Η Κλεισιδίκη ήταν κόρη του βασιλικού ζεύγους της Ελευσίνας, του Κελεού και της Μετάνειρας, αδελφή της Καλλιδίκης, της Καλλιθόης, της Δημώς και του Δημοφώντα (μπορεί και του Τριπτόλεμου, αν συμπεριληφθεί και αυτός στα παιδιά των βασιλέων). Το στερνοπαίδι των γονιών της, ο Δημοφώντας, ήταν νεογέννητο, όταν, με τις αδελφές της, στην πηγή όπου είχαν πάει για να πάρουν νερό, συνάντησαν τυχαία τη θεά Δήμητρα που, μεταμορφωμένη σε θνητή και γριά, τριγυρνούσε, για να βρει την κόρη της Περσεφόνη που την είχε αρπάξει ο Πλούτωνας. Η θεά, που καθόταν σε μια πέτρα, κοντά στο Καλλίχορο πηγάδι, συστήθηκε με το όνομα Δηώ, και εκείνες, νομίζοντας ότι η γυναίκα ζητούσε δουλειά, της πρότειναν να τις ακολουθήσει στο παλάτι και εκεί να αναλάβει να μεγαλώσει τον μικρό τους αδελφό. Η θεά δέχτηκε κι εκείνες έτρεξαν στο σπίτι των γονιών τους, ενημέρωσαν τη Μετάνειρα που δέχτηκε η ξένη να αναλάβει τροφός του μονάκριβού της, επέστρεψαν εκεί που είχαν αφήσει τη θεά και τη συνόδευσαν μέχρι το παλάτι. Εκεί η Δήμητρα ανέλαβε τη φροντίδα του παιδιού.
Τότε την είδανε του Ελευσινίου Κελεού οι θυγατέρες,
καθώς έρχονταν δροσερό νερό να κουβαλήσουν
με χάλκινες υδρίες στα πατρικά τους δώματα,
και οι τέσσερις σαν θεές στης νιότης τους το άνθος,
η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ η θελκτική
και η Καλλιθόη, η μεγαλύτερη απ’ όλες,
μα δεν την γνώρισαν, δύσκολο στους θνητούς να δούνε τους θεούς.
Κοντά της στάθηκαν και λόγια φτερωτά της είπαν:
Ποια κι από που είσαι γριά, συ απ’ τους πολύχρονους ανθρώπους;
Γιατί μακριά απ’ την πόλη στάθηκες κι ούτε τα σπίτια
πλησιάζεις; Εκεί, στα σκιερά παλάτια, γυναίκες μένουνε,
ίδιας ηλικίας με σένα, μα και νεότερες,
που θα σου δείξουν την αγάπη τους με λόγια και με έργα.
Έτσι είπαν, και η πάνσεπτη θεά μ’ αυτά τα λόγια απάντησε:
[…]
Αλλά σε σας, είθε όλοι οι θεοί που κατοικούν στα Ολύμπια παλάτια
νόμιμους άνδρες να σας δώσουνε και να γεννήσετε παιδιά
όπως τα θέλουν οι γονείς· εμένα πάλι, κόρες, λυπηθείτε με
να φτάσω ευπρόσδεκτη, καλά μου παιδιά, σε μια κατοικία,
ενός άντρα, μιας γυναίκας, για να εργασθώ σ’ αυτούς
πρόθυμη να προσφέρω έργα που ταιριάζουν σε μια γριά γυναίκα,
γιατί και νεογέννητο παιδί κρατώντας αγκαλιά μου
καλά θα το ’θρεφα και το σπίτι θα νοιαζόμουν
και θα ’στρωνα στο βάθος των καλόχτιστων θαλάμων το κρεβάτι
του νοικοκύρη, και θα επέβλεπα τις δουλειές των γυναικών.
Έτσι είπε η θεά, κι ευθύς της αποκρίθηκε το ανύπαντρο κορίτσι
η Καλλιδίκη, η πιο όμορφη απ’ του Κελεού τις κόρες·
«Κυρούλα, όσα δίνουν οι θεοί, κι ας μας πικραίνουν,
είναι ανάγκη να τ’ αντέχουμε εμείς οι θνητοί,
γιατί είναι πολύ ανώτεροί μας.
Ξεκάθαρα θα πω σε σένα και θα ονοματίσω
τους άνδρες που δύναμη και τιμή έχουν εδώ,
του λαού είναι αρχοντες και τα τείχη προστατεύουν
της πόλης με τις βουλές και με τις δίκαιες κρίσεις τους.
Του συνετού Τριπτόλεμου και του Δίοκλου
και του Πολύξενου και του αψεγάδιαστου Εύμολπου
και του Δόλιχου και του θαρραλέου πατέρα μας,
όλων αυτών οι σύζυγοι φροντίζουνε τα σπίτια τους.
Καμιά τους που θα σε πρωταντίκρυζε
δεν θα σε περιφρονούσε ούτε απ’ το σπίτι θα σ’ έδιωχνε,
αλλά θα σε καλοδεχόταν, γιατί είσαι όμοια με θεά.
Αν θέλεις, περίμενε να πάμε στου πατέρα μας
τ’ ανάκτορα και στη βαθύζωνη μητέρα μας Μετάνειρα
λεπτομερώς τα πάντα να της πούμε, κι αν τούτη σε καλέσει
στον οίκο μας να έρθεις, σε άλλων μην ψάξεις σπίτια.
Μες στο καλόχτιστο τ’ ανάκτορο ακριβό γιο,
κι αγαπημένο, το στερνοπαίδι της ανατρέφει.
Αν βέβαια το ανέθρεφες εσύ και στην ακμή της ήβης έφτανε,
όποια κι αν σ’ έβλεπε απ’ τις τρυφερές γυναίκες αμέσως
θα ζήλευε, τόσα πολλά θα σου ’διναν για την ανατροφή του.
Έτσι είπαν, κι αυτή με ένα κούνημα του κεφαλιού συγκατάνευσε·
εκείνες τα λαμπερά γεμίζοντας δοχεία με νερό τα σήκωσαν καμαρωτές.
Γρήγορα φτάσαν στου πατέρα τους τ’ ανάκτορο κι αμέσως στη μητέρα
είπαν ό,τι είδαν κι άκουσαν. Εκείνη τότε στη στιγμή
πρόσταξε να την καλέσουν με αμέτρητο μισθό.
Κι αυτές, όπως λαφίνες ή δαμάλες την εποχή της άνοιξης
πηδάνε στο λιβάδι με την ψυχή χορτάτη από τροφή,
ανασηκώνοντας των θελκτικών τους πέπλων τις πτυχές
έτρεχαν στον αμαξόδρομο, ενώ γύρω στους ώμους τους
ανέμιζαν όμοια με κροκανθούς τα μαλλιά τους.
Και τη θεά τη σεβαστή την απαντήσανε στον δρόμο, εκεί ακριβώς
όπου εκείνη ήταν πριν· έπειτα στ’ ανάκτορα τα πατρικά
πορεύτηκαν, κι εκείνη πίσωθέ τους, με την καρδιά περίλυπη
περπάταε σκεπασμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια, και το πέπλο
το βαθύχρωμο γύρω απ’ τα πόδια της θεάς τα λυγερά σερνόταν.
Κι ευθύς σαν έφτασαν στου αρχοντοθρεμμένου Κελεού τ’ ανάκτορα,
επέρασαν στην αίθουσα, όπου η σεπτή μητέρα τους
δίπλα σε στύλο στέκονταν της καλοκαμωμένης στέγης
με το παιδί στον κόρφο της νέο βλαστάρι· τότε αυτές
σιμά της έτρεξαν, κι η θεά, σαν πάτησε το πόδι στο κατώφλι, τη σκεπή
άγγιξε με το κεφάλι και γέμισε την είσοδο με λάμψη θεϊκή.
(Ομ. Ύμν. 105-189)
Ο Δημοφώντας μεγάλωνε και άνθιζε με τρόπο που προκαλούσε τον θαυμασμό των γονιών του, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι η παραμάνα του παιδιού ήταν θεά που μετερχόταν όλα τα μέσα για να κάνει το παιδί αθάνατο –το άλειφε με αμβροσία, το φυσούσε με τη θεϊκή πνοή της και τη νύχτα το έκρυβε μέσα στη φωτιά σαν να ήταν δαυλός. Όταν μια νύχτα η Μετάνειρα είδε το μωρό στη φωτιά και φοβισμένη έβαλε τις φωνές, η θεά σταμάτησε τη διαδικασία που θα έκαμνε τον Δημοφώντα αγέραστο και αθάνατο, άφησε το παιδί κάτω, αποκάλυψε την ταυτότητά της, ζήτησε να της κτίσουν ναό και βωμό και έφυγε. Η Κλεισιδίκη και οι αδελφές της άκουσαν τις φωνές του παιδιού
και πήδηξαν απ’ τις καλοστρωμένες κλίνες· μια πήρε
το παιδί στα χέρια και το ’βαλε στον κόρφο της,
άλλη φρόντισε τη φωτιά, η τρίτη έσπευσε με πόδια ελαφροπάτητα
να βγάλει τη μητέρα απ’ την ευωδιαστή την κάμαρα.
Κι αφού μαζεύτηκαν τριγύρω απ’ το παιδί που σπαρταρούσε,
το ’λουζαν γεμάτες τρυφερότητα, μα η καρδούλα του δεν ηρεμούσε,
γιατί το βάσταγαν αυτές, αδέξιες τροφοί και παραμάνες.
Κι αυτές όλη τη νύχτα εξευμένιζαν την ένδοξη θεά
τρέμοντας από φόβο, κι όταν φάνηκε η αυγή
είπαν στον δυνατό τον Κελεό όλη την αλήθεια,
για όσα παράγγειλεν η θεά, η καλλιστεφανωμένη Δήμητρα.
(Ομ. Ύμν. 286-296)