Οι Σάτυροι ήταν θηριόμορφες αγροτικές θεότητες που κατοικούσαν στα αγροικότερα διαμερίσματα —στα δάση και στα όρη. O ελεύθερος και αγροτικός χαρακτήρας τους κυριαρχεί τόσο στη θρησκεία όσο και στην τέχνη. Μαζί με τους Σειληνούς, τις Νύμφες, τον Πάνα, τις Βάκχες και τις Μαινάδες αποτελούσαν τον θίασο του Διόνυσου. Λεγόταν, ακόμη, ότι ήταν μουσικοί από την Αιθιοπία, ότι ήταν θεότητες της γονιμότητας, ότι κατοικούσαν σε νησιά του Ατλαντικού που ονομάζονταν Σατυρίδες, ότι ταυτίζονταν με τους Σιλγίνους ή με τους Σειληνούς ή με τους Τιτύρους. Ειδικά γι’ αυτό το τελευταίο θεωρούνταν ότι ήταν το δωρικό τους όνομα· ἔσχον δὲ τὸ ὄνομα ἐκ τῶν τερετισμάτων, οἷς χαίρουσι (Αιλ., Π.Ι. 3.40) [τερέτισμα = απομίμηση της φωνής τέτιγγος ή χελιδονιού με τη φόρμιγγα ή με το στόμα· ήχος· κατά τον Ησύχιο τὰ τῆς κιθάρας κρούματα καὶ τὰ τῶν τεττίγων ἄσματα]. Όμως ο Στράβων διακρίνει τους Τιτύρους από τους Σατύρους, όπως και τους Σιληνούς (10.3.15). Ο Ησίοδος, σύμφωνα με μαρτυρία του Στράβωνα, βλέπει σε αυτούς οκνηρή φυλή που ρέπει προς το κακό, ανήσυχη και δειλή —γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν (Ησίοδ., Fr. 123.2 και Στράβων, 10.3.19)—, γι’ αυτό ίσως εμφανίζονται στην εικονογραφία με λαγό, σύμβολο της δειλίας, ή ίσως του ερημικού τοπίου της υπαίθρου. Αντίθετα, ο Νόννος αποκαλεί τους Σατύρους γένος θρασυκάρδιον = γενναιόκαρδο, εύτολμο (Διον. 14.121).
Σύμφωνα με θεογονικό απόσπασμα του Ησιόδου οι Σάτυροι γεννήθηκαν από τις πέντε κόρες της κόρης του Φορωνέα και ήταν αδελφοί των Ορεστιάδων Νυμφών και των Κουρήτων (Ησίοδος, Fr. 123 και Στράβ. 10.3.19).
Κατά άλλους ήταν γιοι του Ερμή και της Ιφθίμης, κόρης του Δώρου.
Γιοι του Ερμή και των Ναϊάδων.
Γιοι του Σειληνού. Και επειδή ο Σειληνός λεγόταν ότι γεννήθηκε από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, όταν ο Κρόνος του απέκοψε τα γεννητικά όργανα, οι Σάτυροι θεωρούνταν ερωτικότατοι.
Θεωρούνταν και γιοι του Διόνυσου και της νύμφης Νίκαιας και ότι είχαν τα ονόματα Οίνος, Οινοπίων, Άκρατος, Άμπελος, Ηδύοινος, Κώμος, Μόλπος.
Παριστάνονταν με δασύτριχο ανθρώπινο σώμα, με μακρά, αλογίσια αυτιά μυτερά και τεταμένα προς τα πάνω (γι' αυτό και αποκαλούνταν οξείς), σιμή (πλακουτσωτή) μύτη, μακριά, πλατιά και πυκνή ουρά, κέρατα μικρά που μόλις φύονται πίσω από τα αυτιά, άλλοτε με το κάτω μέρος του σώματός τους να έχει μορφή αλόγου, άλλοτε τράγου όταν προστέθηκαν τα διχαλωτά πόδια τράγου (εξού και η ονομάσία αἰγίποδες). Μερικώς, λοιπόν, εξομοιούνταν με τους ίππους και, κυρίως, προς τους τράγους, και ως προς τον ερωτισμό. Διέθεταν ανδρικό μόριο σε διαρκή ιθυφαλλία και με διαστάσεις που ξέφευγαν κατά πολύ από τα κοινά και πραγματικά ανθρώπινα μέτρα. Οι νεαροί σάτυροι, οι Σατυρίσκοι, παριστάνονταν αγένειοι αλλά με κόμη πλούσια και ακανόνιστη, οι ώριμοι πωγωνοφόροι με μακριά, αιχμηρή και λευκή γενειάδα και οι γέροντες —οι Σάτυροι απολαμβάνουν μια μακροβιότητα— φαλακροί και προγάστορες. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64]
Οι Σάτυροι αρέσκονταν να εκφοβίζουν τους ανθρώπους· χορεύουν —γι' αυτό και ονομάζονται σκιρτόποδες (Ανθ. Παλ. 15)— πηδούν, πίνουν, μεθούν —γλευκοπόται— (Ανθ. Παλ. 6.44), καταδιώκουν τις Νύμφες, [Εικ. 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73] τις Βάκχες, τις Μαινάδες. [Εικ. 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94
Ο τρυγητός των σταφυλιών και η προπαρασκευή του οίνου αποτελούν τις κυριότερες ενασχολήσεις τους. Κάθονται σε αναδενδράδες και συλλέγουν τα σταφύλια, τα αποθέτουν σε κάδους όπου τα συνθλίβουν και παράγουν τον οίνο, τον γεύονται, μεθούν και κοιμούνται. [Εικ. 95, 96].
Η σχέση τους με τη μουσική αιτιολογήθηκε από μελετητή από τη «μακρινή βοή των πευκοφύτων δασών [που] έφθανεν εις τα ώτα των ευφαντάστων ποιμένων ως ήχος αυλών και συρίγγων των Σατύρων [1]».
Οι δαίμονες τράγοι Σάτυροι της Πελοποννήσου ενίοτε συγχέονται με τους δαίμονες ίππους Σειληνούς της Ανατολής· τοὺς γὰρ ἡλικίᾳ τῶν Σατύρων προήκοντας ὀνομάζουσι Σιληνούς (Παυσ. 1.23.5), δείγμα σύγχυσης των δύο μυθολογικών αντιλήψεων· εξάλλου, ο Μαρσύας άλλοτε λογαριαζόταν για Σάτυρος και άλλοτε για Σειληνός. Έπειτα, το γεγονός ότι η παίζουσα τραγωδία (Δημήτριος, περί Λεκτικού 159) λεγόταν είτε σειληνικό είτε σατυρικό δράμα δείχνει ότι σταδιακά οι Σάτυροι, από ελεύθεροι κάτοικοι των δασών, πολιτογραφήθηκαν Αθηναίοι, και αντί να είναι τερατόμορφα όντα έγιναν ωραίοι και ευφυείς νέοι με μόνο κατάλοιπο της παλιάς φύσης τους την ουρά. Οι ποιητές Αρίων, Πρατίνας, Φρύνιχος, Ωφελίων (Σουίδ.), Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης περιέλαβαν στα έργα τους Σατύρους και δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες που τους απεικόνισαν, ανάμεσά τους ο Πρωτογένης (Στράβ. 14.2.5) και ο Πραξιτέλης, ιδιαίτερα περήφανος γι’ αυτό του το έργο (Παυσ. 1.20.1-2). [Εικ. 97]
Ο Αλκιβιάδης, στο εγκώμιο που πλέκει για τον Σωκράτη, τον συγκρίνει με τους Σιληνούς γενικά και τον Μαρσύα ειδικότερα, τόσο στη μορφή, στην εξωτερική του εμφάνιση, όσο και στη γοητεία που ασκεί με τα λόγια του και στην κατάληψη του νου του συνομιλητή του. Όπως οι αυλοί του γδαρμένου Σιληνού/Σάτυρου Μαρσύα καταλαμβάνουν νου και ψυχή. (Βλ. και Πλ., Συμπ. 221-222) [Εικ. 98, 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106]
Παρουσία Σατύρων μαρτυρείται και στα ύστερα χρόνια της ελληνικής αρχαιότητας. Όταν ο Σύλλας έφτασε στην Απολλωνία της Ηπείρου, μέσα σε Νυμφαίο αποκαλύφθηκε Σάτυρος κοιμώμενος που είχε τη μορφή που δίνουν στο πλάσμα ποιητές και καλλιτέχνες. Οι άνθρωποι του Σύλλα συνέλαβαν το παράδοξο ον και το οδήγησαν στον κύριό τους. Όμως η επικοινωνία μεταξύ τους ήταν αδύνατη, γι' αυτό κλήθηκαν διερμηνείς που προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μαζί του σε διάφορες γλώσσες. Όμως εκείνος απαντούσε με φθόγγους ακατανόητους, με χρεμετισμούς αλόγου ανακατεμένους με βελάσματα τράγων. Ο Σύλλας φοβήθηκε και ζήτησε να απολύσουν τον τερατόμορφο δαίμονα. (Πλούτ., Σύλλας 27.2)
Η γυμνότητα είναι ο κανόνας για τους Σατύρους, κυρίως κατά την αρχαϊκή εποχή. Αργότερα παριστάνονται φέροντας νεβρίδα, που πέφτει από τον ώμο σαν χλαμύδα ή καλύπτει σταυρωτά το στήθος, μανδύα ή χλαμύδα. Γνωρίζουν τη χρήση υποδημάτων, φτιαγμένα από δέρμα πάνθηρα, είναι εστεμμένοι με κισσό ή πεύκη και ενίοτε κρατούν σύριγγα.
Αστραίος, Γέμων, Θίασος, Ιόβακχος, Κισσός, Λάμις, Ληνεύς, Ληνόβιος, Λύκος, Λύκων, Μαρσύας, Μάρων, Ναπαίος, Οίστρος, Ονθύριος, Ορέστης, Πετραίος, Πίθος, Ποιμένιος, Πρόνομος, Πυλαιεύς, Σκίρτος, Φερέσπονδος, Φηρεύς, Φλεγραίος.
Οι περισσότεροι αναφέρονται κυρίως από τον Νόννο ως συνοδοί του Διόνυσου στην εκστρατεία του στην Ινδία.
Σχετικά λήμματα
ΕΡΜΗΣ, ΝΥΜΦΕΣ, ΣΕΙΛΗΝΟΙ, ΠΑΝΑΣ
1. Αλέξανδρος Λέτσας, Μυθολογία της γεωργίας, τ. 1-3. Θεσσαλονίκη: [χ.ό.], 1949-1957. 1949-1957· εδώ 2.42.