Ἐν Ἕλλησι μέν νυν νεώτατοι τῶν θεῶν νομίζονται
εἶναι Ἡρακλέης τε καὶ Διόνυσος καὶ Πάν,παρ᾽
Αἰγυπτίοισι δὲ Πὰν μὲν ἀρχαιότατος. (Ηρόδ. 2.145)
Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Πάνας απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου με σχιστή οπλή, ισχνά αλλά δυνατά, «θεός τραγοπόδαρος»· επιπλέον διέθετε ουρά, αυτιά και κέρατα στο μέτωπο τράγου, πηγούνι σουβλερό με γενειάδα ακανθώδη, σώμα πυκνόμαλλο. Διέμενε μόνιμα σε χώρους της άγριας φύσης —όρη, δάση, βαθύσκιες κοιλάδες, ρεματιές, απόκρημνους βράχους, απόκρυφα σπήλαια, άγρια φαράγγια—, όπου ώρες ατέλειωτες έπαιζε τον ποιμενικό του αυλό, τη σύριγγα, ή κοιμόταν τα ζεστά μεσημέρια, οπότε και ήταν επικίνδυνο αν του τάραζε κανείς τον ύπνο. Τα συνηθισμένα εμβλήματά του ήταν η σύριγγα (σουραύλι), μια γκλίτσα, στεφάνι από πεύκο ή ένα κλαδί από πεύκο στο χέρι. Από τους αγαπημένους τόπους διαμονής του, αβίαστα γίνεται κατανοητό γιατί υπήρξε προστάτης και κατεξοχήν θεός της ορεινής Αρκαδίας, που αποκαλούνταν και Πανία και όπου λατρευόταν μαζί με τον Δία και τον Ερμή. Σταδιακά, και μετά την παρέμβασή του στους μηδικούς πολέμους, η λατρεία του εξαπλώθηκε από την ορεινή και δασώδη Αρκαδία στο άστυ σε όλο τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού. Έτσι, από προστάτης των ποιμνίων, των κτηνοτρόφων, των κυνηγών, των αλιέων, μια και οι βοσκοί κατέβαζαν τα ποίμνια στη θάλασσα για να «αλμυρίσουν», έγινε και πολεμικός θεός. Πάντως, Όμηρος και Ησίοδος δεν αναφέρουν το όνομα του Πάνα και κανένα έργο τέχνης δεν ανάγεται πριν τους μηδικούς πολέμους. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12]
Σύμφωνα με αρκαδικές παραδόσεις ο Πάνας ήταν γιος:
Του Ερμή και της Δρυόπης
Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο Ερμής έβοσκε στην Κυλλήνη τα κοπάδια του βασιλιά των Δρυόπων Δρύοπα. Εκεί είδε και ερωτεύτηκε σφοδρά τη βασιλοκόρη Δρυόπη ή Δρυόπα, η οποία, ανταποκρινόμενη στον θεϊκό έρωτα γέννησε ένα τραγόμορφο παιδί, με πόδια, ουρά, αυτιά και στο μέτωπο κέρατα τράγου, πηγούνι σουβλερό με γενειάδα ακανθώδη και σώμα πυκνόμαλλο. Το δύσμορφο μωρό ήταν χαρούμενο και ζωηρό, πηδούσε εδώ κι εκεί και οι εκρήξεις της ασυγκράτητης χαράς του αντηχούσαν στα βουνά. Από τρόμο για την όψη του παιδιού της, ή από αηδία και ντροπή, η Δρυόπη το εγκατέλειψε. Το έσωσε όμως ο πατέρας του, το πήρε στην αγκαλιά του, το περιέβαλε με δέρμα λαγού και το έφερε στην κατοικία των θεών, στον Όλυμπο. Μόλις τον είδαν οι θεοί, όλοι τους άρχισαν να γελούν γοητευμένοι από τη μορφή του· από το γέλιο αυτό η φαντασία του ποιητή των ομηρικών ύμνων (19.47) θεωρεί ότι προέρχεται και το όνομα του νέου θεού: «Πᾶνα δέ μιν καλέεσκον, ὅτι φρένα πᾶσιν ἔτερψεν». Περισσότερο απ' όλους ευφράνθηκε ο θεός του κεφιού, ο Διόνυσος, που με χαρά τον δέχτηκε στη συντροφιά του. Γι’ αυτό και ο Πάνας καλείται και στρατιώτης του Βάκχου, όντας και αρχηγός του διονυσιακού χορού, εξού και το επίθετο φιλόχορος (Αισχ., Πέρσ. 448) και χοροποιός (Σοφ., Αίας 696). (Ομ. Ύ. 19) [Εικ. 13, 14]
Άλλες παραδόσεις θέλουν τον τραγόμορφο θεό γιο:
του Ερμή και της νύμφης Καλλιστώς, συνοδού της θεάς Άρτεμης στην Αρκαδία, που καταστερίστηκε ως ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου·
του Ερμή και της Πηνελόπης. σε αυτή την εκδοχή η ένωση έγινε στη Μαντίνεια, όταν ο Οδυσσέας έστειλε τη γυναίκα του πίσω στον πατέρα της Ικάριο για την εύνοια που έδειξε στον μνηστήρα Αντίνοο ή για την απιστία της με αυτόν·
του Ερμή και της νύμφης Ορσινόης·
του Δία και της Καλλιστώς, δίδυμος αδελφός του Αρκάδα, επώνυμου ήρωα της Αρκαδίας·
του Δία και της νύμφης Θύβρης ή Ύβρης·
του Δία και της Οινιήδας·
του Απόλλωνα και της Οινηίδας·
του Απόλλωνα και της Πηνελόπης·
του Οδυσσέα και της Πηνελόπης·
της Πηνελόπης που πλάγιασε με μερικούς ή με όλους τους μνηστήρες –επομένως, ο Πάνας είναι καρπός πολλαπλών ενώσεων·
του Ουρανού και της Γαίας, επομένως αδελφός του Κρόνου και των άλλων Τιτάνων·
του Ουρανού και της Εστίας·
του Αιθέρα και κάποιας νύμφης, ίσως της Οινόης·
του Κρόνου και της Ρέας·
ενός βοσκού, του Κράθιδα, και μιας κατσίκας.
Οι πολλές παραδόσεις για τη γέννηση του Πάνα δημιούργησαν την εντύπωση ότι υπήρχαν δύο Πάνες. Και κατά μία ακόμη παραλλαγή, περισσότερο ορθολογική, ο Πάνας ήταν θνητός και βασιλιάς στην Αρκαδία και ασχολήθηκε με την αστρολογία.
Ο Πάνας ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και ακούραστος εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε τους χώρους του στη φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας, ακόμη και των ίδιων των ζώων. Οι ερωτικές του περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές, ενώ ικανοποιούσε και μόνος τις ανεκπλήρωτες ορμές του. [Εικ. 15, 16, 17]
Ο Πάνας κέρδισε την εύνοια της κόρης, που κι αυτή συχνά ερωτοτροπούσε, χαρίζοντάς της ένα κοπάδι λευκά βόδια. Ή, κατά άλλη εκδοχή, επειδή ο βουκολικός θεός ήξερε ότι η ουράνια νύμφη συνήθιζε να παίζει με τα πρόβατα πηδώντας στη ράχη τους, κατάφερε να ενωθεί μαζί της ντυμένος με μια προβιά. [Εικ. 18]
Ο Πάνας ερωτεύτηκε τη Νύμφη Πίτυ, η οποία, προκειμένου να αποφύγει τον εναγκαλισμό του Πάνα, μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο δέντρο, το πεύκο (πίτυς). Κατέληξε, όπως και η Δάφνη για τον Απόλλωνα, να στολίζει το μέτωπο του ερωτευμένου Πάνα.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η μεταμόρφωση της Πίτυος οφείλεται στη λύπη που ένιωσε η Γη για την κόρη που βρέθηκε εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο θεούς που την ερωτεύτηκαν, τον Βορέα και τον Πάνα. Η προτίμηση της Νύμφης για τον Πάνα, προκάλεσε τη ζήλια του Βορέα που την έριξε κάτω από ένα βράχο. Τη λυπήθηκε η Γη και μεταμόρφωσε το σώμα της σε πεύκο. Σαν δέντρο πια χαίρεται να κοσμεί το μέτωπο του θεού της με στεφάνια από τα κλαδιά της, ενώ το χάιδεμα των κλαδιών της από το φύσημα του Βορέα προκαλεί τον θρήνο της. [Εικ. 19, 20, 21, 22, 23]
Η Σύριγγα ήταν νύμφη της Αρκαδίας που την ερωτεύτηκε ο Πάνας. Την καταδίωξε για να την πιάσει, αλλά την κρίσιμη στιγμή της σύλληψης εκείνη μεταμορφώθηκε σε καλαμιά στις όχθες του ποταμού Λάδωνα. Είτε γιατί άκουσε τον ήχο που έκαναν οι καλαμιές, καθώς φυσούσε, είτε γιατί, στην προσπάθειά του να ξεχωρίσει ποια ήταν η κοπέλα, ξερίζωσε, μερικά από αυτά τα καλάμια, διαφορετικά σε μέγεθος το καθένα, και φύσηξε στο εσωτερικό τους. Αυτή η τυχαία ανακάλυψη τον οδήγησε στη συστηματοποίησή της· κόλλησε με κερί καλάμια διαφορετικού μεγέθους το καθένα και έφτιαξε ένα μουσικό όργανο στο οποίο έδωσε το όνομα της χαμένης νύμφης. Με το όργανο αυτό συνοδεύει τον χορό και το τραγούδι των Νυμφών, που κατοικούν σε σπηλιές, συνήθως και με τον Ερμή στην παρέα. Ο Ερμής, εξάλλου, αφηγείται στον Άργο την ιστορία της Σύριγγας, προκειμένου να τον κοιμίσει και να ελευθερώσει την Ιώ. (Οβ., Μεταμορφ., 1.689-712)
Σε σπηλιά στην Έφεσο, όπου λεγόταν ότι ο Πάνας είχε εναποθέσει την πρώτη σύριγγα, γινόταν και ο έλεγχος της παρθενίας των κοριτσιών. Τις έκλειναν στη σπηλιά και, αν πράγματι ήταν παρθένες, ακούγονταν οι μελωδικοί ήχοι του οργάνου. Αυτόματα άνοιγαν οι πόρτες και οι κόρες έβγαινες έξω στεφανωμένες με κλαδιά πεύκου. Διαφορετικά, ακούγονταν πένθιμες φωνές από τη σπηλιά και η επίορκη νέα εξαφανιζόταν, όπως διαπιστωνόταν μετά το άνοιγμα της θύρας. [Εικ. 24, 25, 26, 27, 28, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 51]
Η Ηχώ ήταν Νύμφη των δασών και των πηγών, παγιδευμένη σε έρωτες ανεκπλήρωτους είτε από εκείνη προς άλλους είτε από άλλους προς εκείνη. Κάποτε εμφανίζεται ερωτευμένη με ένα Σάτυρο που την αποφεύγει, ενώ αδιαφορεί και αποφεύγει τον ερωτευμένο μαζί της Πάνα. Για να την εκδικηθεί ο τραγόμορφος θεός, βάζει βοσκούς σε κατάσταση μανίας να την κομματιάσουν. Ό,τι απέμεινε από την κόρη ήταν η φωνή της, η ηχώ. Στο μεταξύ, σύμφωνα με άλλη παράδοση, απέκτησαν μια κόρη, την Ίυγγα. Αυτή έδωσε στον Δία ένα μαγικό φίλτρο, που του προκάλεσε σφοδρό έρωτα για την Ιώ, ιέρεια της γυναίκας του Ήρας. Η Ήρα κυνήγησε τόσο την ερωμένη του άνδρα της όσο και την υπεύθυνη για τον έρωτα αυτόν, την Ίυγγα. Τη μεταμόρφωσε σε πέτρινο άγαλμα ή στο ομώνυμο πουλί (Εικ. 1074) που χρησιμοποιούνταν σε ερωτικούς εξορκισμούς. Από την Ηχώ ο Πάνας απέκτησε ακόμη μια κόρη, την Ιάμβη.
Η Ευφήμη ήταν τροφός των Μουσών. Από αυτήν ο Πάνας απέκτησε ένα γιο, τον Κρότο. Μαζί με τις ομογάλακτές του Μούσες κυνηγούσε στον Ελικώνα και, για να εκφράσει τον θαυμασμό τους γι’ αυτές, επινόησε το χειροκρότημα. Εκείνες με τη σειρά τους ζήτησαν από τον Δία να τον καταστερίσει. (Υγίνος 224)
Η Αίγα απέκτησε από τον Δία ένα γιο, τον Αιγίπανα, που τον παρουσίασε στον Πάνα σαν δικό του γιο.
Παραδίδεται ότι ο Πάνας απέκτησε από άλλες γυναίκες τον Βουκολίωνα, τον Ευρυμέδοντα και όλους τους Πάνες.
Όταν ο Τυφώνας κυνηγούσε τους θεούς και κόντευε να τους πιάσει, εκείνοι, τρομοκρατημένοι, αναζήτησαν καταφύγιο στην Αίγυπτο. Για να γλυτώσουν λέγεται ότι ο Πάνας τους συμβούλευσε να μεταμορφωθούν. Έτσι, ο Απόλλωνας έγινε γεράκι ή κοράκι, ο Ερμής Ίβις, ο Άρης πολύ λεπιδωτό ψάρι, η Άρτεμη γάτα, ο Διόνυσος τράγος, ο Ηρακλής ελάφι, ο Ήφαιστος βόδι· ο Πάνας μεταμορφώθηκε σε αιγόκερο, ενώ η Αφροδίτη έπεσε στον Ευφράτη και έγινε ψάρι που αργότερα καταστερίστηκε από τους θεούς και έγινε ο αστερισμός του Ιχθύος. Μόνο ο Δίας και η Αθηνά λεγόταν ότι κράτησαν τη μορφή τους· αντίθετα, ο Λουκιανός παραδίδει ότι ως και ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κριάρι. Πάντως, οι θεοί, για να τιμήσουν τον Πάνα για τη συμβολή του στη σωτηρία τους, έβαλαν στον ουρανό τον αστερισμό του Αιγόκερου. Την περαιτέρω σωτηρία του Δία μυθογράφοι αποδίδουν στον γιο του ή γιο του Πάνα Αιγίπανα.
Ο Πάνας προ(σ)κάλεσε τον ίδιο τον θεό της μουσικής σε μουσικό διαγωνισμό, ο τραγοπόδαρος με τη φλογέρα του, ο Απόλλωνας με τη λύρα του. Η πληροφορία ότι ο Απόλλωνας έμαθε την τέχνη της μαντικής από τον Πάνα στην εκδοχή που τον θέλει γιο του Δία και της Θύμβρης, ας πούμε ότι συγχωρεί στον βουκόλο δαίμονα αυτή την υπέρβαση σεβασμού και ορίων. Ο Απόλλωνας έφτασε στον τόπο του διαγωνισμού ντυμένος με πορφυρό μανδύα, δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι και χρυσή λύρα στο χέρι. Πρώτος έπαιξε ο Πάνας, δεύτερος ο Απόλλωνας. Όσοι παρευρέθηκαν φυσικά μαγεύτηκαν από τους ήχους του θεού. Νικημένος ο Πάνας, χώθηκε βαθιά μέσα στα λαγγάδια, απ’ όπου συχνά αντηχούν οι τρυφεροί και θλιμμένοι ήχοι της φλογέρας του που τις άκουγαν οι Νύμφες. (Ο μουσικός Πάνας) [Εικ. 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61]
Η Δήμητρα, οργισμένη για την απαγωγή της κόρης της Περσεφόνης από τον Άδη ή για τον δικό της βιασμό από τον Ποσειδώνα, εξαφανίστηκε και κανένας, ούτε θεός ούτε άνθρωπος δεν ήξερε πού βρισκόταν η θεά. Τότε η γη άρχισε να χάνει τους καρπούς της και οι άνθρωποι να πεθαίνουν από λιμό. Ο Πάνας ανακάλυψε τη θεά κρυμμένη σ’ ένα σπήλαιο έξω από τη Φιγάλεια, μαυροφορεμένη και απαρηγόρητη. Και ο τραγοπόδαρος θεός έτρεξε να το μαρτυρήσει στον Δία που έστειλε στη θεά τις Μοίρες για να την παρηγορήσουν και να την πείσουν να περιορίσει την οργή της και να επιστρέψει στα εγκόσμια, όπου άθρωποι και θεοί την τιμούσαν. [Εικ. 62]
Μυθολογείται ότι στη μάχη του Μαραθώνα, και ο Πάνας, εκτός από την Αθηνά, τον Θησέα και τον Ηρακλή, βοήθησε τους Αθηναίους εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του —παν - παν - παν....—, με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, να καταληφθούν από παν-ικό, οπότε και τράπηκαν σε φυγή και υποχώρησαν. Μάλιστα ο Ηρόδοτος γράφει ότι ο δρομέας μεγάλων αποστάσεων Φιλιππίδης, κατά την διαδρομή του προς τη Σπάρτη, λίγο πριν από τη μάχη, συνάντησε στο Παρθένιο όρος, πάνω από την Τεγέα, τον θεό. Σύμφωνα με τη διήγηση του Φειδιππίδη στους Αθηναίους, ο Πάνας τον φώναξε με το όνομἀ του και τον ρώτησε γιατί δεν φροντίζουν οι Αθηναίοι γι' αυτόν, ενώ ο ίδιος τους είχε βοηθήσει κατά το παρελθόν και το ίδιο θα έκαμνε και στο μέλλον. Έτσι, οι Αθηναίοι μετά την νίκη τους του αφιέρωσαν ένα ιερό σε σπήλαιο που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, ενώ και ο Μιλτιάδης, ο νικητής στρατηγός της μάχης, μερίμνησε για την κατασκευή αγάλματος του θεού, το οποίο έφερε την επιγραφή «Τὸν τραγόπουν ἐμὲ Πᾶνα τὸν Ἀρκάδα, τὸν κατὰ Μήδων, τὸν μετ᾽ Ἀθηναίων στήσατο Μιλτιάδης» (Επιγράμματα 16.232· και Ηρ. 6.105, Παυσ. 1.28.4 και 8.54.6).
Συμμετείχε στην εκστρατεία του Διόνυσου στην Ινδία και δίδαξε στους Σατύρους τον τρόπο του μάχεσθαι, μάλιστα κατέπληξε τους εχθρούς με τον ήχο των σαλπίγγων και τις διαπεραστικές κραυγές που, πολλαπλασιαζόμενες από την ηχώ, δημιουργούσαν δαιμονιώδη θόρυβο.
Όσοι μάχονταν κι αγωνίζονταν δίκαια τον θεωρούσαν προστάτη τους, γιατί πίστευαν ότι με τη βοήθειά του κατάφερναν να τρέψουν σε φυγή τους εχθρούς τους σπέρνοντας τον πανικό.
Η φιλοσοφική διάσταση του Πάνα
Στη ελληνιστική περίοδο οι Στωικοί φιλόσοφοι αλλά και οι Ορφικοί, ανήγαγαν τον Πάνα, λόγω και του ονόματός του, σε θεό του σύμπαντος κόσμου και ιδεατή προσωποποίηση της φύσης και των δυνάμεών της. Το ανθρωπόμορφο επάνω μέρος του σώματός του θεωρούνταν ως το ηγεμονικό του αιθέρα (εξάλλου, λογαριαζόταν και για γιος του Αιθέρα) και το λογικό του παντός· τα κάτω άκρα του ήταν λάσια και τραγώδη λόγω της τραχύτητας της γης· είχε κέρατα στο κεφάλι, γιατί θεωρούνταν λάγνος και ασελγής εξαιτίας της σπερματικής δύναμης των όντων που γεννιούνται από μείξη και επειδή ευνοούσε τον πολλαπλασιασμό και την παραγωγή των κοπαδιών· αλλά γι’ αυτή του την «ασέλγεια» τον τιμούσαν και ως προστάτη των θρεμμάτων. Τον παραδέχονταν και ως φιλέρημο δηλώνοντας τη μονότητα του παντός, επειδή ο κόσμος είναι μονογενής και διατρίβει στην ερημιά. Ιερό του δέντρο ήταν η πίτυς, φυτό όρειο και μεγαλοπρεπές. Δίωκε τις Νύμφες και απολάμβανε τη συντροφιά τους, που σημαίνει ότι αγαπούσε την υγρασία και τις υγρές αναθυμιάσεις, που είναι η τροφή του παντός και το αίτιον της γέννησης. Κατασκεύασε την επτάφωνη σύριγγα που αλληγορείται ως η αρμονία του Σύμπαντος και των επτά πλανητών, ενώ ο χορός των Νυμφών αντανακλά την αρμονική κίνηση των πλανητών που εφελκύει τις αναθυμιάσεις. Νίκησε και τους Τιτάνες με τη σύριγγα, δηλαδή καθυπέταξε την αταξία του παντός με την αρμονία. Τέλος, φορεί τη νεφρίδα, σύμβολο της ποικιλίας του παντός. (Ορφ. Ύμν. Εις Πάνα)
Ο Πάνας λατρεύτηκε και από τους αρχαίους Ρωμαίους ως πολεμικός σύμμαχος αλλά και ως θεότητα των μακρινών προγόνων τους, των Αρκάδων, μια και οικιστής της Ρώμης ήταν ο Εύανδρος, γιος του Ερμή και της αρκαδικής Νύμφης Νικοστράτης ή Τέλφουσας, κόρης του Λάδωνα· κατά άλλη εκδοχή ο Εύανδρος δεν ήταν γιος αλλά σύζυγος της Νικοστράτης, που σε αυτή την περίπτωση είναι κόρη του Ερμή και όχι ερωτική σύντροφος. Όποια και να ήταν η Νικοστράτη, μητέρα ή σύζυγος του Εύανδρου, θεωρούνταν ότι είχε προφητικές ικανότητες και λατρευόταν στη Ρώμη με το όνομα Carmenta —τη γνωρίζουμε και με τα ονόματα Θέμις, Τιμάνδρα, Tyburtis (με αυτό το τελευταίο αποκτά σύνδεση με τον ποταμό Τιβέριο).
Η Τέλφουσα κατέφυγε μαζί με τον Εύανδρο στη Δύση, όπου μετονομάστηκε σε Carmenta από το χάρισμα της προφητείας που είχε (Carmen = μαγικό άσμα). Αυτό την έκανε να υποδείξει στον γιο της την καλύτερη τοποθεσία στη Ρώμη για να εγκατασταθούν· ήταν το Παλλάντιο, στην αριστερή όχθη του Τίβερη, ένα απλό χωριό βοσκών κοντά στον Παλατίνο λόφο, που αργότερα θα γινόταν η μεγάλη Ρώμη. Μητέρα και γιος μύησαν τους βοσκούς στις λατρείες του Ερμή και του τραγοπόδαρου θεού, προς τιμή του οποίου έκτισαν βωμό. Αργότερα ο αρκαδικός τραγοπόδαρος θεός ταυτίστηκε με τον ρωμαϊκό Φαύνο Λούπερκο, το ιερό του οποίου ήταν το σπήλαιο Lupercal στη ΒΔ πλαγιά του Παλατίνου, το οποίο σκίαζε μια συκιά. Λεγόταν Ficus Ruminalis, «Συκιά Θηλασμού» (rume = θηλή μαστού), γιατί εκεί υποτίθεται ότι είχε θηλάσει η λύκαινα τον Ρέμο και τον Ρωμύλο, και από αυτήν τη συκιά πήγαζε πηγή.
Ο Φαύνος Λούπερκος λατρευόταν με ετήσιες γιορτές, τα Λουπερκάλια, που τελούνταν στις 15 Φεβρουαρίου και περιλάμβαναν λιτανεία της αδελφότητας των ιερέων που ιερουργούσαν στη Ρώμη τη λατρεία του. Νωρίτερα ο ιερέας είχε τελέσει θυσία σκύλου και γίδας και με το ματωμένο μαχαίρι της θυσίας ακουμπούσε το μέτωπο των υπολοίπων ιερέων της αδελφότητας· αυτοί σκούπιζαν το σημάδι που άφηνε το αίμα με μια τούφα μαλλί βουτηγμένο σε γάλα, ενώ ταυτόχρονα ξεσπούσαν σε τελετουργικά γέλια, εξαγνίζοντας με αυτόν τον τρόπο τους βοσκούς. Ακολουθούσε η λιτανεία των Λουπέρκων, που δεν γινόταν με ιερατική τάξη αλλά τρέχοντας γύρω από τον Παλατίνο λόφο γυμνοί ή ημίγυμνοι φορώντας δέρματα θυσιασμένων ζώων. Όσους, και κυρίως όσες συναντούσαν στον δρόμο τους τους/τις χτυπούσαν στα χέρια με λουριά κομμένα από το δέρμα της γίδας που είχε θυσιαστεί –τις γυναίκες κυρίως στους γλουτούς (Πλούτ., Καίσαρ 61). Με τον τρόπο αυτό πίστευαν ότι συνέβαλαν στη γονιμότητα. Επομένως, ευτοκία και εξαγνισμός ήταν τα δυο κύρια στοιχεία της αρχικά αγροτικής και ποιμενικής γιορτής· εξάλλου, τελούνταν τον Φεβρουάριο, τον μήνα των εξαγνισμών και των καθαρμών (< februo = καθαίρω, αγνίζω).
Κάποτε ο Πάνας ταυτίζεται και με τον θεό των δρυμών Σιλουανό ή Σιλβανό που δύσκολα ξεχώριζε από τον Φαύνο· επόμενο ήταν σύντομα να ταυτιστεί ο Φαύνος με τον Πάνα, που τον φαντάζονταν και τον παράσταιναν γέρο αλλά με τις δυνάμεις ενός νέου.
Ο Πλούταρχος μεταφέρει μια ιστορία που άκουσε από τον γραμματικό Επιθέρση, πατέρα του ρήτορα Αιμιλιανού (Ηθ. 419b-e). Κάποιος πηδαλιούχος, ονόματι Θαμούς, ενώ το πλοίο του διέσχιζε το Ιόνιο προς Ιταλία, στο ύψος των Παξών και μέσα στη νύχτα άκουσε μια φωνή που τον καλούσε με το όνομά του. Παραξενεύτηκε γιατί κανένας επιβάτης δεν το ήξερε· δεν έδωσε σημασία, μέχρι που το άκουσε για τρίτη φορά. Και η φωνή τού είπε, μόλις φτάσει απέναντι από το λιμάνι που ήταν έξω από το Βουθρωτό της Ηπείρου, να φωνάξει: Ο Μέγας Παν απέθανεν. Και τότε ακούστηκαν ολολυγμοί και στεναγμοί από όλη τη φύση που πενθούσε για τον θάνατο του θεού. Και επειδή ήταν πολλοί οι μάρτυρες, το νέο μαθεύτηκε γρήγορα στη Ρώμη και τάραξε ως και τον αυτοκράτορα Τιβέριο. Ο θρύλος αυτός σχηματίστηκε μετά την εμφάνιση του χριστιανισμού και εντάσσεται στον κύκλο των θρύλων για θεούς που πεθαίνουν, όπως π.χ. του Άδωνη. Έτσι, στους ύστερους χρόνους ο Πάνας θεωρήθηκε θνητή δαιμονική μορφή και με την έλευση του Χριστιανισμού η μορφή του υιοθετήθηκε ως μορφή του διαβόλου της κόλασης.
Η λατρεία του Πάνα αρχικά περιοριζόταν σε αγροτικά και ποιμενικά κέντρα, κυρίως στα αρκαδικά όρη (Κυλλήνη, Μαίναλο, Λύκαιο, Νόμια και Λάμπεια όρη, Παρθένιο). Στο Λύκαιο όρος υπήρχε ο αρχαιότερος ναός του, αφιερωμένος στον ίδιο και στη Σελήνη, ενώ αργότερα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός προς τιμή του στη Λυκόσουρα, στον οποίο ασκούσαν και τη μαντική. Στη θέση Μέλπεια, εκτός από τον ναό του, βρέθηκαν πολυάριθμα πήλινα και χάλκινα ειδώλια του 6ου και 5ου αι. π.Χ., μάλλον υπό μορφή ταμάτων. Και επειδή λατρευόταν και από τους αλιείς ως συνέπεια του γεγονότος ότι οι βοσκοί κατέβαζαν τα κοπάδια τους στη θάλασσα για να «αλμυρίσουν», απέκτησε και το επίθετο Άκτιος, ενώ δημιουργήθηκαν και παράλια ιερά κυρίως σε αλιευτικά καταφύγια.
Από τον 5ο αι. π.Χ. η λατρεία του ήρθε και στο άστυ εντός και εκτός του ελληνικού χώρου. Στην Αττική, λόγω της βοήθειας που πρόσφερε στη νίκη κατά των Περσών, πολλά σπήλαια και λόφοι πήραν το όνομά του —μεταξύ αυτών το σπήλαιο της ΒΔ πλευράς του βράχου της Ακρόπολης, στην Πάρνηθα, στον Μαραθώνα, στη Βάρη το λεγόμενο Σπήλαιο του Νυμφολήπτου ή Αρχεδήμου, στο Κωρύκειο άντρο του Παρνασσού. Σε όλα αυτά βρέθηκαν ανάγλυφα που παρουσιάζουν τον Πάνα, τον Ερμή και τις Νύμφες καθώς και πολλά αναθήματα.
Εκτός από την Αθήνα λατρευόταν και στην Αίγινα, το Άργος, την Ψυττάλεια, τη Σικυώνα, την Τροιζήνα, τον Ωρωπό, τη Θήβα, τη Μεγαλόπολη. Στην αιγυπτιακή πόλη Χέμμιν, την ελληνορωμαϊκή Πανόπολη (πόλη του Πάνα), ο Πάνας ταυτιζόταν με τον θεό Μιν. Στη Ρώμη συνδυάστηκε με τον Φαύνο Λούπερκο, προς τιμή του οποίου γίνονταν τα Λουπερκάλια.
Στις θυσίες που του πρόσφεραν περιλαμβάνονταν αγελάδες, κριάρια και πρόβατα, γάλα και μέλι. Το δέρμα του λαγού που τον έντυσαν όταν ήταν μωρό και η προβιά που φόρεσε για να ξεγελάσει τη Σελήνη υποδεικνύουν μαγικές πράξεις στα πλαίσια οργιαστικής λατρείας. Ο Πάνας, επομένως, λατρευόταν με μυσταγωγικές τελετουργίες που προϋπέθεταν και απαιτούσαν μύηση από τους νέους λατρευτές.
Τα ιερά του δένδρα ήταν η δρυς και η πίτυς (πεύκο) και σύμβολά του η σύριγγα και η σφενδόνη.
Στην Αρκαδία, στο ιερό του Λυκαίου Δία, υπήρχε λίθινο άγαλμα του Πάνα, όπου λατερυόταν με το επίθετο σινόεις. Το επίθετο προέρχεται ίσως από τη νύμφη Σινόη που υπήρξε τροφός του μαζί με άλλες νύμφες (Παυσ. 8.30.3) ή επειδή ο Πάνας με την ορμή του προκαλούσε καταστροφές (σίνομαι = βλάπτω, προκαλώ βλάβη· σίνος = βλάβη, φθορά· σίνις = αυτός που βλάπτει).
Οι παραδόσεις γύρω από τον Πάνα είναι περισσότερο προϊόν της φαντασίας αλεξανδρινών ποιητών, ταιριαστή εξάλλου με τα βουκολικά ειδύλλια. Σε αττικά αγγεία των κλασικών χρόνων, σε ειδώλια, νομίσματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, επιτύμβιες στήλες, αναθήματα, γλυπτά και σε σαρκοφάγους των ρωμαϊκών χρόνων, ο Πάνας, μορφή συχνά επιβλητική και άλλοτε αινιγματική, κατέχει ιδιαίτερη θέση. Σημαντικοί καλλιτέχνες, όπως ο Πραξιτέλης και ο Ζεύξις, τον απεικόνισαν στις διάφορες ασχολίες του και σε ερωτικές σκηνές με τους Σατύρους, τον Ερμή, τον Διόνυσο, κρατώντας στο ένα χέρι τη σύριγγα και στο άλλο συνήθως μια γκλίτσα —λεγόταν ότι ο βασιλιάς Αρχέλαος της Μακεδονίας αγόρασε έναν Πάνα που είχε φιλοτεχνήσει ο Ζεύξις. Κάποια από τα έργα των παραπάνω καλλιτεχνών διασώζονται σε ρωμαϊκά αντίγραφα. Χαρακτηριστικό είναι το σύμπλεγμα του Πάνα που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, όπου η Αφροδίτη απειλεί τον Πάνα με το σανδάλι της. [Εικ. 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75]
Σχετικά λήμματα
ΑΙΓΑ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΡΗΣ, ΑΡΚΑΔΑΣ, ΑΡΤΕΜΗ, ΒΟΡΕΑΣ, ΔΑΦΝΗ, ΔΡΥΟΠΗ, ΕΡΜΗΣ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΗΦΑΙΣΤΟΣ, ΗΧΩ, ΙΥΓΓΑ, ΙΩ, ΚΑΛΛΙΣΤΩ, ΚΡΟΤΟΣ, ΛΑΔΩΝΑΣ, ΝΥΜΦΕΣ, ΠΙΤΥΣ, ΣΥΡΙΓΓΑ, ΤΕΛΦΟΥΣΑ