν, όταν ξαναβγήκε στη μάχη για το σώμα του Πάτροκλου και τρεις φορές οι Τρώες τα σάστισαν κι οι ξακουστοί συμμάχοι (Σ 228-9). [Εικ. 63, 64, 65, 66]
Οι στρατιώτες προσέφεραν στον νεκρό μπούκλες από τα μαλλιά τους, με τις οποίες κάλυψαν το σώμα του, καθώς η πομπή προχωρούσε –εξού και οι συνεχείς παρατατικοί. Το ίδιο θα κάνει και Αχιλλέας τοποθετώντας στα χέρια του Πάτροκλου τα μαλλιά του που τα προόριζε να τα προσφέρει στον Σπερχειό, όταν θα επέστρεφε στην πατρίδα του, χειρονομία ιδιαίτερα συγκινητική (Ψ 152-3· πρβ. ω 45-6, δ 197-8, Αισχ., Χοηφ. 6-7). [Εικ. 68]
Πάνω στα ξύλα που οι Αχαιοί είχαν συγκεντρώσει την αυγή, τοποθετήθηκε το σώμα του Πάτροκλου και τα θυσιασμένα ζώα, βόδια και πρόβατα (Ψ 30-4, 154-191), κατσίκια και γουρούνια, τέσσερα άλογα (όσα και στον μεγάλο τύμβο του 10ου αιώνα στο Λευκαντί), δύο σκυλιά –αίμα ρέει παντού γύρω από το πτώμα» [1], ενώ παράλληλα η φωτιά δυναμώνει και με τις προσφορές μελιού και λαδιού [2]. Εκείνο όμως που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και εγείρει ζητήματα είναι η θυσία δώδεκα Τρώων. [Εικ. 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74] Η ασυνήθιστη αγριότητα αυτής της ενέργειας είναι αξιοπρόσεκτη, όπως και η επανειλημμένη αναφορά σε αυτήν (Σ 336-7, Φ 27-31, Ψ 22-3). Ποια θέση κρατά ο ποιητής απέναντι στην ενέργεια αυτή; Υπάρχει κάποιο στοιχείο ηθικής αποδοκιμασίας εκ μέρους του; Θα λέγαμε ότι η περιγραφή της σύλληψης των δώδεκα νέων –[…] δώδεκα άγουρους διαλέγει στο ποτάμι, / για να τους σφάξει […] / και σαστισμένους ως λαφόπουλα τους τράβηξε στον όχτο, / και πίσω με λουριά τα χέρια τους καλοκομμένα δένει, / που ατοί τους γύρα στους καλόπλεχτους φορούσαν θώρακές τους (Φ 27-31)– και της ανθρωποθυσίας –έβαλα στο νου μου κακές πράξεις (Ψ 176) [3] – σφραγίζονται με λέξεις που φαίνεται να εισάγουν ένα στοιχείο ηθικής αποδοκιμασίας, πράγμα σπάνιο στον Όμηρο.
Ο Αχιλλέας ανάβει την πυρά και για μια ακόμη φορά υπόσχεται στον Πάτροκλο να δώσει το σώμα του Έκτορα στα σκυλιά. Χύνει συνέχεια κρασί στο έδαφος –μια κούπα ολονυχτίς ανάσερνεν από χρυσό κροντήρι / κρασί, κι απά στη γη το στάλαζε και μούσκευε το χώμα (Ψ 219-220)– καλώντας την ψυχή του Πάτροκλου, έκφραση του απαρηγόρητου θρήνου του (Ψ 217-25) και με κρασί θα σβήσει τις φλόγες την αυγή (Ψ 236-8, 250). Το άλλο πρωί, οι Αχαιοί μάζεψαν τα οστά του (Ψ 239-42, 252-4), τα έκλεισαν σε μια υδρία, πύλινη ή χρυσή, δώρο του θεού Διονύσου στη Θέτιδα, ή λάρνακα (σορός) και τα φύλαξαν στη σκηνή του Αχιλλέα, διότι, σύμφωνα με την επιθυμία του νεκρού, τα λείψανά του θα θάβονταν αργότερα μαζί με του αγαπημένου του φίλου. Οι Αχαιοί θα σχεδιάσουν τον κύκλο του τύμβου και θα τοποθετήσουν γύρω από την περιφέρεια της πυράς μια βάση από πέτρες, την οποία κατόπι σκεπάζουν με χώμα. Ο τύμβος θα σκεπάσει την πυρά (Ψ 255-6). Στην αρχή ο τάφος του θα είναι μικρός, κενοτάφιο (α 289-92, δ 584), αλλά όταν αργότερα θα ταφούν τα λείψανα και των δύο ηρώων, οι Αχαιοί θα τον κάνουν πιο πλατύ και ψηλό, ώστε να καλύψει και τους δυο (Ψ 245-8, 255-6 και ω 80-4).
Η κηδεία του Πάτροκλου τελειώνει στο μέσο του στ. 257 (Ψ) με μια γρήγορη μετάβαση στους αγώνες (αρματοδρομία, πυγμαχία, πάλη, αγώνας δρόμου, μονομαχία, ρίψη, τοξοβολία, ακοντισμός) γύρω από τον τύμβο του, με τους οποίους ο Αχιλλέας τιμά τον νεκρό σύντροφό του [4] και παράλληλα εκτονώνεται η ένταση που έχει συσσωρευθεί (ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ). [Εικ. 75, 76, 77, 78] Ο στρατός εμφανίζεται συγκεντρωμένος αλλά χωρίς τις βαρβαρότητες του πολέμου και ο ακροατής/αναγνώστης μένει «με μια έντονη αίσθηση επιστροφής στη φυσιολογική κατάσταση τόσο από άποψη συναισθημάτων όσο και συμπεριφοράς, προετοιμάζοντάς μας για τη λύση στη ραψωδία Ω» [5].
Συνηθιζόταν μετά την καύση του νεκρού και πριν χτιστεί ο τύμβος να παρατίθεται νεκρόδειπνο (Ω 664-6, 801-4, πρβ. Ψ 1-34, 29-34). Στην περίπτωση του Πάτροκλου όμως το νεκρόδειπνο παρατίθεται πριν από την ταφή, ιδιαίτερα ασυνήθιστη αντιστροφή, δηλωτική ίσως των εξαιρετικών συνθηκών που θα προκαλέσουν μια κινητικότητα και εξέλιξη στα γεγονότα. [6]
Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει τη συνάντηση του Αχιλλέα και του Πατρόκλου στον Άδη, ενώ σύμφωνα με τον Παυσανία (3.19) οι δύο ήρωες συνέχισαν και μετά το θάνατο να ζουν στη νήσο Λεύκη μαζί με άλλους ήρωες και πρωταγωνιστές του Τρωικού πολέμου, την Ελένη, τον Αίαντα, τον Τελαμώνα, τον Αντίλοχο.
Σχετικά λήμματα
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ, ΑΙΑΚΟΣ, ΑΙΑΣ Ο ΤΕΛΑΜΩΝΙΟΣ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΧΙΛΛΕΑΣ, ΒΡΙΣΗΙΔΑ, ΕΚΤΟΡΑΣ, ΕΛΕΝΗ, ΕΥΦΟΡΒΟΣ, ΗΦΑΙΣΤΟΣ, ΙΠΠΟΘΟΟΣ, ΚΕΒΡΙΟΝΗΣ, ΛΥΚΑΟΝΑΣ, ΜΕΝΕΛΑΟΣ, ΝΕΣΤΟΡΑΣ, ΣΑΡΠΗΔΟΝΑΣ, ΣΚΑΜΑΝΔΡΟΣ ή ΞΑΝΘΟΣ, ΤΗΛΕΦΟΣ
1. Πρβ. θρακικές νεκρικές τελετές, Ηρόδ. 5.8.
2. Παρόμοια και στην ταφή του Αχιλλέα (ω 65-68).
3. Πρβ. Η 478, Χ 395.
4. Πολλοί άλλοι αγώνες στον Όμηρο είναι επιτάφιοι (Ψ 678-80, Χ 162-4, ω 85-92) όχι όμως όλοι (Δ 385-90, θ 100-3).
5. N. Richardson, Ομήρου Ιλιάδα. Κείμενο και Ερμηνευτικό υπόμνημα. τ. ΣΤ, ραψωδίες Φ-Ω. Επιμ. Α. Ρεγκάκος – Μετ. Μαρία Νούσια. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2005, σ. 298.
6. Για τη σειρά στο σύνολο του τελετουργικού βλ. M.W. Edwards, «The conventions of a Homeric funeral» στο Studies in Honour of T.B.L. Webster (έκδ. J.H. Betts, J.T. Hooker, J.R. Green). Μπρίστολ. 84-92.