Σύμφωνα με μια παράδοση οι Ερινύες γεννήθηκαν από τις σταλαγματιές του αίματος που έπεσαν στη θάλασσα, όταν ο Κρόνος έκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του Ουρανού:
Αγανακτισμένη η Γη που έχανε τα παιδιά της, ριγμένα στον Τάρταρο, έπεισε τους Τιτάνες να επιτεθούν στον πατέρα τους [τον Ουρανό], έδωσε μάλιστα στον Κρόνο ατσάλινο δρεπάνι. Αυτοί λοιπόν, με μόνο απόντα τον Ωκεανό, του επιτέθηκαν, και ο Κρόνος, αφού έκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα τους, τα πέταξε με ορμή στη θάλασσα. Από τις σταλαγματιές του αίματος που χυνόταν γεννήθηκαν οι Ερινύες,
Αληκτώ, η
Τισιφόνη, η Μέγαιρα. Αφού λοιπόν τον ανέτρεψαν από την εξουσία, ανέβασαν πάνω στη γη τ’ αδέλφια τους, που τα είχε κατακρημνίσει στον Τάρταρο, και παρέδωσαν την εξουσία στον Κρόνο[1].
(Απολλόδωρος 1.1.2)
Άλλοτε πάλι θεωρούνται κόρες της Νύχτας ή του Σκότους και της Γης (Βιργ., Αιν. 12.845 κ.ε.). Και στις δύο περιπτώσεις είναι προολύμπιες θεότητες, αρχέγονες δυνάμεις με δικούς τους νόμους, στους οποίους δεν μπορούν να παρέμβουν οι Ολύμπιοι. Ωστόσο, παραστέκουν τον Δία και τη νέα τάξη πραγμάτων –Τον πρωτογέννητον βοηθούν, το ξεύρεις, οι Ερινύες, λέει η Ίριδα στον Ποσειδώνα (Ιλ., Ο 204).
Ο αριθμός τους είναι απροσδιόριστος, σταδιακά όμως καθορίζονται και ο αριθμός και τα ονόματα. Η εμφάνισή τους είναι αποκρουστική –τις περιγράφει ο Αισχύλος στην τραγωδία του Ευμενίδες: [Εικ. 1, 2, 3, ]
Εμπρός σ’ αυτόν τον άνδρα [τον Ορέστη] κοιμάται παράξενος
όμιλος από γυναίκες που κάθονται στα έδρανα·
όχι γυναίκες, θα τις έλεγα Γοργόνες·
αλλ’ ούτε με Γοργόνες μοιάζουν στο πρόσωπο·
τις είδα κάποτε ζωγραφισμένες ν’ αρπάζουν
το δείπνο του Φινέως· όμως αυτές εδώ είναι
άπτερες, μελανόχρωμες, και σε όλα τους βδελυρές·
ροχαλίζουν με βαριές απλησίαστες ανάσες,
κι απ’ τα μάτια τους στάζουν αηδιαστικά υγρά·
και η περιβολή τους δεν επιτρέπει να προσεγγίζουν
ούτε σε αγάλματα θεών ούτε σε στέγες ανθρώπων·
δεν είδα ποια είναι η φυλή αυτής της συντροφιάς
ούτε ξέρω ποια χώρα καυχάται ότι έχει θρέψει
το γένος αυτό ατιμώρητα δίχως να έχει μετανιώσει
για τον κόπο της.
(Αισχ., Ευμ., στ. 46-60, μετ. Δ. Δημητριάδης)[2]
Αυτές τις φοβερές θεές, που τρελαίνουν όποιον κυριεύσουν, προσπαθούν να εξευμενίσουν οι άνθρωποι με ένα όνομα που δηλώνει ιδιότητες ακριβώς αντίθετες από αυτές που έχουν· τις αποκαλούν Εὐμενίδες, δηλαδή καλοπροαίρετες, καλοδιάθετες, και Σεμναί, ή και δεν τις ονομάζουν καθόλου, για να μην προκαλέσουν την παρουσία τους. Ωστόσο, συχνά τις αποκαλούν και σκύλες, καθώς ακολουθούν «πιστά» τους ανθρώπους, τιμωρώντας το αδικαίωτο έγκλημα, κυρίως την εντός της οικογένειας ανθρωποκτονία, προστατεύοντας έτσι την τάξη της και περαιτέρω της κοινωνίας. Κατοικία τους είναι το Έρεβος, το σκοτάδι του Κάτω Κόσμου, αλλά και τα ερέβη της ψυχής του ανθρώπου με την ταραγμένη από φόνο συνείδηση. Τον ελευθερώνουν από τον σφιχτό εναγκαλισμό της καταδίωξής τους, όταν κάποιος αναλαμβάνει να τους καθάρει από το έγκλημα, όπως ο Ευρυσθέας τον Ηρακλή από τον φόνο της πρώτης του γυναίκας Μεγάρας και των παιδιών τους επιβάλλοντάς του μια σειρά από δοκιμασίες.
Τον Οιδίποδα κυνήγησαν οι Ερινύες για τα εγκλήματά του, και μάλιστα ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν Ερινύες που έστειλε η μητέρα του Επικάστη, όπως στον Ορέστη η Κλυταιμνήστρα: [Εικ. 4,]
Είδα του Οιδίποδα τη μάνα, την όμορφη Επικάστη,
που έκανε πράξη ανήκουστη, δίχως ο νους της να το ξέρει,
σμίγοντας με τον ίδιο της το γιο· αμέσως όμως οι θεοί
φανέρωσαν τα ανόσια έργα και ο κόσμος βούιξε.
Παρ’ όλα αυτά εκείνος ξέμεινε στη λατρευτή του Θήβα,
συφοριασμένος των Καδμείων βασιλιάς, δέσμιος
της φριχτής βουλής των αθανάτων.
Εκείνη όμως πέρασε στον Άδη, άσπλαχνο φύλακα
στις κάτω πύλες, αφού πρώτα σε μια θηλιά κρεμάστηκε
δένοντας το μακρύ σχοινί απ’ την ψηλή οροφή της κάμαρής της
–η απελπισία την έπνιξε.
Άφησε ωστόσο και σε κείνον κληρονομιά πόνους πολλούς, όσοι
απαιτούν να πέσουν πάνω του οι Ερινύες της μητέρας
(Οδ. λ 271-285, μετ. Δ. Ν. Μαρωνίτης)
Εξόριστος ο Οιδίποδας μακριά από την πατρίδα του προσπέφτει ικέτης στο τέμενος των Ευμενίδων, δηλαδή των εξευμενισμένων Ερινύων, στον Κολωνό, ζητώντας άσυλο και έναν τόπο να πεθάνει και να δεχτεί το νεκρό του σώμα.
Αντίστοιχα, Ερινύες ακολουθούν τα αδέρφια Ετεοκλή και Πολυνείκη, όταν αλλητραυματίζονται θανάσιμα. [Εικ. 5, 6, 7, 8]
Οι Ερινύες προκαλούν τις συμφορές στον οίκο των Ατρειδών, τόσο μετά τα Θυέστεια δείπνα όσο και μετά τη θυσία της Ιφιγένειας. Ο Αίγισθος δικαιολογεί τον φόνο του Αγαμέμνονα ως τιμωρία από τις Ερινύες, ενώ παρούσα και στη δική του έκθεση από τον πατέρα του Θυέστη στέκεται μια Ερινύα, σύμφωνα με έργα των τεχνών. [Εικ. 9, ] Κυριαρχικός και εμφανής είναι ο ρόλος τους στον φόνο της Κλυταιμνήστρας και στην τιμωρία του Ορέστη.
Ο Ορέστης, μεγαλωμένος στην εξορία, επέστρεψε στο Άργος επτά χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του. Στο μεταξύ στην πόλη βασίλευε ο Αίγισθος με την Κλυταιμνήστρα. Με εντολή του Απόλλωνα, ή μόνο με παρότρυνση της Ηλέκτρας, ο Ορέστης σκότωσε τη μοιχαλίδα και τον εραστή της.
Όπως οι περισσότεροι φονιάδες, ο Ορέστης τρελαίνεται, πολύ περισσότερο που ως φονιάς της μητέρας του τον κυνηγούν οι Ερινύες, ήδη από την ημέρα της ταφής της. Η Ηλέκτρα συμπαραστέκεται στον αδελφό της τόσο από την επίθεση των Ερινύων όσο και από την έχθρα του λαού που θέλει να καταδικάσει τους δολοφόνους σε θάνατο.
Ο Ορέστης, όπως κάθε φονιάς, θα πρέπει να καθαρθεί. Οι στίχοι του Αισχύλου στις Χοηφόρες «Και τα ποτάμια αν θα 'σμιγαν / όλα τους σ' ένα τρέξιμο / μάταια τα χέρια θα 'πλεναν / τα που λερώνει φονικό» (72-74) φανερώνουν τη δυσκολία να απαλλαγεί ο Ορέστης από το μίασμα του φόνου. Ο καθαρμός τελέστηκε με διάφορα μέσα. Πιο συγκεκριμένα: Όταν ο Ορέστης έφτασε στην Τροιζήνα, τιμωρημένος από τον Απόλλωνα με ένα χρόνο εξορία, αφού παρέμεινε αρκετές μέρες σε σκηνή μπροστά από το ιερό του θεού, καθάρθηκε από τους Τροιζήνιους με νερό από την πηγή τους Ιπποκρήνη πάνω στον Ιερό Βράχο· μόνο τότε του επέτρεψαν να μπαίνει στα σπίτια τους (Παυσ. 2.31.4. και 31.8-9. Αισχύλ., Ευμενίδες 235 και 445). Ωστόσο, επειδή το έγκλημα ήταν βαρύ, χρειάστηκε να επιχειρηθεί καθαρμός και με αίμα.
Ικέτης στον Απόλλωνα ο Ορέστης, προσπέφτει στον ομφαλό των Δελφών, προκειμένου να απαλλαγεί από τις Ερινύες. Ο χορός στις Χοηφόρες του Αισχύλου λέει στον Ορέστη: «Ένας ο καθαρμός σου, ν' αγγίξεις τον Λοξία / και θα σ' ελευθερώσει απ' αυτά τα μαρτύρια» (στ. 1059-60), εννοώντας τις Ερινύες. Νωρίτερα ο Ορέστης είχε πει: «Και τώρα κοιτάξτε με πώς μ' αυτό το κλαδί ελιάς / το στολισμένο με μαλλί θα ξεκινήσω / για τον μεσόμφαλο ναό, την κατοικία του Λοξία, / όπου λαμπυρίζει το άφθαρτο φέγγος της πυράς, / για να ξεφύγω απ' το αίμα της μητέρας·» (Αισχ., Χοηφ., 1034-1038). Η ίδια η Κλυταιμνήστρα, το φάντασμά της, προσπαθεί να αφυπνίσει τις Ερινύες που αποκοιμιούνται, καθώς ο Ορέστης προσπέφτει ικέτης στον ομφαλό, και να καταδιώξουν τον δολοφόνο γιο της. Ο ίδιος ο Απόλλωνας θα σφάξει ένα γουρουνάκι και με το αίμα του νεοσφαγμένου ζώου θα περιλούσει τον Ορέστη, πιθανόν σε μια σκηνή αναπαράστασης του φόνου μέσω της οποίας επέρχεται η παραδοχή της πράξης. Στη συνέχεια, το αίμα θα ξεπλυθεί με νερό της πηγής σε ένα πραγματικό αλλά και συμβολικό λουτρό απαλλαγής από τους πραγματικούς ρύπους αλλά και τους ρύπους της ενοχής που τρέλαιναν τον Ορέστη: «το μητροκτόνο αίμα ξεπλύθηκε και φεύγει· / ήταν νωπό όταν το έδιωξα με χοιροκτόνους καθαρμούς / που προσέφερα στον βωμό του θεού Φοίβου·» (Ευμ. 280-283). Θα χρειαστεί και προσφορά θυσίας από τον ίδιο τον Ορέστη, πράξη και αυτή συμβολική για την επαναφορά του στην κανονική ζωή, τη θρησκευτική και την κοινωνική: «είναι νόμος να μη μιλάει ο ένοχος φόνου / μέχρι να σφάξει κάποιος νεογέννητο βόσκημα / και με το αίμα του καθαρίσει το άλλο αίμα» (στ. 448-450).
Η τραγωδία Χοηφόροι τελειώνει, όμως στις Ευμενίδες φαίνεται ότι για τον καθαρμό του Ορέστη δεν ήταν αρκετό το άγγιγμα του Λοξία και ο αγνισμός, θα χρειαστεί και το άγγιγμα στην Αθηνά και ο θεσμός. Ο ίδιος ο Απόλλωνας θα πει στον Ορέστη: «και όταν φτάσεις στην πόλη της Παλλάδος / κάθισε κι αγκάλιασε το παλαιό της άγαλμα· / εκεί θα δικαστείς γι’ αυτά» (στ. 79-81). Ο Ορέστης δικάστηκε από ένα πολιτικό σώμα τον Άρειο Πάγο, η Αθηνά άνοιξε τη διαδικασία, Ερινύες και Απόλλωνας αντιπαρατέθηκαν, ο Απόλλωνας επικαλέστηκε τον Δία, δηλαδή την καινούρια τάξη πραγμάτων. Η ισοψηφία και η απαλλαγή του Ορέστη από την κατηγορία θα καθιερώσει τον νόμο περί ισοψηφίας (Αρ., Αθ. Πολ. 69.1). Το επιχείρημα για την αθώωση ήταν ότι η συζυγοκτονία που διέπραξε η Κλυταιμνήστρα ήταν έγκλημα βαρύτερο από τη μητροκτονία. Και αν η απόφαση αυτή, η πρώτη του Άρειου Πάγου ήταν από τη μια πλευρά φυσική εξέλιξη για μια κοινωνία που έθετε σταδιακά στο περιθώριο και στη μόνωση τον κόσμο των γυναικών, από μια άλλη άποψη ενισχύθηκε η δημοκρατία, καθώς η κληρονομική αρά και οι Ερινύες, που ζητούν νέο αίμα για το παλαιό που χάθηκε και τιμωρία, ακόμη και ανεξέλεγκτη, αντικαθίσταται από την αρχή ότι κάθε πράξη και ο δράστης της πρέπει να κρίνονται. Από την εκδίκηση περνούμε στην κατανόηση και σε μια Δίκη, υπό την αιγίδα του Δία, που συγχωρεί κάτω από το φως του θείου νόμου· από την τυφλή ορμή της ψυχής περνούμε στην ελεύθερη βούληση και απόφαση. Στην τραγωδία η «πρώταρχος άτη» ήταν τα Θυέστεια δείπνα, όχι ο Τάνταλος, επομένως ο Ατρέας δεν ήταν παραλήπτης κληρονομικής κατάρας αλλά πρόξενος κατάρας. Επιπλέον, ο βεβαρημένος από κληρονομική κατάρα ήταν δυνατό να αποφύγει την άτεγκτη εκδίκηση του Αλάστορα και των Ερινύων αν ακολουθούσε δρόμο ηθικό, με μέτρο και σωφροσύνη, ή, σε αντίθετη περίπτωση, να τους ξυπνήσει, όπως το έπραξε ο Αγαμέμνων με την πρόθυμη, από πλευράς του, θυσία της κόρης του και την καταστροφή των ιερών της Τροίας. [Εικ. 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32]
Μετά την άλωση των Θηβών από τους Επιγόνους, ο Αλκμαίωνας, ακολουθώντας χρησμό του Απόλλωνα, όπως και ο Ορέστης, σκότωσε τη μητέρα του Εριφύλη, όταν αντιλήφθηκε ότι είχε δωροδοκηθεί, και μάλιστα δύο φορές· αρχικά κατά την πρώτη εκστρατεία των Επτά μαζί με τον Πολυνείκη, και με αρχηγό τους αυτόν, τη δεύτερη φορά στην εκστρατεία των Επιγόνων, προδίδοντας πρώτα τον πατέρα του Αμφιάραο και στη συνέχεια τον ίδιο. Μετά τον φόνο τον κυνήγησαν οι Ερινύες, κι εκείνος, σε κατάσταση παραφροσύνης, κατέφυγε πρώτα στην Αρκαδία, στον Οϊκλή, και από εκεί στην Ψωφίδα, στον Φηγέα. Αυτός τον εξάγνισε και τον πάντρεψε με την κόρη του Αρσινόη. Ωστόσο, οι Ερινύες δεν έπαψαν να τον κυνηγούν· σταμάτησαν μόνο όταν ο Αλκμαίωνας έφτασε σε τόπο που δεν υπήρχε την εποχή που είχε κάνει τον φόνο –έτσι όριζαν οι χρησμοί· επρόκειτο για τη γη που σχηματίστηκε από τις προσχώσεις του Αχελώου.
Ο φόνος του Άψυρτου από την αδελφή του Μήδεια ξεσήκωσε τις Ερινύες. Και οι Βοιωτοί Μινύες του Ορχομενού φοβήθηκαν μήπως οι Ερινύες ξεσπάσουν επάνω τους και κινδυνέψουν στο ταξίδι της επιστροφής από την Κολχίδα, καθώς στο πλοίο τους, την Αργώ, είχε επιβιβαστεί και η φόνισσα Μήδεια. Η θύελλα που ακολούθησε τον απόπλου των Αργοναυτών θα μπορούσε να εκληφθεί από την ανήσυχη και ταραγμένη συνείδηση ως εκδήλωση του θυμού των Ερινύων για την υπόθαλψη του εγκληματία (Ορφ. Αργ. 1155-1182). Και θα χρειαστεί ο Ορφέας, ακολουθώντας τις συμβουλές της Κίρκης, να ξορκίσω του Αιήτη τις κατάρες με καθαρτήριες τελετές και να διώξω την άσπλαχνη Ερινύ. Έτσι εγώ έκανα ιερούς καθαρμούς για εξιλέωση των Μινύων (Ορφ. Αργ. 1364-1366).
Ερινύες υπαγόρευσαν τον θάνατο του Μελέαγρου από τη μητέρα του Αλθαία, γιατί είχε σκοτώσει τους θείους του, αδελφούς της μητέρας του. Την κατάρα που ξεστόμισε η μάνα για τον γιο χτυπώντας με τα χέρια τη γη, την εισάκουσε μέσα από το Έρεβος η Ερινύα με την αμείλικτη καρδιά, και όχι ο Άδης ή η Περσεφόνη, τους οποίους επίσης επικαλέστηκε η Αλθαία.
Η στάση της Αλθαίας αντανακλά τις επιταγές του οἴκου έναντι της πόλεως, τόσο γιατί η απονομή της δικαιοσύνης με τη μορφή της εκδίκησης γίνεται από τον άμεσο συγγενή, όσο και επειδή για τη γυναίκα ο όμαιμος αδελφός είναι πιο στενός συγγενής από τον γιο με το μεικτό αίμα, το δικό της και του ξένου προς την οικογένεια πατέρα. Ακόμη και στην πατριαρχική κοινωνία ο αδελφός της μητέρας είναι πιο σημαντικός από τον αδελφό του πατέρα.
Ενίοτε οι Ερινύες λειτουργούν σαν τον οίστρο, την αλογόμυγα που ενοχλεί μέχρι μανίας ζώα και ανθρώπους. Ερινύα έστειλε ο Δίας στον Ίναχο, βασιλιά της Αργολίδας, όταν εκείνος προσπάθησε να κυνηγήσει τον απαγωγέα της κόρης του Ιώς. Κι εκείνη τον βασάνισε τόσο που ο Ίναχος ρίχτηκε στον ποταμό που μέχρι εκείνη τη στιγμή λεγόταν Αλιάκμονας. (Βλ. Ίναχος)
Ο Αγαμέμνονας απολογήθηκε για τη συμπεριφορά του προς τον Αχιλλέα —που του άρπαξε το γέρας του, τη Βρισηίδα, για να αντικαταστήσει την απώλεια του δικού του τιμητικού δώρου, της Χρυσηίδας που με εντολή του θεού δοθηκε πίσω στον πατέρα της. Ο αρχιστράτηγος των Αχαιών επικαλέστηκε την πλάνη και τη σύγχυση που φέρνει η νυκτοπλάνητη Ερινύα και η Άτη (Όμ., Ιλ. Τ 85-94).
Ερινύες, και όρκοι, και κατάρες
Οι Ερινύες είναι παρούσες από την πρώτη στιγμή που δίνονται όρκοι, όπως ήταν παρούσες στη γέννηση του Όρκου από την Έριδα, βοήθησαν μάλιστα στη γέννησή του. Γι’ αυτό και ξεσηκώνονται, όταν υπήρχε παράβαση συμφωνιών και καταπάτηση όρκων. Η επίκληση των Ερινύων ως φοβερών τιμωρών των επιόρκων σηματοδοτεί περιόδους, όπου ο γραπτός λόγος δεν υπήρχε ή δεν χρησιμοποιούνταν ακόμη για τη σύναψη συμφωνιών και η υπογραφή δεν συνεπαγόταν δέσμευση.
Παρακάτω δίνουμε παραδείγματα όρκου και κατάρας:
Στον όρκο που δίνει ο Αγαμέμνονας στον Αχιλλέα, μετά τον θάνατο του Πατρόκλου και καθώς οι δύο άνδρες συμφιλιώνονται, ο Ατρείδης επικαλείται δυνάμεις που υπάρχουν στον ουρανό, στη γη και κάτω από τη γη, δηλαδή το σύνολο των δυνάμεων, και ορκίζεται ότι δεν πείραξε τη Βρισηίδα, το γέρας που είχε αρπάξει από τον Αχιλλέα και που υπήρξε αρχή δεινών στο αχαϊκό στρατόπεδο με την αποχώρηση του Αχιλλέα από το πεδίο της μάχης. Συγκεκριμένα, την ώρα που έκοβε με το μαχαίρι τρίχες από την κεφαλή του ταύρου, σημείο ότι η θυσία άρχιζε[3], ο Αγαμέμνονας προσευχήθηκε παίρνοντας την τυπική στάση της προσευχής με υψωμένα χέρια και ορκίστηκε στον Δία, τη Γη, τον Ήλιο, τις Ερινύες που κάτω από τη γη, όπου ζουν, τιμωρούν τους επίορκους ( Όμ., Ιλ. Τ 256-264).
Όποιος όμως παραβεί τις συμφωνίες, περιφρονώντας ασεβώς τον όρκο, η οδηγήτρια Δίκη κι οι Ερινύες ας είναι μάρτυρές του, αυτές που ρίχνουν συμφορές. (Ορφ. Αργ. 350-352)
Τις Ερινύες επικαλέστηκε ο Αμύντορας, ο πατέρας του Φοίνικα, ώστε να τιμωρήσει τον γιο του με ατεκνία και να μην αποκτήσει ο ίδιος ποτέ εγγόνι. Γιατί ο Φοίνικας είχε παρασύρει στο κρεβάτι του την αγαπημένη παλλακίδα του πατέρα του, ώστε εκείνος να προτιμήσει και πάλι στο κρεβάτι του τη μητέρα του ( Όμ., Ιλ. Ι 447-457).
Σε όλες τις ορκωμοσίες και τις συν-ωμοσίες (για εμπορικές συναλλαγές, για συνθήκες ειρήνης κτλ.) απαιτούνται αφενός θυσία ζώου, ώστε να σχετιστεί το αμετάκλητο της αφαίρεσης της ζωής του ζώου με το αμετάκλητο του όρκου· αφετέρου σπονδές κρασιού που συνοδεύονται από κατάρες που ξεστομίζεται από αυτόν που δίνει τον όρκο και στρέφονται εναντίον των επιόρκων –π.χ. να χυθούν τα μυαλά των επιόρκων, των ίδιων και των παιδιών τους, στη γη, όπως χυνόταν το κρασί και οι γυναίκες τους να ξαπλώσουν με άλλους ( Όμ., Ιλ. Γ 292-302).
Κάτω από την επίδραση της ετρουσκικής θρησκείας οι Ερινύες τοποθετήθηκαν στον Κάτω Κόσμο μαζί με άλλα τερατώδη όντα που βασανίζουν τους νεκρούς με τα μαστίγιά τους και τις τρομοκρατούν με τα φίδια τους. Τις συνάντησε ο Αινείας, όταν κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο (Βιργ., Αιν. 6.571 κ.ε., 7.324 κ.ε., 12.846 κ.ε.). [Εικ. 33, 34, 35, 36]
Οι Ερινύες, γέννημα θρέμμα του αίματος του Ουρανού, αποτέλεσμα του εγκλήματος που διαπράχθηκε σε βάρος του από τον γιο του Κρόνο (αποκοπή των γεννητικών οργάνων του Ουρανού), είναι συνδεδεμένες με την εκδίκηση και την εκ νέου ροή αίματος. Υπερασπίζονται το δίκαιο της μητέρας αλλά και του πατέρα ή και των παιδιών έναντι των γονέων. Επομένως, μέσα στο πλαίσιο του εθιμικού δικαίου προστατεύουν την κοινωνική τάξη από κάθε είδους υπερβολές και υπερβάσεις —ο άνθρωπος πρέπει να μένει άνθρωπος μέσα στα πλαίσια της θνητότητάς του και της κοινωνικής του ομάδας.
Υπέρβαση του εθιμικού δικαίου είναι και η άρνηση φιλοξενίας, επομένως οι Ερινύες εμφανίζονται προστάτριες των φτωχών και των ζητιάνων. Έτσι, όταν ο μνηστήρας Αντίνοος χτύπησε με σκαμνί τον μεταμφιεσμένο σε ζητιάνο Οδυσσέα, αρνούμενος να του παράσχει φαγητό σε ένα σπίτι που ούτε καν του ανήκε, ο Οδυσσέας επικαλέστηκε τους θεούς προστάτες των φτωχών και τις Ερινύες να φέρουν τον θάνατο στον Αντίνοο, προτού προλάβει να παντρευτεί — ἀλλ᾽ εἴ που πτωχῶν γε θεοὶ καὶ Ἐρινύες εἰσίν, / Ἀντίνοον πρὸ γάμοιο τέλος θανάτοιο κιχείη (Οδ. Ρ 47-476).
Υπέρβαση επιχειρείται με τις μαντείες και τις προφητείες· γι’ αυτό οι Ερινύες τιμωρούν τους μάντεις που φανερώνουν υπέρ το δέον τα θεϊκά σχέδια, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να ακουμπά τη θεϊκή σφαίρα. Υπέρβαση επιχειρείται και με τον φόνο, καθώς ο φονιάς αφαιρεί ζωή, χωρίς να είναι μπορετό να την επαναφέρει. Εξάλλου, ο φόνος διαταράσσει την κοινωνική τάξη, ενίοτε ανεπανόρθωτα. Ο φονιάς τιμωρείται με εξορία, με περιπλάνηση από τόπο σε τόπο, χωρίς να υπάρχει τόπος για να σταθεί, καθώς όσοι τον δέχονται μολύνονται από αυτόν –το ηθικό νόσημα μεταδίδεται όπως το σωματικό. Ο ου τόπος, η μη ένταξη σε οργανωμένη κοινωνία καθιστά τον άνθρωπο θεό ή θηρίο, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Η αποκατάσταση επέρχεται όταν κάποιος δεχθεί να καθάρει τον φονιά από το αμάρτημά του και να τον απαλλάξει από την τρέλα που στέλνουν οι Ερινύες.
Οι Ερινύες φαίνεται να εκδικούνται αλλά και να τηρούν την τάξη. Αμφίσημος ο ρόλος τους όπως ορίζεται από την καταγωγή τους, τη γη που και νεκρούς δέχεται αλλά και ζωή δίνει.
Ενίοτε η Αφροδίτη μοιάζει με Ερινύα, ακριβώς γιατί πλήττει τον άνθρωπο και τον κυνηγά ακατάπαυστα όπως οι Ερινύες. (Ορφ. Αργ. 868)
Ο Παυσανίας (3.19.9-11) αναφέρει ότι η Ελένη μετά τον θάνατο του Μενέλαου εξορίστηκε από τους γιους του άνδρα της και μετέβη στην αργολική αποικία της Ρόδου, στη φίλη της Πολυξώ, σύζυγο του Τληπόλεμου που είχε σκοτωθεί στον Τρωικό πόλεμο υπερασπιζόμενος το δίκιο του Μενέλαου να πάρει πίσω τη γυναίκα του. Όμως εκείνη, η Πολυξώ, για να εκδικηθεί τον θάνατο του ανδρός της, και άλλων ανδρών, στην Τροία, έντυσε τις δούλες του παλατιού Ερινύες. Έτσι εμφανίστηκαν στην Ελένη την ώρα που έπαιρνε το λουτρό της, για να την τρομάξουν. Τελικά κρέμασαν την Ελένη σε ένα δέντρο ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή τη βασάνισαν τόσο που κρεμάστηκε από μόνη της. Γι’ αυτό υπάρχει στη Ρόδο το ιερό της Ελένης Δενδρίτιδος.
Ο Ποσειδώνας λατρευόταν με το επίθετο Ίππιος· αυτό τον συνδέει με το δαιμονικό άλογο του θανάτου. Στη Θέλπουσα, σε ιερό κοντά στον Λάδωνα ποταμό, στα σύνορα της Αρκαδίας προς την Ηλεία, ο θεός λατρευόταν με πάρεδρο την Ερινύ που στα ιστορικά χρόνια ταυτίστηκε με τη Δήμητρα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, το άλογο Αρείονα ή Ερίονα, γνωστό και στην Ιλιάδα (Ψ 346 κ.ε.). Η ανεπιθύμητη ένωση με τον αδελφό της έγινε την περίοδο που η Δήμητρα έψαχνε την κόρη της Περσεφόνη που την είχε αρπάξει ο Πλούτωνας. Εκείνος, ο Ποσειδώνας, επειδή την επιθυμούσε πολύ, την ακολουθούσε παντού, και εκείνη, η Δήμητρα, για να τον αποφύγει, μεταμορφώθηκε σε φοράδα· αλλά αμέσως και ο Ποσειδώνας μεταμορφώθηκε σε ίππο, και σε αυτή τη μορφή οι δυο τους ενώθηκαν ερωτικά στην περιοχή της Θέλπουσας. Η Δήμητρα οργίστηκε, εξού και το επίθετο Ἐρινύς —η αρκαδική λέξη ἐρινύω σημαίνει είμαι οργισμένος, πλήρης αγανακτήσεως—, αλλά καταπράϋνε την οργή της και πήρε το λουτρό της στα νερά του ποταμού Λάδωνα· γι’ αυτό και οι Αρκάδες της προσέδωσαν και το προσωνύμιο Λουσία. O Παυσανίας μάλιστα αναφέρει (8.25.5-7) ότι μετά την πόλη, τη Θέλπουσα, «ο Λάδων κατεβαίνει προς το ιερό της Δήμητρα στο Όγκιο» και ότι μέσα στον ναό υπάρχουν δύο αγάλματα της θεάς: της Δήμητρας Ερινύας με δάδα στο χέρι και της Δήμητρας Λουσίας με ύψος έξι πόδια συνιστώντας τις δύο όψεις της θεάς, την τρομερή και αδάμαστη και την εξευμενισμένη και ήπια.
Σχετικά λήμματα
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ, ΑΛΘΑΙΑ, ΑΜΦΙΑΡΑΟΣ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΑΧΕΛΩΟΣ, ΓΟΡΓΟΝΕΣ, ΕΛΕΝΗ, ΕΠΙΚΑΣΤΗ/ΙΟΚΑΣΤΗ, ΗΛΕΚΤΡΑ, ΘΥΕΣΤΗΣ, ΙΝΑΧΟΣ, ΙΡΙΣ, ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ, ΙΩ, ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ, ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ, ΜΕΝΕΛΑΟΣ, ΜΗΔΕΙΑ,ΝΥΚΤΑ, ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ, ΟΪΚΛΗΣ ή ΟΙΚΛΗΣ, ΟΡΕΣΤΗΣ, ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ, ΧΡΥΣΗΙΔΑ
1. Στην ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα η τέχνη και η μυθοπλασία θα έπρεπε να εξυπηρετούν τους σκοπούς της, ενώ αντίθετα εξοβελίζονται οι «ψεύτικοι μύθοι», που εικονίζουν «άσχημα και όχι όπως πραγματικά είναι οι θεοί και οι ήρωες» και τα έργα που δεν αποδίδουν την ομοιότητα εκείνου που θέλουν να παραστήσουν. Ως ένα από τα μεγαλύτερα και βαρύτερα ψέματα ο Πλάτωνας χαρακτηρίζει όσα «έκαμε τάχα ο Ουρανός» και ο τρόπος με τον οποίο ο Κρόνος τον εκδικήθηκε. Ο Πλάτωνας, μάλιστα, δηλώνει ότι αυτού του είδους οι ιστορίες θα πρέπει να αποσιωπούνται στους νέους που δεν έχουν κρίση, αλλά «αν ήταν οπωσδήποτε ανάγκη να γίνει λόγος γι’ αυτά, να τ’ ακούν με απόλυτη μυστικότητα όσο γίνεται πιο λίγοι και αφού θυσιάσουν όχι πια χοίρο αλλά το πιο μεγάλο και δυσεύρετο θύμα, για να είναι όσο γίνεται πιο λίγοι εκείνοι που έτυχε να τ’ ακούσουν» (Πολιτεία 377e-378a· πρβ. Πλ., Ευθ. 5e-6a. Κικ., De natura deorum, ii, 24.63 κ.ε.).
2. Αισχύλος. Ορέστεια: Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες. Μετ. Δημήτρης Δημητριάδης. Αθήνα: Σμίλη, 2005.
3. Τρίχας ἀπάρχεσθαι σημαίνει «ἄρχεσθαι της θυσίας δια της αποκοπής τριχών από του μετώπου του θύματος και ρίψεως αυτών εις το πυρ».