Αρχαία ελληνική μυθολογία

Δημοφώντας, γιος του Θησέα



1 2 3 4 5 6 7 8 9  

 

Καταγωγή

Ο Δημοφώντας ήταν γιος του Θησέα και της Φαίδρας ή του Θησέα και της Αριάδνης, αδελφός του Ακάμαντα. Όσο ο Θησέας έλειπε στον Κάτω Κόσμο μαζί με τον Πειρίθοο για να απαγάγουν την Περσεφόνη, οι Λακεδαιμόνιοι Διόσκουροι, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, βρήκαν την ευκαιρία να βρουν και να ελευθερώσουν την αδελφή τους Ελένη, την οποία είχε αρπάξει ο Θησέας. Απήγαγαν και την Αίθραδεσμός, τη μητέρα του Θησέα, για να είναι δούλα στην αδελφή τους, τις έφεραν στη Σπάρτη (Απολλόδ. 3.10.7) και ενθρόνισαν στη θέση των δύο αδελφών τον διεκδικητή του αξιώματος του βασιλιά Μενεσθέα. Οι γιοι του Θησέα κατέφυγαν στη Σκύρο, όπου συνάντησαν τον πατέρα τους, και από εκεί έφυγαν για την Τροία μαζί με τον Ελεφήνορα, τον γιο του Χαλκώδοντα, με σκοπό να ελευθερώσουν ή να εξαγοράσουν με λύτρα τη γιαγιά τους Αίθρα. Πολέμησαν γενναία και συνέβαλαν στην άλωση της πόλης μπαίνοντας στην κοιλιά του Δούρειου ίππου.

Δημοφώντας (ή Ακάμαντας) και Φυλλίδα

Η Φυλλίςδεσμός ή Φυλληίς ή Κίασα ήταν κόρη του βασιλιά των Βισαλτών της Θράκης, που ονομαζόταν Κίασος ή Λυκούργος, ο γιος του Δρύαντα, Φίλανδρος ή Φυλέας, Θήλος ή Τήλος. Ερωτικός της σύντροφος ήταν ο Δημοφώντας, ή ο Ακάμαντας που, κατά την επιστροφή του από την Τροία, τα κύματα τον έριξαν στις εκβολές του Στρυμόνα, στη Θράκη. Εκεί συναντήθηκαν οι δύο νέοι, ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον και ο πατέρας της τους πάντρεψε δίνοντας ως προίκα το βασίλειό του. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, υπήρξε από την πλευρά του νέου υπόσχεση γάμου που θα τελούνταν, αφού πρώτα τακτοποιούσε κάποιες υποθέσεις στην πατρίδα του· μόνο τότε θα μπορούσαν να μείνουν μαζί.

Στην πρώτη εκδοχή του γάμου, το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Ακάμαντα και την Αμφίπολη. Όμως ο Αθηναίος σύζυγος νοσταλγούσε την πατρίδα του και, παρά τις παρακλήσεις της Φυλλίδος, έφυγε με την υπόσχεση ότι θα επέστρεφε. Εκείνη τον προέπεμψε και του έδωσε ένα κιβώτιο [=κίστις], λέγοντάς του ότι περιείχε ιερά αντικείμενα της λατρείας της Ρέας και να μην το ανοίξει παρά μόνο όταν θα ήταν βέβαιος πως δεν θα γυρνούσε να την ξαναβρεί. Ο Δημοφώντας/Ακάμαντας κατέληξε στην Κύπρο ή την Κρήτη, παντρεμένος με άλλη γυναίκα. Την ορισμένη μέρα της επιστροφής η Φυλλίδα εννέα φορές κατέβηκε στο λιμάνι –εξού και η ονομασία της περιοχής Εννέα οδοί. Αλλά καθώς εκείνος δεν επέστρεφε, η Φυλλίδα, απελπισμένη, τον καταράστηκε και αυτοκτόνησε. (Τζέτζης, Σχ. στον Λυκόφρονα 495)

Όταν ο σύζυγος άνοιξε κάποια στιγμή το κιβώτιο, τόσο φοβήθηκε απ’ ό,τι είδε –λεγόταν ότι ξεπρόβαλλε ένα φάντασμα–, που ανέβηκε στο άλογό του για να φύγει. Όμως καθώς κάλπαζε, το άλογο, τρομαγμένο και αυτό, τον έριξε κάτω και ο αναβάτης του σκοτώθηκε πέφτοντας πάνω στη λόγχη του.

Ο Σέρβιος (4ος αι. μ.Χ.) παραλλάσσει με προσθήκες τον μύθο λέγοντας ότι η Φυλλίδα, μόλις αυτοκτόνησε, μεταμορφώθηκε σε άφυλλη αμυγδαλιά. Όταν κάποτε γύρισε ο Δημοφώντας και έμαθε για τη μεταμόρφωση, αγκάλιασε τον κορμό του δέντρου· εκείνο αντέδρασε στην αγάπη του πετώντας ξαφνικά φύλλα. Από τότε ονόμασαν οι Έλληνες φύλλα αυτά που ως τότε αποκαλούσαν πέταλα. Άλλη παραλλαγή θέλει τα φύλλα που οι ντόπιοι φύτεψαν στον τάφο της Φυλλίδας να πέφτουν την εποχή του θανάτου της. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, ]

Δημοφώντας και Παλλάδιο

Λεγόταν πως στον Δημοφώντα όφειλαν οι Αθηναίοι το Παλλάδιο, το τρωικό άγαλμα της Αθηνάς, για το οποίο λεγόταν ότι προστάτευε όποια πόλη το κατείχε. Έτσι, δημιουργήθηκαν πολλές εκδοχές για το ποια πόλη το κατείχε, πόσο μάλλον που δημιουργήθηκε σύγχυση από την ύπαρξη πολλών Παλλαδίων, αντιγράφων ψευδών του αληθινού. Στην αθηναϊκή εκδοχή του μύθου «αποδεικνυόταν» ότι το αληθινό Παλλάδιο βρισκόταν στην πόλη της Αθηνάς και ότι βρέθηκε εκεί χάρη στον βασιλιά Δημοφώντα, που το είχε πάρει από τον Διομήδη. Επειδή όμως ήξερε ότι το επιθυμούσε και ο Αγαμέμνονας, το εμπιστεύτηκε σε έναν Αθηναίο που λεγόταν Βουζύγηςδεσμός, για να το μεταφέρει άμεσα στην Αθήνα. Παράλληλα, ζήτησε να κατασκευαστεί ένα αντίγραφο του αγάλματος, το οποίο τοποθέτησε στη σκηνή του. Με το τέλος του πολέμου, ο Αγαμέμνονας το διεκδίκησε από τον Δημοφώντα φέρνοντας ισχυρό στρατό. Ο Δημοφώντας πολέμησε γενναία, για να μην υπάρχει αμφιβολία ότι κατέχει το πολύτιμο και θαυματουργό Παλλάδιο, υπήρξαν μάλιστα αρκετοί τραυματίες. Τελικά, προσποιήθηκε τον ηττημένο και έδωσε στον βασιλιά το ψεύτικο άγαλμα –Ἀγαμέμνων δὲ τὸ παραπεποιημένον Παλλάδιον λαβὼν ἐξαπατηθεὶς ᾤχετο (Πολύαινος, Στρατηγήματα 1.5.1). Άλλη παραλλαγή θέλει τον Δημοφώντα να αρπάζει το άγαλμα από τον Διομήδη, όταν εκείνος νύχτα έφτασε στο Φάληρο, χωρίς όμως να γνωρίζει πού βρίσκεται. Έτσι, επιτέθηκε στους κατοίκους και ο Δημοφώντας που βασίλευε στην Αττική κινήθηκε εναντίον των Αργείων του Διομήδη, επειδή τους πέρασε για πειρατές, σκότωσε αρκετούς και πήρε τελικά το Παλλάδιο. Στην επιστροφή το άλογό του έριξε και πάτησε έναν Αθηναίο που πέθανε –ἀνατραπῆναι καὶ συμπατηθέντα ἀποθανεῖν. Για τον ακούσιο αυτό φόνο ο Δημοφώντας οδηγήθηκε σε ειδικό δικαστήριο, που πήρε την ονομασία Δικαστήριο του Παλλαδίου· εκεί αργότερα δικάζονταν παρόμοιες υποθέσεις. (Παυσ. 1.28.9) Η ιστορία αυτή, μαζί με ένα τελετουργικό καθαρμού του αγάλματος εξηγεί ίσως γιατί το Παλλάδιο τοποθετούνταν σε δικαστήρια που δίκαζαν εγκλήματα όπως η ανθρωποκτονία. Ο ένοχος τιμωρούνταν με εξορία, μπορούσε όμως να ξαναγυρίσει ύστερα από καθαρτήριες τελετές. Εξορία, εξαγνισμός, επιστροφή αποτελούσαν μιαν επανάληψη της πορείας του αγάλματος προς τη θάλασσα όπου καθαριζόταν. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δημοφώντα ήρθε στην Αθήνα ο Ορέστηςδεσμός κυνηγημένος από τις Ερινύεςδεσμός για τον φόνο της μάνας του Κλυταιμνήστρας, αλλά και οι Ηρακλείδεςδεσμός, για να ζητήσουν τη βοήθειά του εναντίον του Ευρυσθέαδεσμός.