Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΩΡΕΣ





 

Ο ΄Ομηρος δεν αναφέρει τον αριθμό ή τα ονόματα των Ωρών, ούτε δίνει κάποια πληροφορία για το γενεαλογικό τους δέντρο. Αναφέρεται μόνο στο καθορισμένο καθήκον τους: να φυλάνε τις πύλες του ουρανού, δηλαδή της θεϊκής κατοικίας, τις οποίες άνοιγαν και έκλειναν απλώνοντας ή μαζεύοντας τα πυκνά σύννεφα πάνω από τον Όλυμπο με σύννεφα και να φροντίζουν τα άλογα της Ήρας ή και του Ήλιου:

Κι η Ήρα με την μάστιγα σφοδρά κινεί τους ίππους·
βροντά η πύλη τ’ ουρανού αυτάνοικτη έμπροσθέν τους,
οπού του απέραντ᾽ ουρανού φυλάκτρες και του Ολύμπου
την φράζουν με το σύγνεφον ή τ’ αφαιρούν οι Ώρες.
Και ως τα κεντούσαν, τ’ άλογα περάσαν απ’ την πύλην.
(Όμ., Ιλ.
Ε 748-752, μετ. Ι. Πολυλάς)

 Και:

 Κι η Ήρα με την μάστιγα σφοδρά κεντά τους ίππους.
Βρόντησε τότε τ’ Ουρανού η πύλη και του Ολύμπου
αφ’ εαυτού της· την φρουρούν οι Ώρες πόχουν έργον
το πυκνό νέφος ν’ αφαιρούν ή να το επαναφέρουν.
Και ως τα κεντούσαν, τ᾽ άλογα περάσαν απ’ την πύλην.
(Όμ., Ιλ. Θ 392-396, μετ. Ι. Πολυλάς)

Ο Ησίοδος τις εντάσσει σε γενεαλογικό δέντρο, τις δίνει γονείς, τον Δία και τη Θέμιδα, και αδελφές, τις Μοίρες: 

Δεύτερη πήρε σύζυγο [ο Δίας]  τη λαμπερή τη Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες,
την
Ευνομία, τη Δίκη και τη θαλερή Ειρήνη
που των ανθρώπων των θνητών φροντίζουνε τα έργα.
 (Ησ., Θεογ. 901-903, μετ. Στ. Γκιργκένης)

 Σταδιακά έγιναν τέσσερις, μέχρι που οι Αλεξανδρινοί συγγραφείς τις ανεβάζουν σε δώδεκα και τις θεωρούν κόρες της Γαίας και του Χρόνου. Τα ονόματά τους ήταν Ανατολή, Άρκτος, Αυγή, Αυξώ, ΓυμναστικήΔύση, Ειρήνη, Ελήτη, Εσπερίδα, Ευπορία, Θαλλώ, Μεσημβρία, Μουσική, Ορθωσία, Σπονδή, Φέρουσα (Υγίνος, 183, 4-5).

Στα κατοπινά χρόνια εξελίσσονται σε κόρες του Ήλιου και της Σελήνης, οπότε και ταυτίζονται με τις εποχές του έτους· ή και σε θυγατέρες του Χρόνου, οπότε ταυτίζονται με τις ώρες. Έτσι, εμφανίζονται ως υπεύθυνες των καιρών και της κύλισης του χρόνου.

Τα ονόματα που πρώτος τους απέδωσε ο Ησίοδος –Ευνομία,  Δίκη, Ειρήνη– δείχνουν τη σχέση τους με την κοινωνική ζωή και τις αρχές που πρέπει να διέπουν μια οργανωμένη κοινωνία, δηλαδή την πειθαρχία, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη. Ο Διόδωρος σημειώνει τα εξής:

τῶν δ´ ὀνομαζομένων Ὡρῶν ἑκάστῃ δοθῆναι τὴν ἐπώνυμον τάξιν τε καὶ {τοῦ} βίου διακόσμησιν ἐπὶ τῇ μεγίστῃ τῶν ἀνθρώπων ὠφελείᾳ· μηδὲν γὰρ εἶναι μᾶλλον δυνάμενον εὐδαίμονα βίον παρασκευάσαι τῆς εὐνομίας καὶ δίκης καὶ εἰρήνης (5.73.6).

Ο Πίνδαρος τις εμφανίζει να ενοικούν στην Κόρινθο, την πατρίδα του Ξενοφώντα, νικητή στον αγώνα δρόμου και στο πένταθλο:

Τρισολυμπιονίκης [στρ. α]
ο οίκος είναι που παινεύω και πράος για τους συμπολίτες
και για τους ξένους φροντιστικός·
αυτή ᾽ναι η όλβια Κόρινθος, την ξέρω, του Ισθμίου
Ποσειδώνα πρόθυρο, με τα λαμπρά της παλικάρια.
Σ᾽ αυτήν η Ευνομία κατοικεί
και η αδελφή της η Δικαιοσύνη, βάθρο των πόλεων αμετακίνητο,
μαζί με την ομότροφό της
την Ειρήνη, πλούτου ταμία για τους ανθρώπους,
κόρες χρυσές της Θέμιδος με την ορθή την κρίση·

αυτές την Υπεροψία θέλουν να αποκρούσουν, [αντ. α]
του
Κόρου τη θρασύστομη μητέρα.
(Πίνδ., Ολ. ιγ᾽ 1-10, μετ. Ι. Οικονομίδης)

Στην Κόρινθο υπήρχε και ιερό τους (Παυσ. 2.20.5).

Στην Αθήνα λατρεύονταν με τα ονόματα Θαλλώ, Αυξώ, Καρπώ, ονόματα άμεσα συνδεδεμένα με την αγροτική ζωή, τη γεωργία, τη φύτρα και το φύτρωμα, την αύξηση, την καρποφορία. Και φυσικά, ευφορία, ανάπτυξη και καρποφορία, που συμβαίνουν τη στιγμή που πρέπει, συμβάλλουν στην ευτυχία του ανθρώπου που εισπράττει χάρη στις Ώρες τους καρπούς των μόχθων του.

Οι Ώρες ως θεότητες της φύσης προΐστανται στον κύκλο της βλάστησης· ως άξιες κόρες της μητέρας τους, της Θέμιδας (=δικαιοσύνη), είναι θεότητες της τάξης μέσα στην κοινωνία, περισσότερο αφηρημένα όντα παρά συγκεκριμένες οντότητες. Γενικά οι Ώρες περιγράφονται από τους ποιητές ως καλοκάγαθες, καλόγνωμες, καλοπροαίρετες, ευεργετικές, ως εύφρονες (Ομ. Ύ. Εις Απόλλωνα, στ. 194) ή ως πολυγηθέες (Ησύχιος), αυτές που γίνονται αιτία πολλής χαράς, επειδή αύξαναν τους καρπούς των ανθρώπων και ήταν φύλακες των έργων τους.

Οι γεωργοί τις υμνούσαν ως φίλες και τις παρουσίαζαν συνήθως μαζί με τις Χάριτες, την Αφροδίτη αλλά και με άλλους θεούς, με τα χέρια γεμάτα αγαθά, με λουλούδια και φυτά να στολίζουν και να χαρίζουν ομορφιά. Ιερά τους υπήρχαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας όπως και στην Αθήνα όπου τους πρόσφεραν μάλιστα βρασμένο, όχι ψημένο κρέας, γιατί ο βρασμός μαλάκωνε το κρέας, δεν το έκαιγε. Με αυτόν τον αναλογικό τρόπο, οι πιστοί παρακαλούσαν τις Ώρες να αποτρέψουν τον καύσωνα και την ξηρασία και να κάνουν τους καρπούς να αναπτυχθούν σε ήπιο κλίμα και με εποχιακές βροχές (Αθήν. 656a).

Ο ποιητής Ωλήνας, γνωστός από τον Παυσανία και τον Ηρόδοτο, σε ύμνο που συνέθεσε προς τιμή της Ήρας, αναφέρει ότι οι Ώρες μεγάλωσαν την Ήρα (Παυσ. 2.13) και ο Πίνδαρος, που τις αποκαλεί Διός ώρας, γράφει πως οι Ώρες με τη Γαία ήταν αυτές που ανέθρεψαν τον Αρισταίο, γιο του Απόλλωνα και της Κυρήνης. Όπως και οι Χάριτες, είναι ακόλουθες της Αφροδίτης, λέγεται μάλιστα πως  την υποδέχτηκαν στην Κύπρο τη στιγμή της γέννησής της, την έντυσαν με αθάνατα φορέματα, της έβαλαν στέμμα χρυσό στο κεφάλι, περιδέραια στον λαιμό λουλούδια από ορείχαλκο και χρυσό στα αυτιά, και έτσι ολόλαμπρη την παρουσίασαν στους θεούς. Το ίδιο και την Πανδώρα που τη στόλισαν μαζί με την Αθηνά, τις Χάριτες και την Πειθώ. Και ακόμη, εμφανίζονται στην ακολουθία του Διόνυσου (Αθήν. 38c), ο θεός των δασών Πάνας χαίρεται με τη συντροφιά τους (Ορφ. Υ. 11.4), είναι συντρόφισσες στο παιχνίδι της Περσεφόνης και ακόλουθές της κάθε φορά που ανέβαινε στον Επάνω Κόσμο. Σε μια μεταγενέστερη αλληγορία μία από τις Ώρες γίνεται σύζυγος του Ζέφυρου, του ανέμου της άνοιξης, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Κάρπο.

Αναπόφευκτα, λοιπόν, οι Ώρες απεικονίζονταν σε έργα μεγάλων καλλιτεχνών ανά την Ελλάδα σε διάφορα συμπλέγματα είτε με θεές ή θεούς είτε με τις Χάριτες είτε με τις Μοίρες είτε με τις Μούσες.

 

Σχετικά λήμματα: Ώρες, Ανατολή, Άρκτος, Αυγή, Αυξώ, ΓυμναστικήΔύση, Ειρήνη, Ελήτη, Εσπερίδα, Ευπορία, Θαλλώ, Μεσημβρία, Μουσική, Ορθωσία, Σπονδή, Φέρουσα, Ησυχία, (Δίκη, Ειρήνη, Ευνομία)