Η Δήμητρα ήταν κόρη του Κρόνου και της Ρέας, αδερφή της Ήρας, της Εστίας, του Δία και του Ποσειδώνα. Ο χρησμός των παππούδων τους, Ουρανού και Γης, πως ήταν γραφτό [ο πατέρας Κρόνος] να χάσει την εξουσία από δικό του παιδί, έφερε όλα τα παιδιά σε κοινή μοίρα: ο πατέρας τους τα κατάπινε αμέσως μετά τη γέννησή τους. Και πρώτη κατάπιε την Εστία, αμέσως μόλις γεννήθηκε, ύστερα τη Δήμητρα και την Ήρα, και μετά από αυτές τον Πλούτωνα και τον Ποσειδώνα. Οργισμένη η μητέρα τους Ρέα, όταν γέννησε τον Δία, φάσκιωσε μια πέτρα και την έδωσε στον Κρόνο να την καταπιεί, τάχα ότι ήταν το παιδί που είχε γεννήσει. [1.5] [1.6] Κι εκείνος, όταν μεγάλωσε, συνεργάστηκε με τη Μήτιδα, την κόρη του Ωκεανού, η οποία έδωσε στον Κρόνο να πιει ένα φάρμακο που τον ανάγκασε να ξεράσει πρώτα την πέτρα, ύστερα τα παιδιά που είχε καταπιεί. (Απολλόδ. 1.4-6) [Εικ. 1, 2, 3)
Η Δήμητρα δε φημιζόταν για τους έρωτές της. Ωστόσο, τη διεκδίκησαν σπουδαίοι εραστές, πρωτίστως τα αδέλφια της, ο Δίας και ο Ποσειδώνας, ενώ και η ίδια διεκδίκησε τον έρωτα του Ιασίωνα. Από τις ενώσεις αυτές προέκυψαν παιδιά, η Περσεφόνη από τον Δία, η Δέσποινα και ο Αρείονας από τον Ποσειδώνα, ο Πλούτος και ο Φιλόμηλος από τον Ιασίωνα, ο Εύβουλος.
Δήμητρα και Δίας
Πρώτος ο Δίας, μεταμορφώθηκε σε ταύρο για να ζευγαρώσει μαζί της. Μετανιωμένος για την πράξη του ευνούχισε ένα κριάρι και άφησε τα όργανά του στην αγκαλιά της Δήμητρας ως ένδειξη μεταμέλειας. Εκείνη δέχτηκε τη συγγνώμη του και μερικούς μήνες μετά γέννησε τη μονάκριβη κόρη της Περσεφόνη.
Από την ένωση του Ποσειδώνα με τη Δήμητρα, γεννήθηκε μια κόρη, που ήταν απαγορευμένο να την αποκαλούν με το όνομά της –οι αμύητοι την αποκαλούσαν Δέσποινα–, και το άλογο Αρείονας. Ο περίεργος αυτός απόγονος οφείλεται στο γεγονός ότι η Δήμητρα μεταμορφώθηκε σε φοράδα για να αποφύγει το ερωτικό αγκάλιασμα του Ποσειδώνα και κρύφτηκε ανάμεσα στα βασιλικά κοπάδια του Όκνιου, γιου του Απόλλωνα. Όμως ο Ποσειδώνας το αντιλήφθηκε, μεταμορφώθηκε σε άλογο και κατάφερε τελικά να ζευγαρώσει μαζί της στο Όγκειο της Αρκαδίας. Καρποί αυτής της συνεύρεσης ήταν μία κόρη, η Δέσποινα, το όνομα της οποίας δεν έπρεπε ποτέ να προφέρεται, και ένα άλογο με φτερά και μαύρη χαίτη, ο Αρίων. Την οργισμένη για τον βιασμό της Δήμητρα κατεύνασε ο Δίας στέλνοντας τις Νύμφες να την λούσουν στον ποταμό Λάδωνα. (Εικ. 4, 5]
Από το καθαρτικό αυτό λουτρό επονομάστηκε η θεά Λουσία από Ἐρινύς που λεγόταν λόγω του θυμού που της είχε προκαλέσει η ακούσια ένωση με τον Ποσειδώνα. Στον τόπο όπου έγινε η ένωση των δύο θεών μαρτυρείται ναός, έδρα της Ερινύος Δήμητρας, μέσα στον οποίο υπήρχαν αγάλματα της Ερινύος και της Λουσίας Δήμητρας. Τα αγάλματα ήταν ξύλινα, εκτός από τα πρόσωπα και το κάτω μέρος των χεριών και των ποδιών που ήταν από μάρμαρο της Πάρου. Το άγαλμα της Ερινύος έχει τη λεγόμενη κίστη και δάδα στο δεξί χέρι και ήταν ψηλότερος από της Λουσίας –εννιά πόδια το πρώτο, έξι το δεύτερο. (Παυσ. 8.25.4-7)
Δήμητρα και Ιασίωνας
Ο Ιασίωνας ήταν γιος του Δία και της κόρης του Άτλαντα Ηλέκτρας ή Ηλεκρυώνης που ζούσε στη Σαμοθράκη. Εκεί, στο δασώδες και γεμάτο νερά νησί, έγινε η ένωση του πατέρα των θεών και των ανθρώπων και της κόρης Ατλαντίδας, αδελφός του Δάρδανου και της Αρμονίας, μπορεί και του Ημαθίωνα. Στους γάμους της αδελφής του με τον Κάδμο, όπου παρευρέθηκαν όλοι οι θεοί, η Δήμητρα τον είδε, τον ερωτεύτηκε, ενώθηκε μαζί του πάνω σε χωράφι, τρεις φορές οργωμένο (τρίπολον), και του χάρισε τον σπόρο του σιταριού (Διόδ. 5.48). Σύμφωνα με άλλες εκδοχές από τον αμοιβαίο έρωτά τους προέκυψε ένας γιος, ο Πλούτος, που διατρέχει τη γη σκορπώντας την αφθονία· ή και ένας ακόμη γιος, ο Φιλόμηλος. Έτσι, με τα δύο παιδιά και με τη διπλή σημασία της λέξης μῆλον (πρόβατο ή αίγα ή βους· το μήλο ή γενικά ο καρπός δέντρου) καλύπτονται οι βασικές ενασχολήσεις του ανθρώπου με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Άλλοτε πάλι λέγεται ότι ο έρωτας αυτός ήταν μονομερής, μόνο από την πλευρά του Ιασίωνα, που πήγε να βιάσει τη θεά, την ίδια ή ένα ομοίωμά της, ένα άγαλμα, κάτι που προκάλεσε την οργή του Δία, ο οποίος τιμώρησε τον επίδοξο εραστή χτυπώντας τον με κεραυνό που τον σκότωσε (Απολλόδ. 3.12). Είτε αμοιβαίος είτε μονομερής ο έρωτας, οι συνέπειες ήταν ίδιες: ο Δίας κατακεραύνωσε τον Ιασίωνα:
κι όταν η Δήμητρα, με τις σγουρές πλεξούδες,
πήγε σε βαθυχόρταρο χωράφι να πλαγιάσει
με το ΓΙασίωνα αγκαλιά, καμένη απ’ την αγάπη,
το ’μαθε ο Δίας στη στιγμή, και μ’ ένα αστροπελέκι
καυτό χτυπώντας, του ᾽σβησε τη νιότη του κι εκείνου.
(Όμ., Οδ. ε 125-128, μετ. Ζ. Σίδερης)
Ο μύθος συνδέει τον Ιασίωνα και με την Κρήτη. Λεγόταν ότι εκεί ξετυλίχτηκε ο έρωτάς του με τη Δήμητρα ή ότι ήταν κρητικός γεωργός, γιος του Δία και της Ημέρας ή του Μίνωα ή του Κατρέα και της Φρονίας ή του Ιλίθιου (Ελλάνικος, Fr. 1a,4,F.135). Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση η σύνδεση με τη Δήμητρα προέκυψε από το γεγονός ότι ο Ιασίωνας ήταν ο μόνος που μετά τον κατακλυσμό είχε σπόρο σιταριού που τον έσπειρε και η γη έδωσε ξανά τον καρπό της· οπότε η μυθική σκέψη δημιούργησε την αντίληψη ότι ο Ιασίωνας έζησε μαζί με τη Δήμητρα, ότι ήταν πατέρας του Πλούτου και του Φιλόμηλου και ότι διέδωσε τις οργιαστικές τελετές της θεάς στη Σικελία και αλλού —εἴς τε Σικελίαν ἦλθε καὶ ἐπὶ πολλὴν ἄλλην γῆν ἐπλανήθη τὰ ἐκείνης ὄργια δεικνύων (Αρριανός, Bithynicorum fragmenta 33). (Βλ. Ιασίωνας)
Δήμητρα και Μήκωνας
Σύμφωνα με τον υπομνηματιστή του Βιργιλίου (Γεωργ. 1.212), η Δήμητρα ερωτεύτηκε τον αθηναίο Μήκωνα και τον μεταμόρφωσε σε παπαρούνα, το ιερό φυτό της θεάς. Σαν λουλούδι και παράσιτο των σιτηρών συμβόλιζε την παρουσία της Δήμητρας ανάμεσά τους. Με παπαρούνες στόλιζαν τα αγάλματα της θεάς οι συμμετέχοντες στα Ελευσίνια Μυστήρια και παπαρούνες κρατούσε στα χέρια της η θεά, όταν πήρε τη μορφή της θνητής Νικίππης. Εκτός από τη Δήμητρα και οι γιοι του Άδη Ύπνος και Θάνατος συνδέονται με τις παπαρούνες και απεικονίζονται να τις κρατούν ή να είναι στεφανωμένοι με αυτές, προφανώς λόγω των ιδιοτήτων των διαφόρων ειδών παπαρούνας που φέρνουν από ύπνο μέχρι θάνατο.
Ένα ερώτημα: Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου εκτίθεται ένα μεγάλο (0.775 μ.) πήλινο ειδώλιο γυναικείας θεότητας από το ιερό στο Γάζι, που ονομάζεται από τους ερευνητές «θεά με τα υψωμένα χέρια», αλλά είναι γνωστή και ως «θεά των μηκώνων». (Εικ. 6) Η θεά φορά «μακρύ ένδυμα που αποδίδεται σαν κύλινδρος, και έχει ανασηκωμένα τα δύο της χέρια σε χειρονομία που ίσως δηλώνει δέηση, χαιρετισμό ή ευλογία. Το σώμα της είναι άψυχο, χωρίς πλαστικότητα, με εξαίρεση την απόδοση του μικρού κωνικού στήθους και ενός απλού κοσμήματος στο λαιμό. Έμφαση δίνεται στο πλάσιμο του προσώπου με την έντονη απόδοση των χαρακτηριστικών, που θυμίζει προσωπείο. Στο κεφάλι της φορεί διάδημα που κοσμείται με τρία άνθη παπαρούνας, σύμβολα υγείας και ευφορίας, στα οποία οφείλεται και η συμβατική ονομασία της». Το έργο ανήκει στη μετανακτορική εποχή (Ύστερη Εποχή του Χαλκού, 1350-1100). Εύλογα τίθεται το ερώτημα για τη σχέση του ειδωλίου με τον μύθο του Μήκωνα· αν ο μύθος ήταν ήδη γνωστός στους Κρήτες ή αν ο μύθος είναι μια μεταγενέστερη κατασκευή για να αιτιολογηθεί η τελετουργική παρουσία του φυτού στις γιορτές προς τιμή της Δήμητρας. Σε κάθε περίπτωση, γνωστές ήταν οι ιδιότητες του φυτού και η σύνδεσή του με μια Μεγάλη Μητέρα Θεά, η οποία λατρευόταν με μυστηριακές τελετές, όπως μυστηριακή ήταν και η επίδραση του φυτού, που γειτνίαζε με τον θάνατο.
Η αρπαγή της Περσεφόνης
Ενίοτε ως μητέρα της Περσεφόνης αναφέρεται η Στύγα, πάλι από τον Δία (Απολλόδ. 1.3.1), ενώ κάποτε θεωρείται κόρη του Ποσειδώνα. Ωστόσο, ο πατέρας δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο –η ζωή της είναι στενά συνδεδεμένη με της μητέρας της Δήμητρας.
στης πολύτροφης της Δήμητρας την κλίνη ανέβηκε [ο Δίας].
Εκείνη γέννησε την Περσεφόνη με τα λευκά τα μπράτσα, που ο Άδης
την απήγαγε απ᾽ τη μητέρα της κι ο συνετός ο Δίας τού την έδωσε.
(Ησ., Θεογ. 915-7, μετ. Στ. Γκιργκένης· και Διόδ. 6.1.9)
Γνωστή είναι η ιστορία της αρπαγής της κόρης από τον θείο της Πλούτωνα, και μάλιστα με τη συνωμοτική συναίνεση του πατέρα της Δία, όχι όμως και της μητέρας της. Η ιστορία αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Ησίοδο, ενώ ο Όμηρος δεν κάνει καμία αναφορά στο γεγονός, την περιγράφει όμως ως σύζυγο του θεού του Κάτω Κόσμου και βασίλισσα του τόπου. Τα γεγονότα έχουν ως εξής:
Ο Πλούτωνας είδε τη νεαρή κόρη, ενώ εκείνη μάζευε λουλούδια με τις φίλες της Ωκεανίδες, κατά τον Οβίδιο και με τις Σειρήνες, κατά άλλους με την Αθηνά και την Άρτεμη (π.χ. Διόδ. 5.3), σε ένα περιβάλλον υγρό και θαλερό που ευνοούσε την ερωτική διάθεση Ο τόπος της αρπαγής παραμένει ασαφής. Για τους Σικελούς, που γνώρισαν τη λατρεία της Περσεφόνης από τους Κορίνθιους και Μεγαρείς αποίκους, η πράξη συντελέστηκε στα λιβάδια της Έννας, όπου υπάρχει η πηγή Κυάνη που σχηματίστηκε στο σημείο της κατάβασης της κόρης (Διόδ. 5.3). Οι Κρήτες τοποθετούσαν το γεγονός στο νησί τους (Σχόλ. στην Ησ. Θεογ. 913), οι Ελευσίνιοι στο Νύσιο πεδίο στη Βοιωτία και την κατάβαση στην άκρη του Ωκεανού στα δυτικά. Μεταγενέστερες πηγές αναφέρουν την Αττική, κοντά στην Αθήνα (Σχόλ. στον Σοφ, Οιδ. Κ. 1590) ή στον τόπο Ερινεό, κοντά στον Κηφισό ποταμό στην Ελευσίνα (Παυσ. 1.38.5), ή κοντά στον Χείμαρρο ποταμό της Αργολίδας «λένε ότι έγινε η κάθοδος του Πλούτωνα στο υποχθόνιο βασίλειό του μετά την αρπαγή της Κόρης της Δήμητρας» (Παυσ. 2.36.6-7). Παρόντες στην αρπαγή ήταν ο Ερμής [Εικ. 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 59, ], ενώ η Εκάτη άκουσε την απεγνωσμένη φωνή της κόρης, όμως τίποτε δεν μπορούσε να πει στη δυστυχισμένη μητέρα Δήμητρα για τον απαγωγέα, γιατί το κεφάλι του περιβαλλόταν από σκιές της νύχτας. Η αρπαγή της Περσεφόνης προκάλεσε τον μαρασμό της Δήμητρας· η αιώνια νιότη και η ομορφιά της θεάς χάθηκαν μέσα στα γκρίζα μαλλιά και το πένθος. Έχοντας τη μορφή γριάς, μαυροφορεμένη και βουβή, η θεά άρχισε να περιπλανιέται ανάμεσα στους ανθρώπους ψάχνοντας την Περσεφόνη. Θλιμμένη και οργισμένη η Δήμητρα, δεν άφηνε κανένα σπόρο να φυτρώνει στη γη. Η ανθρωπότητα άρχισε να μαστίζεται από λιμό, οι άνθρωποι να πεθαίνουν, οι θεοί να μην δέχονται τις θυσίες που τους έπρεπαν.
Η Δήμητρα στο παλάτι του Κελεού και της Μετάνειρας
Κελεός και Μετάνειρα ήταν το βασιλικό ζεύγος της Ελευσίνας. Μαζί απέκτησαν την Καλλιδίκη, την Καλλιθόη, την Κλεισιδίκη, τη Δημώ και τον Δημοφώντα. Ο γιος τους ήταν νεογέννητο, όταν οι κόρες τους, στην πηγή όπου είχαν πάει για να πάρουν νερό, συνάντησαν τυχαία τη θεά Δήμητρα που, μεταμορφωμένη σε θνητή και γριά, τριγυρνούσε, για να βρει την κόρη της Περσεφόνη που την είχε αρπάξει ο Πλούτωνας. Η θεά, που καθόταν σε μια πέτρα –από εκείνη ονομάστηκε Αγέλαστη–, κοντά στο Καλλίχορο πηγάδι, συστήθηκε με το όνομα Δηώ (δήω = συναντώ, ευρίσκω) και εκείνες, νομίζοντας ότι η γυναίκα ζητούσε δουλειά, της πρότειναν να τις ακολουθήσει στο παλάτι και εκεί να αναλάβει να μεγαλώσει τον μικρό τους αδελφό. Η θεά τις ακολούθησε και συνάντησε τη Μετάνειρα που βαστούσε το παιδί. Η βασίλισσα πρόσφερε στη μεταμφιεσμένη Δήμητρα στιλπνό δίφρο για να καθίσει αλλά εκείνη άλαλη παρέμενε όρθια. Μέχρι που η Ιάμβη της έφερε σκαμνί στρωμένο με πάλλευκη προβιά. Θλιμμένη κάθισε η θεά χωρίς να αγγίξει τροφή και ποτό. Και τότε η Ιάμβη της έκανε αστεία και η Δήμητρα γέλασε «με την καρδιά της»· και αυτό η Ιάμβη δεν το έκανε μία μόνο φορά:
Ντροπή, σέβας και δέος κυρίεψαν τη μητέρα [τη Μετάνειρα],
δίφρο της προσέφερε και να καθίσει την προέτρεπε.
Όμως η καρποδότρα και λαμπρόδωρη η Δήμητρα
δεν ήθελε στον στιλπνό δίφρο να καθίσει,
αλλ’ έμενε άλαλη ρίχνοντας χαμηλά τα ωραία της μάτια,
έως ότου η έμπιστη Ιάμβη της προσέφερε
γερό σκαμνί και πάνω του έστρωσε πάλλευκη προβιά.
Εκεί κάθησε και με τα χέρια της το πέπλο συγκρατούσε
και για ώρα πολλή αμίλητη και λυπημένη καθόταν στο σκαμνί,
κι ούτε μιλούσε σε κανέναν ούτε έκανε καμιά κίνηση,
μα αγέλαστη, δίχως να αγγίξει τροφή ή πιοτό
καθόταν και μαράζωνε απ’ τον καημό της θυγατέρας της βαθύζωνης,
μέχρι που με χωρατά η συνετή Ιάμβη
και τα πολλά της σκώμματα κατάφερε την πάναγνη κυρά
σε γέλια να ξεσπάσει και να γλυκάνει την καρδιά·
αλλά κι αργότερα, πάλι με τέτοια την ευχαριστούσε.
(Ομ. Ύμν. στη Δήμητρα. Στ. 190-205)
Κατά άλλες εκδοχές του μύθου (Παλαίφατος), η γυναίκα που έκανε τη Δήμητρα να γελάσει λεγόταν Βαυώ ήταν Ελευσίνια και αυτόχθων, ενώ η εκδοχή της Ιάμβης είναι μεταγενέστερες.
Η θεά τελικά έγινε η τροφός του μικρού Δημοφώντα που μεγάλωνε και άνθιζε με τρόπο που προκαλούσε τον θαυμασμό των γονιών του, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι η παραμάνα του παιδιού ήταν θεά που μετερχόταν όλα τα μέσα για να κάνει το παιδί αθάνατο:
Μεγάλωνε όμοιος με θεό δίχως να τρώει στάρι
ούτε και που βύζαξε το μητρικό το γάλα
μα η Δήμητρα τον άλειβε σα γιο θεού μ’ αμβροσία.
Γλυκά πάνω του φύσαγε βαστώντας τον στον κόρφο
τη νύχτα όμως σαν δαυλό στο πυρ έκρυβε μέσα
κρυφά απ’ τους προσφιλείς γονιούς που το ‘χαν μέγα θαύμα
πώς έθαλλε και φούντωνε τέλειος θεός να μοιάζει.
(Ομ. Ύμν. 235-241)
Ένα βράδυ η Μετάνειρα, τυχαία ή επειδή παραφύλαξε, είδε το παιδί στη φωτιά και φοβισμένη έβαλε τις φωνές (κατά άλλους αυτό το έκανε η τροφός του Δημοφώντα Πραξιθέα, που όμως θεωρείται και ένα άλλο όνομα της Μετάνειρας):
Και θα τον έκαμνε κι αγέραστο κι αθάνατο,
αν η καλλίζωστη Μετάνειρα στην αφροσύνη της επάνω
μια νύχτα από τη μυρωδάτη κάμαρά της παραφυλώντας
δεν τα ’βλεπε· έσκουξε και χτύπησε κάτω τα δυο ποδάρια,
φοβήθηκε για το παιδί, σφίχτηκε η ψυχή της
και σε θρήνους ξέσπασε λέγοντας λόγια φτερωτά:
Παιδί μου, Δημοφώντα μου, η ξένη αυτή μες σε τρανή φωτιά
κρύβει το σώμα σου και σε μένα θρήνους και βάσανα προσφέρει.
Έτσι είπε κλαίγοντας, και η πάνσεπτη θεά την άκουσε.
(Ομ. Ύμν. 242-251)
Τότε η Δήμητρα, οργισμένη, σταμάτησε τη διαδικασία, αποκάλυψε την ταυτότητά της –η Δήμητρα είμαι, η πολυτιμημένη–, πήρε τη πανέμορφη μορφή της και αποκάλυψε την πρόθεση αλλά και την κατάληξη του εγχειρήματός της:
Και μάρτυς μου ο όρκος των θεών στ’ αμείλικτο νερό της Στὐγας,
θα ’κανα αθάνατο κι αγέραστο για πάντα
το προσφιλές παιδί σου κι άφθαρτη θα του ’δινα τιμή·
τώρα όμως δεν γίνεται τον χάρο και τη μοίρα ν’ αποφύγει.
Αλλ’ όμως άφθαρτη τιμή του θα ’ναι πάντα που στα γόνατα
κάθησε τα δικά μου κaι κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου.
(Ομ. Ύμν. 259-264)
Μόνο την άλλη μέρα η Μετάνειρα και οι κόρες της είπαν την αλήθεια στον Κελεό:
Βγήκε η θεά απ’ το παλάτι και τότε της Μετάνειρας μεμιας
της λύθηκαν τα γόνατα, κι ώρα πολλή έμεινε άφωνη,
και το παιδί της το μικρό ούτε που σκέφτηκε να το σηκώσει από κάτω.
Οι αδερφές του άκουσαν τη σπαραχτική φωνή του
και πήδηξαν απ’ τις καλοστρωμένες κλίνες· μια πήρε
το παιδί στα χέρια και το ’βαλε στον κόρφο της,
άλλη φρόντισε τη φωτιά, η τρίτη έσπευσε με πόδια ελαφροπάτητα
να βγάλει τη μητέρα απ’ την ευωδιαστή την κάμαρα.
Κι αφού μαζεύτηκαν τριγύρω απ’ το παιδί που σπαρταρούσε,
το ’λουζαν γεμάτες τρυφερότητα, μα η καρδούλα του δεν ηρεμούσε,
γιατί το βάσταγαν αυτές, αδέξιες τροφοί και παραμάνες.
Κι αυτές όλη τη νύχτα εξευμένιζαν την ένδοξη θεά
τρέμοντας από φόβο, κι όταν φάνηκε η αυγή
είπαν στον δυνατό τον Κελεό όλη την αλήθεια,
για όσα παράγγειλεν η θεά, η καλλιστεφανωμένη Δήμητρα.
(Ομ. Ύμν. 282-296)
Πριν φύγει, η θεά ζήτησε να της κτίσουν ναό στην Ελευσίνα και υποσχέθηκε ότι θα διδάξει στους Ελευσίνιους τα μυστήριά της, τους οποίους όφειλαν να τηρήσουν.
Εμπρός λοιπόν,
σάμπας ο λαός μέγα ναό σε μένανε να χτίσει
βωμό μπροστά, απ’ την πόλη εκτός και τα ψηλά τα τείχη
πάνω απ’ την Καλλίχορη πηγή στο λόφο που δεσπόζει.
Τις τελετές που η ίδια εγώ θε να σας υποδείξω
μ’ ευλάβεια τηρώντας στο εξής το νου μου εξευμενίστε».
[…]
Κι αυτός [ο Κελεός] αφού συνάθροισε όλο το λαό από γύρω
πλούσιο ναό στην καλλίκομη Δήμητρα βάνει να χτίσουν
μα και βωμό στο ύψωμα πάνω που προεξέχει.
299 Ευθύς όλοι επείστηκαν τα λόγια του σαν άκουσαν
κι όπως αυτός επρόσταξε τον τοίχο οικοδομήσαν.
Ψήλωνε έτσι ο ναός με της θεάς την ορμήνεια.
(Ομ. Ύμν. 270-275, 296-301)
Κι αν ο Δημοφώντας έμεινε θνητός, η θεά δεν ξέχασε τη φιλοξενία της οικογένειας· δίδαξε στον Κελεό και στους άλλους άρχοντες της πόλης τα μυστήριά της και επέλεξε τον Κελεό για πρώτο ιερέα της. Όταν ο Κελεός πέθανε, η Δήμητρα συμπαραστάθηκε στη Μετάνειρα και τον Τριπτόλεμο, που επίσης λεγόταν γιος του, με λόγους παρηγορητικούς (Νόνν. 19.87-90).
Η συμφωνία με τον Δία. Η «απελευθέρωση» της κόρης
Στο μεταξύ θεοί και θνητοί υπέφεραν από το πένθος της Δήμητρας που είχε ως συνέπεια την άρνησή της να αφήσει τη γη να καρπίσει. Έτσι, ο Δίας έστειλε αρχικά την αγγελιαφόρο θεά Ίριδα και μετά διαδοχικά πολλούς θεούς με δώρα, για να την πείσει να αφήσει τη γη να καρπίσει και η ίδια να επιστρέψει στον Όλυμπο. Η Δήμητρα όμως απαιτούσε πρώτα την επιστροφή της Περσεφόνης. Αυτή τη φορά ο Δίας έστειλε στον Άδη τον αγγελιαφόρο θεό Ερμή διατάζοντας τον Πλούτωνα να αφήσει ελεύθερη την Κόρη. Ο Πλούτωνας υπάκουσε στον αδελφό θεό, αφού πρώτα έδωσε στην Περσεφόνη να φάει έξι σπυριά ροδιού για να τη δέσει για πάντα με το βασίλειό του. Παρούσα στην άνοδο της Περσεφόνης από τον κάτω κόσμο ήταν η Εκάτη που φώτιζε με τις δάδες τον δρόμο της Κόρης προς τον επάνω κόσμο. [Εικ. 51, 52, 53, 54,] Τότε η Δήμητρα άφησε τη γη να βλαστήσει, και το έκανε αυτό για όσους μήνες έμενε η κόρη της μαζί της. Γιατί η Περσεφόνη περνούσε στον Άδη έξι μήνες και τους υπόλοιπους με τη μητέρα της στον Όλυμπο. Ο Απολλόδωρος παραδίδει ότι οι κάτοικοι της Ερμιόνης φανέρωσαν στη Δήμητρα την αρπαγή της κόρης (1.29) και ο Υγίνος ότι η Κόρη έμενε έξι μήνες με τη μητέρα στον επάνω κόσμο και έξι μήνες με τον Πλούτωνα ως βασίλισσα του Κάτω Κόσμου (146.1-2). [Ευρ., Ελένη Β’ στάσιμο, Ομηρικός ύμνος στη Δήμητρα]
Παράπλευρες απώλειες
Παρών στον κήπο του Άδη την ώρα που η Περσεφόνη, από απερισκεψία ή υποκινούμενη από τον Άδη, έφαγε ένα σπυρί ροδιού διακόπτοντας την επιβεβλημένη νηστεία που θα της επέτρεπε να γυρίσει οριστικά στον επάνω κόσμο, ήταν ο Ασκάλαφος, ο γιος μιας Νύμφης της Στυγός και του Αχέροντα. Αυτός μαρτύρησε το γεγονός (Απολλόδ. 1.5.3) και η Δήμητρα, γεμάτη οργή, μεταμόρφωσε τον μαρτυριάρη σε κουκουβάγια. Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, η Δήμητρα τον τιμώρησε πλακώνοντάς τον με μια βαριά πέτρα την οποία μετακίνησε ο Ηρακλής όταν κατέβηκε στον κάτω κόσμο. Τότε έγινε η μεταμόρφωση σε κουκουβάγια, και αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία του Ασκάλαφου (Απολλόδ. 2.5.12). Σύμφωνα με τον Οβίδιο (Μετ. 5.539 κ.ε.) η ίδια η Περσεφόνη μεταμόρφωσε τον Ασκάλαφο σε κουκουβάγια καταβρέχοντάς τον με νερό από τον ποταμό Πυριφλεγέθοντα (η περιγραφή της μεταμόρφωσης από τον ρωμαίο ποιητή είναι παραστατική και λεπτομερειακή -ράμφος, κεφάλι, μάτια, φτερά, νύχια). Σε αυτή την εκδοχή ο μύθος θυμίζει εκείνον του Ασκάλαβου που η Δήμητρα μεταμόρφωσε σε σαύρα καταβρέχοντάς τον. [Εικ. 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63,]
Ο Ασκάλαβος ήταν ο μικρός γιος της Μίσμης, μιας γυναίκας της Αττικής. Αυτή έδωσε στη διψασμένη Δήμητρα που διέτρεχε όλη τη γη αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη να πιει νερό με φλισκούνι και κριθάλευρο. Η θεά ήπιε τόσο λαίμαργα που το παιδί γέλασε και είπε να προσφέρουν στη λαίμαργη γυναίκα ένα βαθύ καζάνι ή πιθάρι για να πιει. Οργισμένη η θεά πέταξε πάνω του το υγρό που είχε απομείνει και το μικρό παιδί μεταμορφώθηκε σε σαύρα πιτσιλωτή που ζει πλάι στα κανάλια, μισητή από θεούς και ανθρώπους. Αυτός που σκότωνε σαύρες, αποκτούσε την ευμένεια της Δήμητρας. [Εικ. 64, 65, 66, 67, 68, 69]
Η σύγχυση οφείλεται προφανώς στην ομοιότητα των ονομάτων.
Λεγόταν ακόμη ότι η Δήμητρα μεταμόρφωσε μερικώς τις φίλες της Περσεφόνης, τις Σειρήνες, γιατί δεν βοήθησαν την κόρη της τη στιγμή της αρπαγής.
Αλληγορική ερμηνεία του μύθου
Αλληγορικά ερμηνεύτηκε ο μύθος της Περσεφόνης ήδη στην αρχαιότητα. Η Κόρη είναι ο σπόρος που μπαίνει στη γη, για να προκύψει από τον φαινομενικό θάνατο ο νέος καρπός, να γίνει η «άνοδος» με ανεπτυγμένες πλήρως τις δυνάμεις που εμπεριέχονταν στον σπόρο και να ξεπεραστεί η αγωνία ότι αυτό μπορεί να μην συμβεί –το δυνάμει που γίνεται ενεργεία, σύμφωνα με την αριστοτελική ορολογία. Η άνοδος, η επιστροφή, γίνεται Όταν η γη μ’ ευωδιαστά της άνοιξης λουλούδια / κάθε λογής ανθοβολάει, τότε απ’ το ολόμαυρο σκοτάδι / πάλι θ’ ανεβαίνεις, θαύμα μεγάλο για θεούς κι ανθρώπους (Ύμνος στη Δήμητρα, στ. 401-3). Όμως τα δημητριακά σπέρνονται στη Μεσόγειο το φθινόπωρο και σύντομα, λίγες βδομάδες μετά τη σπορά, φυτρώνουν και αναπτύσσονται. Ίσως λοιπόν να μην είναι άστοχη η τοποθέτηση ότι η κάθοδος της κόρης στον Κάτω κόσμο είναι η αποθήκευση των σπόρων σε υπόγειες αποθήκες, ώστε να μην απειλούνται με ξηρασία κατά τους θερμούς μήνες του καλοκαιριού.
[1] Την εποχή των φθινοπωρινών βροχών, περίπου τέσσερις μήνες μετά τη συγκομιδή, ο σπόρος-κόρη θα επιστρέψει στον επάνω κόσμο, καθώς μεταφέρεται από τις υπόγειες σκοτεινές αποθήκες/φυλακές. Ο κύκλος της βλάστησης αρχίζει ξανά. (Εδώ)
H εκδοχή αυτή του μύθου, αν και φαίνεται, και είναι, λογική, ωστόσο, μάλλον δεν ήταν έτσι κατανοητός ο μύθος στην αρχαιότητα, όπως μπορεί καλά να καταλάβει κανείς από την εποχή που γιορτάζονταν τα Ελευσίνια Μυστήρια. Δεν ήταν κατανοητός σαν κύκλος αλλά σαν διπλή διαβίωση του Επάνω και του Κάτω, ο θάνατος μέσα στη ζωή και η ζωή μέσα στον θάνατο. Από αυτή την άποψη η Δήμητρα είναι και χθόνια θεά. Στις γιορτές της καταγωγῆς, της καθόδου, άνδρες, οι κοραγοὶ, οδηγούσαν την κόρη· και αυτή η κάθοδος μπορεί να ήταν ένα μυστηριώδες άνοιγμα του κάτω κόσμου ή επίσκεψη της ευλογίας. Η ευλογία του επίγειου κόσμου ριζώνει στον υποχθόνιο αλλά και ο κόσμος των νεκρών δοξάζεται από τον θεϊκό γάμο.
Πάντως στον μύθο της αρπαγής συνενώνονται δύο επίπεδα δράσης. Το πρώτο είναι η σχέση μητέρας-κόρης, ο θρήνος της οποιασδήποτε μητέρας για τον θάνατο της κόρης της, τον οποίο παρηγορητικά μετονομάζει σε γάμο της κόρης με τον Άδη, η χαρά και η παρηγοριά από την προσδοκία της αντάμωσης –εξού και οι συγκινητικές παραστάσεις της Κόρης καθισμένης στα γόνατα της Δήμητρας μετά την επιστροφή της. Το δεύτερο επίπεδο δράσης είναι αυτοτελώς θεϊκό, με τους ανθρώπους και τους φόβους τους να παίζουν περιθωριακό μόνο ρόλο.
Σε κάθε περίπτωση στη λατρεία της Δήμητρας, με αφηγήσεις για ασυνήθιστες ερωτικές ενώσεις αυτής της Μητέρας (π.χ. με τον ιππόμορφο Ποσειδώνα) πολλά παραμένουν άρρητα, μυστικά, ἁγνά, δηλαδή ιερά-καθαρά, και διαμορφώνουν την εικόνας μιας θεάς που δίνει ζωή και την απαραίτητη γι’ αυτήν τροφή και στην οποία ανήκουν και οι νεκροί, τους οποίους οι Αθηναίοι ονόμαζαν Δημητρείους και έσπερναν στους τάφους σιτάρι. (Πλούτ. Περί τ. προσ. τω κύκλ. της Σελήνης 943b· Δημήτριος Φαληρέας απ. 135)
«Όσο για τον θάνατο που πεθαίνουμε, ο ένας [πρώτος θάνατος] κάνει τον άνθρωπο αντί για τρία [νους-ψυχή-σώμα] να αποτελείται από δύο στοιχεία· ο άλλος [θάνατος] αντί για δύο να αποτελείται από ένα. Ο πρώτος γίνεται στη γη της Δήμητρας [επίγειος θάνατος]…, μέσα σε αυτή γίνεται το μυστήριο και τους νεκρούς Δημήτρειους ονόμαζαν παλιά οι Αθηναίοι. Ο άλλος θάνατος γίνεται στη Σελήνη της Φερσεφόνης.
Σύνοικος της μίας είναι ο χθόνιος Ερμής, της άλλης ο ουράνιος. Λύνει όμως η Γη γρήγορα και με βία την ψυχή από το σώμα, ενώ η Φερσεφόνη μαλακά και επί μεγάλο χρονικό διάστημα λύνει τον νου από την ψυχή, για αυτό το λόγο έχει αποκληθεί και μονογενής, γιατί μένει μόνο του το καλύτερο μέρος του ανθρώπου, καθώς διαχωρίζεται από αυτήν.» (Πλούτ., περί του προσ. τω κύκλω της Σελήνης 943a-c)
[Το πλήρες σχετικό κείμενο εδώ]
Φήμες φέρουν τη Δήμητρα, και όχι τη Λητώ, μητέρα της Άρτεμης (Παυσ. 8.37.6), όπως και του Εύβουλου από τον Καρμάνορα. Κόρη του Εύβουλου, εγγονή της Δήμητρας, ήταν η Κάρμη που από την ένωσή της με τον Δία απέκτησε τη Βριτόμαρτη που αποκαλούνταν και Δίκτυννα (Παυσ. 2.30.3, Διόδ. Σ. 5.76.3).
Η Δήμητρα εμπλέκεται στην ανατροφή και άλλου παιδιού, εκτός από τον Δημοφώντα και τον Τριπτόλεμο. Πρόκειται για τον Ορθόπολη, γιο του Πλημναίου, την ιστορία των οποίων παραδίδει ο Παυσανίας:
[8] Τα σχετικά με τον γιο του Περάτου, τον Πλημναίο, μου φαίνονται αξιοθαύμαστα. Όλα τα παιδιά, που γεννούσε η γυναίκα του, με το πρώτο τους κλάμα πέθαιναν, ωσότου η Δήμητρα λυπήθηκε τον Πλημναίο και, πηγαίνοντας στην Αιγιάλεια ως ξένη γυναίκα, ανέθρεψε τον γιο του, τον Ορθόπολη. Κόρη του Ορθόπολη ήταν η Χρυσόρθη· αυτή απέκτησε, όπως λένε, παιδί από τον Απόλλωνα, το οποίο ονομάστηκε Κόρωνος. Ο Κόρωνος απέκτησε τον Κόρακα και τον νεότερο Λαμέδοντα. (Παυσ. 2.5.8)
Για να τιμήσει και να ευχαριστήσει τη θεά ο Πλημναίος έφτιαξε ιερό αφιερωμένο σε εκείνη (Παυσ. 2.11.2)
Η εμπλοκή της Δήμητρας στον μύθο του Έρωτα και της Ψυχής
Δήμητρα και Ήρα προσπάθησαν, μάταια, να πείσουν την Αφροδίτη να μην συνεχίσει τις παρεμβάσεις της στον έρωτα του γιου της Έρωτα για την Ψυχή. (Βλ. εδώ)
Δήμητρα και Μίνθη
Η παρέμβαση της Δήμητρας, ώστε να σωθεί ο γάμος της κόρης της με τον Πλούτωνα, που απειλήθηκε από την όμορφη Μίνθη.
Δήμητρας και Ιέρακας
Ο ευνοούμενος της Δήμητρας και ευσεβής Ιέρακας τιμωρήθηκε για την αγάπη του στους ανθρώπους από τον Ποσειδώνα.
Δήμητρα και Κάρναβος
Η Δήμητρα τιμώρησε τον βασιλιά των Γετών Κάρναβο, γιατί σκότωσε έναν από τους δράκους του άρματος του Τριπτόλεμου, με το οποίο ο ευνοούμενος της θεάς διαμοίραζε στους ανθρώπους το δώρο της θεάς.
Δήμητρα και Λύγκος
Η Δήμητρα τιμώρησε τον βασιλιά της Σκυθίας Λύγκο μεταμορφώνοντάς τον σε αιλουροειδές για την πρόθεσή του να σκοτώσει τον ευνοούμενο της θεάς Τριπτόλεμο.
Δήμητρα και Μήστρα
Η ιστορία της Μήστρας είναι συνδεδεμένη με του πατέρα της, του Θεσσαλού βασιλιά Ερυσίχθονα, που η θεά καταδίκασε σε διαρκή πείνα για την υβριστική του συμπεριφορά.
Η Δήμητρα μαζί με την Κόρη, πολυαγαπημένο παιδί, συνιστούν ένα δίδυμο θεαινών πανίσχυρο, με την κόρη να αποτελεί τη νεαρότερη εκδοχή της μητέρας. Τέτοιου είδους δυάδες φαίνεται πως ήταν χαρακτηριστικές στον αιγαιακό χώρο (Ρέα – Ήρα, Ήρα – Ήβη, Ελένη – Ερμιόνη…). Μάλιστα, στα σχόλια στις Φοίνισσες του Ευριπίδη (683) αναφέρεται το εξής: ἑκατέρα γὰρ Δημήτηρ καλεῖται ἡ μὲν πρεσβυτέρα, ἡ δὲ νεωτέρα. Παραστάσεις τέτοιων ζευγαριών βρίσκονται στη μινωική – μυκηναϊκή τέχνη, για παράδειγμα σε μία από τις στενές πλευρές της σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας πάνω σε θαυμαστό άρμα, ενώ σε πολλές λατρείες αναφέρονται με το κοινό όνομα τω θεώ, δηλαδή οι δύο θεές. [Εικ. 70, 71, 72, 73, 74]
Στην ομηρική εποποιία οι δύο θεές δεν παρουσιάζονται μαζί. Η Δήμητρα είναι χορηγός των δημητριακών, η Περσεφόνη είναι η βασίλισσα των νεκρών. Ωστόσο, και στην ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα που παρουσιάζει τους Ολύμπιους σε ομάδες συγγενικών θεών, η Δήμητρα, σοβαρή, κάθεται ανάμεσα στον Άρη και τον Διόνυσο χωρίς την κόρη της. [Εικ. 75, 76] Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, καθώς γινόταν αυστηρή διάκριση μεταξύ της θυσίας που συνοδευόταν από συμπόσιο για τους Ολύμπιους (Οδ. γ 430-472) και της θυσίας που κατέληγε σε ολοκαύτωμα των θυσιασμένων ζώων (Οδ. κ 516-540) και όχι σε μερική προσφορά τους στους θεούς. Η Περσεφόνη ως κυρίαρχη του Κάτω Κόσμου και αποδέκτης ολοκαυτωμάτων δεν είχε θέση στη λατρεία των αθάνατων, οι οποίοι δεν σχετίζονταν με το βασίλειο των νεκρών. Εξάλλου, οι Αθηναίοι τιμούσαν στην Αγορά τους δώδεκα αθάνατους Ολύμπιους, αυτούς που δεν σχετίζονταν με τον θάνατο. Όμως στην προελληνική εποχή, η λατρεία των δύο θεαινών θα πρέπει να ήταν κοινή, η διάκριση μεταξύ των δύο τελετουργιών δε φαίνεται να είχε νόημα, καθώς επρόκειτο για γιορτές της βλάστησης, στις οποίες βλάστηση και θάνατος συμπεριέχονται.
Ελευσίνια μυστήρια [2]
Η λατρεία ήταν μυστική, όπως επέβαλλε η Δήμητρα αλλά και η αθηναϊκή πολιτεία με νόμους που τιμωρούσαν με γραφή ἀσεβείας τον παραβάτη. Ο τραγικός Αισχύλος και ο ρήτορας Ανδοκίδης κατηγορήθηκαν για αποκαλυπτικούς υπαινιγμούς αλλά απέφυγαν την τιμωρία, ενώ ο Αλκιβιάδης κατηγορήθηκε και τιμωρήθηκε με θάνατο και δήμευση της περιουσίας του όχι μόνο για την αποκοπή των κεφαλών των Ερμών αλλά και για τη διακωμώδηση και τη σκωπτική αναπαράσταση των Μυστηρίων σε σπίτια φίλων του (Θοουκ. 6.27-29, Πλούτ., Αλκιβ. 19). Είτε για λόγους θεοσέβειας είτε από τον φόβο της τιμωρίας οι μύστες κράτησαν μέσα στους αιώνες το μυστικό των Μυστηρίων. Ο Παυσανίας γράφει: «Όνειρο μου απαγόρευσε να περιγράψω όσα βρίσκονται μέσα από το τείχος του ιερού. Και είναι φανερό ότι οι αμύητοι δεν πρέπει να πληροφορούνται για όσα απαγορεύεται να δουν»(1.38.7). Και βέβαια, οι «αποκαλύψεις» όσων μυημένων βαπτίστηκαν αργότερα χριστιανοί δεν μπορεί να θεωρηθούν βάσιμες, πόσο μάλλον που πολλές φορές σκοπός ήταν η διακωμώδηση και ο ευτελισμός. Επομένως, δεν μπορεί παρά να είναι «εξωτερική» και περιγραφική ενεργειών μέχρι να φτάσουν οι υποψήφιοι μύστες στην Ελευσίνα.
Τα Μικρά Ελευσίνια ή Ελευσίνια της Άγρας (από την περιοχή της Αθήνας Άγρα όπου ετελούντο), γιορτάζονταν τον μήνα Ανθεστηριώνα, δηλαδή μέσα Φλεβάρη με μέσα Μάρτη, όταν η Περσεφόνη ανέβαινε στη μητέρα της από τον Άδη και ήταν στην ουσία προετοιμασία και εξαγνισμός για τα Μεγάλα Ελευσίνια. Σύμφωνα με τον μύθο ιδρύθηκαν από τη Δήμητρα για τον εξαγνισμό του Ηρακλή από τους φόνους των Κενταύρων, όταν ο ήρωας εξέφρασε την επιθυμία να συμμετάσχει στα Μεγάλα Ελευσίνια.
Τα Μεγάλα Ελευσίνια τελούνταν τον μήνα Βοηδρομιώνα, δηλαδή μέσα Αυγούστου με μέσα Σεπτέμβρη, όταν η Περσεφόνη επέστρεφε στον Πλούτωνα. Η λατρεία θεωρήθηκε ότι είχε προέλευση αιγυπτιακή ή κρητική ή θρακική λόγω της καταγωγής του ιδρυτή τους Εύμολπου, και ιδρυτή του ιερατικού γένους των Ευμολπιδών· ή βοιωτική, μια και η Βοιωτία ήταν ο κατεξοχήν προϊστορικός σιτοβολώνας, αν και σιτοβολώνας ήταν και Ελευσίνα, οπότε μπορεί να πρόκειται για καθαρά αυτόχθονα γιορτή αγροτικού χαρακτήρα αρχικά, με πνευματικές προεκτάσεις αργότερα, μάλλον από τα αρχαϊκά χρόνια με τις ιδιαίτερες πνευματικές αναζητήσεις –και τη δράση ίσως και του Επιμενίδη του Κρήτα (Πλούτ., Σόλων 12).
Σε αντίθεση με άλλες γιορτές της θεάς, όπως τα Αλώα ή τα Θεσμοφόρια, δεν συμμετείχαν μόνο γυναίκες αλλά οι πάντες, από όλες τις κοινωνικές τάξεις και από όλα τα οικονομικά στρώματα, ακόμη και δούλοι, αρκεί ο καθένας να μπορούσε να αντεπεξέλθει, ο ίδιος ή κάποιος άλλος για λογαριασμό του, στις όχι ευκαταφρόνητες οικονομικές προϋποθέσεις που προϋπέθετε η μύηση, πόροι που εξασφάλιζαν τη μισθοδοσία των ιερέων και τη συντήρηση του ιερού. Μυούνταν και παιδιά, αυτά όμως επιλέγονταν για να εκπροσωπήσουν την πολιτεία, η οποία και αναλάμβανε τη δαπάνη. Αποκλείονταν οι ανθρωποκτόνοι και όσοι δεν κατανοούσαν την ελληνική γλώσσα.
Στα Μυστήρια φαίνεται ότι εκδραματιζόταν ο μύθος της αρπαγής και της αναζήτησης σε τρία στάδια.
Στάδιο πρώτο, προκαταρκτικό και υποχρεωτικό: Κατά την πρώτη μέρα των Μικρών ή εν Άγραις Μυστηρίων, κατά τον Ανθεστηριώνα μήνα, δηλαδή τον Φεβρουάριο, προηγούνταν καθαρτήριο λουτρό του μυούμενου στον Ιλισό και εξαγνισμός με θυσία χοίρου που αιμορραγούσε στη θέση του. Στη συνέχεια η ιέρεια κρατούσε ένα λίκνο πάνω από το κεφάλι της μορφής που ήταν καλυμμένη, όπως η Δήμητρα στο πένθος της, και έδειχνε στον πιστό ένα μυστηριακό κρυμμένο αντικείμενο μέσα στην κίστη, το μεγάλο καλάθι της Δήμητρας· ο πιστός το έπιανε και το μετά το τοποθετούσε ξανά στη θέση του. Ύστερα τον προετοίμαζαν με τη διδασκαλία των Μεγάλων Μυστηρίων –εδώ έπαιζε ρόλο ο Διόνυσος. Το στάδιο αυτό επέτρεπε και στους μη Αθηναίους πολίτες, για τους οποίους ήταν αποκλειστικά τα μυστήρια αρχικά, να παίρνουν μέρος στη διαδικασία. Η μυθική απαρχή της συνήθειας αποδιδόταν στον Ηρακλή που ως μη Αθηναίος δεν μπορούσε να συμμετάσχει στα μυστήρια. Η εισδοχή και αποδοχή του ήρωα έδινε τη δικαιολόγηση για το άνοιγμα των μυστηρίων και σε άλλους, έστω και μόνο σε αυτό το στάδιο.
Στάδιο δεύτερο: Η διαδικασία της μύησης συνεχιζόταν τον φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, τον μήνα Βοηδρομιώνα, που αντιστοιχεί στους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο. Αρχικά οι μυούμενοι νήστευαν για εννέα μέρες, όπως η Δήμητρα που απείχε από την τροφή, και λούονταν στη θάλασσα. Πέντε μέρες πριν την πομπή προς την Ελευσίνα, παράρτημα του μεγάλου ιερού στην Αθήνα, τα αινιγματικά ιερά σύμβολα (ίσως πήλινα μυκηναϊκά ειδώλια που είχαν διαφυλαχθεί μέσα στον χρόνο και συνιστούσαν ιερά κειμήλια) μεταφέρονταν σε κίστες (μεγάλα κυλινδρικά καλάθια) στο εν άστει Ελευσίνιο στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης στην Αθήνα από το ιερατείο και με τιμητική φρουρά εφήβων που εκτελούσαν τη στρατιωτική τους θητεία. Ο φαιδυντής ή φαιδρυντής (που καθαρίζει, λαμπρύνει, προξενεί χαρά), κατώτερος λειτουργός των Ελευσινίων, ανήγγειλε στην Αθηνά Πολιάδα την άφιξη.
1η μέρα της γιορτής (15η Βοηδρομιώνος): Αγυρμός. Οι ιερείς της Ελευσίνας καλούσαν στην αγορά αυτούς που επιθυμούσαν να μυηθούν και πληρούσαν τα κριτήρια.
2η μέρα: Έλασις. Με το σύνθημα Άλαδε μύσται γινόταν τελετουργικό λουτρό στη θάλασσα στο Φάληρο ή τον Πειραιά. Ταυτόχρονα έπλεναν και τα χοιρίδια που προορίζονταν για θυσία, ζώα κατ’ εξοχήν για τη Δήμητρα, ίσως λόγω της παροιμιώδους γονιμότητας. Η θυσία γινόταν αμέσως μετά την επιστροφή από τη θάλασσα.
3η μέρα: Ιέρεια δεύρο, από την επίκληση να πλησιάσουν τα σφάγια προς τους βωμούς. Ήταν η μέρα που η επίσημη πολιτεία και άλλες πόλεις έκαναν τις πρέπουσες θυσίες.
4η μέρα: Επιδαύρεια ή Ασκληπιεία. Ονομάστηκε έτσι από τον θεό Ασκληπιό που έφτασε καθυστερημένα από την Επίδαυρο. Αυτή τη μέρα γράφονταν ως μύστες όσοι δεν είχαν προλάβει τις προηγούμενες μέρες και μέσα σε μία μέρα έκαναν συνοπτικά τα τελετουργικά, τον καθαρμό, τη θυσία, την εγγραφή πρωτίστως στον κατάλογο των μυστών. Οι υπόλοιποι παρέμεναν στο σπίτι τους προετοιμαζόμενοι για τη μεγάλη εμπειρία.
5η μέρα: Το πρωί συγκεντρωνόταν το μεγάλο πλήθος το πλήθος των υποψήφιων μυστών και των πιστών που επιθυμούσαν να μυηθούν στον δεύτερο βαθμό μύησης και να γίνουν επόπται –περί τις 30.000 τον 5ο αι. π.Χ. –με αναχώρηση σε οργανωμένη πομπή από τον Κεραμεικό προς την Ελευσίνα. Η απόσταση ήταν 21 χιλιόμετρα και εύλογα ο δρόμος ονομάστηκε Ιερά Οδός, καθώς μεταφέρονταν τα ιερά αντικείμενα που τα συνόδευαν όχι μόνο οι παναγείς ιέρειες, το ιερατείο, και η τιμητική φρουρά των εφήβων. Επικεφαλής στην πομπή έμπαινε το άγαλμα του Ίακχου, και ο Ιακχαγωγός, δηλαδή ο ειδικός λειτουργός. Από αρχική προσωποποίηση των ιαχών του πλήθους μετατράπηκε σε πάρεδρο των δύο θεαινών με ιδιότητες του Διονύσου ίσως λόγω ομοιότητας με το όνομα Βάκχος. Οι πιστοί ήταν στεφανωμένοι και κρατούσαν στα χέρια ραβδιά από δέσμες μυρτιάς δεμένες σφιχτά με ταινίες, τους βάκχους.
Ο δρόμος αν και μακρύς δεν θα πρέπει να ήταν δυσάρεστος, κάθε άλλο. Στάσεις γίνονταν σε ιερά, σε ναΐσκους, όπου μαζί με την επιτέλεση θρησκευτικών καθηκόντων, δινόταν η ευκαιρία για ανάπαυση. Στάση γινόταν στην ιερή συκή, εκεί όπου ο ήρωας Φύταλος φιλοξένησε τη θεά κι εκείνη σε αντάλλαγμα του χάρισε την πρώτη συκιά, ο βωμός του Ζέφυρου, ο ναός του Απόλλωνα, ίσως εκεί που χτίστηκε στα βυζαντινά χρόνια η μονή Δαφνίου, το μικρό αγροτικό ιερό της Αφροδίτης, όπου οι πιστοί στις λαξευμένες στον βράχο κόγχες άφηναν τα αναθήματά τους. Ύστερα οι πιστοί διέσχιζαν το ρεύμα των Ρειτών, [Εικ. 77] όπου υπήρχε το μυθικό βασίλειο του Κρόκωνα. Εκεί εκπρόσωποι των Κροκωνιδών έδεναν στο δεξί χέρι και στο αριστερό πόδι κάθε μύστη μια μάλλινη κλωστή στο χρώμα του κρόκου, την κρόκη (επρόκειτο άραγε για τελετουργία με αποτροπαϊκό χαρακτήρα για τα κακά πνεύματα και τη βασκανία;[3])
Στη γέφυρα του Κηφισού, ορμητικού χειμάρρου ένα χιλιόμετρο περίπου πριν από το Ιερό σταματούσαν και διέλυαν τη θλίψη τους με σκώμματα, όπως της Ιάμβης. Τα σκώμματα αυτά, οι γεφυρισμοί, ήταν προς επώνυμους και επιφανείς της πόλης, όμως όσοι τα έλεγαν προστατεύονταν από την ανωνυμία, καθώς είχαν καλυμμένη την κεφαλή όπως η Δήμητρα στον θρήνο της. Νύχτα πλέον, με το φως των πυρσών, και με εύθυμη διάθεση έφταναν στο ιερό. Ίσως η νύχτα περνούσε με χορούς γύρω από το Καλλίχορο φρέαρ και με κερνοφορίες. Το τι ακολουθούσε τις επόμενες μέρες και νύχτες καλύπτεται από αβεβαιότητα και εικασίες.
Πιθανό φαίνεται την έκτη μέρα, την 20η του Βοηδρομιώνα, να τελούνταν επίσημες θυσίες από τους επιμελητές των Μυστηρίων και την επώνυμο άρχοντα και η προσφορά του πελάνου, ψωμιού από το σιτάρι του Ράριου πεδίου, σιτοβολώνα στην ελευσινιακή πεδιάδα, εκεί όπου η Δήμητρα δίδαξε την καλλιέργεια του σιταριού στον Τριπτόλεμο (Παυσ. 1.38.6). Οι πιστοί νήστευαν προετοιμαζόμενοι για την πνευματική εμπειρία, ύστερα έπιναν τον κυκεώνα, μίγμα από κριθάρι και δυόσμο, σαν αυτό που είχε πιει η Δήμητρα στο παλάτι του Κελεού και της Μετάνειρας. Τη νύχτα από την 20η προς την 21η του Βοηδρομιώνα πρέπει να γινόταν η μύηση των πιστών, ο Ιεροφάντης, ισόβιος ιερέας από το γένος των Ευμολπιδών, θα αποκάλυπτε μέσα στα σκοτάδια του Τελεστηρίου και σε αιφνίδιο φως τα Ιερά. Δεύτερος στην τάξη ιερέας ήταν ο Δαδούχος από το ιερατικό γένος των Κηρύκων. Οι ιερείς αυτοί ξεχώριζαν από όλους τους υπόλοιπους με την επιμελημένη ειδική κόμμωση, το διάδημα στα μαλλιά και την πλούσια ενδυμασία που θύμιζε υποκριτή τραγωδίας. (Πρβλ. Πλούτ., Αριστ. 5.7) [Εικ. 78]
6η και 7η μέρα, κυρίως νύχτα: Οι μύστες άκουγαν, έβλεπαν και συμμετείχαν σε δρώμενα, δεικνύμενα και λεγόμενα. Η αρχιτεκτονική του τελεστηρίου με το λαβυρινθώδες δάσος κιόνων επιβεβαιώνει τις μαρτυρίες για περιπλανήσεις, κοπιαστικές πομπές, ανήσυχες πορείες στο σκοτάδι, όπως της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Πλούτωνας, μέχρι να καταλήξουν σε ανοικτούς χώρους και ήρεμους δρόμους, αφού προηγουμένως οι μύστες βίωναν τον θρήνο της μητέρας και την αγωνία της απώλειας, τον γάμο και τη γέννηση στον κάτω κόσμο, τέλος την αποκάλυψη του άλλου κόσμου. Προφανώς μέσα στον υποβλητικό φωτισμό της δάδας και υπό τους ήχους ενός επιβλητικού και υποβλητικού γκογκ θα εμφανιζόταν η ίδια η θεά του Κάτω Κόσμου. Τα λεγόμενα θα ήταν ένα είδος κατήχησης, και γι’ αυτό προϋπόθεση ήταν η γνώστη των ελληνικών. Το πρωί ερχόταν η λύτρωση· τότε άνοιγαν τα φύλλα ενός μεγάλου οπαίου στην οροφή, έμπαινε απρόσμενα το φως και ο ιερέας κρατούσε ψηλά μέσα σε απόλυτη σιωπή το ιερό δώρο της Δήμητρας, το στάχυ. Και τα δύο δώρα της θεάς, τα δημητριακά, ως προϋπόθεση του πολιτισμού, και τα μυστήρια που επαγγέλλονταν ελπίδες για μια ευτυχισμένη μετά θάνατο ζωή, τελούνταν στην Ελευσίνα. Τη δεύτερη νύχτα από την 21η προς την 22η Βοηδρομιώνα ίσως ολοκληρωνόταν η μύηση με την εποπτεία, την ανώτερη βαθμίδα μύησης,. Μπορεί πάλι αυτή να γινόταν ένα χρόνο μετά.
Η 8η μέρα ξεκινούσε με χοές προς τους νεκρούς, γι’ αυτό λεγόταν πλημοχόη ή πλημοχόες από το ειδικό αγγείο για τις χοές. Το υπόλοιπο της ημέρας περνούσε με χορούς που εκτόνωναν την ένταση. Οι μυημένοι αφιέρωναν τα ρούχα που είχαν φορέσει κατά τη μύηση στο ιερό ή τα έπαιρναν μαζί τους και τα χρησιμοποιούσαν σαν σπάργανα για τα νεογέννητα για να μεταφέρουν σε αυτά κάτι από τη φώτιση που είχαν πάρει κατά τη μύηση.
9η μέρα: Επιστροφή στο άστυ, όχι όλοι μαζί αλλά σε ομάδες, σε παρέες. Λέγεται ότι μπορεί κατά την επιστροφή να γίνονταν οι γεφυρισμοί, μια και τώρα η διάθεση ήταν ανάλαφρη. Επέστρεφε και το άγαλμα του Ίακχου που παρέμενε στο ιερό του μέχρι την επόμενη χρονιά. Αυτή ήταν η 23η του Βοηδρομιώνα. Την 24η εκδικάζονταν δίκες από τη Βουλή των Πεντακοσίων στο εν άστει Ελευσίνιο για παραπτώματα σχετικά με τα μυστήρια σύμφωνα με την αναφορά του υπεύθυνου για τα θρησκευτικά ζητήματα άρχοντα βασιλέα.
Τι ανέμεναν όσοι μυούνταν στα αγροτικού χαρακτήρα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου η Δήμητρα λατρευόταν μαζί με την κόρη της; Όμηρος και Πίνδαρος παραδίδουν προσδοκίες για μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή στον Άδη. Εξάλλου, ο Ομηρικός Ύμνος τελειώνει με τη μετάβαση μητέρας και κόρης στον Όλυμπο δίπλα στον Δία. Έτσι, οι μύστες προφανώς βίωναν την αρπαγή της Περσεφόνης ως το τέλος της επίγειας ζωής και την επιστροφή της ως την αρχή της θεϊκής. Είναι, λοιπόν, πιθανό, ότι, από τη στιγμή που στη μύηση οι μύστες βίωναν τον θάνατο συμπάσχοντας με τον πόνο της θεάς τους και αναλογιζόμενοι τους θανάτους δικών τους ανθρώπων αλλά και το επικείμενο σε άγνωστο χρόνο δικό τους τέλος, ένιωθαν ότι μπορεί και αυτοί, όντας θνητοί, να έπαιρναν έστω και ένα ελάχιστο μερίδιο από την ευτυχία των θεών.
Ευτυχής όποιος απ’ τους γήινους ανθρώπους τα ’χει δει·
ο αμύητος όμως στα ιερά και ο αμέτοχος δεν έχει όμοια
μοίρα ακόμη και νεκρός στο μουχλιασμένο σκότος
(Ομ. Ύμν. στη Δήμητρα, στ. 480-483)
Μακάριος όποιος πηγαίνει κάτω από τη γη,
έχοντας δει εκείνα·
γιατί γνωρίζει το τέλος της επίγειας ζωής
αλλά και τη θεόσταλτη αρχή μιας άλλης.
(Πίνδ. απ. 137)
Ως τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. η μύηση γινόταν στην αυλή του Τελεστηρίου του ιερού της θεάς στην Ελευσίνα, στη συνέχεια, και λόγω της ενισχυμένης κηδεμονίας των Αθηνών, μεταφέρθηκε στο ιερό της Δήμητρας στην Άγρα, κοντά στον Ιλισό, όπου κτίστηκε μαρμάρινος ναός (μετά το 449 π.Χ.). Με τη μετάβαση από το κέντρο στην περιφέρεια και από την περιφέρεια στο κέντρο επιβεβαιωνόταν η σχέση μεταξύ τους και οι δεσμοί.
Τα μυστήρια καταργήθηκαν με τα νομοθετήματα του Θεοδόσιου και το ιερό δέχθηκε το τελειωτικό πλήγμα του από τους Γότθους του Αλάριχου και τους φανατικούς Αρειανούς μοναχούς (395 μ.Χ.). Το Τελεστήριο κάηκε, βωμοί και αναθήματα καταστράφηκαν, το ιερατείο εξολοθρεύτηκε.
(Για την ίδρυση των Ελευσίνιων Μυστηρίων βλ. Εύμολπος)
[1] Οι Φενεάτες έχουν και της ελευσίνιας Δήμητρας ένα ιερό, με μυστική τελετή για τη θεά, ισχυριζόμενοι πως γίνονται και εδώ οι ίδιες ιεροπραξίες της Ελευσίνας. Στους Φενεάτες είχε έρθει, κατόπιν δελφικού χρησμού, ο Ναός, τρίτος απόγονος (εγγονός) του Ευμόλπου. Κοντά στο ναό της Ελευσίνιας είχε γίνει το λεγόμενο Πέτρωμα, δηλαδή δύο μεγάλοι βράχοι που προσαρμόζονται ο ένας στον άλλο. [2] Κάνοντας κάθε δεύτερο έτος τη μυστική τελετή που την ονομάζουν μεγαλύτερη, ανοίγουν τους βράχους αυτούς και βγάζουν έξω γραπτά κείμενα σχετικά με τη μυστική ιεροπραξία, τα οποία διαβάζουν για να τα ακούσουν οι μύστες, και πάλι τα αφήνουν εκεί κατά τη διάρκεια της ίδιας νύχτας. Ξέρω πως οι περισσότεροι Φενεάτες κάνουν και τους όρκους για τις πιο σημαντικές υποθέσεις στο Πέτρωμα. [3] Πάνω σ’ αυτό υπάρχει επίθεμα στρογγυλό, με προσωπίδα (μάσκα) της Δήμητρας κιδαρίας· ο ιερέας φορεί την προσωπίδα αυτή κατά τη λεγόμενη μεγαλύτερη τελετή και για κάποιο μυστικό λόγο χτυπάει με ράβδους τις υποχθόνιες υπάρξεις. Στους Φενεάτες υπάρχει η παράδοση πως πριν από το Ναό είχε πάει και η Δήμητρα εκεί κατά τις περιπλανήσεις της. Όσοι από τους Φενεάτες τη δέχτηκαν στο σπίτι τους και τη φιλοξένησαν, σ’ αυτούς έδωσε τα άλλα όσπρια εκτός από τα κουκιά. [4] Υπάρχει ιερός λόγος (απόρρητος) για τον οποίο δε θεωρούν καθαρά όσπρια τα κουκιά. Οι υποδεχθέντες τη θεά, κατά τα λεγόμενα των Φενεατών, Τρισαύλης και Δαμιθάλης ίδρυσαν ναό για τη θέσμια Δήμητρα κάτω από το όρος Κυλλήνη και οργάνωσαν τη μυστική τελετή, η οποία γίνεται και τώρα. Ο ναός αυτός της Θέσμιας βρίσκεται σ’ απόσταση δεκαπέντε περίπου σταδίων από την πόλη. (Παυσ. 8.15.1-4)
Μυστήρια των Μεγάλων Θεών
Στενά συνδεδεμένη εμφανίζεται η Δήμητρα και με τα μυστήρια των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, στα οποία μυούνται επιφανή πρόσωπα του μύθου και της ιστορίας. Και επειδή επρόκειτο για μυστήρια, η θεά δεν αποκαλούνταν με το «κοσμικό» και αναγνωρίσιμο όνομα Δήμητρα αλλά με αυτό που την αποκαλούσαν οι μυημένοι. Στο θεολογικό σύστημα της Σαμοθράκης, όπου η αρχική διαχείριση αποδιδόταν στους Θράκες και η γλώσσα τελετουργίας παρέμενε ως τον 1ο αι. π.Χ. ακατανόητη για τους Έλληνες (πρβ. Διόδ. 5.48.4), οι Μεγάλοι Θεοί ήταν η Αξίερος, ο Αξιόκερσος και η Αξιόκερσα. Η τριάδα αντιστοιχούσε στη Δήμητρα, τον Άδη και την Περσεφόνη (Μνασέας FrΗ ΙΙΙ 154 f 27) και συμπληρωνόταν από τον Καδμίλο, μυστικό όνομα μάλλον του Ερμή.
Όσοι από τους μυημένους περνούσαν τον πρώτο βαθμό μύησης ονομάζονταν μύσται (μύσται εὐσεβεῖς ονομάζονται σε επιγραφή από τη Σαμοθράκη των μέσων του 2ου έως τα μέσα του 1ου αι. π.Χ.), ενώ όσοι περνούσαν στον δεύτερο ἐπόπται. Στον πρώτο βαθμό, η αναπαράσταση του ιερού γάμου –σε ανάμνηση του γάμου του Ουρανού και της Γης, του Ωκεανού και της Τηθύος, του Δία και της Ήρας, του Κάδμου και της Αρμονίας που έγινε στη Σαμοθράκη ή της Μητέρας των θεών που γέννησε τους Κορύβαντες (ἐξ οὗ δ᾽ εἰσὶ πατρὸς ἐν ἀπορρήτῳ κατὰ τὴν τελετὴν παραδίδοσθαι, Διόδ. 3.55.9)– αποσκοπούσε στη σωτηρία των ναυτικών και των ανθρώπων που διέσχιζαν θάλασσα, αλλά και γενικότερα τη σωτηρία από κάθε «τρικυμία» (λ.χ. των χρεών). Τα δρώμενα – προηγούνταν καθαρμός– περιλάμβαναν προφανώς τρεις πράξεις, αρπαγή, αναζήτηση, γάμος, και ενέτασσαν τη λατρεία πιθανόν στις γιορτές βλάστησης, γονιμότητας, τέλους της εφηβείας και αρχής της ωριμότητας με αποκάλυψη μυστικών συμβόλων και τέλεση μιμητικών πράξεων. Προφανώς, αν στο πρώτο στάδιο η μύηση ήταν για τη ζωή (μύστες πρώτου βαθμού), στο δεύτερο (εποπτεία) ήταν για τον θάνατο [4], και αποσκοπούσε, ίσως, με την αναπαράσταση ενός ιερού θανάτου, στη σωτηρία της ψυχής [5]. Σε αυτό το στάδιο γινόταν η συνάντηση με τις χθόνιες θεότητες και η επίδειξη συμβόλων, προφανώς της Γης και του Ουρανού, που ήταν το φίδι και τα άστρα. Η συνάντηση με θεότητες και σύμβολα προϋπέθετε κατάλληλη προετοιμασία αυτού που επρόκειτο να μυηθεί: αγνεία, εξομολόγηση, εξιλασμό, προσφορές, θυσία κριαριού, καθαρμό. Οι προϋποθέσεις και η ένταση στα μυστήρια, τόσο ερωτική όσο και του θανάτου, λειτουργούσαν αποτρεπτικά για τη μύηση στον δεύτερο βαθμό, ωστόσο αυτός δεν εξαρτιόταν από κανενός είδους κοινωνικό περιορισμό. Οι μυημένοι του δεύτερου βαθμού σε μια τελετουργία αναγέννησης και πνευματικής και ψυχικής μετουσίωσης γίνονταν εὐσεβέστεροι, δικαιότεροι, βελτίονες ἑαυτῶν και πετύχαιναν τη μετάβαση στο νησί των Μακάρων, στο Hλύσιο πεδίο, στην Ατλαντίδα, νησί του Ποσειδώνα, όπου πίστευαν ότι θα ζούσαν μια μυστηριακή ζωή γιορτάζοντας ένα συμπόσιο που δεν είχε τέλος.
Είναι, βέβαια, γνωστό ότι στη λατρεία της Περσεφόνης και της μητέρας της, ειδικά στη γιορτή των Θεσμοφορίων, προϊστορικής προέλευσης και αποκλειστικά γυναικεία, οι χοίροι έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Στην Αθήνα, ο εορτασμός διαρκούσε τρεις μέρες, από τις 11 έως τις 13 του μήνα Πυανοψιώνος, που αντιστοιχεί στον μήνα Οκτώβριο, την εποχή της σποράς των νέων δημητριακών και τελούνταν μια συγκεκριμένη τελετουργία. Η ονομασία της γιορτής των Θεσμοφορίων προέκυψε από τη λέξη θεσμός, που σημαίνει «ό,τι τοποθετείται, κατατίθεται σε κάποιο χώρο». Συνήθως βρίσκονταν έξω από την πόλη ή στις πλαγιές των ακροπόλεων, και στην Αθήνα συγκεκριμένα το Θεσμοφόριο έχει εντοπιστεί κοντά στην Πνύκα.
«H πρώτη ημέρα της γιορτής των Θεσμοφορίων ονομαζόταν άνοδος, πιθανόν επειδή η πομπή των γυναικών μετέβαινε στο χώρο του Θεσμοφορίου, το οποίο βρισκόταν σε ύψωμα. Μαζί τους μετέφεραν λατρευτικά σκεύη, τρόφιμα, τον χοίρο για τη θυσία που τελούνταν το βράδυ και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο για τη διαμονή τους. Στην κλασική Αθήνα, οι επικεφαλής των γυναικών που συμμετείχαν στη γιορτή ήταν δύο και ονομάζονταν ἄρχουσαι.
[Εικ. 79]
»Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, οι γυναίκες έριχναν σε λάκκους (μέγαρα) χοιρίδια [ζωντανά] μαζί με πήλινα ομοιώματά τους ως αναθήματα, ομοιώματα φιδιών και αντρικών γεννητικών οργάνων από ζυμάρι καθώς επίσης και κλαδιά πεύκου. Τέτοιοι λάκκοι είναι γνωστοί από άλλα ιερά της Δήμητρας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όχι όμως και από την Αθήνα. Η απόθεση των αντικειμένων αυτών στα μέγαρα συνέβαινε τρεις μήνες ή, κατά άλλους μελετητές, ένα χρόνο πριν από τη γιορτή.
[Εικ. 80]
»Κατά τη διάρκεια των Θεσμοφορίων, οι ἀντλήτριαι, οι οποίες έπρεπε να απέχουν από συνουσία για τρεις ημέρες πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, κατέβαιναν στους άδυτους χώρους και μετέφεραν τα υπολείμματα των προσφορών [τα αποσυντεθειμένα χοιρίδια] στους βωμούς [των Θεσμοφόρων, όπως αποκαλούνταν η Περσεφόνη και η Δήμητρα]. Αυτά είχαν μαγικές ιδιότητες και, αν ανακατεύονταν με σπόρους δημητριακών, εξασφάλιζαν τη γονιμότητα στα χωράφια κατά τη σπορά. Με τη διαδικασία αυτή οι γυναίκες έρχονταν σε επαφή με τον θάνατο και την αποσύνθεση, γεγονός που συνιστούσε το υποχθόνιο στοιχείο της λατρείας, ενώ μέσω των ομοιωμάτων από ζυμάρι προσέβλεπαν στη γονιμότητα και τον ερωτισμό. Η δεύτερη ημέρα ονομαζόταν νηστεία. Οι γυναίκες διέμεναν στο ιερό της θεάς, νήστευαν και κοιμόντουσαν σε πρόχειρα κρεβάτια φτιαγμένα στο έδαφος από κλαδιά λυγαριάς και άλλα φυτά με αντιαφροδισιακές ιδιότητες. Συμμετείχαν στο πένθος της Δήμητρας για την αρπαγή της Κόρης έχοντας μελαγχολική διάθεση. Την ίδια μέρα οι γυναίκες μπορούσαν να επιδοθούν σε αισχρολογία ως αντίδραση στην εγκράτεια που τηρούσαν. Η νηστεία διακοπτόταν την τρίτη ημέρα ή την προηγούμενη νύχτα και επακολουθούσαν θυσίες και κρεοφαγία. Στην Αθήνα, στο τελικό στάδιο της γιορτής επικαλούνταν και θυσίαζαν στην Καλλιγένεια -τη θεά της καλής γέννησης- τελετουργία που σχετιζόταν άμεσα με τη γονιμότητα [των αγρών και των γυναικών].» (Πηγή
Ι.Μ.Ε.) Οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της γιορτής κάθονταν ή ξάπλωναν στο έδαφος.
«Χαρακτηριστικό μέρος της γιορτής αποτελούσε η θυσία χοίρου. Αυτή ερμηνεύεται από το μύθο της απαγωγής της Κόρης, σύμφωνα με τον οποίο οι χοίροι του βοσκού
Ευβουλέα εξαφανίστηκαν μαζί της στα βάθη της γης. Παρόμοιο συμβολικό χαρακτήρα είχαν και τα αναθήματα με τη μορφή χοίρου και τα πήλινα ομοιώματα που εικόνιζαν μία πιστή ή την ίδια τη θεά να κρατά το ζώο αυτό, τα οποία έχουν αποκαλυφτεί στα ιερά των Θεσμοφορίων. […]
»Οι γυναίκες στη διάρκεια της γιορτής συγκεντρώνονταν στο ιερό της Δήμητρας και έτσι είχαν την ευκαιρία να περάσουν κάποιες μέρες μακριά από το σπίτι τους. Μπορούσαν να φέρουν μαζί τους και τα παιδιά τους, εάν αυτά βρίσκονταν σε ηλικία που ακόμη τα θήλαζαν. Οι σύζυγοι ήταν υποχρεωμένοι όχι μόνο να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για να παραστούν οι γυναίκες τους στη γιορτή, αλλά και να αναλάβουν τα προβλεπόμενα έξοδα. Στα Θεσμοφόρια δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή των παρθένων, ενώ των εταίρων και των γυναικών δούλων είναι αδιευκρίνιστη.
»Ο αποκλεισμός των αντρών από τη γιορτή προσέδιδε σε αυτήν ένα μυστηριακό χαρακτήρα και σχολιάστηκε από τον Αριστοφάνη στην κωμωδία του Θεσμοφοριάζουσαι». (Πηγή
Ι.Μ.Ε.)
Για την προέλευση της γιορτής ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι την έφεραν οι κόρες του Δαναού και τη δίδαξαν στις γυναίκες των Πελασγών. Από τον ίδιο μαθαίνουμε ακόμη ότι καλλιεργητές στο Δέλτα του Νείλου έβαζαν χοίρους να τσαλαπατούν τους σπόρους που έσπερναν στα χωράφια τους και ότι αλώνιζαν με τη βοήθεια χοίρων, κάτι που μαρτυρείται και σε αιγυπτιακές τοιχογραφίες.
αυτοί οι άνθρωποι κοπιάζουν λιγότερο απ᾽ όλους τους άλλους, μαζί και από τους υπόλοιπους Αιγυπτίους, για να πάρουν τον καρπό απ᾽ τη γη, αφού δεν κουράζονται ούτε με αλέτρι να ανοίγουν αυλάκια, ούτε να σκάβουν, ούτε να κάνουν καμιά από τις άλλες δουλειές που καταπονούν τους ανθρώπους στο χωράφι, παρά όταν φουσκώσει από μόνος του ο ποταμός και ποτίσει τα χωράφια, κι αφού τα ποτίσει, υποχωρήσει πάλι, τότε αυτοί σπέρνουν ο καθένας το χωράφι του, μπάζουν μέσα τους χοίρους, και όταν οι χοίροι παραχώσουν τον σπόρο με τα πατήματά τους, αυτοί περιμένουν ύστερα να έρθει ο θέρος, αλωνίζουν με τους χοίρους και έτσι συγκομίζουν τον καρπό. (Ηρόδ. 2.14, μετ. Λ. Ζενάκος)
Εξάλλου, καλλιέργεια των σιτηρών και διατροφή των χοίρων είναι δύο επιτεύγματα του ανθρώπου της εποχής του Λίθου. Με άλλα λόγια, το έθιμο, το δρώμενο με τη ρίψη ζωντανών χοίρων σε λάκκους είναι παλαιότερο από τις θεές Δήμητρα και Κόρη. Ακόμη και οι μεγάλες τιμές που απολάμβαναν οι δύο θεές στη Σικελία, αυτόν τον απέραντο σιτοβολώνα, μόνο μερικώς οφείλεται στους Έλληνες αποίκους –έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα ισχυρό στη λατρεία το ντόπιο σικελικό στοιχείο.
Αλώα
Την εποχή της γεωργικής απραξίας, τον χειμώνα, γιορτάζονταν τα Αλώα. Για την προέλευση της λέξης υπάρχουν πολλές εκδοχές, η μία συνδέει τη γιορτή με τη γεωργία, η άλλη με το αμπέλι. Ο ατθιδογράφος Φιλόχορος τη σχετίζει με τη λέξη άλως, που είναι το αλώνι. Οι γεωργοί, προσέχοντας να μην πατήσουν τα σπαρτά, συγκεντρώνονταν στα αλώνια που βρίσκονται ανάμεσα στα χωράφια.
ἑορτή ἐστιν Ἀττικὴ τὰ Ἁλῶα, ἥν φησι Φιλόχορος ὀνομασθῆναι ἀπὸ τοῦ τότε τοὺς ἀνθρώπους τὰς διατριβὰς ποιεῖσθαι περὶ τὰς ἅλως. ἄγεσθαι δὲ αὐτήν φησιν ἐν τῶι Περὶ ἑορτῶν Ποσειδεῶνος μηνὸς <πέμπτηι φθίνοντος>. (Fragmenta 3b,328,F.83.2-6)
Ο σχολιαστής, πάλι, του Λουκιανού συσχετίζει το όνομα της γιορτής με τη λέξη αλωαί, που είναι οι φυτείες των αμπελιών, και αναφέρει πως γίνονταν προς τη τιμή των δύο θεαινών και του Διονύσου. Πώς συνδέονται μεταξύ τους οι τρεις θεοί; Ποια γεγονότα τους συνδέουν;
Το πρώτο είναι ότι Αφού πέθανε ο Εριχθόνιος και τάφηκε στο ίδιο το τέμενος της Αθηνάς, βασίλευσε ο Πανδίονας και στα χρόνια του ήλθαν στην Αττική η Δήμητρα και ο Διόνυσος. Τη Δήμητρα τη φιλοξένησε στην Ελευσίνα ο Κελεός, ενώ τον Διόνυσο ο Ικάριος που πήρε από αυτόν ένα κλήμα και διδάχτηκε όλα τα σχετικά με την παρασκευή του κρασιού. (Απολλόδ.3.191) Αντίστοιχα, η Δήμητρα δίδαξε τα μυστικά της γεωργίας στους Ελευσίνιους.
Το δεύτερο είναι ότι και οι τρεις τους συνδέονται με γεγονότα θανάτου:
Και θέλοντας [ο Ικάριος] να χαρίσει στους ανθρώπους τα δώρα του θεού, πήγε σε κάποιους βοσκούς, οι οποίοι, αφού δοκίμασαν το ποτό και από την ευχαρίστηση που τους προκάλεσε το ήπιαν ανέρωτο και σε μεγάλες ποσότητες, επειδή νόμισαν ότι τους δηλητηρίασε, τον σκότωσαν. Όταν την επόμενη μέρα κατάλαβαν τι έγινε, τον έθαψαν. Στην κόρη του Ηριγόνη που έψαχνε τον πατέρα της, ένα πιστό σκυλί που ονομαζόταν Μαίρα και ακολουθούσε τον Ικάριο, της φανέρωσε τον νεκρό· και εκείνη, αφού θρήνησε για τον πατέρα της, αυτοκτόνησε. (Απολλόδ.3.191)
Ο ατιμώρητος θάνατος του Ικάριου και της Ηριγόνης προκάλεσε την οργή του Διόνυσου που έστειλε περίεργη θεομηνία στην Αθήνα. Χτυπημένες από τρέλα οι νεαρές κοπέλες της Αθήνας, απαγχονίζονταν. Το μαντείο των Δελφών χρησμοδότησε ότι έπρεπε να καθιερωθεί γιορτή, εορταστική αναπαράσταση του δράματος του θανάτου του Ικάριου και του απαγχονισμού της Ηριγόνης, με τις ανύπαντρες κοπέλες να ανεβαίνουν σε αιώρες και να τραγουδούν στον ρυθμό της αιώρησης άσεμνα τραγούδια, ενώ από κάτω, μπηγμένα στη γη, υπήρχαν ομοιώματα φαλλών πήλινα. [Εικ. 81, 82, 83] Αντίστοιχα, καθιερώθηκε γιορτή γυναικών στην Ελευσίνα. Το τελετουργικό της γιορτής απαιτούσε την ετοιμασία ενός πλούσιου τραπεζιού με διαφόρων ειδών τρόφιμα, εκτός εκείνων που απαγορεύονταν στα Μυστήρια, δηλαδή αυγά, ρόδια, μήλα, πτηνά και ορισμένα είδη ψαριών. Στην αποκλειστικά γυναικεία αυτή γιορτή, οι γυναίκες έλεγαν μεταξύ τους διάφορα σκώμματα, ενώ ακόμη και η ίδια η ιέρεια τριγυρνούσε ανάμεσά τους και ψιθύριζε στις παντρεμένες να βρουν εραστές. Για λόγους ενίσχυσης της γονιμότητας, είχαν μαζί τους ομοιώματα γυναικείων και ανδρικών γεννητικών οργάνων και γλυκίσματα πάνω στο τραπέζι με το ίδιο σχήμα, τα οποία, μετά το τσιμπούσι, μπήγονταν στο χώμα με την πίστη ότι έτσι ενισχυόταν η καρποφορία της γης. Στη διάρκεια της γιορτής, οι γυναίκες έπιναν πολύ κρασί και ίσως χόρευαν οργιαστικούς χορούς. «Έτσι αυτή η εορτή φαίνεται να είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την υπόλοιπη λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης, καθώς με την αχαλίνωτη ζωηρότητά της δημιουργεί αντίθεση προς τη χειμερινή απραξία.»[6] [Βλ. Ἁλῷα]
Άλλες γιορτές
«Η ανάπτυξη των δημητριακών κατόπιν κατά την άνοιξη συνοδευόταν από εορτές της βλαστήσεως, τα Χλοαία, της αναπτύξεως των βλαστών, τα Καλαμαία, και της ανθήσεως, τα Ανθεία· κατά τα Καλαμαία συναντιόνταν και πάλι οι γυναίκες. […] Η κυρίως εορτή της συγκομιδής, τα Θαλύσια, δεν είναι δυνατό να τοποθετηθεί με βεβαιότητα στο ημερολόγιο· ήταν ιδιωτική εορτή, κατά την οποία, μεταξύ άφθονου φαγητού και οινοποσίας γινόταν αναφορά στη Δήμητρα και στον Διόνυσο με προσευχές και τάματα.»[7] Τα Ερκύνια, σύμφωνα με τον Ησύχιο, ήταν γιορτή της θεάς στη Λειβαδιά της Βοιωτίας, που προφανώς ονομάστηκε έτσι από την κόρη Έρκυνα, συντρόφισσα της Περσεφόνης. Τα Χθόνια τελούνταν στην Ερμιόνη της Αργολιδας:
[5] […] κάθε χρόνο, το καλοκαίρι, διεξάγουν τη γιορτή Χθόνια με τον εξής τρόπο. Μπροστά από την πομπή προχωρούν οι ιερείς των θεών και οι άρχοντες της συγκεκριμένης χρονιάς· ακολουθούν γυναίκες και άνδρες, αλλά ακόμη και τα παιδιά συνηθίζουν να τιμούν τη θεά κατά την πομπή· είναι ντυμένα με άσπρη εσθήτα και έχουν στο κεφάλι στεφάνια, που είναι πλεγμένα από το λουλούδι που ονομάζουν κοσμοσάνδαλο, που από το μέγεθος και το χρώμα μού φαίνεται πως είναι ο υάκινθος· πάνω τους έχουν τα γράμματα του θρήνου. [6] Στο τέλος της πορείας ακολουθούν άνδρες που σέρνουν από την αγέλη μια πολύ δυνατή αγελάδα, αδάμαστη και άγρια ακόμη. Όταν τη φέρουν στον ναό, άλλοι τη λύνουν για να μπει στο ιερό κι άλλοι, που πριν κρατούσαν ανοιχτές τις πόρτες, μόλις δουν την αγελάδα να μπαίνει στον ναό, τις κλείνουν. [7] Τέσσερις γριές που βρίσκονται μέσα σφάζουν την αγελάδα· όποια τύχει κόβει με δρεπάνι τον λαιμό της αγελάδας. Έπειτα ανοίγουν τις πόρτες και οι άντρες που έχουν οριστεί φέρνουν δεύτερη αγελάδα, ύστερα τρίτη και μετά τέταρτη. Οι γριές τις σφάζουν όλες με τον ίδιο τρόπο· υπάρχει μάλιστα και τούτο το αξιοπερίεργο: σ' όποια πλευρά πέσει η πρώτη αγελάδα είναι ανάγκη να πέσουν όλες. [8] Μ' αυτό τον τρόπο, λοιπόν, προσφέρουν θυσία οι Ερμιονείς. Μπροστά στον ναό υπάρχουν λίγες εικόνες γυναικών που ήταν ιέρειες της Δήμητρας και μέσα υπάρχουν θρόνοι, στους οποίους κάθονται οι γριές που περιμένουν να μπει κάθε αγελάδα. Υπάρχουν και αγάλματα όχι πολύ παλιά της Αθηνάς και της Δήμητρας. Δεν μπόρεσα, όμως, να δω —ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος άνδρας, ξένος ή από τους Ερμιονείς— αυτό που λατρεύουν περισσότερο από τ' άλλα· μόνο οι γριές ξέρουν πώς είναι. (Παυσ. 2.35.4)
Τα επίθετα που αποδίδονταν στη Δήμητρα αφορούσαν τις ιδιότητές της ή προέρχονταν από τους τόπους λατρείας της ή από τους ιδρυτές της λατρείας της σε έναν τόπο ή από τις γιορτές προς τιμή της ή ήταν περιγραφικά της εμφάνισής ή και της ψυχικής της κατάστασης. Ενδεικτικός είναι ο παρακάτω κατάλογος:
Αγλαόδωρος και αγλαόκαρπος: που φέρει ωραία ή χρήσιμα δώρα και καρπούς.
Αζησία: προφανώς παραφθορά του επιθέτου Αυξησία.
Αλωάδα: οι αγρότες θυσίαζαν στην Αλωάδα Δήμητρά την περίοδο του αλωνίσματος.
Αμιφικτυονίς: επίθετο της θεάς στην Ανθήλη, όπου συνέρχονταν οι αμφικτυονίες των Θερμοπυλών και επειδή προσφέρονταν θυσίες σε αυτήν στην αρχή κάθε συνεδρίασης (Ηρόδ. 7.200).
Ανταία: επίθετο της Δήμητρας, της Ρέας, της Κυβέλης, υποδηλώνει θεότητα που προσεγγίζεται με ικεσίες.
Αχαία: επίθετο της θεάς στην Αττική· από το άχος που τη διακατείχε κατά την αναζήτηση της κόρης της. Με αυτό το επίθετο τη λάτρευε η αρχαία φυλή των Γεφυραίων που εκδιώχθηκαν από τη Βοιωτία και εγκαταστάθηκαν στην Αττική.
Ανησιδώρα: που αναπέμπει δώρα· επίθετο και της Γαίας.
Δηώ: άλλο όνομα της Δήμητρας.
Δρεπανηφόρος: θυσία στη Δρεπανηφόρο Δήμητρα (παριστανόταν με δρεπάνι στον θερισμό).
Ελευσινία: από το ιερό και τη λατρεία στην Ελευσίνα.
Επόγμιος: η προστάτιδα των κυκλικών αυλάκων των αγρών, η έφορος του θέρους.
Ερινύς: βλ. Δήμητρα και Ποσειδώνας.
Έρκυνα: με αυτό το επίθετο λατρευόταν στη Λειβαδιά μαζί με τον Δία. Βλ. παρακάτω Ευρώπη.
Εύκομος: με τα ωραία μαλλιά.
Ευρώπη: τη λατρεία της Δήμητρας Ευρώπης καθιέρωσε στον ιερό χώρο του Τροφωνείου η κόρη του Τροφώνιου Έρκυνα.
Ευστέφανος και Καλλιστέφανος
Θεσμία ή Θεσμοφόρος: βλ. Θεσμοφόρια.
Ιουλώ: η θεά των ιούλων, των δεματίων.
Καβειραίη: από τη σχέση της θεάς με τα μυστήρια της Σαμοθράκης.
Καλλιγένεια: επίθετο της Δήμητρας ή και της Γαίας.
Καρποφόροι: Με αυτό το επίθετο λατρεύονταν Δήμητρα και Κόρη στην Τεγέα και μόνο η Δήμητρα (Καρποφόρος) στην Πάρο.
Κιδαρία: βλ. πιο πάνω Ελευσίνια στους Φενεούς (κίδαρις= αρκαδικός χορός ή κάλυμμα της κεφαλής, τιάρα).
Κυανόπεπλος: μαυροφόρα.
Λερναία: από το ιερό της στη Λέρνη.
Λουσίη: βλ. Δήμητρα και Ποσειδώνας.
Μέλαινα: με το επίθετο αυτό λατρευόταν σε ιερό μέσα σε σπηλιά στη Φιγάλεια, πάλι στην Αρκαδία, στα σύνορα προς τη Μεσσηνία, ως σύζυγος του Ποσειδώνα.
Μυκαλησσία: από το ιερό της θεάς στη Μυκαλησσό της Βοιωτίας.
Μυσία: Για το επίθετο αυτό της θεάς ο Παυσανίας αναφέρει τα εξής:
[3] Από τους Κριούς —όπως αποκαλούν τον τάφο του Θυέστη— προχωρώντας λίγο υπάρχει στ' αριστερά η περιοχή Μυσία και το ιερό της Μυσίας Δήμητρας, που πήρε το όνομά της από κάποιο Μύσιο, ο οποίος, όπως λένε οι Αργείοι, ήταν φιλοξενούμενος της Δήμητρας. Το ιερό δεν έχει σκεπή, αλλά μέσα υπάρχει ένας άλλος ναός από ψημένες πλίνθους και ξόανα της Κόρης, του Πλούτωνα και της Δήμητρας. Λίγο πιο πέρα είναι ο ποταμός Ίναχος […] (Παυσ. 2.18.3)
Ξανθή: χρυσόμαλλη.
Παναχαία: θεά όλων των Αχαιών επίθετο της Δήμητρας στις Αιγές της Αχαΐας.
Πελασγίς: με αυτό το επίθετο λατρευόταν στο Άργος· λεγόταν ότι το ιερό της εκεί ιδρύθηκε από τον Πελασγό, τον γιο του Τρίοπα.
Πολύκαρπος: που έχει άφθονο καρπό.
Προηροσία: θυσία στην Προηροσία Δήμητρα πριν το όργωμα.
Προστασία: που προστατεύει.
Ραριάς: επίθετο της θεάς από το Ράριο πεδίο στην Ελευσίνα, όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε σιτάρι.
Σιτώ: το επίθετο την περιγράφει ως θεά της τροφής.
Σπερμία
Σταχυοτρόφος
Τέλφουσα: επίθετο για τη Δήμητρα Ερινύα, προερχόμενο από την πόλη Τέλφουσα· βλ. Δήμητρα και Ποσειδώνας.
Φιλόπυρος: που αγαπά τους πυρούς, το σιτάρι.
Χαμύνη: επίθετο της θεάς στην Ήλιδα, όπου και ιερό της, είτε από το ρήμα χάσκω, ειδικότερα τον τύπο χανεῖν που σημαίνει τη γη που ανοίγει και καταπίνει το άρμα του Πλούτωνα είτε προσωνυμία που σημαίνει καθιστή στο χώμα ή από κάποιον Χάμυνο από την Πίσα, που εναντιώθηκε στον Πανταλέοντα, γιο του Ομφαλίωνα και τύραννο της Πίσας, όταν αυτός συνωμότησε να επαναστατήσει εναντίον της Ηλείας. Ο Πανταλέων τον σκότωσε και από την περιουσία του λεγόταν ότι οικοδομήθηκε το ιερό της Δήμητρας (Παυσ. 6.21.1.). Μικρό ιερό της Δήμητρας Χαμύνης του 6ου-5ου αι. π.Χ. αποκαλύφθηκε σε ανασκαφές το 2007, αφιερωμένο σε παλιά χθόνια θεότητα που είχε προσλάβει και τις λειτουργίες και ιδιότητες της Άρτεμης σχετικά με τη γονιμότητα και τη βλάστηση. Μέρος της λατρείας της θεάς αποτελούσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, αφού κατά μία άποψη οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν στην αρχή τους ακριβώς αυτό, γι’ αυτό και η ιέρειά της ήταν η μόνη γυναίκα που παρακολουθούσε τα αγωνίσματα, καθισμένη δίπλα στον πέτρινο βωμό της Δήμητρας Χαμύνης στην αριστερή πλευρά του σταδίου –είναι πιθανό ο αγώνας δρόμου να γινόταν προς τιμήν της. Στη Ρωμαϊκή Εποχή το αξίωμα αυτό το ανέλαβε η Ρήγιλλα, σύζυγος του Ηρώδη Αττικού. Την ταύτιση του ιερού με της Δήμητρας Χαμύνης επέτρεψε ειδώλιο με επιγραφή που αναφέρει τη Δήμητρα και την Κόρη και τον βασιλιά του Κάτω Κόσμου, τον Αδη.
Χθονία: υποχθόνια ή θεά της γης, προστάτιδα των χωραφιών· επίθετο και της Εκάτης, της Νύκτας, της Μηλινόης. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Κλύμενος και η Χθονία, παιδιά του Φορωνέα, ίδρυσαν στην Ερμιόνη ιερό στη θεά και την αποκάλεσαν Χθονία από την ιδρύτρια. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Δήμητρα όταν περιπλανιόταν έφτασε στην Αργολίδα, τη φιλοξένησαν ο Αθέρας και ο Μύσιος, ενώ ο Κολόντας ούτε τη δέχτηκε σπίτι του ούτε την τίμησε με άλλο τρόπο, παρά τις αντιρρήσεις της θυγατέρας του Χθονίας. Λένε λοιπόν πως ο Κολόντας εξαιτίας αυτών κάηκε μαζί με το σπίτι του. Τότε η Χθονία, που η Δήμητρα την έφερε στην Ερμιόνη, έχτισε για τους Ερμιονείς το ιερό. (Παυσ. 2.35.4)
Χλόη: θυσία στη Χλόη Δήμητρα την άνοιξη
Χρυσάορος: χρυσοδρέπανος (;)
Ωρηφόρος (ώρα + φέρω): που φέρνει την ωριμότητα των καρπών
Τη Δήμητρα την τιμούσαν συνήθως μαζί με την κόρη της σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ενδεικτικές είναι οι αναφορές που ακολουθούν: Φωκίδα, Αττική, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία, Αχαΐα, Αρκαδία, Ηλεία, Φωκίδα, Βοιωτία, Λοκρίδα, Θεσσαλία. Στα Ελευσίνια λατρευόταν από κοινού με την κόρη Περσεφόνη. Λατρεία της θεάς μαρτυρείται σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης –στο Δίον της Πιερίας με ιερό σε λειτουργία από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. έως και την ύστερη αρχαιότητα με μεγάλο αριθμό αναθημάτων· στη Λητή Θεσσαλονίκης με ιερό η λειτουργία του οποίου τοποθετείται προς τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Εκεί, σύμφωνα με επιγραφικά μνημεία, τελούνταν και αγώνες δρόμου κατά τη διάρκεια τελετών μετάβασης από την παιδική στην εφηβική ηλικία. Στην Καλίνδοια και την περιοχή του Ανθεμούντα, στην Πέλλα όπου υπήρχε και θεσμοφόριο. Στη Θάσο μαζί με την Κόρη, στη Μεσήμβρια, στην Αμφίπολη και στα Άβδηρα. Στον Σελινούντα υπήρχε το ιερό της Δήμητρας Μαλοφόρου. Λατρευόταν, επίσης, στην Πάρο (Ηρόδ. 6.134), στη Ρόδο, στην Κύπρο (Οβ., Μετ. 10.431), στην Καρία, στη Λυδία, τη Σκυθία, τη Βρεττία στη Νότια Ιταλία (Στράβ. 6.1.5), τη Σικελία (Διόδ. Σ., 5.2.3 - 5. 5. 1) τη Βρετανία (Στράβ. 4.4.6). Μάλιστα μυθολογείται ότι για τη λατρεία της θεάς στη Σικελία, μαζί με την κόρη Περσεφόνη, συνέβαλε ο Ηρακλής. Στις Συρακούσες βρισκόταν ο ήρωας, όταν έμαθε τα μυθολογούμενα για την αρπαγή της Κόρης από τον Πλούτωνα και αποφάσισε να προσφέρει μεγαλοπρεπείς θυσίες στις δύο θεές, αφιερώνοντας τον ωραιότερο ταύρο από τα βόδια του Γηρυόνη, αφού πρώτα τον εξάγνισε στην πηγή Κυάνη. Και πρόσταξε τους ντόπιους να τελούν κάθε χρόνο αντίστοιχες θυσίες και να κάνουν προς τιμή της Κυάνης μεγάλο πανηγύρι.
[Εικ. 84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 114, 115, 116, 117, 118, 119, 120, 121, 122, 123, 124, 125, 126, 127, 128, 129, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 136, 137, 138, 139, 140, 141, 142, 143, 144, 145, 146]
«Επίκεντρο της δύναμης και της προσφοράς της Δήμητρας ήταν η καλλιέργεια των δημητριακών. Δεν νοείται αποκλειστικά ως θεά της βλάστησης ούτε ως Μητέρα, είναι, όμως, μια μητρική θεότητα υπεύθυνη για τη διατροφή του ανθρώπινου γένους, ιδιότητα γνωστή στην αρχαία γραμματεία», σημειώνει η Κ.Γ. Χατζηνικολάου [8], κάτι που αναγνωρίζεται στις αρχαιότερες πηγές για τη Δήμητρα:
Κι αρχή αρχή που φαίνεται για τους θνητούς του οργώματος η ώρα,
όρμησε τότε, συνάμα εσύ κι οι δούλοι σου,
και την ξερή και τη βρεγμένη γη να οργώσεις στου οργώματος την ώρα,
σπεύδοντας πολύ πρωί, για να ’ναι τα χωράφια σου καρπούς γεμάτα.
Την άνοιξη να βωλοκοπείς. Μα και η γη που οργώθηκε ξανά το θέρος δε θα σε
διαψεύσει.
Σπείρε το νιάμα όσο ακόμη είναι ελαφρύ το χώμα του.
Το νιάμα προστατεύει απ’ το κακό και τους θεούς τους τέρπει.
Ευχήσου στον Χθόνιο Δία και την αγνή τη Δήμητρα
ώριμο να βαραίνει της Δήμητρας το ιερό σιτάρι,
μόλις αρχίσεις τ’ όργωμα, όταν την άκρη της λαβής του αρότρου
πιάνεις με το χέρι και τη βουκέντρα στα νώτα κατεβάζεις των βοδιών,
καθώς τραβάν με το ζυγόλουρο τον δρύινο πάσσαλο.
(Ησίοδ. Έργα 458-469, μετ. Στ. Γκιργκένης)
καθώς οπόταν στα ιερά τ' αλώνια που λιχνίζουν,
τ' άχυρα παίρν' ο άνεμος και ως σπρώχνουν οι αέρες,
τ' άχυρο η ξανθή Δήμητρα και τον καρπόν χωρίζει
και ασπρίζουν όλες οι αχυριές· ομοίως άσπριζ' όλους
τους Αχαιούς ο κονιορτός, που ως τ' ουρανού τον θόλον
τον χάλκινον εσήκωνε ποδόκτυπος των ίππων
(Όμ., Ιλ. Ε 417-421, μετ. Ι. Πολυλάς)
«Μητέρα», λοιπόν, η Δήμητρα, «παραμένει όμως αινιγματικό τι ακριβώς είδους μητέρα ήταν».[9] Δεν είναι μόνο η Γη ούτε μόνο η μητέρα των δημητριακών, τα οποία παραμένουν στο κέντρο της λατρείας της. Τα αναθήματα στα ιερά της και η λατρευτική πρακτική αντανακλούν τα βασικά χαρακτηριστικά της ως θεάς των θεσμοφορίων, των μυστηρίων, της γονιμότητας της γης και των γυναικών, της επιβίωσης. Οι απεικονίσεις της φανερώνουν στοιχεία του μύθου της, τη σχέση της με τη γεωργία και την καρποφορία της γης, τη μητρική της υπόσταση και τον συσχετισμό της με άλλες μητρικές θεότητες. Δημήτερος ἀκτή ήταν η τροφή των ανθρώπων. Σε παρομοίωση της Ιλιάδας, όπου περιγράφεται το λίχνισμα των σιτηρών στο ιερό αλώνι, η θεά ονομάζεται με το χρώμα του ώριμου σταριού –όταν η ξανθή Δήμητρα ξεχωρίζει τον καρπό από τ’ άχυρο καθώς φυσούν οι άνεμοι (Ε 500 κ.ε.). Με το ρήμα δαματρίζειν ονομάζεται στην Κύπρο η συγκομιδή των σιτηρών. Μετωνυμία, μήπως, των σιτηρών και του αλεύρου η Δήμητρα και η κόρη Περσεφόνη.
Παρά τα διαφορετικά λατρευτικά επίθετα που αποδίδονται στη θεά, η προσωπικότητά της εμφανίζεται ενιαία, αδιαίρετη, και ιερά της βρίσκονται τόσο στην ύπαιθρο όσο και κοντά σε οικισμούς. Τέλος, η παλαιότητα της λατρείας της ίσως να εξηγεί τον αρχαϊστικό χαρακτήρα των μεταγενέστερων απεικονίσεών της και τη στατικότητα των μνημείων που της αφιερώνονταν.
[1] Πρβλ. F.M. Cornford, «The ἀπαρχαὶ and the Eleusinian Mysteries», στο Essays and Studies presented to William Ridgeway, Cambridge: at the University Press, 1913, σ. 153-166. M.P. Nilsson, “Die Eleusinischn Gottheiten”, Archiv fur Religionswissenschaft 32, 1935, 79-141. Walter Burkert, Αρχαία ελληνική θρησκεία. Αρχαϊκή και κλασσική εποχή. Μετάφραση: Νικ. Π. Μπεζαντάκος - Αφροδίτη Α. Αβαγιανού. Επιμέλεια: Νικ. Π. Μπεζαντάκος. Αθήνα: Καρδαμίτσας, 2016, σ. 338.
[2] Βασική βιβλιογραφική πηγή για τα μυστήρια αποτελεί το μελέτημα της Καλλιόπης Παπαγγελή, Ελευσίνα. Ο αρχαιολογικός χώρος και το μουσείο. Αθήνα: Όμιλος Λάτση 2002. Βλ. και Walter Burkert, Μυστηριακές λατρείες της αρχαιότητας. Μετάφραση: Έφη Ματθαίου. Αθήνα: Καρδαμίτσα, 1997. Erika Simon, Οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων. Μετάφραση: Σεμέλη Πινγιάτογλου. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1996. Πολύ ωραία και η σχετική με το θέμα έκθεση στο Μουσείο της Ακρόπολης.
[3] Μπορεί να έχει σχέση η κρόκη με το έθιμο του μάρτη ή της μαρτιάς –το γνωστό βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή-, έθιμο με βαλκανική διασπορά; Το έθιμο αυτό το θεώρησε ειδωλολατρικό ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Κατά Ματθαίον 58.669.36-41, Προς τους έχοντας παρθένους συνείσακτους 10.27-30)
[4] Οι Κάβειροι παριστάνονταν με φαρδιά σιδερένια δαχτυλίδια γύρω από τον λαιμό, ενώ σε ανασκαφές στο νησί βρέθηκαν και σιδερένια δαχτυλίδια. Στον Όμηρο χάλκεος ὓπνος, ferreus somnus, είναι ο θάνατος.
[5] Αυτόν τον χαρακτήρα της σωτηρίας, με μια ευρύτερη σημασία, διατήρησε το νησί και στα μεταχριστιανικά χρόνια. Εκεί κατέφυγε η Αρσινόη μετά τον γάμο της με τον αδελφό της Πτολεμαίο Κεραυνό, ο τελευταίος Μακεδόνας βασιλιάς Περσέας μετά την ήττα του στην Πύδνα ή ίσως και ο Πτολεμαίος VI. Αργότερα το νησί έγινε καταφύγιο των πειρατών. Πάντως, ως άσυλο καθιερώθηκε να είναι το νησί από την ίδια τη Μητέρα των θεών: καταδεῖξαι δὲ καὶ τὰ νῦν ἐν αὐτῇ συντελούμενα μυστήρια καὶ τὸ τέμενος ἄσυλον νομοθετῆσαι (Διόδ. 3.55.9).
[6] W. Burkert, Αρχαία ελληνική θρησκεία, σ. 540.
[7] Ό.π.
[8] Καλλιόπη Γ. Χατζηνικολάου, Οι λατρείες των θεών και των ηρώων στην Άνω Μακεδονία κατά την αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2011, σ. 62.
[9] Walter Burkert, Αρχαία ελληνική θρησκεία, σ. 338.